Πειραιάς
Πόλη αγεωμέτρητη
Συγκρότηση ενότητας: Καλλιόπη Μακαρώνη- Το λιμάνι του Πειραιά
- Η αγορά του Πειραιά
- Πλατεία Καραϊσκάκη (Λεμονάδικα)
- Τρούμπα
- Ακτή Μιαούλη
- Ακτή Ξαβερίου-Χατζηκυριάκειο-Πειραϊκή
- Κεντρικές Συνοικίες
- Διαδρομές στην παραλία των αρχόντων, των μετοίκων και των προσφύγων
- Προφήτης Ηλίας-Κρητικά
- Νέο Φάληρο
- Γειτονιές βαμμένες κόκκινες
- Δραπετσώνα
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Κεντρικές Συνοικίες Πασαλιμάνι
Λωξάντρα...
— Πάμε στο θέατρο; είπε η Λωξάντρα ένα βράδυ.
— Πάμε.
Φόρεσε η Κοντύλω άσπρη άνζα καθαρή και το μαύρο της τσεμπέρι από πάνω. Φόρεσε η Αν’ξίτσα το θαλασσί τσιτάκι της, ντύθηκε κι η Λωξάντρα. Έβαλε και κολόνια στο μαντίλι της Άννας και ξεκίνησαν.
— Εσύ θέατρο είδες ποτέ σου; ρώτησε την Άννα. Δεν είδες, πάμε να διεις.
Στο Πασαλιμάνι έπαιζαν εκείνο το βράδυ Καπετάν Γιακουμή.
— Καπετάν Γιακουμή; λέει η Κοντύλω σαν φτάσανε στην πόρτα του θεάτρου. Δεν πάω!
—Γιατί, μωρή, δεν πας;
Δεν πάει γιατί στον Καπετάν Γιακουμή κοροϊδεύουνε τους Υδραίους. Μπρε καλή μου, μπρε κακή μου, τίποτα. Στυλώθηκε σαν μουλάρι η Κοντύλω μπροστά στην πόρτα του θεάτρου, και δεν το κουνεί.
Σαν είδανε κι αποείδανε, αποφάσισαν να φύγουνε. Άντε δεν πειράζει, ας πάνε στο αντικρινό το θέατρο που έχει και πιο πολλά φώτα. Δίνει η Λωξάντρα στην Κοντύλω λεφτά να πάρει τα εισιτήρια, δίνει και στην Αν’ξίτσα λεφτά να πάρει πασατέμπο και στραγάλια. Και μπαίνουνε στο θέατρο. Κόσμος πολύς σ’ αυτό το θέατρο. Σκούντα-βρόντα μπήκανε μέσα και τέλος πάντων κατόρθωσαν να βρούνε τέσσερις θέσεις και να κάτσουνε. Και μόλις κάθισαν, κοιτάζει η Λωξάντρα γύρω της και λέει:
— Πάμε να φύγουμε. Ψείρες θα κολλήσουμε εδώ μέσα!
— Σιγά το γλόμπο! λέει ένας μάγκας που καθότανε δίπλα στην Αν’ξίτσα.
Φοβήθηκε η Λωξάντρα να του απαντήσει και να τον βάλει στη θέση του. Μονάχα σηκώθηκε και άλλαξε θέσεις με την Αν’ξίτσα. Την έβαλε απ’ τη μέσα μεριά και έκατσε εκείνη δίπλα στο μάγκα.
Σε λίγο βγάλανε τον πασατέμπο και τα στραγάλια. Μοίρασε η Λωξάντρα τον πασατέμπο και αρχίζει να περιεργάζεται την αυλαία. Τι να γράφει απάνω στην αυλαία άραγες!
— Θέατρο του Λαού γράφει, λέει η Αν’ξίτσα.
— Αυτό το γράφει έξω απ’ την πόρτα, λέει η Κοντύλω. Εδώ γράφει: «Ο Λαός υπ… υπέρ της βιο… βιομηχανίας, και η βιομηχανία υ… υπέρ του Λαού. Το πιλο… πιλο… πιλοποιείον των Αθηνών Η. Πουλόπουλος.»
Πέρασε αρκετή ώρα ως που να τα διαβάσει όλα αυτά η Κοντύλω, και από πίσω απ’ την αυλαία άρχισαν να ακούονται θόρυβοι. Ύστερα άνοιξε χαραμάδα η αυλαία και παρουσιάστηκε στο προσκήνιο ένας νεαρός. Το ακροατήριο άρχισε τα χειροκροτήματα. Τρώει η Λωξάντρα μια σπρωξιά στην πλάτη:
— Κυρά, δεν κατεβάζεις το λοφίο να δούμε και μεις λιγάκι τη σκηνή;
Γυρίζει να δει ποιος τη σκουντά, χύνει τον πασατέμπο της. Εκείνος που βγήκε στο προσκήνιο άρχισε να μιλεί και άξαφνα ο διπλανός της Κοντύλως φωνάζει:
— Την Τύχη της Μαρούλας!
— Όχι, τη Φαύστα θέλουμε! ακούγεται μια φωνή παρακεί.
— Τί είναι, καλέ; Τί γίνεται; ρωτάει η Λωξάντρα.
Και η Αν’ξίτσα της εξηγά πως εκείνος που βγήκε στη σκηνή ρώτησε τι θέλουνε να παίξει το θέατρο. Και αν θέλει κανείς να πάει να βοηθήσει.
— Πα!
— Το Φιάκα-α-α-α! φωνάζει ο διπλανός της Λωξάντρας, βάζει και τα δυο του δάχτυλα στο στόμα και σφυρίζει.
— Αμάν!
Στουμπώνει η Λωξάντρα το δεξί της το αυτί. Σφαλνά το δεξί της το μάτι. Την ξεκούφανε!
Ύστερα ακούγονται φωνές από δω, φωνές από κει – ο καθένας το δικό του – κ’ ένας ναύτης ανεβαίνει στην καρέκλα του και φωνάζει πιο δυνατά απ’ όλους:
— Την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως!
— Τη-ην Άλωση! Τη-ην Άλωση! φωνάζει ο πιο πολύς κόσμος χτυπώντας παλαμάκια ρυθμικά, και σφυρίζοντας.
Ανασηκώνεται η Λωξάντρα και λέει πάμε να φύγουμε, αλλά και το παιδί και η Κοντύλω δε θέλουνε να φύγουνε. Τέλος πάντων, βγάζει η Λωξάντρα το καπέλο της για να μη φάει κι άλλη σπρωξιά από πίσω και περιμένει να δει τι θ’ απογίνει. Περιμένει, περιμένει, περνά μισή ώρα… τίποτα.
— Πού είναι για;
Από πίσω απ’ την αυλαία γίνεται χαλασμός Κυρίου. Καρφώνουνε, γκρεμίζουνε, τσακώνουνται. Ανεμίζει η αυλαία και πηγαινοέρχεται. Αρχίζει η μουσική με την Πουπούλα, και σε λίγο το γυρίζει Εσείς πουλιά του κάμπου και της Ρούμελης. Αποκοιμιέται η Λωξάντρα. Έγειρε το κεφάλι της αριστερά και τα χείλια της κάνουνε ένα τρυφερό «πφ, πφ». Στο πρόσωπό της ζωγραφίζεται ένα γλυκό χαμόγελο. Βλέπει στον ύπνο της πως βρίσκεται στο Μπαλουκλί. Και άξαφνα πετιέται απάνω τρομαγμένη. Την ξύπνησε ο θόρυβος που γίνουνταν απάνω στη σκηνή, γιατί στο μεταξύ η Πόλη είχε πέσει και ο Μωάμεθ τσακώνουνταν με τον Παλαιολόγο.
Ανοίγει τα μάτια της και βλέπει στην σκηνή τον Παλαιολόγο ντυμένο φουστανελά, με τσαπράζια και σελάχια, και πάνω στην περικεφαλαία του φορεί ολόκληρη αλογοουρά. Τραβάει το Μωάμεθ από το μπουρνούζι του και τον ταρακουνάει.
— Δεν πέφτε, μωρέ! Δεν πέφτω!
— Αφού ρε σ’ αποκεφάλισα! φωνάζει ο Μωάμεθ προσπαθώντας να συγκρατήσει το σαρίκι του. Πέσε χάμω, ρουφιάνε! Τελείωσε η παράσταση!
—Το Σταυρό σου, την Παναγία σου! φωνάζει ο Παλαιολόγος. Αν είσαι άντρας βάλε με κάτω. Δεν πέφτω. Η Πόλη δικιά μας είναι!
— Δί-ικιά μας! Δί-ικιά μας! Ζήτω-ω-ω-ω-ω! παραληρεί έξαλλο από ενθουσιασμό το ακροατήριο.
— …τα πεθαμένα σου! φωνάζει πάλε ο Μωάμεθ, και τότες ήταν που οι θεατές άρχισαν να ορμούνε στη σκηνή.
— Πάνω του τον τουρκόσπορο!
Πρώτος πήδησε ένας ναυτικός με μπλε τραγιάσκα.
— Πολέμησέ τ’ στου κεφάλ’ ένα τρόχλο! φωνάζει η Αν’ξίτσα.
— Σκασμός! της λέει η Λωξάντρα.
Τρώει ο Μωάμεθ στο κεφάλι μια καρέκλα και σωριάζεται χάμω.
— Θα σκοτώσετε τον άνθρωπο, ρε μα-α-λάκες! φωνάζει ο διπλανός της Λωξάντρας και ύστερα ακούστηκαν σφυρίγματα.
