Πειραιάς
Πόλη αγεωμέτρητη
Συγκρότηση ενότητας: Καλλιόπη Μακαρώνη- Το λιμάνι του Πειραιά
- Η αγορά του Πειραιά
- Πλατεία Καραϊσκάκη (Λεμονάδικα)
- Τρούμπα
- Ακτή Μιαούλη
- Ακτή Ξαβερίου-Χατζηκυριάκειο-Πειραϊκή
- Κεντρικές Συνοικίες
- Διαδρομές στην παραλία των αρχόντων, των μετοίκων και των προσφύγων
- Προφήτης Ηλίας-Κρητικά
- Νέο Φάληρο
- Γειτονιές βαμμένες κόκκινες
- Δραπετσώνα
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Λωξάντρα...
Τη Λωξάντρα με τον καιρό τη μάθανε οι αμαξάδες του Πειραιά. Τη μάθανε τα λουστράκια της αγοράς και η Τρούμπα και ο κήπος ο Τινάνειος, όπου τα καλοκαίρια χόρευε ταραντέλα. Από την κυρά Αρχόντω, την πλύστρα τους, σιγά-σιγά την έμαθε ο Άι-Διονύσης, και από τα δουλικά της γειτονιάς την έμαθε ο Προφητηλίας και τα Μανιάτικα και άλλες συνοικίες. Και αρχίσανε να κατεβαίνουνε οι γυναικούλες στην Καστέλα γυρεύοντας να βρούνε που κάθεται μια γριά Πολίτισσα που μοιράζει ρούχα και τρόφιμα. Τη μάθανε στο τέλος και οι βαρκάρηδες.
— Απ! γιαγιά! Σιγά να μη φουντάρουμε.
— Σους μπρε, ζεβζέκη!
Σαν έμπαινε η άνοιξη, η Λωξάντρα σηκώνουνταν απ’ τις νύχτες και πήγαινε ξυπόλητη, σιγά-σιγά σαν κλέφτης, για να ξυπνήσει το παιδί.
— Άννα, ξύπνα, γιαβρί μου! Ξύπνα, σε λέω. Η θάλασσα είναι λάδι σήμερα… Σους, σιγά μη μας ακούσουνε. Στο χέρι βάστα τα παπούτσια σου… απ’ εδώ, απ’ τη σκάλα της κουζίνας.
Κατέβαιναν μέσ’ στα σκοτάδια ψαχουλεύοντας από τη σιδερένια σκάλα της κουζίνας για να το σκάσουνε και να πάνε στο Τουρκολίμανο. Και «Χι! χι! χι!» και «Χα! χα! χα!» πνίγαν τα χάχανά τους – γιαγιά και εγγονή – σαν συνομήλικα χαμίνια.
Απανεμιά είχε τις πιο πολλές φορές στο Τουρκολίμανο και ο αέρας μύριζε φύκια, κατράμι και ψαρίλα.
— Άτζαμπα τι ψάρι φέρανε σήμερα οι ψαρόβαρκες; Α, να ο κυρ Στάμος.
Ο κυρ Στάμος ο Βολιώτης έτρεχε σαν την έβλεπε.
— Θώρειε δω, γιαγιά! Χελιδονόψαρο!
— Αυτό τί σόι ψάρι είναι; Τί άλλο έχεις;
— Μαρίδα.
— Αθερίνα;
— Μαρίδα.
— Καλκάνι – μαλκάνι, μπιλμέμ νε φιλάνφιστίκ γιοκ;
Αγόραζαν το ψάρι τους κι ύστερα η Άννα δεν ήθελε να γυρίσει πια στο σπίτι, ήθελε βαρκάδα. Δεν ήθελε να πάει στο σχολειό.
— Μωρή θα με σκοτώσει η μάνα σου!
— Όχι, γιαγιά, να ο κυρ Ανέστης.
— Ο ποιός;
— Ο κυρ Ανέστης.
Και αν δεν ήτανε ο κυρ Ανέστης ο βαρκάρης, θα ήτανε ο κυρ Στέλιος ο Ψαριανός ή ο Παναγιώτης ο Συριανός.
— Αλέστα, γιαγιά!
Μόλις η βάρκα ξανοιγότανε και ύστερα έστριβε αριστερά και ρόδιζε η ανατολή και άρχιζε να παίρνει μπάτης, η Λωξάντρα έβγαζε το καπελίνο της και άρχιζε να ψάχνει μέσα στην τσέπη του μεσοφοριού. Βαχ! βαχ! βαχ! δεν έκοψε ο νους της να φέρει τίποτα να τσιμπήσουνε.
— Κάτσε να διω…
Πέντε στραγάλια, δυο καραμέλες ρούσικες, τυλιγμένες μέσα σε χρωματιστά χαρτιά, ένα ξερό κουλούρι, όλο και κάτι θα ψάρευε μέσα απ’ αυτή την τσέπη. Την είχε μάθει πια ο Παναγιώτης και περίμενε. Την είχε μάθει τη Λωξάντρα και ο αδελφός του Παναγιώτη και ο πατέρας του που είχανε δοκιμάσει τα τσουρέκια και τα κουλουράκια της, που είχανε μοσχοντυθεί με όσα ρούχα είχε αφήσει στο σπίτι ο Γιωργάκης.
Πριν κλείσουν τρία χρόνια από τότες που είχαν έρθει στον Πειραιά, η Λωξάντρα είχε γίνει τόσο κοσμοαγάπητη, που αν έβαζε κάλπη στις δημαρχιακές εκλογές θα του την έσκαγε του Δαμαλά, γιατί όλες οι συνοικίες θα ψήφιζαν Λωξάντρα. Και ας ήταν και Πολίτισσα, και ας σιχαίνουνταν τις Πολίτισσες οι ντόπιοι. Όλοι Λωξάντρα θα ψηφίζανε. Όλοι, εκτός απ’ τα Υδραίικα.
Ο αρβανίτικος ο πάγος άργησε να λιώσει και ποτέ του δε θα ’λιωνε αν δεν έκανε ο Άι-Φανούρης το θαύμα του. Έχασε μια φορά την ασημένια δαχτυλήθρα της και σήκωσε τον κόσμο να την ψάχνει… αμάν! Πάει η δαχτυλήθρα. Και μόλις η Κοντύλω έταξε πίτα για να συχωρεθεί η ψυχή της μάνας του Άι-Φανούρη, η δαχτυλήθρα βρέθηκε!
Πίστεψε η Λωξάντρα στον Άι-Φανούρη, που δεν τον υπολόγιζε ως τότε, και τόσο πολύ αγάπησε τη μάνα του, που άρχισε κάθε δυο και τρεις να χάνει τη δαχτυλήθρα της.
