Πειραιάς
Πόλη αγεωμέτρητη
Συγκρότηση ενότητας: Καλλιόπη Μακαρώνη- Το λιμάνι του Πειραιά
- Η αγορά του Πειραιά
- Πλατεία Καραϊσκάκη (Λεμονάδικα)
- Τρούμπα
- Ακτή Μιαούλη
- Ακτή Ξαβερίου-Χατζηκυριάκειο-Πειραϊκή
- Κεντρικές Συνοικίες
- Διαδρομές στην παραλία των αρχόντων, των μετοίκων και των προσφύγων
- Προφήτης Ηλίας-Κρητικά
- Νέο Φάληρο
- Γειτονιές βαμμένες κόκκινες
- Δραπετσώνα
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Κεντρικές Συνοικίες Φρεαττύδα-Ναυτικό Νοσοκομείο
Λωξάντρα...
Μπήκε άνοιξη! Τα πράματα ησύχασαν και η Λωξάντρα, αν δεν κατάφερε ακόμα να διώξει την Κοντύλω, την παραμέρισε. Κι αυτό κάτι ήταν. Το παιδί τώρα ξαναγύρισε στη γιαγιά.
— Σήμερα τί κάνουμε, γιαγιά;
— Τί λες εσύ να κάνουμε;
— Πάμε για ραδίκια;
Παίρναν αμάξι και ξεκινούσαν για τη Φρεαττύδα. Μετά το Ρώσικο Νοσοκομείο ήτανε του Σκουλούδη το σπίτι, κι έπειτα ερημιά. Κατσάβραχα. Τι ωραία ραδίκια, τι καυκαλήθρες, τι λάπατα μάζευες εκεί.
Μαρία Ιορδανίδου, Λωξάντρα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1979 (7η έκδοση), σ. 201.
Ο Γιούγκερμαν και τα σ...
Χωρίστηκαν. Τώρα ο Γιούγκερμαν προχωρούσε άσκοπα, μόνο και μόνο για να περπατάει. Μη γνωρίζοντας την πολιτεία, δεν ήξερε που πήγαινε. Πήρε στην τύχη ένα κατηφορικό δρόμο και βγήκε στο Πασαλιμάνι. Του άρεσε ο μικρό όρμος με τα ψαροκάικα. Το λόφο της Καστέλας, τον μάντεψε απ’ τα φωτισμένα παράθυρα.
Η βραδιά ήταν ευχάριστη, χλιαρή, λίγο υγρή. Στη σκοτεινή κι ήσυχη προκυμαία περπατούσαν μερικές παρέες. Ήσαν και κορίτσια, που πήγαιναν δυο δυο, ή και περισσότερα.
— Πώς να γίνεται ο έρωτας σε τούτο τον τόπο; συλλογίστηκε ο Γιούγκερμαν.
Μπρος στο Ναυτικό Νοσοκομείο συναπάντησε μια κοπέλα, που περπατούσε μόνη. Κοντούλα ήταν, καλά κρεατωμένη. Τον κοίταξε με ματιά θαρρετή – μαύρα ήσαν τα μάτια της. Ο Γιούγκερμαν έκανε μεταβολή, την πήρε από πίσω, έπεσε δίπλα της κι άρχισε να της μιλάει με τα σπασμένα ελληνικά του. Η κοπέλα γελούσε, ξεθαρρεμένη. Η Ρωμιά δυσπιστεί στον άγνωστο συμπατριώτη της, τον ξένο όμως τον εμπιστεύεται αμέσως.
Της έλεγε όλες τις ανοησίες που του περνούσαν απ’ το κεφάλι. Εκείνη του αποκρινόταν ανάλογα, πειραχτικά. Έστριψαν σ’ ένα σκοτεινό δρομάκι, κι ο Γιούγκερμαν έπιασε το μπράτσο της πρώτα, τη μέση της ύστερα. Τον άφησε· όπως τον άφησε, ύστερ’ από λίγο, να τη φιλήσει στο λαιμό. Όταν όμως γύρεψε τα χείλια της, βρήκε κάποιαν αντίσταση, όχι και τόσο σοβαρή. Του ’δωσε το στόμα της, μα με κάποιο δισταγμό· κάθε τόσο όμως αποτραβιόταν, σα να πάλευαν μέσα της δυο αντίθετες δυνάμεις.
Προχώρησαν προς την Πειραϊκή, ανάμεσα σε κάτι ανάρια χαμόσπιτα. Έφτασαν σ’ ένα μισομαντρωμένο οικόπεδο, έρημο και σκοτεινό. Ο Γιούγκερμαν τράβηξε την κοπέλα προς την πιο άφωτη γωνιά. Εκείνη δεν ήθελε· διαμαρτυρόταν μ’ αδύναμη φωνή. Στο τέλος, τον ακολούθησε.
