Πειραιάς
Πόλη αγεωμέτρητη
Συγκρότηση ενότητας: Καλλιόπη Μακαρώνη- Το λιμάνι του Πειραιά
- Η αγορά του Πειραιά
- Πλατεία Καραϊσκάκη (Λεμονάδικα)
- Τρούμπα
- Ακτή Μιαούλη
- Ακτή Ξαβερίου-Χατζηκυριάκειο-Πειραϊκή
- Κεντρικές Συνοικίες
- Διαδρομές στην παραλία των αρχόντων, των μετοίκων και των προσφύγων
- Προφήτης Ηλίας-Κρητικά
- Νέο Φάληρο
- Γειτονιές βαμμένες κόκκινες
- Δραπετσώνα
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Ακτή Ξαβερίου-Χατζηκυριάκειο-Πειραϊκή Χατζηκυριάκειο
Το τάμα της Ανθούλας...
Όταν έκλεισε κ’ η μάντρα του Σταμάτη, ο Νότης, με το Νάσο και το Νίκο, τράβηξαν για το Πασαλιμάνι. Καθώς βγήκαν, όμως, στην πλατεία, έπεσαν απάνω στο περίπολο. Ο λοχίας, ο περιπολάρχης, φώναξε το Νότη, κι άμα εκείνος δικαιολογήθηκε πως είχε σήμερα ντυθεί, του είπε μόνο να μη γυρίζει όξω. Κ’ εκείνος τον χαιρέτησε, έκανε μια κανονική μεταβολή, έκοψε μέσ’ απ’ τα στενά, και βγήκε, μαζί με την παρέα του, ίσια, στη Φρεαττύδα. Το φεγγάρι ασήμωνε τα κοιμισμένα τα νερά, κ’ έν’ αγεράκι χάιδευε τα μάγουλα κι άγγιζε τ’ αυτιά και τα μαλλιά, σα χέρι τρυφερό κι αγαπημένο. Εκεί, πίσω στο Ρούσικο Νοσοκομείο, βρήκαν το Μίκια το Ντουρντή και το Μπαλή το Μήτσο. Βρήκαν ακόμα κι άλλα δυο παιδιά. Και τότε γίναν όλοι μια παρέα, και τραβήξαν πέρα, προς το γύρο, μ’ αγριοφωνάρες και μ’ αστεία. Ο Νότης μόνο δεν έβγαζε μιλιά. Ο Μήτσος τότε, του ’σκασε μια καρπαζιά γερή και το ’βανε στα πόδια. Και κείνος τον κυνήγησε, κι ώσπου να στρέψει στη γωνιά, τον πρόκανε. Κι ο Μήτσος, για να γλιτώσει τη μοιραία πληρωμή, του λέει ξαφνικά:
— Τα ’μαθες; Ο Μπακουρέλιας γύρισε…
Ο Νότης κοντοστάθηκε.
— Σοβαρά το λες; Και πότε πρόκανε να πάει και να ’ρθει;…
— Ξέρω και γω; Έφερε πράμα, και το πήγε στη σπηλιά.
Ο Νότης πήρε ύφος σοβαρό.
— Θα κάτσει, για θα φύγει;
— Θα φύγει. Την άλλη, που ’κατσ’ εδώ χάμου, έχασε και γω δεν ξέρω πόσα. Άλλη βολά δεν το ξαναπαθαίνει, λέει…
Ο Νότης έμεινε κάπως συλλογισμένος.
Ήρθαν κι οι άλλοι, σ’ αυτό το μεταξύ, κ’ η κουβέντα κόπηκε με μιας. Ο Νάσος, όμως, άκουσε τα τελευταία λόγια και μπήκε αμέσως στην κουβέντα.
— Για ποιόνε λέτε; για τον Μπακουρέλια;
Ο Νότης δεν έβγαλε μιλιά. Ο Μήτσος, όμως, είπε:
— Ναι, ρε! Δε μας είπε πως θα λείψει δυο βδομάδες; Να, τ’ άκουσε κι ο Νίκος. Δε μας το ’πε μες στου Νταλαβέρη;…
Ο Νίκος το βεβαίωσε, κουνώντας το κεφάλι.
Ο Νότης είπε τότε;
— Πάμε στου Νταλαβέρη;
Όλοι βρεθήκαν σύμφωνοι:
— Και δεν πάμε;…
Δυνάμωσαν το βήμα, και τράβηξαν, στο φως του φεγγαριού. Έκαναν το γύρο της Πειραϊκής, αμίλητοι – κ’ έφτασαν σ’ έναν ήσυχο κολπίσκο, ένα μικρό μυχό της Χερσονήσου. Εκεί ήταν ο ντεκές του Νταλαβέρη, ο πιο επίσημος απ’ όλους τους ντεκέδες, άσυλο των ντερβίσηδων και των μανιταρτζήδων, που η καταδίωξη, εκείνο τον καιρό, δεν τους είχε ακόμα ξεπαστρέψει.
Στην τελευταία άκρη, ακριβώς, εκεί που κλείνει ο μεγάλος γύρος, λίγο πριν απ’ τη μικρή γεφυρούλα, που φέρνει στων Δοκίμων τη Σχολή, μέσα σ’ ένα λιμανάκι γραφικό, προφυλαγμένο απ’ όλες τις μεριές, ήταν στημένος ο ντεκές του Νταλαβέρη. Το ντεκέ αυτόν τον βαστούσε, εδώ και πέντε χρόνια, ένας παλιός και περιβόητος «ντερβίσης», που είχε πάει τρεις φορές – φόβητρο και τρόμος της μεριάς – ο Γιάννης ο Τσαμπάρας. Το Νταλαβέρης ήταν παρατσούκλι. Λεγόταν, ακόμα, και Μεμέτης – ή Μεμετάκης, πιο χαϊδευτικά – ίσως γιατ’ είχε ζήσει και στην Πόλη. Ψηλός, λιγνός, μαυριδερός – ένα λελέκι ίσαμ’ εκεί πάνω – και, κοντά στ’ άλλα, κοσμογυρισμένος, είχε κάνει όλες τις δουλειές, και τέλειωσε να γίνει μαγαζάτορας. Στα νιάτα του είχε δουλέψει μούτσος σε κάποιο φορτηγό, που πήγαινε ίσαμε την Καλκούτα, κάποτε κι ακόμα παρακάτω. Τώρα τελευταία, όμως, είχε τσακίσει λίγο, κ’ επί πλέον, το ’να του χέρι κρεμότανε παράλυτο. Με τα λίγα παραδάκια που του μέναν – είχε άλλοτε πολλά, αλλά τα είχε φάει, κάθε τόσο, σε λογής-λογής βρωμοδουλιές – θέλησε να νοικοκυρευτεί. Πήρε το ντεκέ καταδικό του κ’ έπιασε μεγάλη πελατεία, ρίχνοντας τους άλλους ντεκέδες, χάρις στη θρυλική παλληκαριά του. Όποιος περνούσε στα γύρω του ντεκέ, δε θα ’βλεπε παρά ένα ξύλινο παράπηγμα, μια ξεβαμμένη κι άθλια παράγκα. Ίσως να το θαρρούσε κι ακατοίκητο. Μόλις, όμως, προχωρούσες παραμέσα, θα ’βρισκες τρύπες, κρυψώνες και σπηλιές, κ’ ένα βαθύ και σκοτεινό λαβύρινθο, σκαμμένο μες στο βράχο, που λέγαν πως, τα χρόνια τα παλιά, συγκοινωνούσε με την Αθήνα… Μέσα κει, ήταν ο ντεκές του Νταλαβέρη – ή «του κουμπάρου», καθώς ήταν γνωστός στην περιφέρεια.
Προτού να στήσει το ντεκέ του ο «κουμπάρος», στην ίδια θέση ακριβώς, ήταν ένας άλλος, ίσως ακόμα πιο ονομαστός – ο ντεκές του Μήτσου. Ο ντεκές εκείνος, στον καιρό του, είχε δει πολύ μεγάλα πράματα. Τον είχαν γράψει κ’ οι εφημερίδες.
Μα ο Μήτσος, ο «κουμπάρος», πέθανε, ή καλύτερα, τον είχε σκοτωμένο κάποιος τσακωμένος παραγιός του, κι ο Νταλαβέρης μόλις είχε πρωτορθεί, κ’ έκανε με τρόπο κατοχή. Όμως, ο ντεκές κράταγε ακόμα τ’ όνομά του – όνομα σχεδόν ιστορικό. Ο Νταλαβέρης, λείποντας τόσα χρόνια (η σωστή καταγωγή του ήταν απ’ τ’ Ανάπλι, αλλά, μικρός, ήταν φερμένος στον Πειραιά), δεν είχε τόσες γνωριμίες με την αστυνομία και θα βρισκόταν κάπως μπερδεμένος, αν δεν είχε συνεταιριστεί με τρεις άλλους ακόμα χασικλήδες, που είχανε τα μέσα, κι ο ένας, μάλιστα, ήταν κι ανηψιός του αστυνόμου – το Μήτσουλα, τον κρητικό, τον Κουφογιάννη και το Ζαγκανά.
Μ’ αυτούς μαζί εξακολουθούσε τη δουλειά του. Όλο το κλεφτόσογο, το άνθος της κλεψιάς και της μαγκιάς, όλο το κακό το συναπάντημα, συναζόταν τότε μέσα κει. Πολλές φορές γύρεψαν να του κάνουνε στραπάτσο – αλλά, θες που ο ντεκές ήταν σχεδόν απόρθητος, θες που ο αστυνόμος έκανε στραβά μάτια, εξαιτίας, ακριβώς του ανηψού του, κανείς δεν τα κατάφερνε ως τότε – κι όσοι τα βάναν με το Νταλαβέρη, είχαν πάντα ξεμπερδέματα κακά.
Ο ντεκές εκείνος είχε γίνει ένα είδος στρατηγείου, που βγαίναν όλες οι μεγάλες διαρρήξεις, όλες οι σοβαρές επιχειρήσεις. Οι αλεπούδες Αθηνών και Πειραιώς είχαν στημένο, εκεί μέσα, το λημέρι τους. Πολλές φορές είχαν συμβεί μεγάλοι τσακωμοί, και το αίμα είχε βάψει τη σπηλιά – τόσο στα χρόνια του Μήτσου, «του κουμπάρου», όσο και στον καιρό του Νταλαβέρη. Αλλά, το περισσότερο, βασίλευε μια σχετική ομόνοια, ένα πνεύμα φιλικής αλληλεγγύης, κάποτε και μια θερμή συμπάθεια, μια στοργή ειλικρινής – όπως συμβαίνει πάντα ν’ αναπτύσσεται σε κάθε τόπο μυστικής συνενοχής…
Κ’ έπειτα, η ασφάλεια, η σαν ασυδοσία του ντεκέ, τους είχε τόσο ξεθαρρέψει όλους, τους είχε τόσο φοβερά αποθρασύνει, που καθένας πήγαινε σ’ αυτόν, με το θάρρος που πηγαίνει σπίτι του! Παλιοί απόφοιτοι των φυλακών, αλάνια των πειραϊκών τριόδων, διαρρήχτες φωτογραφισμένοι, είχαν εκεί το καταφύγιό τους, το προσωρινό τους αποκούμπι, στις σοβαρές και δύσκολες στιγμές…
Μες στους παλιούς αυτούς δασκάλους της κλεψιάς, ξεχώριζε ο Ντάνας, ο επικαλούμενος «θεριό» - ένας τρομερός μουστακαλής, που είχε κάνει κάμποσα χρονάκια φυλακή και είχε δραπετεύσει δυο φορές – την πρώτη, μάλιστα, πέφτοντας στη θάλασσα – κ’ ήταν γιομάτος ερημοδικίες – ένας άνθρωπος αποφασιστικός, έν’ απ’ τα πρώτα παλληκάρια του ντεκέ! Αυτός στεκόνταν ο διαιτητής σε κάθε σκοτεινή διαφορά, κ’ έβγαινε μπροστά, σε κάθε κίνδυνο. Μολαταύτα, στην αλλόκοτη ψυχή του, απ’ τις πολλές και μεγάλες περιπέτειες, είχε γεννηθεί σαν ένας οίκτος, ένα πνεύμα συναδελφοσύνης, που τον έκανε να φαίνεται ιππότης, αν όχι κι ώρες-ώρες αγαθός.
