Πειραιάς
Πόλη αγεωμέτρητη
Συγκρότηση ενότητας: Καλλιόπη Μακαρώνη- Το λιμάνι του Πειραιά
- Η αγορά του Πειραιά
- Πλατεία Καραϊσκάκη (Λεμονάδικα)
- Τρούμπα
- Ακτή Μιαούλη
- Ακτή Ξαβερίου-Χατζηκυριάκειο-Πειραϊκή
- Κεντρικές Συνοικίες
- Διαδρομές στην παραλία των αρχόντων, των μετοίκων και των προσφύγων
- Προφήτης Ηλίας-Κρητικά
- Νέο Φάληρο
- Γειτονιές βαμμένες κόκκινες
- Δραπετσώνα
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Ακτή Ξαβερίου-Χατζηκυριάκειο-Πειραϊκή Πειραϊκή-Σχολή Δοκίμων
Πες στη μορφίνη, ακόμα...
Το ότι η μία νύχτα θα γινόταν τρεις μήνες ήταν κάτι που κανείς μας δεν περίμενε. Έτσι χύμα και ψιλοχάλια όμως που ήταν η ζωή μου, δε θα ’λεγα πως ήταν και ό,τι χειρότερο μπορούσε να μου συμβεί. Το ένα πράμα οδήγησε στ’ άλλο και έβγαλα όλο το καλοκαίρι εκεί πάνω. Και δε μου ’ρθε και άσχημα.
Η ταρατσούλα ήτανε σκέτο τριπ. Το δωμάτιο που ’μενα, οικονομικό μοντέλο. Τέσσερις τοίχοι κι ένα κρεβάτι. Για τουαλέτα ή μπάνιο έπρεπε ν’ ανεβοκατεβαίνω στους κάτω. Ποιος χέστηκε, όμως;
Μέσα, τα άτομα είχανε βάλει ένα καναποκρέβατο σαν αυτά στο σπίτι τους. Ευτυχώς, όχι κίτρινο. Μπροστά υπήρχε ένα παράθυρο. Όχι μπαλκόνι. Σκέτο παράθυρο. Από κει χάζευα τα παράθυρα της πολυκατοικίας απέναντι, και λίγο πιο πλάι τη θάλασσα και τα εμπορικά που ’τανε ράδα. Το σπίτι ήταν ένα στενό πάνω απ’ την Πειραϊκή. Κοντά στη σχολή.
Τ’ απογεύματα, άμα δεν αλήτευα πουθενά, την άραζα στο πεζούλι της ταράτσας, βολευόμουνα με την πλάτη στον τοίχο απ’ το δωματιάκι, άπλωνα το ’να πόδι να ’μαι άνετα, και μαστούρωνα με τη δύση.
Μόλις έσκαγε το βραδάκι, ανάβανε τα φορτηγά τα φώτα τους και για να με ξεκουνήσεις από κει έπρεπε να ’σουνα πολύ μάγκας. Άσε που άμα βαριόμουνα τη ρομαντζάδα την έβρισκα με τους τύπους στην πολυκατοικία. Ψοφάω να κρυφοκοιτάω στα ξένα σπίτια. Να μπαίνω για λίγο στις ζωές των άλλων. Στη λάθρα.
Είχα και μια φαντασίωση τότε. Ότι μπορούσα να πετάξω πάνω από μια σκοτεινή πόλη και να βρω τα φωτισμένα παράθυρα. Να κοιτάω μέσα στο κάθε ένα απ’ αυτά και κάθε βράδυ να βλέπω άλλες φάσεις.
Σαν το χελιδόνι απ’ το παραμύθι με τον Ευτυχισμένο Πρίγκηπα… Δε γαμιέται;
Τις νύχτες με το που γύρναγα, έκλεινα την παραγκόπορτά μου, γιατί κάτι τέτοιο ήτανε, και την έπεφτα μέσα στην ησυχία. Η μόνη ώρα που γινότανε να βρω λίγη. Και περίμενα. Γούσταρα πολύ ν’ ακούω βήματα στο δρόμο αργά το βράδυ. Όσο πιο αργά, τόσο πιο κάβλα.
Ο ύπνος ερχότανε γύρω στο χάραμα. Για λίγο. Γιατί μετά γινότανε της πουτάνας.
Ο Γιώργος και η Καταρίνα μένανε κάτω-κάτω. Ισόγειο, στα κυριλέ. Δίπλα τους, σε μια γαμώ τις τρώγλες, ένα ζευγάρι ακόμα. Η Σούλα κι ο Κώστας. Και πολύ πονεμένη ιστορία. Ή που σκοτώνονταν μεταξύ τους, η που τα βάζανε με τους από πάνω.
Η Σούλα γύρω στα δεκαοχτώ, βαμμένη ξανθιά, και μια ζωή με τη ρόμπα. Άσε, είναι να προσέχεις να μην πάθεις Σούλα. Έτσι και το ’παθες, χέστα… Ο Κώστας, κομμάτι μεγαλύτερος και το ’παιζε γενικά. Το ’παιζε άντρας, το ’παιζε παραγνωρισμένο μουσικό ταλέντο, το ’παιζε λεφτάς, και το ’παιζε όταν δε γαμιόντουσαν με τη Σούλα.
