Πειραιάς
Πόλη αγεωμέτρητη
Συγκρότηση ενότητας: Καλλιόπη Μακαρώνη- Το λιμάνι του Πειραιά
- Η αγορά του Πειραιά
- Πλατεία Καραϊσκάκη (Λεμονάδικα)
- Τρούμπα
- Ακτή Μιαούλη
- Ακτή Ξαβερίου-Χατζηκυριάκειο-Πειραϊκή
- Κεντρικές Συνοικίες
- Διαδρομές στην παραλία των αρχόντων, των μετοίκων και των προσφύγων
- Προφήτης Ηλίας-Κρητικά
- Νέο Φάληρο
- Γειτονιές βαμμένες κόκκινες
- Δραπετσώνα
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Προφήτης Ηλίας-Κρητικά «Θέα απ’ το λόφο»: Προφήτης Ηλίας-Κρητικά
Το τάμα της Ανθούλας...
Το τάμα της Ανθούλας
Μόλις ο Νότης ο Αυγουστής, το καλαματιανάκι, ντύθηκε φαντάρος, έστριψε απ’ τα Παραπήγματα, κ’ έτσι καθώς ήταν, κουρεμένος με την ψιλή μηχανή, με το φαρδύ τ’ αμπέχωνο, που ’πλεχε όλος μέσα, και τα μακριά μανίκια, πήρε το τρένο και κατέβηκε ίσια στον Πειραιά. Καθώς τραβούσε για τα Κρητικά, βρήκε στο δρόμο το Σκουντή το Λια, και πήγανε, κ’ οι δυο μαζί, ως την ταβέρνα του μπαρμπα-Σταμάτη. Κόντευε σχεδόν να βασιλέψει, ένα φως μουντό και χρυσοπόρφυρο έβανε κόκκινες φωτιές στα τζάμια των σπιτιών. Ήταν στα τέλη του καλοκαιριού, οι ζέστες, όμως, εξακολουθούσαν. Μες στη μάντρα του μπαρμπα-Σταμάτη, δυο-τρεις παρέες, ξεμοναχιασμένες, ήταν καθισμένες και κουτσόπιναν.
Στην αρχή, κανένας δεν τον πήρε μυρουδιά. Σε λιγάκι, όμως, άμα τον μυρίστηκαν, ήρθαν πολλοί και τον περικυκλώσανε. Στα τελευταία, ήρθε κι ο Σταμάτης, ο Λεβεντιάς, ο κάπελας· ήρθε και τον αγκάλιασε με τις χοντρές χερούκλες του, γιατί τον ήξερε από μικρό παιδάκι (καθόντουσαν στην ίδια την αυλή). Ήρθε κ’ η μικρή του εγγονούλα, κ’ έπαιξε με το πηλήκιο του, και το ’βανε στο κεφαλάκι της, κ’ εκείνο χώθηκε ίσαμε το λαιμό της. Ήρθε κ’ η κυρα-Λέγκω, η γυναίκα του – κι άρχισαν, όλοι μαζί, να τον πειράζουν και να τον καμαρώνουν. Και μες στα μάτια των μικρότερων, που δεν τα ξεκολλούσαν από πάνω του, περνούσε κάτι σκοτεινό, σα μια μικρούλα ζήλεια…
— Για δέστονε πως σοβαροποιήθηκε!
— Τήρα ρε, πως δείχνει κοτζάμ άντρας!
— Ρε Νότη, πότε θα σε κάνουν δεκανέα;
— Δε με παρατάτε, λέω γω!
Κι ο μπαρμπα-Σταμάτης, που ήταν Σμυρνιός, έκλεινε το χορό:
— Γεια σου, παιδί μου, να ζήσεις! Την ευκή μου! Να λευτερώσεις τη σκλαβιά, με το καλό!… Και στην Πόλη! Ο Θεός να δώσει…
Κ’ έκανε το σταυρό του.
Μια σκιά φάνηκε, τότε, στ’ ακρινό παράθυρο, τραβηγμένη απ’ τη φασαρία, και κοίταξε μέσ’ απ’ το μπερντεδάκι. Ήταν η Ανθούλα, η πιο μικρή απ’ τα κορίτσια του Σταμάτη. Μ’ αυτήν είχαν ανατραφεί μαζί, από μωρά. Αυτή δε θέλησε να βγει μ’ όλους τους άλλους. Στάθηκε στη γωνιά, και παραμόνευε.
