Πειραιάς
Πόλη αγεωμέτρητη
Συγκρότηση ενότητας: Καλλιόπη Μακαρώνη- Το λιμάνι του Πειραιά
- Η αγορά του Πειραιά
- Πλατεία Καραϊσκάκη (Λεμονάδικα)
- Τρούμπα
- Ακτή Μιαούλη
- Ακτή Ξαβερίου-Χατζηκυριάκειο-Πειραϊκή
- Κεντρικές Συνοικίες
- Διαδρομές στην παραλία των αρχόντων, των μετοίκων και των προσφύγων
- Προφήτης Ηλίας-Κρητικά
- Νέο Φάληρο
- Γειτονιές βαμμένες κόκκινες
- Δραπετσώνα
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Ακτή Ξαβερίου-Χατζηκυριάκειο-Πειραϊκή Ακτή Ξαβερίου
Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ ΤΟ «10...
Εκείνη η νύχτα ήταν η βραχύτερη της χρονιάς· μα ίσως κι η θερμότερη του καλοκαιριού. Ύστερ’ από άνοιξη δροσισμένη από βροχές και ψύχρες, τα κυνικά καύματα ήρθαν απότομα, περί τα μέσα Ιουνίου, καταπιέζοντας κι εξουδετερώνοντας, κάτω απ’ την τεράστια καυτερή κι ιδρωμένη παλάμη τους, την ευεξία των ανθρώπων. Άξαφνα γίνηκε η μεταβολή του καιρού, απ’ τους στεγνούς δροσερούς βοριάδες στις νοτισμένες φλογερές άπνοιες, που ήρθαν μουλωχτά από το Νότο και ξάπλωσαν παντού τη λιοφρυγμένη θαμπάδα τους. Οι οργανισμοί δεν είχαν ευχέρεια να βολευτούν, όπως θα γινόταν σε μια κλιμακωτή αλλαγή. Το άξαφνο χτύπημα της κάψας τους συγκλόνισε, τους έριξε σε ατονία και χαύνωμα. Ο ίδρος ανεύλυσε απ’ όλους τους πόρους και κάλυψε τα κορμιά με τη γλιτσιασμένη δυσοσμία του. Μες στα βαριά κεφάλια, η σκέψη σιγόπλεγε σαν μισοψόφιο ψάρι σε χλιό νερό, απόμενε λειψή κι ατερμάτιστη. Η μεγάλη πολιτεία δέχτηκε παθητικά τη λάβα τ’ ουρανού κι αποκάρωσε, σαν τεράστιο χταπόδι ξεβρασμένο στην ακρογιαλιά, που άπλωσε τα πλοκάμια του πλάι στ’ ακύμαντο αχνιστό νερό, και σιγοψοφάει από καΐλα και ασφυξία. Η λίμνη του λιμανιού έπηξε σε υγρό παχύρρευστο, κιτρινωπό, ασάλευτο και πεθαμένο, σαν έμπυο κάποιας σάπιας λαβωματιάς. Οι βρωμισιές που ξέχυναν οι σούδες και τα βαπόρια έπλεγαν στεκάμενες, μετάλλαζαν σε σαπρία από ζύμωση γοργή, ανακάτευαν τις απόπνοιές τους με τους στεκάμενους αχνούς – που η απανεμιά λες κι είχε κολλήσει πάνω στην επιφάνεια του νερού – και σκόρπιζαν δυσοσμία αβάσταχτη ένα γύρο στους ντόκους. Τα βαπόρια εισέπλεγαν βαριεστημένα μέσα σε τούτη την κόλαση, σκίζοντας με προσπάθεια το πηχτό και θολό χλεμπονιάρικο νερό· πλεύριζαν ή έδεναν πρυμάτσες, ξερνούσαν ανόρεχτα επιβάτες και φορτία στη στεριά, βιάζονταν να πάρουν άλλους πασατζέρηδες κι άλλα κάρικα· να σαλπάρουν μιαν ώρα αρχύτερα στο πέλαγο, το δροσισμένο από πανάλαφρες πνοές. Αργά στριφογύριζαν οι γερανοί στους ντόκους· σέρνονταν ανγκομαχώντας τα καμιόνια στην αναλυτή άσφαλτο· οι εργάτες του λιμανιού έκαναν τη δουλειά με μηχανικές κινήσεις, σαν ρομπότ υπνωτισμένα, αποδίνοντας το μισό απ’ το κανονικό. Μικρή κίνηση στα μαγαζιά, τα πνιγμένα στην ασφυξία της κάψας· πελάτες ελάχιστοι, όσοι είχαν απόλυτη ανάγκη από κάτι, εξυπηρετούμενοι από πουλητάδες ξεκουρντισμένους, ιδροκοπημένους, νυσταγμένους.
