Πειραιάς
Πόλη αγεωμέτρητη
Συγκρότηση ενότητας: Καλλιόπη Μακαρώνη- Το λιμάνι του Πειραιά
- Η αγορά του Πειραιά
- Πλατεία Καραϊσκάκη (Λεμονάδικα)
- Τρούμπα
- Ακτή Μιαούλη
- Ακτή Ξαβερίου-Χατζηκυριάκειο-Πειραϊκή
- Κεντρικές Συνοικίες
- Διαδρομές στην παραλία των αρχόντων, των μετοίκων και των προσφύγων
- Προφήτης Ηλίας-Κρητικά
- Νέο Φάληρο
- Γειτονιές βαμμένες κόκκινες
- Δραπετσώνα
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Γειτονιές βαμμένες κόκκινες Αγία Σοφία-Μανιάτικα-Καραβάς
Βαμμένα κόκκινα μαλλιά...
Όταν μετά από δυο μέρες συνάντησα τυχαίο τον Αρίστο στην «Καλλιφόρνια» [1] , τα έκανα επάνω μου.
Η «Καλλιφόρνια» ήταν ο κινηματογράφος της περιοχής. Εκείνο τον καιρό μ’ ένα εισιτήριο έβλεπες δυο έργα. Μπαίναμε στις δύο το μεσημέρι και βγαίναμε στις έξι.
Καθώς κοιτούσα στην οθόνη τον Τάιρον Πάουερ, ένιωσα να μου χτυπούν διακριτικά την πλάτη από πίσω. Γυρίζω και βλέπω τον Αρίστο. Όλο αυτός έπαιρνε πρωτοβουλίες. Ο άλλος αδελφός, ο γνωστός μας ως κερατάς, πειθήνιο όργανο του Αρίστου, άβουλος.
—Κοίταξε, γυαλάκια, μη νομίζεις ότι θα μου γλιτώσεις! Έτσι και δε γίνει ο γάμος, δε θα τη βγάλεις καθαρή. Και πες του να μην πάει να μ’ εκβιάσει με το μυστικό της Ολυμπίας. Θα πεθάνει. Κι αυτός και συ. Με την αδελφή του Κρούγκα δεν παίζουν τα κομμούνια. Βάλε, λοιπόν, μυαλό στον Καζανόβα για να μην την πληρώσεις και συ. Όταν του κράταγες τσίλιες ήταν καλά. Έτς;
Όλα του τα κάρφωσε η σκρόφα η Ευγενία.
Πράγματι, κάθε Τετάρτη που πήγαινε, εγώ του κράταγα τσίλιες. Το έκανα κι αυτό. Επ’ ανταλλάγματι όμως. Ήταν τότε που είχα ερωτευτεί την Τασούλα.
—Ρε, δεν είναι για σένα η Τασούλα, να μου λέει ο Λούης. Από άλλο ανέκδοτο η κοπέλα. Τι δουλειά έχεις εσύ με την Τασούλα;
Πέντε χρόνια μεγαλύτερή μου, παχουλή, ναζιάρα. Εγώ όμως επέμενα. Την ήθελα.
—Κόλλα της τότε. Τι κάθεσαι;
Είχε αδελφό αστυφύλακα. Πώς να τολμήσεις με αδελφό αστυφύλακα;
Έβγαινε και καθόταν σ’ ένα σκαμνί ή στα σκαλοπάτια του σπιτιού της, απέναντι από το δικό μας.
Ήξερε ότι με το που θα έβγαινε στο δρόμο, θα πλάκωναν και οι γαμπροί. Πολύ της άρεσε να τη γυροφέρνουν. Σε πέντε λεπτά άρχιζαν οι περατζάδες. Βόλτες, ματιές, αλλά κανείς δεν τολμούσε να το πάει παραπέρα.
Εκείνη την εποχή όλα τα σπίτια στον Πειραιά είχαν υπόγεια και τα υπόγεια ένα μικρό παραθυράκι προς το δρόμο για να αερίζονται. Εκεί πολλές φορές κατέβαινα και περίμενα πότε θ’ ανοίξει τα πόδια της η Τασούλα, απέναντι.
Για λίγη ώρα καθόταν πολύ σεμνά, με κλειστές γάμπες, καλυμμένες με τη φούστα. Σε λίγο όμως κουραζόταν, ξεχνιόταν και τα άνοιγε. Ή ξυνόταν. Όταν δεν την έβλεπε κανείς περαστικός, είχε τη μανία να ξύνεται. Σήκωνε ψηλά τη φούστα και ξυνόταν.
Τελικά συμφώνησα με το Λούη:
—Θα σου κρατώ τσίλιες, και συ θα μου τα φτιάξεις μαζί της. Εντάξει;
Της έγραψα και ένα φλογερό γράμμα. Αυτός ήταν ο όρος μου. Να της το δώσει.
Αυτή η ιστορία μ’ έκανε να διακόψω για ένα διάστημα και τις σχέσεις μου με το Λούη.
Ούτε το γράμμα της έδωσε ποτέ, κι ας μου είπε ότι της το έδωσε, ούτε ποτέ της μίλησε για μένα, αν και μου δήλωσε ότι της μίλησε.
Μετά από καιρό, όταν πια μου είχε περάσει ο νταλκάς και το είπα στην Τασούλα, νομίζοντας ότι είχε λάβει και το περιβόητο γράμμα, έσκασε στα γέλια.
—Μα τι λες, Μανολόπουλε; Δεν ξέρεις;
—Τι να ξέρω;
—Δε σου είχε πει τίποτα ο Ρετσίνας;
Και απομακρύνθηκε για να μη σκάσει από τα γέλια. Χάχας σκέτος. «Τι γελάς μωρή;» πήγα να της πω. Και κει μου ομολόγησε ότι την ίδια εποχή που του έδωσα το γράμμα, ήταν ήδη φιλενάδα του.
—Μια χαρά σε δούλεψε ο φίλος σου.
Πήγα να τρελαθώ. «Τον πούστη, με δούλευε.»
Όταν συνέλαβαν αργότερα τον αδελφό της, τον αστυφύλακα, για ένα σωρό εγκλήματα, ναρκωτικά, εξαγωγή συναλλάγματος και τέτοια, εκείνη ξενοίκιασε το σπίτι και χάθηκε από τη ζωή μας και τη γειτονιά. Παρακάτω θα σου διηγηθώ πού και πώς την ξαναείδα.
Έτσι ξαναμίλησα με το Λούη: Είχε κιόλας περάσει πολύς καιρός από τότε, είχαν συμβεί γεγονότα και γεγονότα – μετακομίσεις, εξετάσεις, ιστορίες -, και ξαφνικά μια μέρα, όταν κόντευα πια να τον ξεχάσω, ένα απογευματάκι, τον βλέπει η μάνα μου, πίσω από το ματάκι της πόρτας, να χτυπά το κουδούνι. Άρχισε να τρέμει.
—Αυτός ο διάβολος ξαναήρθε. Να του ανοίξω;
Αντί να της απαντήσω, έτρεξα και του άνοιξα μόνος μου.
—Ρε Κωσταντή, δεν το άντεχα πια, να μου κρατάς κακία για μια γυναίκα.
Νεύρα η μάνα μου! Ήξερε πως για να’ρθει εδώ ο Λούης, δεν ήταν για καλό.
Ούτε γι’ αστείο δεν είπε να τον κεράσει καφέ, κάτι.
—Α, ρε ξάδελφε, μητέρα που την έχεις και συ.
Ακόμα του έσφιγγα το χέρι και τον χάζευα.
—Ντύσου, Κωσταντή. Μην πάρεις ούτε λεφτά μαζί σου. Έχω. Σου οφείλω κάτι και πρέπει να σ’το εξοφλήσω. Μη ρωτάς τι και πώς. Φτάνει να κάνεις ό,τι σου λέω. Καμιά αντίρρηση.
Δέχτηκα. Ποτέ μην αρνείσαι στο Λούη. Θα σου βγει σε κακό. Είναι σαν ν’ αρνείσαι τη ζωή, σαν να προδίδεις ιερά και όσια, τη μάνα σου, τον πατέρα σου… Όσες φορές του αρνήθηκα, όχι μόνο μετάνιωσα – θ’ αποδειχτεί άλλωστε παρακάτω, -, αλλά εκείνα τα όχι μου μ’ έτρωγαν, με μαράζωναν.
Σε δέκα λεπτά φεύγαμε, έκλεινα την πόρτα.
—Που πάτε; φώναζε η μάνα μου.
***
Κώστας Μουρσελάς, Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά, Κέδρος, Αθήνα 1989, σ. 118-121.
[1] Γραφή της έκδοσης, πιθανόν παλαιότερη ορθογραφία λόγω της αναγραφόμενης ταμπέλας του κινηματογράφου στην Αγία Σοφία Πειραιά (σ. Επιμ.)
Βαμμένα κόκκινα μαλλιά...
Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΔΕΙΠΝΟΣ
Ο ΕΞΥΠΝΑΚΙΑΣ ΤΗΣ ΠΑΡΕΑΣ, ο Λάζαρης, το δήλωσε απερίφραστα:
—Ο Λούης έφτασε να είναι αυτό που είναι, από διάφορες παιδικές τραυματικές εμπειρίες.
Επέμενε στο τραυματικές.
—Μπα, μπα; Τόσο τραυματικές;
—Ναι, τόσο, διότι ουσιαστικά δε γνώρισε μητέρα. Και όχι μόνο δε γνώρισε, αλλά την είχε μυθοποιήσει κιόλας, της είχε δώσει φοβερές διαστάσεις. Επειδή τάχα εγκατέλειψε ένα βασιλόφρονα μεταξικό σύζυγο και επειδή, σου λέει, δε δίστασε να τον κερατώσει μ’ ένα δημοκρατικό κουρέα, άρα υπήρξε σπουδαία, μια και τόλμησε να δώσει γροθιά στο κατεστημένο της εποχής. Τρίχες δηλαδή. Γροθιά. Γι’ αυτό την έφαγε το χώμα.
Όταν ο Λάζαρης άρχιζε τις ψυχολογικές του μπαρούφες, με τις χονδροειδείς ερμηνείες που έδινε, η παρέα διαλυόταν μέσα στα πρώτα δέκα λεπτά.
Εκείνη τη φορά, ο πρώτος που σηκώθηκε να φύγει ήταν ο Αγησίλαος. Καθόμαστε, θυμάμαι, στο πεζοδρόμιο, έξω από το καφενείο του κυρ Τάσου. Παλιόκαιρος. Συννεφιά, ψύχρα και υγρασία. Προσπάθησα να τον κρατήσω.
—Άσε με, ρε Μανολόπουλε. Μαλακίες θ’ ακούμε; Θυμόταν δηλαδή ο Λούης, τριών χρονών, τι έκανε η μάνα του;
Ο Αγησίλαος γύρισε τ’ άντερα του Λάζαρη.
—Ναι, ρε αγράμματε. Θυμόταν. Γιατί δε θυμόταν; Κι αν δεν θυμόταν τα ίδια τα γεγονότα, άκουγε τις διηγήσεις τους, είχε μέσα του την ηχώ τους, οπότε… Αλλά τι περιμένεις από έναν που δεν έχει ανοίξει ποτέ βιβλίο. Και για να ξέρεις, κύριε, τα παιδικά μας χρόνια είναι αυτά που…
Δεν τον άφησε να τελειώσει τη φράση του.
—Πήγαινε τώρα να γλείψεις τον Καρπόζηλο και άσε τα δασκαλίκια.