Στην αρχή, άλλος ντεκές αντίπαλος, ήταν ο ντεκές του Μπακουρέλια. Ο Μπακουρέλιας, ή, άλλιώς, Καράφτουλας, είχε κάνει χρόνια σωματέμπορας, κ’ είχε στήσει το ντεκέ του παρακάτω, πέντ’-έξι χρόνια πριν απ’ του «κουμπάρου». Όταν ο Νταλαβέρης άνοιξε το δικό του, ύστερ’ απ’ το σκοτωμό του Μήτσου, δοκίμασε να παραβγεί μαζί του και να του κάνει σχετική χαλάστρα. Αλλά δεν τα κατάφερε. Αποτέλεσμα αυτής της απόπειρας ήταν να του ξεκάνουν, το ’να κατόπι στ’ άλλο, τα δυο πρωτοπαλίκαρά του, τον Τρέλιακα και τον Τσουπό, τον επιλεγόμενο και «Τέσσερο» - άλλοτε μάστιγα πραγματική της Τρούμπας – που τους καθάρισαν παιδιά του Νταλαβέρη, από εκδίκηση για κάποιο φόνο, πάλι άλλου παλληκαριού του Νταλαβέρη, απ’ το Μπακουρελέικο συνάφι. Στο τέλος, είδε πια κι απόειδε, κι αναγκάστηκε, κι αυτός, να υποκύψει, ίσως για να γλυτώσει το τομάρι του – και να προέλθει, καταθέτοντας τα όπλα, σ’ ένα είδος συνδιαλλαγής. Παράτησε την τάπια του και γύρισε στη γνώριμή του τέχνη, στη σωματεμπορία και στο τζόγο. Έγινε, μάλιστα, και κάτι παραπάνω: Μάστορης, καθώς ήταν, στη δουλειά του, έγινε γενικός προμηθευτής του οίκου Νταλαβέρη-Συντροφία, κ’ επίσημος, να πούμε, τροφοδότης, κάνοντας ταξιδάκια, πού και πού, και κουβαλώντας πράμα διαλεχτό.
Κι ως εδώ πέρα όλα βάδιζαν καλά, και τα παλιά είχαν λησμονηθεί. Όμως, καθώς θα δούμε παρακάτω, τα παλιά μίση δεν ξεχνιούνται τόσο εύκολα, αλλά μένουν κοιμισμένα για καιρό, και περιμένουν, μοναχά, την ευκαιρία, για να ξαναβγούν στην επιφάνεια…
Το φεγγάρι, λαμπερό, μεσουρανούσε τώρα την ησυχία της Πειραϊκής, σαν ένας δίσκος ασημένιος κι ολομόναχος. Η θάλασσα, πλατιά και γαλανή, είχε σα μια λεπτότατη φρικίαση, μιαν αδιόρατη, θαρρείς, ανατριχίλα – αν και τ’ αγεράκι που φυσούσε, αδύναμο, λεπτό και μακρινό, δεν ήταν ικανό να τη σαλέψει.
Ήταν παντού γαλήνη και σιγή. Η νύχτα κολυμπούσε μέσα στ’ όνειρο.
Όταν η παρέα, με το Νότη, έφτασε στο μικρό το λιμανάκι, μια βάρκα πρόβαλε, γλιστρώντας ελαφρά, κ’ έμοιαζε ν’ ανοίγεται στο πέλαγος. Ο Μίκιας κοντοστάθηκε, και σφύριξε με τα δυο του δάχτυλα στο στόμα. Κι απ’ τη βάρκα ήρθ’ έν’ άλλο σφύριγμα – και κείνη έκοψε τη φόρα της αμέσως· έκανε μια στροφή κ’ ήρθε και πλεύρισε με δισταγμό στα βράχια. Και μια φωνή ακούστηκε ξανά:
— Ποιος σφυράει;
— Εγώ, ο Μίκιας.
— Τι τρέχει;…
— Μην είδατε το Μπακουρέλια; Πούθ’ ερχόσαστε;…
Η φωνή τους φώναξε κάτι που δεν ακούστηκε. Κ’ έπειτα ξαναρώτησε ανήσυχα;
— Συμβαίνει τίποτις;…
Ο Μίκιας τον ησύχασε.
— Α-μπα! Τράβα…
Κ’ η βάρκα έστριψε ξανά, ξεκίνησε, κι άρχισε πάλι να τραβάει στ’ ανοιχτά, χαράζοντας μιαν ήσυχη, κανονική γραμμή, στα κοιμισμένα, διάφανα νερά.
Ο Μίκιας χτύπησε στην πόρτα της παράγκας, πολύ σιγά και συνθηματικά. Οι άλλοι στάθηκαν πιο πέρα, και περίμεναν.
Ένα μάτι φάνηκε σε κάποια χαραμάδα.
— Εσύ ’σαι Μίκια;
— Ναι, εγώ. Μέσα είν’ ο Μπακουρέλιας;
—Εδώ ’ναι. Τί τον θες; Πέρασε μέσα.
— Είναι και τα παιδιά.
—Περάστε, όλοι μέσα.
Ακούστηκε το τράβηγμα του σύρτη, κ’ η πόρτα μισάνοιξε αθόρυβα. Ένα-ένα, τα παιδιά μπήκανε μέσα – κ’ η πόρτα, από πίσω τους, ξανάκλεισε, με την ίδιαν ένοχη προφύλαξη.
Και το φεγγάρι έλαμπε πάντα στον ουρανό, κρεμασμένο στο Σαρωνικό, σαν ένα γαλανό μαργαριτάρι. Ένα βαπόρι φωτισμένο, μες στη νύχτα, τραβούσε πέρα, μακριά, στα ζαφειρένια βάθη, απόκοσμο, και σαν υπνωτισμένο. Ήταν σα να μην σάλευε διόλου. Κι ο φάρος των Φλεβών ανοιγόκλεινε, σαν ένα μάτι κίτρινο, μ’ ένα γνέψιμο μουντό και νυσταγμένο – σα να ’θελε να δείξει πως, μ’ όλη του τη νύστα και την κούραση, αφοσιωμένο στο σκοπό του, σα στρατιώτης μες στη σκοπιά του, ήταν εκεί πάντα, κι αγρυπνούσε…
Υπάρχουν κάποια πράγματα ωραία στη ζωή, κάποια τέτοια πολύτιμα αισθήματα, χαμένα μες στα βάθη της ψυχής, που μας εμπνέουν, με την ύπαρξή τους, τη φοβερά παρήγορην ελπίδα, πως ο κόσμος δεν έγινε του κάκου – αλλά πως ίσως να βαδίζει κάπου, προς κάποια λύση φωτεινή, μυστηριώδη, προς κάποιον άγνωστο κι ανώτερο σκοπό…
Η παρέα, μες στη σπηλιά του Νταλαβέρη, τραγουδούσε.
Πρώτα το ’φερνε ο Ντάνας, με τη βαριά του, τη βραχνή φωνή, κ’ ύστερα το ’παιρναν οι άλλοι, στη σειρά, και το ξαναγύριζαν απ’ όλες τις μεριές, θρηνητικά, μονότονα, με πάθος – με τα γυαλωμένα τους τα μάτια, σαν καρφωμένα σ’ έναν εφιάλτη, με τις μεγάλες κόρες τους ακίνητες, σα φλογισμένες από μιαν ανείπωτη λαχτάρα, σαν απολιθωμένες σε μιαν έκσταση, σα φαγωμένες και πυρπολημένες από κάποιους έξαλλους και μαύρους πυρετούς:
Μανάκι μου, μανάκι μου, πονεί το κεφαλάκι μου!
Ο αέρας ήταν μολεμένος απ’ τη βαριά θολούρα του καπνού, απ’ τις ζεστές και σφυριχτές ανάσες, απ’ την υγρή τη μυρουδιά της μούχλας, που πλημμυρούσε γύρω τους τοίχους της σπηλιάς. Ένα καντηλάκι τρεμόσβηνε στην άκρη, κ’ έριχνε πέρα, σα σκαμμένα βράχια, τις μεγαλωμένες τους σκιές, που παίζανε, κι αυτές, φανταστικά. Ήταν καθισμένοι όλοι χάμου, στριμωγμένοι σ’ έναν στενόν κύκλο, άλλοι σταυροπόδι κι άλλοι πεσμένοι δίπλα, κι άλλοι τ’ ανάσκελα, βαριά μαστουρωμένοι, με τ’ απλανή, τ’ αλλοίθωρά τους μάτια, σβησμένα και χαμένα στο κενό. Ήταν οι περισσότεροι ξυπόλητοι. Κι αυτοί που ήταν καθισμένοι σταυροπόδι περνούσαν κάθε λίγο το μαρκούτσι, ένας στον άλλο, με μονότονες κινήσεις, βαριές, μηχανικές, ληθαργικές. Κ’ έκλαιγαν, πιο πολύ που τραγουδούσαν. Κι ο πνιγηρός, πηχτός καπνός, ανέβαινε ντουμάνι:
Μανάκι μου, μανάκι μου, πονεί το κεφαλάκι μου!
Κι ο ναργιλές γουργούριζε στη μέση – και κείνοι ήταν στοιβαγμένοι γύρω, κι όλο ρουφούσαν μ’ αγκομαχητά, σαν άνθρωποι που κρύβουν τον καημό τους, τον θάβουν στα κατάβαθα της γης, γιατί δεν πρέπει να βγει ποτέ στο φως, γιατί δεν πρέπει να τον δει το φως και φοβηθεί… Μόνος ο Νταλαβέρης ήταν σκυφτός στη μέση, και φυσούσε, πού και πού, το ναργιλέ, κι έβανε κάρβουνα, κι άλλαζε τουμπεκί. Και το μαρκούτσι γύριζε στα διψασμένα στόματα, γύριζε χωρίς να κάνει στάση, σα μια μεγάλη κολασμένη βρύση, που τη ζητούν, τη λαχταρούν τα χείλη κ’ οι καρδιές, λες για να πνίξουν το βαρύ τους άχτι, μ’ έν’ άλλο, πιο βαρύ και πιο πικρό… Κι ο γοερός, αλλόκοτος σκοπός, όλο γυρνούσε και ξαναγυρνούσε, κι ο καημός του, κ’ η αλλοφροσύνη του, έσκαβε και βαθούλωνε τα βράχια. Και το καντηλάκι, φοβισμένο, σπαρταρούσε μες στα σκοτεινά, κάνοντας να χορεύουν οι σκιές – σα να ζητούσε από κάπου μια βοήθεια, μες στο πέλαγος εκείνο του καϊμού, που τράνταζε και σάρωνε τα πάντα:
Μα-νά-κι μου, μα-νά-κι μου…,
πο-νεί το κε-φα-λά-κι μου…!
Ήταν κι ο Μάκιας, το καλντεριμάκι, με τα μεγάλα τσίνουρα γύρω στα μαύρα μάτια, κ’ έσμιγε την ψιλή του τη φωνούλα, την κρυσταλλένια και σπαραχτική, μες στο γενικό το μοιρολόι.