Κανείς δεν χόρταινε ύπνο. Τη νύχτα μόνο μετά τα μεσάνυχτα δρόσιζε κάπως το ύπαιθρο (τα σπίτια, μέσα, ήσαν φούρνος νύχτα μέρα), κι οι άνθρωποι αποκάτιαζαν στις αυλές, τα λιακωτά και τα μπαλκόνια· μα ο ήλιος, ανατέλλοντας από τις πέντε, τους ξυπνούσε με τις πρώτες καυτερές του αχτίνες. Όσο για μεσημεριανό ύπνο, λόγος δεν γινόταν. […]
Αυτή η ενδιάμεση κατάσταση ήταν πιο φανερή στο μεγάλο λιμάνι. Σ’ όλο το μάκρος της προκυμαίας, τα φώτα ξακολουθούσαν να είναι αναμμένα και να διαχέουν τη λαμπεράδα τους στην αμυδρά γαλατένια καταχνιά. Ψηλότερα, στις στέγες των ψηλών κτηρίων, οι πολύχρωμες φωτεινές επιγραφές συνέχιζαν να διαφημίζουν τα προϊόντα τους στους ελάχιστους διαβατικούς, που οτιδήποτε άλλο συλλογιόνταν εκείνη την ώρα, εξόν ν’ αγοράσουν την τάδε οδοντόκρεμα ή τη δείνα ηλεκτρική κουζίνα. Τα κόκκινα και τα πράσινα εναέρια φωτερά τους γράμματα, προβαλλόμενα στο βάθος τ’ ουρανού, περιπλέχτηκαν με τη χλωρορόδινη χαραυγή, άρχισαν ν’ ατονούν. Ένα ακτοπλοϊκό, ερχόμενο από τις Κυκλάδες, άναψε όλα τα φώτα του καθώς σιγόμπαινε στο λιμάνι και γέμισε την επιφάνειά του με οριζόντια κινούμενες φωτερές τρεμουλιαστές λόγχες. Τ’ άλλα βαπόρια, τ’ αγκυροβολημένα κολλητά το ’να στ’ άλλο σχημάτιζαν, μπροστά στους ντόκους, ένα σκοτεινό κι ογκώδες τείχος από ατσάλι, στεφανωμένο άρμπουρα και τσιμινιέρες σπαρμένες ανάκατα κι ασύμμετρα. Πίσωθέ τους κι ακόμα πιο ψηλά, οι ακίνητοι γερανοί όρθωναν στο στερέωμα τις σβέλτες ατσάλινες κατασκευές τους. Ακόμα πιο πίσω, πάνω στο ψήλωμα, εκτεινόταν το περίπλοκο συγκρότημα του μεγάλου εργοστάσιου, έντονα φωτισμένο από εκατοντάδες γλόμπους (δούλευε νυχθημερόν). Οι πανύψηλες καμινάδες ξερνούσαν συνεχώς πηχτές τολύπες ανοιχτόχρωμου καπνού, που ανέβαιναν κάθετα και νωχελικά στον ασάλευτο αέρα, προσθέτοντας την αψιά αχλύ τους στο πούσι της χλιας υγρασίας. Τα δυο φανάρια, στο έμπα του λιμανιού, αναβόσβηναν ρυθμικά την πράσινη και κόκκινη αναλαμπή τους. Λίγο πιο έξω, στ’ ανοιχτά, τέσσερα βαρυφορτωμένα τραμπ είχαν φουντάρει και πρόσμεναν να ξημερώσει για να τα μπάσει ο πιλότος στο λιμάνι. Κάμποσοι άνθρωποι βάδιζαν σιωπηλοί στους λιμανίσιους δρόμους, προσπαθώντας να ταχύνουν το βήμα τους όσο τους επέτρεπε ο κάματος της νυχτερινής δουλειάς ή του αχόρταστου ύπνου. Ήσαν οι νυχτερινοί εργάτες που σκόλαγαν κι επέστρεφαν σπίτια τους, ν’ αποκατιάσουν· κι οι άλλοι που τους διαδέχονταν στην πρωινή βάρδια. Τα δυο αντίθετα ρέματα συγκρούονταν στο πάνε – κι – έλα από τις ταπεινές συνοικίες προς την περιοχή του λιμανιού. Συγκρούονταν σιωπηλά κι αδιάφορα, δίχως ν’ αλλάξουν ματιά ή λόγο. Περίσσευε το «καλημέρα» για μια ερχόμενη μέρα κακή κι ανάποδη, ύστερα από τη φεύγουσα νύχτα του μόχθου και της αγρύπνιας. Δεν είναι όμορφη η ζωή για όλο τον κόσμο…
