Πειραιάς
Πόλη αγεωμέτρητη
Συγκρότηση ενότητας: Καλλιόπη Μακαρώνη- Το λιμάνι του Πειραιά
- Η αγορά του Πειραιά
- Πλατεία Καραϊσκάκη (Λεμονάδικα)
- Τρούμπα
- Ακτή Μιαούλη
- Ακτή Ξαβερίου-Χατζηκυριάκειο-Πειραϊκή
- Κεντρικές Συνοικίες
- Διαδρομές στην παραλία των αρχόντων, των μετοίκων και των προσφύγων
- Προφήτης Ηλίας-Κρητικά
- Νέο Φάληρο
- Γειτονιές βαμμένες κόκκινες
- Δραπετσώνα
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Διαδρομές στην παραλία των αρχόντων, των μετοίκων και των προσφύγων Πλαζ Παρασκευά( Βοτσαλάκια)
Ως εκ θαύμταος...
Το Σάββατο το βράδυ αφήσαμε τη μικρή Δέσποινα στις ξαδέλφες του μπαμπά Βαγγελιώ και Βαρβάρα, στροβιλιστήκαμε με τη Μαίρη στο κλαμπ σπηλια πάνω απ΄ την παραλία του Παρασκευά, καταϊδρωμένοι απ΄ το διαγωνισμό χορού, όπου όλες μας οι προβαρισμένες φιγούρες μάς βγήκαν τέλειες· ακόμη και ο Καγιαλής, που είναι φοβερός ροκεντρολίστας, το παραδέχτηκε, ενώ μια σπαθάτη μελαχρινή, που μου θύμιζε κάποια σέξυ ηθοποιό, με κόζαρε απ’ το μπαρ. Όταν λίγο πριν το ξημέρωμα δεήσαμε να πάμε να πάρουμε τη μικρή Δέσποινα και να επιστρέψουμε σπίτι, η αγουροξυπνημένη Βαγγελιώ μας πληροφόρησε ότι ο μπαμπάς πέρασε νωρίτερα και την πήρε. Ανησυχήσαμε με τη Μαίρη για τίποτα καυγάδες και σκηνές απ’ τον νιόγαμπρο, αλλά στο σπίτι βασίλευε ησυχία. Χωθήκαμε στα κρεβάτια μας ξημερώματα.
Κωνσταντίνος Τζούμας, Ως εκ θαύματος, Καστανιώτης, Αθήνα 2008, σ. 84-85.
Ως εκ θαύμταος...
Στο διαγώνισμα Λογικής πρώτου εξαμήνου καθόμουνα σ’ αναμμένα κάρβουνα. Είχα δώσει ραντεβού για μπιλιάρδο στου Καραντάση, το καφενείο πάνω στη στροφή της πλατείας Αλεξάνδρας, με τον Μερκουριάδη το γιατρό και τον Φάνη τον Πωλ Νιούμαν, και η ιδέα να γράφω για παράλογα λογικούς συλλογισμούς μού φαινόταν βαρετή· έξω απ’ τη μουντή αίθουσα με τα φθαρμένα θρανία και τις σκυφτές ράχες των συμμαθητών έπαιζε μια ζεστή χειμωνιάτικη λιακάδα. Με το που παρέδωσε τα θέματα ο καθηγητής και κάθισε στην έδρα του, το σκέφτηκα λίγο –δεν ήξερα κανένα θέμα και πλησίαζε η ώρα για το μπιλιάρδο– έσκυψα πάνω στην κόλλα μου, έγραψα ένα μικρό σημείωμα, σηκώθηκα αποφασιστικά και πήγα στην έδρα. Ο προφέσορας μ’ έκοψε με την απίστευτη φράση:
«Πάντα το ’λεγα, αυτός ο μαθητής είναι ιδιοφυία. Δεν πρόλαβα να παραδώσω τα θέματα και νάτος, το ’χει ήδη έτοιμο», έριξε μια ματιά στη σελίδα τα μάτια του αδράνησαν και διάβασε φωναχτά: «Πιστεύω ότι τα θέματα υποτιμούν την νοημοσύνη μου και αρνούμαι να κατέβω στο επίπεδό τους. Τα περιφρονώ με κίνδυνο να μηδενιστώ».
Με κοίταξε με το βλέμμα του να προσπαθεί να χωνέψει το απίστευτο. Η τάξη σύσσωμη παρακολουθούσε.
«Όπως νομίζεις», ξεφυσάει, «το δικαιούσαι».
Τράβηξα για την ανοιχτή πόρτα. Ο Γιώργος πετάχτηκε σαν ελατήριο και ακούμπησε τη λευκή του κόλλα στην έδρα.
«Και σένα υποτιμούν τη νοημοσύνη σου τα θέματα;» τον ειρωνεύτηκε ο αναψοκοκκινισμένος εξεταστής.
Βγήκαμε στο διάδρομο χασκογελώντας και πέσαμε πάνω στο γυμνασιάρχη μας.
«Πώς και τόσο νωρίς;»
«Έδωσα λευκή κόλλα, πολύ φτωχά θέματα», κάνω περήφανα.
«Και γω λευκή», πετιέται ο κολλητός, «λέτε να νομίσει ο κύριος καθηγητής ότι αντέγραψα απ’ το φίλο μου, χα, χα, χα!»