Τη στρίμωξε κοντά στον τοίχο, κόλλησε απάνω της κι άρχισε να τη χαϊδεύει. Η γυναίκα δεχόταν τα χάδια του μ’ ευχαρίστηση, μα και κάποιο φόβο. Βαριανάσαινε, και μουρμούρισε την ίδια πάντα φράση.
— Δεν κάνει· άσε με. Δεν κάνει, άσε με…
Όταν το χέρι του γίνηκε τολμηρότερο γύρω στην προεξοχή του κόρφου, η κοπέλα σώπασε, αδύναμη. Μα ο Γιούγκερμαν βιαζόταν· οι ορέξεις του δεν συνήθισαν σε χαλινάρι. Το χέρι του κατέβηκε απ’ το στήθος και τρύπωσε κάτω απ’ το φουστάνι.
Τότε, γίνηκε κάτι αναπάντεχο: η κοπέλα τεντώθηκε απότομα, σα να χύθηκε τέτανος στα νεύρα της. Έσφιξε τα πόδια, τέντωσε τα χέρια· και με τη δύναμη της απελπισίας τον έσπρωξε, τον απώθησε. Η μορφή της είχε γίνει σκληρή· τα μισόκλειστα μάτια της γεμάτα μίσος. Καθώς όμως ο Γιούγκερμαν, παραλογισμένος απ’ την ορμή, επέμενε, προσπαθώντας να νικήσει την αντίστασή της, τίναξε τα χέρια στο πρόσωπό του και τ’ όργωσε, με νύχια μυτερά.
Ο πόνος τον σάστισε. Προσπάθησε ν’ αμυνθεί μα η κοπέλα του ξέφυγε. Τρέχοντας χάθηκε μες στο σκοτάδι.
Απόμεινε ξαφνιασμένος, ασάλευτος. Οι γρατζουνιές τον έτσουζαν. Βλαστήμησε ενδόμυχα τους πάντες και τα πάντα· και με περπατησιά σιγανή πήρε το δρόμο του γυρισμού. Ήταν πολύ νευριασμένος. Τί λογής γυναίκα είναι αυτή; Έρχεται μαζί σου, σ’ αφήνει να τη φιλήσεις, να τη χαϊδέψεις. Κι όταν έρθει η στιγμή να ολοκληρωθεί η υπόθεση, σου κάνει τα μούτρα ριγέ!
Στάθηκε κάτω από ’να φανάρι και κοιτάχτηκε στο καθρεφτάκι του. Μικροζημιές. Μόνο μια γρατζουνιά στη μύτη, λίγο βαθύτερη, έσταξ’ έναν κόμπο αίμα. Σκουπίστηκε με το μαντίλι του, και συνέχισε τον άσκοπο δρόμο του. Σιγά σιγά, το κέφι του ξανάρθε. Όσο αναπολούσε την περιπέτεια, την έβρισκε διασκεδαστική. Θα την θυμάται για καιρό!
Το 10...
Το άλλο πρωί, κατά τις δέκα, η Δέσποινα ετοιμαζόταν να βγει. Θα πήγαινε να τηλεφωνήσει στον Καλογερά από το κοντινό μπακάλικο. Δεν έπαιρνε καμιά προφύλαξη· αδιαφορούσε για τη γνώμη του κόσμου. Βγαίνοντας στο δρόμο, είδε τον Ευάγγελο να έρχεται βιαστικός. Πώς έφυγε, τέτοια ώρα, απ’ το γραφείο του; Γιατί; Κακό προαίσθημα πάγωσε την καρδιά της.
— Τί συμβαίνει; ρώτησε με φωνή ραγισμένη.
— Πέθανε ο Καλογεράς, της αποκρίθηκε απότομα. Βάλε γρήγορα ένα σκούρο φόρεμα· και πάμε…
Η μορφή της έγινε σκληρή, αποτρόπαιη. Όλος ο πόνος μετάλλαξε σε δύναμη.
— Θα πας μόνος σου, είπε.
— Αλλά…
— Δεν έχει «αλλά». Δικός σου συγγενής ήταν. Αρκετά με σκότισες με τη φαμίλια σου.
Έκανε μερικά βήματα, να φύγει.
— Πού πας; τη ρώτησε κατάπληκτος.
