Πειραιάς
Πόλη αγεωμέτρητη
Συγκρότηση ενότητας: Καλλιόπη Μακαρώνη- Το λιμάνι του Πειραιά
- Η αγορά του Πειραιά
- Πλατεία Καραϊσκάκη (Λεμονάδικα)
- Τρούμπα
- Ακτή Μιαούλη
- Ακτή Ξαβερίου-Χατζηκυριάκειο-Πειραϊκή
- Κεντρικές Συνοικίες
- Διαδρομές στην παραλία των αρχόντων, των μετοίκων και των προσφύγων
- Προφήτης Ηλίας-Κρητικά
- Νέο Φάληρο
- Γειτονιές βαμμένες κόκκινες
- Δραπετσώνα
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Νέο Φάληρο «Φαληρικοί Χοροί» Νέο Φάληρο
Η ζωή μου, απόπειρα αυ...
Σ’ αυτή την εποχή νομίζω είναι ανάγκη να τοποθετήσω κι ένα σοβαρό ειδύλλιό μου – το πρώτο μου ειδύλλιο κι ίσως το τελευταίο! Θα το συνοψίσω, όσο μπορώ γοργότερα, για όσους έχουν κάποια περιέργεια, και κάποιο σχετικό ενδιαφέρον για τις φάσεις τις πολύ περίπλοκες της αισθηματικής μου της ζωής.
Λίγο πιο κάτω απ’ το σπίτι μου – κι ακριβέστερα, ένα τετράγωνο πιο πέρα –, στο μεσαίο πάτωμα ενός γωνιακού σπιτιού καθόταν μια κοπέλα – δεν θ’ αναφέρω μήτε τ’ αρχικά της –, με μεγάλα μαύρα μάτια – αληθινή «βοώπις» -, που πήγαινε, την εποχή αυτή, στο Αρσάκειο. Σ’ αυτήν έλαχεν ο κλήρος να μου δώσει, μόλις είχα τελειώσει το Γυμνάσιο, τις πρώτες συγκινήσεις. Ποτισμένος ως το κόκαλο απ’ τη ρομαντική φιλολογία – από Μπάιρον πολύ και Λαμαρτίνο, και κυρίως από Βέρθερο κι Αθλίους, που καθώς το είπα και πιο πάνω με συντρόφευαν τις ανιαρές ώρες των παραδόσεων της Νομικής σχολής –, δοκίμασα να πλέξω το ειδύλλιό μου γύρω απ’ τη γοητευτική, αληθινά, αυτή γειτονοπούλα, που έπρεπε να είναι η Λεϊλά, η Γκρατσιέλλα, η Καρλόττα και τη Τιτίκα μου! Φλογερά ποιήματα αφημένα στο παράθυρό της, λουλούδια μαδημένα στην πόρτα της μπροστά, δειλά και μακρινά παρακολουθήματα στο δρόμο, την ώρα που σκολνούσε, με τη θαλασσιά ποδίτσα της κι ένα βαθυκύανο «μπερέ» στα κατάμαυρα, εβένινα μαλλιά της – όλες αυτές οι στερεότυπες, από καταβολής ανθρώπων κι ίσως και μέχρι συντελείας των, ερωτικές μας πρώτες εκδηλώσεις έγιναν αλληλοδιαδόχως κι όπως πρέπει… Ο επιδειχτικός ωστόσο τρόπος που τις έκανα – αδιαφορούσα για το Σύμπαν! – ήταν τόσος, ώστε ολόκληρη η γειτονιά – κατ’ εξοχήν κοριτσογειτονιά – να το πληροφορηθεί απ’ την αρχή. Είχε γίνει το κοινό της «μυστικό». Κάθε φορά που θα περνούσα απ’ το σπίτι της – κι ήταν αυτός ο δρόμος του σπιτιού μου –, παράθυρα αμέσως ανοιγόκλειναν, μάτια πρόβαλλαν από παντού περίεργα, σιγανομιλήματα, νοήματα έδιναν κι έπαιρναν απ’ όλες τις μεριές.