Την ώρ’ αυτή χτυπήσαν τα παιδιά. Τα τραγούδια σταματήσανε μεμιάς. Ο Νταλαβέρης σηκώθηκε αμέσως, και, δρασκελίζοντας καμπόσους κοιμισμένους, πήγε και μισάνοιξε την πόρτα.
Τότε τα παιδιά μπήκανε μέσα, και τραβήξαν αμίλητα στο βάθος. Ήταν εκεί μια δεύτερη σπηλιά, ακόμα πιο στενή και σκοτεινή. Μέσα κει βρισκόταν κάποιος άνθρωπος, που κάτι πάλευε μονάχος στη γωνιά. Ήταν καμιά σαρανταριά χρονών, ψηλός, ξερακιανός, μαυριδερός. Μόλις μπήκαν μέσα τα παιδιά, γύρισε, τα κοίταξε, κ’ έπειτα ξανάρχισε τη σκοτεινή δουλειά του. Ο Νότης τότε σίμωσε και κάτι του ψιθύρισε στ’ αυτί. Κι ο άνθρωπος χαμήλωσε και κείνος τη φωνή, και κάτι αποκρίθηκε, σε τόνο θυμωμένο. Κ’ έπειτα ξανάπε δυνατά:
— Ασ’ τη να κουρεύεται, την παλιοξεσκισμένη… Αυτή δεν παίρνει από λόγια, ναν το ξέρεις!
— Γιατί, ρε Κόλια; Δεν θαν της ξηγήθηκες καλά!
— Εγώ δεν της ξηγήθηκα καλά; Αλλά, έννοια σου, και δε θαν της περάσει… Θαν της στήσω άλλη μηχανή! Πού θα μου πάει; Δε θα μου γλυτώσει! Θαν της αλλάξω τον αδόξαστο, της βρώμας! Να μη με λένε Μπακουρέλια, θαν το δεις…
Έφτυσε χάμου, κούνησε το χέρι, κ’ έπεσε πάλι με τα μούτρα στη δουλειά.
Οι άλλοι πήγαν κ’ έκατσαν τριγύρω στο λουλά.
Και το τραγούδι πήρε πάλι φόρα. Πιο γερό και πιο σπαραχτικό, έμοιαζε να μην έβγαινε από αντρίκια χείλη, αλλ’ από μαύρα στήθη κολασμένων, που καίγουνται και ψήνουνται στα φλογισμένα τάρταρα…
Κι ο Μπακουρέλιας άφησε και πάλι τη δουλειά του, κοίταξε κατάματα το Νότη, κ’ ήρθε και του τράνταξε τους ώμους:
— Άκου δω, ρε Νότη… Σου μιλάω τώρα γω, ο Μπακουρέλιας! Μη νταλαβερίζεσαι με βρώμες…
Ο Νότης χαμήλωσε τα μάτια. Κ’ έπειτα τα κάρφωσε στο φως του καντηλιού. Που και που δάγκανε τα χείλη του μονάχα, σα να τον έτρωγε μια τύψη μυστική, που δε μπορούσε να την αποφύγει.
Κι ο Μπακουρέλιας εξακολουθούσε:
— Να ’μουν εγώ εδώ, πάει καλά. Αλλά θα φύγω πάλι, σε τρεις μέρες, κι ούτε ξαίρω πότε θα ’ρθω πίσω… Είσαι κουρνάζος, ναι, το παραδέχουμαι, αλλά μπορεί να βρεις και το μπελιά σου… Άκου ντε, και μένα, τι σου λέω, και μην κάνεις όλο του κεφαλιού σου, γιατί θα πέσεις όξω, ναν το ξαίρεις…
Ο Νότης τότε του ’ριξε μια βλοσυρή ματιά:
— Εγώ τα ’κανα καλά, ρε Μπακουρέλια, κ’ είμ’ άξιος και ναν τα βγάνω πέρα…
Ο Μπακουρέλιας σήκωσε τους ώμους.
— Κάνε καλά, τί να σου πω και γω;…
Και ξαναπήγε μέσα.
Ο Νότης γύρισε βαρύς, κ’ έκατσε με τους άλλους.
— Τί έγινε; τον ρώτησε ο Νίκος.
Ο Νότης δεν του μίλησε. Κάθισε βουβός, συλλογισμένος. Έστριψ’ ένα τσιγάρο, και το σάλιωσε, κ’ ύστερα τ’ άναψε, με νευρικές κινήσεις.
Κι ο Σκουντής ο Λιας, που δεν φαινόταν ως εκείνη τη στιγμή, πήγε και πήρε το μπαγλαμαδάκι, κι άρχισε κι αυτό να τσαγκρουνίζει το σκοπό που τραγουδούσαν όλοι:
Έλα μου δω, χρυσέ μ’ αητέ,
δε σ’ είδα σήμερα κ’ εχτέ.
Έλα, πουλί κι αηδόνι μου,
να γιατρευτούν οι πόνοι μου!
Λιώσαν τα χιόνια, λιώσανε,
και μεις δεν ανταμώσαμε…
Πες στη μορφίνη, ακόμα...
Το ότι η μία νύχτα θα γινόταν τρεις μήνες ήταν κάτι που κανείς μας δεν περίμενε. Έτσι χύμα και ψιλοχάλια όμως που ήταν η ζωή μου, δε θα ’λεγα πως ήταν και ό,τι χειρότερο μπορούσε να μου συμβεί. Το ένα πράμα οδήγησε στ’ άλλο και έβγαλα όλο το καλοκαίρι εκεί πάνω. Και δε μου ’ρθε και άσχημα.
Η ταρατσούλα ήτανε σκέτο τριπ. Το δωμάτιο που ’μενα, οικονομικό μοντέλο. Τέσσερις τοίχοι κι ένα κρεβάτι. Για τουαλέτα ή μπάνιο έπρεπε ν’ ανεβοκατεβαίνω στους κάτω. Ποιος χέστηκε, όμως;
Μέσα, τα άτομα είχανε βάλει ένα καναποκρέβατο σαν αυτά στο σπίτι τους. Ευτυχώς, όχι κίτρινο. Μπροστά υπήρχε ένα παράθυρο. Όχι μπαλκόνι. Σκέτο παράθυρο. Από κει χάζευα τα παράθυρα της πολυκατοικίας απέναντι, και λίγο πιο πλάι τη θάλασσα και τα εμπορικά που ’τανε ράδα. Το σπίτι ήταν ένα στενό πάνω απ’ την Πειραϊκή. Κοντά στη σχολή.
Τ’ απογεύματα, άμα δεν αλήτευα πουθενά, την άραζα στο πεζούλι της ταράτσας, βολευόμουνα με την πλάτη στον τοίχο απ’ το δωματιάκι, άπλωνα το ’να πόδι να ’μαι άνετα, και μαστούρωνα με τη δύση.
Μόλις έσκαγε το βραδάκι, ανάβανε τα φορτηγά τα φώτα τους και για να με ξεκουνήσεις από κει έπρεπε να ’σουνα πολύ μάγκας. Άσε που άμα βαριόμουνα τη ρομαντζάδα την έβρισκα με τους τύπους στην πολυκατοικία. Ψοφάω να κρυφοκοιτάω στα ξένα σπίτια. Να μπαίνω για λίγο στις ζωές των άλλων. Στη λάθρα.
Είχα και μια φαντασίωση τότε. Ότι μπορούσα να πετάξω πάνω από μια σκοτεινή πόλη και να βρω τα φωτισμένα παράθυρα. Να κοιτάω μέσα στο κάθε ένα απ’ αυτά και κάθε βράδυ να βλέπω άλλες φάσεις.
Σαν το χελιδόνι απ’ το παραμύθι με τον Ευτυχισμένο Πρίγκηπα… Δε γαμιέται;
Τις νύχτες με το που γύρναγα, έκλεινα την παραγκόπορτά μου, γιατί κάτι τέτοιο ήτανε, και την έπεφτα μέσα στην ησυχία. Η μόνη ώρα που γινότανε να βρω λίγη. Και περίμενα. Γούσταρα πολύ ν’ ακούω βήματα στο δρόμο αργά το βράδυ. Όσο πιο αργά, τόσο πιο κάβλα.
Ο ύπνος ερχότανε γύρω στο χάραμα. Για λίγο. Γιατί μετά γινότανε της πουτάνας.
Ο Γιώργος και η Καταρίνα μένανε κάτω-κάτω. Ισόγειο, στα κυριλέ. Δίπλα τους, σε μια γαμώ τις τρώγλες, ένα ζευγάρι ακόμα. Η Σούλα κι ο Κώστας. Και πολύ πονεμένη ιστορία. Ή που σκοτώνονταν μεταξύ τους, η που τα βάζανε με τους από πάνω.
Η Σούλα γύρω στα δεκαοχτώ, βαμμένη ξανθιά, και μια ζωή με τη ρόμπα. Άσε, είναι να προσέχεις να μην πάθεις Σούλα. Έτσι και το ’παθες, χέστα… Ο Κώστας, κομμάτι μεγαλύτερος και το ’παιζε γενικά. Το ’παιζε άντρας, το ’παιζε παραγνωρισμένο μουσικό ταλέντο, το ’παιζε λεφτάς, και το ’παιζε όταν δε γαμιόντουσαν με τη Σούλα.
Πάνω απ’ αυτούς και κάτω από μένα, δυο σπίτια ακόμα.
Η μπόχα που μ’ έστειλε για τσάι το πρώτο βράδυ ερχόταν απ’ το σπίτι της κυρα-Βαρβάρας. Γύρω στα πενήντα, μελαχρινή, ξερακιανή και γλωσσού, πακέτο από την Αίγυφτος. Άλλη από κει με ρόμπα και πασούμια. Μου φαίνεται ότι έψαχνε να μπει στο μάτι της Σούλας. Η κυρα-Βαρβάρα τους μισούσε όλους. Εκτός κι αν την κερνάγαν κάνα ξύδι. Ξεκίναγε το πρωί με μπύρες, έκανε το μεσημέρι ένα διαλειμματάκι με βότκα, Μπόλσκαγια, τέσσερα κατοστάρικα το μπουκάλι, και ξανά μπύρες. Στον ελεύθερο χρόνο της πλακωνότανε στα μπουκέτα με τη Σούλα, η οποία της την έσπαγε που ’τανε αστεφάνωτη, ή κατέβαζε χριστοπαναγίες στην κόρη της, τη Μαρία. Είχε κι ένα γιο αλλά σπάνια τόνε βλέπαμε. Η Μαρία τ’ άκουγε όλα. Καπάκι μ’ αυτά, είχε και δυο σκυλιά σκέτα γαϊδούρια. Όλοι αυτοί, μαζί κι ο εραστής της κυρα-Βαρβάρας, ένα τεκνό κάπου στα εβδομήντα, μέσα σε δυο δωμάτια της συμφοράς. Περιβόλι η κυρα-Βαρβάρα. Με μίσησε πιο πολύ απ’ οποιονδήποτε άλλο.
Δίπλα της έμενε ο κυρ-Θανάσης. Ένα ταλαίπωρο ανθρωπάκι, ιδιαίτερα μίζερο και πονηρό. Σαν τον Σάυλοκ ένα πράμα. Η γυναίκα του είχε το διπλάσιο μέγεθος απ’ αυτόνε και τα μπαστάρδικά τους τα ονειρευόμουνα στις βιτσιόζικες, σαδιστικές μου φαντασιώσεις. Τι κρίμα! Δεν πέσανε ποτέ στα χέρια μου…
Το ανάκτορο ανήκε στον Επαμεινώνδα. Μια ρουφήχτρα του κερατά. Έβγαζε φράγκα από το τίποτα και στ’ αρχίδια του άμα το σπίτι ήτανε για να πέφτει. Πριν μπω εγώ στο δωματιάκι, το ’χε κοτέτσι! Ναι, ρε μάγκα, στην τιμή μου! Κοτέτσι! Δεν κάνω πλάκα. Ο Γιώργος και η Καταρίνα το ’χανε ψιλοσουλουπώσει, αλλά πάλι για κλάματα ήτανε. Με το που βολεύτηκα κι άρχισα να γουστάρω, στρώθηκα στη δουλειά. Βάψιμο απ’ την αρχή, και μερεμέτια.
