Πειραιάς
Πόλη αγεωμέτρητη
Συγκρότηση ενότητας: Καλλιόπη Μακαρώνη- Το λιμάνι του Πειραιά
- Η αγορά του Πειραιά
- Πλατεία Καραϊσκάκη (Λεμονάδικα)
- Τρούμπα
- Ακτή Μιαούλη
- Ακτή Ξαβερίου-Χατζηκυριάκειο-Πειραϊκή
- Κεντρικές Συνοικίες
- Διαδρομές στην παραλία των αρχόντων, των μετοίκων και των προσφύγων
- Προφήτης Ηλίας-Κρητικά
- Νέο Φάληρο
- Γειτονιές βαμμένες κόκκινες
- Δραπετσώνα
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Λωξάντρα...
Με δάκρυα στα μάτια η Κλειώ κάθε μέρα διάβασε στην Ακρόπολή μια σειρά αποκαλυπτικά άρθρα για τις αγριότητες του Σουλτάν Χαμίτ. Για τα εγκλήματα και τα όργια που γίνουνταν τότες μέσα στο Γιλντίζ.
— Ακούς εκεί πράματα; Παναγία μου και Χριστέ μου! Καλά που φύγαμε!
— Καλά που φύγαμε, παιδάκι μου, λέει, και η Λωξάντρα αναπνέοντας ελεύθερα τον καθαρό αέρα από την Καστέλα.
Στην Καστέλα ήταν το σπίτι που πιάσανε και απ’ το παράθυρό της η Λωξάντρα κάθε πρωί ρουφούσε ηδονικά την αρμύρα του Σαρωνικού. Παράδεισος, όπως και το Μακροχώρι. Δόξα σοι ο Θεός!
Ξαναζωντάνεψε η Λωξάντρα, μόνο που καμιά φορά επιθυμούσε εκείνο τον έρημο το μπεχτσή. Επιθυμούσε το πρωί να ψήσει το καφεδάκι της και να κάτσει στο κατώφλι της κουζίνας να τα πει ένα χεράκι με το μπεχτσή. Επιθυμούσε και τον αυγουλά της και το νερουλά της τον Ιμπραήμ. Εδώ οι άνθρωποι Θεό δε φοβούνται. Βρίζουν το Σταυρό, και το αγίασμα της Μπαλουκλιώτισσας τί είναι δεν το ξέρουν. Και… εδώ που τα λέμε, μουτρωμένοι. Πήγε να πιάσει φιλίες με το νερουλά τους το μενιδιάτη και κείνος άρχισε να την κοιτάζει καχύποπτα. Η Λωξάντρα τον φοβήθηκε. Με τον εφημεριδοπώλη τα ίδια. Η Γκόλφω, η υπηρέτρια που πήρανε, έβγαζε γλώσσα. Η πλύστρα τους τα ίδια. Σεβασμό δεν είχανε εδώ οι άνθρωποι, αγρίμια. Πού να μιλήσεις στο χασάπη και να πεις τί κρέας θέλεις! Πού δεν το ’χει να σ’ το φέρει στο κεφάλι σου. Επειδή μια μέρα διαβολόστειλε το μανάβη που της φόρτωσε τα σάπια βερύκοκα και του είπε πως θα πάρει το μπαλτά και να διεις τι θα τον κάνει, πήγε ο μανάβης να φέρει τον χωροφύλακα. Ε, από τότες πια η Λωξάντρα τα χρειάστηκε και κατάλαβε πως σ’ αυτό τον τόπο πρέπει κανείς να φοβάται να μιλήσει. Και το χειρότερο ήταν σαν έφερε στο σπίτι ο Γιωργάκης την Κοντύλω – μια φτωχιά συγγένισσά του – για να αναθρέψει το παιδί. Εκείνο ήταν κι αν ήταν!
Να νηστεύει η Κοντύλω ολάκερη τη σαρακοστή. Πού να δοκιμάσει η Λωξάντρα το φαΐ στ’ αλάτι του; Καλέ να μαγειρέψει δεν τολμούσε!
— Εσύ σα θέλεις να νηστέψεις, χριστιανή μου, νήστεψε. Σε εμπόδισα; Τί σε μέλει εγώ τι κάνω;
Ως και το παιδί ήθελε η Κοντύλω να το βάλει να νηστέψει. Μπασιμποζούκης! Να το κουκουλώνει η Λωξάντρα το παιδί, να πηγαίνει η Κοντύλω να πετά τις κουβέρτες από πάνω του, και να ανοίγει δεξιά – ζερβά παράθυρα. Να το πηγαίνει στη Φρεαττύδα το παιδί για να το κάνει μπάνιο και να το αφήνει μονάχο του για να μάθει κολύμπι. Καλέ θα το πνίξει το παιδί! Νταμπλάς θα την κατέβει τη Λωξάντρα. Πώς να γλυτώσει απ’ την Κοντύλω, πώς να τη διώξει την Κοντύλω που τη φοβάται! Τους φόρτωσε ο Γιωργάκης την Κοντύλω στο κεφάλι τους και πάλε έγινε άφαντος. Πού ’ν’ τονα;
Η αλήθεια είναι πως για την έκπληξη που του έκανε τότες η Κλειώ, σαν ήρθανε στον Πειραιά, ο Γιωργάκης γέλασε, μιλιά δεν είπε. Τον πρώτο χρόνο όλα πήγανε καλά. Το δεύτερο χρόνο όμως το βαπόρι του πάλι δρομολόγια και από τότες πέρασε κι άλλος ένας χρόνος από πάνω και Γιωργάκη δεν ξαναείδανε. Τώρα τελευταία μάλιστα χάσανε και τα ίχνη του. Την αλήθεια όμως του Θεού να πούμε, ο Θεόδωρος και ο Αλεκάκης δεν τις άφηναν ποτέ να στεναχωρεθούν. Τίποτα δεν τους λείπει. Και αν δεν ήταν της Κοντύλως ο καημός, η Λωξάντρα θα ήτανε πολύ ευτυχισμένη. Δε θα καταστρέφουνταν και το παιδί, γιατί όταν η Άννα κατάλαβε πως για την αφεντιά της τσακώνουνταν η Λωξάντρα με την Κοντύλω, ανακάλυψε πως απ’ αυτή την αντιζηλία μπορεί να βγάλει μεγάλο όφελος για τον εαυτό της. Έτσι η ζωή μέσα στο σπίτι έγινε ανυπόφορη, ως που μια μέρα αποφάσισε να επέμβει η Κλειώ για να διαπαιδαγωγήσει την Άννα. Άρχισε να τη βγάζει τακτικά περίπατο μόνη της. Να την πηγαίνει στην Αθήνα.
— Το βλέπεις αυτό, πουλάκι μου; Είναι ο Λυκαβηττός. Και τούτο είναι η Ακαδημία. Και αυτά είναι τα Ανάκτορα…
Την πήγαινε την Άννα στις παρελάσεις. Κάποτε την πήγε και σε μια τελετή για να δει το Βασιλιά και τη Βασίλισσα. Είχε μια μοδίστρα η Κλειώ που κάθουνταν αντίκρυ στη Μητρόπολη. Το μπαλκόνι της μοδίστρας ήταν γεμάτο κόσμο, όμως κατόρθωσε να τρυπώσει και η Κλειώ με την Άννα να σεργιανίσουνε.
— Βλέπεις, πουλάκι μου; Νά, τώρα βγαίνει ο Βασιλιάς με την Όλγα.