Αλλά εμένα τί μ’ ένοιαζαν αυτά;! Ήμουν ο «ερωτευμένος ποιητής», κι αυτό το «ίνδαλμά» μου – αυτό έφτανε! Εκείνη, κολακευμένη βέβαια, σαν κάθε κοριτσόπουλο, απ’ τον καιρό που υπάρχουν κοριτσόπουλα, λίγο μεγαλύτερή μου φαντάζομαι στα χρόνια, και πολύ-πολύ πεπειραμένη σ’ όλες τις ερωτικές μανούβρες (Αρσακειάδα άλλωστε του κλασικού καιρού!), «μ’ άφηνε να κάνω» - «me laissait faire», καθώς λέν’ οι Γάλλοι! Ίσως και να μ’ ώκτειρε λιγάκι κατά βάθος για την ατζαμοσύνη μου και τ’ αφελή μου και παιδιάστικα καμώματα.
Με χαιρετούσε, μου χαμογελούσε, έβγαινε στο παράθυρο την ώρα που περνούσα – κι αυτό ήταν όλο! Αλλά κι εγώ μήπως ζητούσα παραπάνω;! Οι «μεγάλοι», κλασικοί ερωτευμένοι, οι ρομαντικοί «διδάσκαλοί» μου, που προσπαθούσα, όσο ήταν δυνατόν, στην υπόθεση αυτή, να μιμηθώ, έκαναν τίποτ’ άλλο περισσότερο, από το να κοιτούν το «ίνδαλμά» τους και να του γράφουν φλογερά ποιήματα;! Έτσι πίστευα τουλάχιστον την εποχήν εκείνη.
Αυτό το πράγμα βάσταξε περίπου ένα χρόνο!…
Εκείνο τον καιρό είχαμ’ ένα σπίτι ιδιόκτητο στο Παλιό το Φάληρο, που υπάρχει, με μικρές προσθήκες μόνο, δίπλα στο ξενοδοχείο «Κύματα», με το ξύλινο μπαλκόνι του, ως σήμερα (το πούλησε κατόπιν ο πατέρας μου). Παραθερίσαμε ένα καλοκαίρι – το καλοκαίρι του «μεγάλου» έρωτά μου! Τότε το Παλιό Φάληρο δεν ήταν όπως σήμερα: ήταν μάλλον ένας ερημότοπος, με λίγα καλά σπίτια σειρά στην παραλία, που τέλειωνε ως το ξενοδοχείο «Αύρα», με μακρινό του, τελευταίο σύνορο, την έπαυλη της κόμισσας Καπνίστ. Μείναμε εκεί οικογενειακώς ως το φθινόπωρο που πήραν οι βροχές. Μοναδική του διασκέδαση ήταν , μπροστά μας ακριβώς, μια «ταραντέλα», δηλαδή ένα ξύλινο παράπηγμα, που μερικές βαμμένες Ιταλίδες τραγουδούσαν, με μια μικρή ορχήστρα, καντσονέτες τρυφερές, ναπολιτάνικες, με χτυπητά, φανταχτερά φορέματα, όλο χρυσές κι ασημένιες πούλιες, καθώς και τα πολύ της μόδας τότε βαλς της Εύθυμης Χήρας και του Ονειρώδους. Είχα κι ένα πιάνο, ξεκούρντιστο, παλιό, και γρατσουνούσα τις Μπαλάντες του Chopin. Κάθε απόγευμα όμως έπαιρνα το τραίνο και πήγαινα στο Νέο Φάληρο απέναντι, που ήταν τότε το μεγάλο κέντρο, και που συγκέντρωνε τον κόσμο, ιδίως τρεις φορές την εβδομάδα – Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο –, με τις πολύ καλές του «μπάντες», τα ζαχαροπλαστεία του, την κλασική εξέδρα του, και το θερινό θέατρό του, που έπαιζαν κάθε καλοκαίρι θίασοι γαλλικοί κι ιταλικοί. Σύχναζε εκεί το άνθος της αριστοκρατίας μας. Το Νέο Φάληρο μαζί κι έπειτα από την Κηφισιά, ήταν το άπαντο των καλών μας παραθερισμών. Κάθε απόγευμα ήμουν εκεί, και πολλές φορές με τη μητέρα μου πηγαίναμε στο θέατρο τη νύχτα, στη γαλλική την οπερέτα, και γυρίζαμε αργά, με το τελευταίο τραίνο, στο Παλιό. Τότε είχα πρωτοδεί εκεί τη Μαμ’ζέλ Νιτούς και την Πουπέ, τους Κώδωνες της Κορνεβίλης κι άλλα. Άλλα όμως απογεύματα, όταν δεν συνόδευα, στο Νέο, τη μητέρα μου, ανέβαινα στην Αθήνα κι επισκεπτόμουνα τη γειτονιά μου και το σπίτι μου. Έβλεπα τα μάτια της «ωραίας» μου και γύριζα, με αναπαυμένη τη συνείδηση πως είχα εκπληρώσει το καθήκον μου, το βράδυ, στο Παλιό… Είχ’ αρχίσει να κρατώ κι ένα ταχτικό ημερολόγιο της αισθηματικής μου της ζωής – πράγμα που επανέλαβα και σ’ άλλα μου ειδύλλια κατόπιν.