— Όπου θέλω. Στο δεύτερο συρτάρι της ντουλάπας θα βρεις τη μαύρη γραβάτα σου. Στο ψυγείο έχει κρέας από χτες. Δε θα γυρίσω το μεσημέρι.
Απομακρύνθηκε με περπατησιά νωχελική, σταθερή, αμέριμνη. Έφτασε στο Πασαλιμάνι. Ήλιος, θαλπωρή, χαρά Θεού. Κι οι πιο δυστυχισμένοι φαίνονταν ευτυχισμένοι μέσα στην αγαλλίαση της φύση.
Κοντά στο Ναυτικό Νοσοκομείο είδε ένα καφενεδάκι. Κοίταξε· ήταν έρημο. Μπήκε, κάθισε και παράγγειλε καφέ. Ήρθε ο καφές, ήπιε μια γουλιά. Στο τραπέζι, κάποιος είχε ξεχάσει μια εφημερίδα. Την πήρε· την άνοιξε διάπλατη, σε τρόπο που να κρύβει το πρόσωπό της. Κι άρχισε να κλαίει…
Το βράδυ, όταν ο Ευάγγελος γύρισε, τη βρήκε ήρεμη, να διαβάζει κάποιο λαϊκό περιοδικό. Απόφυγε να της μιλήσει για την κηδεία. Θαρρούσε πως η αδιαφορία της χρωστιόταν στο ότι ο θάνατος του Καλογερά τη λύτρωσε από μια δυσάρεστη περιπέτεια. Τί γινόταν όμως με την κληρονομία; Λαχταρούσε να τη ρωτήσει – κι ασφαλώς η Δέσποινα ήξερε· μα δεν τολμούσε.
Η μπόρα ξέσπασε τη μεθεπομένη. Έξαλλος γύρισε ο Ευάγγελος. Κοιτούσε τη γυναίκα του κοντανασαίνοντας, με μάτια όλο αγριεμένη απορία.
— Δημόσια διαθήκη σε συμβολαιογράφο δεν υπάρχει, είπε. Μόνο μια ιδιωτική ιδιόγραφος, που εγκαθιστά γενική κληρονόμο του μια μικρανεψιά του: την Ειρήνη Χαριτάκη…
Σιωπή. Το ύφος της Δέσποινας είναι ωσάν όλ’ αυτά ν’ αφορούσαν ανθρώπους αγνώστους. Ο Ευάγγελος διστάζει, κομπιάζει. Δεν μπορεί όμως να μη ρωτήσει.
— Μα πώς; Πώς;… Εξήγησέ μου…
Η Δέσποινα χαμογελάει απογοητευμένα τάχα, και σηκώνει τους ώμους.
— Έκανα το κατά δύναμιν. Δεν τα κατάφερα. Η άλλη ήταν πιο καπάτσα. Τί να γίνει;
Απόμεινε ζαβλακωμένος. Ώστε όλα πήγαν χαμένα; Αχ, όχι! Δεν θα ήταν εκείνος το κορόιδο· κερατάς, νικημένος κι ευχαριστημένος! Έκανε μεταβολή κι όρμησε προς την πόρτα.
— Πού πηγαίνεις; τον ρωτάει η Δέσποινα.
— Στον δικηγόρο μου! Η διαθήκη είναι άκυρη! Δεν θ’ αφήσω μια πουτάνα να μου φάει το βιος μου!
Η Δέσποινα ξεράθηκε στα γέλια.
— Πώς είπες; Μια πουτάνα; Μα το Θεό, είσαι αμίμητος!
Μα ο Ευάγγελος είχε κιόλας φύγει.
***
Μ.Καραγάτσης, Το 10, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2008, σ. 62-65
Φρεαττώ...
Φρεαττώ: Μη συνοφρυώνεστε, ως αρχαιολόγοι, δια την ονομασίαν αυτήν που θέλω να καθιερώσω εις ωραιότερον και ρωμαντικώτερον, αλλά και τόσον λησμονημένον αυτόν περίπατόν μας! Γνωρίζω, πως η ονομασία αυτή αμφισβητείται από όλους τους ομοτέχνους σας, όπως αμφισβητούνται και δύο άλλοι: Φρεατίς και Φρεατύς. Αλλά μου είναι αδιάφορον.
Εμέ πάντοτε θα με γοητεύει η πρώτη με όλας τας σοβαράς σας αντιρρήσεις Φρεαττώ!