Καρπόζηλος ήταν το παρατσούκλι ενός καθηγητή του Λάζαρη στο πανεπιστήμιο. Δεν έλεγε ψέματα ο Αγησίλαος. Πράγματι, ο Λάζαρης ήταν ο μόνιμος κωλογλείφτης του κυρίου καθηγητού. Ονειρευόταν ακαδημαϊκές καριέρες, υποτροφίες, κι έτρεχε, τσιράκι ογδόου βαθμού, στην ουρά του Καρπόζηλου.
Η μητέρα του Λάζαρη, η κυρα-Πάτρα, είχε σκεβρώσει ως καθαρίστρια γραφείων στο μέγαρο Γιαννουλάτου. Έκανε και το σκατό της παξιμάδι για να έχει ο γιος της τα χαρτζιλίκια του και τα κοστούμια του και τις σπουδές του. Έτσι κατόρθωνε, ο Λάζαρης, να παρουσιάζεται στον κύριο καθηγητή ως ο γιος κάποιου εύπορου μετανάστη, παίζοντας θέατρο, όπως μάθαμε εκ των υστέρων.
—Ντρεπόμαστε τώρα και για τον πατέρα μας, Λάζαρη; Του δώσαμε και προαγωγή; Τον κάναμε και εύπορο μετανάστη; Αλλά φταίει η μάνα σου, που τα ξέρει και σ’ ανέχεται, αντί να σου δώσει μια σφαλιάρα.
Έτσι ακριβώς του τα έσουρε πολύ αργότερα ο Αγησίλαος, όταν πια είχαμε μεγαλώσει, στο γάμο του Δρακόπουλου. Τον εξευτέλισε. Πού να ομολογήσει τότε στο πανεπιστήμιο ο Λάζαρης, ότι το γέρο του τον είχαν εκτελέσει οι εθνικόφρονες, μαζί με τον πατέρα του Λιακόπουλου, στα Τρίκαλα.
Έτσι λοιπόν, μάνα και γιος, χειρότερα από τρωγλοδύτες, την έβγαζαν στα Προσφυγικά του Αγίου Διονυσίου, στον Πειραιά, κοντά στις πρώην φυλακές των Βούρλων. Όταν όμως έβλεπες το Λάζαρη να βγαίνει από την υπόγεια τρώγλη του, για να ανηφορίσει προς Αθήνα, έμενες έκθαμβος. Κοστουμάκι άλφα άλφα, δερμάτινη τσάντα, κολλητό μαλλί με μπριγιαντίνη, παπούτσι τριζάτο, λουστρίνι να καθρεφτίζεσαι.
Ο Αντωνιάδης, όταν τον έβλεπε, σήκωνε το κεφάλι προς τον ουρανό, άνοιγε σε ημιέκταση τα χέρια του και πέταγε τα πιο αντιθρησκευτικά του συνθήματα.
—Άτιμε Θεέ, πώς ανέχεσαι τέτοιες αδικίες.
Για να πουλάει αυτός φιγούρα και εμφάνιση αρχοντομαλάκα στο πανεπιστήμιο, κόντευε η μάνα του να βγει φυματική, τυφλή και ανάπηρη. Δέκα βαθμούς μυωπία και δεν έπαιρνε γυαλιά. Αρθριτικά, που της είχαν αχρηστέψει πάνω και κάτω άκρα. Σκελετός από αβιταμίνωση και νηστεία, και κει, να λιώνει αδιαμαρτύρητα.
—Σαν δούλα του την έχει το κάθαρμα. Ούτε στην πόρτα δεν εμφανίζεται μαζί της, να μην τον εκθέτει με τη θλιβερή της εμφάνιση. Ποιος ξέρει τι μούσια πουλάει στον Καρπόζηλο, πόσα και πόσα παπούτσια του γυαλίζει.
—Ρε κόπανοι, δε γίνεσαι βοηθός καθηγητού μόνο με μούσια και γυάλισμα παπουτσιών. Πρέπει να’χει πέσει μεγάλη ξευτίλα, εκτός εάν είσαι μεγαλοφυΐα, και ο Λάζαρης μόνο μεγαλοφυΐα δεν είναι. Φιγούρα και των γονέων μόνο.
Πάντως, είχε πολύ καιρό να κάνει την εμφάνισή του στην παρέα, και γι’ αυτό έφταιγε μάλλον ο Λούης, που μια φορά τον είχε πετάξει με τις κλοτσιές έξω από το καφενείο του κυρ Τάσου.
—Έξω, παλιομασκαρά, δίνε του, του είχε πει.
Εμείς παρακολουθούσαμε άφωνοι τότε εκείνη την έξωση. Μάζεψε τα βρεμένα του κι έφυγε. Λέξη δεν έβγαλε.
—Τι έγινε, Λούη; Τι σου έκανε;
Όλοι τότε νομίσαμε τίποτα γυναικοδουλειές, πως θα τον είχε καρφώσει σε καμιά γκόμενα που δεν ξέραμε. Ο Λούης όμως απέφυγε ν’ απαντήσει.
Και τώρα ο κύριος, όταν πληροφορήθηκε πως ο Ρετσίνας χώρισε από την Αλέκα και πως εδώ και πολύ καιρό δε μας έχει δώσει σημεία ζωής, να τος πάλι στο καφενείο, Κυριακή μεσημέρι, με τη γραβάτα του, τις μπριγιαντίνες του, τη δερμάτινη, στο πολύ άνετο, στο «τάχα περνούσα και είπα μήπως…».
Ζήλευε φοβερά το Ρετσίνα και απορούσε πως αυτός ο αλήτης κατόρθωσε κι έβαλε στο χέρι μια τόσο ωραία κοπέλα, την Αλέκα, από μια τόσο ευκατάστατη οικογένεια.
—Ασ’τα Ρετσίνα, του έλεγε, σε μας κάνεις τον αφιλοκερδή, αλλά ήξερες καλά που να ρίξεις το δόλωμα.
Και τώρα που ήρθε, αντί ο μούλος να παραδεχτεί το μεγαλείο του Λούη, που κλότσησε συμφέρον και βόλεμα, βρήκε πάλι την ευκαιρία και άρχισε τους Φιλιππικούς εναντίον του: «Και ποιός είναι ο κύριος Ρετσίνας, ποιος δηλαδή νομίζει πως είναι», και «θα φάει το κεφάλι του και πρέπει να είσαι τρελός για ν’ αφήνεις έτσι απερίσκεπτα μια τέτοια κοπέλα, ένα τέτοιο μέλλον, ένα μαγαζί που βγάζει μονέδα».
—Τι του έφταιγε ο πεθερός του, ε; Εντάξει, ήταν του Μεταξά. Λοιπόν; Και τι ήθελε; Να τον αφήσει έτσι; Εδώ που τα λέμε, Μανολόπουλε, παραλίγο να του πηδήξετε την γυναίκα – στο παραλίγο είχε μείνει αυτός – και πώς, κύριε, εγκαταλείπεις γυναίκα, παιδί και πας και μου κάνεις ξαφνικά το θαυματοποιό;
Από το Λάζαρη πληροφορηθήκαμε για πρώτη φορά τη νέα τρέλα του Λούη, ότι παράτησε σύξυλη στην Επίδαυρο την Αλέκα και ακολούθησε ένα φτωχομπινέδικο τσίρκο θαυματοποιών. Μείναμε έκθαμβοι, θυμάμαι.
—Εσύ, Μανολόπουλε, που είσαι και ο πιο κολλητός του, θα έπρεπε να του βάλεις μυαλό, να συνέλθει. Κάποτε και οι άσωτοι επιστρέφουν. Δεν αφήνουν έτσι τις ευκαιρίες.
Απορήσαμε όλοι. Τόσο ενδιαφέρον για το Ρετσίνα; Αυτός ως τώρα Ρετσίνα έβλεπε και πάθαινε ίκτερο. Εκεί πέταξε και το γνωστό μας λογύδριο για τα παιδικά τραύματα του Λούη.
Κανείς μας δεν του απαντούσε. Λες και υπήρχε μια προσχεδιασμένη συνωμοσία σιωπής. Όταν του ρίχτηκε ο Αγησίλαος, προσπάθησα να ηρεμήσω τα πνεύματα. Σιχάθηκα τον εαυτό μου εκείνη τη μέρα. Μια δυο φορές μάλιστα, παραλίγο να συμφωνήσω μαζί του ότι πράγματι ήταν καιρός να σοβαρευτεί και ο Λούης. Φέρθηκα όχι μόνο ύπουλα, αλλά άφησα και τον Αγησίλαο να εκτεθεί, διότι, ενώ είχα μάθει ότι ο Λάζαρης είχε γραφτεί στην ΕΚΟΦ - μια παρακρατική φοιτητική οργάνωση – και ότι, προκειμένου να πάρει υποτροφίες και πιστοποιητικά καλής διαγωγής, είχε γίνει το πρώτο καρφί του Καρπόζηλου, εντούτοις έκανα την πάπια, δεν τον αποκάλυψα. Βλέπεις, εκείνον τον καιρό ήθελα κι εγώ να πάω για δικαστικός, οπότε «καλά θα έκανα ν’ απέφευγα τις προστριβές μαζί του». Αυτός δεν το’χε για τίποτα να με κάψει. Γιος εκτελεσθέντος για να πάει μπροστά, έπρεπε να δίνει διαρκώς έμπρακτες αποδείξεις νομιμοφροσύνης. «Τι του ήρθε του μαλάκα του Αγησίλαου και του ρίχτηκε τόσο άγρια; Αυτός άλλοτε ήταν χέστης του κερατά και ξαφνικά άρχισε να το παίζει ήρωας;»
—Κοίταξε, Λάζαρη, ή δίνε του ή σου βγάζω τ’ άπλυτα στη φόρα. Και αν έχεις κάτι να πεις εναντίον του Λούη, να το πεις στον ίδιο, του λέει με οργή ο Αγησίλαος και περίμενε όρθιος την απάντηση.
Ο Λάζαρης στριμώχτηκε άσχημα. Στο τέλος έκλεισε στόμα, σούφρωσε χείλια, μας κοίταξε, κούνησε και το κεφάλι με πολλή περιφρόνηση, σαν να μας έφτυνε, και σηκώθηκε, πήρε τη δερμάτινη – δεν κυκλοφορούσε ποτέ χωρίς τη δερμάτινη – και όπου φύγει φύγει. Δοκίμασα να τον γλυκάνω.
—Στάσου, ρε Λάζαρη, του φώναξα, δε χρειάζεται και τόση…
Σου λέω, δεν ήθελα να με ταυτίσει και μένα με τους εχθρούς του. Τον φοβόμουν. Έτρεξα να τον σταματήσω, αλλά με κράτησε ο Αντωνιάδης. Τα’βαλα με τον Αγησίλαο:
—Τρελός είσαι; Τι άπλυτα και κουραφέξαλα του λες; Ξέρεις τι είναι; Τι μπορεί να μας φτιάξει; Και στο κάτω κάτω πώς μας εκθέτεις;
Παγωνιά έπεσε.
—Δεν τον γουστάρω στην παρέα.
Τότε βγήκε στη φόρα η πιθανή αιτία του μίσους του, ότι ο Λάζαρης πάει να του φάει τη Μάρθα, ότι της έχει πέσει από δίπλα, ότι τον έχει καταεξευτελίσει στα μάτια της και ότι γι’ αυτό του επιτέθηκε.