Το φθινόπωρο, που ανεβήκαμε ξανά στο σπίτι μας, ο έρωτάς μου εξακολουθούσε, με τα μπουκέτα στα παράθυρά της, και με τους στίχους τους απελπισμένους! Κι απ’ όλα τα μικροεπεισόδια της φαιδρής τώρα εκείνης περιόδου, δεν απομένει παρά η ανάμνηση κάποιου απογεύματος, στο δρόμο, προς το σούρουπο, που περνώντας δίπλα της φώναξα: «Θα είμ’ ο ίσκιος σας, παντού και πάντα!» Κι ήταν αυτό η τολμηρότερή μου πράξη σ’ όλο το διάστημα εκείνο. Αλλά κι ο επίλογος αυτού του ειδυλλίου ήταν κι εκείνος τολμηρός κι αποφασιστικός: Η μητέρα της, που ήξερε τα πάντα, είχε μάθει – και ποιος δεν το ’χε μάθει! – πως είχα πάρει, απ’ τα χέρια κάποιας φίλης της, που ευνοούσε το πασίγνωστό μου αίσθημα, κάποια φωτογραφία της σε κάρτα. Μου παράγγειλε πως θέλει να με δει. Πήγα λοιπόν ένα ιστορικό απόγευμα – ενώ ολόκληρη η γύρω γειτονιά είχε κατακλύσει τα παράθυρα, και το κουτσομπολιό έδινε κι έπαιρνε. Με δέχτηκαν πολύ ευγενικά, η μητέρα της, η ίδια κι οι δυο μικρότερές της αδερφές, στο καλοβαλμένο σαλονάκι τους. Μιλήσαμε ακαδημαϊκά – μάλλον, μπορώ να πω, φιλοσοφήσαμε –, σχετικά με τις μικρές μου τρέλες (τα λουλούδια στα παράθυρά τους, τους φακέλους με τα φλογερά ποιήματα), κι αφού της αποκρίθηκα κι εγώ δεν ξέρω τι – αλλά με θάρρος, δίχως να δειλιάσω –, και σχεδόν της είπα πως εκείνη… φταίει που’κανε μια κόρη τόσο όμορφη, με παρακάλεσε, προς χάριν του γοήτρου και των δυο μας, να επιστρέψω τη φωτογραφία.
Κι εγώ την έβγαλα αμέσως απ’ την τσέπη μου (είχα φροντίσει μοναχά προηγουμένως να τραβήξω κι άλλα της αντίτυπα), και μεγαλοπρεπώς της την παρέδωσα.
Και της υποσχέθηκα ακόμα, ότι από δω και στο εξής θα πάψω να γεμίζω μ’ άνθη τα παράθυρα, κι ούτε θα στέλνω φλογερούς φακέλους. Και με παρακάλεσε ακόμα να τους επισκέπτομαι συχνά, μια και γνωριστήκαμε, έστω και υπό κάπως δυσάρεστες συνθήκες, βεβαιώνοντάς με, επιπλέον, ότι όλες μου αυτές τις μικροαταξίες τις θεωρούσε πλέον ξεχασμένες… Κι έφυγα μ’ αυτές τις υποσχέσεις, αλύγιστος και αξιοπρεπής, σαν τους ήρωες των μυθιστορημάτων που αγαπούσα τότε και που θαύμαζα.