Περίμενε να πάψουν οι κουβέντες για να φανερωθεί. Τα μαύρα της μεγάλα μάτια ήταν πιο μαύρα, τη στιγμήν εκείνη. Τυλιγμένη στο κόκκινο σαλάκι της, κοιτούσε το καινούριο φανταράκι, με μια μικρή τρεμούλα στο πηγούνι. Κι ο Νότης, που την έκοψε το μάτι του, γύρισε τα μάτια κατά κείθε, κ’ έκανε, τάχα, πως κοιτούσε μακριά…
Έφτασε τότε κ’ η μισή, κ’ ένα σαγανάκι με κασέρι. Έφτασε κ’ η ντοματοσαλάτα, κι όλοι βούτηξαν αμέσως το ψωμί τους.
Κι ο Νάσος ο Μελεμενής άρχισε να διηγιέται τα πάθη καποιανού φαντάρου, που τόνε στείλαν αγγαρεία, μόλις πρωτοντύθηκε, κ’ εκείνος έκανε, δεν ξέρω τι, και βρήκε το μπελά του – κι ο Σταμάτης θυμήθηκε, κι αυτός, την ιστορία κάποιου δεύτερου ξαδέρφου του, που ’κανε στ’ αντάρτικα, και, στα τελευταία, αγάπησε μιαν όμορφη τουρκάλα, και τη στεφανώθηκε, κι άνοιξε μαγαζί στη Φιλιππούπολη· κ’ ύστερα βαρέθηκε, κ’ έφυγε για την Αμερική, κι από τότες – πάνε πέντε χρόνια – είχε να λάβει γράμμα του, να μάθει τι απόγινε…
Ο Νότης δε μιλούσε στην αρχή, αλλά σα να λύθηκε, με το κρασί, η γλώσσα του. Έριχνε κι αυτός τα καλαμπούρια του, αλλά πάντα δειλά και μετρημένα. Τους είπε πως τον ντύσανε, πως, υστερώτερα, του κόψαν τα μαλλιά, πως έγιν’ ένα λάθος με το παράνομά του, κι ο επιλοχίας αντιμίλησε στον ανθυπασπιστή, κι αυτός τον αποπήρε, κ’ έγινε φασαρία. Στα τελευταία λύθηκε τόσο πολύ η γλώσσα του, που αυτός μιλούσε μοναχά, κ’ οι άλλοι είχανε σωπάσει, και τον άκουγαν, κ’ έβαζαν μόνο, πού και πού, τα γέλια.
Το βράδυ, τώρα, ήταν απλωμένο γύρω, κ’ η Ανθούλα ξεθάρρεψε και κείνη και γλίστρησε δειλά, με το φαναράκι της αυλής, κάνοντας τάχα πως θα το κρεμάσει.
Κι ο μπαρμπα-Σταμάτης, μόλις την είδε, φώναξε:
— Μπρε, Ανθούλα, δεν έρχεσαι να δεις και συ το φανταράκι; Τι κάνεις τόσην ώρα, μέσα; Έλα Χριστέ και Παναγία!…
Κ’ η Ανθούλα σίμωσε με τρόπο στην παρέα, και σχεδόν, χωρίς να τον κοιτάξει, του είπε σιγανά:
— Καλός φαντάρος…
Κι ο Νότης, χαμήλωσε τα μάτια του κι αυτός, κι αποκρίθηκε ακόμα σιγανότερα:
— Φχαριστώ, Ανθούλα…
Τίποτ’ άλλο.
Και κείνη μπήκε πάλι μέσα, γρήγορα.
Ο Νάσος τότε πήρε την κιθάρα κι άρχισε να τσαγκρουνίζει έν’ ακκομπανιαμέντο, κ’ η παρέα σιγανοτραγούδησε – όλοι, εκτός του Νότη, που καθόταν μακρινός κι αμίλητος, με το τσιγάρο στην άκρη των χειλιών και με τα μάτια καρφωμένα πέρα.
Τότε πλάκωσαν λογής-λογής παρέες, κ’ έκατσαν γύρω στη μεγάλη λεύκα – κι ο μπαρμπα-Σταμάτης σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα. Η ώρα ήταν ως εννιά και κάτι. Το φεγγάρι πρόβαλε μεγάλο κι ασημένιο· ήταν τρεις μέρες πριν απ’ την πανσέληνο, κ’ έβγαινε μες στη νύχτα σιγανά, σκεπάζοντας τους τοίχους των σπιτιών, με τη χλωμή του τρυφερή λαμπράδα.
Κατεδαφιζόμεθα...
