Πειραιάς
Πόλη αγεωμέτρητη
Συγκρότηση ενότητας: Καλλιόπη Μακαρώνη- Το λιμάνι του Πειραιά
- Η αγορά του Πειραιά
- Πλατεία Καραϊσκάκη (Λεμονάδικα)
- Τρούμπα
- Ακτή Μιαούλη
- Ακτή Ξαβερίου-Χατζηκυριάκειο-Πειραϊκή
- Κεντρικές Συνοικίες
- Διαδρομές στην παραλία των αρχόντων, των μετοίκων και των προσφύγων
- Προφήτης Ηλίας-Κρητικά
- Νέο Φάληρο
- Γειτονιές βαμμένες κόκκινες
- Δραπετσώνα
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Κεντρικές Συνοικίες Τερψιθέα-Δημοτικό Θέατρο
Ο Γιούγκερμαν και τα σ...
Κόντυνε λοιπόν την περπατησιά του, κι ανέβηκε προς τη λεωφόρο Σωκράτους.
Είχε νυχτώσει. Τα στερνά σύννεφα έφυγαν· μύρια αστέρια κρέμονταν στον οπάλινο ουρανό. Μονάχα προς τη Δύση σερνόταν ακόμα κάποι ο απομεινάρι από το φως της μέρας. Φεγγοβολούσαν οι βιτρίνες των μαγαζιών, ζωντάνευαν τα παράθυρα. Στο δρόμο περιδιάβαζε ένας χαρούμενος κόσμος. ήσαν μαθητές του Γυμνασίου, που γύριζαν σπίτια τους· παρέες από κορίτσια των εργοστάσιων, με άβουλο περπάτημα και γελαστές κουβέντες· νοικοκυρές, που έκαναν τα ψώνια τους· υπάλληλοι, που ξεχύθηκαν απ’ τις πόρτες των Τραπεζών. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι περπατούσαν σιγά ανασαίνοντας τον πεντακάθαρο αέρα, μη θέλοντας ν’ αλλάξουν τον ξάστερο ουρανό της γλυκιάς χειμωνιάτικης νύχτας με το ταβάνι του σπιτιού τους.
Ο Γιούγκερμαν στάθηκε μπροστά σ’ ένα κατάστημα νεωτερισμών. Στη βιτρίνα ήσαν στημένες κούκλες, ντυμένες κοστούμια φτηνά. Ολόγυρα γραβάτες, πουκάμισα, παπούτσια, καπέλα. Πήρε σύντομα απόφαση και μπήκε μέσα. Σε μισή ώρα ήταν αγνώριστος· ρεπούμπλικα γκρι-σουρί· κουστούμι καφετί· πουκάμισο άσπρο, με γραβάτα βαθυπράσινη· σκαρπίνι βαθυκόκκινο. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη· βρήκε πως ήταν εντάξει, και χαμογέλασε.
— Έτσι θα τα καταφέρω καλύτερα, συλλογίστηκε. Ο τόπος δεν σηκώνει ξωτικές στολές, μπιχλιμπίδια και τα παρόμοια. Ένα κομπλέ, σαν όλο τον κόσμο· μα καλοραμμένο, φορεμένο με αέρα. Τούτο δω ετοιματζίδικο είναι, της κακής ώρας. Μα, ένεκα το επεισόδιο, δεν μ’ έπαιρνε ο καιρός. Αύριο θα ρωτήσω ποιος είναι ο καλύτερος ράφτης του Πειραιά…
Για την πληρωμή παρουσιάστηκε κάποια δυσκολία – δεν είχε προφτάσει ν’ αλλάξει ελβετικά σε δραχμές. Μα ο καταστηματάρχης δέχτηκε ευχαρίστως το ξένο χαρτονόμισμα και του ’δωσε ρέστα δραχμές, δείχνοντάς του στην εφημερίδα πως τόσο κάνει το ελβετικό, τόσο ο λογαριασμός κ.λπ., κ.λπ. Είμαστε εντάξει, κύριε! Δεν σε κλέβουμε!
Ναι, δεν τον έκλεψαν. Είναι φυσιογνωμιστές οι Ρωμιοί· ξέρουν ποιον θα βαρέσουν…
Καθώς ετοιμαζόταν να φύγει, ο καταστηματάρχης τον σταμάτησε.
— Κύριε! Κάτι ξεχάσατε!
Και του ’δειξε τη στολή του εσαούλ των Κοζάκων, που κειτόταν σε μια καρέκλα.
— Που θέλετε να σας τη στείλουμε;
Ο Γιούγκερμαν χαμογέλασε.
— Πότε έχετε Απόκριες;
— Μα… σε καμιά βδομάδα.
— Ωραία! Η στολή θα σου πηγαίνει μια χαρά. Θα έχεις μεγάλο σουξέ. Σ’ τη χαρίζω!
Βγαίνοντας ξανά στο δρόμο, είχε μεγάλο κέφι. Χαμογελούσε· περπατούσε γοργά, ρυθμικά· σφύριζε κάποιο τσιγγάνικο σκοπό τόσο δυνατά, που οι διαβάτες γύριζαν και τον κοιτούσαν ξαφνιασμένοι. Το κατάλαβε και γέλασε μόνος του.
— Καλησπέρα, αγαπητέ! του λέει ο Γιούγκερμαν.