Αλλά μ’ εκείνη την ιστορική, για τα χρονικά της γειτονιάς και για τον κοριτσόκοσμο, επίσκεψη, είχε κιόλας μισογιατρευτεί από το… πάθος που με τυραννούσε, και θέλοντας να είμαι συνεπής και να δείξω τον ιπποτισμό μου, σταμάτησα οριστικά όλες τις εκδηλώσεις μου. Και το ειδύλλιό μου πήρε τέλος…
Μια πολύ συχνή μας διασκέδαση της εποχής εκείνης ήταν και τ’ «après midi», δηλαδή οι φιλικές μας συγκεντρώσεις, μαζί με τους γονείς μας, στα διάφορα σπίτια εναλλάξ, με τραγούδια και μ’ απαγγελίες, μ’ εκτελέσεις προγραμμάτων μουσικών, με χορούς ως το πρωί, με τεϊοποσίες αλλεπάλληλες και με μπουφέδες πάνοπλους, πολύ ορεχτικούς, με λικέρ, γλυκίσματα και σάντουιτς, καμωμένα όλα απ’ τα χέρια των οικοδεσποινών και οικοδεσποινίδων, που κάθε τόσο μας φιλοξενούσαν. Είμαστε μια τεράστια παρέα αγοριών και κοριτσιών μαζί, φίλων, ξαδέρφων και παραξαδέρφων, κι είχαμε αναλάβει ο καθένας να κάνει με τέτοια «σουαρέ» διαδοχικά, με τη σειρά, στο σπίτι του.
Λίγα χρόνια πιο μπροστά, κάθε Χριστούγεννα, εγώ συνήθιζα να κάνω «δέντρο», καλώντας τα ξαδέρφια και τους φίλους και μοιράζοντας τα σχετικά τους δώρα. Έκοβα μόνος μου χρυσόχαρτα, βοηθημένος κι από τη μητέρα μου, χρύσωνα καρύδια και τα κρεμούσα μ’ ασημένια τέλια, άναβα πολύχρωμα κεράκια κι έκανα το δέντρο μου, μ’ άστρα χρυσά και πούλιες, με φασουλήδες και καραγκιοζάκια, με κουκλίτσες, ψεύτικα λουλούδια κι αγγελούδια – κι έριχνα κλήρο για το μοίρασμα των δώρων. Σ’ αυτές μου τις ετήσιες και ταχτικές γιορτές είχα, μες στους άλλους καλεσμένους, και τον Τάκη Μπότσαρη, τον κατόπι βουλευτή και υπουργό, εύελπι τότε, φίλο μου, καθώς και τον Απόστολο Τσερέπη, δόκιμο. Είχα ακόμα και τον Σπύρο Τρικούπη με την αδελφή του, και τους μικρούς και τους μεγάλους συγγενείς μου.
Άλλη συγκέντρωση, επίσης φιλική, ήταν κι η ταχτική των γενεθλίων μου, που η μητέρα μου, στας 31 Οκτωβρίου, δεν εννοούσε να την παραλείψει. Κι αυτή έπρεπε να γίνει οπωσδήποτε! Αλλά τ’ «après midi», που αναφέρω, ήταν εντελώς ξεχωριστά, με χαρακτήρα όλως ιδιαίτερο, και κράτησαν επί δυο-τρία χρόνια. Το τελευταίο, αν δεν απατώμαι, είχε γίνει στο σπίτι των Πολίτηδων, που εγώ δεν πήγα εξεπίτηδες, επειδή ήμουν θυμωμένος με τον Γιώργο, που σε κάποια προηγούμενη συγκέντρωση, σε κάποιο άλλο σπίτι, μ’ εμπόδισε να πιω νερό που ήμουν ιδρωμένος. Και το ενδιαφέρον του αυτό, αντί να το δεχθώ μ’ ευχαριστίες και να το εκτιμήσω καθώς άξιζε, μ’ έκαμε πολύ να πεισματώσω.
Λωξάντρα...
Καλέ τι τόπος είναι αυτός; Γυρεύεις ξιφιό, δεν υπάρχει. Γυρεύεις μεγάλα μύδια, δεν υπάρχουνε. Τους λες πουράντζες για ντολμάδες και γελούνε. Το ασμά –καμπάκι τί είναι δεν το ξέρουνε. Ούτε τον παστουρμά ξέρουνε, ούτε τη λακέρδα, ούτε τίποτα, τίποτα, τίποτα. Μα τίποτα σε λέω, τζάνουμ! Από το τίποτα – τίποτα.