Στην αρχή δυσκολεύτηκε, μα τώρα μπήκε για καλά στο νόημα της δουλειάς. Παγιδεύει τον κόσμο με μια τσαρλατάνικη επιχειρηματολογία. «Ο άνθρωπος τη μάχη της ζωής τη δίνει ντυμένος». «Ένας καλοντυμένος υπάλληλος σταδιοδρομεί πιο εύκολα από έναν κακομοίρη». «Το ντύσιμο δίνει αξία. Μου έλεγε ο γνωστός συμπολίτης μας, μεγαλοεπιχειρηματίας Δόγκας…» Εδώ πλασάρει μιαν απίθανη ιστορία λαμπρής σταδιοδρομίας με επιμύθιο: «Ντυθείτε με κασμίρια των Αδελφών Δελφινόπουλοι και Σία για ν’ αποσπάστε δάνειο από την Τράπεζα». «Αγαπητή κυρία, γιατί διστάζετε να ευεργετηθείτε από το σύστημα των δόσεων; Πάει πλέον η εποχή που το κομπόδεμα της νοικοκυράς ήταν σωτηρία. Σήμερα η αποταμίευση είναι καταστροφή, πρόσκομμα στην ανθρώπινη ευτυχία, το χρήμα υποτιμάται… Ο κόσμος άνοιξε τα μάτια του. Επιθυμεί να ζήσει με όλες τις ανέσεις που προσφέρει ο σύγχρονος πολιτισμός. Η γυναίκα απελευθερώθηκε από τη σκλαβιά του νοικοκυριού. Μπήκε ο ηλεκτρισμός σο σπίτι…» «Κοιτάξτε το συμφέρον σας. Προτιμήστε τα σεντόνια των Αδελφών Δελφινόπουλοι και Σία. Είναι τα καλύτερα στην Ελλάδα. Πάνω σ’ αυτά θα ζήσετε την ευτυχία της πρώτης νύχτας του γάμου. Θα γεννήσετε τα παιδιά σας, θα κοιμηθούν τ’ αγγόνια σας. Αιωνόβια σεντόνια, άτρωτα στη φθορά του χρόνου…»
Τους γεμίζει ψέματα και κείνοι τα πιστεύουνε, γιατί θέλουνε να πιστέψουνε πως κάτι άλλαξε στη ζωή. Οι δόσεις θα τους επιτρέψουνε να γειτονέψουνε με τον πλούτο. Δε σου’τυχε να δεις στον κινηματογράφο πως ζούνε οι πλούσιοι; Είναι να χάνεις το νου σου! Αυτό θα πει ζωή. Μέγαρα, βίλες, έπιπλα, λούσα, αυτοκίνητα, κότερα, άντρες που αγκαλιάζουνε γυναίκες. Και πώς να μην τις αγκαλιάσεις, με τέτοια περιποιημένα κορμιά. «Η Ροσάνα Ποντεστά ξοδεύει αμύθητα ποσά για την περιποίηση της ομορφιάς της. Η Ποντεστά χρησιμοποιεί σαπούνι Λούξ. Χρησιμοποιήστε και σεις σαπούνι Λουξ».
Κάποτε οι πλούσιοι διπλοκλειδώνανε τη ζωή τους μέσα σε τοίχους ψηλούς, κατεβάζανε στόρια, κουρτίνες. Βάζανε σκυλιά στην είσοδο και κρεμαστή κρεμμύδα για τη βασκανία. Τώρα όλοι βρήκανε στη φόρα. Δεν υπάρχει ιδιωτική ζωή. Ένα μάτι βλέπει, ένα αφτί ακούει και η διαφήμιση διαλαλεί. Έτσι τρώνε, έτσι σκοτώνουν και σκοτώνονται. Χιλιάδες μικροί και μεγάλοι διαρρήκτες με σύγχρονα εργαλεία παραβιάζουνε καρδιές, εγκεφάλους, οικογενειακά κι επαγγελματικά άσυλα. Γέμισε σπιούνους η ζωή! Κινηματογραφικοί φακοί, μικρόφωνα, μαγνητόφωνα, τηλεοράσεις καταγράφουν το κάθε τι. Και οι πλασιέδες, θύματα οι ίδιοι, αναγκάζονται με τη σειρά τους να ψεματίζουν το φτωχό κοσμάκη. Πάνε στις πόρτες του, δεν τον αφήνουν σε ησυχία, ρωτάνε, σημειώνουνε. «Δεν χρειάζεται πια