— Άντε, μωρή Κοντύλω, στήσε στα πεταχτά καμιά πιτίτσα για να συχωρεθεί η ψυχή εκείνης της έρημης!
Και έκλεινε το μάτι.
Μαρία Ιορδανίδου, Λωξάντρα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1979 (7η έκδοση), σ. 210-212.
Ο Γιούγκερμαν και τα σ...
Έτσι, το 1924, ο Βασίλης Γιούγκερμαν ήταν ένας από τους κυριότερους υπαλλήλους του Υποκαταστήματος Πειραιώς, με απολαβές πολύ καλές, που του επέτρεπαν να ζει με όλες τις ανέσεις. Η ζωή του άλλαξε μορφή, δίχως όμως ν’ αλλάξει ουσία. Βέβαια, οι νέες κοινωνικές υποχρεώσεις δεν του επέτρεπαν να γλεντάει καθημερινά, όπως πρώτα. Όταν όμως το ’ριχνε έξω, το ’ριχνε για καλά. Ο Μόγιας κι ο καμπούρης ξακολουθούσαν να ’ναι η αγαπημένη του παρέα. Μαζί τους τριγυρνούσε, όπως πάντα, σ’ όλα τα μέρη όπου οι Αθηναίοι διασκεδάζουν. Μόνο που τη μοτοσυκλέτα την αντικατέστησε μια Φορτίτσα βροντερή και μουστακοτρόφος. Οι δουλειές του Μόγια είχαν πάρει τ’ απάνω.
Το χινόπωρο του’23 παράτησε τη βρωμερή κάμαρα του ξενοδοχείου και νοίκιασε ένα μικρό διαμέρισμα στην Καστέλα. Ανέβαινε κανείς πάνω απ’ το Τουρκολίμανο κάτι τσιμεντένιες σκάλες κι έφτανε σ’ ένα δίπατο σπίτι από τα τελευταία. Ήταν ριγμένο πάνω στο βράχο, καταμόναχο, ανάμεσα σ’ οικόπεδα γεμάτα πέτρες. Στο πίσω μέρος του είχε ένα κηπάκο απλό, μα πολύ συμπαθητικό. Μερικά λουλουδάκια στο φτωχό χώμα, καμιά δεκαριά γλάστρες και μια πασχαλιά. Ένα μικρό χαγιάτι με πέτρινο πεζούλι κρατούσε δροσιά το καλοκαίρι κι έκανε απάγκιο το χειμώνα. Πάνω απ’ το ισόγειο ήταν μια σοφίτα – δυο καμαρούλες, μια κουζίνα, ένα μπάνιο, μια αποθηκούλα. Αυτή νοίκιασε ο Βάσιας. Βρήκε το σπίτι όπως το ’θελε: ήσυχο κι απόμερο. Με τους νοικοκυραίους, που ’μεναν στο ισόγειο, δεν είχε νταραβέρια. Είσοδος χωριστή, απόλυτη ελευθερία. Απ’ το μπαλκόνι έβλεπε τη θάλασσα ως το Σούνιο και την Αίγινα. Δεξιά του η Πειραϊκή· αριστερά τα Φάληρα κι η Αθήνα.
Επίπλωσε το σπιτάκι του με πολύ γούστο. Τη μια κάμαρα την έκανε υπνοδωμάτιο, την άλλη σαλονάκι· και σαν καλοβολεύτηκε, ένιωσε ευχαρίστηση βαθιά. Οι τέσσερες τούτοι τοίχοι του συμπλήρωναν τη ζωή αρμονικά.
— Γούστο να καταντήσω μικροαστός με τα γεράματα! συλλογιζόταν· και χαμογελούσε κοροϊδευτικά.
Οι νοικοκυρές του ήσαν δυο γεροντοκόρες. Όμορφες στα νιάτα τους δίχως άλλο, κρατούσαν στα πενήντα κάποια μεγαλοπρέπεια. Ζούσαν πολύ συμμαζεμένα, δίχως κοινωνικές σχέσεις. Είχαν ένα μικρότερο αδερφό, πολιτικό μηχανικό σε κάποια τεχνική εταιρεία. Η δουλειά τον ανάγκαζε να βρίσκεται πάντοτε μακριά απ’ τον Πειραιά. Ήταν ο μοναδικός προστάτης τους· αυτός τις ζούσε, με το μόχθο του. Το συναίσθημα πως με το βάρος τους χαράμιζαν τη ζωή του αδερφού τους, είχε γίνει βραχνάς και τις παίδευε. Ένιωθαν πως, αν έλειπαν από τη μέση, ο μικρός αδερφός θ’ ανάσαινε με ανακούφιση. Ήξεραν πως δούλευε σκυλίσια για να τις θρέφει, δίχως καμιάν άλλη ελπίδα. Ήταν σκλάβος των αδερφάδων του ως το θάνατο – το θάνατό τους ή το θάνατό του. Τον λάτρευαν τον αδερφό τους· όλο τ’ απόθεμα στοργής της μαραμένης τους μητρότητας είχε αφιερωθεί σ’ αυτόν. Γι’ αυτόν ήσαν όλοι οι στοχασμοί, η λατρεία, τα καθημερινά γράμματα, τα μικρά δώρα της φίλεργης νοικοκυροσύνης τους· γι’ αυτόν τα δάκρυα της απελπισίας.
Όλη τη μέρα δούλευαν. Σκούπιζαν, ξεσκόνιζαν, σφουγγάριζαν, έπλεναν, μαγέρευαν μ’ επιμέλεια μοναδική, σα να εκτελούσαν χρέος ιερό. Το απόγεμα συγυρίζονταν. Είχαν καναδυό «καλά» φουστάνια, καμωμέν’ απ’ τις ίδιες με μύριες οικονομίες. Έβαζαν λίγη πούντρα στις ζάρες τους, λίγη μπριγιαντίνα στα ξεβαμμένα μαλλιά τους· και κάθονταν στο χαγιάτι, ανάμεσα στις γλάστρες με τα γεράνια, τις πετούνιες, τις νεραγκούλες και το βασιλικό. Δέχονταν μια φορά τη βδομάδα – το Σάββατο – δυο-τρεις παλιές φιλενάδες κι άλλες τόσες γειτόνισσες. Τους έδιναν μια κουταλιά γλυκό κι έναν καφέ. Μολονότι το έξοδο ήταν μεγάλο, έκριναν απαραίτητη τούτη την ελάχιστη κοινωνική εμφάνιση· κάτι σαν στερνό δεσμό με τον κόσμο. Το βράδυ, όταν έφευγαν οι βίζιτες, εξέταζαν μ’ αγωνία το βάζο του γλυκού και το καφεκούτι. Την άλλη μέρα – την Κυριακή – έτρωγαν μόνο σαλάτα και τυρί, για να φέρουν το ισοζύγιο.