Και γουρσούσηδες άνθρωποι. Όλο κλαίγουνται. Φτώχεια, λέει, και ακρίβεια. Πού την είδανε την ακρίβεια; Με ογδόντα δραχμές το μήνα βρίσκεις ωραίο σπίτι στον Πειραιά. Με μισή λίρα που χάλασε η Λωξάντρα και τί δεν έκανε! Τί φανέλες αγόρασε απ’ του Μαντζούνη, τί μεταξωτά απ’ την Καρασταμάτη, τί εκδρομή πήγανε με αμάξι στους Αμπελοκήπους, στην Αλυσίδα, στο Ζωολογικό Κήπο που είναι στο Παλαιό Φάληρο. Το βραδινό πήγανε και φάγανε στο Νέο Φάληρο. Ωραίο είναι εκείνο το Φάληρο. Απ’ το ξενοδοχείο σεργιανάς την εξέδρα, ακούς μουσική, βλέπεις καμιά φορά και τη βασιλική οικογένεια όταν πηγαίνει να επισκεφθεί τους ξένους στόλους.
Καλέ τα μάθατε; Ο ρούσικος στόλος, λέει, αυτές τις μέρες βρίσκεται στο Φάληρο. Να πα…
— Ο Ρωμηός του Σουρή-η-η! φωνάζουνε τα λουστράκια τρέχοντας.
— Αμάν! Να τους πάλε… Κρυφτείτε! Το παιδί!
Ποιός τουρκομερίτης δε δάκρυσε σαν ήρθε στην Ελλάδα και άκουσε να παίζει η μουσική ελεύθερα τον Ύμνο! Ποιός δε συγκινήθηκε διαβάζοντας ελεύθερα αθηναίικια εφημερίδα!
Στο τούρκικο Τελωνείο πιάσαν μια φορά έναν Έλληνα γιατί τα παπούτσια του τα είχε τυλιγμένα μέσα σε φύλλα από το Ρωμηό του Σουρή. Ο Θεόδωρος και άλλοι ομογενείς ξόδεψαν πεντακόσιες χρυσές λίρες σε μπαχτσίσια για να κατορθώσουν να τον σώσουνε από των Τούρκων τα χέρια. Ποιός τολμούσε να πιάσει στο χέρι του εφημερίδα απ’ την ελεύθερη Ελλάδα!
Μαρία Ιορδανίδου, Λωξάντρα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1979 (7η έκδοση), σ. 192.
Βραδιά καλοκαιριού στο...
Χτες το βράδυ μετά το δείπνο κατεβήκαμε με το τρένο στο Φάληρο και πήγαμε στο εκεί υπαίθριο θέατρο… Είναι ο πιο σημαντικός χώρος περιπάτου της Αθήνας, βγάζεις ένα εισιτήριο για το Φάληρο, κάνεις βόλτα πέρα-δώθε στην όμορφη παραλία και έπειτα κάθεσαι για καμιά δυο ώρες κάτω από τα αστέρια ακούγοντας ελληνική ή ιταλική μουσική. Η σύγχρονη ελληνική μουσική είναι εξαιρετικά έρρινη και μονοτονική. Υπάρχει κάτι άγριο και θρηνώδες σ’ αυτή. Έχω ακούσει φωνητικά και χορωδιακά μέλη μεγάλης ομορφιάς στη Ρωσική εκκλησία, αλλά η μουσική του Ελληνικού Πάσχα, για παράδειγμα, είναι σαν ένα Γρηγοριανό μέλος με ναυτία.
Όλος ο Καλός Κόσμος εκείνο το βράδυ είχε κατέβει στο Φάληρο. Ευτυχώς οι θέσεις ήταν αριθμημένες και μπορούσε κανείς να βγει έξω στα διαλλείματα. Το έργο ήταν μια μικρή ιταλική οπερέτα (Η Σαπφώ*) και η μουσική ήταν πράγματι γοητευτική… Εμφανίστηκε και ένα χαριτωμένο μπαλέτο, αλλά οι Αθηναίοι για κάποιο περίεργο λόγο άρχισαν να το γιουχάρουν, παρ’ όλο που δεν έδειχναν τις γάμπες τους και δεν ήταν άσεμνα. Βέβαια τα κοστούμια ήταν έκτακτα λιτά και υπήρχε παρουσίαση γυναικείας γυμναστικής, όπως συμβαίνει σε όλα τα μπαλέτα, αλλά δεν μπορώ να πιστέψω ότι το έθνος της Λαΐδος και της Φρύνης είναι τόσο σεμνότυφο ώστε να αντιδρά στις γάμπες, όταν μάλιστα η εθνική φορεσιά φαίνεται να τις περιφρονεί ιδιαίτερα. Πιθανό να υπήρχε κάτι που δεν άρεσε στους χαραχτήρες των χορευτριών. Πάντως υπήρξε σφοδρό χειροκρότημα καθώς και σφοδρές αποδοκιμασίες… Η μουσική και η ατμόσφαιρα εκείνο το βράδυ ταίριαζαν εξαιρετικά. Ούτε ένα ανέμισμα αύρας, ουρανοί ήρεμοι χωρίς σύννεφα, το ελαφρύ κύμα του Αιγαίου στην ακτή, το πλούσιο περίγραμμα των βουνών σιγά-σιγά να σβήνει σε μια μοβ ασάφεια, οι αναλαμπές των πολυπληθών άστρων, το άρωμα της θάλασσας και των μυρωδικών κήπων, όλα να αναμιγνύονται με το κλασικό θέμα του έργου και την εξαιρετική μουσική για να κάνουν μια σχεδόν αρχαία εικόνα.