Η Άννα έβλεπε μόνο την τσάντα της χοντρής που στέκουνταν μπροστά της. Και δεν μπορούσε να σαλέψει το κεφάλι της πιο πέρα γιατί την εμπόδιζε εκείνο το καπέλο που της είχε πάρει η μάνα της με τους μεγάλους φιόγκους και τα ροζ τα φτερά. Το μάχουνταν η Άννα εκείνο το καπέλο. Εκείνη αγαπούσε το μπλε το ψαθάκι με τη μαύρη του κορδέλα που έγραφε απάνω με χρυσά γράμματα Σφακτηρία.
— Βλέπεις, πουλάκι μου; ξαναρωτά η Κλειώ όταν ακούστηκε η μουσική και τα ζήτω απ’ την Πλατεία.
— Μουτ πλο! είπε η Άννα.
— Να μην το ξαναπείς αυτό γιατί θα σε μπατσίσω! είπε η Άννα.
— Μουτ πλο! Μουτ πλο! ξαναείπε η Άννα, και η Κλειώ την μπάτσισε.
Η Άννα πάτησε τις φωνές. Οι κυρίες στο γύρο άρχισαν να δυσανασχετούν.
Ο κόσμος που ήταν κάτω στην Πλατεία δεν αντιλήφθηκε το σαματά που γινόταν στο μπαλκόνι γιατί η μουσική έπαιζε δυνατά. Πολλοί όμως πρόσεξαν πως από κείνο το μπαλκόνι άρχισαν να πετούν ροζ φτερουδάκια. Απλώνουνταν τα φτερουδάκια στον αέρα, πλανάριζαν πάνω απ’ τα πηλήκια των Δοκίμων που βρίσκουνταν από κάτω, και άξαφνα τα έπαιρνε ο αέρας και τα φυσούσε παρακεί. Ο κόσμος νόμισε πως κι αυτό ήταν μέσα στο πρόγραμμα της τελετής. «Ζήτω-ω-ω!»
Στο σπίτι εκείνη την ημέρα η Άννα γύρισε χωρίς καπέλο και με πρησμένα μούτρα απ’ το κλάμα. Η Κλειώ γύρισε με τσουγκρανισμένο μάγουλο και δαγκαμένο δάχτυλο.
— Δεν πάω πια! φώναξε η Άννα όταν η μάνα της την παρακαλούσε να πάνε περίπατο.
Και αν η Κλειώ επέμενε, η Άννα έπεφτε χάμω και σβαρνιότανε στο πάτωμα. Δάγκανε, σήκωνε και χέρι στη μάνα της. Καμιά φορά σήκωνε και πόδι.
— Το καταστρέψαν το παιδί! φώναζε η Λωξάντρα. Αυτή η αρβανίτα πρέπει να φύγει απ’ το σπίτι.
Και άρχισε να συλλογίζεται με τι τρόπο θα καταφέρει την Κλειώ να διώξει την Κοντύλω. Έτσι κ’ έτσι εκείνος πια δεν έρχεται. Και οι συγγενείς του κόψανε το πόδι τους. Τι λόγο έχει να μένει στο σπίτι η Κοντύλω; Πλησίαζε Πρωτοχρονιά και η Λωξάντρα δεν ήθελε να βρει ο καινούργιος χρόνος το ποδαρικό της Κοντύλως μέσα στο σπίτι τους. Όμως κατά τα τέλη του Δεκέμβρη γίνανε τέτοια πράματα, που κάναν τη Λωξάντρα να ξεχάσει τις έγνιες του δικού τους του σπιτιού. Μεγάλα πράματα, σε λέω.
Στα τέλη του Δεκέμβρη διαλύθηκε η Βουλή και άρχισε η προεκλογική καμπάνια.
Το κορδόνι, το κορδόνι
την ελιά την ξεριζώνει… Ζήτω-ω-ω!
Αυτό το «Ζήτω!» όταν το άκουγε η Λωξάντρα τρέλα την έρχουνταν.
— Αμάν! Κλείστε τα παράθυρα. Σφαή!
Όλες οι προσόψεις των σπιτιών γεμίσανε αφίσες και φωτογραφίες από μουστακαλήδες. Γεμίσανε μουντζούρες, λάσπες και όλων των λογιών τις βρωμιές που ρίχναν πάνω στους μουστακαλήδες οι εχθροί τους.
— Αμάν! Θα σπάσουνε τα τζάμια μας οι κιουλάμπεηδες! Κλείστε καλά τα παντζούρια σας λέω!
— Το κορδόνι μέσ’ τη θήκη κ’ η ελιά μέσ’ το καθίκι. Εσύ τί είσαι, γιαγιά; λέει το λουστράκι που φέρνει τα τρόφιμα απ’ την αγορά.
— Φτου! Ουτανμάς, τσαχπίνι, απαντάει η Λωξάντρα.
Και το λουστράκι της λέει:
— Πριτς!
Και τη ρωτάει:
— Που ξουρί…
Η Λωξάντρα τα χρειάζεται και κλειδαμπαρώνει την πόρτα της κουζίνας. Τρομοκρατία!
Θυμάται η Λωξάντρα τη Σουλτάνα και τον Ταρνανά που τη σεβόταν, θυμάται την αξιοπρέπεια και τους καλούς του τρόπους. Μελαγχολεί. Βγάζει δειλά δειλά την καρέκλα της στο μπαλκόνι να σεργιανίσει τη δύση και να ξεσκάσει λιγάκι.
Γράμμα καιρό είχε να πάρει από τα παιδιά της. Και κείνος ο Επαμεινώντας τί να γίνεται άραγες! Και ο Γιωργάκης άφαντος έγινε. Χειρότερος από πρώτα. Τζάμπα ξεριζωθήκανε απ’ τον τόπο τους και ήρθανε σ’ αυτό το αφιλόξενο το μέρος. «Αχ!» Νοστάλγησε το ονταδάκι της, θυμήθηκε πως τέτοιαν ώρα στο Μακροχώρι βγαίνει ο χαλβατζής: «Νε γκιουζέλ, νε επέκ, νε τσιτσέκ, κετέν – χελβά!» Επιθύμησε να φάει λίγο κετέν-χαλβά. Επιθύμησε να δει το Χουρπανή και τον πολίτικο Καραγκιόζη. Επιθύμησε τους σκύλους. Καλέ σκύλο επιθύμησε! Σκύλο δεν έχει αυτός ο τόπος;
Σκύβει, κοιτάζει το δρόμο… ερημιά! «Ό-ω-ωχ! χασμουριέται. «Κακορίζικος τόπος. Τρώγουνται αναμεταξύ τους σαν τα σκυλιά. Τί τρώγεστε, μπρε; Τί τρώγεστε; Νά, ιστέ τρεις πήχες χώμ…»
— Αμάν! Νά τους πάλε! αρπάζει την καρέκλα της και τρέχει μέσα.
Από το Πασαλιμάνι ακούστηκαν φωνές.
— Βα-αρδούλαρος!
— Το ψωμί του λαού! Το ψωμί του λαού!
— Ζήτω-ω-ω.
Σκύβει απ’ το παράθυρο, τί να δει! Πάνω σ’ ένα κοντάρι ήτανε μπηγμένη μια μεγάλη κουραμάνα και από πίσω τρέχανε καμιά τριανταριά μπράβοι και ξεφώνιζαν. Άξαφνα οι διαδηλωτές σηκώνουνε στις πλάτες τους μια πολυθρόνα, και πάνω στην πολυθρόνα κάθεται άνθρωπος. Κάθεται ένας που βαστά στο χέρι ένα ημίψηλο και χαιρετά δεξιά-ζερβά.