να’χεις λεφτά για ν’ αγοράζεις κείνο που λαχταρά η ψυχή σου». «Χωρίς λεφτά;» «Μάλιστα, χωρίς λεφτά. Περνάει τ’ όνομά σου σε μια καρτέλα, βάζεις μια υπογραφή και σου κουβαλούνε τα καμιόνια τον πολιτισμό στο σπίτι σου. Πώς να ζήσεις σήμερα δίχως ηλεκτρικό ψυγείο; Και το μίξερ υπέροχο. Δεν πετάς φρούτο. Φτιάχνει χυμούς το μίξερ. Κανένας γονιός δεν πρέπει ν’ αφήνει τα παιδιά του δίχως χυμούς. Κάνουν και ωραίο δέρμα. Είναι και κατά του γήρατος, κατά της παχυσαρκίας, κατά της δυσκοιλιότητας». «Θαύμα θαυμάτων η νέα αυτόματη κατσαρόλα, ψήνει το κρέας σε πέντε λεπτά. Και το τηγάνι που τηγανίζει χωρίς λάδι». Τα υπεραυτόματα πλυντήρια, τα απορρυπαντικά, τα καλλυντικά, τα αντιγριπικά, τα αντισυλληπτικά, τα ηρεμιστικά, τα ναρκωτικά, η σφραγίδα της αφθονίας και στον τόπο μας. Καιρός να εκσυγχρονισθούμε…
Η περίπτωση μιας γεροντοκόρης έχει βάλει σε σκέψεις τον Άρη. Την άκουσε απ’ το συνάδελφό του το Βαλάκο, την πλούτισε με τη φαντασία του και τη σημείωσε για να την κάνει διήγημα:
«Ελευθερία Βασιλάτου, κόρη πρώην δικαστικού. Θρησκόληπτη, ανεπίληπτη, αποτραβηγμένη από τα επίγεια, έρημη και μόνη στη ζωή. Καύχημά της η τιμιότητα, η αγάπη στο Θεό και στο νοικοκυριό. Κάποτε γελάστηκε κι άνοιξε την πόρτα της σ’ έναν δοσά. Αγόρασε δυο νυχτικά. Υπέροχα, απαλά, κολάκευαν το κορμί. Ποτέ στη ζωή της δεν είχε φορέσει τόσο φίνα εσώρουχα. Νύχτες δεν έκλεινε μάτι. Χαϊδευότανε. Χάρμα αφή. Και τι στοιχίζουν, είκοσι δραχμές το μήνα; Τίποτα. Άρχισε ν’ ανοίγει την πόρτα της σ’ όλους τους δοσάδες που εισβάλανε με την ευφράδειά τους, τα νιάτα τους, την αισιοδοξία τους. Βάλανε φωτιά στο φτωχό μυαλό της. Έλεγε πως θα συγκρατηθεί, δε θ’ αγοράζει, θα βλέπει μόνο και θ’ ακούει. "Χάριν περιεργείας και ψυχαγωγίας".
»Με τον καιρό οι δόσεις της γίνανε βίτσιο, αλκολίκι. Αγόραζε, αγόραζε και υπέγραφε καρτέλες και γραμμάτια. Γέμισε το σπίτι της ωραία πράματα που δεν τα είχε καν ονειρευτεί. Έπιπλα, ηλεχτρικά σκεύη, χαλιά, μπιμπελό, βιβλία. Τα ξεσκόνιζε, τα περιποιότανε, τα λάτρευε σαν εικόνες. Έτσι έκανε φτερά το κομπόδεμα και ύστερα η σύνταξη. Όταν δεν είχε πια τι να ξεκάνει, έβαλε χέρι στο φιλόπτωχο ταμείο της ενορίας που της το είχαν εμπιστευθεί "λόγω αμέμπτου ήθους". Πήρε "προσωρινά" τρεις χιλιάδες, μόνο τρεις χιλιαδούλες. Τι ψυχή έχουνε; Μα πριν προλάβει να τις βάλει στη θέση τους, έγινε έλεγχος. Ξέσπασε φοβερό σκάνδαλο. Η Ελευθερία Βασιλάτου μπερδεμένη σε κατάχρηση! Ε, τότε πάει, χάλασε πια ο κόσμος. Η ντροπή και το αίσθημα ενοχής της σαλέψανε το μυαλό. Νύχτες και μέρες έψαχνε να βρει τρόπους να αυτοτιμωρηθεί, να λυτρωθεί απ’ το αμάρτημά της».