Το πρόγραμμα ή το λιμπρέτο ήταν στα Ελληνικά με ιταλικά τραγούδια. Τα κοστούμια δεν ήταν πλούσια και δεν υπήρχε ιδιαίτερη ικανότητα στην ορχήστρα, και όμως όλη η βραδιά ζει στη μνήμη μου ως μια σκηνή που θα θυμάμαι…
Έκανα λάθος και αγόρασα δυο εισιτήρια αντί για ένα, καθώς δεν είμαι εξοικειωμένος με τα καθημερινά Ελληνικά για να διορθώσω το λάθος όταν το ανακάλυψα. Η συνεχής πολυλογία και μουρμούρα του κόσμου γύρω μου με απέτρεψε μιας πλήρους απόλαυσης της πρώτης μουσικής μου βραδιάς στην Ελλάδα.
Ο όρμος του Φαλήρου είναι ιδιαίτερα όμορφος. Ένα εγγλέζικο σιδερένιο πολεμικό πλοίο είχε αγκυροβολήσει στα ανοιχτά και αρκετοί από τους ναύτες με τα πλατιά ψάθινα καπέλα τους φορεμένα ανάποδα βοήθησαν στο έργο. Υπάρχουν ευχάριστα λουτρά, όπου οι αποχαυνωμένοι Αθηναίοι συνεχώς καταφεύγουν. Πενήντα λεπτά το μπάνιο, 1 δραχμή για το θέατρο, και μια για το εισιτήριο επιστροφής, κάνουν μια βραδινή διασκέδαση εξαιρετικά φτηνή και δημοφιλή. Τα νερά είναι ρηχά. Αρκετές γραφικές βίλες βρίσκονται στην ακτή καθώς και η συνηθισμένη σειρά ξενοδοχείων, εστιατορίων και μπρασερί κατά μήκος της παραλίας. Ένα χαριτωμένο πλήθος κάθονταν σ’ αυτά απολαμβάνοντας το μυρωμένο αέρα, τη θέα, το μόνιμο τσιγάρο, και το μικροσκοπικό φλιτζάνι καφέ, προκαταρκτικού του έργου. Μια βραδιά στο Φάληρο είναι σχεδόν η μόνη καλοκαιρινή διασκέδαση για τους Αθηναίους. Ίσως κάποιος νόμιζε ότι αυτά τα όμορφα βουνά, όπως αυτά στα περίχωρα της Ρώμης, θα ήταν γεμάτα από βίλες. Αλλά ήταν τέτοια η ανασφάλεια της χώρας που δεν υπάρχει ούτε μια. Μικρά χωριά εδώ και εκεί – Πατήσια, Κολωνός, Αμπελόκηποι, Χαλάνδρι- ντύνουν την πεδιάδα, αλλά όλα ζυγιάζονται στη όραση όπως μια χήνα με τα μικρά της. Στο ξενοδοχείο είδα μια πινακίδα προληπτικών μέτρων: «Κύριοι που ετοιμάζονται για εκδρομή παρακαλούνται να ειδοποιούν το ξενοδόχο 24 ώρες πριν». Για να ειδοποιούνται οι αρχές για το ταξίδι σε περίπτωση που απαιτείται συνοδεία ή παρακολούθηση.
Ένας Πειραιώτης θυμάτα...