Πάνω απ’ αυτούς και κάτω από μένα, δυο σπίτια ακόμα.
Η μπόχα που μ’ έστειλε για τσάι το πρώτο βράδυ ερχόταν απ’ το σπίτι της κυρα-Βαρβάρας. Γύρω στα πενήντα, μελαχρινή, ξερακιανή και γλωσσού, πακέτο από την Αίγυφτος. Άλλη από κει με ρόμπα και πασούμια. Μου φαίνεται ότι έψαχνε να μπει στο μάτι της Σούλας. Η κυρα-Βαρβάρα τους μισούσε όλους. Εκτός κι αν την κερνάγαν κάνα ξύδι. Ξεκίναγε το πρωί με μπύρες, έκανε το μεσημέρι ένα διαλειμματάκι με βότκα, Μπόλσκαγια, τέσσερα κατοστάρικα το μπουκάλι, και ξανά μπύρες. Στον ελεύθερο χρόνο της πλακωνότανε στα μπουκέτα με τη Σούλα, η οποία της την έσπαγε που ’τανε αστεφάνωτη, ή κατέβαζε χριστοπαναγίες στην κόρη της, τη Μαρία. Είχε κι ένα γιο αλλά σπάνια τόνε βλέπαμε. Η Μαρία τ’ άκουγε όλα. Καπάκι μ’ αυτά, είχε και δυο σκυλιά σκέτα γαϊδούρια. Όλοι αυτοί, μαζί κι ο εραστής της κυρα-Βαρβάρας, ένα τεκνό κάπου στα εβδομήντα, μέσα σε δυο δωμάτια της συμφοράς. Περιβόλι η κυρα-Βαρβάρα. Με μίσησε πιο πολύ απ’ οποιονδήποτε άλλο.
Δίπλα της έμενε ο κυρ-Θανάσης. Ένα ταλαίπωρο ανθρωπάκι, ιδιαίτερα μίζερο και πονηρό. Σαν τον Σάυλοκ ένα πράμα. Η γυναίκα του είχε το διπλάσιο μέγεθος απ’ αυτόνε και τα μπαστάρδικά τους τα ονειρευόμουνα στις βιτσιόζικες, σαδιστικές μου φαντασιώσεις. Τι κρίμα! Δεν πέσανε ποτέ στα χέρια μου…
Το ανάκτορο ανήκε στον Επαμεινώνδα. Μια ρουφήχτρα του κερατά. Έβγαζε φράγκα από το τίποτα και στ’ αρχίδια του άμα το σπίτι ήτανε για να πέφτει. Πριν μπω εγώ στο δωματιάκι, το ’χε κοτέτσι! Ναι, ρε μάγκα, στην τιμή μου! Κοτέτσι! Δεν κάνω πλάκα. Ο Γιώργος και η Καταρίνα το ’χανε ψιλοσουλουπώσει, αλλά πάλι για κλάματα ήτανε. Με το που βολεύτηκα κι άρχισα να γουστάρω, στρώθηκα στη δουλειά. Βάψιμο απ’ την αρχή, και μερεμέτια.
Τους τοίχους, τους βρήκα ένα εμετικό γαλάζιο. Το πάω το γαλάζιο, αλλά σε δωμάτιο μου φέρνει λίγο από ανακριτικά γραφεία και χειρουργεία. Κι αυτά δεν τα πάω. Έπιασα, λοιπόν, και το ’κανα όλο άσπρο εκτός απ’ τον τοίχο με το παράθυρο. Αυτός έγινε μωβ ανοιχτό, χίππικο, και το παράθυρο άσπρο και γκρι. Στον ίδιο αυτόν τοίχο, των μωβ, έπιασα και ζωγράφισα με μαύρο ό,τι ψυχεδέλεια μου ’ρθε στο μυαλό. Μου ’φυγε η μαγκιά, αλλά χαλάλι ρε πούστη. Έγινε αστέρι. Κι όλοι οι χάβαλοι ερχόντουσαν να δούνε τι κάνω και να πούνε τις μαλακίες του ο καθένας. Ο κυρ-Θανάσης, που πολύ μου κόλλαγε, μου ’χε σπάσει τ’ αρχίδια με τις πλέον άσχετες προτάσεις για διακόσμηση. Κι όλο το μάτι του στον κώλο μου. Το ’ξερα εγώ, δεν θα τα πηγαίναμε καλά εμείς οι δυο. Μια απ’ τις τελευταίες του φοβερές απειλές ήτανε ότι θα μου ’φερνε ένα κάδρο με γυμνό σαν αυτά που ’χε στο σπίτι του. Δόξα το Θεώ, το ξέχασε!
Με το που τελείωσα, και το κοτέτσι έμοιασε κάπως με δωμάτιο, ο Παμίνος είπε ότι του ’κανα το σπίτι αχούρι κι ήτανε καιρός να του δίνω. Τον έκλασα κανονικά κι άραξα, πρώτη φορά μετά από δυο βδομάδες, να τριπάρω με τον ήλιο που κοκκίνιζε τα καράβια απέναντι.