Φωνές, κλάματα, πανδαιμόνιο, πανικός. Χάνει η Λωξάντρα την τσάντα της, πατάει τα κλάματα το παιδί. Έφτασαν οι χωροφύλακες.
Σφιχταγκαλιασμένη με το παιδί, βρέθηκε η Λωξάντρα σηκωτή στο πεζοδρόμιο. Κοντά της και η Αν’ξίτσα αναμαλλιασμένη.
— Το καπέλο μου! λέει η Λωξάντρα πασπατεύοντας το κεφάλι της. Η Κοντύλω;
Χάσανε την Κοντύλω.
— Στο διάβολο να πάει! λέει η Λωξάντρα και αρχίζει να φωνάζει:
— Αραμπατζή! Αραμπατζή! Ντουρ!
Ο πρώτος αμαξάς που άκουσε τη φωνή της ήρθε φουλαριστός.
Τη μάθανε πια οι αμαξάδες του Πειραιά και δεν παραξενεύουνται μαζί της.
Μαρία Ιορδανίδου, Λωξάντρα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1979 (7η έκδοση), σ. 205-210.
Ο Γιούγκερμαν και τα σ...
Ο Βάσιας, σαν έμεινε μόνος, άρπαξε την καράφα και την έκανε χίλια κομμάτια. Ύστερ’ απ’ αυτό κάπως γαλήνεψε. Η λογική του ’λεγε πως καλά έκανε να ξεκόψει με τούτο το παλιοκόριτσο. Μέσα του όμως ανάδευε κάποια ταραχή. Η βεβαιότητα πως δεν θα ξαναχαιρόταν το κορμί της τον έθλιβε. Περπάτησε στην κάμαρα πέρα-δώθε, κάμποση ώρα. Ένιωθε κάτι σαν κενό, σαν αίσθημα αδυναμίας και μοναξιάς. Δεν τον χωρούσε το σπίτι θα ήθελε να βγει, να περπατήσει, να δώσει διέξοδο στον εκνευρισμό του.
Τυλίχτηκε στο αδιάβροχό του, σήκωσε το γιακά, κατέβασε το καπέλο ως τα φρύδια και βγήκε στο δρόμο. Η μέρα σιγόσβηνε δίχως χρώματα· μόνο το σταχτί φως λιγόστεψε και τα σύννεφα αποσκοτείνιασαν. Όλο κι αύξαινε η βοή της θάλασσας.
Πήρε το δρόμο της Καστέλας, προς το Πασαλιμάνι. Φτάνοντας στο άνοιγμα, πάνω απ’ τη σπηλιά του Παρασκευά, ο κακός Σορόκος τον τράνταξε σύγκορμο με τις βίαιες κι υπόθερμες πνοές του. Κάτω στα βράχια τα κύματα έσπαζαν με γδούπο, που τον συνόδευαν φλοισβίσματα αφρών και κατρακυλίσματα χαλικιών. Χοντρές, ηχηρές ψιχάλες λέκιασαν το πεζοδρόμιο.
Το Πασαλιμάνι ήταν πιο απάγκιο, μα έρημο κι αυτό από ανθρώπους. Οι λιγοστοί διαβάτες προσπερνούσαν βιαστικοί, τυλιγμένοι στα πανωφόρια τους. Ο Βάσιας περπατούσε άσκοπα. Ένιωθε απόλυτα, απελπιστικά μόνος· τη στιγμή ακριβώς που κάποιον ήθελε κοντά του, να του μιλήσει, να του ανοίξει την ψυχή του. Να του πει πως είναι πικραμένος σήμερα τ’ απόγεμα, γιατί τον απάτησε ένα άψυχο και πωρωμένο παλιοκόριτσο· μα που ’χε κορμί λιγνό, ντελικάτο, άνηβο κι ηδονικό· φοβερά ηδονικό.
Μπροστά στο Ναυτικό Νοσοκομείο συλλογίστηκε ότι αρκετά περιπλανήθηκε· πως καλύτερα να γυρνούσε σπίτι του, να βρει τις νοικοκυρές του και να περάσει τη βραδιά στο σαλονάκι τους. Πήρε λοιπόν στροφή και ξαναγύρισε το δρόμο που ’ρθε. Καθώς προσπερνούσε το Τούρκικο Προξενείο, είδε ένα γνώριμο διακαμό να έρχεται αντίθετα τυλιγμένος σ’ έν’ αδιάβροχο με σηκωμένο γιακά. Ήταν ο Σταβάδος.
Σταμάτησαν και χαιρετίστηκαν, πολύ φιλικά· μα η θύμηση του πρωινού καβγά τους έκανε κάπως συγκρατημένους. Ο Σταβάδος ήταν πικραμένος απ’ την αδικία του φίλου του. Ο Βάσιας μετανιωμένος που αδίκησε το φίλο του· και, φυσικά, πρόθυμος να διορθώσει τα πράματα.
— Πού πηγαίνεις; ρώτησε τον Αντώνη.
Ο Σταβάδος κούνησε τα χέρια μ’ απελπισμένη εγκαρτέρηση:
— Πουθενά! Βγήκα να ξεσκάσω…
— Κι εγώ το ίδιο; Περπατάμε λίγο μαζί;
Προχώρησαν προς τον Πειραιά σιγοπερπατώντας, δίχως να πολυμιλάν. Πίσω απ’ την Πειραϊκή τα σύννεφα είχαν ξεφτίσει ξεσκεπάζοντας ένα κομμάτι καθάριου ουρανού, απ’ όπου ξεχύνονταν τα κοκκινόχρυσα αντιφεγγίσματα του γερμένου κιόλας ήλιου. Μια πρόσκαιρη αίγλη απλώθηκε στη μελαγχολική πολιτεία του νοτισμένου Σορόκου. Έλαμψαν κάπως οι μουσκεμένες στέγες των σπιτιών· ζωντάνεψε το μουντό νερό του λιμανιού.
— Ξέρεις, είπε ο Βάσιας, το πρωί σου μίλησα λίγο άδικα. Ήμουν νευριασμένος…
Ο Σταβάδος του ’ριξε ματιά γεμάτη αγαλλίαση:
— Δεν σε παρεξήγησα, ούτε θύμωσα. Μόνο πικράθηκα. Νόμιζα πως θα ’χανα τη φιλία σου…
— Μην είσαι ανόητος!
— Ας μην ξαναμιλάμε γι’ αυτό! φώναξε ο Σταβάδος τρισευτυχισμένος. Κι ύστερα ρώτησε:
— Πώς βρίσκεσαι, έτσι μονάχος; Πού άφησες τις παρέες σου;
Ο Βάσιας θυμήθηκε την απογευματινή περιπέτεια και κατσούφιασε. Μάσησε ανάμεσα στα δόντια του κάτι ψευτοδικαιολογίες. Καθώς καινούργια σύννεφα σκέπασαν τη δύση, ξαναβουτήχτηκε στους μαύρους λογισμούς.
— Τί έχεις; απόρησε ο Αντώνης.
— Τίποτα. Λίγο αδιάθετος είμαι…
Συνέχισαν το σιωπηλό περίπατό τους στην έρμη προκυμαία. Ο Σταβάδος προσπαθούσε να μαντέψει το λόγο της μελαγχολίας του φίλου του. Ο Γιούγκερμαν συλλογιόταν πως έπρεπε να τα ’λεγε όλα του Σταβάδου, ίσως κι η καρδιά του ξαλάφρωνε· μα δίσταζε, κάτι τον συγκρατούσε.
Μπροστά στο Σπλέντιτ κοντοστάθηκαν, μην ξέροντας πού να παν. Ο Αντώνης έπιασε το μπράτσο του Βάσια:
— Ξέρεις τι λέω; Να πάμε σπίτι, να πιούμε ένα τσαγάκι…
Ο άλλος σα να ξύπνησε:
— Δεν είναι σωστό…
— Γιατί;
— Δεν γνωρίζω τη γυναίκα σου.
— Τί σημασία έχει αυτό; Θα την γνωρίζεις σήμερα. Θα ευχαριστηθεί κι αυτή πολύ να κάνει τη γνωριμία σου.
Μπήκαν σ’ ένα ταξί. Είχε νυχτώσει, κι οι ψιχάλες μετάλλαζαν σε βροχή.
— Λεωφόρος Σωκράτους 207, πρόσταξε ο Αντώνης τον σωφέρ.
Με τη νύχτα, ο Σορόκος δυνάμωσε.
Το τάμα της Ανθούλας...
Μόνη φιλία δυνατή του Νότη ήταν με το Νίκο το Ρουσάκη. Η αμοιβαία μυστική αυτή στοργή – μυστική για κείνους, μοναχά, για τους άλλους, όμως, φανερή – χωρίς κ’ οι ίδιοι να το καλοξέρουν, είχε κάτι το λεπτό και τρυφερό, το συγκινητικά ρομαντικό – που, τηρώντας ορισμένες αποστάσεις εθίμων, εποχής και περιβάλλοντος, θύμιζε κάποιες ένδοξες ιστορικές φιλίες, γιομάτες αφοσίωση και πάθος – τις μεγάλες θρυλικές φιλίες, που ξεχειλίζουν οι καλύτερες σελίδες του αρχαίου κλασικού ελληνισμού, και, υστερώτερα, του μεσαιωνισμού. Διατηρούσε τον ωραίο χαρακτήρα, μιας ηθικής παρθένας τελειότητας, που συναντιέται δύσκολα στα χρόνια τα δικά μας.