Θα ’θελαν να δούλευαν, ίσως κι αλάφρωναν λιγάκι τον αδερφό· ήσαν πολύ δυνατές στα εργόχειρα και στη ραφτική. Μα εκείνος δεν τις άφηνε· ήταν ψωροπερήφανος, όπως όλοι οι Ρωμιοί μικροαστοί. Και περνούσε θλιβερή ζωή στις επαρχίες, οικονομώντας τ’ ανοικονόμητα απ’ το μέτριο μισθό του, για να ζει τις δυο γεροντοκόρες. Μα κι αυτές δίσταζαν να πιάσουν το βελόνι για το ψωμί· δεν ήθελαν να μολογήσουν τον ξεπεσμό τους.
Το σπιτάκι της Καστέλας το ’χτισε ο αδερφός, ύστερα από δέκα χρόνια ηρωικής οικονομίας. Αγόρασε το οικόπεδο πάνω στα κατσάβραχα για ένα κομμάτι ψωμί. Η οικοδομή γίνηκε με χίλιους συνδυασμούς, μ’ εργολάβους υποχρεωμένους σ’ αυτόν και μ’ απομεινάρια άχρηστων υλικών της εταιρείας. Έτσι έβγαλε από πάνω του το νοίκι των αδερφάδων του: το φοβερό κοντύλι που τον έριχνε πάντοτε σ’ αμηχανία.
Είχαν πει, απ’ αρχής, να νοικιάσουν το πάνω διαμέρισμα· μα το πράμα δεν ήταν εύκολο. Απόμερο το σπίτι. Που να βρεις νοικάρη αξιόπρεπο, σε τούτη την ερημιά; Τα χρόνια περνούσαν· απελπίστηκαν. Όταν, ο Γιούγκερμαν τους έπεσε σα λαχείο. Πολύ καθώς πρέπει κύριος. Ξένος, αριστοκράτης, ανώτερος τραπεζιτικός υπάλληλος. Δέχτηκαν χωρίς κουβέντα τους όρους του – ελευθερία να ζει όπως θέλει στο σπίτι του, αρκεί να μην ενοχλεί. Εξάλλου έδωσε, με το πρώτο, το νοίκι που του ζήτησαν: ένα νοίκι αρκετά ψηλό, ειπωμένο στην αρχή για να ’χουν περιθώριο για σκόντο.
Ο Βάσιας συμπάθησε τις σπιτονοικοκυράδες του. Η μεγάλη, η Ασπασία, ήταν πια ολότελα γριά. Δεν είχε κιόλας υγεία, η κακομοίρα· την πείραζε το στομάχι και το συκώτι. Η δεύτερη, η Αλκμήνη, βαστιόταν ακόμα επίμονα μα κι αξιόπρεπα στη θηλυκάδα της. Ψηλή, καλοφτιαγμένη, έδειχνε μικρότερη απ’ τα πενήντα χρόνια της. Σ’ αυτήν είχε πέσει το μεγαλύτερο βάρος του νοικοκυριού. Η Ασπασία δεν ήταν σε θέση παρά να κεντάει και να ψευτοβοηθάει την αδερφή της στις μικροδουλειές.
Ο Γιούγκερμαν, νοικιάζοντας το σπίτι, ρώτησε τις γεροντοκόρες αν ήξεραν καμιά παραδουλεύτρα, να τον νοικοκυρεύει.
— Παραδουλεύτρα! διαμαρτυρήθηκε η δνίς Αλκμήνη. Γιατί να πληρώνετε ένα κατοστάρικο το μήνα; Θα σας φροντίζουμ’ εμείς, χωρίς καμιά υποχρέωση από μέρους σας.
Ο Βάσιας δεν μπορούσε να το παραδεχτεί. Επέμεινε ευγενικά και σταθερά· κι έπεισε τις νοικοκυρές του πως σωστό είναι να δέχονται αυτές το κατοστάρικο της παραδουλεύτρας. Έτσι, πρωί κι απόγεμα, η δνίς Αλκμήνη ανέβαινε και συγύριζε. Γυρνώντας απ’ τη δουλειά και τα ξενύχτια, έβρισκε τις κάμαρές του καθαρές, καλοβολεμένες, πραγματικά ευχάριστες. Αυτό του’κανε εντύπωση. Χρόνια τώρα ζούσε μες στη βρωμισιά και την ακαταστασία. Καθώς έφυγε απ’ το παραδαρμένο σπίτι του Τάμερφορς, δεν ματάειδε νοικοκυριό στα μάτια του. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο γι’ αυτόν το καλοστρωμένο κρεβάτι, το πεντακάθαρο πάτωμα, τα γυαλισμένα στο τρίψιμο έπιπλα· όλη εκείνη η χαρά της πάστρας, της φρεσκάδας, που αναδίνονταν από παντού. Σα να ντράπηκε λιγάκι τον εαυτό του και περιόρισε τις ακαταστασίες του. Προτού φύγει, κοιτούσε αν υπήρχε μια κάποια τάξη. Μάζευε τις εφημερίδες από χάμω, άπλωνε τα ρούχα σε μια καρέκλα. Αν τυχόν, καθώς πλενόνταν, σκόρπιζε πολλά νερά στα πλακάκια του μπάνιου, τα μάζευε μ’ ένα σφουγγαρόπανο.
Απόφευγε να κουβαλήσει τις διάφορες παρέες στο καινούργιο του σπιτικό. Όταν έφερνε καμιά γυναίκα, αν κι είχε ξεχωριστή είσοδο, της σύσταινε να μην κάνει φασαρία. Όταν όμως γύριζε τα χαράματα με καμιά παστρικιά, τύφλα κι οι δυο στο μεθύσι, το πράμα παρουσίαζε δυσκολίες. Εκείνος δεν έχανε το συναίσθημα πως δεν έπρεπε να κάνει θόρυβο. Πώς όμως να μουγγάνει το σταφιδιασμένο βρωμοθήλυκο; Καναδυό φορές γίνηκε κάποια μικροφασαρία. Ώσπου μια νύχτα η συντρόφισσά του – μια λέρα του καφέ αμάν – το ’ριξε στο ξελαρύγγισμα, παρ’ όλες τις διαμαρτυρίες του· και στο τέλος χοροπήδησε βάρβαρα – τάχα πως χορεύει – τραντάζοντας το μικρό σπιτάκι.