Ο άλλος τον κοιτάει παραξενεμένος.
— Καλησπέρα…
— Δεν με γνωρίζεις;
— Κάπου σας έχω ιδεί. Δεν θυμάμαι ακριβώς…
Ο Γιούγκερμαν ξεσπάει σε γέλια τρανταχτά.
— Είμαι ο Γιούγκερμαν! Ο Ρώσος αξιωματικός του 96!
— Πώς να σας γνωρίσω, κύριε; Η στολή αλλάζει τόσο πολύ τον άνθρωπο!
— Ναι, τον αλλάζει. Αλλά…
Βγάζει απ’ το πορτοφόλι του ένα ελβετικό πενηντάρι και το δίνει στο θυρωρό.
— Νά! Αυτό είναι για σένα…
— Ω, κύριε! Πώς να σας ευχαριστήσω!
— Απλούστατα: να ξεχάσεις πως κάποτε φορούσα στολή Ρώσου αξιωματικού. Να το ξεχάσεις, όποιος κι αν σε ρωτήσει. Κατάλαβες;
— Το ξέχασα κιόλας, κύριε. Έπαθα αμνησία…
Ως εκ θαύμταος...
Έχω ακούσει τόσα για την Ντόλτσε Βίτα του Φελλίνι που παίζεται στο ολυμπιον του Πειραιά, αλλά είναι ακατάλληλη για ανηλίκους –είμαι μόνο δεκαπέντε χρόνων και πρέπει κάτι να σκαρφιστώ για να μπω, δεν γίνεται να τη χάσω.
«Μπαμπά, μας έχουν βάλει ένα θέμα στην έκθεση να γράψουμε τις εντυπώσεις και τις κρίσεις μας για μια ταινία, αλλά είναι ακατάλληλη και δεν…»
«Ποια ταινία;»
«Τη Γλυκιά Ζωή του Φελλίνι, ενός Ιταλού σκηνοθέτη…»
«Κάτι άκουσα, ναι… και;»
«Μόνο αν συνοδεύομαι από κηδεμόνα επιτρέπεται η είσοδος».
«Και πώς σας έβαλαν θέμα στο Γυμνάσιο να γράψετε για μια ταινία που δεν είναι κατάλληλη;»
«Ξέρω γω, πρέπει όμως να τη δω…»
Την Κυριακή το πρωί η πλατεία του ολυμπιον είναι γεμάτη και καθόμαστε στην πρώτη σειρά του εξώστη.
Όλα αυτά που έβλεπα από μικρός στο σινεακ, στα Επίκαιρα, στον Χοντρό-Λιγνό, στο τρίο Στούτζες, στον Σαρλώ σβήνουν, καθώς στη μεγάλη οθόνη στροβιλίζεται ζαλιστικά η ασπρόμαυρη γοητεία της κοσμοπολίτικης ιταλιάνικης Γλυκιάς Ζωής… Στις τολμηρές σκηνές κάνω τον αδιάφορο ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο πρόσωπο του πατέρα μου, που παρακολουθεί απορροφημένος. Η πρώτη μου αυστηρώς ακατάλληλη ταινία και με το νόμο. Γυρίζοντας σπίτι για το μεσημεριανό φαγητό, φαινόταν σκεφτικός.
«Την ξέρω αυτή τη ζωή, δίκιο έχει ο σκηνοθέτης», μου κάνει αφηρημένος.
Κωνσταντίνος Τζούμας, Ως εκ θαύματος, Καστανιώτης, Αθήνα 2008, σ. 68-69.
Ελληνικός θάνατος...
Η διαδρομή μέχρι τους κήπους της Τερψιθέας, τα Περιβολάκια, ήταν δεν ήταν εκατό μέτρα. Όση κι η Περικλέους, δηλαδή. Στο τέρμα της Περικλέους, μετά το καθαριστήριο του Αναγνωστόπουλου και την Ευαγγελική, απλωνότανε η Τερψιθέα. Αυτά τα εκατό μέτρα όμως, δυο κόσμοι ολόκληροι. Μέχρι το διώροφο του Καρκαζή, στα μισά της Περικλέους, ήσουν στον Πειραιά που ήξερες. Σπίτια μ’ ακροκέραμα και μπρούτζινα ρόπτρα, μπαλκόνια με μαντεμένιες σιδεριές που δείχνανε μούσες κι αγγελάκια και μπιγκόνιες ίσαμε δυο μέτρα ψηλές στις γλάστρες. Μύριζε τ’ αρχοντιλίκι, η νοικοκυροσύνη, η κάποια τάξη, βρε αδερφέ… Εντάξει δε λέω, δεν έτρεχε ποτάμι ο παράς, αλλά τον είχε ο καθένας – άλλος λίγο, άλλος πολύ- τον τρόπο του να πορευτεί. Και στου Βονόρτα να πάει για το τρινάλ και τον πελτέ και στου Αργυρίου να κατέβει για τη φέτα και το κασέρι και απ’ του Διακοδημήτρη να πάρει τη μορταδέλα και τον παστουρμά του. Και τον καφέ στο καφενείο να τον πιει και στο σινεμαδάκι του να πάει και ν’ αγοράσει λουστρίνια τα Χριστούγεννα και πέδιλα το Πάσχα για τα παιδιά. τα φέρναν βόλτα μια φορά και πλήρωναν κανονικά το νοίκι, εκτός από την Πιλάλη, την Κυριακού, τον Καρκαζή, τη Νομικού, που ‘ταν δικά τους και μένανε στον πάνω και νοίκιαζαν το ισόγειο.