Ο Νίκος ήταν ήσυχο και σοβαρό παιδί. Τα μεγάλα σκοτεινά του μάτια, με τις σιωπηλές αναλαμπές, είχαν μια τόση γλύκα καλοσύνης, που μόνο μια καλοπροαίρετη ψυχή, μια ψυχή κλεισμένη και στραμμένη, θα μπορούσε να μην τα συμπαθήσει. Είχε περάσει από πλήθος επαγγέλματα, ώσπου να καταλήξει μαραγκός. Είχε κάνει μούτσος στα καΐκια, λατερνατζής, μανάβης, καροτσέρης – και κάποτε δοκίμασε να γίνει και τσαγκάρης. Είχε μπλέξει με κακές παρέες. Απ’ τον καιρό που γνώρισε το Νότη, θέλησε κάπως να συμμορφωθεί, άλλαξε τέχνη, κ’ έγινε και κείνος, μαραγκός. Δουλεύανε στο ίδιο μαγαζί. Το βράδι φεύγανε μαζί και κατηφόριζαν προς το Πασαλιμάνι. Καθόντουσαν σ’ ένα καφενεδάκι, που το ’χαν κάνει ταχτικό τους στέκι, πίνανε τ’ απαραίτητο ουζάκι του, κ’ έπειτα χώριζαν, καθένας για το σπίτι του. Ή, για να πούμε πιο καλά, ο Νότης, μόνο, πήγαινε στο σπίτι του. Ο Νίκος ήταν ορφανός, δεν είχε ποτέ σπίτι. Έμενε σε κάποιου του ξαδέρφου. Όταν, όμως, έπιασε δουλειά στο μαγαζί, πότε κοιμόταν μες στο μαγαζί, πότε τον έπαιρνε στο σπίτι του ο Νότης. Έστρωναν χάμου, στην αυλή, το καλοκαίρι – και το χειμώνα σε μιαν άκρη του σπιτιού, μια κάμαρη μοναχική, κοντά στην αποθήκη.
Απομεινάρι των κακών του περασμένων ήταν το να συχνάζει στους ντεκέδες. Αυτός πήρε στο λαιμό του και το Νότη. Αλλά, για να ’ρθει μια ισορροπία, στο κακό παράδειγμα που του ’δοσε – στεκόταν άγρυπνος φρουρός κοντά του, σο πλευρό του. Δεν τον άφηνε να κάνει βήμα μόνος. Όπου πήγαινε, θα πήγαινε κι αυτός. Όλες οι άλλες οι παρέες, γύρω τους, ήταν εναλλασσόμενες, αν όχι κι αδιάφορες· ήταν εκείνες που δεν αποφεύγονται, σ’ αυτή την τάξη, και σ’ αυτή την ηλικία – και μάλιστα, στα μέρη που συχνάζανε. Κι ούτε και πιάναν εύκολα φιλίες.
Τα Σαββατοκύριακα πηγαίναν στο ντεκέ – κ’ έπειτα τραβούσαν προς τα βράχια, είτε τραβούσαν προς τη Φρεαττύδα, και πιάνανε τ’ απόμερα σοκάκια – πέντε ή έξι, το πολύ, νομάτοι – με την κιθάρα τους και με το μαντολίνο τους, κ’ έκαναν νυχτερινές καντάδες, κ’ έσπαζαν κέφι, κ’ έκαναν μεράκι. Πολλές φορές σπρώχναν αυτούς τους περιπάτους ως την Τρούμπα, κ’ έπαιρναν σβάρνα τα καφέ-αμάν, τα διανυχτερεύοντα μαγέρικα και τα μαγαζιά της παραλίας.
Ο Νότης είχε ψιλή φωνή τενόρου, που καθώς περνούσανε τα χρόνια, άρχιζε και γινότανε βαθύτερη, αλλά με τέμπο καθαρό, λεπτή και λυγερή. Ο Νίκος, πάλι, ήταν μπάσος, εξ αρχής. Η φωνή του ήταν πιο παθητική, πιο ζεστή, πιο στρωτή και πιο γιομάτη. Τραγουδούσαν ρομάντζες του καιρού τους – τραγούδια τρυφερά της εποχής. Ήταν κ’ ένας σκοπός, μαζί με τ’ άλλα, ένα μινόρε πολύ νοσταλγικό – μια βαρκαρόλλα λυπημένη και γλυκιά, γιομάτη τρυφερή μελαγχολία, που ήτανε το φόρτε της παρέας, και που τη λέγανε συχνά, όλοι μαζί:
Βάρκα-βαρκούλα, στα νερά
-φύσα, βοριά μου, φύσα-
πότε ν’ αράξει στη στεριά,
να ξαποστάσει πια!
Βάρκα-βαρκούλα, στα νερά
θαλασσινή νυφούλα,
φύσα, βοριά μου, φύσηξε, να φτάσει στη στεριά…
Όταν το τραγουδούσανε με πάθος – κι αυτό, πάντα το λέγανε με πάθος – τα παράθυρα, στις γειτονιές, μισάνοιγαν, κ’ οι διαβάτες σταματούσαν στις γωνιές, ή βράδυναν το βήμα, να τ’ ακούσουν. Η παραπονεμένη μελωδία του, που ξεχειλούσε μια βαθιά κι απέραντη λαχτάρα – τη λαχτάρα του μεγάλου νόστου, τον πόνο και τον πόθο της στεριάς, το φλογερόν καημό του γυρισμού, τον απανδημό και την απόγνωση των αλμυρών νερών και των κυμάτων – κ’ έφερνε σα μια μυρουδιά του μακρινού πελάγου, της μπόρας, των αφρών, της τρικυμίας, κάτι απ’ τα σφυρίγματα των παγερών ανέμων, κι απ’ την αντάρα, κι από τα βουίσματα των ανεμοδαρμένων καταρτιών – έκανε τους ανθρώπους να ριγούν, και να στήνουν τ’ αυτί τους μες στη νύχτα. Οι δυο φωνές, του Νότη και του Νίκου, ανταμωμένες στο ρυθμό, και ταιριασμένες, έμοιαζαν ν’ αγκαλιάζουνται σ’ ένα βαθύ μεθύσι, σ’ ένα βαθύ παλμόν αρμονικό, σε μια διπλή προσπάθεια, γλυκιά κι απελπισμένη. Κ’ οι φωνές των άλλων των παιδιών, έμοιαζαν, κι αυτές, σαν ένα πλαίσιο, σα μια μεγάλη ταιριαστή κορνίζα, γύρω σε μια πολύτιμην εικόνα…
Έλεγαν κι άλλα σχετικά τραγούδια – όμως εκείνο το παράξενο τραγούδι είχε μείνει το τραγούδι της καρδιάς τους – κι όχι μόνο της δικής τους καρδιάς, αλλά κι όλου του γύρω μαχαλά. Όλος ο ανήφορος, μέχρι τα Κρητικά, κάθε που ξημέρωνε γιορτή ή Κυριακή – το νοσταλγούσε και το καρτερούσε.
Ένα βράδυ – τέλη Δεκεμβρίου, μια βδομάδα πριν απ’ τα Χριστούγεννα – το Πασαλιμάνι ήταν έρημο· ένα βοριαδάκι τσουχτερό σάρωνε την πλατεία και τα γύρω – κ’ έπεφτε ψιλό-ψιλό χιονόνερο. Κ’ εξ άλλου, πάντα, και το καλοκαίρι, τα βράδια, ο Περαίας ερημώνει. Ο Νότης, μ’ άλλα δυο παιδιά, μόλις έβγαινε απ’ τον κινηματογράφο. Μ’ όλη την τσουχτερή την παγωνιά, τα παιδιά, αντί να παν στα σπίτια τους, τράβηξαν αργά στην προκυμαία. Ο Νότης δε φοβότανε το κρύο κ’ έπαιρνε και τους άλλους στο λαιμό του. Επειδή, όμως, οι άλλοι δυο τουρτούριζαν, τους άφησε να παν να κοιμηθούνε. Έκοψε, τότε, μέσ’ απ’ την πλατεία και πήγε κ’ έκατσε σε κάποιο καφενείο. Αλλά και κει βαρέθηκε μονάχος. Ξανακατηφόρισε προς το Πασαλιμάνι και πήρε τη μεγάλη λεωφόρο με το σκοπό ν’ ανεβεί στη γειτονιά του. Είχε ξεκόψει απ’ τα μαγαζιά της Τρούμπας – κι από τότε που ’φυγε η Στέλλα, το ’χε πει να μην ξαναπατήσει. Καθώς έστριβε προς την ανηφοριά, σ’ ένα μικρό σοκάκι διπλανό, είδε κόσμο μαζωμένο, φασαρία. Έκανε να σταθεί και να ρωτήσει, αλλά μετάνιωσε, και τράβηξε το δρόμο του. Ώσπου να φτάσει, όμως, στη γωνιά, είδε κάποιον, που του φάνηκε γνωστός και που τον παίρναν οι χωροφυλάκοι. Παρακινήθηκε να πάει να ρωτήσει.
Βρήκε το Νάσο το Μελεμενή μ’ ένα γέρο καφετζή της γειτονιάς μόλις ετοιμαζόντουσαν να φύγουν, μέσα στο πλήθος που μισοσκορπούσε.
— Τι τρέχει, τι συμβαίνει, ρε παιδιά;
— Βαρέσανε το Νίκο το Ρουσάκη. Ο Γκελεμές του τράσαρε δυο μαχαιριές στην πλάτη…
Ο Νότης κόπηκε· τον πήρε μια τρεμούλα, ένας μεγάλος κόμπος στο λαιμό, που δε μπορούσε να πάρει την ανάσα.