Την άλλη μέρα ο Γιούγκερμαν περίμενε να του κάνουν παρατήρηση οι νοικοκυρές του· μα δεν του είπαν τίποτα. Όλο το πρωί, στο γραφείο του, συλλογιζόταν τις δυο ευγενικές γεροντοκόρες, που γίνηκαν δούλες του για μερικά κατοστάρικα. Δεν ήσαν αυτές για τέτοιες δουλειές. Γυναίκες άλλου κόσμου, ξεπεσμένες και πικραμένες, που ’σκυβαν το κεφάλι στην ανάγκη. Μέσα του γεννήθηκε κάτι σαν δυσφορία. Κι όταν το βράδυ γύρισε σπίτι του νωρίς, αντί ν’ ανέβει αμέσως τη σκάλα, κοντοστάθηκε στο κηπάκι. Οι δυο γυναίκες του χαμογέλασαν και τον προσκάλεσαν να καθίσει. Του ’φεραν γλυκό και καφέ· τον ρώτησαν αν είν’ ευχαριστημένος, μήπως του λείπει τίποτα. Όχι, ήταν κατενθουσιασμένος, και μάλιστα έβρισκε πως μια κι η ζωή ακρίβυνε, θα ’πρεπε να δίνει κάτι παραπάνω για νοίκι – να, ένα πενηντάρι.
— Όχι, όχι! Δεν είναι σωστό! διαμαρτυρήθηκαν οι αδερφάδες.
Μα ο Γιούγκερμαν ήξερε να επιμένει, να πείθει. Τον ευχαρίστησαν με λόγια συγκινημένα· κι ύστερα η συνομιλία γύρισε αλλού. Τους είπε για την παλιά ζωή του· για τον Πόλεμο και την Επανάσταση. Ήξερε να μιλάει. Τον άκουγαν με μάτια ορθάνοιχτα, γεμάτα θαυμασμό. Κι αυτός ένιωθε όπως ποτέ άλλοτε μέσα στο χρυσωμένο δειλινό και τα ταπεινά λουλουδάκια του κήπου. Ένιωθε σα να συναπαντούσε πρώτη φορά στη ζωή του ανθρώπους αγαπητούς.
Τ’ αστέρια στόλιζαν τον ουρανό, πάνω απ’ τον ξερό βράχο της Καστέλας, όταν σηκώθηκε ν’ ανέβει σπίτι του. Τον καληνύχτισαν χαμογελαστές, του ευχήθηκαν ύπνο ελαφρό· και κατέβασαν κατόπι τη φωνή τους, να μη τον ενοχλήσουν. Βρήκε τις κάμαρές του πεντακάθαρες, συγυρισμένος από την ακατονόμαστη ακαταστασία της περασμένης νύχτας. Τα βρωμισμένα σεντόνια είχαν αλλαχτεί. Όλα τα πάντα ανάδιναν κάτι το φρέσκο, το αγνό.
Από κείνη τη μέρα φρόντισε να μη γυρίζει αργά τη νύχτα μεθυσμένος, με γυναίκα μεθυσμένη. Την έφερνε το δειλινό, μόλις σκοτείνιαζε· τη χάιδευε χωρίς φασαρία και την έδιωχνε διακριτικά, σε τρόπο που οι σπιτονοικοκυρές του να μην παίρνουν είδηση.
***
Ο Γιούγκερμαν και τα σ...
Η κοπέλα κάθισε στο σκαμνάκι. Ήταν άσχημη· μα είχε κάποια γλύκα τ’ άχαρο πρόσωπό της. Δίχως πολλή τέχνη και σιγανά, άρχισε να παίζει το «Ερωτικό Όνειρο» του Λιστ. Οι άλλοι άκουγαν αμίλητοι· όχι πως η μουσική τους άρεσε, μα από βαριεστημάρα. Στο αναμεταξύ, η μητέρα πήγε στην κουζίνα, να πλύνει τα πιάτα. Ο Κωστάκης αποκοιμήθηκε στο τραπέζι, με το καστανό κεφαλάκι ακουμπισμένο στο μπράτσο. Ο Χρίστος το ’σκασε με τρόπο· κι η Νινίκα πλησίασε στο πιάνο και στάθηκε πλάι στην αδερφή της. Μονάχα η Βούλα έμεινε στη θέση της, στο στρωμένο ακόμα τραπέζι. Είχε αποθέσει το κεφάλι στις παλάμες της και κοιτούσε μπροστά, αφηρημένη.
Ο Λάμπης, απ’ το παράθυρο, όπου κάπνιζε, την κοίταζε μ’ επιμονή. Μια στιγμή, που γύρισε τα μάτια της κατ’ αυτόν, της έκανε νόημα. Η Βούλα σηκώθηκε και πήγε κοντά του. Στην αρχή δεν μίλησαν· κοίταζαν κάτω το Τουρκολίμανο, τη θάλασσα του Φαλήρου, το ακαθόριστο αντιφέγγισμα της νυχτερινής Αθήνας – ένα πορτοκαλί φέγγος στον πυρωμένο ουρανό. Πέρα, μακριά, ένα βαπόρι γλιστρούσε πάνω στο σκοτεινό νερό, σαν οριζόντια κινούμενος αστερισμός.
— Αδερφούλα, τί έχεις;
Απ’ τη φωνή φανερωνόταν η αγάπη του για τη Βούλα. Ήσαν οι δυο μεγαλύτεροι, με ψυχές στενά συνταιριασμένες. Κάτι παραπάνω από αδέρφια: φίλοι. Τα μάτια της κοπέλας – μεγάλα, καστανά – πλανήθηκαν στενάχωρα στο σκοτάδι:
— Τί θέλεις να ’χω; Τίποτα. Βαριέμαι…
Μιλούσε με φωνή σιγανή, γλυκιά, βελουδένια. Η μορφή της πήρε έκφραση παιδιού έτοιμου να κλάψει· κι ήταν τόσο κωμική η μελαγχολία της, που ο Λάμπης χαμογέλασε τρυφερά:
— Έχεις καιρό να πάρεις γράμμα απ’ τον Γιώργο;
Η Βούλα σήκωσε τους ώμους:
— Καμιά κάρτα, πού και πού. Στη μαμά στέλνει ένα μεγάλο γράμμα, κάθε βδομάδα.
—Ναι. Διαβεβαιώσεις υιικής στοργής· εκδηλώσεις στη μητέρα για την αγάπη προς την κόρη. Βαρετή επανάληψη πως μοναδικός του πόθος είναι να γυρίσει και να σε παντρευτεί. Και τέλος: «ασπάζομαι την δεξιάν σας, ο ευσεβής υιός σας Γεώργιος Μάζης, ψυχίατρος-ψυχαναλυτής».
Χαμογέλασε και πρόσθεσε:
— Κάπως παράξενος είναι ο αρραβωνιαστικός σου…
— Δεν λες πως είναι χαζός!