Έφεξε της Λωξάντρας το πρόσωπο. Δόξα σοι ο Θεός! Καραγκιόζης. Πώς το πάθανε!
— Καραγκιόζης, Γκόλφω! Τρέξε να σεργιανίσουμε!
Ξαναβγαίνει στο μπαλκόνι και ψάχνει μέσα στην τσέπη της να βρει καμιά δεκάρα. Έρχεται και η Γκόλφω σκουπίζοντας τα χέρια στην ποδιά της.
— Βα-αρδούλαρος! φωνάζουνε οι διαδηλωτές κάτω απ’ το μπαλκόνι.
— Νά τονε! λέει η Γκόλφω άξαφνα και πατάει τις φωνές.
Σκύβει πάνω απ’ τα κάγκελα του μπαλκονιού, κουνάει τα χέρια και φωνάζει:
— Τσι παράδες μου! Εφτά χρόνια έφαγα τα νύχια μου στο σπίτι του και μ’ έφαγε τσι παράδες μου!
Γνώρισε τον παλιό αφεντικό της.
Σταμάτησε η διαδήλωση, οι μπράβοι αγρίεψαν.
— Πιάστε τον! φωνάζει η Γκόλφω δείχνοντας τον υποψήφιο που καθότανε στην πολυθρόνα.
— Κάρναξη! Μωρή, θα μας κάψεις! Σκασμός!
Τραβά η Λωξάντρα τη Γκόλφω απ’ το φουστάνι και κείνη τη στιγμή τρώει μια πέτρα στο κεφάλι. Άρον – άρον κουβαλιούνται μέσα και σφαλνούνε τα παράθυρα.
— Την καντήλα! Αμάν, Παναΐα μου, πού να βρίσκεται άραγες το παιδί; Και η Κλειώ έξω είναι. Αμάν, Μπαλουκλιώτισσα, βάλε το χέρι σου και φύλαξέ μας!
Πρωτοχρονιά κάνανε μαζί με την Ελεγκάκη και το Μπέμπεκα στην Αθήνα.
Όλα καλά. Όμως αυτές τις μέρες ο καθένας θέλει να τις περάσει με τους δικούς του, και να τις ζήσει με τα αντέτια του τόπου του.
Την Αποκριά ήρθε η Ελεγκάκη στον Πειραιά και κάθισε μαζί τους μια βδομάδα.
Όταν τελείωσαν οι εκλογές και ανάλαβε την κυβέρνηση ο Δηλιγιάννης, και βγήκανε στους δρόμους του Πειραιά οι γκαζοντενεκέδες να ρεζιλέψουν τους μουντζουρωμένους, και πιάστηκαν μαλλιά με μαλλιά οι Κρητικοί με τους Μανιάτες, η Λωξάντρα πήρε το παιδί και πήγε στης Ελεγκάκης «για να γλιτώσει απ’ τη σφαή».
— Μητέρα, μη λες αυτά τα πράματα, ντροπή. Εδώ σφαγές δε γίνονται. Οι Κρητικοί τσακώθηκαν με τους Μανιάτες.
— Κάνε με και τρελή! Κάνε με και στραβή! Μπρε ο Κιούρτης με τη μαύρη βράκα και το σαρίκι στο κεφάλι δεν τον έσφαξε το χριστιανό μπροστά στα μάτια μου; Έλληνας ήταν ο Κιούρτης;
— Έλληνας. Κρητικός.
— Και ο άλλος τι ήτανε;
— Έλληνας.
— Ε, τότες γιατί τον έσφαξε;
— Για τα πολιτικά.
— Τα ποιά;
— Τα πολιτικά σε λένε. Ουφ, μητέρα άσ’ τα τώρα, δεν καταλαβαίνεις.
— Δεν φταις εσύ, φταίω εγώ που κάθομαι και μιλώ μαζί σου!
Μαρία Ιορδανίδου, Λωξάντρα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1979 (7η έκδοση), σ. 193-201.
Οι νεκροί περιμένουν...
Όταν γύρισε από τη Μυτιλήνη ο θείος Γιάγκος νοίκιασε στην Καστέλλα ένα σπίτι μαζί με τον αδερφό του. Ήταν μικρό και στενάχωρο, μα το βρήκαν προσωρινό αποκούμπι ένα σωρό απένταροι συγγενείς που δεν είχαν που να μείνουν. Ο θείος Γιάγκος έχασε γρήγορα την υπομονή και την ανεκτικότητα που έδειχνε τις πρώτες μέρες, όταν τον κυνηγούσε ακόμα το όραμα του θανάτου και η μεγαλοψυχία της χαράς για τη σωτηρία του.
—Ούτε καταυλισμό, ούτε φιλανθρωπικό ίδρυμα δεν το’κανα το σπίτι μου, είπε μια μέρα ορθά κοφτά. Σχολεία επιταγμένα υπάρχουνε κι εκκλησίες και θέατρα και μπάγκοι στους κήπους. Να φύγουν όλοι!
Κράτησε μόνο τον μπάρμπα του τον Κωστή, που λογάριαζε να τον πάρει φύλακα στην οικοδομή του εργοστασίου, και την κόρη του την Πινέλλα, που βοηθούσε στην κουζίνα και στόλιζε με την ομορφιά και το κέφι της το άδειο μας σπίτι.
Ζήτημα ολόκληρο δημιουργήθηκε ανάμεσα στις δυο οικογένειες Σιτζάνογλου: Έπρεπε ν’ αγοραστούν κρεβάτια ή όχι;
—Ν’ αγοράσουμε ένα, μόνο για σένα Ερμιόνη, που είσαι άρρωστη, έλεγε ο θείος. Εμείς οι άλλοι καλό θα ήταν να συνηθίσουμε στη σκληραγωγία.
—Μα δεν είμαστε δα και του αναγκεμού, απαντούσε η θεία Ερμιόνη. Εσείς και τα δυο αδέρφια, έχετε τόσες καταθέσεις στις Τράπεζες του Εξωτερικού!
Ο θείος Γιάγκος νευρίασε.
—Πρέπει να φερόμαστε σαν να είμαστε αναγκεμένοι, γιατί έχομε έργο μεγάλο να επιτελέσουμε. Μην το ξεχνάτε. Θα χτίσουμε εργοστάσιο, μας χρειάζονται κεφάλαια, πολλά κεφάλαια.
—Πάντως ή όλοι θα βολευτούμε ή κανείς, αποκρινόταν η θεία Ερμιόνη. Πρώτα να φροντίσουμε τα παιδιά που έχουν ταλαιπωρηθεί.
—Τα παιδιά αντέχουν, είπε κατηγορηματικά ο θείος Γιάγκος.
Κι η συζήτηση συνεχιζόταν μέρες και νύχτες, ενώ η συννυφάδα της θείας μου κρυφογκρίνιαζε στον άντρα της.
—Ο Γιάγκος θεωρεί καλομαθημένη μόνο τη δική του γυναίκα. Ακούς απαίτηση, να πάρει εκεινής μονάχα κρεβάτι!
—Θα σου πάρω κι εσένα μανίτσα μου, της έλεγε ο κύριος Γεράσιμος, που δε συμφωνούσε καθόλου με το πρόγραμμα περισυλλογής του αδερφού του.
Μήνες ολόκληρους τρώγαμε κάτω στο πάτωμα σταυροπόδι, σαν Τούρκοι χωριάτες και το φαγητό μας ήταν όσπριο και λαχανίδες και κολιτσιάνοι του Φαλήρου ή σαρδέλες. Ο θείος Γιάγκος έδινε πρώτος το καλό παράδειγμα ρίχνοντας μισή κουταλιά λάδι σο πιάτο του.