— Είναι χτυπημένος για καλά; κατόρθωσε μονάχα να ρωτήσει.
— Τι λες! για καλά και για καλά! Του ’χουν σακατεμένα τα παΐδια. Μόλις τον πάνε στο νοσοκομείο…
Κι ο καφετζής κουνούσε το κεφάλι:
— Κρίμα στο παλικάρι, κρίμας, κρίμας…
Ο Νότης έστεκε βουβός, κ’ έτρεμε σαν το φύλλο· άπλωσε το χέρι του στον τοίχο να μην πέσει…
Άκουσε κι άλλους να μιλάνε παραπέρα. Μια γριά τους έλεγε: — Στον τόπο!
Ένα σκοτάδι χύθηκε στα μάτια του. Δεν ένιωθε τι γίνεται τριγύρω!
Ήθελε να τρέξει, να ρωτήσει – κι όμως δε μπορούσε να κουνήσει… Δυο μεγάλα χέρια μολυβένια τον είχαν αρπαγμένον απ’ τους ώμους και τον είχαν καρφωμένο χάμου! Τα γόνατά του μόλις τον κρατούσαν…
Στο τέλος βρήκε δύναμη να φύγει. Χωρίς να ξέρει τι γυρεύει και που πάει, πήρε το δρόμο του νοσοκομείου. Μπροστά στην πόρτα του νοσοκομείου ήταν σταματημένο κάποιο μόνιππο. Ο αμαξάς μιλούσε μ’ ένα χωροφύλακα.
Βρήκε τη δύναμη, και πάλι, να ρωτήσει:
— Φέραν εδώ κάποιο φαντάρο λαβωμένο;…
Ο χωροφύλακας έκοψε την κουβέντα και γύρισε μονάχα και τον κοίταξε. Κάποιος θυρωρός, μέσ’ απ’ τα κάγκελα, που δεν τον είδε, μες την ταραχή του έβγανε το κεφάλι και του λέει:
— Φέρανε κάποιον, αλλά δεν είνε φαντάρος.
— Είναι λαβωμένος σοβαρά;…
Ο γέρος άργησε κομμάτι να μιλήσει. Η καρδιά του Νότη δε χτυπούσε.
— Είνε χτυπημένος στα νεφρά. Είναι βαριά – αλλά μπορεί και να γλιτώσει. Έτσι είπαν οι γιατροί που τον κοιτάξαν. Τώρα τον έχουν μες στο χειρουργείο…
Ο λαβωμένος δεν ήτανε φαντάρος. Κι όμως ο Νίκος – το ’ξερε καλά αυτό ο Νότης – απ’ τον καιρό που ντύθηκε φαντάρος δεν έβανε ποτέ πολιτικά. Αλλά, μες τη χαμάρα της στιγμής, δεν πρόσεξε σ’ αυτή τη λεπτομέρεια.
Έκοβε βόλτες τώρα, σαν τρελός, μπροστά στην πόρτα του νοσοκομείου. Είχανε μαζευτεί και κάποιοι άλλοι και κουβεντιάζανε με χαμηλή φωνή. Σε μια παρέα, λίγο παραπέρα, ήταν κ’ ένας φαντάρος και μιλούσε. Καθώς ο Νότης γύρισε τα μάτια, βλέπει το Νίκος ξαφνικά μπροστά του! Για μια στιγμή δεν πίστεψε στα μάτια του…
— Νίκο! του λέει, Νίκο! Δε σε βάρεσαν;…
Ο Νίκος κοντοστάθηκε κι αυτός απορημένος.
— Όχι, δε με βάρεσαν εμένα! Βάρεσαν το Μίκια το Ντουρντή… Ποιος σου το ’πε πως με βάρεσαν εμένα; Ήμαστε παρέα με το Μίκια και βρέθηκα και γω μες στον καβγά… Αλλά και συ τι γυρεύεις εδώ – χάμου; Πότε, κιόλας, πρόλαβες και το ’μαθες;…
Κι ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του.
Τότε κι ο Νότης ξέσπασε με μιας. Όλ’ η ταραχή κ’ η αγωνία που κρατούσε με τα δόντια τόσην ώρα, συναντημένα με την ξαφνική χαρά, να ξαναβρεί το Νίκο ζωντανό, τον έκαναν να μη μπορεί να κρατηθεί. Τον πήρανε τα κλάματα, σαν το μωρό παιδί. Έπεσε στην αγκαλιά του Νίκου και ξέσπασε σ’ αμίλητους, ακράτητους λυγμούς… Κι ο Νίκος, τον αγκάλιασε κι αυτός, και χτυπώντας του την πλάτη με το χέρι, τον κράτησε σφιχτά, για μια στιγμή. Κι ούτε μπορούσε να μιλήσει, κι αυτός, τώρα – γιατ’ η καρδιά του, και κεινού, χτυπούσε δυνατά κ’ ένιωθε τα μάτια του βαριά και βουρκωμένα…
Κ’ έτσι, χάρις στη μικρή εκείνη παρεξήγηση, απ’ αφορμή του λαβωμού του Μίκα του Ντουρντή – που τον κράτησε, κει κείνον, καρφωμένο δυόμισι μήνες στο νοσοκομείο – έγιναν πάλι φίλοι, ο Νίκος με το Νότη, και μάλιστα, πιο φίλοι, πιο αχώριστοι, και πιο αγαπημένοι κι από πρώτα.
Κ’ έτσι ο Νότης ντύθηκε φαντάρος. Είδαμε πως κατέβηκε αμέσως στον Περαία, πως πήγε στην ταβέρνα του Σταμάτη, κ’ έπειτα στο ντεκέ του Νταλαβέρη, με το σκοπό να βρει το Μπακουρέλια να μάθει τι απόγινε το ζήτημα. Ο Μπακουρέλιας είχε λείψει τελευταία κ’ είχε αμελήσει την υπόθεση – αλλά μη θέλοντας να πει πως την αμέλησε, του’φερνε, τώρα, τον κατακλυσμό. Η Στέλλα εξακολουθούσε πάντα ν’ αρνιέται πως υπήρχε δαχτυλίδι. Του συνιστούσε να το πάρει πια απόφαση και να παρατήσει τον αγώνα.
Κι ο Νότης έφυγε, στο τέλος, βλαστημώντας. Μόνος ο Νίκος ήξερε τι τρέχει. Άφησαν τ’ άλλα τα παιδιά μες στη σπηλιά, και γύρισαν μονάχοι τους προς το Πασαλιμάνι. Το φεγγάρι φώτιζε τα πάντα κ’ έκανε να γυαλίζουν τα νερά. Ο φάρος των Φλεβών, πέρα στα βάθη, με τα κανονικά του διαλείμματα, σπιθοβολούσε μες στην ησυχία, σαν ένα μάτι άγρυπνο κι ωστόσο κουρασμένο. Ο δρόμος ήταν έρημος, δεν ακουγόταν τίποτε, μονάχα το πλατάγισμα των μακρινών νερών…
Βάδιζαν με βήμα ρυθμικό. Κανένας απ’ τους δυο τους δε μιλούσε. Ο Νότης, που φορούσε τ’ άρβυλά του, περπατούσε άμαθα και στενοχωρημένα. Μια στιγμή σταμάτησε, μονάχα. Έκατσε σε μια πέτρα χαμηλή, ξέζωσε τη γκέτα του αργά κ’ έβγανε το δεξί του το παπούτσι. Το ξαναφόρεσε και πήραν πάλι δρόμο.
Έπρεπε το πρωί να ’ναι στο λόχο – στις έξι θα βαρούσε προσκλητήριο – κι όμως, τώρα, δε νύσταζε καθόλου. Είχε πλάι του το Νίκο κι αυτό του ’φτανε. Σιγά-σιγά αλάργεψαν το βήμα.
Η γοητεία της βραδιάς μεθούσε την ψυχή τους. Ήταν μια ανακούφιση και σα μιαν ευτυχία να περπατούν οι δυο τους, μοναχοί.
Όταν πλησίαζαν κατά τη Φρεαττύδα, ο Νότης, που δεν έβγανε μιλιά – μέχρις εκείνη τη στιγμή δεν είχαν πει μια λέξη – ένιωσε την ανάγκη να μιλήσει. Μιλήσαν για το στρατιωτικό, για το λόχο που τον είχαν βάνει, πρώτη μέρα που παρουσιάστηκε, ήταν, φυσικά, προσωρινός κ’ οι οριστικές τοποθετήσεις θα γινόσαν σε καμμιά βδομάδα.
Είπαν, ακόμα, για το ζήτημα της Στέλλας. Ο Νότης, έπειτ’ απ’ το τελευταίο κάζο, δεν ήθελε ν’ ακούσει πια γι’ αυτή. Αναθεμάτιζε, μονάχα, τη στιγμή, που ’μπλεξε μ’ αυτή την παλιοβρώμα. Η αγανάκτησή του κι ο θυμός του στρεφόταν, τώρα, και κατά του Μπακουρέλια. Πρώτη φορά απ’ τον καιρό που φίλιωσαν ο Νότης παραδέχτηκε το σφάλμα του.
Είπαν για τις δουλειές του μαγαζιού, για τα πολλά τα τυχερά της φετινής χρονιάς, εν αντιθέσει με τα περσινά κεσάτια, που, παρά τρίχα, να το κάνουν να φαλίρει.
Κ’ η κουβέντα, ξαφνικά, γύρισε στην Ανθούλα.