Το ’πε τόσο αυθόρμητα, που ο Λάμπης σάστισε:
— Χαζός; Διόλου απίθανο. Μην ξεχνάς όμως πως εσύ τον διάλεξες. Το ’σκασες μαζί του κι έκανες ένα σωρό ανοησίες. Ας πρόσεχες λιγάκι όταν τον διάλεγες…
Μιλούσε με αγαθοσύνη· με κάποιο ελαφρά ειρωνικό κέφι. Η Βούλα νευρίασε:
—Μου το χτυπάτε όλοι σας, διαρκώς! Μήπως ήξερα τι έκανα τότε; Κοριτσάκι ήμουν!
Ο Λάμπης της έπιασε τον ώμο:
—Μην κάνεις έτσι. Τί παράπονο έχεις από εμάς; Δεν σ’ τον δώσαμε αμέσως τον εκλεχτό της καρδιάς σου;
Σήκωσε τους ώμους, δίχως ν’ αποκριθεί· σα να ’θελε να πει πως ήταν αδύνατο να την καταλάβουν. Γίνηκε σιωπή· τα δυο αδέρφια άκουγαν το ρομαντικό μοτίβο του Λιστ να ξεχύνεται προς τη θερμή νύχτα.
Η Νίτσα τέλειωσε το κομμάτι μ’ επιβλητική συγχορδία, κι άρχισε να παίζει κάποιο χυδαίο ρωμέικο ταγκό, δηλαδή μουσική που ’δινε στα νεύρα του Λάμπη. Αποτραβήχτηκε απ’ το παράθυρο κατσουφιασμένος, τη στιγμή ακριβώς που ένα σφύριγμα άρχισε ν’ ανεβαίνει απ’ το δρόμο, σιγανό κι επίμονο. Χωρίς να δείξει πως κατάλαβε, κάθισε στο τραπέζι κι άνοιξε μια εφημερίδα· με τρόπο όμως παρακολουθούσε τη Βούλα. Είχε μείνει ασάλευτη, στην ίδια θέση· μα στο πρόσωπό της μόλις ζωγραφίστηκε κάτι σαν ανησυχία. Γύρισε το κεφάλι τάχα να κοιτάξει τη νύχτα, κι έψαξε το δρόμο, με μάτι βιαστικά διαπεραστικό. Όταν είδε εκείνο που ’θελε, έκανε κρυφό νόημα με το χέρι.
Ο Λάμπης παρακολούθησε τη σκηνή με δυσφορία, μην ξέροντας πώς να πάρει το πράμα· κι όταν, μετά δυο λεπτά η Βούλα βγήκε απ’ το σαλόνι καληνυχτίζοντας, της είπε κι αυτός μιαν αδιάφορη καληνύχτα. Ύστερα σηκώθηκε απ’ το τραπέζι, πλησίασε ξανά στο παράθυρο κι είδε, στον αφώτιστο δρόμο, το λιγνό διακαμό της Βούλας να προχωρεί γοργά προς την ακαθόριστη σκιά κάποιου άντρα, που στεκόταν μια γωνιά παρακάτω. Κατόπι χάθηκαν κι οι δυο στο σκοτάδι.
Απόμεινε στο παράθυρο ανασαίνοντας την άδροση νύχτα. Ήταν κακόκεφος. Δεν μπορούσε να εξηγήσει τη διαγωγή της αδερφής του. Ξεχνούσε πως ήταν αρραβωνιασμένη; Αν ο Γιώργος μάθαινε τις αταξίες της;
— Πρέπει να της μιλήσω, συλλογίστηκε. Αν δεν αγαπάει πια τον Γιώργο, ας τον χωρίσει κι ας κάνει ό,τι θέλει. Ειδ’ αλλιώς, ας του μείνει πιστή…
Άναψε τρίτο τσιγάρο. Στα μάτια του αντικαθρεφτιζόταν η δυσάρεστη φροντίδα. Όχι, δεν ήταν εύκολο στη Βούλα να τα χαλάσει με τον αρραβωνιαστικό της. Ολόκληρη η φαμελιά βασιζόταν σε τούτο τον πλούσιο γάμο. Η μητέρα μάλιστα, δεν θα της το επέτρεπε ποτέ· κι ήταν ψυχολογικά αδύνατο στη Βούλα ν’ αντισταθεί στο θέλημα της μητέρας.
Ο Λάμπης χαμογέλασε τρυφερά και συλλογίστηκε:
— Δεν πρέπει να την αδικώ, την αδερφούλα. Είναι η οικογένεια πια που της επιβάλλει, από συμφέρον, τις συνέπειες ενός παιδικού λάθους της. Μ’ αυτούς τους όρους δεν απομένει στη Βούλα, για να χαρεί τα νιάτα της, παρά να κερατώνει ασύστολα τον σαχλάκια που της φορτώσαμε…
Πέταξε το μισοκαπνισμένο τσιγάρο στο δρόμο. Πίσω απ’ τον Υμηττό πρόβαλε ένα φεγγάρι καταπόρφυρο, ξαναμμένο απ’ τη λαύρα της καλοκαιριάτικης νύχτας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ’
Όταν οι σεληναχτίδες γλιστρούν στο κρεβάτι
Η Βούλα μπήκε στην κάμαρα λαγοπατώντας, κι άρχισε να γδύνεται αθόρυβα, δίχως ν’ ανάψει φως. Μα η Νίτσα βρισκόταν ακόμα στο ελαφρό πρωτοΰπνι, και ξύπνησε.
— Τί ώρα είναι; ρώτησε.
— Δώδεκα και μισή. Δεν κατάλαβε κανείς τίποτα που έλειψα;
— Όχι. Όλοι νόμισαν πως πήγες να κοιμηθείς.
— Η μητέρα δεν πέρασε απ’ την κάμαρα;
— Όχι, δεν πέρασε. Μα, να σου πω την αλήθεια, μου φαίνεται περίεργη η στάση της.
Η Βούλα έμεινε ακίνητη μια στιγμή, και ρώτησε με φωνή ανήσυχη:
— Γιατί;
— Θαρρώ πως δεν ξεχνάει να μπει στην κάμαρά μας, μα πως δεν μπαίνει επίτηδες. Για να μη διαπιστώσει επίσημα πως λείπεις…
Η Βούλα φόρεσε το νυχτικό της κι έπεσε στο κρεβάτι. Μα δε νύσταζε. Ανακαθισμένη στο προσκέφαλο, κοιτούσε απ’ το ανοιχτό παράθυρο το φεγγάρι, που προχωρούσε καθαρότατο στον διάφανο ουρανό. Και της Νίτσας ο ύπνος κόπηκε. Ανασηκώθηκε κι αυτή· κι άρχισε η χαμηλόφωνη εκείνη κουβέντα των αγαπημένων αδερφάδων. Η εκμυστήρευση των ζεστών, των λευκών, των ζωντανών νυχτών της Μεσογειακής Θάλασσα.