Από του Καρκαζή και μετά όμως, ερχότανε ο κόσμος τούμπα. Λες και, μόλις το πέρναγες, άνοιγε μια πόρτα μαγικά που σ’ έμπαζε … σάμπως ξέρω και γω πώς να το πω, αφού κάτι τέτοιο δεν έχω ματαδεί, μόνο στο σινεμά στα Ελληνικά που δείχνουνε –στα ψέματα όμως- κάτι αυλές με δωματιάκι γύρω γύρω και μέσα μένουνε πολλοί, που όλο μαλώνουνε κι όλα αγαπιούνται και μετά σφάζει ο άντρας που γυρίζει από τη θάλασσα τον αγαπητικό της λεγάμενης και τέτοια. Και σ’ ένα ινδικό με τη Ναργκίς είδα ένα παρόμοιο, αλλά στα ψέματα ήτανε κι αυτό, ενώ ετούτο εδώ είναι αληθινό.
Είναι μια μάντρα, η μάντρα του Σκυλίτση τη λένε, και πιάνει δυο τετράγωνα κοντά. Στη μέση έχει μια μεγάλη χωμάτινη αυλή μ’ ένα μεγάλο πλυσταριό που πάει κάθε μεσημέρι η Αθανασία και κάνει μπάνιο και μαζεύεται ο Λαλάκης, ο Σπληνάκιας, ο Μπουντάς και κάτι άλλοι και την κοιτάζουνε κρυφά από μια τρύπα και βγάζουνε το πουλί τους και το τρίβουνε και λένε όλο «ωχ ωχ ωχ» και τους ακούει η κυρά-Ταρούλα και τους παίρνει με τις πέτρες «κωλόπαιδα, ρουφιάνοι, που στη μαλακία πάνω να ψοφήσετε που θα σηκώσετε μάτι στο κορίτσι μου».
«Σιγά τη γαμιόλα» λέει ο Θοδωρής, βάζει μέσα το πουλί του, φτύνει την παλάμη του και πάει κάτα την Τρούμπα να πουλήσει φιστίκια στους Αμερικάνους του στόλου, γιου σπιτ ίνγλις, γκιβ μι ουάν ντόλαρ, αι γκιβ γιου πίνατς.
Είναι που λες στη μέση η αυλή, σα γήπεδο μεγάλη και γύρω γύρω έχει σπιτάκι, μπορεί να ’ναι και εκατό, με δύο δωμάτια το καθένα, το ’να πάνω τ’ άλλο κάτω, σα διώροφα να πούμε, αλλά μικρά, πολύ μικρά, σκυφτός μπαίνεις μέσα άμα θες να τους πας ένα πιάτο φαΐ που περίσσεψε –γιατί να το πετάξεις, δωσ’ το να φάνε οι φτωχοί να σχωρέσουνε και τα πεθαμένα σου. Τα μισά απ’ τα σπίτια της μάντρας έχουνε φάτσα στην Περικλέους. Τ’ άλλα μισά βλέπουνε μέσα στην αυλή. Καμιά φορά, άμα δεν τρώνε το φαΐ μας, μας φοβερίζουν ότι θα μας δώσουνε σ’ αυτούς που μένουνε στη μάντρα, αλλά τσάμπα η φοβέρα, αφού όλη τη μέρα μέσα στα πόδια τους γυρνάμε και μπαίνουμε στα σπίτια τους και κάνουνε παρέα κι άμα χτυπήσει κανείς στο γόνατο από την μπάλα τρέχουνε να μας βάλουνε οινόπνευμα και μας καθίζουνε στο σκαμνάκι και μας δίνουνε και μια κουταλιά ζάχαρη για να μην κλαίμε. Κι έτσι, τους ζούμε συνεχώς και δεν κρατάμε αποστάσεις, αλλά το ξέρουμε, άλλο αυτοί άλλο εμείς∙ όμως κάθε φορά που πρέπει να ξαναπεράσουμε τη μαγική πόρτα που θα μας φέρει μπροστά στου Καρκαζή, είναι σα να περνάμε τα σύνορα, όπως όταν τελειώνει ένα ταξίδι σε ξένα μέρη και γυρίζεις στην πατρίδα. Φτωχοί άνθρωποι, λέει η γιαγιά, η πιο μεγάλη αμαρτία. Καλοί είναι οι κακόμοιροι, τι να τους κάνεις όμως; Σάματις έχεις να τους δώσεις να τους γλιτώσεις; Η πιο μεγάλη αμαρτία, η φτώχεια. Αυτό λέω εγώ, λέει η γιαγιά και προσπερνάει. Καλησπέρα, κυρα-Λεονώρα, της λένε. Καλησπέρα, λέει κι αυτή, αλλά δε γυρίζει το βλέμμα της. Κοιτάζει μπροστά ολόισια κατά την Τερψιθέα. Την ακούω που την ακούω τη φτώχεια, λέει, τι να τη βλέπω κιόλας; Δεν την μπορούσε τη φτώχεια η γιαγιά και σαν τη στρουθοκάμηλο της κρυβότανε και νόμιζε πως έτσι την ξόρκιζε. Κι άμα δεν είχε