****
Νικόλ Ρούσσου, Πες στη Μορφίνη, ακόμα την ψάχνω, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1996, σ. 18-22
Νικόλ Ρούσσου, Πες στη Μορφίνη, ακόμα την ψάχνω, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1996
Το 10...
Όπως όλος ο κόσμος, εκείνη τη νύχτα ο γιατρός Θανάσης Κούγιας κοιμήθηκε άσχημα. Από το ανοιχτό παράθυρο της κρεβατοκάμαρας, στο σπίτι της Πειραϊκής, που έβλεπε προς τη θάλασσα του Νότου, ούτε η πιο αλαφρή πνοή του ανέμου δεν ήρθε να δροσίσει τον ύπνο του. Από τα μεσάνυχτα ως την αυγή στριφογύριζε ολόγυμνος στο κρεβάτι, μουσκεύοντας τα σεντόνια με ιδρώτα. Με κλειστά μάτια, περιμένοντας τον αργοπορημένο ύπνο συλλογιζόταν όλα εκείνα που προσπαθούμε να ξεχάσουμε, μα που έρχονται ακάλεστα τις άσπρες νύχτες: περασμένα, τωρινά και μελλούμενα. Και τα τρία κεφάλαια των στοχασμών του δεν ήσαν ρόδινα. Η χτεσινή και η σημερινή αποτυχία προεξοφλούσε και την αυριανή.
Γιατί; Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν αναζητάν την αιτιολογία της κατάστασής τους, ούτε έχουν συναίσθηση της επιτυχίας ή της αποτυχίας τους. Επιτυχία κι αποτυχία είναι νοήματα σχετικά. Αν ήσαν απόλυτα, θα συνεπάγονταν το σταμάτημα δραστηριότητας του κάθε ανθρώπου. Προς τι εκείνος που έφτασε στο τέρμα της επιτυχίας να πασκίζει; Το τέρμα δεν ξεπερνιέται. Προς τι επίσης εκείνος που διαπίστωσε ότι δεν διάβηκε, σε δεδομένη στιγμή, την αφετηρία του δρόμου προς την επιτυχία να προσπαθεί; Η αφετηρία φράζεται από το τείχος του απόλυτου.
Ο συλλογισμός αυτός έκανε τον Θανάση Κούγια να χαμογελάσει. Με την απαγωγή στο άτοπο, απόδειξε όχι μόνο τη σχετικότητα των νοημάτων της επιτυχίας κι αποτυχίας, αλλά και την υποκειμενικότητα. Επιτυχημένος είναι εκείνος που ικανοποίησε και τους δέκα σκοπούς της ζωής του· αποτυχημένος εκείνος που ικανοποίησε τους σαράντα εννέα από τους εκατό, αδιάφορο αν, αντικειμενικά, η κοινωνική απόδοση του δεύτερου είναι πενταπλάσια απ’ την του πρώτου.
Βασιζόμενος σ’ αυτό το νόμο, ο γιατρός Θανάσης Κούγιας συνειδητοποιεί την αποτυχία του. Ξεκίνησε με πρόθεση να γίνει θεωρητικός της βιολογίας· κλεισμένος στο εργαστήριο, να συμβάλει στην εξιχνίαση του κατά μεγάλο ποσοστό μυστηριώδους ακόμα ανθρώπινου οργανισμού· ν’ αποδειχθεί άξιος συνεχιστής των μεγάλων προδρόμων: του Παυλώφ, του Χάξλεϋ, του Καρέλ…
Η προοπτική αυτή αποτελούσε το 100% των επιδιώξεων του Θανάση Κούγια. Κατεβαίνοντας την κλίμακα, στο 90% βρίσκουμε το Νόμπελ της Ιατρικής· στο 80% τη διεύθυνση ενός Βιολογικού Ινστιτούτου στην Αμερική· στο 70% την καθηγεσία σε κάποιο περίφημο πανεπιστήμιο της αλλοδαπής· στο 60% μια έδρα στα πανεπιστήμια Αθήνας ή Θεσσαλονίκης· στο 50% μια καλή πελατεία με πέντε χιλιάρικα εισόδημα το μήνα. Από κει και κάτω, αρχίζει το μέτρημα της αποτυχίας. «Γιατρός του ΙΚΑ στην περιοχή Πειραϊκής – Προλιμένα – Ξαβέριου με μιστό χίλιες πεντακόσιες το μήνα· κι άλλες δυο χιλιάδες από ιδιωτικές βίζιτες, σύνολο τριάμισι χιλιάρικα, που βγαίνουν με μόχθο νύχτας και μέρας. Χρόνος για μελέτη, να προοδέψεις, δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει ούτε να ξεκουραστείς· ν’ απολάψεις, σαν άνθρωπος, την ανθρωπιά σου…
Γιατί; αναρωτιέται ξανά ο Θανάσης Κούγιας. Αντιξοότητες, κατατρεγμοί του ριζικού, σατανικά ύπουλη αντίδραση των «κρατούντων» τα κλειδιά της επιστημονικής κι επαγγελματικής σταδιοδρομίας στην Ελλάδα; Θυμάται ένα βιβλίο του Ντυαμέλ, που είχε διαβάσει πριν από χρόνια – όταν είχε ακόμα καιρό και διάθεση για διάβασμα: «Η μάχη με τους ίσκιους».