— Φαίνεται, το κακόμοιρο, πως είναι τσιμπημένο…
Ο Νότης θέλησε ν’ αλλάξει την κουβέντα. Ο Νίκος, όμως, εξακολουθούσε:
— Εγώ το ’χα μυριστεί απ’ την αρχή. Εσύ μονάχα δεν το πήρες πρέφα…
— Δε με παρατάς, καημένε Νίκο! Κι αν έχει τσιμπηθεί, τι να της κάνω;…
Ο Νίκος πήρε ύφος σοβαρό – αλλά, στη σοβαρότητα αυτή, ήταν κρυμμένη κάποια δόση ειρωνείας:
— Γιατί; Δεν το λυπάσαι το κορίτσι;…
Το κεντρί της σοβαρής εκείνης ειρωνείας το ’ξερε πολύ καλά ο Νότης.
— Άσε με και συ, καημένε Νίκο! Δε με παρατάς στα βάσανά μου; Μου φαίνεται, με ξέρεις και σε ξέρω…
Έγινε σιωπή, για λίγη στιγμή. Είχαν αφήσει πια τη Φρεαττύδα κ’ είχαν φτάσει στο Πασαλιμάνι. Το λιμανάκι φάνταζε, στο φως του φεγγαριού, γαλανό, βαθύ και κοιμισμένο, σα μια μικρή λιμνούλα πεθαμένη. Ένας κόσμος βάρκες και καΐκια ήταν αραγμένα γύρω-γύρω σε μια φανταστικήν ακινησία. Πού και πού, στο φύσημα της αύρας, έτριζε, μοναχά, κάποιο κατάρτι.
Η νύχτα ήταν αρκετά προχωρημένη, ώστε να μην υπάρχει φόβος για περίπολο. Έκαναν όλο το μεγάλο γύρο και πήγαν ως την άλλη τη μεριά ίσαμε την πλατεία Αλεξάντρας. Καθήσανε στην άκρη, στο πεζούλι. Είχαν βάνει πρόγραμμα να μην πάνε για ύπνο. Ο Νότης είχε κέφι για ρομάντζα…
Και το φεγγάρι προχωρούσε πάντα. Στο δρόμο δε φαινότανε ψυχή. Τα σπίτια, γύρω στο Πασαλιμάνι, φεγγαρολουσμένα, στη σειρά, έμοιαζαν με πρόσωπα κλεισμένα και νεκρά.
Κοίταζαν αμίλητοι τη θάλασσα.
Ξαφνικά, ο Νότης, δίχως λόγο, άρχισε να σιγοτραγουδάει. Η φωνή του ξέσπασε δειλά και σιγανά. Κ’ η φωνή του Νίκου, πιο βαθιά, κρατώντας, όπως πάντα, το σεγόντο, σιγά-σιγά ενώθηκε μαζί της. Τραγουδούσαν αργά, μες στο φεγγάρι, με τα μάτια καρφωμένα πέρα, σα να ξυπνούσε μέσα τους μιαν ίδια νοσταλγία – μια νοσταλγία μακρινή και παραπονεμένη, για κάποιον ακαθόριστο κ’ ευτυχισμένον κόσμο, που και των δυο τους η ψυχή με πάθος λαχταρούσε:
Βάρκα-βαρκούλα, στα νερά
-φύσα, βοριά μου, φύσα-
πότε ν’ αράξει στη στεριά,
να ξαποστάσει πια!
Βάρκα-βαρκούλα, στα νερά,
θαλασσινή νυφούλα,
φύσα, βοριά μου, φύσηξε,
να φτάσει στη στεριά…
Και το τραγούδι τους, σιγά-σιγά, δυνάμωσε. Μια νοσταλγία κέρδιζε, τριγύρω τους, τα πάντα…
Το φεγγάρι κόντευε να δύσει. Και προς το μέρος της ανατολής, φάνηκε δειλά, μια γαλανάδα, που, ώρα με την ώρα, προχωρούσε.
Ήταν ώρα να γυρίσουν πίσω.
Πάλι βουβοί κι αμίλητοι, πιασμένοι απ’ το χέρι, πήραν αργά το δρόμο του σταθμού. Πέρασαν απ’ το Θέατρο και βγήκαν στο Ρολόι. Και λίγο πριν να φτάσουν στο σταθμό, σ’ ένα στενάκι σκοτεινό, κοντά στην Αγορά, ο Νότης γύρισε προς τη μεριά του Νίκου – και δίχως λόγο, ξαφνικά, τον φίλησε αδερφικά..
Ναπολέων Λαπαθιώτης, Το τάμα της Ανθούλας, επιμ. Γιάννης Παπακώστας, Εκδοτικός Οίκος Α. Α Λιβάνη, Αθήνα 2006, σ. 50-54,58-63, 70-75
Ως εκ θαύμταος...
Επιστρέψαμε σπίτι μας μετά από τόσο καιρό στη Βηθλεέμ της γιαγιάς με τις ρώσικες λιχουδιές, τις αστείες θείες, τους καλαμπουρτζήδες θείους, τα άτακτα ξαδέλφια, τα καλοσυνάτα γειτονόπουλα, που μας θεωρούσαν πριγκιπάκια εξαιτίας της ανατροφής της μητέρας μας και των ρούχων μας, ραμμένων απ’ τα ίδια της τα χέρια, και της ιδιαίτερης τρυφερότητας της γιαγιάς μας, γιατί είμαστε παιδιά της λατρεμένης της Μυρώς. Το διώροφό μας στον Πειραιά –που επί Κατοχής είχε επιταχτεί από τους Ιταλούς για λέσχη των αξιωματικών τους– δεν μας ανήκει πια ολόκληρο. Η χρεοκοπία του πατέρα μας δεν παρέσυρε τον επάνω όροφο σε κατάσχεση, μόνο το ισόγειο είχε πουληθεί. Θα μείνουμε σε τέσσερα δωμάτια με χωλ, κουζίνα, μπάνιο, τρεις ταράτσες, μια αποθήκη –τον γνωστό τόπο τιμωριών μου, πρώτων χαδιών και λιγωτικών αγγιγμάτων– και το πλυσταριό στην πάνω πάνω ταράτσα, δίπλα απ’ τα απλωμένα ασπρόρουχα των αστυνομικών.
Οι αδελφές μου έπιασαν το δωμάτιο δίπλα στη μοναχική κρεβατοκάμαρα του μπαμπά, που έρχεται να μείνει μαζί μας απ’ το Λουτράκι τα Σαββατοκύριακα.
Οι συγγενείς αναρωτιούνται αν θα τα καταφέρουμε ένας πατέρας με τρία παιδιά να συμβιώσουμε για πρώτη φορά κάτω από τις καινούργιες συνθήκες…
Παρ’ όλα αυτά άρχισε μια συνεργασία ανάμεσα στα πηγαινέλα του στον Καραντάνη ως αρχιμηχανικού κι εμάς τα παιδιά, που μας δινόταν η ευκαιρία να γίνουμε… υπεύθυνοι, όπως μας λέει η μικρότερη αδελφή της μητέρας μας, η θεία Πόπη. Η Μαίρη, πέντε χρόνια μικρότερή μου, έξυπνη, αεικίνητη, με ταμπεραμέντο Σπανιόλας –όπως τις φανταζόμαστε–, επιδίδεται στη μαγειρική, όπου τα καταφέρνει μια χαρά, όπως και στο ξεκοκάλισμα του ψαριού σαν γάτα, και επίσης στις νυχτερινές αθόρυβες επισκέψεις της στην κουζίνα για τσιμπολόγημα του βρασμένου κοτόπουλου, που το σερβίρει την επομένη λειψό –αφορμή για σχόλια πάνω στα περίεργα μονοπόδαρα πουλερικά.
Εγώ φτιάχνω το πρωινό για τις αδελφές μου, τους γυαλίζω τα παπούτσια, μ’ αρέσει ο ρόλος του μπάτλερ, όπως και το χαρτζιλίκι που μου δίνει η Μαίρη απ’ το δικό της, «Για να είσαι άνετος όταν βγαίνεις με τους φίλους σου». Πριν ήταν η γιαγιά Μαριγώ, τώρα η αδελφή μου. Εντάξει, ο κατάλογος των ευεργετών δεν τελειώνει εδώ. Ο θείος Μήτσος όποτε περνάω απ’ το μηχανουργείο του, ο νονός μου απ’ το καφενείο στο λιμάνι, θείες και θείοι συχνά με χαρτζιλικώνουν, όπως και η τσέπη του μπαμπά που προσφέρεται από μόνη της για έξτρα… καρδιοχτύπι, καθώς τα ψιλά κατρακυλάνε στο πάτωμα, η καρέκλα με το παντελόνι πέφτει με θόρυβο μέσα σε τεταμένη αγωνία, ο κοιμισμένος αναδεύεται μουρμουρίζοντας για δευτερόλεπτα, βυθίζεται πάλι, ουφ… αυτό ήταν, πέρασε.
Η μικρότερη αδελφή μας η Δέσποινα –εννιά χρόνια μικρότερή μου– παρακολουθεί τη ζωή με τα καθαρά καστανά μάτια της, μεγαλώνοντας μαζί μας με την αλαφράδα της φυσικής της ευγένειας να εκπέμπει γαλήνη.