Μια μόνο γωνιά του λιμανιού ήταν ζωντανεμένη από κίνηση και φωνές, και κάπως περισσότερα φώτα: η ψαρόσκαλα. Έρχονταν οι ψαρόβαρκες από τ’ ανοιχτά και τρύπωναν γοργά στο λιμάνι γεμίζοντάς το με το ρυθμικό κροτάλισμα της μηχανής και την πετρελαιόμποχα της κοντής τσιμινιέρας τους. Φτάνοντας στην ψαρόσκαλα έπαιρναν στροφή, φουντάριζαν σίδερο, έκαναν λίγο την προπέλα ανάποδα κι έδεναν κάβο απ’ την πρύμη. Αμέσως, τα καφάσια με το ψάρι ξεφορτώνονταν στην προκυμαία, όπου οι λιανοπουλητάδες τα περικύκλωναν, τα ξέταζαν με ματιά έμπειρη κι άρχιζαν περίπλοκες διαπραγματεύσεις με τους χοντρέμπορους – τους λεγόμενους μανάβηδες. Κάθε που έκλεινε μια αγοραπωλησία, ο λιανοπουλητής φόρτωνε τα καφάσια σε τρίτροχη μοτοσυκλέτα, καβάλαγε κι εκείνος κι έσπευδε προς το σπίτι του κάπου στο απέραντο συγκρότημα της πρωτεύουσας, το περικλεινόμενο ανάμεσα Αιγάλεω, Πάρνηθα, Πεντέλη, Υμηττό και Σαρωνικό, να έχει έτοιμη την τροφή που χρειάζεται ο Λιεβιάθαν, μόλις ξυπνήσει. Τη σιωπή των αυγερινών δρόμων τη γέμιζαν κάθε τόσο οι γοργοδιαβατικές εξατμίσεις
των φορτομοτοσυκλετών, ταράζοντας τον ανήσυχο ύπνο του ξεθεωμένου απ’ τη ζέστα κοσμάκη. Ήταν κι ένα ρυμουκλό που σφύριζε επίμονα και σπαραχτικά στον Προλιμένα. Όλοι τούτοι οι θόρυβοι προετοίμαζαν το γενικό ξύπνημα, που θα ολοκληρωνόταν με το ξεμύτισμα του ήλιου πάνω απ’ τη βουνοκορφή.
Ο Μικές, ο ψαράς, έφτασε καθυστερημένος στην ψαρόσκαλα. Για να προφτάσει, ήρθε σχεδόν τρεχάτος απ’ του Ξαβέριου, δίχως να πιει καφέ. Για να ξεμπαφιάσει απ’ τη νύστα του αχόρταστου ύπνου άναψε τσιγάρο μεσοδρομίς· μα η πρώτη ρουφηξιά του ανακάτεψε τα σωθικά, το πέταξε σιχτιρίζοντας χαμηλόφωνα και τάχυνε το βήμα. Ξενύχτησε χτες, ως μετά τα μεσάνυχτα. Έμπλεξε με παρέα. Άρχισαν με κάτι ούζα στην Αγορά· κατόπιν πήραν σβάρνα τις γειτονιές, να ιδούν τις κοπέλες που πηδούσαν τις φωτιές του Κλείδωνα. Ζέστα πνιχτική, που οι φωτιές την αυγάτιζαν εξωτερικά, τα ούζα εσωτερικά. Πήδαγαν οι κοπέλες πάνω απ’ τις ψηλές φλόγες, ανασηκώνοντας τα φουστάνια ως τη μέση των μεριών. Κι όσο πηδούσαν, τόσο ερεθίζονταν, λες κι οι φλόγες γαργαλούσαν ηδονικά το υπογάστριό τους.