[…]
Οι στοχασμοί της αγρύπνιας δεν τον υπερνικούν. Ο Θανάσης Κούγιας κατάλαβε πως δεν υπήρχε ελπίδα να κοιμηθεί. Να πάρει υπνωτικό, ήταν αργά· ο οργανισμός του δεν θα μπορούσε να το απεκκρίνει ως το πρωί· χειρότερα θα ένιωθε όλη τη μέρα, παρά αν έμενε άγρυπνος. Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι, φόρεσε μια πιτζάμα και βρήκε στο μπαλκόνι, ίσως κι ανασάνει μια κάποια πνοή δροσιάς. Ναι, έκανε λιγότερη ζέστα απ’ την κάμαρα. Κάθισε σε μια καρέκλα κι άφησε τη ματιά του να περιπλανηθεί στη θάλασσα. Ήταν ακύμαντη, σταχτωπή, με ανάρια και αμυδρώς γαλατερά αντιφεγγίσματα της χαραυγής, και περιπλεκόταν, στο βάθος, με τον σκοτεινό ορίζοντας του Νότου. Δεξιά, τα βουνά της Αίγινας μόλις ξεχώριζαν ανάμεσα θάλασσα κι ουρανό. Ακόμα δεξιότερα, η κοντινότερη Σαλαμίνα διαγραφόταν σαφέστερα, με τις ακρογιαλιές του πορθμού – Πέραμα και Ναύσταθμο – πυκνοφωτισμένες. Μπροστά στην μπούκα του Προλιμένα δυο μεγάλα φορτηγά είχαν φουντάρει, προσμένοντας τη μέρα για να μπουν στο λιμάνι. Τα φανάρια τους αντιφέγγιζαν στο γαλήνιο μουντό νερό. Αριστερά κι ανοιχτά, αμέτρητα φωτάκια σιγολικνίζονταν στην έκταση του νερού. Ήσαν τα πυροφάνια απ’ τις ψαρόβαρκες. Επαγγελματίες κι ερασιτέχνες της ψαρικής – πιότερο οι δεύτεροι παρά οι πρώτοι – βρήκαν ευκαιρία στην απανεμιά, την αφέγγαρη νύχτα και την αγρύπνια της ζέστης για να κερδίσουν το ψωμί τους ή να ικανοποιήσουν το μεράκι τους – ή και να συνδυάσουν αυτούς τους παράγοντες… Φώτα τ’ ουρανού και της θάλασσας – αστέρια και λάμπες – περιπλέκονταν στην ασάφεια της νύχτας κι έδιναν τη φρεναπάτη ότι το αιθέριο και το υγρό στοιχείο έσμιξαν σε σύνολο κοινό. Δεξιά και πίσω, πάνω απ’ το μαντευόμενο λιμάνι, η θολή ατμόσφαιρα καταυγαζόταν απ’ την ανταύγεια της πολιτείας, που έδινε φωτεινή υπόσταση στους όρθιους κι υπόλευκους καπνούς των Λιπασμάτων. Κάτω απ’ τα σπίτια της παραλίας, στο πεζοδρόμιο, μαντεύονταν οι μουντοί όγκοι των ανθρώπων που κοιμόντανε στο ύπαιθρο. Πέρα απ’ το δρόμο, η βραχιασμένη κατηφόρα της ακρογιαλιάς που έφτανε ως τη θάλασσα, είχε κι αυτή τους ανθρώπους της. Μερικοί, ξαπλωμένοι στα λιγοστά ισώματα, κοιμόταν. Άλλοι, ξαγρυπνισμένοι, κάθονταν και κοίταζαν το πέλαγο. Σ’ ένα κουφάλιασμα είχε καταφύγει ένα ζευγαράκι.[…]
Το φως της μέρας είχε αρχίσει να σιγαπλώνεται στην έκταση της θάλασσας και τ’ ουρανού· τ’ αστέρια χλώμιασαν, αποτραβήχτηκαν προς τα δυτικά, αργόσβησαν· τα φανάρια απ’ τις ψαρόβαρκες μπλέχτηκαν με το γαλατερό αντιφέγγισμα των νερών· το ίδιο και τα φώτα του στενού της Σαλαμίνας αδυνάτισαν μέσα στο φωτεινότερο πλαίσιο των βουνών. Τώρα, πάνω απ’ το λιμάνι, οι καπνοί ξαναβρήκαν το φυσικό τους χρώμα. Τα βαπόρια, μπροστά στον Προλιμένα, πήραν σχήμα και δεν ήσαν πια σκοτεινοί όγκοι μέσα στο σκοτάδι. Το ζευγάρι της ακρογιαλιάς σταμάτησε τις περιπτύξεις και κατάκοπο, ξεράθηκε στον ύπνο. Οι άλλοι κοιμισμένοι του υπαίθρου, ενοχλημένοι απ’ το φως, άρχισαν ένας ένας να ξυπνούν. Ανασηκώνονταν, χασμουριόνταν κι απόμεναν ζαβλακωμένοι, κοιτώντας μπροστά τους με μάτι γλαρωμένο.
Ο Θανάσης Κούγιας σηκώθηκε.