την καρδιά της και μπορούσε να περπατάει χωρίς να λαχανιάζει, δε θα πέρναγε μπροστά από τη μάντρα για να πάει στην Τερψιθέα. Θα ‘κανε κύκλο και θα πήγαινε από την Καραΐσκου, αλλά είχε την καρδιά της και κοβόταν η αναπνοή της λίγο να κουραζότανε. Μια φορά της κόπηκε μπροστά στην πόρτα της γκαβής με τα πολλά παιδιά –οχτώ είχε; δέκα είχε; κι όλα μέσα στο ίδιο δωμάτιο. Το ’να πάνω στ’ άλλο ήταν, και τρέξαν όλοι από τη μάντρα, της δώσαν να μυρίσει λίγο οινόπνευμα, την πήραν μέσα στης γκαβής, την ξάπλωσαν εκεί με τα μωρά και την ξεμάτιασαν. Νάτο…νάτο…γάιδαρο σκοτώνει αυτό το μάτι όχι γριά γυναίκα, και χασμουριόντουσαν, μετά της κάνανε καφέ, αλλά δεν πήγαμε στην Τερψιθέα. Γυρίσαμε στο σπίτι, έβγαλε τα ρούχα η γιαγιά, μια ώρα τριβότανε με κολόνια λεμόνι, έριξε τα ρούχα στη σκάφη να τα πλύνει, έβαλε καινούργιο μισοφόρι κι έλουσε με ξίδι τα μαλλιά της που ακουμπήσανε στο ξένο μαξιλάρι. Μωρέ, καλοί άνθρωποι ήτανε. Νταβαντζήδες, ήτανε κανά δυο μονάχα. Οι άλλοι ήτανε νοικοκυραίοι. Μεροκαματιάρηδες, φιλότιμοι, δουλειές του ποδαριού κάνανε, ό, τι μπορούσανε να γεμίσουν το τσουκάλι. Τράμπες κάνανε στο λιμάνι, τους δραγουμάνους στα μπαρ, όποτε ερχότανε ο στόλος, αλλά στήνανε κάτι ωραία γλέντια στην αυλή…
Γιάννης Κακουλίδης, Ελληνικός θάνατος, Καστανιώτης, Αθήνα 1996, σ. 12-17.
Ως εκ θαύμταος...
Όταν ανοίγω τα μάτια μου, όλοι κοιμούνται ακόμη. Τέλεια, γιατί έντεκα η ώρα πρέπει να είμαι στα μουσικά πρωινά στην Τερψιθέα.
…μπάσκετ παπούτσια, σωληνωτό παντελόνι, καρώ πουκάμισο, άτακτα γυαλιστερά μαλλιά, ξεχειλωμένο πουλόβερ, ετοιμάζομαι με το πάτημα γάτας… Η Μαίρη που σηκώνεται για ν΄ αρχίσει το γαμήλιο τραπέζι μού βάζει κάτι ψιλά στην τσέπη και χοροπηδάω στο δρόμο σαν ήρωας του Όταν σπάσαμε τις αλυσίδες.
Κυρίες και κύριοι, καλώς ήρθατε στα μουσικά πρωινά. Τα πρωινά του κεφιού, της χαράς, της μουσικής και των ταλέντων, που σας παρουσιάζει ο μεγάλος, ο μοναδικός κονφερασιέ Λάμπρος Ζούνης. Χειροκροτήστε τον… πανζουρλισμός… γουέικ απ λιτλ Σούζυ, γουέικ απ… γυαλιστερές αλογοουρές, καρώ πλισέ φούστες, μαύρα μπουφάν και άσπρα σοσόνια κουνιούνται ξέφρενα στο ρυθμό του αυτοσχέδιου σαξόφωνου από τσατσάρα τυλιγμένη σε τσιγαρόχαρτο, καθώς τα παιδιά-θαύματα σολάρουν κάνοντας όλα τα όργανα με το στόμα τους, όπως ο Τζέρυ Λιούις ή ο Ντάνυ Καίη…
Στη σκηνή του σινεμά τερψιθεα πιανίστες και χορωδίες συνοδεύουν τον Τέρρυ Χρυσό στο λυγμικό Μελαγχολικό μου αγόρι, τη Ζωίτσα Κουρούκλη σε τζαζίστικες άχνες, τον βελούδινο Φώτη Δήμα στο Όνειρό μου το τελευταίο και τον Λάμπρο Ζούνη, που μπαινοβγαίνει ανάμεσα σε αρτίστες και ταλέντα, ζογκλέρ, μίμους και ψώνια και μ΄ όλους εμάς από κάτω σε έξαλλη χαρά και στυλάτο τεντυμποϊσμό… Γαμώτο, μία και είκοσι πήγε… βγαίνω τρέχοντας, πηδάω πίσω στη σχάρα του Πέτρου, που γκαζώνει το μηχανάκι του στη στιγμή και ξεφωνίζοντας διασχίζουμε όλη την κατηφόρα μέχρι τη γέφυρα του Καλαμάκη. Ξεκαβαλάω εν κινήσει κοντά στο σπίτι, ανεβαίνω τρία τρία τα σκαλιά και μπαίνω… μόλις έχουν καθίσει στο τραπέζι. Ο πατέρας αφήνει την κυριακάτικη Ελευθερία δίπλα του χαμογελαστός.