Τους τοίχους, τους βρήκα ένα εμετικό γαλάζιο. Το πάω το γαλάζιο, αλλά σε δωμάτιο μου φέρνει λίγο από ανακριτικά γραφεία και χειρουργεία. Κι αυτά δεν τα πάω. Έπιασα, λοιπόν, και το ’κανα όλο άσπρο εκτός απ’ τον τοίχο με το παράθυρο. Αυτός έγινε μωβ ανοιχτό, χίππικο, και το παράθυρο άσπρο και γκρι. Στον ίδιο αυτόν τοίχο, των μωβ, έπιασα και ζωγράφισα με μαύρο ό,τι ψυχεδέλεια μου ’ρθε στο μυαλό. Μου ’φυγε η μαγκιά, αλλά χαλάλι ρε πούστη. Έγινε αστέρι. Κι όλοι οι χάβαλοι ερχόντουσαν να δούνε τι κάνω και να πούνε τις μαλακίες του ο καθένας. Ο κυρ-Θανάσης, που πολύ μου κόλλαγε, μου ’χε σπάσει τ’ αρχίδια με τις πλέον άσχετες προτάσεις για διακόσμηση. Κι όλο το μάτι του στον κώλο μου. Το ’ξερα εγώ, δεν θα τα πηγαίναμε καλά εμείς οι δυο. Μια απ’ τις τελευταίες του φοβερές απειλές ήτανε ότι θα μου ’φερνε ένα κάδρο με γυμνό σαν αυτά που ’χε στο σπίτι του. Δόξα το Θεώ, το ξέχασε!
Με το που τελείωσα, και το κοτέτσι έμοιασε κάπως με δωμάτιο, ο Παμίνος είπε ότι του ’κανα το σπίτι αχούρι κι ήτανε καιρός να του δίνω. Τον έκλασα κανονικά κι άραξα, πρώτη φορά μετά από δυο βδομάδες, να τριπάρω με τον ήλιο που κοκκίνιζε τα καράβια απέναντι.
****
Νικόλ Ρούσσου, Πες στη Μορφίνη, ακόμα την ψάχνω, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1996, σ. 18-22
Το 10...
Μπροστά η Γιαννούλα, πίσω οι πέντε υποτακτικοί της, ανέβηκαν, με γρήγορη περπατησιά, την οδό Μαρίας Χατζηκυριακού. Πού πήγαιναν; Πουθενά και παντού. Ξεκίνησαν παρακινημένοι απ’ την ανάγκη να κινηθούν ομαδικά· να περπατήσουν, να κυκλοφορήσουν, να αλητέψουν, για να δώσουν διέξοδο στην ξέχειλη νεανική τους ζωτικότητα. Αν ήσαν μεγάλοι, θα πήγαιναν να γλεντήσουν σε ταβερνεία και σε μπουζούκια. Αν ήσαν παιδιά, θα έπαιζαν κρυφτό, ομάδες, αμπάριζα, κλέφτες κι αστυνόμους. Μα ήσαν στο μεταίχμιο παιδισμού κι ωριμότητας. Ο ερωτισμός τους άρχισε να ξυπνάει, χωρίς να συνειδητοποιείται. Ήταν κάτι σαν ασαφής ενδιάθεση, που έπαιρνε μορφή επιδίωξης ανεξαρτησίας από τους μέχρι τώρα συμπιεστικούς παράγοντες της οικογένειας και της κοινωνίας. Κάτι περισσότερο: μα τάση επαναστατικά καταλυτικής εκδήλωσης προς όσα, κατά τη γνώμη τους, γελοία πιστεύουν και κάνουν οι μεγάλοι.
Στη γωνιά Χατζηκυριακού και Μαρίας Χατζηκυριακού σταμάτησαν δίβουλοι. Ο Φανούρης, ο Τάκας, ο Χρίστος κι ο Σταμάτης πρότειναν να παν στο Νέο Φάληρο και τις Τζιτζιφιές ν’ ακούσουν τα μπουζούκια και να οφθαλμοπορνεύουν τις τραγουδίστριες, που είναι μπουκιά και συχώριο. Μα η Γιαννούλα είχε αντιρρήσεις.
— Ξεποδιάριασμα να πάμε, κι άλλο τόσο να γυρίσουμε. Χώρια η ορθοστασία δύο ώρες στο πεζοδρόμιο! Κι από, τί με νοιάζουν εμένα οι λυσσαγμένες μπουζουκλούδες; Άντρας είμαι να ερεθιστώ;
Κι αφού με τα επιχειρήματά της επέβαλε σιωπή, έκανε τη δική της πρόταση.
— Δεν θα πάμε πουθενά. Θα τριγυρίσουμε πέρα δώθε, ανάλογα τα κέφια μας.
Η πρόταση, μην περιέχοντας τίποτα συγκεκριμένο, δεν παρουσίασε κανένα δέλεαρ για τους αποδέλοιπους, που την υποδέχτηκαν με σιωπή δυσμενή. Μα η Γιαννούλα βιάστηκε να προσθέσει, κλείνοντας το μάτι πονηρά.
— Δώστε βάση σ’ εμένα! Θα σπάσουμε πλάκα!
Έδωσαν βάση, κι ακολούθησαν υποτακτικά την αρχηγίνα τους. Έκαναν δεξιά, κατά τη Σχολή Δοκίμων. Πριν όμως φτάσουν, έκαναν ξανά δεξιά στους ακαθόριστους στην ανατολική πλευρά του Προλιμένα. Ανοιχτή άλλοτε, τώρα έχει συρματοπλεχτεί από τον ΟΛΠ και μεταβληθεί σε υπαίθρια αποθήκη της εκφορτωμένης ξυλείας, άπλετα φωτισμένη τη νύχτα. Μα το φως μόλις φτάνει ως την έξω από το φράχτη περιοχή, την ανώμαλη κι όλο βραχιασμένους ανηφοροκατήφορους, τη διάστικτη από λιγοστά μονώροφα σπιτάκια, που οι ανάμεσά τους εκτάσεις είναι αποτελεσματικότερα προφυλαγμένες από το φωτισμό της υπαίθριας ξυλαποθήκης.
Η παρέα των έξι ξεμπούκαρε σ’ ένα ψήλωμα απ’ όπου η θέα προς τον Προλιμένα ήταν ανεμπόδιστη.
— Καθίστε εδώ, πρόσταξε η Γιαννούλα. Θα γυρίσω γρήγορα. Να με περιμένετε.
— Πού πας; Ανησύχησε ο Φανούρης.
— Λόγο θα σου δώσω; αποκρίθηκε η Γιαννούλα με υπεροψία.
—Παρέα είμαστε· δεν μπορεί να κάνει ο καθένας του κεφαλιού του, χωρίς να λέει στους άλλους…
— Κι αν πάω προς νερού μου, πρέπει να βγάλω τελάλη;
— Κατούρα εδώ δίπλα· δεν είναι ανάγκη να πας ταξίδι ολόκληρο!
Και παίρνοντας μάρτυρες τους άλλους, τους ρώτησε.
— Έτσι δεν κάνουμ’ εμείς;
Σιωπή καταφατική. Η Γιαννούλα, τσαντισμένη, έβαλε τα χέρια στη μέση, κεραυνοβόλησε τον Φανούρη με περιφρονητική ματιά κι είπε.
— Πού γεννήθηκες, ρε Βλάχο; Σε ξέσκεπο σπίτι, και δεν ξέρεις πως γυναίκες κι άνδρες δεν είναι το ίδιο; Οι γυναίκες ντρέπονται να κατουρούν μπροστά στους άνδρες…
— Γιατί; Μπας κι ιδούν το πράμα τους;
— Ακριβώς.
—Δηλαδή μόνον όταν κατουρούν ντρέπονται; Κι όταν το δίνουν στον πάσα ένα;
—Εγώ δεν είμαι από κείνες που το δίνουν στον πάσα ένα! Δεν το’χω δώσει σε κανέναν!
— Και τί μ’ αυτό; Κι εμείς δεν έχουμε πάει ακόμα με γυναίκα· κι όμως δεν ντρεπόμαστε να κατουρούμε ο ένας μπροστά στον άλλον…
— Γιατί είσαστε άνδρες. Κι οι γυναίκες δεν ντρέπονται η μια την άλλη…
Ο Φανούρης, έχοντας κρυφό σκοπό να ιδεί τη γύμνια της Γιαννούλας, άνοιξε το στόμα να υποστηρίξει την άποψή του με πρόσθετα επιχειρήματα άκρως σοφιστικά· μα δεν πρόφτασε. Η Γιαννούλα, που κάτι το ύποπτο είχε ιδεί, επέβαλε σιωπή.
— Σουτ!
[…]
Ξεμπούκαραν σαν σίφουνας στην οδό Χατζηκυριακού, τη γεμάτη κόσμο κινούμενο και καθισμένο στο πεζοδρόμιο των καφενείων και των ουζάδικων. Τα γέλια, τα χάχανα, οι φωνές τους έκαναν πολλά μάτια να τους κοιτάξουν απορεμένα και να παρακολουθήσουν το γοργό με το προπετές ύφος της και τη σαρκική ακτινοβολία, που έσερνε πίσω της το υποτακτικό σμάρι των εξημμένων εφήβων.
Δύσκολο – ίσως και περιττό – να ιστορήσουμε λεπτομερώς όλες τις περιπλανήσεις κι όλες τις περιπέτειες της ιδιότυπης συμμορίας, τούτη τη νύχτα του Σαββάτου προς την Κυριακή.
Εθεάθηκαν διαδοχικά στα πιο ετερόκλιτα σημεία του Πειραιά, πράμα που μαρτυρούσε την αναρχικότητα της πορείας τους. Καθισμένοι στα βραχάκια της Φρεαττύδας ξελαρυγγίστηκαν τραγουδώντας ό,τι τους κατέβαινε. Στις Τζιτζιφιές – έφτασαν ως εκεί – στριμώχτηκαν με το άλλο πλήθος στο πεζοδρόμιο της παραλιακής λεωφόρου, έξω από τα μπουζούκια του Καζαντζίδη, παρακολουθώντας με κατάνυξη το τραγούδι της ξέστηθης και υπερμπογιαντισμένης ντιζέζας, καθώς και τις χορευτικές επιδείξεις των λαϊκών άσων του τσιφτετελιού. […]
***
Μ.Καραγάτσης, Το 10, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2008, σ. 540-543, 564
Βαμμένα κόκκινα μαλλιά...
Όταν, λοιπόν, φτάσαμε στο Χατζηκυριάκειο – για να ξαναγυρίσουμε στην ιστορία μας – και πλήρωσε τον ταξιτζή, αρχίσαμε να κατηφορίζουμε προς το λιμάνι, για το ουζερί του κυρ Λάμπρου. Δεν υπάρχουν πια τέτοια ουζάδικα. Είχε τραπεζάκια και στο πεζοδρόμιο. Από κει, αν κοίταζες προς τα κάτω, θα έβλεπες το λιμάνι, τα πλοία που έρχονται, που φεύγουν.