—Έτσι είναι, Αγησίλαε; Γι’ αυτό του ρίχτηκες;
—Όχι, ρε, δεν το έκανα γι’ αυτό, σας ορκίζομαι. Χέστηκα. Αν τον γουστάρει η Μάρθα, ας πάει. Αυτή θα χάσει. […]
Και τότε, για να σώσει την αξιοπρέπειά του, αναγκάστηκε να μας αποκαλύψει τι εννοούσε όταν του μίλησε για άπλυτα, και μας θύμισε τη σκηνή που ο Λούης τον πέταξε έξω από το καφενείο με τις κλοτσιές.
—Και τι σχέση έχει αυτό με;…
—Έχει. Θυμάστε το ’55 την απόδραση των είκοσι επτά κομμουνιστών από τα Βούρλα; Ε, λοιπόν, ένας απ’ αυτούς τους δραπέτες, που ήξερε τη μάνα του, πήγε τότε να κρυφτεί σπίτι τους. Εκείνη τη στιγμή έτυχε να λείπει ο γιος· όταν όμως γύρισε και τον βρήκε μέσα, ξέρετε τι έκανε; Τον ανάγκασε τον άνθρωπο μέρα μεσημέρι να βγει στο δρόμο, ενώ ήξερε ότι έτσι και περάσει το κατώφλι της πόρτας, τέτοιο ανθρωποκυνηγητό που είχε πέσει, δε θα γλίτωνε με τίποτα. Και όμως, κύριε. Έβρισε τη μάνα του, με ποιο δικαίωμα παίζει με το μέλλον του και πως, να το ξέρει, αυτός δεν είναι υποχρεωμένος ν’ ακολουθήσει τη μοίρα του πατέρα του.
Μείναμε έκπληκτοι με τις πληροφορίες του Αγησίλαου για το δραπέτη […]. Εκείνη την ώρα έπιασε και μια ξεγυρισμένη βροχή. Σίγουρα ο Λάζαρης θα είχε γίνει παπί. Δεν θα είχε προλάβει να φτάσει σπίτι του. Τέτοια βροχή δεν είχα ξαναδεί. Μέσα σε πέντε λεπτά οι δρόμοι μετατράπηκαν σε ποτάμια. Δεν έβλεπες πια πεζοδρόμια και δρόμους, μόνο χείμαρρους, ποτάμια να κατεβαίνουν προς τη θάλασσα. Μόλις που προλάβαμε και πήραμε τους δίσκους με τους καφέδες και τα ούζα και μπήκαμε στο εσωτερικό του καφενείου.
Απολαμβάναμε το θέαμα πίσω από τις τζαμαρίες του κυρ Τάσου. Εκείνη τη μέρα πλημμύρισαν τα υπόγεια του Λάζαρη και του Λούη.
Τρεις μέρες περίπου ύστερα από τη βροχή, στην πλατεία Τρικάλων, την ώρα που ο Λούης αποκεφάλιζε τη νέα ερωμένη του Ελληνογάλλου θαυματοποιού – η Γαλλίδα είχε φύγει –, βλέπει ακριβώς απέναντί του, ανάμεσα στους όρθιους θεατές, την αδελφή του, την Αντιγόνη, να τον κοιτά παγερή και ανέκφραστη. Τόσο τρομοκρατήθηκε, που εγκατέλειψε σύξυλη τη γυναίκα, άφησε και το πριόνι και έτρεξε κοντά της. Την πήρε παράμερα για να μιλήσουν. Στάθηκαν όρθιοι, αμήχανοι και κοιταζόντουσαν.
—Ντράπηκα, ξάδερφε. Πρώτη φορά στη ζωή μου ντράπηκα τόσο. Εντάξει, ρε Αντιγόνη, της είπα, δεν σου σκοτώσαμε και τον πατέρα.
Εκείνη αμίλητη άνοιξε την τσάντα της, του έδωσε τα κλειδιά του σπιτιού τους, κάτι απλήρωτους λογαριασμούς, και του γύρισε την πλάτη να φύγει. Του είπε μόνο ότι πλημμύρισε το υπόγειο, ότι παραλίγο να πνιγεί ο πατέρας, ότι τώρα βρίσκεται στο νοσοκομείο σε κακά χάλια, ότι έχουν καταστραφεί τα περισσότερα έπιπλα, ότι κάποιος πρέπει να πληρώσει τους λογαριασμούς που του έδωσε και ότι εκείνη παίρνει των ομματιών της και φεύγει.
—Δεν αντέχω άλλο. Κατάλαβες; Δεν αντέχω. Βαρέθηκα.
Μέχρι να της πει «για στάσου, τί μου λες τώρα;» τη βλέπει να κατηφορίζει και σε δέκα μέτρα πιο κάτω να μπαίνει σ’ ένα σταθμευμένο Φοξβάγκεν. Μόλις πρόλαβε και είδε τον οδηγό του. Ήταν ο χοντρός Παναγιώταρος, ο μανάβης της γειτονιάς μας. Έπαιζε και ακορντεόν. Πασίγνωστος ο Παναγιώταρος. Είχε εξελιχθεί και σε εγκέφαλο γύρω από τα οικονομικά. Η οικονομική του κατάσταση εξελισσόταν όπως τα πενταετή προγράμματα. Το’46 άρχισε να κοντραίνει και να κονταίνει. Δούλευε, νομίζω, γκαρσόνι στην ταβέρνα του Βασίλαινα, Μακεδονίας και Αρτεμισίου, και ακριβώς σ’ ένα χρόνο, το’47, από προλετάριος μεταπηδά στην τάξη των αφεντικών. Η εξαφάνιση του Λιακόπουλου πατρός γίνεται η ευκαιρία της ζωής του. Η μάνα του υιού Λιακόπουλου – του γνωστού μας από εκείνη την οργιώδη σκηνή με την κυρία Χρυσάνθη Αντύπα, την πεθερά του Λούη –, μετά την εξαφάνιση του άντρα της, πελαγωμένη και ανίκανη να κρατήσει το μανάβικο, αναγκάστηκε να το νοικιάσει στον Παναγιώταρο.
Το’50 ερωτεύτηκε τη γνωστή μας Ουρανία, της πρότεινε μάλιστα να εγκαταλείψει το λοστρόμο της και να πάρει αυτόν, και όταν εκείνη αρνήθηκε, αποφάσισε να παντρευτεί με προξενιό την Αθηνά, την κόρη του χασάπη της γειτονιάς μας, χοντρή με προίκα, και με οκτώ βαθμούς μυωπία. Την ίδια ακριβώς εποχή πουλιόταν και το μανάβικο του Λιακόπουλου. Με την προίκα της Αθηνάς θα κέρδιζε το μανάβικο, αλλά θα έχανε από αξιοπρέπεια. «Πουλήθηκες» θα του έλεγαν όλοι. Έπρεπε να διαλέξει: Την Αθηνά και με δικό του το μανάβικο ή με αξιοπρέπεια και χωρίς μανάβικο. Διάλεξε το μανάβικο. Η Αθηνά απλώς ήταν το παρεπόμενο του μανάβικου.
Το’55 περίπου, αν δεν μπερδεύω τις ημερομηνίες, εκτός από το μανάβικο, είχε καταφέρει να προσαρτήσει στην αυτοκρατορία του και το φούρνο του Κρούγκα, διότι όταν ο ένας αδελφός Κρούγκας σκότωσε τον άλλον αδελφό και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη, ο πατήρ Κρούγκας αποφάσισε να τον πουλήσει.
Έτσι, αυτή η αλματώδης εξέλιξη του Παναγιώταρου του έδινε το δικαίωμα να έχει αυτοκίνητο, σπίτι, γυναίκα και κατά καιρούς διάφορες ερωμένες, που τις σπίτωνε σ’ ένα δίπατο στην Καστέλλα, κι αυτό δικό του. Σ’ αυτό το τελευταίο, δηλαδή στις απιστίες, τον διευκόλυνε και η σχεδόν τύφλωση της Αθηνάς του. Δεν έβλεπε πια τίποτα με τους δώδεκα βαθμούς που στο μεταξύ είχε φτάσει η μυωπία της. Ούτε καν τους δείχτες του ρολογιού, για να ξέρει πότε έφευγε και πότε επέστρεφε ο «άπιστος».
Έτσι, όταν ο Λούης είδε την αδελφή του να μπαίνει στο Φοξβάγκεν του Παναγιώταρου, δεν πίστευε στα μάτια του.
—Όχι, ρε Μανολόπουλε, να πάει και μ’ αυτόν τον καιροσκόπο, μου έλεγε το άλλο βράδυ, όταν τον συνάντησα στο σουβλατζίδικο του Μπεχλιβάνη, στον Άγιο Διονύση, κοντά στο πατρικό του Λάζαρη.
Δεν μπορούσε να χωνέψει με τίποτα αυτόν τον ξεπεσμό της αδελφής του. Δεν το περίμενε.
—Πενηνταπεντάρης αυτός κι αυτή δεν έχει κλείσει ούτε τα τριάντα, και είναι και παντρεμένος.
Όταν έτρεξε να τη ρωτήσει σε ποιο νοσοκομείο βρίσκεται ο πατέρας, την ώρα που ξεκίναγαν, πρόλαβε η Αντιγόνη να του πει:
—Να μη με περιμένετε. Ποτέ πια. Άκουσες; Ποτέ.
—Σε ποιο νοσοκομείο;
—Στο Κρατικό, στην Κοκκινιά.
Θυμάμαι, προσπάθησα να απαλύνω την πίκρα του την άλλη μέρα που τον συνάντησα, στου Μπεχλιβάνη.
—Γιατί, ρε Λούη; Δεν είναι και τόσο τρομερό. Δεν είναι και τόσο μούτρο ο Παναγιώταρος. Εντάξει είναι. Δεν άντεχε άλλο και η Αντιγόνη. Παρά να μένει έτσι… Τι να’κανε; Αυτός βρέθηκε, μ’ αυτόν πήγε. Τώρα μην ψάχνεις για το πώς και το γιατί. Στο κάτω κάτω η Αθηνά βρίσκεται στα τελευταία της. Το ξέρεις;
Δεν το ήξερε. Από πού να το μάθει; Τόσα χρόνια έλειπε.
—Κάτι είναι κι αυτό. Να παίρνουμε σειρά. Έτσι;
Και κατέβασε μονοκοπανιά το τέταρτο ούζο.
Μετά τη φυγή της αδελφής του, ο Λούης εγκατέλειψε το θίασο του Μπερτάν, πήρε το τρένο και έφτασε στο σταθμό Λαρίσης στον Πειραιά. Μόλις κατέβηκε στο σταθμό και πριν πάει στο νοσοκομείο στον πατέρα του, με πήρε τηλέφωνο για να μου πει να πάω να τον συναντήσω στο σουβλατζίδικο. Μου μίλαγε στο τηλέφωνο κι εγώ άκουγα τα τρένα.
—Θα’ρθεις; Σε θέλω. Μπορείς; Μόλις έφτασα. Στο σταθμό είμαι. Αν καπνίζεις, φέρε και κανένα Σαντέ, ό,τι να’ναι. Άφιλτρο πάντως.
Μόνο με τρένο ταξίδευε ο Λούης, το αεροπλάνο δεν το ήθελε. Δεν είχε άλλωστε ποτέ τόσα χρήματα για να ταξιδέψει με αεροπλάνο. Ούτε το λεωφορείο του πολυάρεσε. Μόνο πλοία και τρένα.
***
Κώστας Μουρσελάς, Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά, Κέδρος, Αθήνα 1989, σ. 252-262.
Μάγκας από μικράκι...