— Πάω να ξαπλώσω, είπε, μήπως κοιμηθώ καμιάν ώρα…
— Εγώ δεν νυστάζω, είπε ο Κορνούτος. Κοιμήθηκα πέντ’ έξι ώρες, μου είναι αρκετό.
— Μπορείς και κοιμάσαι μ’ αυτή τη ζέστα. Σε ζηλεύω… Χρειάζεται κουράγιο για να βγάλω το καλοκαίρι…
— Μην κοιτάς που κοιμήθηκα απόψε, μουρμούρισε ο δάσκαλος. Κι εμένα με διαλύει η ζέστα· υποφέρω τρομερά…
***
Μ.Καραγάτσης, Το 10, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2008, σ. 158-160, 163-165, 171
Κατεδαφιζόμεθα...
Τράβηξε για μια βόλτα στην Πειραϊκή. Σ’ όλο το δρόμο σκεφτόταν τα λόγια του Μοσχόπουλου: Ο Γιώργης βλέπει τη ζωή σαν υλικό για σενάρια, κι εγώ τι άλλο κάνω;
Άγγιζε τη μεγάλη αγωνία που τον βασανίζει. Από μαθητής τρέχει ξοπίσω από έναν έφηβο. Τον παρακολουθεί, τον κατασκοπεύει. Τον θέλει για ήρωα στο πρώτο μυθιστόρημα που σκέφτεται να γράφει. Ε, μα ναι, μπορεί να μην τ’ ομολογεί, όμως… Δε χρειάζεται να πάρει πόζες συγγραφέα πριν βεβαιωθεί πως είναι. Ο ήρωας στο πρώτο του μυθιστόρημα πρέπει να του είναι τόσο οικείος όσο κι ο εαυτός του. Τον σκαλεύει μνήμες, ερευνά ανθρώπους, γεγονότα. Μπήγει ακόμα και νυχιές στην ψυχή του, να την κάνει να ματώσει. Κι όλο τον πιάνει πανικός μήπως κι η προσπάθεια αυτή κάνει κάποιον απ’ τους δυο σκάρτο, τον πραγματικό Άρη Γιαννούλη ή τον ήρωα που προορίζει για το γραφτό του.
Επιστήμη ή λογοτεχνία; Συχνά στέκει μπρος σ’ αυτό το δίλημμα. Διψάει το ίδιο και για τα δύο. Το ένα θα συμπληρώνει το άλλο. Μόνο που δεν είναι σίγουρος αν έχει πραγματικό συγγραφικό ταλέντο. Φοβάται μήπως και παίζει το συγγραφέα, όπως ο Μοσχόπουλος παίζει το σκηνοθέτη. Επικίνδυνες δουλειές. Μπορεί να σε ξεστρατίσουνε και να καταντήσεις ψώνιο. Ωστόσο νιώθει πως μονάχα σαν γράψει θα γνωρίσει τον εαυτό του και ίσως τότε λυτρωθεί.
***
Διδώ Σωτηρίου, Κατεδαφιζόμεθα, Κέδρος, Αθήνα 1982, σ. 47-48.
Πες στη μορφίνη, ακόμα...
Με το που πήρε να πέφτει ο ήλιος, να κι ο μικρός με τα τριπάκια στο χέρι να με σκουντάει να ξυπνήσω.
Σηκώνομαι, τα παίρνουμε, και βάζουμε μπρος για τα βράχια. Στη σκάλα ο κυρ-Θανάσης λέει μια ιστορία στην κυρα-Βαρβάρα για ένα ποντίκι που βρήκανε, ίσαμε δώδεκα κιλά, και το πήρανε γι’ αγριογούρουνο και το σκοτώσανε.
— Άμα βλέπανε ότι ήτανε ποντίκι θα τ’ αφήνανε, λες; τόνε ρωτάω.
— Ε; κάνει αυτός.
— Άσε, τίποτα, ξαναλέω, και με τον Ασταρώθ να κρυφοχαχανίζει ανοίγουμε τη σιδερόπορτα και την κάνουμε πριν μας βουτήξουνε.
Φτάνουμε στα βράχια, φάτσα κάρτα στο Παλατάκι, διαλέγουμε ένα ζόρικο να μας χωράει και τους δυο, και στρωνόμαστε με τα πόδια να κρέμονται πάνω απ’ τη θάλασσα.
Ο ήλιος είναι χρυσοκόκκινος και βγαίνει από μένα. Έχει μουδιάσει ο λαιμός μου, σαν άμα σου ‘ρχεται να κλάψεις, αλλά δεν κλαίω. Το φεγγάρι από πάνω μια έρχεται μια φεύγει, αλλά τελικά το βλέπω, όπως είναι, στρογγυλό. Όχι μια ηλίθια χαλκομανία κολλημένη σ’ έναν ηλίθιο, γαλάζιο τοίχο. Έχει σηκώσει κύμα, μπορώ και βλέπω στο βυθό, γουστάρω να μπω μέσα, αλλά ξέρω ότι είναι το τριπ. Κι ας λένε όλοι οι μαλάκες ότι δεν ξέρεις τι σου γίνεται. Σκέφτομαι πιο σβέλτα απ’ όσο ανασαίνω, δεν προφταίνω, μου ’φυγε η σκέψη, σκατά! Το κύμα με βρέχει. Ο βράχος, ζεστός και ζωντανός μ’ αγκαλιάζει, αλλά μόνο εγώ το ξέρω. Οι άλλοι μόνο τον πατάνε. Έρχεται ένα πιτσιρίκι και μου χαμογελάει.