Έχω εγκατασταθεί στο σαλόνι, κοιμάμαι στο ντιβάνι, που το φαντάζομαι ανάκλιντρο, διαβάζω και γράφω –υποτίθεται πάντα– και μπαινοβγαίνω σκαστός απ’ το παράθυρο. Ξενυχτάμε πολύ με τους καινούργιους φίλους απ’ το Πασαλιμάνι και τα πρωινά στα ξεχαρβαλωμένα πίσω θρανία του Τρίτου Γυμνασίου, όπου, καθώς δεν προλαβαίνω την πρώτη ώρα, χώνομαι και κλεφτοκοιμάμαι, δίνουν και παίρνουν πολύχρωμα κόλπα, τρανζιστοράκια που παίζουν ροκ μουσικές, Μικρός ήρωας, Μάσκα, πειράγματα, πνιχτά γέλια, ξαφνικά κωλοδάχτυλα και η Οδύσσεια σε σολομωνική απόδοση:
…Βλέπει ο Οδυσσεύς τον Κύκλωπα
τύφλα εις το μεθύσι
και έμπνευση του έρχεται
Κύκλωπα να γαμήσει.
Δισκάκια σαράντα πέντε στροφών αλλάζουνε χέρια, όπως και τηλέφωνα κοριτσιών, κλείνονται ραντεβού για μπουρδελότσαρκες, πάρτυ, καφετέριες και σκασιαρχείο με πρωινό σινεμά στην Τρούμπα. Δύο έργα, δέκα το πρωί με δύο το μεσημέρι, ακριβώς την ώρα που σχολάμε απ’ το Γυμνάσιο, οπότε επιστρέφουμε σπίτι κύριοι. Το απόγευμα έχει χαρτζιλίκωμα, σενιάρισμα, πέρασμα από φροντιστήρια Αγγλικών για καμιά κουκλίτσα με την οποία θα χαϊδευτούμε και θα φιληθούμε κλεφτά στο πατάρι κάποιας καφετέριας με ημίφως, μουσική και χτυπητό νεσκαφέ με γάλα. Πού και πού το μάτι μας πέφτει σε κάποιους ήσυχους σιωπηλούς τύπους στα καφενεία με βαρύ γλυκό, αργόσυρτο κομπολόι, άφιλτρα Σαντέ μαζί με φίλτρα Μενθόλ και βλέμμα… μίλια μακριά.
Κωνσταντίνος Τζούμας, Ως εκ θαύματος, Καστανιώτης, Αθήνα 2008, σ.65-68.
Ο Πειραιάς του Γιάννη ...
Σ’ αυτόν τον Πειραιά αισθανόμουνα πάρα πολύ μόνος. Δεν είχα φίλους δεν είχα παιδιά να παίξω κι όσο περνούσε η ηλικία η μοναξιά γινότανε ακόμα πιο μεγάλη. Έφυγα δώδεκα ετών από τον Πειραιά. Υπήρχαν τα αστικά σπίτια τα οποία ήτανε όμορφα και τακτικά και πολύ σκοτεινά απ’ τις πολλές κουρτίνες και υπήρχε ο λαϊκός κόσμος ο οποίος ζούσε πολύ απλά, πολύ φτωχικά. Υπήρχε ένα σνομπάρισμα πολύ μεγάλο των πλουσίων προς τους φτωχούς κι όταν ανέβαινα με το τρένο στην Αθήνα έβλεπα ότι υπήρχε μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στα κοστούμια που φορούσαν οι Καστελοριζές και οι κυρίες που αγοράζανε μοντέλα από το Παρίσι[…]
Θυμάμαι ότι η μητέρα μου με έφερνε σε ένα σπίτι που μένανε κάτι γέροι με μία παρακόρη, ήταν σαν κόρη τους…και εκεί έβλεπα στους τοίχους κρεμασμένες φωτογραφίες από πεθαμένους μέσα στα φέρετρά τους. Ήτανε η τελευταία τους φωτογραφία. Η συζήτηση σ’ αυτά τα σπίτια μεταξύ του αντρόγυνου ήταν πώς να προστατέψουν τα κτήματά τους. Προτείνανε συρματοπλέγματα στρατιωτικά με αγκάθια ή σαμάρια τοίχων με γυαλιά σπασμένα και μπηγμένα μέσα στη λάσπη. Όταν μας κερνούσανε κουραμπιέδες, βγαίνανε από ένα συρτάρι που είχε ναφθαλίνη και μυρίζαν όλα ναφθαλίνη σ’ αυτό το σπίτι.
Ύστερα οι βίζιτες μεταξύ των κυριών γίνονταν κατόπιν αναγγελίας με μια μικρή υπηρέτρια δώδεκα ετών, με κουρεμένα μαλλιά και μια σκούφια να μην πιάσει ψείρες, η οποία συνόδευε στη βίζιτα την κυρία μήπως της επιτεθεί κανένας μεθυσμένος ή κανένας χασισοπότης και να τρέξει το κοριτσάκι να φωνάξει την αστυνομία. Το κοριτσάκι όταν έφτανε στο σπίτι πήγαινε στην κουζίνα και μιλούσε με τα άλλα κορίτσια της υπηρεσίας και ξανασυνόδευε, ενώ ήταν τόσο μικρή, μια κυρία σαράντα ετών, τριάντα ετών… Όλα αυτά ήτανε μεγαλοπρεπή και λιγάκι πληκτικά.
Το λαϊκό στοιχείο του Πειραιά το γνώρισα αφού έφυγα από τον Πειραιά. Με ειδικές επισκέψεις για να δω με άλλο μάτι αυτά που είχα δει με το παιδικό μάτι ή που δεν είχα δει και καθόλου. Γενικά ξαναγύρισα στον Καραγκιόζη που μ’ άρεσε πολύ όταν ήμουν παιδί αλλά που το έβλεπα πολύ διαφορετικά όταν μεγάλωσα. Από τον Καραγκιόζη με ενδιέφερε βέβαια η τέχνη του Καραγκιόζη, οι διαφημίσεις του πάρα πολύ, αλλά και οι θεατές του. Εκείνη την εποχή εγνώρισα και τον Σπαθάρη, όχι ως παιδί πια, ως άνθρωπος που ενδιαφέρεται για την Τέχνη. Την εποχή που ήμουνα μικρός η αστική κοινωνία ήταν σε μεγάλη αντίθεση με τη λαϊκή τάξη. Αλλά εγώ ήμουνα πάντα στο πανεπιστήμιο το προσωπικό, στην κουζίνα δηλαδή, εκεί μάθαινα άλλα πράγματα που δεν τα δίδασκαν ούτε στο σχολείο ούτε στην κοινωνία που ζούσα. Μιλούσα συνεχώς με τις υπηρέτριες κι εκεί έμαθα πως είναι ο κόσμος.
Ως εκ θαύμταος...
Τα πρωινά των σκασιαρχείων μας τα περνάμε σε σφαιριστήρια, σινεμά και τσάρκες στη Φρεαττύδα ή στην Πειραϊκή, πειράζοντας ανήσυχες γυναίκες ναυτικών στα μπαλκόνια που αισθάνονται κάτι σαν μοναξιά με εξάψεις. Αυτά μέχρι το μεσημέρι. Απ’ το απόγευμα μέχρι αργά τη νύχτα οι παρέες μου στο Πασαλιμάνι δεν έχουν σχέση με τις γυμνασιακές αίθουσες. Ο Νίκος, πέντε χρόνια μεγαλύτερος, έχει γούστο, είναι γνώστης του κοινωνικού παιχνιδιού και της φίνας ζωής, με έδρα του το καφέ μυροβολοσ κάτω απ΄ τη Γαλλική Ακαδημία Θηλέων, για πλήρη εποπτεία στα σοφιστικέ καλοβαλμένα κορίτσια που μπαινοβγαίνουν στη σχολή. Ο Γιάννης, γιος του ράφτη μας, φλερτάρει ώριμες κυρίες· τζαζ μουσική και συμφωνική ορχήστρα στο Ηρώδειο. Ο κολλητός μου ο Γιώργος προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στους δρόμους ημιαντοχής όπου διακρίνεται, στα δυσκολοχώνευτα –για όλους μας– μαθήματα του Γυμνασίου και τα ερωτικά βέλη από διάφορες μεριές, καθότι μπάνικος σαν ξένος. Ο μικρότερος Τόμας –που στα καμάκια του συστήνεται σαν Χαροκόπος, για να κάνει καλή εντύπωση– κυκλοφορεί τη νύχτα και κοιμάται τη μέρα –τα μεσημέρια βοηθάει τον πατέρα του στο καφενείο– γεγονός που του δίνει πρόσβαση στο ταμείο του μαγαζιού και ως εκ τούτου άνεση στην παρέα– συχνάζει σε κλαμπ και γουστάρει άμα μεγαλώσει να μην γίνει τίποτα… απλώς να υιοθετηθεί από κάποιον ή κάποια και να μην χρειαστεί να σπουδάσει ή να δουλέψει, γιατί είναι, όπως όλοι μας, κατά της εργασίας. Δεν θέλουμε να μοιάσουμε στους άλλους… δηλαδή να μας πάρει η ζωή από κάτω και μετά να κλαίμε τη μοίρα μας… άκου τραγούδι… πήραμε τη ζωή μας λάθος κι αλλάξαμε ζωή… άσε που ποτέ κανείς δεν άλλαξε ζωή. Ευτυχώς, δεν είμαστε οι μόνοι… είναι και ο Βαγγέλης που θυμίζει Τρόυ Ντόναχιου κι έχει πολλή πλάκα, ο Τζίμης που τρελαίνεται για ιταλικές κωμωδίες, ο Τζακ που είναι συγκρατημένος αλλά απαραίτητος για το βραδύγλωσσο στυλάκι του… Δεν χάνουμε ταινία των Κουροσάβα, Μπουνιουέλ, Μπέργκμαν, Φελλίνι, Αντονιόνι. Βολτάρουμε από Φρεαττύδα μέχρι Τουρκολίμανο για ραντεβού με κάποια Ντιάνα, Πέννυ, Βάνα, ρουφάμε καφέδες στα πατάρια και βερμούτ στα πάρτυ, όπου δίνουν και παίρνουν το μάμπο, το τσατσά, η μπόσα νόβα και τα σφιχτά μπλουζ, που ανοίγουν πληγές όταν η τύπισσα που γουστάρεις φεύγει τελικά με τον αμίλητο τύπο που την έτρωγε με τα μάτια του όση ώρα εσύ στροβιλιζόσουν μαζί της στην πίστα κάνοντας φιγούρες.