Πύρωσαν τα μάγουλά τους, αγρίεψαν τα μάτια τους· απ’ τα χαυνωτικά μισάνοιχτα χείλια τους αναδίνονταν υστερικές τσιριξιές· σπαρτάριζαν τα στήθια στον κάθε πήδο. Οι μάγκες, ολόγυρα, τους έλεγαν διάφορα υπονοούμενα, που επενεργούσαν σαν νέα δόση κανθαρίδας στην οχεία τους. Κορέστηκε ο στεκάμενος αγέρας από οσμή καψάλας, καπνιάς, θηλυκού ιδρώτα κι αρσενικιάς βαρβατίλας. Έπρεπε κάποτε και κάπου να ξεσπάσει όλος τούτος ο οργασμός. Τα χαμίνια όλο και τροφοδοτούσαν τις φωτιές με φρύγανα, άχερα, ξαχαρβαλωμένα καφάσια κι ό,τι άλλο πρόχειρο καύσιμο. Θέριευαν οι φλόγες κάθε τόσο, προκαλώντας την ορμή των κοριτσιών. Ο παλμός του πήδου πάνω απ’ την καυτερή εστία· η μελαψή σάρκα της γάμπας και του μεριού ροδοκοκκίνιζε για μια στιγμή, γινόταν αφόρητα ελκυστική. Αόρατο καμουτσί μαστιγώνει ανελέητα τα νεφρά της σερνικής γαλαρίας. Οι δίδυμοι βαραίνουν αφόρητα, πασκίζουν να ξεριζώσουν τους βουβώνες. Τ’ αριστερά χέρια χώθηκαν στις τσέπες των πανταλονιών κι αργοσαλεύουν. Τα μάτια, θολά, κοιτούν δίχως τίποτα ν’ αντικρίζουν. Η μεγάλη κάψα κατανίκησε τα πάντα· στέριωσε ακλόνητα την κυριαρχία της στα πάντα.
Την περιπλάνησή τους, ο Μικές ο ψαράς κι η παρέα του, τη συμπλήρωσαν με σταθμούς σε διάφορους καφενέδες όπου, στα ορθά, κατέβαζαν καναδυό ούζα, να δροσίσουν τη μέσα και την έξω φλόγα, μην καταλαβαίνοντας πως οι σπονδές αυτές έφερναν αντίθετο αποτέλεσμα. Αργά, όταν οι φωτιές έσβησαν παρατώντας τις θράκες και τις στάχτες τους στη μέση των δρόμων, η παρέα κατέληξε στο ταβερνείο του Βάλβη, ανάμεσα Ξαβέριου και Προλιμένα, όπου το γύρισαν στη ρετσίνα. Περί τη μία μεταμεσονύχτιο διαλύθηκαν – κουνουπίδι απαξάπαντες – για να μεταβούν έκαστος εις τα ίδια. Τότε, ο Μικές βρέθηκε σε δεινή αμηχανία. Κατοικούσε στην άλλη άκρη του Περαία, κοντά στο Κερατσίνι, στου διαόλου τη μάνα, κάπου μια ώρα ποδαρόδρομο (λεωφορεία, τραμ είχαν σταματήσει). Κι έπρεπε πριν φέξει να βρίσκεται στην ψαρόσκαλα, να προμηθευτεί το καθημερινό του εμπόρευμα. Πότε να πάει, πότε να γυρίσει, πότε να κοιμηθεί; Μοιραία η προοπτική της Ελενάρας σχηματίστηκε στη θολούρα του μυαλού του. Έμενε λίγο πιο πέρα, στο «10» της οδού Παρασάγγη, σε μια υπόγεια κάμαρα της πίσω μεριάς. Θα την ξυπνούσε· θα του ’στρωνε ένα χράμι στο πεζοδρόμιο, ν’ αποκατιάσει κοντά της. Έτσι το πράμα βολευόταν…
Βρήκε την Ελενάρα ξύπνια, καθισμένη μπροστά στην πόρτα του καταγωγιού της, να χτενίζει τον Σερσέμη, το σκύλο της, και να του κουβεντιάζει. Μες στο σκοτάδι, ο ακατέργαστος όγκος της έδειχνε απεριόριστα μαύρος, άκρη αντίθεση με το πάλλευκο και πεντακάθαρο τρίχωμα του Σερσέμη.