Γεννήθηκα το 1917 στις 15 Ιουνίου στην Αγια-Σοφιά στον Πειραιά, οδός Αίμου –στο «Παλιό Χωργιό» που λένε- από πατέρα και μητέρα φτωχούς. Ο πατέρας μου, τότε που ένιωσα τον εαυτό μου, είχε μια μπιραρία στην Αγια-Σοφιά.
Από το 1925 που είχα γίνει οκτώ χρονών, σχολείο δεν είχα πάει, γιατί δεν υπήρχανε νήπια. Μ’ αγαπούσαν όμως πολύ οι γονείς μου, γιατί είχε πεθάνει ένας αδελφός μου πιο μεγάλος από μένα, ο Σταύρος –έτσι τον ελέγανε- και με προσέχανε πολύ, προπάντω η μάνα μου. Και ο πατέρας μου, θέλανε να γίνω καλός άνθρωπος, να πάω σχολείο και να μάθω γράμματα. Εγώ όμως όλη μέρα που έπαιζα έξω από το σπίτι στη γειτονιά, απέναντι από το σπίτι μου ήτανε ένα καφενείο, του Γιώργη του Μπάτη. Και σ’ αυτό το καφενείο πήγαιναν όλη η μαγκιά εκεί, γιατί είχε κρεμάσει ο Μπάτης στον τοίχο του καφενείου δυο-τρία μπουζούκια και μπαγλαμάδες. Ο Μπάτης, και όποιος πάγαινε και έπινε καφέ, έπαιρνε και ένα μπουζούκι ή ένα μπαγλαμά και έπαιζε.
Τότε, θυμάμαι, ήτανε κάποιος κύριος Σταύρος μηχανικός στο μύλο του Κουμάνταρου και ερχότανε στου Μπάτη τα μεσημέρια και έπαιρνε το μπουζούκι και έπαιζε. Έπαιζε πολύ ωραία στο μπουζούκι τραγούδια δημοτικά, φοξ, ταγκό, και έκανε και ταξίμια πολύ ωραία. Εγώ με ένα γιο που είχε ο Μπάτης, το Θανάση, που ήτανε κάνα δυο χρόνια πιο μεγαλύτερος, ήμαστε φίλοι και καθόμαστε και τον ακούγαμε. Από τότε έβαλα στο μυαλό μου να μάθη κι εγώ μπουζούκι. Πού μ’ έχανες, που μ’ έβρισκες; Στου Μπάτη.
Θέλω να σας πω ότι την ημέρα το είχε το καφενείο, αλλά το βράδυ το έκανε χοροδιδασκαλείο. Για μουσική είχε μια ροβία που τα βράδια τη γύριζε ο Θανάσης, ο γιος του. Ώσπου και εγώ τη χώθηκα και πάγαινα μόλις αρχίνευε το χοροδιδασκαλείο τα απογέματα και έπαιζα τη ροβία μέχρι που σκοτείνιαζε και έφευγα γιατί με φώναζε η μάνα μου. Κάθε βράδυ αυτό γινότανε. Την ημέρα όμως εγώ και ο Θανάσης, που δεν είχε έρθει κανείς, εγώ και ο Θανάσης κατεβάζαμε τα μπουζούκια και παίζαμε. Νταλκάς μου να μάθω μπουζούκι. Ώσπου μια μέρα ο πατέρας μου μου λέει ότι εάν ξαναπάς εκεί στο Μπάτη, θα σε δείρω. Όπως και έγινε∙ εγώ ξαναπήγα και μ’ έπιασε ο πατέρας μου και με έδειρε, που το θυμάμαι ακόμα.
Εγώ όμως μόλις έφαγα το ξύλο, πήρα δρόμο και πήγα παρακάτω λίγο που ήτανε της γιαγιάς μου το σπίτι –της μητέρας μου η μάνα, που με αγάπαγε πολύ. Της έκανα παράπονα και με βάστηξε στο σπίτι της. Τότε θυμάμαι θύμωσε ο πατέρας μου και έρχεται και με παίρνει και μου λέει:
- Από ’δω και πέρα, μέχρι να πας σχολείο, θα ’ρχεσαι στο μαγαζί το δικό
μας. Γιατί ο πατέρας μου είχε μια μπίρα, οδός Παλαμηδίου και Αντριανοπόλεως στον Πειραιά∙ την ημέρα ήτανε μαγειρείο και το βράδυ μπίρα με ένα βιολί, τον Νίκο το Κατσαντώνη, ο οποίος ζει [είναι τώρα 90 χρονών], και ένα Φώτη, αρμόνικα, και έναν καμπούρη [δεν θυμάμαι το όνομά του], κιθάρα.
Εγώ όμως δεν συμμορφώθηκα με τα λεγόμενα του πατέρα μου. Κάθε μέρα ξύλο αυτός, στου Μπάτη εγώ. Και το κρησφήγιτό μου ήτανε το σπίτι της γιαγιάς μου∙ εκεί έτρεχα να κρυφτώ όταν τις έτρωγα.
Έχω γίνει δεκατριώ-δεκατεσσάρω χρονών και με βάζει ο πατέρας μου σ’
ένα φίλο του τον Κώστα τον Καταγά, που είχε χυτήριο, να μάθω την τέχνη. Όλη μέρα με έβαζε ο κύριος Κώστας και κοσκίνιζα χώμα για το χυτήριο και έσπαζα με μια βαριά, μαντέμια για το χυτήριο. Ένα απόγευμα που ήταν ώρα να σχολάσω, μου λέει τ’ αφεντικό:
- Μιχάλη, να σκουπίσεις την αυλή και μετά να φύγεις. Αφού οι άλλοι
μαστόροι είχανε φύγει, τι να κάνω εγώ;
Κάθισα να σκουπίσω την αυλή, αλλά εδώ είδα κάτι που δεν το περίμενα. Όπως σκούπιζα την αυλή, ο μαστρο-Κώστας, τ’ αφεντικό και φίλος του πατέρα μου, έχει πει στη γυναίκα του –γιατί το σπίτι του ήτανε εκεί- να του κάνει καφέ και κάθεται σε μια γωνιά της μάντρας που ήταν καθαρά. Του πάει τον καφέ και ο μαστρο-Κώστας μπαίνει στο σπίτι και παίρνει ένα μπουζούκι και αρχινάει να παίζει. Εγώ μόλις τον είδα με το μπουζούκι τα ’χασα. Σκούπιζα, σκούπιζα και όλο στο ίδιο μέρος ήμουνα. Χάζευα και άκουγα το μπουζούκι που έπαιζε. Είχε νυχτώσει και εγώ έκανα πως σκούπιζα και καθόμουν και άκουγα το μπουζούκι.
- Άντε, μου λέει, Μιχάλη. Ακόμα να σκουπίσεις για να φύγεις;
- Ναι, μαστρο-Κώστα, του έλεγα, θα φύγω.
Ώσπου το κατάλαβε που άκουγα το μπουζούκι και μ’ άρεσε και μου λέει:
- Σ’ αρέσει;
Του λέω;
- Ναι, μαστρο-Κώστα, παίζω κι εγώ με το μπαγλαμά του πατέρα μου.
Μου λέει:
- Για έλα να παίξεις, να σ’ ακούσω λίγο.
Πράγματι πήρα το μπουζούκι να παίξω, αλλά ντρεπόμουνα να παίξω μπροστά του. Αλλά μου ’δωσε θάρρος και έπαιξα την «Ντουντού».
- Μπράβο, μου λέει, Μιχάλη. Θα μάθεις να παίζεις ωραίο μπουζούκι.
Αυτό γινότανε ταχτικά. Ο μαστρο-Κώστας μου ’δειχνε στο μπουζούκι, και καθότανε και η γυναίκα του η κυρά-Κατίνα και μ’ άκουγε. Εγώ στο χυτήριο πήγαινα πρώτος το πρωί και έφευγα το βράδυ. Άκουγα τον μάστορά μου, μου έδειχνε και λίγο. Ώσπου ήρθε μια ανάποδη στον μαστρο-Κώστα και έκλεισε το χυτήριο.
Εγώ συνεχίζω να παίζω με το μπαγλαμά, αλλά πάω και στου Μπάτη τα βράδια και γυρίζω την ροβία και μου δίνει κάποιο δεκάρικο, εικοσάρι, δεν θυμάμαι. Ο πατέρας μου όμως έχει άλλη ιδέα, θέλει να με μάθει τέχνη. Δεν το ξέρει όμως ότι εγώ πάω στου Μπάτη το βράδυ και παίζω ροβία. Ένα ωραίο πρωί μου λέει:
- Ντύσου, θα σε πάω σήμερα σε μια δουλειά.
Εκεί κοντά μας καθόταν ένας μαστρο-Γιώργης, εργοδηγός σε κλειδαράδικο. Ναυάρχου Μπήτυ, στον Πειραιά. Με πήγε κι έπιασα δουλειά στο κλειδαράδικο. Με βάλαν να διαλέγω κάτι συρτάκια, τα καλά από τα άχρηστα που έκοβε μια πρέσα. Εγώ όλη μέρα πήγαινα σε μια ζούλα που δε με έβλεπαν και έπαιρνα τη σκούπα και έπαιζα μπουζούκι με τη σκούπα.
Μια μέρα όμως ήρθε το μοιραίο. Θα ήταν το χίλια εννιακόσια τριάντα δύο. Πάω σε μια πρέσα που ήταν σαν ατμοσφύρι, χωρίς να μου πει κανείς, και πατάω το λεβγέ και μου παίρνει το δεξί αντίχειρα και μου τον κάνει λιώμα. Μπήζω τις φωνές, με αρπάνε, με πάνε σε μια κλινική στην Ιπποδαμείας, στα Παλιατζήδικα του Πειραιά. Εκεί ήτανε μια κλινική, του Ματσάρη, οφθαλμοκλινική. Δεν είχε χειρούργο και μου κάνανε το δάχτυλο σα φραγκόφιαρο.
Εγώ κλάμα μέρα-νύχτα, όχι για τον πόνο, όσο γιατί δεν θα μπορούσα να παίζω μπουζούκι. Τέλος πάντω, μου κρεμάσανε το χέρι με ένα τσεμπέρι μέχρι που έκλεισε η πληγή του δάχτυλού μου. Αλλά τι το θες, το δάχτυλό μου είχε γίνει χάλια. Προσπαθούσα σιγά-σιγά, έπιανα την πέννα και ψιλοέπαιζα, αλλά με πονούσε και με δυσκόλευε –μέχρι τώρα ακόμα, άμα κάνει κρύο, μου φεύγει η πέννα.
Εγώ όμως δεν το ’βαλα κάτω. Όλη μέρα το μπαγλαμά στο χέρι και στου Μπάτη. Έπαιρνα το μπουζούκι με το γιο του το Θανάση και παίζαμε. Όσοι ερχόντουσαν στο καφενείο την ημέρα –κάτι χασομέρηδες, ρεμπεσκέδες: ο Σκριβάνος ο Νίκος, ο Σκούρτης, ο Γυαλιάς, ο Καμπανάος- όλοι αυτοί ήντουσαν ρεμπέτες, δηλ. ρεμπεσκέδες. Τα ’πιναν, έπαιζαν ζάρια, ρίχνανε τον παπά στο Τελωνείο και κονομάγανε. Άνθρωποι της φυλακής και οι πιο πολλοί αποφτούς δολοφόνοι με εγκλήματα. Εγώ τι ήθελες να γίνω; Σ’ αυτό το σχολείο που πήγαινα, τέτοια γράμματα μάθαινα.