—Τόσο αρκεί, δήλωνε, κοιτάζοντας κατάματα όλους τριγύρω. Θα στερηθούμε λίγο στην αρχή, για να βοηθήσομε όλοι μαζί να χτιστεί το εργοστάσιο.
Η κυρία Ελβίρα έβρισκε ανυπόφορο το χαλινάρι του θείου Γιάγκου. Η κουζίνα της στο Αϊντίνι ήταν πλούσια, όπως και της μητέρας μου. Έτρωγαν κι εκεί ανατολίτικα παχιά φαγιά και μεζέδες και πολλά γλυκά. Όταν γύριζε κάθε απόγεμα από το εργοστάσιο ο άντρας της ο κ. Γεράσιμος, η καλύτερη ψυχαγωγία του ήταν να μπαίνει στην κουζίνα και να φτιάχνει μόνος του τα λουκάνικα, τους παστουρμάδες και τα τουρσιά της χρονιάς. Πετούσε στο τηγάνι και τρία τέσσερα αυτά με συκωτάκια, για να πάει απογεματινό μεζέ στη γυναίκα του, που αγαπούσε το χουζούρι και τον περίμενε πάντα ξαπλωμένη στο κρεβάτι, μασουλώντας και φτύνοντας πασατέμπους ή τσεμπλεμπούδες. Κι όταν αργούσε τη μαγειρική – γιατί ο κύριος Γεράσιμος νοστιμευόταν και τις νεαρές του υπηρέτριες – εκείνη τότε φώναζε ανυπόμονα.
—Μωρ’ Γεράσιμε θάρτεις καμιά βολά ή θα μου κοπεί η όρεξη;
—Έρχομαι μανίτσα μου, έρχομαι απαντούσε εκείνος καλόκαρδα, μα και βιασύνη δεν τον έπιανε.
Στο Αϊντίνι, είχανε να το λένε, για τη χρυσή καρδιά του κυρ-Γεράσιμου, που κάθε χρόνο πάντρευε και μια μαγείρισσά του και την προίκιζε και τη φρόντιζε σα στοργικός πατέρας. Μα οι κακές γλώσσες λέγανε, πως από μια περίεργη σύμπτωση, όλες αυτές οι νύφες τα γεννούσαν εφταμηνίτικα τα πρώτα τους παιδιά.
Μεγάλη γκρίνια και ξεσυνέριση είχε αρχίσει τώρα στο σπίτι της Καστέλλας. Το κάθε ζευγάρι έτρωγε στα κρυφά, στο δωμάτιό του κάτι συμπληρωματικό. Μέσα στ’ ασπρόρουχα κρύβανε με φροντίδα λαδόχαρτα με κασέρια, βούτυρο, ζαμπόνια, κουλούρια ή αμυγδαλωτά. Κι όταν βγαίναν στη φόρα τα ιδιαίτερα αυτά από τα παιδιά της κυρίας Ελβίρας, εκείνη έλεγε:
—Μια βολά έφερε κι ο Γεράσιμος κάτι κρυφά στη γυναίκα του και τα γρουσούζικα έβγαλαν τελάλη. Κι ύστερα τα ορμήνευε, να πάνε και στο δωμάτιο της θείας τους της Ερμιόνης να δούνε τι της κουβαλούσε κι εκεινής ο άντρας της.
Αυτά έβλεπε κι μπάρμπα-Κωστής, που ήταν ένας φιλότιμος νοικοκύρης, και τόφερνε βαριά να κάθεται στην κουζίνα, σα ζητιάνος, να περιμένει το πιάτο το φαΐ.
—Εχ, μονολογούσε, και ποιος δεν έφαγε και δεν ήπιε στου μπάρμπα-Κωστή το χτήμα, στο ευλογημένο μας το Κοζαγάκι! Μόλις έφταναν οι επισκέψεις, η συχωρεμένη η Χαρίτσα μου, έβαζε το μπρίκι. Κι εγώ έτρεχα ν’ αρμέξω γάλα από τις κατσίκες, να βγάλω τα σταρένια τα παξιμάδια και τα παχιά τυριά, να κόψω τα νυχάτα τα σταφύλια. Κι όλο να λέω μέσα μου: «Τι άλλο είχε το σπιτικό μας να προσφέρει;»
Καθόταν τώρα σε μια γωνιά της κουζίνας, μαζεμένος και ντροπαλός, με τις μπλε τσόχινες βράκες του και την κόκκινη στραβή φέσα του, κι όλο μονολογούσε:
—Βρε τι ρεζιλίκι ήταν τούτα που πάθαμε! Βρε τι παναθεματισμένος τόπος είν’ τούτος που ήρχαμε! Τόπος χωρίς νερό! Τι περιμένεις να είναι; Περσότερο ήταν το λάδι στην πατρίδα μας, παρά το νερό σε τούτη δω τη γης.
Όταν τον φώναζαν για φαγητό απαντούσε όλος ντροπή.
—Φάτε ελόγου σας νοικοκυραίοι, κι αν περισσέψει, τρώω κι εγώ στην κουζίνα με τα κορίτσια.
Εκεί στην κουζίνα είχε μια κουρελού και το προσφυγικό του μπογαλάκι έγερνε το βράδυ. Μα ύπνος δεν του κολνούσε. Πολλές φορές πήγαινε ο Τρύφωνας και ξάπλωνε κοντά του και τούλεγε:
—Μπάρμπα, πες μου κι άλλα για το Κοζαγάκι.
—Τι να σου πω γιε μου και τι να σου ιστορήσω; Εκεί ήταν ευλογία του Θεού! Τρέχανε τα νερά ολούθε και χαιρόσουνα να οργώνεις κείνα τ’ αφράτα χώματα. Ήταν γιούκα μου η γης – πώς να στο πω; - σαν βούτουρας, ναι, σαν βούτουρας. Αχ και να δώσει ο Ύψιστος να ματαγυρίσουμε στα ευλογημένα τα μέρη μας, γιατί εδώ θ’ αποθάνουμε ούλοι, ούλοι. Όποιος, παιδί μου, μεγάλωσε στη Μικρασία, ευτυχισμένος δεν μπορεί να είναι πουθενά αλλού, πουθενά…
Κάθε εσπερινό έπαιρνε τη θυγατέρα του την Πινέλλα και κατέβαινε στην εκκλησιά. Κι εκεί γονάτιζε ταπεινά, ακουμπούσε το μέτωπό του στις πλάκες και παρακαλούσε:
—Θε μου εισάκουσε την προσευκή μου. Ανάπαψε το αμαρτωλό κορμί μου κει που αναπαύονται τα κόκκαλα της Χαρίτσας μου. Κάνε να γυρίσουμε πίσω στο Κοζαγάκι μας…
Ύστερα σηκωνόταν, έπιανε το μπράτσο της Πινέλλας κι της έλεγε:
—Πάμε, κόρη μου, πάμε.
Και καθώς όρθωνε με κόπο το ισχνό κορμί του, η τσόχινη βράκα του πηγαινορχόταν, έτσι, θλιβερά και άσκοπα.