Ο κυρ Λάμπρος δε σε ρωτούσε ποτέ τι θα πάρεις. Με το που καθόσουν, έφτανε κι αυτός φέρνοντας σ’ ένα δίσκο δυο τηγανάκια μικρά για τον πρώτο μεζέ. Αυγά με λουκάνικα. Μέχρι δώδεκα διαφορετικά είδη μεζέδων έφτιαχνε. Και φτου κι απ’ την αρχή. Και αμίλητος. Πάντα.
Ακόμα και το λογαριασμό δεν σ’ τον έλεγε ποτέ φωναχτά. Σου τον έφερνε γραμμένο. Λίγες κουβέντες, τις πιο απαραίτητες, αν είχες ξεχάσει κάτι, ή για να σου πει κανένα «χρόνια πολλά» τα Χριστούγεννα.
Εγώ βέβαια, καθώς αδειάζαμε τα ποτηράκια, καθισμένοι στις πάνινες πολυθρόνες του, ήξερα πως ο Λούης κάτι μου ετοιμάζει, κάπου την πάει την ιστορία, αλλά δεν τον ρωτούσα να μην του χαλάσω την έκπληξη.
Σ’ το είπα. Με το Λούη πρέπει να είσαι ανά πάσα στιγμή έτοιμος για όλα. Μπορεί να σου κατεβάσει ελικόπτερα, να σε συστήσει σε υπουργούς, να σου γνωρίσει την Γκρέτα Γκάρμπο. Μια φορά μου τη γνώρισε κι αυτή, γι’ αυτό σ’ το λέω. Μάλιστα. Στη Σκιάθο. Είχα πάει το ’68 με το Σταυρόπουλο να βρούμε οικόπεδα. Ο Σταυρόπουλος κι εγώ τότε περνάγαμε την περίοδο των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων. Με είχε βάλει και μένα υποψήφιο εταίρο στην υπό ίδρυση εταιρία του. Εκεί, λοιπόν, ακούω ξαφνικά τη φωνή του Λούη να βγαίνει από τη θάλασσα: «Ρε Κωσταντή; Αμαρτωλέ άνθρωπε;» Τρελάθηκα. Τι να δω; Το Λούη με μαγιό. Μεταξωτό μαγιό. Άσπρο με κόκκινες ρίγες.
—Εγώ είμαι, ξάδελφε. Χάζεψες;
Ξαπλωμένος σε μια σαιζλόνγκ, στο κατάστρωμα ενός κότερου, και δίπλα του, σε μια άλλη σαιζλόνγκ, μια πολύ φίνα εξηντάρα κυρία. Αγγλίδα μάλλον. Μίλαγε αγγλικά.
Όταν μου τη σύστησε, κόντευα να πέσω στη θάλασσα.
—Η Γκρέτα Γκάρμπο από δω.
Και μου άπλωσε το χέρι της. Ο Σταυρόπουλος άρχισε να βήχει, τρελάθηκε. Μπορεί και να μην ήταν, δεν ξέρω. Αλλά της έμοιαζε. Ίδια, όπως στις φωτογραφίες. Καπέλο, μαύρα γυαλιά, λεπτή, ψηλή και φίνα. Εγώ πιστεύω πως όντως ήταν. Σκέψου, ο Λούης με την Γκάρμπο. Αν είναι δυνατόν.
Όταν καθίσαμε στο ουζερί του κυρ Λάμπρου, δεν πιάσαμε αμέσως κουβέντα. Κρατούσαμε τα ποτηράκια και κοιταζόμαστε.
—Πρέπει να νυχτώσει, για να πάμε.
Δεν τον ρώτησα πού. Ήθελα να παίξω το ρόλο του άνετου, του ανθρώπου που λίγο πολύ έχει την περιπέτεια στο αίμα του. Και την έχω, την Παναγία μου, πώς να το κάνουμε, την έχω, αλλά, βλέπεις, ένας ένας και σιγά σιγά σε τσουβαλιάζει, σε βάζει στο μαγκανοπήγαδο, μέσα στις γραμμές της κιμωλίες του Κριτσίνη και άντε μετά να παραμείνεις ο ελεύθερος σκοπευτής, όπως θα ήθελες.
Και κει πάνω, λοιπόν, που πίναμε σιωπηλοί τα ούζα μας, τον ρώτησα τι γίνεται ο Κριτσίνης, αν έχει νέα του.
Πρόσεξα πως όσο περνάει ο καιρός, όποτε συναντάω το Λούη, μας συνδέουν πιο πολύ οι μνήμες, οι άνθρωποι που γνωρίσαμε κάποτε μαζί, παρά το παρόν. Δεν είχαμε να πούμε και πολλά πράγματα για το σήμερα. Με φόβισε αυτό, δε μου άρεσε. Δεν ήθελα να χάσω από μέσα μου το Λούη. Ήθελα να τον αισθάνομαι πάντα, όπως τότε στην Κόρινθο, ωραίο, ρευστό, μυθικό. Αν τον έχανα, θα σήμαινε τη δική μου χρεωκοπία.
—Το πρόσεξες; Δε σε ρωτάω γιατί μ’ έφερες εδώ. Δε θέλω να σου χαλάσω την έκπληξη.
Με κοίταξε. Με το ζόρι κρατιόταν να μη βάλει τα γέλια.
—Όσο για τον Κριτσίνη, που ρώτησες, πιάστηκες αδιάβαστος. Γενικός γραμματέας υπουργείου ο Κριτσίνης. Γραφεία, κουδούνια, γραμματείς, κλητήρες. Μέγας.
Δε χρειάστηκε πολύ να καταλάβω.
—Όχι, ρε Λούη, μη μου πεις ότι… Έχει γούστο. Δουλεύεις; Έπιασες δουλειά;
—Έπιασα, ξάδελφε, έπιασα.
Έτσι εξηγούνται όλα. Και κουστούμι και ταξί και ουζάδικο. Μελαγχόλησε Δεν είχε, λέει, σκοπό να μου το πει, αλλά αφού το κατάλαβα…
—Μ’ έβαλε κλητήρα στο υπουργείο του. Κώλος και βρακί με την εξουσία ο φίλος σου.
Πω! Πω! Μια λύπη που μ’ έπιασε. Τον πιέζει, μου είπε, να τελειώσει και το σχολείο, να τον κάνει μόνιμο, σε ανώτερο βαθμό.
—Και μην πάει, ξάδελφε, ο νους σου στο πονηρό. Δεν ξανάγινε τίποτα. Με αγαπάει έτσι, γενικώς και αορίστως. Έκανε προϊσταμένη και την Αντιγόνη στο Τζάνειο. Του ζήτησα και διόρισε και τον Αγησίλαο στην Εταιρία Υδάτων. Αλλά θα φύγω, Κωσταντή, δεν είναι μόνο το κοστούμι και η γραβάτα και η δουλειά. Μου πέφτει και λίγο υποτιμητικό το κλητήρας. Όχι ότι… αλλά να κάνεις και το μαντρόσκυλο, δεν πάει. Θα βολέψω μερικούς φίλους ακόμα και λούης ο Λούης σου. Αν θες τίποτα και συ, λέγε τώρα που γυρίζει.
Είχε δίκιο. Δεν του πήγαινε το υπαλληλίκι, η κάρτα, το ωράριο. Να περνάει ο τάδε κόπανος διευθυντής και να πρέπει να του πει «καλημέρα σας, κύριε Χατζηδημητρίου».
—Με καταλαβαίνεις; Δεν το κάνω από εγωισμό, δεν πουλάω βεντετιλίκι, αλλά να… Και η γραβάτα, με σφίγγει – πνίγομαι – κι αυτοί σου λένε υποχρεωτική η γραβάτα.
Δεν ήξερα τι να του πω, τι θέση να πάρω. Πάντως εκείνη τη φορά δεν του φέρθηκα τίμια. Αντί να του τα ψάλλω και να του πω: «Για στάσου, ρε Λούη. Στο κάτω κάτω ποιος είσαι; Όλοι λίγο πολύ γονατίζουμε. Μια ζωή θα τη βγάλεις στη ζούλα; Δανεικά κι αγύριστα; Η αδελφή σου δηλαδή, που μια ζωή σε πλένει και σε ντύνει, τι είναι;» Δεν του τα είπα όμως. Κατά βάθος τον προτιμούσα έτσι, όπως ήταν, και τον ήξερα. Τον ήθελα έτσι πλάνη, ελεύθερο και αλήτη.
Ένιωσα εκείνη τη στιγμή όπως κάτι ερευνητές που πειραματίζονται, όχι μόνο στα ινδικά τους χοιρίδια, αλλά και σε ανθρώπους. Ήθελα να δω την κατάληξη ενός τέτοιου χαρακτήρα. Ήταν μια κρίσιμη στιγμή. Ήξερα πως με πίστευε ο Λούης, μ’ εμπιστευόταν.
—Όχι, ρε Λούη, δεν κάνεις για κλητήρας, αλλά και τι γίνεται; Που πάει η ζωή σου;
Αυτό μόνο του είπα.
Κατέβασε μονοκοπανιάς το τέταρτο ούζο, άφησε το ποτηράκι του κι άρχισε να ξύνει το κεφάλι του. Είδα ότι είχαν αρχίσει ν’ αραιώνουν και τα μαλλιά του. Λυπήθηκα.
Όχι, δε νομίζω ότι τον πρόδωσα με το να μην τον προσγειώσω. Αν τον έπειθα να τελειώσει το γυμνάσιο, ίσως τώρα βέβαια να ήταν ένας καθώς πρέπει κύριος, αλλά δε θα ήταν ο Λούης που σου λέω, ο παραμυθάς, ο θαυματοποιός.
Δοκίμασε να τον κάνει κι αυτόν, το θαυματοποιό, αλλά δεν το κατόρθωσε. Ούτε φωτιές κατάφερε να καταπιεί ούτε σίδερα να μασήσει ούτε… Του παρέδωσε μαθήματα ένας Ελληνογάλλος, ο Μπερτάν. Δε βαριέσαι, ανεπίδεκτος. Τι δόντια, έσπασε, τι εγκαύματα έπαθε, τι θλάσεις μυών. Σακατεύτηκε, αλλά πολύ λίγα πράγματα κατόρθωσε. Κάτι μικροταχυδακτυλουργίες μόνο. Για τρία ολόκληρα χρόνια έγινε πάντως ο τρίτος του τσίρκου Μπερτάν.
Άλλη τρελή περίπτωση αυτός ο Μπερτάν, που σου λέω. Πω! Πω! Τι θυμήθηκα τώρα. Άγρια ιστορία, ιπποτική. Αυτός ο άνθρωπος από τη μια είχε μαγαζί, λεφτά, σπίτι, κότερο, κι από την άλλη… Άκου να δεις, φίλε μου. Ενώ δηλαδή είχε βολέψει μια χαρά τη ζωούλα του, ό,τι δίψαγε η ψυχούλα του το είχε – ταξίδια, λεφτά, γυναίκες -, εντούτοις παθιαζόταν με τσίρκα και ταχυδακτυλουργούς. Εκεί του την είχε βαρέσει, μέχρι που εγκατέλειψε τα πάντα και έγινε θαυματοποιός.
Από μικρός, λέει, γύριζε τον κόσμο, όχι για τον κόσμο, αλλά για να βλέπει τα τσίρκα του κόσμου. Πάλευε ώρες και ώρες για χρόνια στο σπίτι του. Είχε δέσει κι ένα σκοινί από τη μια άκρη του κήπου του μέχρι την άλλη και προσπαθούσε να κάνει τον ακροβάτη. Και κάποτε τον έκανε. Ύστερα προσπάθησε να καταπιεί φωτιές και τις κατάπιε. Παράτησε τότε και μαγαζί και δουλειές και καλοπέραση, περιμάζεψε και μια Γαλλίδα, ξετρελαμένη μαζί του, πρώην μίμο, πρώην μανεκέν, και άρχισε να γυρίζει μαζί της πόλεις και χωριά, βουνά και λαγκάδια για να δίνει παραστάσεις. Στήνανε σε πλατείες και καφενέδες τα σανίδια τους και παρουσίαζαν το θέαμα. Στο τέλος η Γαλλίδα έβγαζε και δίσκο με το καπέλο του κλόουν.