«Το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν», μου πετάει η αέρινη Ντίντα, φτυστή η Καπυσίν, για να δικαιολογήσει την προτίμησή της σ΄ ένα σιωπηλό τύπο.
«Είναι σιωπηλοί γιατί είναι βλάκες, γιατί δεν έχουν τίποτα να πούνε», της γυρίζω φουρκισμένος.
Παίζοντας το ρόλο του μεγάλου αδελφού, που έτσι κι αλλιώς είμαι, Κυριακή απόγευμα πάω τις αδελφές μου στο θέατρο. Η κωμωδία με το θίασο της κυρίας Κατερίνας έχει πολύ γέλιο, κυρίως ο ηθοποιός που παίζει έναν κομμωτή χωρίς πολλά κουνήματα και τσιρίδες. Κάπως αλλιώς διασχίζει τη σκηνή με χάρη, πιο πιστευτός, πιο κανονικός… στο πρόγραμμα διαβάζουμε τ΄ όνομά του, Γ. Δάνης. Δεν τον ξέρουμε. Μας κάνει εντύπωση και στο ζαχαροπλαστείο που καθόμαστε μετά για παγωτό, μιλάμε γι’ αυτόν. Άλλο είδος ηθοποιού… πιο φίνος και δεν τον ξέρουμε, ενώ οι άλλοι, οι γνωστοί, δεν μας έκαναν εντύπωση. Μας αρέσει που ανακαλύπτουμε κάτι ωραίο, που δεν μας το ’χει υποδείξει κανείς…
Κωνσταντίνος Τζούμας, Ως εκ θαύματος, Καστανιώτης, Αθήνα 2008, σ. 72-74.
Ως εκ θαύμταος...
Μπήκα στο μπιλιαρδάδικο του Φωτεινού δίπλα στη μυροβολο. Ακουμπισμένος στον πάγκο του ταμείου του σαν δεσμοφύλακας αναμορφωτηρίου, καπνίζει αργά. Φέρνει σε Χοσέ Φερέ έγκυο. Η μεγάλη σάλα του με τα πράσινα τραπέζια και το πολύχρωμο τζουκ μποξ μαζεύουν την αφρόκρεμα της αταξίας της ανήσυχης νεολαίας και των φανταιζί μπιλιαρδόρων, που ακουμπάνε πάνω στους τοίχους με στέκες και ταμ-ταμ δίπλα, κάτω από πόστερ. Ο Παντελής με μαύρα δερμάτινα και την ξανθιά βουρτσέ φράντζα στο πλάι ξαναβάζει Ρέυ Τσαρλς και κουνιέται στο ρυθμό, με τον Λεωνίδα να σφυρίζει το σκοπό. Χάνω δύο ένα στο μπιλιάρδο απ’ το γιατρό τον Μερκουριάδη και μου ’ρχεται να σπάσω τη στέκα απ’ την κωλοφαρδία του… πρώτη φορά πιάνει σερί τριάντα πέντε, δεν το ’χει ξαναπιάσει ποτέ, συνήθως φέρνει γύρω στα είκοσι, εγώ δεν ξεπέρασα ποτέ τα είκοσι τέσσερα. Εντάξει, έχω χάσει, αλλά μου ’χει ανοίξει η όρεξη απ’ την τσαντίλα. Παίζουμε ντουέτο με τον Πέτσα εναντίον Γιοβανίδη — Θεολόγου, που χάνουνε κυρίως από το σερί του Πέτσα –χτύπησε πενήντα τέσσερις– αρκέστηκα στο να χαίρομαι για τη νίκη. Έχει βραδιάσει. Πεταγόμαστε στη μυροβολο. Ο Νίκος, ο Γιώργος ναυτάκι κι ο θείος πίνουν καφέ. Ο Πέτσας παραγγέλνει πάστα σεράνο και γω το ίδιο. […]
Πέφτουν χοντρά γέλια. Ο Θεολόγος βγάζει τα κλειδιά της γκρι-σιέλ τζάγκουαρ, τραβάει τον κολλητό του και χώνονται στ’ αμάξι ενθουσιασμένοι που για μια ακόμη φορά κατάφεραν να κουρντίσουν το θείο και να τον βγάλουν απ’ τα ρούχα του, και τώρα πάνε να το γλεντήσουν με δυο τύπισσες απ’ την Καστέλα.
Ο Τόμας αράζει σε μια καρέκλα δήθεν ξεθεωμένος και πάντοτε ωχρός. Ξέρουμε ότι κοιμάται από τ’ απόγευμα μέχρι το βράδυ για να ξενυχτάει με άνεση ως τα ξημερώματα, οργανωμένος με διπλά πακέτα τσιγάρων σοκολάτες και γυαλιά ηλίου σε περίπτωση που ο ήλιος θ’ ανατείλει πάνω στη χλωμή οβάλ φατσούλα του. Οικονομικά ο πιο άνετος. Πέφτει για ύπνο το πρωί, σηκώνεται κατά τη μία το μεσημέρι, πάει δίπλα στο καφενείο του πατέρα του για τρεις ώρες –όσο εκείνος τρώει το μεσημεριανό του και ρίχνει έναν υπνάκο– κι όταν επιστρέφει ο γέρος του, ο Τόμας που ’χει φροντίσει μια ψιλοαφαίμαξη απ’ το ταμείο, παίρνει και το νόμιμο χαρτζιλίκι απ’ τον πατέρα του και πάει δίπλα για φαγητό και άραγμα, ξυπνάει γύρω στις δέκα, μπάνιο, ξύρισμα, σενιάρισμα και βγαίνει κύριος. Λεπτός και ψηλός σαν Αιγύπτιος ευγενής, με τσόχινα σακάκια και πιε ντε πουλ παντελόνια καμπάνα, μοιράζει χαμόγελα και φτιάχνει σενάρια πιθανής υιοθεσίας του από πονεμένες εκατομμυριούχες, που στη θέα του μπορεί να βουρκώσουν επειδή θα τους θυμίσει τον αδελφό τους, αγνοούμενο στον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο ή χαμένο σε κάποια λεγεώνα της Αφρικής.
«Ας είχα τα λεφτά που έφαγα δεξιά κι αριστερά, και θα σε υιοθετούσα εγώ, αγόρι μου», κάνει τρυφερά ο θείος.
«Και συ», τσιγκλίζει ο Νίκος, «δε θα κάνεις τίποτα, βρε Τόμας;»
«Δε φαίνεται ότι είναι χοντρή τεμπέλα;» καγχάζει το ναυτάκι.
«Κάνεις λάθος, δεν είσαι σωστός, δεν τα ξέρεις καλά τα κόλπα. Θα ’χω κάποιες υποχρεώσεις, δεν είναι όλα εύκολα και άντε… Θα με υιοθετήσουν, αλλά κι εγώ θα πρέπει να είμαι παρών σε κάποια δείπνα, γεύματα, μία φορά τη βδομάδα στην όπερα ή στο θέατρο, θα τους συνοδεύω στην Ελβετία για να ελέγχουν τις καταθέσεις τους, θα πηγαίνουμε συγκεκριμένες ημερομηνίες για ψώνια σε Λονδίνο και Ρώμη, ιπποδρομίες, καζίνο… έχει κάποιες υποχρεώσεις το κόλπο, αμ τι νομίζεις; Σε υιοθετούν για να παριστάνεις το όμορφο ξανθό ναυτάκι;»
«Τόμας, είσαι με τα καλά σου;» το ψιλοσοβαρεύει ο Γιώργος.
«Ρε, άσε τον άνθρωπο να ονειρεύεται! Πάμε Πλάκα;»
«Πού;»
«ντοναλντ-σκοτσ».
«Δεν είναι πριβέ;»
«Ε, και; Το πολύ πολύ πάμε κάπου αλλού, γεμάτη η Πλάκα από μπαρ, κλαμπ, μπουάτ…»
«Εγώ θα πάω μέσα», σηκώνεται ο ναύτης, «είμαι υπηρεσία απόψε».
Βάζει το καπέλο του και βηματίζοντας στις μύτες σαν Ρωσίδα χορεύτρια ξεμακραίνει αργά προς την Τερψιθέα.
[…]
Τους πέτυχα να λιάζονται δίπλα στο πεζούλι στο Πασαλιμάνι, με τα κότερα από κάτω να λικνίζονται, αραχτοί, να ρουφάνε καφέδες να τσιμπάνε τοστ και να ακούνε απορροφημένοι τον Αποστό.
«Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη απ’ την αρχή της συναυλίας… οι μπάτσοι που έτσι κι αλλιώς ήταν εναντίον…»
«Εναντίον τίνος;» τον κόβει ο Πέτρος ο αργός.