«Η Κατίνα… από δω ο μεγάλος μου, λίγο καθυστερημένος, αλλά παρών…»
Ευτυχώς συνεχίζει να χαμογελάει.
«Να ζήσετε… χαίρω πολύ… συγγνώμη για την καθυστέρηση…» καρδιοχτυπάω, κανένα σχόλιο για χτες βράδυ, τέλεια.
Την κρυφοκοιτάω, καστανή, λιγομίλητη, σαν να ’χει μόλις επιστρέψει από την κυριακάτικη λειτουργία, μπορεί και να μετάλαβε… Η δεύτερη γυναίκα του πατέρα μας είναι απ’ το χωριό των γονιών του…
Πέρασαν κιόλας τρία χρόνια απ’ το θάνατο της μητέρας! Άραγε αν ζούσε, θα ξενυχτούσα μέχρι το πρωί, θα ντυνόμουνα έξαλλα, θα χόρευα σαν τρελός, θα έκανα κοπάνες για μπιλιάρδα και κλαμπ με μπλαζέ αντροπαρέες και ζόρικα αγοροκόριτσα ή θα ήμουνα σκυμμένος πάνω σε βιβλία, θα είχα επαφή με την εκκλησία και θα προετοιμαζόμουν για επιστήμονας που εκτελεί το καθήκον του με τη σεμνότητα του υψηλού σκοπού που πηγάζει απ’ την πίστη στον Δημιουργό;
Τώρα που εκείνη δεν ζει, εγώ κάνω το καλό ή το κακό ακολουθώντας ανέμελα το ρεύμα της εποχής… και μήπως στο βάθος αυτή η πνευματική ζωή που δεν κάνω… με μελαγχολεί και με κρατάει μακριά από… τι όμως;
Η κυρα-Κατίνα εν τω μεταξύ προσπαθεί να προσαρμοστεί στη ζωή της πόλης και ν’ ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του συγκεκριμένου σπιτικού…
Γλυκιά γυναίκα, με τα μάτια της συχνά σπλαχνικά να ρουφάνε τα πάντα, σαν μετανάστης που μαθαίνει τη γλώσσα, αθόρυβη και ευγενική… μου παίρνει χρόνο να πιάσω επαφή. Μιλάμε στον πληθυντικό το απόγευμα που στέκεται μπροστά στη βιβλιοθήκη. Έχει κοκκινίσει και σαν να ντρέπεται.
«Μπορώ να σας πάρω να διαβάσω ένα βιβλίο;»
«Μα βέβαια, φυσικά, αλίμονο», δεν ξέρω τι να πω, «ποιό;»
«Αυτό εκεί».
Ρίχνω μια ματιά στον τίτλο Ο φτωχούλης του Θεού, ούτε ξέρω πώς έχει βρεθεί ανάμεσα στ’ άλλα. Δεν θυμάμαι να το ’χω διαβάσει. Το βγάζω και της το δίνω.
«Όλα εδώ είναι στη διάθεσή σας… όποτε θέλετε… ό,τι θέλετε…»
«Ευχαριστώ…»
«Παρακαλώ», χαμογελάμε ζεστά.
Με ρωτάει ποιο πουκάμισο ή παντελόνι θα φορέσω για να τα σιδερώσει, ζητάει τη γνώμη μου για το φαγητό που θα μαγειρέψει –άσχετος εγώ– με καλύπτει στις δύσκολες απ’ τον πατέρα μου και δένεται κυρίως με τη μικρή Δέσποινα, που θα περάσει και τα περισσότερα χρόνια μαζί της, καθότι η Μαίρη και γω έχουμε αρχίσει να ξεπορτίζουμε και ν΄ απομακρυνόμαστε. Με τη Δέσποινα έρχονται πιο κοντά, παρόλο που η μικρή είχε εναντιωθεί σ’ αυτό το γάμο. Δεν μας πέρναγε απ΄ το μυαλό ότι η αδελφούλα μας: «Φώναζα κι έκλαιγα γιατί περίμενα ότι θα γυρίσει η μαμά μας και δεν ήθελα άλλη».
Κωνσταντίνος Τζούμας, Ως εκ θαύματος, Καστανιώτης, Αθήνα 2008, σ. 85-88.
Ως εκ θαύμταος...
τέσσερα
«Πάντως, Ντιάνα μου, αν ξαναφορέσω ποτέ χακί, να με φτύσεις, δεν πα’ να γίνει της μόδας, δεν το βάζω πάνω μου με τίποτα…»
«Σε καταλαβαίνω», ανάβει τσιγάρο κοιτώντας με ερωτηματικά.
«Γνώρισα βέβαια ανθρώπους που δε θα τους έκανα παρέα ποτέ μου στο Πασαλιμάνι… αλλά αυτό πάει, τέλειωσε. Αν και…»
«Αν και;»
Γλείφει τον αφρό του καφέ απ’ τις άκρες των χειλιών της περιμένοντας.