Αυτό το πήγαν’ έλα στην εκκλησιά ήταν η μοναδική έξοδος της Πινέλλας. Κι οι νέοι της συνοικίας το είχαν πάρει είδηση και τρέχαν να τη δουν, κι ελπίζανε να την ξεμοναχιάσουν και να της μιλήσουνε. Η ομορφιά κι η ζωηράδα της είχε αναστατώσει όλον τον αρσενικό πληθυσμό της γειτονιάς. Όταν έβγαινε στο μπαλκόνι και τέντωνε τα μπράτσα της πίσω, να ξεμουδιάσει και να ρουφήξει λίγο θαλασσινό αεράκι και πηδούσαν σαν κίτρα τα δυο σφιχτά στήθια της κι έλαμπαν παιχνιδιάρικα κι ανήσυχα τα μπιρμπιλωτά μάτια της κι υγραίνονταν τα μεστά χείλη της, ο μανάβης, αντίκρυ, στεκόταν κι έκανε το σταυρό του.
—Παναγιά βόηθα κορίτσαρος! Ρε Πινέλλα μάτια μου, τι σ’ έστειλε από κει κάτω ο Θεός για να μου πληγώνεις, έτσι δα τζάμπα, την καρδιά;
Η Πινέλλα τότε χαχάνιζε καλόκαρδα και του απαντούσε όλο εξυπνάδα.
—Καημένε Αλέκο. Δεν ξέρεις γιατί μας έστειλε εδώ ο Θεός; Για να μας γδύσετε ελόγου σας και να πλουτίστε.
—Αχ, Κυρά μου, αναστέναζε κείνος. Εσένα και δίχως να σε γδύσω, θα στάδινα όλα τζάμπα, όλα και την καρδιά μου.
Κάθε πρωί πρώτος στο σπίτι ξυπνούσε ο μπάρμπα-Κωστής, μα σκιαζόταν και ντρεπόταν να ζητήσει ένα καφεδάκι, μόνο μερακλωμένος κι άνιφτος, άρπαζε τις στάμνες και κατέβαινε την κατηφόρα να προστάσει το νερουλά που διαλαλούσε στον πέρα δρόμο: «Νερό από τον Πόρο! Είν’ από τον Πόροοο το νιερόου!»
Και καθώς ανηφόριζε ο μπάρμπα-Κωστής με τις φορτωμένες στάμνες και φούσκωναν τα λαιμά του να σπάσουν, έβγαζε το άχτι του να μονολογά:
—Βρε, που καταντήσαμε, που καταντήσαμε! Ακούς ν’ αγοράζουμε το νερό, το νερό! Φτου, εξαποδέ που μας κουβάλησες, άρον-άρον, στον ερημότοπο τούτονε. Να υστερνά μάλαμα! Να, να, που να μη σώνανε ποτέ να το πατούσαν το πόδι τους, οι κολασμένοι, όπου μας καταστρέψανε…
Μια δυο, άκουγαν οι γειτόνισσες άκρες-μέσες και τον λέγανε για παλαβό – έτσι μάλιστα, αλλόκοτα, που ήταν ντυμένος ο γερο-Μπουτζαλής. Ένα πρωί βγήκε η σπιτονοικοκυρά μας χολιασμένη και ζοχαδιασμένη, λες κι από καιρό του το φύλαγε και γύρευε αφορμή να ξεσπάσει:
—Βρε γερο-βρακά, του είπε, αν δεν σου γουστάρει ο τόπος μας, γύρνα στον εδικό σου, γύρνα αν σου βαστάει…
Ο μπαρμπα-Κωστής ξαφνιάστηκε απ’ την απροσδόκητη επίθεση κι είπε μόνος του:
—Σαμπάλα, σαμπάλα!
—Πάψε να βρίζεις, τουρκόσπορε, ούρλιαξε η σπιτονοικοκυρά. Δεν κοιτάς την κόρη σου την πρόστυχη, που ξεμυάλισε τους άντρες της γειτονιάς και την έχεις και την καμαρώνεις;
—Πίσω μου σ’ έχω Σατανά! είπε ο μπάρμπας. Αν δεν ήσουν γυναίκα, κυρά, θα σούδινα άσκημη απόκριση. Συμμάζεψε τη γλώσσα σου, μ’ ακούς; Άφησέ μας ήσυχους στη συφορά που μας εβρήκε στα υστερνά μας.
Τότε κείνη άρχισε να σκούζει μανιασμένη, λες και την σφάζανε.
—Να φύγετε απ’ το σπίτι μου, να ξεκουμπιστείτε, παλιοπρόσφυγες. Μας πήρατε τις δουλειές των αντρώνε μας, μας αρπάξατε το φαΐ μας, μας βρωμίσατε τον τόπο. Χρόνια είχε την ταβέρνα ο Πότης μου στο Φάληρο, κι ήρτε ένας παλιοτουρκόσπορος κι’ άνοιξε μιαν παράγκα πλάι, και με τους ψευτομεζέδες του, και τις ψευτοπεριποίησές του και τις λουλοσμυρνιές που κουβαλάει, μας άρπαξε την πελατεία, που να τον επάρει ο Χάρος.
Άνοιξαν κι άλλες πόρτες, κι άνοιξαν κι άλλες γλώσσες, κι όλες μαζί οι ντόπιες δικαίωναν τη σπιτονοικοκυρά. Και το πήραν είδηση και οι προσφυγίνες απ’ το γειτονικό σκολειό, κι ήρθαν κι αυτές απειλητικές. Και μια τους, τράβηξε τα μαλλιά μιας άλλης, κι όλες μαζί πιάστηκαν οι ντόπιες.
—Αντροχωρίστες πρόστυχες, φώναζαν οι ντόπιες.
—Κρυόμπλαστρα, ψοφίμια, πεινασμένες, απαντούσαν οι άλλες.
Μπήκαν στη μέση κι οι άντρες. Έσπασαν κεφάλια και τζάμια. Ήρθε και η αστυνομία, κι άρχισαν ανακρίσεις.
Ο Μπάρμπα-Κωστής δεν την ήθελε τη ζωή του. Το ίδιο βράδυ, μάζεψε την κουρελού του, πήρε και την Πινέλλα του κι έφυγε.
—Εμείς, είπε, θα πάμε στη Σάμο, να δουλέψουμε. Εκεί θα ξαγναντεύουμε και τα μέρη μας. Και σα θε ναρθεί η ώρα η μεγάλη, θα είμαστε κοντινότερα για να γυρίσουμε οπίσω στην πατρίδα.
Κανείς δεν τον εμπόδισε.
—Αυτοί οι άνθρωποι, είπε ο θείος Γιάγκος, είναι μονοκόμματοι. Δεν ξέρουν και λίγη πολιτική. Μια και είμαστε σε ξένον τόπο, πρέπει να δίνουμε τόπο στην οργή.
—Τι θα πει ξένος τόπος, μωρέ Γιάγκο, αρπάχτηκε ο κ. Γεράσιμος. Δεν είμαστε κι εμείς Έλληνες; Αν δεν είμαστε τι ήθελαν να μας λευτερώσουν και να μας καταστρέψουν; Αυτοί έδιωξαν το Βενιζέλο που…
—Καλά, καλά αδερφέ. Αν ζητήσουμε τώρα να εμβαθύνουμε και ν’ αποδώσουμε ευθύνες, θα πάμε πολύ μακριά. Το ζήτημα είναι να μην οξύνουμε κι εμείς τούτα τα μίση που αφυπνίσθηκαν.
—Μνήσθητί μου Κύριε! έκανε η κυρία Ελβίρα, τέτοιο μίσος δε μας το είχαν μήτε οι Τούρκοι.
—Θα καταλαγιάσουν με τον καιρό, όλα θα καταλαγιάσουν, είπε με το συμφιλιωτικό του πνεύμα ο θείος Γιάγκος. Θα έρθουν άλλα μίση να τα διαδεχθούν, άλλα πάθη. Αυτή είναι η ζωή.