Η κάτασπρη κάμαρα με τ’ απλά κρεβάτια, την ντουλαπίτσα, τις κοριτσίστικες λιθογραφίες του τοίχου, ήταν φωτισμένη απαλά από τ’ αντιφέγγισμα τ’ ουρανού και της θάλασσας. Πολύ χαμηλά, απ’ το Τουρκολίμανο, ερχόταν η μουσική μιας λατέρνας. Λαϊκός σκοπός μάγκικος, πειραιώτικος, επιπόλαιος και νοσταλγικός. Οι φόροι ενός αυτοκινήτου χάλασαν για μια στιγμή τη φωτεινή αρμονία. Και πάλι γαλήνη.
— Πού πήγατε; ρώτησε η Νίτσα.
— Στο καφενεδάκι, στο έμπα του λιμανιού, κάτω απ’ το βράχο. Είμαστε μόνοι.
— Τί σου λέει;
— Εκείνα που λεν όλοι τους. Πως μ’ αγαπάει, πως θα με παντρευτεί. Μα τί σημασία έχουν αυτά; Μήπως τα πιστεύω;
— Μα τότε;
Η Βούλα δεν απάντησε αμέσως. Χάιδεψε με σιγανό δάχτυλο μιαν ελάχιστη φεγγαραχτίδα, που γλιστρώντας απ’ το παράθυρο ξαπλώθηκε στο σεντόνι της.
— Τότε; Μήπως ξέρω; Μ’ αρέσει ν’ ακούω αυτά τα λόγια, όπως ακούω ένα κομμάτι στο πιάνο. Για να έχω την αυταπάτη πως κάποιος μ’ αγαπάει…
***
Μ. Καραγάτσης, Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, Τόμος Α’, εισαγωγή Μαίρη Μικέ, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2007, σ. 252-257
Ο Γιούγκερμαν πήρε το τραμ της Καστέλας. Ήταν βιαστικός, μα κι ευχαριστημένος. Η υπηρέτρια θα τον βόλευε εξαιρετικά· θα δημιουργούσε ένα είδος νοικοκυριού· ένα φαΐ, μια πιο ουσιαστική περιποίηση. Θα ευκόλυνε έτσι τη δεσποινίδα Αλκμήνη, που τόσο κόπιαζε να του συγυρίζει την κάμαρα, δυο φορές την ημέρα. Η καημένη η δεσποινίς Αλκμήνη! Περνούσαν τα χρόνια, φέρνοντας νέο βάρος στην άχαρη ζωή της, τη μετρημένη, την ομοιόμορφη, την κανονισμένη στην κάθε λεπτομέρεια από μια τεμπέλα και βαριεστημένη μοίρα…
Κατέβηκε στο Περίπτερο και πήρε τον κατηφορικό δρόμο του Τουρκολίμανου. Είχε βασιλέψει ο ήλιος. ήταν ένα γαλήνιο και ξεκάθαρο δειλινό.
Κοντοστάθηκε στα σκαλάκια κι άναψε τσιγάρο. Κοίταξε ολόγυρα, το τόσο γνώριμο τοπίο: δεξιά, τον ανηφοράκο, που δενόταν με το βουναλάκι του Κουμουντούρου· αριστερά τα χαμηλά σπιτάκια, που ροβολούσαν σε κατεβατή σκάλα προς τη θάλασσα· πίσω, τις δυο όμοιες βίλες με τους κήπους τους, το λόφο της Καστέλας, το χρυσό ουρανό της δύσης· και μπρος, το μικρό όρμο με τα ψαροκάικα, φραγμένο απ’ τη μακρινή θεωρία του Υμηττού.
Όλ’ αυτά τα γνωστά, τα χιλιοειδωμένα, του ’φερναν κάθε φορά την ίδια ευεξία, την ίδια ευτυχισμένη αμεριμνησία, σα να ήταν το πλαίσιο ενός ξεχωριστού κόσμου. Μόλις ξεπερνούσε το Περίπτερο, κάθε συλλογιά και φροντίδα ξανεμίζονταν. Απομόνωνε τον εαυτό του από τον κόσμο, σα να ’μπαινε στο μεταφυσικό κύκλο ναού βαθιά φιλοσοφημένης θρησκείας. Εκεί, στα σκαλάκια, περίμενε την πρόσκαιρη λήθη, σίγουρος για τον ερχομό της, ησυχασμένος κιόλας από την υποβολή του ερχομού της.
— Καλησπέρα, Βάσια…
Ήταν τόσο μικροκαμωμένη, τόσο ασήμαντη, που αυτός έσκυβε ολόκληρος προς αυτήν, με αυθόρμητη συγκατάβαση. Χαμογελούσε στοργικά, της έσφιγγε το χέρι με κάποια πατρικότητα:
— Γεια σου, Βούλα. Πάλι άργησες απόψε.
Το κορίτσι ανησυχούσε:
— Αλήθεια; Άργησα πολύ;
— Είκοσι δυο λεπτά…
— Το ρολόι του σπιτιού πάει πίσω. Όταν έφυγα, έλεγε παρά δέκα…
Το ρολόι του σπιτιού πήγαινε πάντα πίσω. Ήταν ένα περιεργότατο ρολόι με οπισθοδρομικές μανίες, που δεν μπορούσε ποτέ η Βούλα να τις παραδεχτεί.
— Μα αφού πάει διαρκώς πίσω, γιατί δε φεύγεις νωρίτερα;
— Κι αν σήμερα πήγαινε καλά; Τί να ’κανα τόση ώρα ώσπου να ’ρθεις;
Μια τέτοια λογική είναι γυναικεία βέβαια, μα οπωσδήποτε είναι λογική. Ο Βάσιας χαμογελούσε ύστερ’ απ’ το στερεότυπο αυτό διάλογο, χωρίς να επιμένει άλλο. Ακουμπούσε το μεγάλο αντρικό χέρι του στον ψεύτικο ώμο της, και σιγοκατέβαιναν τα σκαλάκια ενωμένοι σε μια πρόσκαιρη σιωπή. Σα να χαίρονταν το σμίξιμό τους.
Εκείνον τον καιρό, υπήρχε ακόμα στα δεξιά του λιμανιού, κάτω απ’ το βράχο με το αρχοντικό ρημάδι, ένα ξύλινο καφενεδάκι, με δυο-τρεις κόχες μισοκρυμμένες, για τα ύποπτα ζευγαράκια. Ένα καφενεδάκι φτωχικό και μίζερο, δίχως ταμπέλα, χωρίς φως το βράδυ, που δεν ήταν καθαυτό καφενείο, μα το σπίτι ενός εργατικού φαμελιάρη, που έβγαζ’ ολόγυρ’ απ’ την παράγκα δέκα καρέκλες, τρία τραπέζια, έψηνε έναν κριθαροκαφέ, ίσα ίσα για ν’ αυγατίσει κάνα δεκάρικο κέρδος το φτωχικό του μεροκάματο.