Ώσπου πάλι ο πατέρας μου είδε που μπορούσα πάλι να πάω σε δουλειά και μ’ αρπάει και με πάει Χαϊδαρίου, σ’ ένα λεβητοποιείο: Αδελφοί Γουζούαση, στον Πειραιά. Επισκευάζανε καράβια. Με πήρανε και άνοιγα μπουκάλες του οξυγόνου. Στου Σαβερίου εκεί ήτανε τα καράβια για επισκευή. Δηλαδή ο μάστορας που δούλευε το οξυγόνο ήτανε κάτω στ’ αμπάρι και εγώ αποπάνω, και μου φώναζε και άνοιγα το οξυγόνο και την ασετυλίνη για ν’ ανάψει το εργαλείο, να κόψει και να ξηλώσει τα καρφιά για να βάλουν καινούργια. Σ’ αυτή τη δουλειά όμως που πήγα μ’ άρεσε, γιατί όλοι οι μαστόροι και παραγιοί ήτανε μάγκες∙ ήτανε δουλειά μάγκικια.
Το Σάββατο πήρα τα μεροκάματα. Τα πήγα της μάνας μου, γιατί ο πατέρας μου δεν ήθελε τα λεφτά μου. Εγώ όμως από τα χαρτζιλίκια μου, που τα ’κρυβα, πήγα και αγόρασα ένα μπουζούκι 150 δρχ. από τον Λαζαρίδη τον Κυργιάκο. Το μπουζούκι αυτό το είχα σαν τα μάτια μου. Δουλειά, και το βράδυ μπουζούκι σπίτι, ώρες ολόκληρες μέχρι που είχα μάθει πια όλα τα τραγούδια της εποχής: το «Μεμέτη», το «Σακαβλιά» -όχι το «Σακαβλιά» του Τσιτσάνη, γιατί ο Τσιτσάνης δεν είχε βγει- όπως το ελέγανε οι παλαιοί. Ο Τσιτσάνης του έκανε διασκευή∙ αυτό είναι παλιό τραγούδι.
Τα βράδια συναντιόμουνα με τους φίλους μου. Είχαμε γίνει δεκαπεντάρηδες. Παίζαμε στις γειτονιές∙ εγώ μπουζούκι και ένας φίλος μου, Τάκης Δημητρίου, κιθάρα.
Εντωμεταξύ, μετά γνώρισα και στου Μπάτη το καφενείο τον Δελιά, το Μάρκο, που δεν είχανε ακόμα γραμμοφωνήσει, δεν είχανε ακουστεί. Ερχόντουσαν στου Μπάτη. Ο Μάρκος δούλευε τότε στα σφαγεία. Εγώ τότε έπαιζα μπουζούκι καλούτσικο.
Ο Μπάτης έβγαλε πρώτος δίσκο, το «Σου ‘χει λάχει, σου ‘χει λάχει», που τους στίχους του έχει γράψει ο Πέτρος Γιαννάκος, γιατί ο Μπάτης με το Γιαννάκο εκείνα τα χρόνια κάνανε κομπίνες. Ο Μπάτης έκανε τον οδοντογιατρό, πούλαγε σκόνη για τα δόντια με μια καρότσα. Μαζευότανε ο κόσμος, και έλεγε:
- Ιδού, κύριοι, η σκόνη θάμα! Όσο χρονών κουφάλα και αν είναι, εγώ την κάνω καλά.
Ο Γιαννάκος τότε ήτανε μαζί του, και είχανε πάει ο Μπάτης και ο Γιαννάκος στη Κόριθο και πουλάγανε σκόνη για τα δόντια –μάπα!- και είχε μαζευτεί ο κόσμος, και κάνανε νταραβέρι μεγάλο στην πλατεία. Απέναντι απ’ την πλατεία ήτανε ένα φαρμακείο. Μόλις είδε τη σκόνη που πουλάγανε και μάζευε τα λεφτά ο Γιαννάκος, ο φαρμακοποιός έγνεψε του Γιαννάκου ότι το θέλει. Πάει και του λέει:
- Θα τις αγοράσω εγώ όλες τις σκόνες.
Έτσι κι έγινε. Μιλάει του Μπάτη, κατεβαίνει ο Μπάτης απ’ τη ρητορεία του, πάνε μες στο φαρμακείο, του πουλάνε τις σκόνες, παίρνουνε τα λεφτά και δρόμο. Παίρνουνε την καρότσα να φύγουνε, ο φαρμακοποιός ωστόσο έχει δει τις σκόνες πώς ήτανε κεραμίδι και σόδα, τους παίρνει κυνήγι. Αλλά είχανε άλογα καλά με την καρότσα και χαθήκανε. Από τότες είχε βγάλει ο Γιαννάκος το:
Σου ‘χει λάχει, σου ‘χει λάχει να σε κυνηγούν οι βλάχοι;
και ο Μπάτης το έκανε τραγούδι και το γραμμοφώνησε.
Ο Μπάτης ήτανε κομπιναδόρος και καλαμπουριτζής μεγάλος. Το καφενείο που έλεγα πιο μπροστά, το είχε κάνει χοροδιδασκαλείο. Εγώ τότε μικρός πήγαινα και γύριζα τη ρομβία.
Όλο το χοροδιδασκαλείο είχανε πιάνο και βιολί. Ο Μπάτης είχε ρομβία.
Εκεί, σ’ αυτό το περιβάλλον έμαθα μπουζούκι.
Θυμάμαι μόλις σχόλαγα και πάγαινα σπίτι, πλενόμουνα και έπαιρνα το μπουζούκι, και έβγαζε σπίθες –μέχρι που η μάνα μου με παρακάλαγε:
- Βρε παιδάκι μου, άσ’ το λίγο, να ησυχάσει το μυαλό μου.
Και έτσι το άφηνα. Σ’ ένα χρόνο είχα γίνει ξεφτέρι∙ δεν πιανόμουνα.
Αυτό το μπουζούκι ένα βράδυ που είχαμε πάει με κάτι φίλους μου και τα ήπιαμε, ήτανε δύο η ώρα και ένας αστυφύλακας στη Λεύκα, στον Πειραιά, το έδωκε μια κλοτσιά και μου το έσπασε. Θα ήτανε το τριάντα τέσσερα. Εγώ θα ήμουν τότε δεκαεφτά χρονώνε. Τον εβούτηξα, του ‘σχισα το χιτώνιο. Σφύριξε, πήρανε δρόμο οι άλλοι. Εμένα με πιάσαν και με δικάσαν έξι μήνες και μ’ έστειλαν στις Φυλακές Αβέρωφ. Είχα γίνει και εγώ ένας ρεμπεσκές.
Βγήκα από τη φυλακή, ξαναπάω πάλι καζαντζής, γιατί μ’ άρεσε αυτή η δουλειά. Πήρα άλλο μπουζούκι, θυμάμαι, ένα μαύρο, από τον Κυργιάκο Λαζαρίδη. Μες στο καράβι που δούλευα έγραψα το «<Εγώ μάγκας φαινόμουνα». Αφού το ’παιζα και άρεσε που τ’ ακούγανε οι φίλοι μου, ένας φίλος μου, ο Τάσος ο Κιάφας – δουλεύαμε μαζί καζαντζήδες -με παρακινάει να πάω να το βγάλω δίσκο. Εν τω μεταξύ είχα γράψει και άλλα τραγούδια: «Στης φυλακής το πλάτανο», που δεν το θυμάμαι. Εγώ πάω στου Μπάτη στου Καραϊσκάκη –γιατί το καφενείο το είχε κλείσει- και του είπα για το τραγούδι ότι θέλω να το βγάλω πλάκα. Το άκουσε και αυτός μου είπε πού θα πάω. Όπως και έγινε.
Μου είπε να πάω οδός Διόρου και Βερατσέρου, ένα ημιυπόγειο. Εκεί θα έβρισκα το μαέστρο της Κολούμπιας, τον Παναγιώτη Τούντα. Του πήγα τέσσερα τραγούδια και με παίδεψε 1 χρόνο για να γραμμοφωνήσω, γιατί είχανε δικό τους μαχαίρι και δικό τους καρπούζι, και ήτανε δύσκολα για τις γραμμοφωνήσεις στην Κολούμπια, ή και αλλού. Βάζανε μόνοι τους οι μαέστροι και τατσιμιτσικότσι. Άκουσε το τραγούδι, το «Εγώ μάγκας φαινόμουνα», «Της φυλακής το πλάτανο», το «Αν δε με θέλεις χήρα μου». Του αρέσανε, γιατί τα έπαιξα και τα τραγούδησα, και μου λέει.
- Τη Πέμπτη θα ’ρθεις στην Ριζούπολη, στο εργοστάσιο της Κολούμβιας
να τα γραμμοφωνήσεις.
Εγώ από τη χαρά μου εμέθυσα στον Πειραιά και δεν ήξερα τι έκανα.
Εγώ μόλις βγήκε ο δίσκος, παράτησα και τη δουλειά και άρχισα το ρεμπετασκέρι. Το μπουζούκι στα χέρια κάθε βράδυ και με φίλους τα ’πινα και ξενύχταγα. Είχα πάρει ένα δρόμο άσχημο. Ώσπου ο πατέρας μου, για να με μαζέψει, μου άνοιξε ένα καφενείο, οδός Αίμου και Βάσου στην Αγια-Σοφιά.
Εκεί κάθε βράδυ μπουζούκια και ουζοποσία. Να φανταστείς ότι κάθε βράδυ πουλούσα 20 οκάδες ούζο, 20 οκάδες κίνα. Από το καφενείο μου πέρασαν τότε όλοι οι παλιοί μπουζουξήδες: Καρυδάκιας, Μπάτης, Ανέστης Δελιάς ή Αρτέμης, Μπαγιαντέρας, Στράτος, Μάρκος, Παπαϊωάννου, Μητσάκης, Σπιτάμπελος, Χιώτης, Κερομύτης και ο Καπλάνης – τότε έπαιζε κιθάρα (είχε κουρείο Αγχιάλου στον Άγιο Δημήτρη στον Πειραιά) και ερχότανε κάθε βράδυ και μας ακομπανιάριζε, γιατί τα βράδια παίζαμε. Αδύνατον να μην ήτανε κανένας από αυτούς στο μαγαζί.
Το καφενείο που είχα ήτανε κέντρο, για ‘κεινο τον καιρό, του υποκόσμου. Γιατί μόλις κλείνανε τα Βούρλα, όλες οι γυναίκες με τους νταβατζήδες τους ερχόντουσαν εκεί. Σ’ αυτό το μαγαζί ταχτικότατα θα γινότανε και επεισόδιο λόγω του κόσμου που ερχότανε εκεί. Ένα βράδυ έρχεται ο Νίκος ο Τρελάκιας με τρεις ψαράδες φίλοι του και τον Γιοβάν Τσαούση και με τον Καλυβόπουλο τον τραγουδιστή. Γλέντι μέχρι πρωίας. Και κάθε μέρα τα ίδια και τα ίδια.
Μιχάλης Γενίτσαρης, Μάγκας από μικράκι, επιμ. Στάθη Gauntlett, Δωδώνη, Αθήνα 1992. σ.11-31
Ο κουτσός άγγελος...