Ο Άρης στις σημειώσεις του αυτές έγραψε αργότερα: «Το τέλος της Βασιλάτου πρέπει να είναι τραγικό. Ίσως μια αυτοκτονία. Ή καλύτερα μια ηλεχτροπληξία, για να μην "αμαρτήσει" και τη θάψουνε αδιάβαστη…»
Η ζωή της περιπλάνησης έχει και τις ομορφιές της. Ο Άρης πιστεύει πως πριν μάθει να χτίζει σπίτια του χρειάζεται να μάθει τι σόι είναι οι άνθρωποι που τα κατοικούνε.
Τριγυρνάει στις γειτονιές, κάθεται με τις ώρες στα σκαλοπάτια, ακούει όσα του ανιστορούν για τη ζωή τους οι πελάτισσες. Τον μπάζουνε και παραμέσα, στον αντρέ, στην κουζίνα, στα σαλόνια, στην κρεβατοκάμαρα. Τον φιλεύουνε καφεδάκι, γλυκό του κουταλιού. «Τι’ναι, το λοιπόν, ο άνθρωπος, άκου να δεις και να σου φύγει ο νους…» Οι περισσότεροι είναι βαρετοί, ασήμαντοι. Σε μπαφιάζουνε στην ψευτιά για να ικανοποιούνε τη ματαιοδοξία τους να μοιάζουνε με κάτι που δεν είναι. Κουραστική η φτώχεια, ατέλειωτες συνοικίες με χαμόσπιτα, με διωγμένους τους άγιους από το κονοστάσι. στη θέση τους τίποτα. Όνειρα αγέννητα, δε βρίσκουνε μήτρα, πεταμένα άπρεπα στα σκουπίδια, σαν το αντρίκιο σπέρμα στα προφυλαχτικά.
Ανηφορίζει στο λόφο του Προφήτη Ηλία. Έχει πελάτες πολλούς δω πάνω. τ’ αρέσει ν’ ανηφορίζει. Γι’ ανηφοριές και ψηλώματα είναι φτιαγμένα τα νεανικά πόδια. Αυτός έχει και φτερά και τα δοκιμάζει. Κυνηγάει ένα περαστικό σύγνεφο. Διασκεδάζει καθώς το βλέπει να μεταμορφώνεται, απλώνει, μαζεύει, μορφάζει, κάνει τούμπες, παίρνει απίθανα σχήματα ζώων και μυθικών πλασμάτων, χωνεύεται και χάνεται πάνω σ’ έναν ουρανό εκρηκτικά διάφανο.
Συχνά πάει και στήνεται στο λόφο του Προφήτη Ηλία, σ’ ένα ξάγναντο κι αποξεχνιέται. Κοιτάζει τον ήλιο που βουτάει, βουτάει κι αυτός και κολυμπάει στα ροδιά και χρυσαφιά χρώματα που αφήνει πίσω του ο ήλιος και που σμίγουν με τα κρόσια της θάλασσας. Μπροστά του ξαπλωμένος ο αλητάκος του, ο Πειραιάς, ο αγαπημένος του Πειραιάς. Του’ρχεται ν’ απλώσει το χέρι να χαϊδέψει το βρώμικο, αναμαλλιάρικο κεφάλι του. Θαρρείς τον κοιτούν τα δυο γαλάζια μάτια του, το Τουρκολίμανο και το Πασαλιμάνι. Τα κοιτάει κι αυτός όλο έκσταση. Μια κακοτράχαλη χωματερή γλώσσα, ο Πειραιάς που, κοροϊδεύει τη μυτόζα πρωτεύουσα. Ξάγναντα ο Υμηττός, πετρωμένος τσομπάνος με γυμνά τα πόδια του, στα νερά του Φαλήρου. Και καταμεσής ο Λυκαβηττός, μουσάτος, κοιτάει μ’ ευλάβεια την Ακρόπολη, τη μαρμάρινη περηφάνια μας, το αγλάισμα των αιώνων…
Ο Άρης απελπίζεται κάθε που κοιτάζει τα νεώτερα κτίσματα της Αθήνας. Ένα τσιμεντένιο γκέτο πάει να γίνει. Άβολες, απάνθρωπες πολυκατοικίες, που κάνουν ακόμα πιο τραχιά τη ζωή. Μια απλωμένη οικοδομική αναρχία σε πληροφορεί πως σε τούτη τη χώρα κανείς δε νοιάζεται και δεν πονάει τον άνθρωπο…
***
Διδώ Σωτηρίου, Κατεδαφιζόμεθα, Κέδρος, Αθήνα 1982, σ. 78-81.
Μετάβαση στο σημείο: Προφήτης Ηλίας-Κρητικά