Υπό το μαγικόν αυτό όνομα δεν νομίζετε πως κρύπτεται καμία θαλασσία νύμφη, καμία πεντάμορφη Νεράιδα, η οποία κατοικεί βαθειά μέσα εις τους δαντελωτούς εκείνους και θυσανώδεις βράχους, με το μελανόφθαλμον χρώμα των, με τους χαριτωμένους κολπίσκους των, όπου, κατά τας αγρίας του φθινοπώρου τρικυμίας θραύεται το κύμα του γηραιού Σαρωνικού, και οι οποίοι έχουν κάποιαν ομοιότητα με τα φιορδ της Νορβηγίας.
Φρεαττώ!
Δεν νομίζετε πως μέσα εις τα μικρά εκείνα άντρα, τα οποία τόσες φορές επεσκέφθημεν κατά τα ευτυχισμένα χρόνια της χρυσής μας ηλικίας, είτε κολυμβώντες, είτε συνευωχούμενοι με τους καλούς μας φίλους, δεν νομίζετε πως εκεί μέσα κατέφυγαν κρυπτόμενοι μακράν από την ολοέναν αυξάνουσαν πόλιν, μακράν από τον αγοραίον θόρυβον και τας μαύρας καπνοδόχους, μακράν από τους οξείς συριγμούς των ατρισκινήτων μεγαθηρίων, μακράν από τα νέα του πολιτισμού είδωλα, οι Εφέσιοι θεοί του Επινείου:
Αλλά δι’ εμέ θα έχει πάντοτε το ίδιον γόητρον∙ δι εμέ πάντοτε θα περικλείει ένα κάποιον αιθέριον μυστήριον και πάντοτε θα μου ψιθυρίζουν εις τα ώτα μου κάποιες λησμονημένες μελωδίες και θα μου φέρει εις την πιστήν ψυχήν μου σκιάς προσφιλείς αποθαμένων φίλων, και πάντοτε θα υψώνονται γιγάντιοι εμπρός μου, όπως και εις τα μικρά μου χρόνια, οι σμικρυθέντες τώρα από τα πέριξ οικοδομήματα βράχοι της και πάντοτε θα φέρω το κουρασμένον βήμα μου επάνω εις τα ελικοειδή και ολονέν παραλάσσοντα τοπία της Φρεαττούς μου!
Εκεί διευθύνω κανένα σεληνόλουστον βράδυ τα βήματά μου, ωσάν κανένα φάντασμα του παρελθόντος και επάνω εις κανένα ογκόλιθον εξαρθρωθέντα από τα μακριά Τείχη καθήμενος βυθίζομαι περίλυπος εις τα περασμένα εκείνα χρόνια της πίστεως και της αγάπης εις τα χρόνια των αορίστων παλμών και των ατέχνων μου στίχων:
Ω ενθυμείσαι την ακτήν της Φρεαττούς
εκείνην όπου το κύμα αφροστεφές η ζεφυρίτις
ωθεί όπως εύρει ακύμαντον εντός των βράχων κλίνην.
Όπου ουδέν ηκούετο ή των κυμάτων ρόχθοι;
Κ’ ενθυμούμαι επάνω εις τα σκορπισμένα ερείπια του επίσης λησμονημένου ποιητή εις τον οποίον αφιερούντο οι πρώτοι μου αυτοί στίχοι των δεκαοκτώ μου χρόνων, τον υψιπέτην εκείνον αετόν τον Αχιλλέα Παράσχον. Και νομίζω πως ακούω ακόμη να φτερουγίζουν γύρω μου εις τα μαγεμένα ώτα μου. Ωσάν βρικόλακες μέσα εις μίαν αχάριστον κ’ επιλήσμονα γενεάν οι μεγαλορρήμονες εκείνοι στίχοι του εμπνευσμένου του Έθνους μας ψάλτου.
Κάτω εκεί εις το κυματόπληκτον άντρον, τρία ολόκληρα καλοκαίρια, αποφεύγοντες τα θερινά καύματα, εζητούσαμεν, ο ποιητής κ’ εγώ, την δροσεράν της θαλάσσης αύραν και με την ιδιόρρυθμον εκείνη ζωηράν απαγγελίαν του μου κατεκήλει τα ώτα μου ο εμπνευσμένος Βάρδος του «Κανάρη» και της «Επιορκίας».
Όλα τώρα απέθαναν και ελησμονήθησαν, όλα και ο ποιητής και το άσμα του και συ ακόμα η περισσότερον όλων αθάνατος, ω Φρεαττώ μου, και μόνον χυδαία ζεύγη ερωτευμένων βεβηλούν την ιεράν σιγήν των απόκρημνων σου βράχων όπου άλλοτε υπό τον κελαρυσμόν του κύματος ενθυμούμεθα και οι δύο μαζί την παρωχημένην εύκλειαν των μεγάλων Ναυμάχων.