Το Τουρκολίμανο ήταν τότε αλλιώτικο. Ψαράδικος συνοικισμός και ρεμέτζο για τις βάρκες του Νέου Φαλήρου, όταν έπιανε Σοροκάδα. Δυο καφενεδάκια, τρεις ταβερνούλες. Τις όμορφες βραδιές έβγαζαν τα τραπεζάκια πλάι στο νερό, κι οι ψαράδες κουτσόπιναν τη ρετσίνα τους μασουλώντας μαριδίτσες. Το ηλεκτρικό δεν είχε κατέβει καλά καλά στο γιαλό του μικρού λιμανιού, που βρισκόταν στην καρδιά του Πειραιώς και φάνταζε σα να ’ταν εκατό μίλια μακριά, στο μυχό κάποιου κυκλαδίτικου νησιού. Έβλεπες τα παράθυρα των σπιτιών κοκκινωπά απ’ το φως του πετρελαίου· κι έξω απ’ τις ταβέρνες, τις λάμπες της ασετυλίνης, με τις αεικίνητες θερμόχρωμες πεταλούδες.
Όπως είπαμε, το απόμερο καφενεδάκι δεν είχε κανένα φως ικανό να διώξει τους λιγοστούς πελάτες του. Όσο βαστούσε το λυκοφώτισμα, αντίκριζες τις ανηφοριές της Καστέλας σκοτεινές κάτω απ’ το χρυσό ουράνιο θόλο, το στολισμένο με το μοναδικό διαμάντι του Αποσπερίτη. Όταν ερχόταν το σκοτάδι, είχες πάνωθέ σου τα μύρι’ αστέρια. Χώρια την πλαγιά με τα φωτισμένα παράθυρα· χώρια τις ματωμένες λόγχες που τρεμούλιαζαν στο σκοτεινό νερό. Και στο βάθος, πάνω απ’ τη μαντευόμενη Αθήνα, το τεράστιο πορτοκαλί αντιφέγγισμα της μεγάλης πολιτείας.
Κάθονταν στο ίδιο πάντα τραπέζι κι έπιναν το ίδιο κακόγευστο ούζο, τις τρεις μέρες της κάθε βδομάδας που συναντιόνταν. Καμιά φορά, όταν η γυναίκα του καφετζή τηγάνιζε τις μαρίδες του βραδινού φαγητού, ο Βάσιας ζητούσε να του φέρουν μερικές, μαζί με μια μαρουλοσαλάτα κι ένα ποτήρι ρετσίνα· και γευόταν το λιγοστό κι απλοϊκό φαΐ – η Βούλα δεν πεινούσε ποτέ – με βουλιμία, με λουκουλισμό, σα να ήταν μοναδικό συμπλήρωμα για την ακέραιη ευδαιμονία του.
Έμεναν ως τις εννιάμιση, ποτέ παραπάνω. η Βούλα έπρεπε να γυρίσει σπίτι. Σιγοπαίρναν τον ανήφορο προς το Περίπτερο· κι εκεί χαιρετιόνταν μ’ ένα σφίξιμο του χεριού κι ένα χαμόγελο. Τα σπίτια τους ήσαν κοντά, μα χώριζαν οι δρόμοι τους.
Αυτό γινόταν τρεις φορές τη βδομάδα, με την ίδια πάντα ακρίβεια κι ομοιομορφία. Κι όσο περνούσε ο καιρός, τόσο αυτές οι συναντήσεις τους ήσαν απαραίτητες. Τόσο έπαιρναν συνείδηση πως αλληλοδένονταν, μα δίχως να ξεκαθαρίσουν με τι είδους δεσμούς.
Ο Γιούγκερμαν δεν μπορούσε να καταλάβει τον εαυτό του, χωρίς όμως να νιώθει την ανάγκη αυτής της κατανόησης. Η Βούλα ήταν γι’ αυτόν μια προϋπόθεση ξεκούρασης, γαλήνης· μια πνοή δροσιάς στην αποξεραμένη ψυχή του. Πήγε προς αυτήν υποσυνείδητα, σπρωγμένος απ’ την εικόνα του βαποριού. Είδε σ’ αυτήν, την ηρωίδα μιας παράξενης ιστορίας, που του εντυπώθηκε δυνατά. Η τύχη τον έκανε να γνωρίσει το μεγάλο μυστικό της, την πιο οδυνηρή πτυχή της κρυφής γενετήσιας ζωής του.
Την επιθυμούσε; Θα ήθελε να τη σφίξει στην αγκαλιά του; Να χαρεί εκείνο που δε δυνήθηκε να κερδίσει ο νέος κι όμορφος πολυαγαπημένος; Δε διανοήθηκε ποτέ του τέτοια πράματα. Δεν της μίλησε ποτέ για τίποτα. Παρουσιάστηκε μπροστά της σαν καινούργιος κι άγνωστος σε καινούργια κι άγνωστη. Γι’ αυτόν, η γυναίκ’ αυτή δεν ήταν τόσο γυναίκα, όσο σύμβολο.
Οι ελάχιστες πονηρές σκέψεις πολύ σύντομα διαλύθηκαν. Κάτι του ’λεγε πως τίποτα δεν είχε αλλάξει από τον καιρό – εδώ κι έξι χρόνια – που το άπραγο κορίτσι επαναστατούσε στην ανδρική επαφή. Ίσως να πλανιόταν. Μα δεν ήθελε. Δεν ήταν αυτή η γυναίκα που θα του ’δινε την ηδονή. Δεν τον τραβούσε, δεν του γεννούσε ορέξεις. Η μόνη του απόλαυση ήταν να κάθεται κοντά της και ν’ ακούει την αδύναμη και μελωδική της φωνή να λέει απλοϊκά και στοχαστικά λόγια. Λόγια ειλικρινή, αληθινά, γδυμένα από κάθε πονηριά κι υστεροβουλία. Κάτι σαν εξομολόγηση ενός κλειστού κόσμου προς φίλο αγαπητό. Και το βράδυ να σιγοπέφτει ολόγυρα.