«Εναντίον γενικώς των πάντων, δεν καταλαβαίνεις, ρε παιδί μου, εναντίον των μακριών μαλλιών, του ντυσίματος, της μουσικής… όλων αυτών… Είχανε μπλοκάρει λοιπόν του Παναθηναϊκού από νωρίς και με το που αρχίζει ο Μικ Τζάγκερ με κραυγές και κουνήματα να πετάει κόκκινα γαρύφαλλα στον κόσμο στις κερκίδες, έγινε της πουτάνας… τον κυνήγησαν οι μπάτσοι… προσπαθούσαν να κοντρολάρουν το πλήθος που είχε ξεσαλώσει, έπεσε ξύλο, έγινε χαμός, δεν τ’ ακούσατε; Δεν τα διαβάσατε την περασμένη βδομάδα; Έγινε χαμός… Εδώ που τα λέμε, Στόουνς και δικτατορία δεν κολλάνε μαζί, πώς να το κάνουμε…»
«Είχε κόσμο;»
«Όχι πολύ, γιατί είχε ένα κατοστάρικο…»
«Ποιος;»
«Το εισιτήριο, ρε Πέτρο, ποιο άλλο;»
«Α, το εισιτήριο, πολλά λεφτά…»
«Ε, ναι», ρουφάει τον καφέ του ο Αποστό.
Ανάβει τσιγάρο από ’να χρυσό Dupont, δώρο της Λέτας, διορθώνει τη μανσέτα και στρώνει τα μαλλιά του.
«Είμαι πτώμα, είχαμε πολύ τρέξιμο απ’ το πρωί στο τελωνείο…»
«Ναι, αλλά βγάζεις λεφτά», υπογραμμίζει ο Νίκος, «και μη μου πεις όχι, οι εκτελωνιστές είναι γνωστό πως βγάζουνε φράγκα…»
«Και τους τα τρώνε οι φίλοι τους που δε δουλεύουν», του τη λέει ο Αποστό.
«Και καλά κάνουνε… τα λεφτά γι’ αυτό είναι», του τη βγαίνει ο Νίκος.
«Ε, βέβαια, σωστός», συμπληρώνει ο Τόμας, αλλάζοντας σταυροπόδι και ρίχνοντας μια ανεξήγητη ματιά στον ώμο του, «τα φράγκα είναι για ξέσκισμα, τι;»
«Ειδικά άμα είναι των άλλων», τους πειράζω.
«Πες τα, αγόρι μου», αναστενάζει ο Αποστό.
«Σιγά μη σου φάγαμε τα λεφτά, ρε φίλε», τον αποπαίρνει ο Νίκος.
«Εντάξει, δε λέω, αλλά…»
«Εντάξει δε λες, αλλά λες και λες μαλακίες, πες μας καλύτερα τι φορούσε ο Τζάγκερ…»
Ο Σκορδίλλης περνάει καβάλα στο ποδήλατο πάνω στο στηθαίο ισορροπώντας ξαναμμένος.
«Κοίτα ο τρελός τι κάνει… Κι είναι επικίνδυνο… ε;»
«Πολύ… και ξέρετε γιατί το κάνει;» ρωτάει ο Τόμας. «Για μια γκόμενα που μένει εδώ απέναντι, τον βλέπει απ’ το μπαλκόνι της και ο Σκορδίλλης για να τη ρίξει κάνει φιγούρες».
«Είναι τρελό το παιδί… Πες μας με τους Στόουνς τελικά τι έγινε;»
«Μου ’λεγε ένας φίλος που δουλεύει στο hilton», ξαναρχίζει ο Αποστό, «ότι πήγε ο Μαστοράκης μ’ έναν οπερατέρ, τον Πανουσόπουλο, αν τον ξέρετε, να τους πάρει συνέντευξη και τους βρήκε στη ρεσεψιόν πάνω στο γκισέ να την πέφτουνε…»
«Ποιους;» ρωτάει ο Πέτρος ο αργός.
«… να την πέφτουνε σ’ ένα ρεσεψιονίστ που ήταν θαυμαστής τους, αλλά και στον Μαστοράκη και πάνω στη σουίτα τους γινόταν της τρελής… τσιγάρα σβησμένα παντού, ποτήρια, μπουκάλια, φτύνανε κάτω, μουντζουρώνανε τοίχους, ανεβαίνανε με τις μπότες στα κρεβάτια, απλήρωτοι λογαριασμοί…»
«Ποιοί;» ξαναρωτάει.
«Ε, τι ποιοι και ποιους, ρε Πέτρο, για τους Στόουνς μιλάμε, για τη γιαγιά μου νόμιζες;»
Γελάμε ακόμη καθώς πλησιάζει ο Τασούλης.
«Ρε σεις, ο Σκορδίλλης έπεσε στη θάλασσα…»
«Σοβαρά; Χτύπησε;»
«Γλίστρησε εδώ πιο κάτω στη στροφή και γκρεμοτσακίστηκε ο μαλάκας ο Βίκινγκ πάνω στα βραχάκια. Ευτυχώς δε χτύπησε πολύ… κάτι γδαρσίματα, κάτι μελανιές… ρε σεις, είναι τρελό αυτό το παιδί…»
«Ε, καλά», κάνει ο Πέτρος ο αργός, «το ’παμε αυτό…»
***
Κωνσταντίνος Τζούμας, Ως εκ θαύματος, Καστανιώτης, Αθήνα 2008, σ.180-183, 189-192.
Ως εκ θαύμταος...
Το τελευταίο μου απόγευμα περνάω απ’ την Όλγα στην Ξενοκράτους να πάρω κάτι ρούχα μου και να φιληθούμε για καλή τύχη και επιτυχίες. Ο Κοτάν με τον Καμπέρ βάφουν ένα ισόγειο διαμέρισμα δίπλα στην ταβέρνα του Φιλίππου, δυο τετράγωνα πιο πέρα… Αφήνω στον Κοτάν το ροζ βελούδινο και το κόκκινο κοτλέ, αυτά τα δυο παντελόνια που ξέρω ότι του αρέσουν, για ενθύμιο.
«Και καλά, αυτός τα φοράει όλα αυτά τα στυλάτα ρούχα γιατί του πάνε, είναι κοσμοπολίτης και τέτοια, εσύ ως τι θα τα βάλεις, για να εκφραστείς;» τον πειράζει ο Καμπέρ, γελάμε.
«Αμερική λοιπόν», το σοβαρεύει ο Κοτάν, «λες να μείνεις;»
«Λέω…»
«Θα δεις κιόλας», κάνει ο Καμπέρ, «κι ανάλογα θα πράξεις».
«Σωστά».
Έχω να κατέβω στο πατρικό μου, να φτιάξω βαλίτσα και να είμαι στο αεροδρόμιο μεσάνυχτα. Στο ταξί που σταματάω χώνομαι πίσω.
«Πειραιά».
«Αμάν, ποιον έχω πάρει στο ταξί μου», φωνάζει ο ταξιτζής. «Τι κούρσα παίρνω, Θε μου».
Τον κοιτάζω… ο… απ’ τις στρατιωτικές φυλακές Κοζάνης…
«Ρε Θόδωρε, τι κάνεις, τι γίνεσαι, ρε φίλε;»
«Δε βλέπεις, ταξί δουλεύω… έλα, κάτσε μπροστά. Εσύ τι κάνεις, πού είσαι, πού πας;… Χαθήκαμε».
Λάμπει ολόκληρος καθώς περνάω μπροστά.
«Αν σου πω ότι αυτή τη στιγμή φεύγω για Αμερική, θα το πιστέψεις;»
«Ρε γαμώτο, όλο σε βρίσκω και σε χάνω δηλαδή… Αμερική, ε; Μεγάλη χώρα… Πόσο θα λείψεις;»
«Πού να ξέρω…»
«Α, έτσι, πας για να την ψάξεις… σένια, να χαρώ το φίλο μου».
Πιάνουμε μεγάλη κουβέντα, τα παλιά, τα περασμένα και τα μέλλοντα μπερδεύονται με γλυκές αναμνήσεις κι ένα λίγωμα απ’ το φευγιό.
Παρκάρει έξω απ’ το σπίτι.
«Θες ν’ ανέβεις;»
«Θα σε περιμένω».
«Μπορεί ν’ αργήσω λίγο».
«Θ’ ακούω μουσική», ανάβει τσιγάρο.
Πάνω στο σπίτι ετοιμάζω γρήγορα τα πράγματά μου, τσιμπάω κάτι ελαφρύ με τους δικούς μου και κατεβαίνω πετώντας τα σκαλιά σαν να πήγαινα ερωτικό ραντεβού για το Σαββατοκύριακο. Ο Θοδωρής βάζει μπρος.
«Δε βιαζόμαστε, έτσι; Έχουμε χρόνο», κάνει.
Περνάμε σαν τελευταία βόλτα από το Δημοτικό Θέατρο, το Πασαλιμάνι, τη στροφή για την Καστέλα, το Τουρκολίμανο, το Φάληρο… Οδηγεί μαλακά, μιλάμε λίγο.
«Σε ζηλεύω, μακάρι να μπορούσα να φύγω κι εγώ, ν’ αλλάξω ζωή, να ξεχάσω… Γεια σου, ρε μάγκα, που την κάνεις…»
Φτάνουμε στο αεροδρόμιο. Βάζω το χέρι μου στην τσέπη.
«Δε θέλω λεφτά».
«Θόδωρε, αυτό αποκλείεται».
«Δεν το συζητάω, έλα να σε φιλήσω, καλό ταξίδι και… καλή τύχη…».
*************************
Κωνσταντίνος Τζούμας, Ως εκ θαύματος, Καστανιώτης, Αθήνα 2008, σ. 398-400.
Μετάβαση στο σημείο: Κεντρικές Συνοικίες