Από κείνο το σπίτι της Καστέλλας, για μήνες περνούσαν τσακισμένοι άνθρωποι που δεν ήξεραν που ν’ αποκουμπήσουν τον πόνο τους και πώς να φιλιωθούν και πάλι με τη ζωή. Σαν ξεστρατισμένοι ψάχναν παντού ν’ αναγνωρίσουν κάτι, που θα τους έδινε τη σιγουριά μιας ελπίδας, την ελπίδα μιας χαράς, τη χαρά μιας καλής είδησης. Κι όλοι ρωτούσαν το Γιάγκο και το Γεράσιμο Σιτζάνογλου.
—Εσείς που σχετίζεστε τους μεγάλους, πέστε μας. Θα γυρίσουμε καμιά βολά στα μέρη μας, τώρα που τουφέκισαν τους έξη. Ποιο κόμμα θα μας πάει πίσω να το υποστηρίξουμε;
—Δε μ’ ενδιαφέρουν τα πολιτικά, απαντούσε ο θείος Γιάγκος. Μα ο Θεός είναι μεγάλος και δίκαιος.
—Ώστε πιστεύεις κι ελόγου σου πως μπορεί μια μέρα να γυρίσουμε; Όλοι οι πατριώτες μας λένε: Για να χτίζει ο κύριος Γιάγκος εδώ φάμπρικα πάει να πει πως δεν υπάρχουν ελπίδες.
Ο θείος Γιάγκος κουνούσε με αμηχανία το κεφάλι και έλεγε:
—Ένας εργατικός άνθρωπος, όπου και να σταθεί, έστω και προσωρινά, χτίζει, δημιουργεί.
—Κι εμείς δουλειά ζητούμε, μα δε βρίσκουμε. Ας μας δώσουν που λέει ο λόγος και χαλικότοπο κι εμείς θα τον κάνουμε καρπερό. Μόνο να μας τονέ δώσουνε. Λίγη γης ζητούμε να στήσουμε το τσαρδί μας.
—Όλα θα γίνουν, όλα, τους απαντούσε. Χρειάζεται υπομονή, καρτερικότητα δουλειά. Κι όχι να σηκώνετε παντιέρα και να βγάζουν όνομα οι πρόσφυγες πως είναι ρέμπελοι.
Κι οι άνθρωποι φεύγανε κι έρχονται άλλοι, κι άλλοι, και ζητούσαν να πιάσουν δουλειά στο εργοστάσιο «για ένα κομμάτι ψωμί».
Είχε έρθει πολλές φορές και η Στάσα Ρόδη και γύρευε βοήθεια. Με κανένας δεν τη δεχόταν. Έβγαινε η κυρά-Χρυσή και της έλεγε:
—Δεν είναι κανείς, γιαβρούμ, εδώ. Λείπ’νε.
—Μα πάντα λείπουνε;
—Πάντα, κόμπιαζε η κυρά-Χρυσή.
—Καλά, πάει καλά. Ας πούμε πως το πιστεύουμε, έλεγε πικραμένη και πειραγμένη κι έφευγε αργά, αργά.
Ήταν τόσο αδύνατη τώρα η Στάσα Ρόδη. Είχε ένα βήχα μικρόν ξηρόν που γάντζωνε πάνω στη χοντρή, σχεδόν αντρική φωνή της. Κι είχε βαμμένα τα μάτια της και τα χείλη της τόσο πολύ, που σούφερνε τρόμο.
—Έγινε ιερόδουλος, είπε μια μέρα ο θείος Γιάγκος. Έχει και βιβλιάριο.
Ψάξαμε όλα τα λεξικά με τη Φωτεινή και τον Τρύφωνα για ν’ ανακαλύψουμε τις ακριβώς σήμαινε η νέα λέξη που ακούσαμε. Το λεξιλόγιό μας έμελλε να πλουτιστεί σύντομα, με πολλές άλλες παρόμοιες λέξεις και έννοιες.
Ένα βράδυ, ο κύριος Γεράσιμος μας έφερε την αναδεξιμιά του, τη μικρή Ίρμα που τη βρήκε να ζητιανεύει στον Ηλεκτρικό Σταθμό του Φαλήρου. Ήταν ψειριασμένη, αδύνατη και φοβισμένη και δεν ήθελε να μιλήσει ούτε στη Φωτεινή που την είχε φίλη στο Αϊντίνι. Αμέσως της ξύρισαν τα μαλλιά και το συμπαθητικό, νεανικό κεφαλάκι της έμοιασε με μαδημένο, κακοπαθημένο πουλί. Της φόρεσαν έναν άσπρο σκούφο και μιαν άσπρη ποδιά και την τιτλοφόρησαν καμαριέρα.
—Το καημένο! είπε η θεία Ερμιόνη. Δε θα ήταν καλύτερα να το βάζαμε σε κανένα αναμορφωτικό σχολείο, να μάθει τουλάχιστον καμιά τέχνη; Κρίμα είναι, να γίνει δουλί. Από σεβασμό στον πατέρα της τέλος πάντων.
Ο κύριος Γεράσιμος την κοίταξε παραξενεμένος.
—Μα μικρή δουλειά τόχεις εσύ, Ερμιόνη, ξέσπασε, νάχει εξασφαλίσει στέγη και φαγητό τζάμπα και να σωθεί κοντά μας από το εμπόριο της λευκής σαρκός.
—Μα τούτο καλέ είναι σερσέμικο, όπως ήταν και μικρό· ένα ουδέτερο πράμα, είπε πάλι η θεία Ερμιόνη.
—Έτσι λες εσύ, μα οι άντρες έχουν άλλη γνώμη. Ξέρεις πως τούτο το μικρό έχει κάνει ήδη δυο εκτρώσεις;
Διδώ Σωτηρίου, Οι νεκροί περιμένουν, Κέδρος, Αθήνα 1959, σ. 141-147
Ο πατέρας, που η δουλειά τον είχε τόσο γαληνέψει, ξαναβρέθηκε άνεργος. Το ξενοδοχείο που δούλευε, άλλαξε επιχειρηματία και μαζί και προσωπικό. Έκρυψε ξανά, στο μπαούλο, τη μαύρη του φορεσιά και τα γαλλικά του και τους ευγενικούς του τρόπους. Φόρεσε την τραγιάσκα του εργάτη, τα τριμμένα του ρούχα και σουλατσάριζε στο λιμάνι περιμένοντας κανένα έκτακτο μεροκάματο, πότε δω και πότε κει. Είχε ζαρώσει κι είχε γίνει ένα αδύνατο γεροντάκι με πολλές ρυτίδες και δύσκολη, ασθματική ανάσα. Έγερνε συνεχώς το κεφάλι του, λες και τον φόβιζε η θέα των ανθρώπων. Κι όλο κι έπινε, κι όλο και θυμόταν, όταν έφτανε στο κέφι, τα παλιά στρατηγικά σχέδιά του για να ξεφύγει από τον κλοιό της μιζέριας. Μα τώρα δεν τα εκμυστηρευόταν πια στη μητέρα. Τάλεγε μόνο στον κυρ-Αντρέα και στον εαυτό του καθώς είχε πάρει τη συνήθεια να περπατά και να παραμιλάει.