Θυμάμαι τους νεανικούς μου έρωτες. Όλοι οι νεανικοί μου έρωτες άρχιζαν, εξελίσσονταν και τελείωναν δυστυχώς στο Φάληρο, στο Νέο Φάληρο. Δε νομίζω όμως ότι αυτό ίσχυε μόνο για μένα, αν θυμάμαι καλά –αλλά και για όλους τους νεανικούς μου φίλους. Τι να πρωτοθυμηθώ απ’ αυτή τη μαγική –θα τη χαρακτήριζα- πολιτεία, το Νέο Φάληρο! Το τραμ, το 17 μας οδηγούσε κατευθείαν από τον Άγιο Βασίλειο στο Νέο Φάληρο. Το τέρμα του ήταν πίσω ακριβώς από το ξενοδοχείο Ρούσσου. Αυτό το ξενοδοχείο παρότι ήταν λιγότερο λαμπρό από το ΑΚΤΑΙΟΝ και με μια μικρότερη φήμη, νομίζω ότι το αδικεί λίγο η ιστορία. Το ξενοδοχείο του Ρούσσου είχε μια μαρμάρινη εξέδρα και ένα εστιατόριο πολυτελές, όπου κατέβαιναν οι πλούσιοι Αθηναίοι. Είχε και μια μουσική. Είχε ενθυμούμαι ένα πιάνο, ένα βιολί, ένα βιολοντσέλο. Το ξενοδοχείο αυτό είχε και ζαχαροπλαστείο, όπου μπορούσες να φας το παγωτό σου, τι νεωτερισμός κι αυτός! Στην αρχή, όταν δεν είχαμε ψυγεία και πάγο, τρώγαμε μόνο γλυκό του κουταλιού. Το παγωτό ήταν πραγματική επανάσταση. Σ’ αυτό ακριβώς το ζαχαροπλαστείο συγκεντρωνόταν ο περισσότερος κόσμος. Το Ακταίον ήταν άλλο πράγμα. Απευθυνόταν σε άλλου είδους κοινό εκείνη την εποχή, για να μη σας πω ότι απευθυνόταν σε άλλου είδους ερωτευμένους. Στο Ακταίον δίδονταν λαμπροί χοροί για τα ψηλότερα ή μάλλον τα υψηλά κοινωνικά και οικονομικά στρώματα της Ελλάδας των αρχών του αιώνα μας. Δεν ήταν για μας το Ακταίον. Άλλωστε δεν είχε τραπεζάκια έξω και δεν ήταν μπροστά στη θάλασσα από πιο μακριά. Εμείς λέγαμε ότι ήταν μακριά από τη θάλασσα. Οι αποστάσεις βλέπετε, μέτραγαν αλλιώς εκείνη την εποχή.
Όμως εκείνα που έχουν μείνει χαραγμένα ανεξίτηλα στη μνήμη μου είναι η εξέδρα του Φαλήρου και τα ραντεβού με τις φιλεναδούλες καθώς επίσης και τα λουτρά. Μια βόλτα στην εξέδρα ήταν ένα πραγματικό σεργιάνι σ’ ολόκληρο τον κόσμο, ιδίως αν συναντούσες εκείνη που περίμενες. Εκείνες οι ατέλειωτες βόλτες στην εξέδρα με συντρόφευσαν τις πιο δύσκολες ώρες της ζωής μου. Και μετά φαντάζεστε τη διαφορά; Να φεύγεις από του Κράκαρη, όπου κολυμπούσα σχεδόν μόνος μου με τους φίλους μου ή και μερικά ακόμη παιδιά της γύρω περιοχής και να βρίσκεσαι στα λουτρά του Φαλήρου! Στα λουτρά του Φαλήρου κολυμπούσαν και γυναίκες και, κυρίως, μερικές από τις ωραιότερες γυναίκες της εποχής μου. Μπορεί τα λουτρά ανδρών και γυναικών να ήταν ξεχωριστά, τις γυναίκες όμως τις αισθανόσουν δίπλα σου. Μπορεί να μην μπορούσες να τους μιλήσεις, αλλά ήταν εκεί. Πώς να το φανταστεί κανείς σήμερα; Είναι τόσο δύσκολο και τόσο δυσνόητο. Στα μπάνια του Φαλήρου υπήρχε κι ένας ναύτης, συνήθως μυστακοφόρος, με μια βάρκα, επιφορτισμένος να επιτηρεί την τάξη και να αποτρέπει οποιαδήποτε επικοινωνία μεταξύ ανδρών και γυναικών. Όμως οφείλω να πω και τούτο, ότι συχνά ακούγαμε ότι στις μπανιέρες που ήταν κλειστές γινόντουσαν ακολασίες και παραλυσίες. Τα δικά μου χρόνια ενθυμούμαι όλη σχεδόν την νεολαία του Πειραιά, ένα μικρό μόνο μέρος ήταν Αθηναίοι, να κατεβαίνει στο Φάληρο και να κάνει τη βόλτα της από το θέατρο έως το περίπτερο μπροστά στο Ακταίον. Ταραντέλα δεν το έλεγαν;
Ο Πειραιάς του Γιάννη ...