Δεν της μίλησε· στεκόταν και την κοίταζε. Δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του· τραμπαλιζόταν σαν τραμπάκουλο σε ρεστία. Εκείνη κατάλαβε.
— Την τύφλα σου έχεις! Πάρε από μέσα ένα χράμι· στρώσ’ το δα κει και ψοφολόγα…
Ο Μικές δεν κουνήθηκε· τα θολά του μάτια είχαν καρωθεί στα βρωμερά κουρέλια που σκέπαζαν τα λάπια της γριάς. Ξανάβλεπε με τη φαντασία τα κορίτσια να σαλτάρουν πάνω απ’ την πυρά· τις σφιχτές γάμπες, τις ροδισμένες απ’ τη φλόγα· τα στήθια τα σπαρταριστά. Ένιωσε χιλιάδες μερμήγκια να περιδιαβάζουν ανάμεσα στα μεριά του. Η Ελενάρα κατάλαβε. Σήκωσε με κόπο τα γέρικα ξίγκια της, κατέβηκε τα σκαλοπάτια, άνοιξε την πορτούλα του κατωγιού και μπήκε. Ο ψαράς την ακολούθησε. Πριν δρασκελίσει όμως το κατώφλι κοντοστάθηκε, έκανε πίσω, με φλεμόνια πνιγμένα απ’ την μπόχα· μα ο σατανάς δείχτηκε δυνατότερος. Μπήκε κι αυτός, σφάλιξε το θυρόφυλλο. Ο Σερσέμης απόμεινε μονάχος στο πεζοδρόμιο. Καθισμένος, είχε αναγείρει τη μουσούδα του κι ατένιζε τ’ αστέρια.[…] Δεν πρόφτασε να κοιμηθεί, ούτε κιόλας να ξαποστάσει.[…] Δρασκελώντας ξανά το πορτί του κατωγιού ανάσανε με λυτρωμό το μόλις δροσισμένο της χαραυγής, ύστερ’ απ’ την μπόχα και την κάψα του φούρνου.[..] Σιχαινόταν τον εαυτό του. Ορκιζόταν μέσα του να μην ξαναπέσει σε τούτη την αηδία. Ανησυχούσε κιόλας γιατί αργοπόρεσε, κι ίσως δεν έβρισκε καλό πράμα στην ψαρόσκαλα.
Πράγματι, έφτασε απ’ τους τελευταίους. Όλα τα ψαράδικα είχαν γυρίσει από ώρα· στην προκυμαία μόνο πέντ’ έξι καφάσια είχαν απομείνει, με ψάρια χαμηλής ποιότητας. Βλαστήμησε ενδόμυχα, διστάζοντας ν’ αποφασίσει. Να κιντυνέψει το καπιτάλι του παίρνοντας τούτη τη σαβούρα; Κι αν δεν την πουλήσει; Κάλλιο να μην έπαιρνε τίποτα, κι ας έχανε το υποθετικό κέρδος μιας ημέρας. Κάλλιο όχι κέρδος, παρά ζημιά. Έφτυσε καταγής αγαναχτισμένος κι έστριψε να φύγει για το τσαρδί του πέρα, στο Κερατσίνι. Τουλάχιστο θα ’χε διάφορο δέκα ώρες ύπνο. Μα ο μανάβης ο Δημήτρης τον σταμάτησε.
— Στάσου, ρε φίλε! Το λαχείο κέρδισες και περιφρονάς το μεροκάματο;
— Με τούτα τα σκατά θα βγάλω μεροκάματο; αποκρίθηκε ο Μικές κι έδειξε περιφρονητικά τα καφάσια.
— Και το σκατό ακόμα, όταν είναι φτηνό, μοσκοπουλιέται.
— Εξαρτάται από τι θες να πεις λέγοντας φτηνό.