«Αν και βλέπω κάτι όνειρα όπου δε μου δίνουν απολυτήριο, όλο και κάτι γίνεται και αναβάλλεται… ξυπνώ με αγωνία, δε μ’ αρέσει καθόλου, προτιμώ τα όνειρα που έβλεπα λίγο πριν απολυθώ… όπου…»
«Όπου;»
«Ονειρευόμουνα εσένα.»
«Εμένα!»
Δεν είναι τόσο έκπληκτη όσο θέλει να δείχνει.
«Ναι, εσένα…»
Χαμηλώνει τα μελιά μάτια της στο φλιτζάνι.
«Δε σε πιστεύω, γιατί δε μου το ’γραψες;»
«Ήσουνα με τον Σταύρο… Τώρα που έμαθα απ’ τα παιδιά ότι το ’χετε διαλύσει, σου τηλεφώνησα και…»
«Ναι, με τον Σταύρο έχουμε… αραιώσει, αλλά δεν έχω αποφασίσει ακόμη αν…»
«Καταλαβαίνω».
Οι καμπύλες των ποδιών της είναι υπέροχες.
«Όταν μου τηλεφώνησες, δεν πήγε το μυαλό μου ότι ήθελες να… αν και ραντεβού στο dolce, στο πατάρι, Κυριακή απόγευμα με βροχή…»
«Ναι, είναι σαν την ταινία Κυριακές στην πόλη Αβρέ μ’ ανεκπλήρωτους έρωτες και…»
«Όχι… όχι ακριβώς», με παίζει.
«Τότε τι, Ντιάνα;»
«Άσε με να το σκεφτώ, αγαπημένε μου… Μ’ αρέσει να σε λέω έτσι, δε σε πειράζει…»
«Καθόλου, μ’ αρέσει πολύ κυρίως το “μου”».
«Έχετε κάτι εμμονές οι άντρες…»
«Οπότε… bonjour tristesse;» κάνω μελαγχολικά.
«Είσαι θεατρίνος όμως», χαμογελάει κοιτώντας με.
Ο Καμπέρ ήταν ήδη εκεί. Του ’χα τηλεφωνήσει και κανονίσαμε να βρεθούμε μπροστά στο Δημοτικό Θέατρο. Μια ζεστασιά ξεχυνόταν απ’ τα μεγάλα γαλανά μάτια του και τα ξανθά μπουκλωτά μαλλιά, ψηλός σαν Βόρειος θεός.
«Μου τηλεφώνησε ο αδερφός μου ο Λάκης και του ’πα ότι θα συναντηθούμε σήμερα και χάρηκε… Τι γίνεται;»
«Καθάρισα με το στρατιωτικό και τώρα κοιτάζω… γενικά… να δω τι θα κάνω. Πάμε προς Πασαλιμάνι;»
«Εσύ ξέρεις, εγώ δε γνωρίζω τα… κόλπα, μένω προσωρινά σε μια θεία μας στα Ταμπούρια μέχρι να δω και γω τι θα κάνω… είναι και όλη η κατάσταση περίεργη…»
«Τι εννοείς;»
«Η πολιτική κατάσταση, ρε φίλε, οι φοιτητές, οι εργάτες… Είσαι σε καμιά νεολαία;»
«Πολιτική;»
«Ναι για».
«Πέρασα κάνα δυο φορές απ’ του Παπαπολίτη, αλλά για να σου πω την αλήθεια, ήταν γκόμενα το θέμα…»
«Του Παπαπολίτη; Δεν είναι τίποτα αυτά… χλιαρά πράγματα, έλα στους Λαμπράκηδες να δεις τι σημαίνει όλοι μαζί, σαν αδέλφια, ν’ αγωνιζόμαστε για ένα σκοπό, άντρες, γυναίκες, παιδιά…»
«Ρε φίλε, δε μ’ αρέσει η πολιτική».
«Ούτε και μένα, αδερφέ, αλλά δουλεύω για ν’ αλλάξει».
Κωνσταντίνος Τζούμας, Ως εκ θαύματος, Καστανιώτης, Αθήνα 2008, σ. 174-176.
Ως εκ θαύμταος...
Η Ίζα φεύγει για το Τέξας. Θα πάει να μείνει στης αδελφής της, παντρεμένη μ’ έναν Αμερικανό που ’χε γνωρίσει στη Γλυφάδα όταν αυτός υπηρετούσε στη βάση του Ελληνικού. Η Ίζα θα σπουδάσει ψυχολογία και θα ’χει την ευκαιρία «να πειραματιστώ με τον αμερικάνικο τρόπο ζωής που μ’ ερεθίζει πολύ, διότι ως ρώσικο κύτταρο έχω τρομερή περιέργεια για τον καπιταλισμό».
Αποχαιρετιστήκαμε σαν να λέγαμε καληνύχτα, θα τα πούμε αύριο. Δεν γουστάρουμε φορτισμένους αποχαιρετισμούς με μελό βλέμματα…
Περνάω απ’ την μπουτίκ του Ξυγγόρου για να πάρω τον Νίκο, που τακτοποιεί μέσα στη βιτρίνα μια γραβάτα πάνω δεξιά, ένα φουλάρι πιο κάτω αριστερά, φαίνεται να τελειώνει… Ο Κώστας ο εκτελωνιστής επιθεωρεί με ύφος Τέρρυ Τόμας, έχει τα ίδια αραιά μπροστινά δόντια, μιμείται την προφορά του με τέλεια indeed, του μοιάζει κιόλας. Ο Νίκος πνίγει τα γέλια του για να μην αναποδογυρίσει τίποτα, βγαίνει προσεχτικά απ’ τη βιτρίνα, ανάβει τσιγάρο, περπατάει με τις κάλτσες στο ξύλινο πάτωμα μέχρι το χαμηλό σκαμπώ και βάζει τα παπούτσια του.