[…] Κάπου προς τα κει ήτανε ένα ξενοδοχείο του σταθμού το οποίο είχε μια ταράτσα υπερυψωμένη ως ένα μέτρο πάνω απ’ τη γη κι εκεί επάνω είχε κι ένα εστιατόριο που λεγόταν Table d’ hote. Ήταν μια μεγάλη ευτυχία αν καμιά φορά έτρωγα εκεί πέρα, και ήτανε η κομψότης των γυναικών, τα καπέλα τους, τα φορέματά τους, οι τσάντες τους όλα αυτά μου θυμίζουν τώρα που το σκέφτομαι το θάνατο στη Βενετία του Βισκόντι. Ήτανε περίπου μεταξύ 1916 και ’20 αυτή η κατάσταση. Ήταν μια μαγεία να βλέπει κανείς τόσες πολλές γυναίκες καλοντυμένες και τους κυρίους αναλόγως ντυμένους και υπήρχε ένα κιόσκι κοντά στη θάλασσα, το οποίο είχε μουσική στρατιωτική, όσο θυμούνται, και ήταν ο Καλομοίρης που έπαιζε, αλλά καμιά φορά πήγαινε στο απέναντι κιόσκι που ήταν πανομοιότυπο κι έπαιζε την ίδια μουσική…
Ήταν το πιο ωραίο τοπίο της γης εδώ πέρα… και τα δυο μπάνια, τα θηλυκά και τα αρσενικά και το Table d’ hote που ήτανε για το σενάριο Βισκόντι κι οι δύο ορχήστρες που άκουγες καλή μουσική και παραπέρα το εστιατόριο του Πλάτωνος, στο οποίο φαίνεται τη μαγειρική την έκανε ο ίδιος ο Τσελεμεντές και απέναντι λίγο πιο πέρα ήταν η Ταραντέλα με νούμερα κωμικά και χορευτικά…
Gustave Flaubert, «Μου...
Ανατολικά του Πειραιά, ένα μικρό λιμάνι σε σχήμα πετάλου, με στενή είσοδο∙ στην ανατολική πλευρά αυτού του λιμανιού, απομεινάρια μιας προκυμαίας που βούλιαξε στη θάλασσα∙ οι πέτρες είναι πολύ σταχτιές, αν και πλένονται αδιάκοπα από το νερό. Για πλοία μικρής χωρητικότητας, το λιμάνι αυτό θα ήταν θαυμάσιο: εδώ είναι η Μουνυχία.
Ακολουθώντας την ακροθαλασσιά, ερείπια ενός μικρού ναού όπου η Μεγαλειοτάτη έρχεται να γδυθεί όταν κάνει τα κρύα μπάνια της. Ω ακτή! η άμμος σου πατήθηκε από άλλα πόδια! Ω άνεμε του Αιγαίου πελάγους, δρόσισες∙ άλλους πισινούς!!!
Υπάρχει στη Μουνιχία ένα είδος μικρού προλιμένα ή τόξο πολύ ανοιχτό, η άκρη του σχηματίζει ένα ακρωτήρι, η παραλία σχηματίζει μια κοιλιά και σε λίγο διαμορφώνει ένα χαριτωμένο κύκλο: είναι το Φάληρο. Υπάρχει στη γραμμή αυτού του φυσικού αμφιθεάτρου κάτι απαλό και σοβαρό. Στην είσοδο, δεξιά, ένας μεγάλος απομονωμένος όγκος, τεράστιος, όρθιος. Βλέπεις να μπαίνουν εκεί βάρκες χρωματιστές, η φύση τα είχε κάνει όλα για τους ανθρώπους εκείνους!
Συνεχίσαμε ακολουθώντας την ακτή. Μικροί όρμοι. Ο δραγουμάνος μας κατέβηκα να μαζέψει κοχύλια για μας, τα άλογα μας βάδιζαν με κόπο στην άμμο.
Μετάβαση στο σημείο: Νέο Φάληρο