Πειραιάς
Πόλη αγεωμέτρητη
Συγκρότηση ενότητας: Καλλιόπη Μακαρώνη- Το λιμάνι του Πειραιά
- Η αγορά του Πειραιά
- Πλατεία Καραϊσκάκη (Λεμονάδικα)
- Τρούμπα
- Ακτή Μιαούλη
- Ακτή Ξαβερίου-Χατζηκυριάκειο-Πειραϊκή
- Κεντρικές Συνοικίες
- Διαδρομές στην παραλία των αρχόντων, των μετοίκων και των προσφύγων
- Προφήτης Ηλίας-Κρητικά
- Νέο Φάληρο
- Γειτονιές βαμμένες κόκκινες
- Δραπετσώνα
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Διαδρομές στην παραλία των αρχόντων, των μετοίκων και των προσφύγων Πλατεία Αλεξάνδρας
Λωξάντρα...
Μια μέρα, που στο σπίτι δεν έλαχε πολλή δουλειά, αντίς να πάνε περίπατο, κατέβηκαν στο καφενείο της Πλατείας Αλεξάντρας να φάνε ένα κοκ. Κάθισαν σ’ ένα τραπεζάκι, φάγαν το κοκ, και σε λίγο η Λωξάντρα άρχισε να στεναχωριέται. Ερημιά. Άδειο το καφενείο. Ένας μεσόκοπος κύριος κάθουνταν λίγο παρακεί αμίλητος.
— Α-γα-γα-γαχ! χασμουρήθηκε η Λωξάντρα, πάμε να φύγουμε; Εδώ είναι τζαν τζιν πότ οϊνάρ.
Ο κύριος που κάθουνταν στο διπλανό τραπεζάκι πάτησε τα γέλια και ύστερα άρχισε να βήχει δυνατά. Πνιγουρίστηκε. Γυρίζει η Λωξάντρα να δει τι γίνεται, και ο κύριος σηκώνεται απάνω και τη χαιρετά.
— Πολίτισσα είστε; της λέει. Εγώ είμαι ο Τούρκος ο Πρόξενος.
— Πα, είπε η Λωξάντρα, από πότε είσαι εδώ;
Και πιάσανε κουβέντα. Ο πρόξενος μιλούσε ωραία ελληνικά. Μιλήσαν για την Πόλη, ενθουσιάστηκε η Λωξάντρα κι αμέσως τον προσκάλεσε στο σπίτι τους να πάρει έναν πολίτικο μεζέ.
— Αμάν, γιοκ! Το δίχως άλλο θα ’ρτεις. Όχι δε θα με πεις!
Στο σπίτι η Λωξάντρα είχε παστουρμά και μύδια τσακιστά που της είχε στείλει η Αγαθώ πριν από δυο μέρες! Καλά που έχουνε τα βαπόρια του γιου της που τους κουβαλούνε πράματα απ’ την Πόλη, αλλιώς θα είχανε πεθάνει της πείνας. Τόπος είναι αυτός; Τίποτα δε βρίσκεις να φας.
— Μπούγιουρουν, εφέντιμ, μπούγιουρουν.
Πέσανε τα σαγόνια της Κλειώς, σαν είδε το μουσαφίρη. Τη στραβοκοιτάζει τη Λωξάντρα.
— Γιατί, καλέ, με στραβοκοιτάζεις; Έκανα τίποτα;
Έγινε κατακόκκινη η Κλειώ. Ανοίγει το σαλόνι:
— Περάστε.
Σε λίγο έρχεται στο σαλόνι ένας δίσκαρος με ούζο και μεζέδες.
—Στάσου, Άννα, παρακεί, μην αναποδογυρίσεις το τραπεζάκι.
Τσουγκρίζει η Λωξάντρα με τον πρόξενο και τον ρωτά από ποιο μέρος της Πόλης είναι. Από πού; απ’ το Τσεγκέλκιοϊ;
— Καλό μέρος το Τσεγκέλκιοϊ, δε σε λέω, αμά πολλή τουρκιά έχει εκεί.
Ζαρώνει τη μύτη της, τινάζει τα δάχτυλά της στον αέρα:
— Πιφ! Πολλή τουρκιά!
Την καρφώνει η Κλειώ με το βλέμμα της και προσπαθεί να τη γνέψει. Ατάραχη η Λωξάντρα διαλέγει ένα γιαλαντζί-ντολμά!
— Νά, αυτόνα φάε!
Τα χάνει ο πρόξενος, δίνει μια σκουντιά στο τραπεζάκι, σκορπιούνται χάμω τα πιρουνάκια. Σκύβουνε όλοι μαζί να τα μαζέψουνε.