Μιλούσε κι αυτός. Όχι πολλά πράματα. Της είπε για τη Φιλανδία, τον Πόλεμο, την Επανάσταση· για τη ζωή του στον Πειραιά. Μα μέσες-άκρες κι αοριστίες. Ήταν δυνατό να ομολογήσει τα πάντα σ’ οποιονδήποτε άνθρωπο; Και μάλιστα σ’ εκείνη; Απόφευγε να μιλάει για τα περασμένα. Σ’ αυτό το σημείο ακολουθούσε το παράδειγμά της. Μήπως του μίλησε ποτέ για την παλιά ζωή της; Για την απαγωγή, για τον Γιώργο, για όλα όσα είδε ο ίδιος με τα μάτια του;
Έτσι, το αίνιγμα έμεινε ακέραιο. Δεν ήξερε πως τέλειωσε η ιστορία. Φανταζόταν μονάχα πως τη χώρισαν απ’ τον ατζαμή εραστή· πως τον ξέχασε. Για να έρθει, χωρίς κανένα δισταγμό, στη δική του περιπέτεια, πρέπει να ήταν ελεύθερη η καρδιά της. Μα αγνοούσε όλες τις λεπτομέρειες· κι ίσως να μη τις μάθαινε ποτέ.
Όλ’ αυτά, μόλις και σπάνια τον απασχολούσαν. Υπήρξαν, βέβαια, η αφορμή που τον έσπρωξαν στη μικρόσωμη γυναίκα. Μα κοντά της τα ξέχασε, απόλυτα γοητευμένος από τον απλό, τον καθαρό, τον παιδικό ψυχικό της κόσμο.
***
Αποφάσισε να φύγει στις 15 Αυγούστου, με το πρωινό τρένο. Την παραμονή συνάντησε τη Βούλα, στο ίδιο πάντα μέρος και την ίδια ώρα. Κατέβηκαν στο καφενεδάκι και πιάσαν τη γωνίτσα τους.
Εκείνο το βράδυ – ανήμερα της Παναγίας – το Τουρκολίμανο ήταν γεμάτο κίνηση. Όλος ο συνοικισμός των ψαράδων, κι άλλος κόσμος της κοντινής γειτονιάς, είχε κατέβει στα καφενεδάκια και τις ταβέρνες του μικρού όρμου. Για το επίσημο της ημέρας, οι ασετυλίνες είχαν διπλές σε μέγεθος πεταλούδες· κι ένα λουξ ασπρόφεγγο αποσπάστηκε, από την πλώρη ενός γρι γρι, στην υπηρεσία της πολυτελέστατης ταβέρνας.
Πλάι στην ακρογιαλιά, με τα πόδια των τραπεζιών σχεδόν στο κύμα, οι παρέες κουτσόπιναν τη ρετσινούλα τους, τραγουδώντας κανέν’ αμανεδάκι ή σερέτικο μπαφιασμένο στο χασικλίκι. Είχ’ έρθει και μια λατέρνα με σκοπούς γοργούς και μάγκικους, σκορπώντας ντέρτια στο θερμό και γαληνεμένο αέρα.
Στην απόμερη γωνίτσα του καφενείου, την κρυμμένη από τους κεφαλάδες ήλιους, μόνο ο αχός του λαϊκού γλεντιού έφτανε. Ήσαν μόνοι τους, χωρισμένοι απ’ τον κόσμο, ο ένα πλάι στον άλλο. Και για να μην κάνουν ανορθογραφία στην ατμόσφαιρα της γιορτής, παράγγειλαν δυο σαφρίδια τηγανητά, μια ντοματοσαλάτα και μισή οκά ρετσίνα χαλκιδέικη.
Χίμηξαν στο φαΐ με χαρά και γέλια. Ήπιαν κρασί, είπαν σαχλαμάρες. Έκαναν σαν παιδιά κακομαθημένα κι άταχτα. Ύστερα έμειναν σιωπηλοί, ήρεμοι, αλλά μόνο για λίγο. Κόντευε η τρυφερή στιγμή των φιλιών. Ήταν η προοπτική του προσωρινού χωρισμού; Ή μήπως το γεγονός αυτό γεννούσε την αφορμή μιας βαθύτερης στην εξέλιξή της κατάστασης; Έμειναν ώρες αμίλητοι, ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, ξετρελαμένοι για την αμοιβαία ηδονή, μα και συγκρατημένοι. Η αντίσταση του λογικού της Βούλας ήταν απελπισμένη στην απαίτηση των αισθήσεών της. Με προσπάθειες τρομαχτικές κατόρθωσε να συγκρατήσει τον άντρα ως εκεί που δεν έπρεπε να ’χε φτάσει. Μα το αίμα της είχε ξυπνήσει.
Αυτή τη φορά δεν υπήρχε μετάνοια· μα ούτε οι κακοί ίμεροι που την έσπρωξαν σε παλιές ανοησίες. Αφηνόταν στην αγκαλιά του Βάσια σε μια γενική προσφορά του εαυτού της· με την πεποίθηση πως δε θα μετανιώσει για τίποτα. Αν και κάλλιο να μη γεννηθεί αιτία μετάνοιας.
Η νύχτα είχε προχωρήσει όταν η Βούλα, με μια κίνηση ολόκληρου του κορμιού της, αντέδρασε στον κακό δαίμονα. Κοίταξε το μπρασελέ της.
— Δέκα παρά είκοσι. Άργησα. Πρέπει να πηγαίνουμε…
Ο Βάσιας σα να ξύπνησε. Ένιωθε μεγάλη κούραση, κομάρα, κεφάλι βαρύ, με σφυροκοπημένα μηλίγγια· εκείνη την κατάσταση που φέρνει ο δίχως αποτέλεσμα αγώνας για την ικανοποίηση της επιθυμίας· η μακριά κι ασίγαστη διέγερση. Κάτι το πρωτόγνωρο γι’ αυτόν τον κυνικό χαροκόπο, που ένα κάρτο μετά τα πρώτα χάδια τέλειωνε κιόλας τη δουλειά του.
Έσιαξαν την ακαταστασία της φορεσιάς τους και πήραν με σιγανό βήμα τον ανηφοράκο. Η γυναίκα βρισκόταν σε υπερδιέγερση· μα ο άντρας ήταν πεσμένος σε κακή χαύνωση.
Χώρισαν στα σκαλάκια.
— Να μου γράφεις, είπε η Βούλα, στο σπίτι. Δε μου ανοίγει κανείς τα γράμματά μου.
— Και μένα, Βίλα Ντάινα, στην Ακράτα.
Φιλήθηκαν κλεφτά και πήραν χωριστούς δρόμους.
Ο Βάσιας έφτασε με κόπο στο τέλος του ανήφορου, όπου ήταν το σπίτι του. Όχι, αυτό το πράμα δεν μπορούσε να ξαναγίνει. Ήταν κακό μαρτύριο. Ή τα πάντα ή τίποτα. Δεν ήταν παιδάκι αυτός…
***
Μετάβαση στο σημείο: Διαδρομές στην παραλία των αρχόντων, των μετοίκων και των προσφύγων