Η ρετσίνα έγινε το πάθος και το καταφύγιό του. Τον παλιό καιρό έπινε για να τον καμαρώνουν και να τον λένε οι φίλοι του «γερό ποτήρι». Το γλεντούσε κείνο το ρακί, τόπαιζε, τόκανε κέφι και δύναμη. Ύστερα τούγινε συνήθεια να πίνει, όσο κι αν πάλευε με τον εαυτό του. Κι όταν δεν κατάφερνε να το κόψει, έλεγε: «Άστο να κυκλοφορεί κι αυτό στο αίμα. Είμαι δυνατότερός του και το εξουσιάζω». Τώρα όμως; Α! τώρα. Τι σημασία έχει πια για το ασήμαντο σαρκίο του όσο κι αν πίνει. Τώρα τον τραβολογάει αυτό το πάθος, τον σέρνει. Που; Όπου κι αν το σέρνει είναι χαμένος, ναι χαμένος, χαμένος!
Μια μέρα, καθώς πήγαινα το πρωΐ στο σκολειό μου, τον είδα στη γωνιά να με περιμένει. Έτρεξα κοντά του ανήσυχη. Ήταν αφηρημένος και πολύ νευρικός.
—Αλίκη, μου είπε, με φωνή που σκόνταφτε. Μήπως σου βρίσκονται τίποτα λεφτουδάκια πάνω σου; Κάτι φάρμακα ήθελα ν’ αγοράσω της μητέρας σου και δεν έχω σήμερα ευχέρεια.
—Είναι άρρωστη η μαμά; ρώτησα ανήσυχη.
—Ε, όχι σπουδαία πράματα. Μα ωστόσο…
Ποτέ δεν κρατούσα πάνω μου πολλά λεφτά. Μα κείνη τη μέρα η θεία Ερμιόνη μούχε δώσει να ξοφλήσω το λογαριασμό του σχολείου. Έβγαλα το φάκελο από τη σάκα μου και του τον παράδωσα όπως βαστούσε και βρισκότανε, χωρίς να σκεφτώ τη συνέχεια.
Τα μάτια του λάμψανε· η τσέπη του άνοιξε, θαρρείς, μόνη της, και τα ρούφηξε.
—Θα στα δώσω, μου είπε, σε δυο-τρεις μέρες το πολύ, θα στα δώσω. Ναι, κάποτε ο άνθρωπος βρίσκεται σε μεγάλη ανάγκη. Αν θέλεις, μην το πεις ούτε στη μητέρα σου ούτε στη θεία σου· δεν θέλω να ξέρουν σε ποιους μπελάδες βρίσκομαι. Σε σένα έχω εμπιστοσύνη. Ευχαριστώ, παιδί μου!
Τα είπε όλα αυτά στεγνά, σαν αποστηθισμένο μάθημα· κι ύστερα έφυγε απότομα. Στάθηκα στη μέση του δρόμου και τον έβλεπα που ξεμάκραινε. Ύστερα έφερα τις δυο χούφτες στο πρόσωπό μου, λες και γύρευα να κρύψω την απελπισία μου.
Όταν μπήκα στην τάξη δεν καταλάβαινα τίποτα απ’ όσα έλεγαν οι καθηγητές. Στο διάλειμμα των έντεκα, παρουσιάστηκα στο διευθυντή και ζήτησα άδεια να σχολάσω, με την πρόφαση πως είχα πυρετό.
Έτρεξα αμέσως στο σπίτι της μητέρας μου, χτύπησα την πόρτα, μα κανείς δε μου αποκρίθηκε. Χτύπησα το παράθυρο, φώναξα, πέταξα πέτρες. Τσιμουδιά. Μ’ έζωσαν άσχημες προαισθήσεις. Μήπως ήταν πολύ άρρωστη η μητέρα και την πήγαν σε νοσοκομείο; Μήπως είναι μέσα κι έπαθε τίποτα κακό; Και η Νιόβη; Νάταν τάχα σχολείο; Έτρεξα στην απέναντι γειτόνισσα, που η Νιόβη τη φώναζε «Δελτίο», γιατί ήταν πάντα καλά πληροφορημένη για ό,τι γινόταν στη γειτονιά.
—Τούτες τις μέρες, η μάνα σου ξεπορτίζει απ’ τις αυγές, μου είπε. Κάπου θαρρώ πως δουλεύει.
Αισθανόμουνα μιαν ασυγκράτητη χαρά που η μητέρα μου δεν ήταν άρρωστη. Κι ήταν τόση η ανακούφισή μου που ξέχασα τα δανεικά του πατέρα. Μόλις όμως έφυγε η πρώτη εκείνη εντύπωση, μ’ έπιασε ένα σφίξιμο στην καρδιά που ανέβηκε ως το λαρύγγι μου και μούκοβε την ανάσα. Έτσι λοιπόν, ψέματα μου τα είπε ο πατέρας για να… Δε θέλησα να συνεχίσω τη σκέψη μου. Δεν είχα καμιά διάθεση να τον κρίνω αυστηρά. Με πλημμύρισε ένας πόνος. Πως ήταν δυνατό να φτάσει ως εκεί, ο καλός μου πατέρας; Ο πατέρας, που άλλοτε βουτούσαμε τα χέρια μας μικροί και μεγάλοι στις τσέπες του και παίρναμε όσα λεφτά θέλαμε!
Τραβούσα κατά την παραλία της Καστέλλας, σχεδόν μηχανικά. Για ν’ αποδείξω κάθε θλιβερή σκέψη, προσπαθούσα ν’ ανακαλύψω ποια δικαιολογία θάλεγα στη θεία Ερμιόνη για τα δίδαχτρα που δεν πλήρωσα. Μα το μυαλό μου δεν πειθαρχούσε. Ξέφευγε με τεχνάσματα και ξαναγύριζε στο θέμα του πατέρα μου. Τον έβλεπα να τρέμει, καθισμένος στο εδώλιο του κατηγορούμενου, ενώ γύρω του, πρόσωπα συγγενικά και ξένα με τη μαρμάρινη ψυχρότητα δικαστών, τον καταδίκαζαν· και βιαζόμουν να συντάξω την υπεράσπισή του. Δεν ήταν δα και κανένα μεγάλο το ποσό! Πόσα τέτοια λεφτά δε σκόρπιζε κείνος σε γνωστούς και φίλους· και δεν χρειαζόταν καν να του δίνουν εξηγήσεις. «Ξέρεις, Βασιλάκη, τούλεγαν, είμαστε σε ανάγκη…» «Καλά, βρε αδερφέ, πάρτε να κάνετε τώρα τη δουλειά σας! Άνθρωποι είμαστε…» Τον έβλεπα ολοζώντανο, τον παλιόν εκείνο Βασιλάκη Μάγη, τον κεφάτο και τον αισιόδοξο, που λογάριαζε τα λεφτά τόσο λίγο, όσο κι ένα σπάταλο παιδί το απροσδόκητο χαρτζιλίκι που πέφτει στα χέρια του.
Αλλοίμονο! Εκείνη η πρώτη προσφυγή του σε μένα ήταν μια αρχή. Ύστερα από λίγον καιρό ήρθε και ξαναήρθε. Και μια μέρα που δεν είχα ούτε το κοριτσίστικο χαρτζιλίκι μου να του προσφέρω, έβγαλα το χρυσό μου βραχιόλι με το βενέτικο φλουρί. Μα καθώς τόκλεινα διακριτικά μέσα στη χούφτα, άρπαξε το χέρι μου και το φίλησε πολλές φορές με πάθος. Εκείνη η χειρονομία αναστάτωσε τη νεανική ψυχή μου. Μου φάνηκε πως, ποτέ ανθρώπινο φιλί δεν έκλεινε τόση ταπείνωση και τόσον πόνο. Ω πατέρα! πατέρα! Αν μπορούσα να σ’ απαλλάξω από κείνη την κατάπτωση!