Οι βλαβερές συνέπειες του κρασιού
Το κουτούκι του Σάλτα ήταν μια μάντρα με στέγη τσίγκινη. Τα παράθυρά του πάνω στο σοκάκι δυο τρύπες άτεχνα ανοιγμένες σε διαφορετικό ύψος κάθε μια, σκεπασμένες με ψιλή σίτα και κουρτίνες κομμένες από παλιά εργατική φόρμα της δουλειάς. Το πάτωμα από χώμα πατημένο ήταν σκληρό σαν τσιμέντο, τα τρία τραπέζια έγερναν ξέχειλα από τα μπακιρένια κατοσταράκια, απειλώντας να τα αδειάσουν καταγής. Μια φουφού στη μέση του δωματίου έστελνε την ασθενική ζεστασιά του ξυλοκάρβουνου και το μπουρί κρατημένο με σύρματα από την οροφή περνούσε χαμηλά πάνω από τα κεφάλια.
Χρειάστηκε να χτυπήσω πολλές φορές για να έρθει κάποιος να ανοίξει την πόρτα που περισσότερο έμοιαζε να ασφαλίζει φρακαρισμένη στην στραβή της κάσα παρά με το μάνταλο. Οι φωνές και τα τραγούδια μαρτυρούσαν πως οι θαμώνες δεν έδιναν δεκαράκι τσακιστό αν πλησίαζε η ώρα που απαγορευόταν η κυκλοφορία. Σε παρόμοια και σε καλύτερα κέντρα απ’ αυτό όσοι ήταν αποφασισμένοι να το ρίξουν έξω ετοιμάζονταν να μείνουν κλεισμένοι ως το πρωί αν έμεναν μακριά ή να γλιστρήσουν σαν σκιές τοίχο τοίχο για το σπίτι τους.
Πίσω από τον κάπελα που είχε έρθει ν’ ανοίξει, διέκρινα και τις ανήσυχες φάτσες του Πολύφημου και του Μίμη. Ο Μπεράτης, χαμένος πίσω από τις τουλούπες ενός ναργιλέ, που ρουφούσε αργά, μισοξαπλωμένος στο πάτωμα∙ ούτε που με πρόσεξε.
—Τι γίνετ’ εδώ, μωρέ! ρώτησα τον Παπαχρυσάνθου.
—Κέφια, γλέντια, μου αποκρίθηκε σέρνοντας με δυσκολία τη γλώσσα. Φαγί δεν βρήκαμε. Το ρίξαμε στο πιοτό. Έχει πρώτη ρετσίνα, Ήφαιστε! Έλα να πιεις μια στάλα.
Ο νους μου ήταν ακόμα γεμάτος από τις εικόνες της πτήσης, από το περίεργο όραμα της Μαρίκας Κανέλλη, να μπαλώνει και να ονειρεύεται, που ήθελα να το περιγράψω στον μουσικό και να τον βάλω να μου πει πράγματα γι’ αυτήν που εκείνος γνώριζε καλύτερα. Για τον τόπο καταγωγής, για τους γονείς της, για τις ικανότητές της, για το αν της άρεσε ο κινηματογράφος, το διάβασμα ή το κολύμπι. Για να καταλάβω αν το όραμά μου είχε ή δεν είχε σχέση με την αληθινή Μαρίκα.
Μαθαίνοντας πως ούτε στα Μανιάτικα δεν είχε βρεθεί κάτι για ν’ αγοράσει ο προστατευόμενός μου, με έπιασε ανυπομονησία να φύγουμε, να γυρίσουμε στην Αθήνα – να μην παραδέρνουμε στους δρόμους τέτοιες ώρες. Αλλά σύντομα κατάλαβα πως δεν ήταν εύκολο. Η απαγόρευση θα μας πετύχαινε στον δρόμο∙ ούτε τραμ ούτε γκαζοζέν τόσο αργά. Κι η απόσταση που έπρεπε να κάνουμε μεγάλη.
— Πάρε χαρούπια, έκανε ο Πολύφημος και μου ’δειξε ένα τσίγκινο πιάτο όλο λακκούβες που ισορροπούσε πάνω στο πιο εξογκωμένο απ’ τα καρούμπαλά του.
Έβαλα ένα στο στόμα.
— Μμμμ, έκανα. Θεσπέσια γεύση.
Έσπρωξε μπρος μου ένα ποτήρι άδειο αλλά όχι αμεταχείριστο και το γέμισε με το κίτρινο, διάφανο κρασί που μύριζε σ’ όλο το δωμάτιο.
— Το οινόπνευμα γίνεται ζάχαρη κι η ζάχαρη είναι θρεπτική, μου είπε και τσάκισε το μάγουλο σ’ ένα κλείσιμο του ματιού.
Μια μέθη ανέβαινε κιόλας και με χτυπούσε στο κεφάλι. Δεν ήταν από το κρασί, αν και για να ζεσταθώ αλλά και να ρίξω κάτι στο στομάχι άδειασα δυο ποτήρια απανωτά. Ήταν που όλα έμοιαζαν με όνειρο∙ πόσο λίγο καιρό πριν, σκεφτόμουν, τέτοια ώρα θα ήμουν στο μπαρ της 30ης οδού παρέα με τους μαγκούφηδες που έπιαναν πόστο εκεί από τ’ απόγευμα – στοιχηματζήδες, μπεκρήδες, απόκληροι, σκλάβοι της μπουκάλας, που γέμιζαν τον αέρα με τις σοφίες τους κι αργότερα το πάτωμα με ξερατά, αν δεν προλάβαινε να τους πετάξει ως την τουαλέτα ο πλαϊνός τους κι ο Τζίμμυ ο μπάρμαν. Εδώ το κέφι ήταν ομαδικό: σχηματίζαμε κύκλο, ο ένας έγνεφε στον άλλο∙ πίναμε μαζί με μια κουβέντα, όχι ο καθένας μόνος. Και το μεθύσι που δεν αργούσε έπαιρνε κι αυτό χαρακτήρα ομαδικό και σ’ έκανε να ξεχνάς τις στεναχώριες σου.
— Είμαι ερωτευμένος, είπε ξάφνου ο Χαλκιδαίος.
Μόνον εγώ κι ο Παπαχρυσάνθου ακούσαμε τι είχε πει.
— Κι εγώ, έκανα.
— Αλλά πρέπει να φυλάξω το μυστικό καλά καλά, συνέχισε.
— Κι εγώ, είπα. Κανείς δεν πρέπει να το μάθει.
— Μόνο εγώ θα σε καταλάβω, είπε πίσω από τα σφιγμένα δόντια του.
— Μόνο εσύ δεν πρέπει να μάθεις τι και πως, του αποκρίθηκα.
— Γιατί; Τι είμαι ’γω; Κανένα σοβαρό πρόσωπο; Κανένας ηθικολόγος; Κανένας καθηγητής των Θρησκευτικών; Ή ο επίτροπος της εκκλησίας;
— Είσαι πελάτης.
— Εγώ πελάτης σου; Από πότε; Πουλάς τίποτε;
— Όχι πελάτης. Άλλος είναι πελάτης μου. Εσύ είσαι… είσαι…
Ευτυχώς σταμάτησα – δεν ήμουν ακόμα τόσο ζαλισμένος.
Την ώρα εκείνη οι τραγουδιστάδες ξαναπιάσανε τον σκοπό που είχε την μεγαλύτερη επιτυχία κείνο το βράδυ∙ κι ο Χαλκιδαίος σαν να ξεπρόβαλε πίσω από τα σύννεφα του ναργιλέ και της νάρκης έβγαλε όλη τη φωνή μέσ’ απ’ το στήθος του, γελώντας καθώς με κοιτούσε (γιατί εγώ ήξερα…).
Παλάτια χρυσοστόλιστα / χαρέμια με διαμάντια
Θα χτίσω και θα κάθεσαι / να σε κοιτώ στα μάτια.
Σαν άγγελος μου φαίνεσαι / στο θρόνο καθισμένη
Ζαλίζομαι σαν σε κοιτώ / μικρή μου παντρεμένη…
Ότι ζητήσεις θα το βρεις/ μικρή μου παντρεμένη
Δεν θα σου λείπει τίποτα / θα ζεις ευτυχισμένη…
— Τι έγινε, με παντρεμένη τα ’χει ο φίλος μας; ρώτησε καλόκαρδα ο Μίμης, πρόθυμος να συμπονέσει τον συνάνθρωπό του.
— Δεν τα ’χει, αλλά του αρέσει, είπα εγώ.
— Ένα ξέρω, έκοψε ο μουσικός που μας είχε ακούσει παρά τις φωνές και τα παλαμάκια. Σημείωσέ το, Άγγελε, να με θυμηθείς μια μέρα… Αν κάτι καταφέρω στη ζωή μου εγώ… θα οφείλεται στον έρωτα αυτής της γυναίκας… αυτής της έμπνευσης…
Τα λόγια χάθηκαν σαν να του σωνόταν η ανάσα. Ο Μίμης κοιτούσε πέρα, ο ταβερνιάρης ακουμπούσε με θόρυβο πάνω στο τραπέζι μας τις νέες μισές. Εύκολο πράγμα να χάσεις τον ειρμό μες στα τραγούδια που ξεκινούσαν πάλι, τις φωνές και τις επικλήσεις στον τυφλό Θεό που μας είχε σπείρει κι εγκαταλείψει στη μοίρα μας, κάτω εδώ, σ’ αυτά τα άγονα και στέρφα βράχια.
Όποιος γεννιέται χασικλής / δεν ξέρει τι να κάνει
Πίνει και γίνεται μπεκρής / Ψεύτη ντουνιά
Τον πόνο του να γιάνει…
Χωρίς χασίσι ο ντουνιάς / δεν γίνεται να ζήσει
Πρέπει τη νιότη να χαρεί / αχ βρε ντουνιά!
Τα μάτια του πριν κλείσει…
— Ώρε αλήτρα ζωή, αλανιάρα! Ώρε άτιμη κοινωνία. Ώρε φαρμάκια που ’χει ο κόσμος…
Η κιθάρα και τα δυο μπουζούκια κελαηδούσανε. Τα στόματα άνοιξαν διάπλατα, οι φωνές φούσκωσαν τα λαιμά των γλεντοκόπων και ξέσπασαν βραχνές, φάλτσες μα γεμάτες κέφι και αίσθημα.
— Τέτοια γράφεις κι εσύ, μαέστρο; τον ρώτησα σκύβοντας ίσα για να μ’ ακούσει.
— Μπα! έκανε εκείνος με επιτηδευμένη περιφρόνηση. Αυτά είναι λαϊκά . Εγώ έχω σπουδάσει!…
Δεν καταλάβαινες με την πρώτη αν τα περιφρονούσε ή αν τα ζήλευε. Και όσο κι αν επέμεινα να τον βάλω να πει περισσότερα, αυτός δεν μ’ άκουγε. Μου ’κλεινε το στόμα με μια κίνηση του χεριού και μου ’γνεφε ν’ ακούσω. Κάποια στιγμή που ανάμεσα σε δυο τραγούδια ο ένας απ’ τους μπουζουξήδες άφησε κατάχαμα το όργανο, ο Μπεράτης το σήκωσε και δοκίμασε να παίξει. Δεν δυσκολεύτηκε. Αμέσως έβγαλε ήχο το όργανο∙ και νότες σωστές όπως τι ήθελε. Αλλά η προσπάθειά του να αυτοσχεδιάσει ένα ταξίμι σαν κι αυτό που μόλις είχε ακούσει δεν είχε αποτέλεσμα. και γι’ αυτό προσκολλήθηκε όλο το βράδυ πλάι στον άλλον τον μπουζουξή, και παρακολουθούσε με μάτια μισόκλειστα τα κόλπα και τα τερτίπια εκείνου.
Τα τραγούδια κράτησαν ως το πρωί. Με την ανατολή του ήλιου πήραμε τον δρόμο της επιστροφής.