Όταν τους πρωτοσυνάντησε ο Λούης, στην Επίδαυρο, τρελάθηκε. Ενώ είχε πάει να δει για πρώτη φορά αρχαία τραγωδία, στο τέλος προτίμησε να δει παράσταση του Μπερτάν. Από τη μια είχε να δει «Προμηθέα» και από την άλλη τα τσιρκολάνικα του Μπερτάν. Μόλις είδε πατάρι, πυρσούς, σεντόνια, χάζεψε ο Λούης. Δεν πα να τον τράβαγε από το μανίκι η γυναίκα του, η Αλέκα – παντρεμένος πια –, δεν πα να του έλεγε «θα πάνε χαμένα τα εισιτήρια», ανένδοτος ο Λούης. Αγρίεψε η Αλέκα, φώναξε, δε βαριέσαι, εκεί αυτός. Και χώρισαν για πάντα. Σφούγγισε τα δάκρυά της, του πήρε όσα λεφτά είχε πάνω του, τα εισιτήρια του θεάτρου, τον έστειλε στο διάολο και πήγε μόνη στον «Προμηθέα». Αυτός από κει και πέρα ακολούθησε τον Μπερτάν, για χρόνια.
Σίγουρα ο Μπερτάν έπαιξε μοιραίο ρόλο για την υπόλοιπη ζωή του Λούη. Του μετέδωσε κάτι από την τρέλα του, κάτι από τη φιλοσοφία του. Η Γαλλίδα άντεξε δύο χρόνια και έφυγε. Ο Λούης τρία, αλλά δεν ξαναγύρισε στην Αλέκα του. Του την είχε ήδη φάει ο κύριος Ανάργυρος, όπως θα δεις.
Ο Μπερτάν συνεχίζει ακόμα. Έχει αγοράσει κι ένα φορτηγό, το έχει μετατρέψει σε ζωολογικό κήπο, έχει βάλει μέσα μια τεράστια μαϊμού, φίδια, πουλιά και δεν ξέρω τι άλλο, και γυρίζει πλατείες και χωριά. Είναι τρελός και το ξέρει.
Μου τον γνώρισε κάποτε ο Λούης. Ωραίος τρελός. Δεν τον ακολουθεί πια καμιά Γαλλίδα. Πάει και το μαγαζί. Του το έφαγε, το μισό η εφορία και το άλλο μισό ο αδελφός του. Το κότερο πρόλαβε και το πούλησε για ν’ αγοράσει τα ζώα και το φορτηγό. Το σπίτι του πάει, πουλήθηκε κι αυτό. Πλαστογράφησε την υπογραφή του ο αδελφός του και του το’φαγε. «Τρελός είναι. Τι το χρειάζεται;» έλεγε.
Μόνο όταν τα μάθεις όλ’ αυτά, καταλαβαίνεις τον Μπερτάν και την τρέλα του.
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στο Χατζηκυριάκειο, στο ουζερί του κυρ Λάμπρου. Είχαμε φτάσει πια στο έκτο ούζο, είχε νυχτώσει για τα καλά και το λιμάνι κάτω είχε γίνει ένα με την πόλη. Δεν ξεχώριζες στεριά και θάλασσα. Δε βλέπαμε πλοία. Μόνο φώτα. Κίτρινα φώτα, που ταξίδευαν. Και τη νύχτα. Τη βλέπαμε να περπατά καταπάνω μας. Πλησίαζε.
Ήθελα να τον ρωτήσω για την Πολυξένη του Δεμέναγα, για τη Χαρούλα, αν έμαθε τίποτα γι’ αυτούς και όλο το ξεχνούσα. Τον ρώτησα μόνο για την Πολυξένη: «Τι έγινε, ρε, την ξαναείδες;» Κούνησε μελαγχολικά το κεφάλι του.
—Κάθαρμα ξάδελφε. Ήξερε η πόρνη ότι ο Δεμέναγας είχε σκοτώσει τον άντρα της. Όλα τα ήξερε, αλλά τα έθαψε. Και ήξερε, και τον παντρεύτηκε. Κάθαρμα.
Είχαμε αρχίσει να ψευδίζουμε κιόλας. Μαζί με τη νύχτα ήρθε κι η ψύχρα. Στο τέλος τον βλέπω να βγάζει κάτι λεφτά, να τ’ αφήνει στο τραπεζάκι και να σηκώνεται.
—Έλα, σήκω, αργήσαμε.
Προχωρήσαμε παραπατώντας.
—Εδώ στον κυρ Λάμπρο θα’ρχόμαστε να τα λέμε στο μέλλον. Συμφωνείς; Όσο ζούμε.
—Συμφωνώ, και σφίξαμε τα χέρια.
Κώστας Μουρσελάς, Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά, Κέδρος, Αθήνα 1989, σ. 127-133.
Βαμμένα κόκκινα μαλλιά...
Ο ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
—Η στιγμή του τελικού απολογισμού φτάνει κάποτε σε όλους, ξάδελφε. Θα φτάσει και σε μας. Δε θα φτάσει; Όσο και να τη σπρώχνεις προς το απώτερο μέλλον, όσο κι αν κάνεις πως δε σε αφορά, όσο κι αν λες «ποιος ζει, ποιος πεθαίνει», κάθε φορά που σε πιάνει η κρίση, πάλι αυτή η γαμημένη στιγμή θα βγει, φάντης μπαστούνι, μπροστά σου. Εκεί που δεν την περιμένεις, εκεί και θα σου βγει. Πότε σαν φάντασμα ή εφιάλτης, πότε σαν ένας άψογα καλοντυμένος κύριος που ξαφνικά τον βλέπεις να κάθεται δίπλα σου, επιτιμητικός, απρόσκλητος, αυθάδης, χωρίς να τολμάς ούτε να τον ρωτήσεις από πού στο διάβολο ξεφύτρωσε και τι θέλει, δεν ξέρω τέλος πάντων πώς, αλλά θα σου βγει, να’σαι βέβαιος. Όποτε τύχει να βρεθείς μπροστά σε ανεξήγητα φαινόμενα, όποτε τύχει ν’ αγναντεύεις νύχτα, από ψηλά, μια φωτισμένη πόλη ή μια σκοτεινή θάλασσα, που ακούς μόνο το μουγκρητό των κυμάτων της και είσαι μόνος, αλλά πραγματικά μόνος, χωρίς υπεκφυγές και υποκατάστατα, ενώπιος ενωπίω, όποτε, όπως και όπου και με όποιον κι αν είσαι, θα σου βγει, δεν τη γλιτώνεις, ξάδελφε. Λιώμα να είσαι από μεθύσι, πίτα, κουρελής ή μεγαλόσχημος, βασιλεύς των βασιλέων, αυτή θα σου βγει, δε γίνεται να μη σου βγει. Θα σου’ρθει σαν εμετός, σαν φούσκωμα, σαν κόμπος στο λαιμό, που δεν καταπίνεται, θα σου βγει, πάει και τελείωσε. Όσο κι αν κάνεις τον νταή «μια ζωή την έχουμε» και «Δε βαριέσαι, τι μια μέρα πριν, τι μια μέρα μετά», δεν πείθεις. Τα λες για να τα λες, όχι ότι τα πιστεύεις. Ας είσαι και στις δόξες σου και στις ευτυχίες σου, ας κολυμπάς μέσα σε λίμνες από λεφτά, βιβλιάρια τραπέζης, μέσα σε κάρτες και ομόλογα, ας πιστεύεις και στο Θεό και στις μετεμψυχώσεις, ας παίζεις και με τα μεταφυσικά και τα υπερβατικά, αυτή πάλι θα σου βγει, και πάντα από κει που δεν την περιμένεις. Ξαπλωμένος σε σαιζλόνγκ, μπροστά στις πισίνες σου, δίπλα σε γκόμενες, ανάμεσα σε μουσικές και κρύσταλλα και σχέδια για το μέλλον και καθρέφτες, δε βαριέσαι, θα σου βγει. Ένα μικρός ασήμαντος πόνος στην καρδιά, ένα τσίμπημα βαθιά στο κόκαλο, κάπου ανάμεσα νεφρών και συκωτιού, δε θέλεις και περισσότερα, το μήνυμα το πήρες.
»Βέβαια, μπορεί και να περάσει η κρίση, και συ τότε, που είσαι και πονηρός, θα τρίβεις τα χέρια σου από χαρά, «τη γλιτώσαμε» θα λες, «δεν ήταν αυτό», και θα ξεχαστείς πάλι… Εντάξει, αλλά τι νόμισες; Παράταση πήρες. Μην ξεγελαστείς και πεις «Αυτό ήταν και πέρασε». Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, και τσουπ, την ώρα που πέτυχες τη μεγάλη δουλειά, που υπέγραφες το μεγάλο συμβόλαιο, που έπαιρνες τη μεγάλη υπογραφή, την ώρα που την έφερνες στον άλλον, τσουπ, να τη πάλι αυτή η γαμημένη στιγμή και μάλλον αυτή θα’ναι η τελευταία, η έσχατη που λένε, και τότε πάει, δεν πιάνουν ούτε άλλοθι ούτε πονηριές. Τους άλλους τους ξεγελάμε, τον εαυτό μας ποτέ. Ο κομψός καλοντυμένος κύριος ήσουν εσύ. Δεν το είδες; Και πρόσεξε, το τσίμπημα που είπαμε, καμιά φορά έρχεται εντελώς απροειδοποίητα και τις περισσότερες φορές πολύ αργά για να προλάβεις να αναθεωρήσεις ζωή, πρόσωπα και πράγματα. Και βέβαια δε θα’σαι τόσο άντρας ούτε τότε για να παραδεχτείς πόσο λάθος έζησες. Με λίγα λόγια, όχι, δε γίνεται να τη γλιτώσεις, ξάδελφε. Είναι σαν να ταξιδεύεις με αμάξι και οδηγείς στην ίσια ατελείωτη άσφαλτο και ρουφάς τοπία και χρώματα και πατάς τα κουμπιά του ραδιοφώνου και ακούς τις εξαίσιες μουσικές σου και σφυρίζεις ανέμελος, «καλά τα πήγαμε» λες, «τους τη φέραμε, έπεσε και η ωραία των ωραίων που βάλαμε στο μάτι», δίπλα σου την έχεις, «ανέβηκαν και οι μετοχές της Εθνικής, φίνα, φίνα πήγαν όλα» και τραγουδάς και πατάς γκάζι και σφυρίζεις και μεθάς και ξαφνικά, τσουπ, πάλι ο πόνος, ή, το χειρότερο, πέφτεις στη λακκούβα που δεν περίμενες, που δεν πρόβλεψες, που ποτέ δε φαντάστηκες ότι ανοίχτηκε ειδικά για σένα. Γίνεσαι μεμιάς σμπαράλια. Ανατρέπονται σχέδια ζωής, ανάσκελα το αμάξι με τα άντερα έξω… Μην το συζητάς ξάδελφε, μην το συζητάς.