— Βράχηκες! Δεν κρυώνεις; ρωτάει.
— Είναι ζεστή η θάλασσα. Και μ’ αγαπάει! του χαμογελάω κι εγώ.
Έχω πάρει να ζαλίζομαι αλλά το νερό με συνεφέρνει. Κοιτάω τον Ασταρώθ. Μαλάκα, τι ωραίος που ’ναι! Κανένας δεν ξέρει πραγματικά πόσο! Τα μάτια του έχουνε γίνει σχεδόν μαύρα μ’ ένα πράσινο στεφάνι που στραφταλίζει. Όπως η θάλασσα.
Είν’ ένα τριπ σαν Καντίνσκυ. Η ώρα φεύγει. Δεν ξέρω πως. Ποιος χέστηκε. Ο κόσμος αραιώνει. Γουστάρω. Δεν τους πάω. Παλιοχάβαλοι.
Ο Ασταρώθ ανασαίνει βαθιά. Ανησυχώ.
— Πρόσεχε πως αναπνέεις, γιατί άμα ρουφήξεις πολύ, για μας τους άλλους, τί θα μείνει; του ψιθυρίζω.
— Κατουριέμαι, απαντάει.
Νιώθω να τον αγαπάω τόσο, όσο μισώ τους άλλους. Αυτόν και τη Μορφίνη. Φυσάει πάνω. Αισθάνομαι τα μαλλιά μου να πετάνε και με πιάνει ο έρωτας για την πάρτη μου. Κάποιος πρέπει να το κάνει κι αυτό. Φτύνω σάλιο και μου γυρνάει στο μάτι. Με παίρνει αποκάτω.
— Δεν κάνει να φτύνεις κόντρα, λέει ο φίλος μου.
— Έχω ναυτία. Ναυτία είν’ αυτό που σου ’ρχεται να φτύνεις, λέω εγώ.
Ξαναμένουμε αμίλητοι. Ο ήλιος κόκκινος, αιματί, ίσα που φαίνεται πίσω απ’ τα βουνά της Σαλαμίνας. Ακούω το κύμα που λέει τα δικά του. Χαζεύω τους λίγους που ’χουνε μείνει. Ακόμα κι όταν εσύ είσαι λιώμα, όλοι οι άλλοι παραμένουν ξενέρωτοι. Απογοητευτικό…
— Γιατί δε μου μιλάς; ρωτάει ο έτσι.
— Χάνουμε τη ζωή μας με το να μιλάμε. Όσο μιλάμε, καταναλώνουμε πολλή ενέργεια και γουστάρουνε, γιατί τους τρέφουμε.
— Α…
Περνάει λίγη ώρα ακόμη. Ίσως και πολλή. Δεν ξέρω. Δε με νοιάζει.
— Μόνος σου τ’ ανέβασες το πόδι σου εκεί πάνω; τόνε ρωτάω.
— Μου λες μια ιστορία με πειρατές;
Βραδιάζει. Γαμώ τα μπλε. Κι ένα φεγγάρι υγρό, σαν υδράργυρος. Ζαλίζομαι. Τα χέρια μου ιδρώνουν. Μάλλον το φεγγάρι στάζει πάνω μου. Και πάνω στα μαλλιά του Ασταρώθ. Τα βλέπω γεμάτα σταγόνες που λαμπυρίζουν και τα χαϊδεύω. Ύστερα τα τινάζω και γεμίζει ο κόσμος ασημένιες σταγόνες.
Χάνομαι απέναντι, στη Σαλαμίνα. Τα φώτα μεγαλώνουν και μικραίνουν με τους παλμούς μου. Ο Ασταρώθ μ’ αγκαλιάζει και καθόμαστε πολλή ώρα έτσι, μέχρι που βλέπω τρία πτώματα στο νερό. Ξέρω, είναι το τριπ, αλλά φρικάρω. Ξέρω ότι σίγουρα υπάρχουν κι άλλα. Ξέρω ότι η θάλασσα μου φανερώνει τα μυστικά της.
— Πάμε;
— Πάμε.
Σηκωνόμαστε και ξεκινάμε για το δρόμο. Τα μποτάκια μου κάνουνε «πλατς-πλατς». Έχει βραχεί το παντελόνι μου και το νιώθω βαρύ, αλλά δε με νοιάζει.
Ο Ασταρώθ γλυστράει. Κάνω να τον πιάσω και σκίζω το χέρι μου. Τρέχει αίμα, τρέχει στα ρούχα μου, αλλά μ’ αρέσει το κόκκινο. Βγαίνουμε στο δρόμο.
— Πώς νιώθεις;
— Παρανοϊκιασμένος.
— Θέλω σοκολάτα.
— Κι εγώ, αλλά δεν έχω μία.