Το κρύο δάγκωνε. Ο δρόμος ήταν ακόμα στη σκιά∙ ο ήλιος έβγαινε από την Χαριλάου Τρικούπη, η Γεωργίου Γενναδίου έμενε σκοτεινή ως αργά. Ο βοριάς που κατηφόριζε προς το κέντρο από τους διαδρόμους των στενών δρόμων στέγνωνε την υγρασία απ’ τα μπαλκόνια της Ζωοδόχου Πηγής, της Ιπποκράτους και της Θεμιστοκλέους∙ χαμηλά σπίτια, κήποι εγκαταλειμμένοι, άδειες αλάνες, καχεκτικά βρωμόδεντρα που φύτρωναν όπου έβρισκαν χώμα.
Ταλαιπωρημένος από το ξενύχτι, με το στομάχι να καίει από τα χαρούπια και το κρασί, το κεφάλι θολό από το ντουμάνι του ναργιλέ και της τζούρας, ήθελα να πλαγιάσω, ας είχε ξημερώσει. Ήξερα πως δεν θα κατάφερνα να κοιμηθώ για πολύ κι αυτό ήταν το χειρότερο. Σηκώθηκα στην ώρα μου και αγουροξυπνημένος πλύθηκα με κρύο νερό στον νιπτήρα και το άφησα να στεγνώσει πάνω στο πρόσωπό μου για να περάσει η φλόγωση.
Μπαίνοντας στο μπροστινό δωμάτιο, βρίσκω θρονιασμένο εκεί τον κύριο Αγάθο και ένα σκύλο δεμένο απ’ το λουρί καθιστόν στα πίσω πόδια να με κοιτούν. Ο γέροντας με περιεργάστηκε από πάνω ως κάτω, καθώς έσταζα νερά και στραβώνοντας ελαφρά το στόμα, «Παιδί μου, κύριε Άγγελε», μου είπε, «τι χάλια είναι αυτά…»
— Τι έγινε; Έχω αυγά στο πέτο μου; έκανα.
Το τελευταίο αυγό που είχα δει ήταν κάπου πριν οκτώ μήνες.
— Χαριτωμένο το αμερικάνικο! Βρήκατε αυγά;
— Με χαρούπια και ρετσίνα την έβγαλα. Εσείς τι λέτε…
— Λέω, είπε ο κύριος Αγάθος και ανασηκώθηκε, πως εκτίθεσθε σε κινδύνους άνευ λόγου… και το χειρότερο, εκθέτετε σ’ αυτούς και άλλους. Που σας ήρθε να πάτε στον Πειραιά, κύριε Άγγελέ μου; Τι δουλειά έχετε εκεί πέρα, μες στη φωλιά του υποκόσμου;
— Βασικά, έκανα, πήγαμε για τρόφιμα. Ψωμί και ό,τι άλλο τύχει…
— Ακούσατε να ’ρθε καράβι;
— Όχι. Αλλά τις προάλλες που κατεβήκαμε με κάποιον φίλο, είχαμε βρει κι ας μην ήρθε καράβι. Μα πρώτα πρώτα πως μπήκατε μέσα; είπα εγώ.
— Βρήκαμε την πόρτα ανοιχτή. Αλλά ακούγοντας τα ροχαλητά σας, καθίσαμε ήσυχα ήσυχα και περιμέναμε να ξυπνήσετε.
Τι παμπόνηρος γέρος! Αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσα να το αποδείξω: μες στη ζαλάδα μου δεν αποκλείεται να είχα αφήσει ανοιχτά.
Έριξα μια ματιά στο ζώο. Ένας κόπρος, διασταύρωση λυκόσκυλου και γκέκα, μαύρος σαν κατράμι, με μια άσπρη γραβάτα ψηλά στο στήθος. Και καλοθρεμμένος – θαύμα μέγα πως είχε επιζήσει τόσον καιρό∙ το αφεντικό θα τον πρόσεχε καλύτερα απ’ τα μάτια του, παντού με το λουρί. Που τον είχε αφήσει άραγε τις άλλες φορές που είχαμε συναντηθεί; Στο ξενοδοχείο; Λες και κατάλαβε πως γι’ αυτόν σκεφτόμουν, ο σκύλος έδειξε τα δόντια και μούγκρισε.
Άπλωσα το χέρι με το δάχτυλο τεντωμένο προς το μέρος του.
— Δεν είναι δικός μου, είπε ο Αγάθος. Είναι ενός γέρου σοφού που πέθανε και μου τον άφησε να τον προσέχω. Τα ’χει τα χρονάκια του. Μην τον φοβάστε, είναι καλός. Εσάς φοβάται…
— Βλέπω όλοι εδώ ξέρουν τι σκέφτομαι, μονάχα εγώ δεν ξέρω τίποτε απ’ αυτά που θέλω… Μπορώ να μάθω ποιος σας είπε για τον Πειραιά και τα λοιπά;
— Και τα λοιπά, ακριβώς! Κύριε Άγγελε, παιδί μου, είπε η βαριά και κάπως ασθματική φωνή του κυρίου Αγάθου, όταν θέλουμε να βρούμε τρόφιμα δεν ψάχνουμε στην πόλη. Πηγαίνουμε εκεί που υπάρχουν, μακριά, στην εξοχή∙ στην επαρχία αν είναι ανάγκη. Η επαρχία δεν είναι τόσο χάλια όσο η πόλη… θα το ξέρετε.
— Μα τι λέτε! Η κατάσταση ήταν επείγουσα. Έδωσα στον άνθρωπό σας όσα μπόρεσα απ’ τα δικά μου μην τον χάσουμε επί τόπου∙ κι ο τύπος που είχαμε επισκεφτεί στον Πειραιά ήταν πολύ εντάξει παιδί∙
Αλέξης Πανσέληνος, Ο κουτσός άγγελος, Αθήνα 2002, σ. 216-223.
Τη νύχτα που έφυγε ο Μ...
Ήτανε όλοι εκεί. Οι αγαπημένοι από παλιά. Από την Αγία Σοφία και τα Μανιάτικα∙ τον Άγιο Δημήτρη, τα Ταμπούρια και την Υπαπαντή. Αδειάσανε τα καφενεία και τα σφαιριστήρια…
Από τη λέσχη του Σταύρου ήρθε ο έβδομος αδερφός του, ο Λουκάς, που αργότερα σκοτώθηκε με το μηχανάκι, ο Μάνθος ο Τζαμπαμάγκας, το δεξί μπακ της ΠΟΑΔ, ο κουρέας ο Λοΐζος, που ’παιζε τερματοφύλακας. Ο Φιρλίγκος, ο Πιεράκος, ο Γκέλος, που πέρναγε στα μάγουλά του χωρίς να ματώνει, τ’ αδέρφια οι Αράπηδες, ένας απ’ τους Κριελάκους, ο Πιέρος ο μποξέρ κι όσοι απ’ το τάγμα Τσιλιβαραίων βρεθήκανε εκεί.
Απ’ το καφενείο του Κοτέα ήρθε ο Βαρελάς, ο Θοδωρής που κυνηγάει τους πούστηδες, ο Στέλιος ο Υγρασίας, οι Γαργαλάκοι, ο Καραβάς, το σέντερ φορ της ΠΟΑΔ, ο Τσούτας, ο Δρακούλης ο αστυφύλακας, χωρίς στολή, ο Μονέδας, ένας απ’ τους Μαριόληδες, ο Πηλάλης, ο Μπαμπάτσικος, ο Κατσίκας η Αλήτρα κι όσοι απ’ το τάγμα Τσιλιβαραίων ήτανε εκεί.
Απ’ των «Κυνηγών» ήρθε ο Τσοτσός που ταξιδεύει, ο Μαγουλάς, ο Μηνάς κι ο γαμπρός του, ο Σπίγγος, ο Μηνάς ο νταβατζής, οι Γεωργακαράκοι, ο Θοδωρής το Φάντασμα, ο Γιώργος ο Τσίου, που χάθηκε τζάμπα, ο Μαυροειδάκος, τα Δίδυμα κι όσοι απ’ το τάγμα Τσιλιβαραίων ήταν εκεί.
Ήρθανε απ’ του Τσέχα, του Μπαθρέλου και του Τσαπατσάρη… Ο Βαρίτης, οι Μελάδες, ο Πέτρος ο Κεφάλας, ο Μιχάλης που τον κλάψανε όλα τα Μανιάτικα. Ήρθανε οι δυο χασάπηδες που κάνανε στην Κορέα, κάτι παιδιά απ’ την Αμφιάλη, που κατεβαίνανε για μπαρμπούτι, κι όσοι απ’ το τάγμα Τσιλιβαραίων δεν είχανε σειρά για ύπνο.
Την άλλη μέρα έγραψε και το ΦΩΣ τι έγινε εκεί:
Πως είχε σταματήσει η συγκοινωνία κάτω απ’ το ξενοδοχείο της Καστέλας, πως ανεμίζανε ασπροκόκκινες σημαίες και κασκόλ∙ ανάβανε στριμμένες εφημερίδες και κεριά, κι οι πιο μικροί, με δάκρυα στα μάτια, φωνάζανε:
- Πατέρα! Μη-φεύγεις!
Πως όταν βγήκε ο Μπούκοβι στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου να τους ησυχάσει, με τον Λάντος δίπλα του, δάκρυσε κι αυτός κι έκανε και τους μεγάλους να χτυπιούνται.
- Πατέρα! Μη-φεύγεις!… Πατέρα-μη!… Μη φεύγεις!…
Έγραψε για τις φωτιές που ανάψανε μετά. Τους τσαμπουκάδες που γίνανε∙ το ξύλο που έπεσε στους γύρω δρόμους. Τις σπασμένες τζαμαρίες, το διαλυμένο καφενείο…
Έγραψε μερικά το ΦΩΣ.
- Αλλά τι να καταλάβουνε αυτοί που γράφουνε!
Και μετά το ’κανε και μπροστά μου∙ κι αυτό έκλαιγε. Μπήκε στη μέση ο κουνιάδος μου, γιατί είχανε αρχίσει τα σούσουρα στη γειτονιά, και πήρα το κορίτσι μου στο σπίτι του.
Αλλά κι αυτός τα ίδια έκανε. Το φούσκωσε το παιδί και τα ξαναπήρα. Πού να τ’ αφήσω μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά και τη γυναίκα του να τη χτυπάει και να τη διώχνει.
Το στηθάκι του δεν είχε βγει∙ ούτε να θηλάσει δεν μπορούσε. Και δεν τ’ αφήνανε ήσυχο το πουλάκι μου. Το παιδεύανε σαν το Χριστό, μια ο ένας, μια ο άλλος. ώσπου λογοφέρανε ένα βράδυ στο καφενείο κι ήρθε ο προκομμένος ο άντρας μαζί και το ’σφαξε στο κρεβάτι του γιατί τον ντρόπιασε με το μούλικο.
Αυτό πάει, πες, αναπαύτηκε. Εγώ πότε θα βρω αναπαμό με τόσα στόματα να ταΐσω;
Διονύσης Χαριτόπουλος, Τη νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι, Καστανιώτης, Αθήνα 1996, σ. 9-11.
Τη νύχτα που έφυγε ο Μ...
ΤΙ ΘΑ ΓΙΝΩ;
Ο πατέρας μου λέει πως θα πεθάνει και δε θα ξέρει τι δουλειά κάνω…
Αυτόν τον φέρανε μικρό απ’ το χωριό του με το τρένο, χωρίς εισιτήριο, σ’ ένα τσουβάλι μέσα που το κράταγε ο μπάρμπας του ανάμεσα στα πόδια του.