— Καλέ αφήστε τα, δεν πειράζει. Αφήστε τα σας λέω. Τρέξε, Άννα, στην κουζίνα να φέρεις άλλα πιρουνάκια.
— Να σας ζήσει, χαριτωμένο παιδάκι, λέει ο πρόξενος, πόσων χρονών είναι;
Ο πρόξενος έχει δυο παιδάκια. Και τα δυο είναι στην Πόλη μαζί με τη μητέρα τους. Σε κανένα μήνα θα πάει να τα δει.
— Αμάν, μη με το λες! στην Πόλη θα πας; Αχ, ας ήμουνα πουλάκι να κάτσω στου καταρτιού σου την κορφή να πάω κ’ εγώ στην Πόλη!
Μόνο που δεν κλαίει η Λωξάντρα.
— Αχ, Πόλη και πάλε Πόλη!
Εύχεται ο πρόξενος να αξιωθεί η Λωξάντρα να γυρίσει γρήγορα στην Πόλη.
— Να διείτε πως θα σας φανεί ύστερα από τόσον καιρό που λείπετε. Τώρα μάλιστα που ο πολυχρονεμένος Παντισάχ…
Ω, κακό-χρόνο-να ’χει, ο αδικιωρισμένος! Μη με τον θυμίζεις, παιδάκι μου.
— Γκαχ! Γκούχ! Ψα! Ψου! πετάξανε έξω τα μάτια της Κλειώς.
— Αμάν, νερό. Πιες νερό. Απάνω κοίταξε, απάνω… Δεν ήταν τίποτα, δόξα σοι ο Θεός! Χριστός και Παναγία!… Εμείς, που λες παιδάκι μου, με τα αγαρηνά σκυλιά πάρε-δώσε δεν έχουμε… Ούχ; Γιατί με τσιμπάς, καλέ Κλειώ; Τρελάθηκες; Ο Μουχτάρ αφέντης ξένος είναι; Ή μήπως δεν τα διάβασε του Σουλτάν Χαμίτ τα ρεζιλίκια;
Και στον πρόξενο:
— Εσύ εφημερίδα Ακρόπολη δε διαβάζεις; Ορίστε, αφού διαβάζει Ακρόπολη ο άνθρωπος, καταλαβαίνει τι θέλω να πω. Δεν καταλαβαίνεις;
Η Λωξάντρα στέκεται και περιμένει απάντηση. Του πρόξενου το κούτελο ίδρωσε. Μεγάλα πράματα θα γίνουνται μέσα του, γιατί κοιτάζει δώθε-πέρα, λες και ψάχνει να βρει την πόρτα για να φύγει. Κοιτάζει το ρολόι του. Αμάν, αργά είναι. Έχει δουλειά επείγουσα. Να τον συχωρέσουνε. Χαίρετε, χαίρετε.
— Κάτσε, καλέ! Τί έπαθες στα καλά καθούμενα!
Τρέχει από πίσω του. Θέλει να τον αποβγάλει ίσαμε κάτω.
— Το δίχως άλλο να ξανάρτεις. Ακούς τί σε λέω;
Μπρος ο πρόξενος, πίσω η Λωξάντρα αγκομαχώντας, και λέει, λέει, λέει.
— Άντε στο καλό του Χριστού και της Παναγίας.
Στο κατώφλι στέκεται και τον ευλογά. Τον σταυρώνει.
— Κι αν αρρωστήσεις, να με φωνάξεις. Τί θα πει αυτό! Αφού η μάνα σου και η γυναίκα σου δεν είναι εδώ!
— Άνετζιμ, λέει ο πρόξενος, εγώ Τούρκος είμαι!
— Ε, και τι γένηκε σαν είσαι Τούρκος; Και ο μπεχτσής μου Τούρκος ήτανε. Και ο αυγουλάς μου Τούρκος. Και όμως τι καλοί άνθρωποι που ήτανε και οι δυο!
Και χτυπώντας τον στην πλάτη:
— Μη στεναχωριέσαι, γιόκα μου. Τι πειράζει που είσαι Τούρκος. Άνθρωπος να είσαι. Ρωμιός, Τούρκος, τι θα πει! Άνθρωπος να είσαι.
Έκλεισε την εξώπορτα και σήκωσε απάνω τις φούστες της. Ανέβασε το μπατζάκι του παντελονιού της και ψάχνει να βρει το μέρος όπου την τσίμπησε η Κλειώ. Θα μελανιάσει. Γιατί καλέ την τσίμπησε; «Μη χειρότερα, Παναΐα μου!»
Μαρία Ιορδανίδου, Λωξάντρα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1979 (7η έκδοση), σ. 201-205.
Μετάβαση στο σημείο: Διαδρομές στην παραλία των αρχόντων, των μετοίκων και των προσφύγων