Μπαίνουμε σ’ ένα ψιλικατζίδικο και βουτάμε μια Σεράνο. Σαν αυτές που μου ’φερνε ο παππούς ο Μάρκος όταν ήμουνα νιάνιαρο.
Στρίβουμε στη γωνία για το σπίτι και βλέπουμε έναν περίεργο να μας κοιτάει υποψιάρικα. Σκυλόφατσα, μ’ ανοιχτό πουκάμισο να φαίνεται μια καδένα, ούτε γι’ άγκυρα να ’τανε. Τσαμπουκαλεύομαι.
— Τι έγινε, μάστορα; Τι κοιτάμε;
— Έλεγα μήπως χρειάζεστε τίποτα.
— Κι εσένα τι σε κόφτει; Έμπορας είσαι;
— Βαποράκι, ξεφτίλα είναι μωρέ, λέει ο Ασταρώθ και χαχανίζει. Άμα ήτανε κάνας έμπορας, θα ’χε χτίσει πολυκατοικία να βαράει μια στο ’να δωμάτιο, μια στ’ άλλο!
— «Ντηλέρι» το λένε, ρε βλάκα!
— Ταυτότητες έχετε;
Κοιταζόμαστε ηλίθια κι αρχίζουμε να το πιάνουμε. Σε σερίφη πέσαμε! Κάνω, τάχα μου, να βγάλω τα χαρτιά, και την ίδια στιγμή την κοπανάμε σ’ άλλη κατεύθυνση ο καθένας.
Λίγο μετά, προσγειώνομαι στο δωματιάκι. Η χοντρή του κυρ-Θανάση φωνάζει που «οι γάτες ακούσανε τη μυρωδιά απ’ τα ψάρια και της τα φάγανε». Κρυφογελάω. Σίγουρα «την ακούσανε»! Μπαίνω στο δωμάτιο και βλέπω τον Ασταρώθ να ’χει ανάψει ένα κερί και να το κοιτάει κολλημένος. Εγώ χαζεύω τις σκιές στους τοίχους και φτιάχνω ιστορίες.
— Ξέρεις, το χειρότερο πράγμα που δε βγαίνει απ’ τον τοίχο είναι η σκιά σου, λέω.
— Λες, ρε, να βγει κάνα φάντασμα απ’ τον τοίχο;
— Κι άμα; Το φάντασμα, μωρέ, από μας θα βγάλει; Αυτό ζει συνέχεια σ’ ένα τριπ.
— Μπράβο, σωστά.
— Εκτός κι αν έρθει ο ίδιος ο Σατανάς.
— Τι θα κάναμε χωρίς το Σατανά; Θα πεθαίναμε από βαρεμάρα.
Σωπαίνουμε για λίγο. Είναι σκοτεινά, εκτός απ’ το κερί. Οι σκιές κάπως σα να με πλακώνουνε. Βγαίνω στο πεζούλι και φτιάχνω αιγυπτιακές παραστάσεις στην άσφαλτο. Κάτω κάποιος μαγειρεύει και με παίρνουν οι μυρουδιές. Μπαίνω μέσα κι ανάβω το φως.
— Ασταρώθ, να σου πω.
— Να ’μαι όρθιος ή καθιστός; Άμα περπατάω κουνιούνται τα γράμματα.
— Πεινάω, ρε.
— Γούσταρες κάνα «μπεφτέκι»; μιμείται τον κυρ-Θανάση.
— Πάω κάτω να ζητιανέψω τίποτ’ απ’ την Καταρίνα.
Κατεβαίνω και βλέπω το παράθυρο της κουζινόπορτας ανοιχτό. Πάνω στο νεροχύτη, ένα ψητό κοτόπουλο. Το κατάσχω χωρίς φασαρία και τρέχω πάνω.
— Ααα! «Κοτόπλο!»! ξανακοροϊδεύει το σκατό.
— Τι φταίει, ρε, αυτός που ’ν’ απ’ την Πελοπόννησο; Τι κοροϊδεύεις; Θα ’θελες να ’χες την υπηκοότητα;
Σκάει στα γέλια και κάνει έφοδο στο κοτόπουλο. Κι εγώ μαζί. Ψάχνουμε για μπούτια, αλλά μας έχουνε προλάβει.
— Ανάπηρο ήτανε το «κοτόπλο»; ρωτάει.
Δεν λέω τίποτα. Προσπαθώ να μασήσω. Αρχίδια.
— Είναι πολύ σκληρό, γκρινιάζω.
— Όχι μωρέ, το ’χανε χτίσει πριν και το μπετό δεν έκατσε καλά.
Τον κοιτάω για λίγο και μετά πέφτω κάτω απ’ τα γέλια. Γελάω ασταμάτητα και το δωμάτιο αλλάζει χρώματα.
— Να δώσουμε λίγο στήθος στο σκυλί να ροκανίζει μέχρι αύριο; συνεχίζει ο τσόγλανος.
— Μη μιλάς δυνατά. Αυτοί εκεί κάτω στην πραγματικότητα είναι λύκοι!
— Άντε ρε!
— Ναι, σου λέω! Πάμε ύστερα, που θα ’χει νυχτώσει για καλά να σου δείξω.
— Πάμε τώρα!