Εκεί όπου διά πρώτην φοράν ένιωσα εις το μέτωπόν μου τον πρώτον της εμπνεύσεως πυρετόν και τας πρώτας του στίχου ωδίνας, κουρασμένος έρχομαι τώρα να ζητήσω την λήθην και απομόνωσιν μακράν υπό τον αγοραίον όχλον, προς τον όποιον πάντοτε αποστροφήν και μίσος ησθάνθην.
Ελησμονήθης, ω Φρεαττώ μου. Ομοιάζεις εξόριστον βασίλισσαν η οποία κρύβεται εντροπαλή μέσα εις τα παλάτια της διά να θυμάται τα μεγαλεία της τα περασμένα μακράν από τον άπιστον λαόν της. Αλλ’ εγώ που σε λάτρευα εις τα ευτυχισμένα μας εκείνα χρόνια, θα μένω πάντοτε πιστός εις τους βράχους σου και θα έρχομαι κάποτε να δροσίζω το στήθος μου με τον μυροβόλον ζέφυρόν σου κατά τας μελαγχολικάς εσπέρας του φθινοπώρου, μόνος όπως πάντοτε, ολομόναχος δια να ημπορώ να προσελκύω τριγύρω τα τρεμοσβύνοντα και δειλά φαντάσματα του περελθόντος. Διότι κρύπτει ένα κάποιον μυστήριον αρρήτου γοητείας η απομόνωσις επάνω εις τους βράχους σου, ω Φρεαττώ μου. Εις κανενός άλλου ανθρώπου, παρά του απομονωμένου ποιητού τα ώτα μόνον αντηχεί, η άυλος εκείνη μουσική, η άγνωστος στα πλήθη, η μουσική των αναμνήσεων, η φέρουσα επάνω εις τα νεφελώδεις πτέρυγάς της ψυχάς αποθαμένων αδελφών και κλαυθμηρά παράπονα λησμονημένων φίλων, ψιθύρους φιλημάτων και γελώτων άσματα.
Όχι, δεν απέθανες. Δεν αποθνήσκει κανείς όταν αγαπάται τόσον πολύ πολύ, όπως συ από μέσα. Κ’ ελπίζω –αχ! πόσον ελπίζω- πως ύστερ’ από χρόνια όποταν κλείσουν και οι δικοί μου οφθαλμοί, η ψυχή μου θα πετά εις τους βράχους σου επάνω διά να προσθέτει και αυτή τους στεναγμούς της εις την πένθιμον συναυλίαν σου, εάν καμίαν φοράν ευρεθεί –ποιος ηξεύρει; - καμία φωνή ψυχοδότειρα, από κανένα στήθος ποιητού γεμάτον από συμπάθειαν και αγάπην.
Αχ! δεν αποθνήσκει εκείνος που αγαπάται, ω Φρεαττώ μου!
Οι νεκροί περιμένουν...
«Ανατολίτικα και ευρωπαϊκά ήθη»
Ένα βράδυ μας προσκάλεσε ο Ταλάτ-μπέης, σε επίσημο γεύμα, στο εστιατόριο του «Κραίμερ». Μόλις μπήκαμε η μουσική άρχισε να παίζει τον ύμνο του, κι ο κόσμος σηκώθηκε αναγκαστικά όρθιος να χαιρετίσει. Ένιωσα ένα περίεργο αίσθημα ντροπής και παρατήρησα πως κι ο πατέρας μου ήταν στενοχωρημένος με τη σκηνή.
Την ίδια αυτή δυσάρεστη εντύπωση την αιστάνθηκα λίγες μέρες αργότερα, όταν είδα τον Ταλάτ, τον τόσο λεπτό και ευγενικό μαζί μας, να σέρνει απ’ τα χέρια βίαια τη νόμιμη γυναίκα του, που γονατιστή τον ικέτευε να μην παρουσιαστεί χωρίς φερετζέ στο τραπέζι, μπρος στον πατέρα μου. Δεν κατάλαβα τι της έλεγε με τόσο θυμό, μα τον άκουσα να διηγείται ο ίδιος τη σκηνή στον πατέρα μου και να του λέει:
—Ήρθε ο καιρός να εξευρωπαΐσουμε κι εμείς τα ήθη μας. Αλλιώς δε βλέπω πως μπορούμε να σταθούμε πλάι στα πολιτισμένα κράτη…
Διδώ Σωτηρίου, Οι νεκροί περιμένουν, Κέδρος, Αθήνα 1987, σ.46
Μετάβαση στο σημείο: Κεντρικές Συνοικίες