«Perfect, indeed», εγκρίνει ο εκτελωνιστής Τέρρυ Τόμας.
Ο Ξυγγόρος σκάει στα γέλια, όπως όλοι μας, και βάζει κάτι χιλιάρικα στην τσέπη του Νίκου, οι καλοί λογαριασμοί… Βγαίνουμε στο δρόμο κι ανηφορίζουμε για το ραντεβού με τον Γιώργο. Τον βρίσκουμε αραχτό στο διεθνεσ να ρουφάει γρανίτα.
«Πού είσαστε, ρε κοράκια, κοιτάξτε μια μήτρα που περνάει…»
«Εμείς δουλεύουμε», του την μπαίνει ο Νίκος, «εσύ, δούλεψες για μας; Δε βλέπω καμιά τουρίστρια, καμιά ωραία τύπα, να μας περιμένετε να πάμε κάπου ωραία και κομψά, τι σ’ έχουμε εδώ και ρουφάς γρανίτα από καλαμάκι σαν συνοικιακός λαϊκός από… και γω δεν ξέρω πού…»
«Καλά, μαλακίες λες τώρα, επειδή εσύ δούλευες, αν και σιγά τη δουλειά, καθόσουνα. Και γω καθόμουνα αραχτός για καφέ».
«Άλλο καφές κι άλλο γρανίτα, και μάλιστα από καλαμάκι… μικρέ Γιωργάκη, ξανθέ ζεν πρεμιέ…»
«Σωστά», κάνω.
«Α, εδώ είσαι συ; Σ’ το ’χω πει, είσαι τόσο αδύνατος, που πρέπει να περάσεις δυο φορές από μπροστά μου για να καταλάβω ότι ήρθες, χα, χα, χα», καγχάζει μόνος του.
«Άσ’ τα κρυόκωλα», τον παγώνει ο Νίκος.
Χαζεύουμε τα σούρτα φέρτα στην πλατεία του Δημοτικού Θεάτρου, το αττικον απέναντι παίζει Αντονιόνι και το χαϊλαϊφ απ’ την άλλη τον Αρχισιδηρουργό εδώ και… χρόνια.
Τρεις τουρίστριες μας κοιτάνε, η μια τους δείχνει το Δημοτικό και κάτι ρωτάει. Ο Γιώργος πετιέται πρόθυμος:
«Δις ιζ…» κολλάει, δεν βρίσκει τη λέξη… «Ρε σεις, πώς λέμε θέατρο στ’ αγγλικά;»
Δεν απαντάει κανένας μας. Ο ξανθός προσπαθεί και πάλι:
«Δις ιζ, ε… γιου νόου Μελίνα Μερκούρη; Ολ ράιτ. Μελίνα Μερκούρη σίνεμα… δις ιζ δη άδερ…»
Οι τουρίστριες σαν να το σκέφτοναι.
«Δη άδερ… νο σίνεμα», επιμένει, «δη άδερ… πώς το λένε, ζωντανό θέατρο…»
«Oh, you mean theater».
«Γιες, θήατερ», κορδώνεται ο Γιώργος, «θήατερ». Γυρίζει σε μας, «Ρε σεις…»
«Δεν το ’ξερες, βρε μαλάκα», τον κόβει ο Νίκος, «η απλούστερη λέξη, δεν το ’ξερες, εμείς νομίσαμε ότι έκανες πλάκα…»
«Α, έτσι; Μη μου τα γυρίζεις τώρα, μου τα ’χετε πρήξει απ’ την ώρα που ήρθατε… Να σου πω, Νίκο μεγάλε…»
«Να μου πεις, μικρέ».
«Το ’ξερα πως θα μου τη σπάσεις. Γι’ αυτό πάρε φόρα απ’ τον Υμηττό κι έλα να μου τα κλάσεις…»
«Άρχισες πάλι τα γυμνασιακά αστειάκια τα λαϊκά, αποικιακέ…»
Γελάμε.
Παίζουμε ποδοσφαιράκι στα υπόγεια σφαιριστήρια του Σιδέρη στο Πασαλιμάνι, με τον Κατερινιό να χαϊδεύει συνέχει τη μαύρη αλογίσια φράντζα του, νευρώδης και επικίνδυνος, όταν κάποιος φωνάζει «Ρε σεις, μου κλέψανε το πορτοφόλι». Ο Σιδέρης αγρίεψε, «Δε φεύγει κανείς από δω αν δε βρεθεί το πορτοφόλι», κλείσανε τις πόρτες, ήρθε η αστυνομία και βρεθήκαμε πέντε έξι με συνοδεία δυο αστυνομικών να διασχίζουμε τους δρόμους του Πειραιά καθ’ οδόν για την Ασφάλεια. Ο Κατερινιός δίπλα και πίσω μου ψιθυρίζει. «Είμαι σταμπαρισμένος, βγάλε με απ’ τη δύσκολη με το φόλι και θα σ’ το χρωστάω», ενώ μου χώνει με τρόπο στην τσέπη το σώμα του εγκλήματος. Δεν πρέπει να πανικοβληθώ, ψυχραιμία, για ν’ απαλλαγώ από δαύτο το συντομότερο, το χώνω στο πρώτο καλάθι απορριμμάτων του Δήμου Πειραιά, που μου προσφέρεται βολικά στημένο πάνω σ’ ένα στύλο της δεη. Πετώντας απ’ το ξαλάφρωμα, ανεβαίνω αεράτος τα σκαλιά της Ασφάλειας μαζί με τους άλλους.