Κατεβαίνουμε. Σκοτάδι. Καρφώνουμε τα μάτια στην κουζινόπορτα και βλέπουμε αυτό που είχα δει το πρώτο βράδυ μου εκεί. Τέσσερις λυκοφιγούρες σε ημικύκλιο να μας στέλνουν κίτρινες λάμψεις. Ο Ασταρώθ μου γαντζώνεται κι ιδρώνουμε. Ξανανεβαίνουμε κουτρουβαλιαστοί και κλειδωνόμαστε.
— Βάζουμε μουσική; ρωτάει λαχανιασμένα.
— Παπάζογλου. Να τον ακούς και να σε στέλνει τσάρτερ στην Αραβία.
Πιάνει την κασέτα, τη σπρώχνει μέσα, και περιμένει. Τίποτα.
— Μας κοροϊδέψανε. Δεν ήταν απ’ αυτήν την πλευρά η κασέτα. Θα τήνε βάλω απ’ την άλλη, μπας κι είναι. Φαντάσου να σου πεταχτεί μια κασέτα!
Της αλλάζει πλευρά και ξαναπεριμένει. Τίποτα.
— Πάτα το «πλέυ», ρε ούφο! φωνάζω.
— Ποιος επιπλέει;
Σηκώνομαι και πάω να το πατήσω. Σκοντάφτω στο τραπέζι και ρίχνω το πιάτο με το κοτόπουλο που ’χουμε παρατήσει.
— Τι κατάρα ειν’ αυτή να μου πέφτουν όλα κάτω;
— Δεν είναι κατάρα. Ο νόμος της βαρύτητας είναι.
Βάζω την κασέτα να παίξει και καθόμαστε παρέα στο καναποκρέβατο. Χαζεύω τις ζωγραφιές μου στον τοίχο κι ο Ασταρώθ σχεδιάζει το σήμα των μισθοφόρων στο μπουφάν του. Μια νεκροκεφαλή με μπερέ που την περνάνε μια λόγχη κι ένα Καλάζνικοφ. Από κάτω, γράφει «Mercenaries». Ανάβω ένα τσιγάρο. Έχω πάρει να τρέμω. Η νύχτα προχωράει κι ακούμε μόνο το Νίκο.
«Κανείς εδώ δεν τραγουδά, κανένας δεν χορεύει.
Ακούνε μόνο την πενιά κι ο νους τους ταξιδεύει».
Δεν ξέρω γιατί, με πιάνει το παράπονο. Βουρκώνω. Ο Ασταρώθ μ’ αγκαλιάζει και καθόμαστε πολλή ώρα έτσι, να τρέχουν τα μάτια μας χωρίς να μιλάμε. Γουστάρουμε να πιούμε αλλά ήμαστε ταπί. Ξεφτίλα.
Οι ώρες περνάνε. Τώρα, μόνο τα βήματα στο δρόμο ακούμε. Και τα σκυλιά ν’ αλυχτάνε. Ήμαστ’ ακόμα αγκαλιά σφιχτά-σφιχτά. Φοβόμαστε. Έχουμε σβήσει το φως, να μη φαινόμαστε απ’ τις χαραμάδες. Ψευτοκοιμόμαστε με βάρδιες αλλά ξυπνάμε με τρεμούλες και ρίγη. Στους τοίχους κόβουν βόλτες οι σκιές μας. Τρόμος. Ξαφνικά, βλέπουμε απ’ τις χαραμάδες στην παραγκόπορτα μαύρες φιγούρες να μας παραφυλάνε με μάτια που πετάνε κίτρινες σπίθες. Κρατιόμαστ’ ο ένας απάνω στον άλλο και μας κόβει κρύος ιδρώτας. Οι φιγούρες δε μένουν πολύ. Μπορώ να μυρίσω το φόβο μας. Κοιτάω τον Ασταρώθ. Κι είναι ωραίος. Τόσο, που ξεχνάω τα πάντα.
— Μη φοβάσαι! Εμείς είμαστε πιο δυνατοί.
— Γιατί;
— Γιατί είμαστε αληθινοί. Κοιμήσου τώρα. Μας φυλάει η Μορφίνη. Δε θ’ αφήσει κανένα να μας πειράξει. Κοιμήσου, Ασταρωθούλη…
Σε λίγο, τόνε βλέπω στο σκοτάδι που κοιμάται. Του χαϊδεύω τα μαλλιά και βλέπω απ’ τις γρίλιες το πρώτο φως της ανατολής. Ένας μουντός, γκριζωπός ουρανός να διαλύει τις σκιές και να μου βαραίνει τα μάτια. Κοιτάω μια τελευταία φορά μέσ’ απ’ τις χαραμάδες και βλέπω μόνο το Μορφινάκι που κοιμάται μπροστά στην πόρτα. Κι όταν κι ο τελευταίος εφιάλτης πεθαίνει μπροστά μου, κλείνω επιτέλους τα μάτια και φεύγω για τον πλανήτη μου.
****
Νικόλ Ρούσσου, Πες στη Μορφίνη, ακόμα την ψάχνω, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1996, σ. 70-79
Μετάβαση στο σημείο: Ακτή Ξαβερίου-Χατζηκυριάκειο-Πειραϊκή