Όταν μου’τα λεγε αυτά ο Λούης, σε μια πρωτοφανή για το Ρετσίνα έξαψη, πού να’ξερα πως ήταν και η τελευταία φορά που τον έβλεπα. Στο ουζερί του κυρ Λάμπρου στο Χατζηκυριάκειο, εκεί που είχαμε συμφωνήσει από νεαροί να συναντιόμαστε εφ’ όρου ζωής και να τα λέμε: «Να τα ξερνάμε όλα όμως, ξάδελφε. Είσαι;» «Όλα. Είμαι». Και δώσαμε τότε τα χέρια, καθώς αγναντεύαμε τη θάλασσα και μου έλεγε «δε θα τη δεις ακίνητη ποτέ, ξάδελφε» και τέτοια. Εκεί τον συνάντησα.
Προηγήθηκε πάλι ένα από κείνα τα απρόσμενα τηλεφωνήματά τους στις πιο ακατάλληλες ώρες.
—Έχεις δουλειά; Έλα να τα πούμε.
Ευτυχώς πρόλαβα και σήκωσα το τηλέφωνο εγώ· πήγε να το αρπάξει η Ιουλία, αλλά πρόλαβα.
Δεν ήξερα ότι με αποχαιρετούσε. Ήμουνα και χάλια από διάθεση. Μετά από κείνες τις σατανικές επισκέψεις του, με την κόρη του, στα σπίτια μας, δεν ξέρω, δεν ήμουνα στα κέφια μου. Είχαν αρχίσει ν’ αραιώνουν και οι παρέες με τους φίλους… Μόνο στου Λάζαρη πια, κάπου κάπου, γινόταν κανένα πληκτικό συναπάντημα. Καλούσε τώρα και πολύ κόσμο, κάτι διανοούμενους του κώλου, να βγάζει υποχρεώσεις, δημόσιες σχέσεις, κάτι πανεπιστημιακούς τεχνοκράτες, στυφούς και αγχώδεις… Προετοίμαζε, βλέπεις, τις συνθήκες για την κατάκτηση έδρας καθηγητή Πανεπιστημίου… Όπου να’ναι, θα προκηρυσσόταν η θέση. Μια ζωή ολόκληρη έφαγε γι’ αυτή την έδρα. Ουφ! Μπαφιάσαμε και μεις μαζί του.
Μετρούσε ψήφους το κάθαρμα. Σε κάθε τέτοια δεξίωση καλούσε και από έναν υποψήφιο υποστηρικτή του, με όλη την αυλή του. Μελετημένα πράγματα.
Πάνε πια, σπανίζουν οι εντός στενού κύκλου συναντήσεις της παρέας. Όπως και να το κάνεις, όσο κι αν η ζωή μας είχε βγάλει πια τα προσωπεία και φάνηκαν και μεταξύ μας τ’ αληθινά πρόσωπα, γυμνά και γλοιώδη, εντούτοις, κάτι ακόμα, μια φλογίτσα απ’ τα «περασμένα μεγαλεία» τρεμόσβηνε μέσα μας και έβγαινε σε κείνες τις συναντήσεις.
Εν πάση περιπτώσει, κάτι μας συνέδεε ακόμα, κάποια υπόλοιπα μικρής εμπιστοσύνης συντηρούσαν μια φιλία, κάτι σήμαιναν ακόμα εκείνες οι βεγγέρες.
Έτσι λοιπόν, με βρήκε απροετοίμαστο το τηλεφώνημα του Λούη, άκεφο. Είχαν εξαντληθεί και τα περιθώρια, είχαν ξεθωριάσει ακόμα και οι αυταπάτες. «Και μέχρι δω που φτάσαμε, καλά είναι. Ας μην είμαστε και αχάριστοι.»
Χαθήκαμε σε μίζερες σκέψεις και μικρότητες, χωρίς να λύσουμε το μέγα μυστήριο του κόσμου, για να μένει το ερώτημα άλυτο και αδυσώπητο: Πώς έζησες, τι θα μπορούσες να κάνεις και δεν έκανες, για άλλο δρόμο έψαχνες, για άλλο νόημα, λάθος κουδούνια, λάθος πόρτες χτύπησες, λάθος δρόμους πήρες, λάθος ανθρώπους αγάπησες, σε λάθος κρεβάτια κοιμήθηκες, σε λάθος σπίτια έζησες. Γιατί τέτοια περιφρόνηση σ’ αυτό που ονειρεύτηκες, σ’ αυτό που σχεδίασες; Τέλος πάντων…
Πάντως, το τηλεφώνημα του Λούη, σ’ το ξαναλέω, με βρήκε απροετοίμαστο, γι’ αυτό και προσπάθησα ν’ αναβάλλω τη συνάντηση.
—Καμιά άλλη μέρα, ρε Λούη, δε γίνεται;
—Όχι, ξάδελφε, τελευταία ευκαρία.
Είχα και πολύ καιρό να τον δω. Κανείς από την παρέα των αχρείων δεν είχε πια ειδήσεις του. Έφυγε κι ο Αγησίλαος που μ’ ενημέρωνε τακτικά, έστω και με το τηλέφωνο. Ήξερε τα νήματα που μ’ έδεναν μαζί του.
Σιγά σιγά, ενώ μιλούσαμε στο τηλέφωνο, κέρδιζε ο Λούης. Κάτι άρχισε να ξυπνά μέσα μου, κάτι ν’ ακούγεται… Έμοιαζε με εμβατήριο στην αρχή, μετά σαν μια μακρινή μουσική, που πλησιάζει. Θύμιζε Μπαχ, μάλλον πνευστό ήταν, σαξόφωνο στη νύχτα…
Φούσκωνε, φούσκωνε…
—Εντάξει, ρε, έρχομαι, του λέω.
—Παραγγέλνω, κάθαρμα, μέχρι να’ρθεις, μεζέδες, ούζο και φεγγάρι. Πανσέληνος απόψε. Θυμάσαι; Στην πρώτη γυναίκα που πήγες, τέρμα Αιτωλικού, δίπλα στην κολόνα της ΔΕΗ, στη λεύκα;
Μια νοσταλγία που μ’ έπιασε!
Μνήμες, φωνές, σφυρίγματα τρένων, καρβουνόσκονη… Αυτός συνέχιζε να μιλά στο τηλέφωνο κι εγώ γυρνούσα πίσω, βυθιζόμουν!… Πω! Πω! Η Ουρανία! «Ουρανία, ο μπαμπάς σου, τηλέφωνο», κι αυτή να τρέχει στον μπακάλη. Ο θείος Ανέστης, η θεία Μέλπω. Εκείνος πέθανε και κείνη αυτοκτόνησε. Με γκάζι.
Κάτι μου έλεγε για τη Μαρίτσα.
—Τη Μαρίτσα, ρε. Μ’ ακούς; Ξεχάστηκες;
—Ακούω, ακούω.
—Το παίζει τώρα καλή νοικοκυρά. Κυρία καθώς πρέπει η Μαρίτσα. Γέρασε. Πήγα και τη βρήκα. Δάκρυσε όταν με είδε, αλλά δε βλέπεται πια. Γαμώ το. Κάπου στην Πατησίων αγόρασε διαμέρισμα. Άγνωστη μεταξύ αγνώστων εκεί. Παίζει χαρτιά με μια συνταξιούχα δασκάλα έναν πρώην εισαγγελέα, ένα λαδέμπορο. Της δίνει και φτηνότερα το λάδι. Ο Περικλής, ο γιος της, χάθηκε, δεν ξαναγύρισε ποτέ.
Με πήρανε τα μάγια του Λούη. Άρχισα ν’ απογειώνομαι. Ακόμα δεν τον είδα και πετάω. «Α, ρε Λούη, μεγάλε, ατέλειωτε, απίθανε!»
—Εντάξει, ρε, σου είπα, έρχομαι, αλλά παίρνε με τηλέφωνο, με φτάνει να σ’ ακούω κάπου κάπου.
Αυτός συνέχιζε:
—Την Ευγενία, ρε, του Κρούγκα, την παραλίγο γυναίκα μου, τη θυμάσαι; Σε λίγο αποφυλακίζεται ο αδελφός της, το τηλεγραφόξυλο. Θα’ρθει, λέει, να με σκοτώσει, γιατί το χρέος μου προς την αδελφή του παραμένει στο ακέραιο. Και το πιστεύω. Θα’ρθει. Δε νομίζω να ξέχασες, τότε που με καρφώσατε, εσύ κι ο Αγησίλαος, και ήρθαν και με βρήκαν σπίτι και μ’ έσπασαν στο ξύλο; Γι’ αυτό δε με βαφτίσατε και Λούη, επειδή την κοπάνησα απ’ το γάμο; Θυμήθηκες;
—Θυμήθηκα, λέει!
—Τι απέγινε η Ευγενίτσα, ξέρεις; Σε κουράζω;
—Λέγε, ρε.[…]
Έλεγε, έλεγε… Χείμαρρος.
Όταν κλείσαμε το τηλέφωνο, την ώρα που κατέβαζα το ακουστικό, τότε είδα την Ιουλία, όρθια, απέναντί μου, με την τσάντα στο χέρι, ντυμένη, έτοιμη να φύγει. Περίμενε να τελειώσω το τηλεφώνημα για να μου πει πως φεύγει, πως δε θ’ αργήσει, και αν φύγω κι εγώ, να μην ξεχάσω να κλειδώσω, να βάλω τον τηλεφωνητή, το συναγερμό…
Μου μιλούσε κι εγώ την κοίταζα μ’ ένα ύφος λες και την έβλεπα πρώτη φορά. Τώρα τελευταία έχουν αλλοιωθεί τα χαρακτηριστικά της, έχουν αραιώσει και τα δόντια της. Δεν ξέρω, αλλά ένιωσα σαν να μην την ξέρω, σαν… Αλλιώτικη ήταν. Ντύνεται και πιο χυδαία. Θέλει να προκαλεί, να αρέσει. Έξω το στήθος, η πλάτη, τα πόδια… Θυμήθηκα και το μπανιστήρι του Λάζαρη.
Λέξη δεν μου είπε για το Λούη. Ούτε να μην πάω, όπως συνήθως, ούτε…
—Το αμάξι θα το πάρεις; της φώναξα.
—Όχι, πάρ’ το εσύ, βάλ’ του και βενζίνη.
Έφυγε. Επιτέλους μόνος. Το σπίτι άδειο.
Κάπως έτσι τα περιέγραψα στο Λούη, στο ουζερί του κυρ Λάμπρου, όταν πήγα και τον βρήκα.
—Τι μ’ έπιασε, ρε Λούη; Ξαφνικά, σαν να μην αναγνώριζα τώρα και το σπίτι. Ξένα τα έπιπλα, οι πίνακες… Πρώτη φορά τα έβλεπα. Το πιστεύεις; Ναι, ήταν η πρώτη φορά που τα έβλεπα. Και δε μου πήγαινε, δε μου άρεσε τίποτα. Τα χρώματα μου έφερναν μια περίεργη ναυτιά. Δεν αστειεύομαι. Το καφετί ταβάνι, το κίτρινο του γραφείου, τα αλουμίνια, τα μοβ ανθοδοχεία… όλα, όλα. Οι κλάρες του καναπέ άρχισαν να με ζαλίζουν. Όλα γούστο της Ιουλίας. Εντάξει, μαζί τα διαλέξαμε, το θυμάμαι, δε λέω, αλλά εκείνη ήταν που… Και ο πολυέλαιος, κακόγουστος, φτηνός. Σκέτη ναυτία, σου λέω. Μόνο τα βιβλία μου γνώριζα. «Α, μπα, τι έπαθα;» είπα. Ανοιγόκλεισα τα μάτια, να δω μήπως ήταν κάτι παροδικό, μια κρίση της στιγμής… Μπα! Εκεί, να μη μου περνά, να επιμένει. Πήγα να σκάσω.
Ο Λούης με κοίταζε. Είχαμε ήδη γίνει και οι δύο φέσι. Ψευδίζαμε. Εκεί κάπου άρχισε κι αυτός το λογύδριο περί του τελικού απολογισμού, ότι δηλαδή, μια μέρα, θέλουμε δε θέλουμε, έρχεται η κρίση.