Η περίοδος των διαγωνισμών πέρασε και τέλος Φεβρουαρίου οι καθηγητές έδωσαν βαθμολογία. Μόνο στην έκθεση είχα δεκαεννέα, στ’ άλλα δεκαπέντε, δώδεκα, δέκα, οχτώ… φτάσαμε και στη Λογική.
«Τέσσερα», μου ανακοίνωσε ο καθηγητής.
«Άρα και γω τέσσερα», συμπεραίνει ο Γιώργος φωναχτά.
«Όχι, εσύ μονάδα».
«Γιατί;»
«Διότι αντέγραψες απ’ το φίλο σου».
Καγχασμός με αντίλαλο απ’ την έδρα και χοντρά γέλια απ’ τα θρανία.
Μετά τον καφέ στο διεθνεσ παραδίπλα απ’ τη Ράλλειο, τραβήξαμε για το κλαμπ, στου Παρασκευά. Ο Τόμας, ο Νίκος, ο Γιώργος όλοι σιγοντάραμε το Μπόσα Νόβα του Έλβις, καθώς ο Θέμις στριφογυρίζει την Τζένη –κάποια μου θυμίζει– σε μια τρελή φιγούρα, στέλνοντάς την παραπατώντας στον Καγιαλή, που την παρασύρει μ’ ένα έξαλλο σκέρτσο, αλλού να πατάει κι αλλού να βρίσκεται, και τον Πέτρο τον αργό να μας ρωτάει έναν έναν:
«Ρε σεις, πώς χορεύει έτσι αυτή;»
«Γκολ», πετάει ο Τόμας.
«…λιώμα», ο Νίκος.
«…πίτα», εγώ.
«…γκολ», ο Γιώργος.
«… το… το… το ’παμε αυτό», τον κόβει ο Τζακ.
Τα γέλια αραιώνουν μόλις μπανίζουμε το μπλε νουί μακρύ παλτό του Βαγγέλη, που κάνει εμφάνιση με την Εργίνα.
Συχνά ένα καινούργιο σακάκι ή παλτό ή πουλόβερ φορεμένο από κάποιο φίλο ή γνωστό γινόταν κοινόχρηστο, άμα είχες να πας σ’ ένα πάρτυ ή ραντεβού, και αφού αποφασίζαμε όλοι ότι «σου πάει», το φόραγες για να κάνεις το κομμάτι σου. Καμιά φορά η επιστροφή του ρούχου αργούσε, αφορμή για καρφώματα, σνομπάρισμα και μπινελίκια. Απόψε ο ξανθός ψηλός Βαγγέλης –τι Τρόυ Ντόναχιου και μαλακίες– με το ριχτό δανεικό παλτό που του πάει πολύ –ο κύριος με το παλτό γαμήστε μας– τραβάει σ’ ένα τρυφερό λίκνισμα του λυγμικού Only you την Εργίνα πάνω του· εκείνη χαμογελάει με τη φίνα μελαχρινάδα της ελιάς και το φέγγος της επίσημης αγαπημένης. Ο Καγιαλής, που οι χορευτικές του φιγούρες φέρνουν σε εξημερωμένο αίγαγρο με κεφάλι βατράχου, βαριέται τα μπλουζ και είναι στην τσίλια για κάνα έξαλλο ροκάκι, όπου πάντα δίνει τα ρέστα του. Ο αεράτος Θέμις με το φωτεινό μπλε βλέμμα μού κλείνει το μάτι και μου στέλνει στην αγκαλιά την Τζένη –τη Μαγκαλί Μοέλ, αυτή θυμίζει– που σφίγγεται πάνω μου… αισθάνομαι το κόκαλο της λεκάνης της χαμηλά στην κοιλιά μου… κρεμιέται απ’ το λαιμό μου και σηκώνει το κεφάλι της, στις συρμάτινες απ’ τη λακ μπούκλες της φεγγίζουν ανταύγειες ηλιοβασιλέματος.
«Μ’ αγαπάς καθόλου;» ρωτάει στο πουθενά εκπέμποντας πυρετό…
Μυρίζει βερμούτ, καραμελένιο άρωμα και αλμύρα γαμησιού… το κόκαλό της εκεί χαμηλά με λιγώνει… την είχα σταμπάρει απ’ τη βραδιά που με κιάλαρε τις προάλλες. Κόβω τον Θέμη που μου κάνει σήμα «Προχώρα, σε γουστάρει, δεν τρέχει τίποτα». Ο μεγάλος είναι άνετος. Η Τζένη με τραβάει στην πίστα με το Τεκίλα Μάμπο και κολλάει πάνω μου με άρρυθμο συγχρονισμό, τελείως ακατάλληλο για μάμπο, και μετά στο δρόμο μάς κρατάει και τους δύο κολλητά αγκαζέ όσο ανηφορίζουμε για τα ξενυχτάδικα στο Δημοτικό Θέατρο, όσο κρατάει το παγωτό στη στανη, όσο μας παίρνει μέχρι την γκαρσονιέρα του Θέμη, όπου αράζουμε στον καναπέ αρχικά και στο κρεβάτι τελικά[…]
Κωνσταντίνος Τζούμας, Ως εκ θαύματος, Καστανιώτης, Αθήνα 2008, σ. 88-91.
Μετάβαση στο σημείο: Διαδρομές στην παραλία των αρχόντων, των μετοίκων και των προσφύγων