Όταν λίγο αργότερα γελάμε ανακουφισμένοι μπροστά στο σκουπιδοτενεκέ, ο Κατερινιός με το φόλι του θησαυρού στα χέρια του και εκτιμώντας τη δεξιοτεχνία με την οποία χειρίστηκα το θέμα, που θα του δώσει την ευκαιρία να ψωνίσει στυλάτα ρούχα και να πεταχτεί στις Σπέτσες για μια γκόμενα νταλκά, με ανταμείβει δεόντως. Ναι, η κλοπή φοριέται πολύ. Οι πιο θαρραλέοι έχουν ξανοιχτεί σε τουρίστριες, ξενοδοχεία, διπλανά τραπέζια, οι άλλοι αρκούνται στην τσέπη του μπαμπά, σε κάνα κουμπαρά του μικρού αδελφού, στα ρέστα από οτιδήποτε –όπου πάντα πρέπει να σ’ το υπενθυμίζουν–, στα δανεικά κι αγύριστα, και όλα αυτά γιατί το χαρτζιλίκι δεν φτάνει ποτέ. Θέλουμε να κάνουμε τόσα πράγματα… ταινίες, κλαμπ, δίσκοι, βιβλία, ρούχα –να μπαίνουμε και να βγαίνουμε οπουδήποτε μ’ αυτή την περιέργεια που καλπάζει κι αυτή τη φωτιά που σιγοκαίει… και υποδαυλίζεται από ξεσηκωτικούς αέρηδες που φυσάνε από Αμερική και Ευρώπη.
Κωνσταντίνος Τζούμας, Ως εκ θαύματος, Καστανιώτης, Αθήνα 2008, σ. 193-197.
Ως εκ θαύμταος...
Η τελευταία παράσταση εδώ πριν την περιοδεία στο εξωτερικό δίνεται στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς για Βραζιλιάνους εκατομμυριούχους που κάνουν κρουαζιέρα στο Αιγαίο. Ο Κοτάν και ο Καμπέρ παίρνουν μέρος στην παράσταση, αν και δεν θα έρθουν μαζί μας στην περιοδεία, γιατί ήδη κάνουν πρόβες στην Ιστορία του Αλή Ρέτζο του Π. Μάρκαρη με το Ελεύθερο Θέατρο, σε ομαδική σκηνοθεσία.
Το Δημοτικό Θέατρο γεμίζει καλοδιατηρημένες μπρονζέ φιγούρες, φορτωμένες διαμάντια, ζαφείρια, ρουμπίνια και μπριγιάν, που αστράφτουν μέσα στο σκοτάδι της πλατείας, κλέβοντας τη λάμψη απ’ τη σκηνή. Τέτοιος εμφανής πλούτος σε πλατεία θεάτρου, στην Ελλάδα τουλάχιστον είναι σπάνιο φαινόμενο. Η Πρεσβεία της Βραζιλίας έχει αναλάβει τη δεξίωση που ακολουθεί και πάμε με Καμπέρ, Κοτάν, κυρίως για να κάνουμε πλάκα στο δήμαρχο Σκυλίτση, που μας είχε πετάξει έξω απ’ το θέατρο τότε στις πρόβες της Όπερας. Την πέφτουμε στον πλούσιο μπουφέ, την πέφτουμε και σε κάτι Βραζιλιάνες καλλονές, που σε λίγο θα επιστρέψουν στο σουπερλούξ κρουαζιερόπλοιο και δεν θα τις ξαναδούμε ποτέ.
«Ήρωες ενός ρομάντζου χωρίς μέλλον», σχολιάζω.
«Ρε τρότσκα, Κοτάν, ξέρεις τι λέει ο Μπρεχτ στον Γαλιλαίο για τους ήρωες;» του κάνει ο Καμπέρ.
«Τι λέει;» ρωτάει στωικά ο Κοτάν.
«Εε, εδώ σε θέλω…»
«Ε, πες το μας… τι; Θα μας γαμήσεις κιόλας, ρε Καμπέρ, για να μας το πεις… ούτε μυστικό να ’τανε. Λες και παίζεις το Μυστικό της Κοντέσας Καμπέραινας».
Πέφτουν γέλια.
«Ναι, γέλα, γέλα, αλλά άκουσέ το πρώτα, όχι αλίμονο στη χώρα που δεν έχει ήρωες, αλλά αλίμονο στη χώρα που έχει ανάγκη από ήρωες.»
Το σκεφτόμαστε εντυπωσιασμένοι.
Κωνσταντίνος Τζούμας, Ως εκ θαύματος, Καστανιώτης, Αθήνα 2008, σ. 392-393.
Μετάβαση στο σημείο: Κεντρικές Συνοικίες