Ο Γιούγκερμαν και τα σ...
Ο Βάσιας, σαν έμεινε μόνος, άρπαξε την καράφα και την έκανε χίλια κομμάτια. Ύστερ’ απ’ αυτό κάπως γαλήνεψε. Η λογική του ’λεγε πως καλά έκανε να ξεκόψει με τούτο το παλιοκόριτσο. Μέσα του όμως ανάδευε κάποια ταραχή. Η βεβαιότητα πως δεν θα ξαναχαιρόταν το κορμί της τον έθλιβε. Περπάτησε στην κάμαρα πέρα-δώθε, κάμποση ώρα. Ένιωθε κάτι σαν κενό, σαν αίσθημα αδυναμίας και μοναξιάς. Δεν τον χωρούσε το σπίτι θα ήθελε να βγει, να περπατήσει, να δώσει διέξοδο στον εκνευρισμό του.
Τυλίχτηκε στο αδιάβροχό του, σήκωσε το γιακά, κατέβασε το καπέλο ως τα φρύδια και βγήκε στο δρόμο. Η μέρα σιγόσβηνε δίχως χρώματα· μόνο το σταχτί φως λιγόστεψε και τα σύννεφα αποσκοτείνιασαν. Όλο κι αύξαινε η βοή της θάλασσας.
Πήρε το δρόμο της Καστέλας, προς το Πασαλιμάνι. Φτάνοντας στο άνοιγμα, πάνω απ’ τη σπηλιά του Παρασκευά, ο κακός Σορόκος τον τράνταξε σύγκορμο με τις βίαιες κι υπόθερμες πνοές του. Κάτω στα βράχια τα κύματα έσπαζαν με γδούπο, που τον συνόδευαν φλοισβίσματα αφρών και κατρακυλίσματα χαλικιών. Χοντρές, ηχηρές ψιχάλες λέκιασαν το πεζοδρόμιο.
Το Πασαλιμάνι ήταν πιο απάγκιο, μα έρημο κι αυτό από ανθρώπους. Οι λιγοστοί διαβάτες προσπερνούσαν βιαστικοί, τυλιγμένοι στα πανωφόρια τους. Ο Βάσιας περπατούσε άσκοπα. Ένιωθε απόλυτα, απελπιστικά μόνος· τη στιγμή ακριβώς που κάποιον ήθελε κοντά του, να του μιλήσει, να του ανοίξει την ψυχή του. Να του πει πως είναι πικραμένος σήμερα τ’ απόγεμα, γιατί τον απάτησε ένα άψυχο και πωρωμένο παλιοκόριτσο· μα που ’χε κορμί λιγνό, ντελικάτο, άνηβο κι ηδονικό· φοβερά ηδονικό.
Μπροστά στο Ναυτικό Νοσοκομείο συλλογίστηκε ότι αρκετά περιπλανήθηκε· πως καλύτερα να γυρνούσε σπίτι του, να βρει τις νοικοκυρές του και να περάσει τη βραδιά στο σαλονάκι τους. Πήρε λοιπόν στροφή και ξαναγύρισε το δρόμο που ’ρθε. Καθώς προσπερνούσε το Τούρκικο Προξενείο, είδε ένα γνώριμο διακαμό να έρχεται αντίθετα τυλιγμένος σ’ έν’ αδιάβροχο με σηκωμένο γιακά. Ήταν ο Σταβάδος.
Σταμάτησαν και χαιρετίστηκαν, πολύ φιλικά· μα η θύμηση του πρωινού καβγά τους έκανε κάπως συγκρατημένους. Ο Σταβάδος ήταν πικραμένος απ’ την αδικία του φίλου του. Ο Βάσιας μετανιωμένος που αδίκησε το φίλο του· και, φυσικά, πρόθυμος να διορθώσει τα πράματα.
— Πού πηγαίνεις; ρώτησε τον Αντώνη.
Ο Σταβάδος κούνησε τα χέρια μ’ απελπισμένη εγκαρτέρηση:
— Πουθενά! Βγήκα να ξεσκάσω…
— Κι εγώ το ίδιο; Περπατάμε λίγο μαζί;
Προχώρησαν προς τον Πειραιά σιγοπερπατώντας, δίχως να πολυμιλάν. Πίσω απ’ την Πειραϊκή τα σύννεφα είχαν ξεφτίσει ξεσκεπάζοντας ένα κομμάτι καθάριου ουρανού, απ’ όπου ξεχύνονταν τα κοκκινόχρυσα αντιφεγγίσματα του γερμένου κιόλας ήλιου. Μια πρόσκαιρη αίγλη απλώθηκε στη μελαγχολική πολιτεία του νοτισμένου Σορόκου. Έλαμψαν κάπως οι μουσκεμένες στέγες των σπιτιών· ζωντάνεψε το μουντό νερό του λιμανιού.
— Ξέρεις, είπε ο Βάσιας, το πρωί σου μίλησα λίγο άδικα. Ήμουν νευριασμένος…
Ο Σταβάδος του ’ριξε ματιά γεμάτη αγαλλίαση:
— Δεν σε παρεξήγησα, ούτε θύμωσα. Μόνο πικράθηκα. Νόμιζα πως θα ’χανα τη φιλία σου…
— Μην είσαι ανόητος!
— Ας μην ξαναμιλάμε γι’ αυτό! φώναξε ο Σταβάδος τρισευτυχισμένος. Κι ύστερα ρώτησε:
— Πώς βρίσκεσαι, έτσι μονάχος; Πού άφησες τις παρέες σου;
Ο Βάσιας θυμήθηκε την απογευματινή περιπέτεια και κατσούφιασε. Μάσησε ανάμεσα στα δόντια του κάτι ψευτοδικαιολογίες. Καθώς καινούργια σύννεφα σκέπασαν τη δύση, ξαναβουτήχτηκε στους μαύρους λογισμούς.
— Τί έχεις; απόρησε ο Αντώνης.
— Τίποτα. Λίγο αδιάθετος είμαι…
Συνέχισαν το σιωπηλό περίπατό τους στην έρμη προκυμαία. Ο Σταβάδος προσπαθούσε να μαντέψει το λόγο της μελαγχολίας του φίλου του. Ο Γιούγκερμαν συλλογιόταν πως έπρεπε να τα ’λεγε όλα του Σταβάδου, ίσως κι η καρδιά του ξαλάφρωνε· μα δίσταζε, κάτι τον συγκρατούσε.
Μπροστά στο Σπλέντιτ κοντοστάθηκαν, μην ξέροντας πού να παν. Ο Αντώνης έπιασε το μπράτσο του Βάσια:
— Ξέρεις τι λέω; Να πάμε σπίτι, να πιούμε ένα τσαγάκι…
Ο άλλος σα να ξύπνησε:
— Δεν είναι σωστό…
— Γιατί;
— Δεν γνωρίζω τη γυναίκα σου.
— Τί σημασία έχει αυτό; Θα την γνωρίζεις σήμερα. Θα ευχαριστηθεί κι αυτή πολύ να κάνει τη γνωριμία σου.
Μπήκαν σ’ ένα ταξί. Είχε νυχτώσει, κι οι ψιχάλες μετάλλαζαν σε βροχή.
— Λεωφόρος Σωκράτους 207, πρόσταξε ο Αντώνης τον σωφέρ.
Με τη νύχτα, ο Σορόκος δυνάμωσε.
Μετάβαση στο σημείο: Διαδρομές στην παραλία των αρχόντων, των μετοίκων και των προσφύγων