Μπήκε από τότε στο φούρνο κι εκεί έμεινε.
Δε θέλω να δουλεύω στους φούρνους∙ να πηγαίνω το απόγεμα, που οι άλλοι βγαίνουνε βόλτα, να πιάνω μαγιές για την άλλη μέρα. Να ξυπνάω το βράδυ στη μία δύο η ώρα, πάνω στον πιο γλυκό ύπνο, και να πηγαίνω να ζυμώσω. Να δουλεύω με τη φανέλα, άσπρη ποδιά και άσπρο σκούφο, να γίνομαι απ’ το κεφάλι ως τα νύχια άσπρος από τ’ αλεύρι, να ιδρώνω και να κολλάω ολόκληρος σαν αλευρόκολλα. Να μου φεύγει η μέσα απ’ τα τσουβάλια και τις αγκαλιές τη ζύμη ή να μου πάρει καμιά νύχτα το ζυμωτήριο τα δάχτυλα. Και να γυρνάω ψόφιος το μεσημέρι σπίτι μου με μια κουλούρα ψωμί, τζάμπα για βραβείο!
Δε θέλω να γεράσω στου Πυθαγόρα τη σπηλιά που βρομάει μούχλα κι είναι όλο στοές γεμάτες αργαλειά που δουλεύουνε σαν τρελά και υφαίνουνε τραπεζομάντιλα, πετσέτες, κουρτίνες και τέτοια. Στην αρχή με βάλανε να κουβαλάω καφάσια κλωστές στις γυναίκες και μετά με πήρε ο γέρος με τις γαλότσες στη μεγάλη στέρνα που βάφει τα νήματα. Τ’ ανακατεύαμε, που βράζανε, μ’ ένα μακρύ κοντάρι και μετά τα τραβάγαμε, ασήκωτα, ν’ αχνίζουνε και τ’ απλώναμε στο στέγνωμα να χυθεί το νερό από πάνω τους. Μπορεί να καθόμουνα παραπάνω, αν δεν έλεγε ο γέρος στον Πυθαγόρα πως είμαι καλός και να με κρατήσει εκείνος κοντά του, να μάθω τη δουλειά στη στέρνα.
Εμένα μ’ αρέσει να πηγαίνω στα «Βαλκάνια». Δεν μπορώ κανονικά από μπροστά∙ πάω απ’ το πίσω στενό που ’χει ένα άχτιστο οικόπεδο, πηδά τη μάντρα του, περνάω μέσα από τσουκνίδες και σκουριασμένους σωλήνες, φτάνω στον τοίχο και σκαρφαλώνω στη σκεπή. Εκεί έχει μια ασήκωτη λαμαρίνα για τη βροχή. Βάζω πάνω της τ’ αυτί μου και περιμένω∙ μόλις ακούσω αμερικάνικες φωνές και μουσική, σέρνομαι ανάσκελα κάτω απ’ τη λαμαρίνα, με τα πόδια μπροστά, ώσπου βρίσκω την τρύπα. Κρεμιέμαι μέσα και πηδάω στους καμπινέδες. Κάνω ένα κατούρημα, καλού κακού, και βγαίνω στη σκοτεινή αίθουσα, πλάι απ’ την οθόνη, ακουμπώντας το παντελόνι μου. αράζω σε μια θέση και κρατάω τα μάτια μου κλειστά∙ τ’ ανοίγω λίγο, βλέπω κλεφτά και τα ξανακλείνω. Θέλω να βλέπω το έργο πάντα απ’ την αρχή. Και τα «Βαλκάνια» παίζουν πάντα δυο έργα…Τζεφ Τσάντλερ, Ρίτσαρντ Γουίντμαρκ, Τζέιμς Κάγκνεϋ, Ρόμπερτ Μίτσαμ, οι αγαπημένοι μου!
Δε θέλω να σακατευτώ στον Οργανισμό για λιγότερες ώρες δουλειά και μερικά λαθραία: Τον Παναή, απέναντι, έσπασε ένα σαμπάνι, είπανε, του καραβιού που ξεφορτώνανε και τον έκοψε στη μέση. Δυο νύχτες δεν κοιμήθηκα απ’ τα μοιρολόγια και τις φωνές… «αδέρφι! αδέρφι!»… κι ορκιζόμουνα πως εγώ χαμάλης στον Οργανισμό, να με κόψει στη μέση ένα σαμπάνι ή να με λιώσει μια ντάνα που θα φύγει απ’ το Βίντσι, δεν πάω…
Δε θέλω να φάω τη ζωή μου στις οικοδομές. Πήγα, που χτίζανε μια βίλα στο Καβούρι, στην ερημιά. Μας πήρε ο εργολάβος με τ’ αμάξι του που είχε πάνω και τα εργαλεία. Οι άλλοι, για να κάνουνε πλάκα μαζί μου, μόλις φτιάξαμε το πρώτο χαρμάνι, μου δώσανε τον τενεκέ ν’ ανέβω τη σκαλωσιά. Περιμένανε να πω όχι, να κωλώσω, για ν’ αρχίσουνε την πρόγκα και τις μυστριές. Τον πήρα γεμάτο λάσπη κι ανέβηκα∙ ευτυχώς, ήτανε ακόμα στο πρώτο πάτωμα. Μου τον ξαναγεμίσανε κι εγώ πάλι τον έκοψα στον ώμο… Κι αυτό τράβηξε ως το μεσημέρι που σταματήσανε για φαΐ. Αυτοί τρώγανε και καλαμπουρίζανε κι εγώ είχα πέσει ξερός κάτω από ‘να δέντρο με τον ώμο μου μια ανοιχτή πληγή. Κι όταν σηκωθήκανε να ξαναπιάσουνε δουλειά, όσο κι αν φωνάζανε, εγώ δεν μπορούσα να κουνηθώ. Έμεινα εκεί, ξερός, ώσπου ήρθε το απόγεμα ο εργολάβος με το αμάξι να μας γυρίσει στον Πειραιά. Και δε με πλήρωσε!
Εμένα μ’ αρέσει να σηκώνομαι, κλεφτά, τις νύχτες, που οι δρόμοι είναι άδειοι, και να φεύγω∙ μ’ ένα κομμάτι ψωμί ή και με τίποτα. Περνάω τρέχοντας τα Μανιάτικα, Παπαστράτου, φτάνω Ηλεκτρικό, μετά Δημοτικό Θέατρο, κατεβαίνω Καραϊσκάκη και όλο παραλία… ακούω τις πενιές από μακριά. Βλέπω τους άλλους πάνω στη μάντρα ή καθισμένους στην άμμο να ξεκουραστούνε∙ ανάλογα… Κάνω μια περαντζάδα να δω ποιοι είναι μαζεμένοι απόψε, κάνω καμιά τράκα και μετά σκαρφαλώνω στη μάντρα. Μέσα είναι όλο φώτα και κόσμο που τρώει και πίνει στα τραπέζια κι άλλους στην πίστα που ρίχνουνε τις βόλτες τους. Αλλά εγώ δε χαζεύω αυτούς∙ τους τραγουδιστές χαζεύω και την κομπανία που στη γειτονιά μόνο ακουστά τους έχουνε. Κι εγώ τους βλέπω ολοζώντανους… Τσιτσάνης, Καζαντζίδης, Ρεπάνης, Γκρέυ, Περπινιάδης, οι αγαπημένοι μου!
Δε θέλω να θαφτώ μές στα μηχανουργεία που πέρασα. Να μπαίνει η μουντζούρα βαθιά στα νύχια μου και να μη βγαίνει ούτε με ποτάσα που τρώει το κρέας. Να ’χω άλλα ρούχα για τη δουλειά κι άλλα για να φεύγω. Να με βρίζουνε οι μάστορες και να μου πετάνε εργαλεία∙ να στραβώνομαι στην ηλεκτροκόλληση χωρίς μάσκα∙ να ζεματιέμαι στο χυτήριο∙ να ’χω μισή ώρα το μεσημέρι κι αντί να φάω, να παίζω μπάλα με τους άλλους καρβουνιασμένους, σα διάολοι στον ήλιο!
Δε θέλω να ξαναδουλέψω εκεί που φτιάχνουνε τα τετράδια∙ κι ας μου ’πανε να ξαναπάω όποτε θέλω. Όχι γιατί οι ντάνες τα χαρτιά είναι ασήκωτα∙ όχι γιατί τα φύλλα κόβουνε σαν ξυράφια και μου σκίζανε τα δάχτυλα∙ όχι γιατί βρομάνε οι κόλλες σαν πορδές και σου ’ρχεται να ξεράσεις… αλλά γιατί σ’ όλο το εργοστάσιο δουλεύουνε γυναίκες. Οι πιο άσκημες γυναίκες που ’χω δει! Με βρόμικα μούτρα, βρόμικα χέρια, κολλημένα μαλλιά και κοκαλωμένες ρόμπες. Έφυγα από κει κι έβλεπα στον ύπνο μου να με περικυκλώνουνε όλο τέτοιες γυναίκες∙ ερχόντουσαν από παντού, βγαίνανε μεσ’ απ’ τη γη, μ’ απλωμένα χέρια όλο σκισίματα, και με βάζανε στη μέση! Εμένα μ’ αρέσει να ανεβαίνω στην ταράτσα του σπιτιού μου κι από κει να πηδάω στην πλαϊνή. Εκεί μένει ένας πιο μεγάλος από μένα που πάει για παπάς κι έχει κάνει το πλυσταριό της μάνας του εκκλησία∙ όλο εικόνες οι τοίχοι και θυμιατά που καίνε. Άλλοτε είναι μόνος του και μουρμουράει μεσ’ απ’ τα βιβλία κι άλλοτε με κανέναν άλλο μαζί και φιλιούνται. Προσέχω μη με δει και περπατάω σκυφτά μέχρι να καβαλήσω το πεζούλι της άλλης ταράτσας. Πάω συνέχεια σκυφτά, γιατί τα σπίτια είναι χαμηλά και μπορεί να φανώ απ’ το δρόμο. Τρυπώνω στο ξένο πλυσταριό που με περιμένει η κυρία Καίτη. Όλο έχει μια λεκάνη ρούχα για άπλωμα και φοράει μια ωραία ρόμπα και τίποτα από μέσα. Δε μ’ έχει αφήσει ποτέ να της κάνω τίποτα, γιατί ο άντρας της ταξιδεύει και φοβάται μην πιάσει παιδί. Ούτε μ’ ακουμπάει ποτέ… Μονάχα ανοίγει τη ρόμπα της και της πιπιλάω τα βυζιά και τη γλύφω παντού, ώσπου δεν μπορεί να στηριχτεί άλλο στον τοίχο και γλιστράει κάτω βογκώντας και σφίγγει τόσο το κεφάλι μου ανάμεσα στα μπούτια της, που κλείνουν τ’ αυτιά μου και δεν ακούω τίποτα. Ανασαίνω μόνο μις γλυκιά μυρωδιά… Την αγαπημένη μου!
Δε θέλω να μπαρκάρω. Δε θέλω να πάω στην Αγορά. Ούτε ξανά στα Σφαγεία. Δε θέλω… Δε θέλω…
Είχε δίκιο ο πατέρας μου πως θα πεθάνει χωρίς να ξέρει τι δουλειά κάνω.
Μπορεί κι εγώ να πεθάνω χωρίς να το μάθω.
Διονύσης Χαριτόπουλος, Η νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι, Καστανιώτης, Αθήνα 1989, σ. 43-50
Μετάβαση στο σημείο: Γειτονιές βαμμένες κόκκινες