Νύχτωσε για τα καλά και μεις πίναμε, πίναμε!…
Πλησίασε η ώρα του αποχαιρετισμού.
—Δε θέλω να πάω σπίτι, του λέω ξαφνικά.
Πώς μου ήρθε και το είπα; Μου βγήκε.
—Δεν μπορώ, τελείωσε.
—Έλα, Κωσταντή, σήκω να φύγουμε. Αν τελείωσε κάτι, είναι το αστείο που τελείωσε.
—Σου λέω, τελείωσε. Σαν να μην υπάρχει αισθάνομαι. Αποκλείεται, δεν πάω.
Επέμενα. Το κάθαρμα με κοίταζε και χαμογελούσε.
—Νιώθω σαν να μην έζησα… Το καταλαβαίνεις; Δεν έζησα. Πρώτα πρώτα δεν έχω κάνει ουσιαστικά κανένα κακό στη ζωή μου, δεν τόλμησα να κάνω ένα κακό, να βλάψω πραγματικά κάποιον. Μια φορά έστω. Ήθελα να έχω βλάψει πραγματικά κάποιον. Θα γνώριζα καλύτερα τον εαυτό μου. Να τον βλάψω και να μου γίνει εφιάλτης, να μου γίνει στενός κορσές. Θα με απελευθέρωνε αυτό ίσως.
Ο Λούης ενθουσιάστηκε. Με κοίταζε σαν να μη με αναγνώριζε.
—Επιτέλους, Κωσταντή! Μια φορά να βγεις έξω, να πετάξεις τα κολάρα και τους φόβους.
Δεν ψεύδιζα μόνο. Παραληρούσα τώρα. Κι αυτός. Οι λέξεις έβγαιναν μισές, το ένιωθα, αλλά δεν μπορούσα να διακόψω.
—Δεν αστειεύομαι, το νιώθω. Το κακό κάπου σε ατσαλώνει, σε φέρνει αντιμέτωπο με το σύμπαν, με το χάος. Μπορεί τότε να ανακάλυπτες πόσο θα ήθελες να κάνουν το καλό οι άλλοι, να έβαζες μια τάξη στο χάος.
Τι έλεγα; Ούτε θυμάμαι. Κάτι πολύ σημαντικό ήθελα να πω, κάτι το κοσμογονικό ένιωθα να μου βγαίνει, αλλά μάλλον μπουρδολογούσα, δεν το έπιανα σωστά, άλλο κακό εννοούσα.
Και ξανά να του λέω ότι «δεν έζησα, δε χτύπησα το στόχο, έφυγε μέσα από τα χέρια μου, γλίστρησε, όχι η ζωή, αυτή, έτσι κι αλλιώς, τη ζήσαμε, τη ζούμε, φεύγει, αλλά το άλλο, το άπιαστο, που το πετάς στην άκρη του μυαλού σου, στα άδυτα των αδύτων. Το πετάς, το βάζεις στο αρχείο, το ξεχνάς, δε θες να το σκέφτεσαι κι ας ξέρεις πως εκεί βρίσκεται η ουσία. Έχεις δίκιο, κάθαρμα. Τελικά δεν ξεχνιέται. Εκεί σε περιμένει, στη στροφή, και σ’ τη φέρνει, η κρίση που είπες».
—Έλα, Κωσταντή, σήκω, μου λέει. Όταν ξεμεθύσεις, ξανασκέψου τα. Τώρα πάμε σπίτι.
—Αποκλείεται, δεν πάω, δεν έχω σπίτι.
—Κωσταντή, αν περιμένεις να σ’ επαναφέρω στο δρόμο του Θεού, γελάστηκες. Δεν πρόκειται να σε νουθετήσω ή ν’ αρχίσω παρακάλια: «έλα, άσε τις τρέλες και γύρνα σπίτι», αποκλείεται, τέτοια δεν κάνω εγώ, ξάδελφε.
—Λούη, καταλαβαίνεις τι σου λέω;
Εκεί εγώ, το βιολί μου, «δεν πάω» και «δεν πάω».
—Κοίταξε, μη νομίζεις ότι εγώ είμαι ο ευτυχέστερος της παρέας, γιατί τελικά όλοι σας νομίζετε ότι η ευτυχία είναι το χόμπι μου. Και μη συνεχίζεις τα δεν πάω, γιατί θα την πατήσεις, δεν είσαι έτοιμος για τέτοια. Άσε τη φιλολογία.
—Δε φιλολογώ, ρε. Είμαι ξένος. Δεν κόλλησε, έκοψε το γάλα.
—Μην τα θες όλα δικά σου. Ρίξε πέτρα πίσω σου τότε. Μπορείς; Αλλιώς θα σ’ τη ρίξει εκείνη και θα τη φας άσχημα. Επιτέλους, διάλεξε στρατόπεδο. Μαλάκα.
Άρχισα πάλι να ψελλίζω και να του λέω κάτι για το γάλα που έκοψε.
Παρ’ όλο το μεθύσι μου, πάλι απέφυγα να του πω λεπτομέρειες για τη σχέση μου με την Ιουλία. Ντρεπόμουν. Ήθελα να του πω για το πόσο περιφρονητικά μου φέρεται τελευταία, για τον εμετό στο σπίτι του Λιακόπουλου. Κρατήθηκα. Του είπα μόνο ότι η Ιουλία, εδώ και καιρό, μου δίνει την εντύπωση της πουτάνας και ότι πια δεν έχει ιερό και όσιο, ότι δεν έχει φραγμό για τίποτα.
Με κοιτούσε σαν να μην καταλάβαινε τι του έλεγα. Στο τέλος μου ρίχτηκε;
—Άσ’τα, Μανολόπουλε, άσ’τα. Εδώ οι ηλίθιες δειλίες σου μια ζωή και δε σ’ άφησαν να πας να γνωρίσεις το γιο σου…, η Ιουλία σε μάρανε; Καλά σου κάνει. Το λάθος σου το πληρώνει κι αυτή, όχι μόνο εσύ. Καλά σου κάνει. Κόπανε.
—Πήγα, Λούη, μη συνεχίζεις. Στο γιο μου, πήγα. Ωριμάζει κάποτε ο άνθρωπος, αργεί αλλά ωριμάζει. Πήγα.
Κοκάλωσε. Δεν το περίμενε. Με κοιτούσε πάλι σαν να μην καταλάβαινε τι του έλεγα.
Ύστερα μίλησε:
—Σου είχα υποσχεθεί, Κωσταντή, ότι δε θα σου ξαναμιλήσω γι’ αυτό το θέμα, τότε τη νύχτα των οργίων με τη Χρυσάνθη και το Λιακόπουλο… Το μαλάκα το Λιακόπουλο. Ωραίος ήταν τότε. Δεν είναι λοιπόν, ξάδελφε, που αργεί να ωριμάσει ο άνθρωπος· είναι που τις πιο πολλές φορές πάει και πίσω. Σοβαρά, πήγες;
—Πήγα. Τι σου λέω; Δε με σιχαίνεται πια η Χαρούλα, όχι τόσο τουλάχιστον. Άλλαξε. Μπορεί και να με λυπάται. Μάλλον.
—Κωσταντή, με συγκινείς. Άλλη μια φορά σε παραδέχομαι. Θα ήταν το μέγα λάθος της ζωής σου. Μ’ έβγαλες κι από ένα βάρος, που δε σ’ την είχα φέρει τότε, όταν μου’ρθε με το παιδί.
—Όταν θέλω να ξεχαστώ, να ηρεμήσω, πηγαίνω και τους βρίσκω. Στο Ψυχικό μένει κι αυτή. Στον εφοπλιστή της. Με κερνάνε καφέ, πορτοκαλάδα. Η Ιουλία δεν ξέρει τίποτα βέβαια. Έχω «αναγνωρίσει» το παιδί. Θέλω να πάρει τ’ όνομά μου. Τώρα, εκ των υστέρων, δε μετανιώνω για τίποτα, Λούη. Ο Κωνσταντίνος γεννήθηκε σε μια ωραία στιγμή, σε μια στιγμή πάθους, πες καλύτερα. Μάλλον όλα έγιναν ακριβώς όπως έπρεπε να γίνουν. Μάλλον. Από καιρό ήθελα να σ’τα πω, αλλά σ’ είχα χάσει.
Εκείνη τη στιγμή ανέβαινε και το φεγγάρι. Γεμάτο και κατακόκκινο.
—Ό,τι σου υποσχέθηκα, το έχεις, Μανολόπουλε. Σκάσε, άσε τα παλιά και κοίταξε ψηλά στον ουρανό. Η πανσέληνος μας έλειπε· να τη κι αυτή, την έχεις.
Οι τελευταίοι πελάτες του κυρ Λάμπρου ήμαστε εμείς.
Έπεσε σιωπή και ψύχρα. Σαν να ψιχάλιζε. Ήθελα να τον ρωτήσω και γι’ αυτόν. Που χάθηκε, που ήταν, τι γίνεται η ζωή του… Ξέχασα όμως, ξεχάστηκα.
Κοιτάζαμε και οι δυο το φεγγάρι. Μελαγχολικοί και αμίλητοι. Άρχισα να ρεύομαι.
Κώστας Μουρσελάς, Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά, Κέδρος, Αθήνα 1989, σ. 402-412.
Βαμμένα κόκκινα μαλλιά...
Πάντως, τόσα σου είπα και καλά καλά ακόμα δεν ξέρω ούτε γιατί σ’τα είπα ούτε αν τα είπα σε σένα ή σε μένα. Τόσες ώρες και ειλικρινά ακόμα δεν ξέρω σε ποιον μιλούσα.
Ίσως να σου διηγήθηκα όλ ‘αυτά που έζησα – έτσι ανάκατα μάλιστα, έτσι άτσαλα – μόνο και μόνο για ν’ αποκτήσουν και για μένα μια άλλη βαρύτητα, ένα άλλο νόημα, αλλά και για να μπορείς να μας κρίνεις εσύ από απόσταση, με περισσότερη κατανόηση, με λιγότερο συναίσθημα, σαν να μην είμαστε, ούτε συ- που δεν είσαι – ούτε γω – που είμαι – μες στα γεγονότα.
Τώρα πια, θέλω δε θέλω, εσύ γίνεσαι ο κριτής μου, και το εύχομαι, μια και τελείωσαν και τα ψέματα και μαζί μια εποχή ολόκληρη, αν και πιστεύω πως τίποτα δεν τελειώνει, πως τίποτα δεν αρχίζει. Μοιάζει πως τελειώνει, μοιάζει πως αρχίζει. Στην πραγματικότητα, όλα ξαναβρίσκουν το δρόμο τους, όλα κάποτε ισορροπούν, και μέσα μας και γύρω μας, και στους ανθρώπους και στα πράγματα. Μεταμορφώνονται και ισορροπούν. Ισορροπούν και γαληνεύουν. Όπως η θάλασσα. Γι’ αυτό την αγαπούσε και ο Λούης. «Δε θα τη δεις ακίνητη ποτέ, ξάδελφε. Γαληνεμένη όμως θα τη δεις!» έλεγε και ξαναέλεγε κάθε φορά που πίναμε τα ουζάκια μας στο ουζερί του κυρ Λάμπρου, στο Χατζηκυριάκειο, καθώς την αγναντεύαμε, από ψηλά, στο πέλαγος, να κινείται!
Κώστας Μουρσελάς, Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά, Κέδρος, Αθήνα 1989, σ. 492-493.
Μετάβαση στο σημείο: Ακτή Ξαβερίου-Χατζηκυριάκειο-Πειραϊκή