— Δυο δραχμές την οκά σου αφήνω το κοκάλι. Με τέσσερις, θα το ξεπουλήσεις στο πι και φι.
Ο Μικές σήκωσε τους ώμους.
— Αστείο πράμα! Ούτε με τρεις δεν τ’ αγοράζει κι ο πιο μπαντίρης λιμασμένος.
Άπαξ κι οι διαπραγματεύσεις άρχισαν, έπρεπε κάπου να καταλήξουνε, προς το συμφέρον και των δυονών. Ο μανάβης ήξερε πως αν δεν έδινε το κοκάλι στον Μικέ, θα του ’μενε ρέστο. Το ’ξερε κι ο Μικές· κι εξεβίαζε την κατάσταση. Αλλάχτηκαν επιχειρήματα με ύφος διαξιφισμού. Έκαναν κι οι δυο περίπλοκους λογαριασμούς: ο λιανοπουλητής, να εξασφαλίσει οπωσδήποτε το κέρδος του· ο μανάβης να μη χάσει, δίχως όμως να ξευτελίσει την πιάτσα. Τελικά συμφώνησαν στη μία και σαράντα την οκά. Πλήρωσε ο Μικές· πήρε το πανέρι του απ’ το κοντινό καφενεδάκι· το γέμισε κοκάλια· τ’ απόθεσε στο κεφάλι του· και βιάζοντας την περπατησιά τράβηξε για τις φτωχοσυνοικίες, όπου ήταν η πελατεία του. Είχε ξημερώσει. Τα φώτα της προκυμαίας έσβησαν. Μερικές φωτεινές επιγραφές πάλευαν ακόμα με το φως της αυγής. Το νερό του λιμανιού μετάλλαξε σ’ ανοιχτό σταχτί, αμυδρά σκεπασμένο με λευκούς αχνούς. Οι όγκοι των βαποριών πήραν υπόσταση· ξεχώρισαν τα σκούρα σκάφη απ’ τους άσπρους χαβαλέδες· οι τσιμινιέρες ξαναβρήκαν τους χρωματισμούς τους – κίτρινο, μπλε, άσπρο, μαύρο, και σε σχέδια περιπλεγμένα. Έξαφνα, απ’ όλους τους δρόμους ξεμπούκαραν ένα σωρό ταξιά, κι έσπευσαν στου Τζελέπη, όπου παρατάσσονταν σε τρεις μακριές αράδες. Ήταν η ώρα που τ’ ακτοπλοϊκά έφταναν απανωτά, φίσκα στον κόσμο. Το πρώτο μπούκαρε κιόλας στον Προλιμένα σφυρίζοντας χοντρά, βραχνά. Ένα φορτηγάκι που σάλπαρε αντισφύριξε με την ηλεκτρική του κόρνα, που τριβελίζει τ’ αυτιά. Μεμιάς, το λιμάνι ξύπνησε, ζωντάνεψε, για όση ώρα του επέτρεπε η σχετική δροσιά της αυγής. Πλήθαιναν οι διαβατικοί, φάνηκαν τα πρώτα τραμ και λεωφορεία, μ’ αναμμένα ακόμα τα φώτα. Ακοστάρισε το ακτοπλοϊκό κι έχυσε στην προκυμαία το λεφούσι των άγρυπτων κακοπαθιασμένων επιβατών.
Φάτσες στραπατσαρισμένες, μάτια υπεραιμικά. Μπαγκάζια, καλάθια, τσουβάλια, φωνές, ανακατωσούρα, σαστισμάρα. Νευρική πείνα θέριζε τα σωθικά· οι κουλουράδες παρουσιάστηκαν άγνωστο από πού, και δεν πρόφταιναν να χορτάσουν όλους τους λιμασμένους. Μετά το βουλιμικά καταβροχθισμένο κουλούρι γεννήθηκε δίψα αβάσταχτη, που την κατασίγασαν οι λεμονατζήδες με τις «παγωμένες». Δεινή μάχη έδωσαν οι ταξιτζήδες ποιος ν’ αρπάξει όποιον προφτάσει. Έφευγαν τα γεμάτα ταξιά, έρχονταν άλλα άδεια. Το δεύτερο ακτοπλοϊκό πλεύρισε λίγο πιο πέρα, ξέρασε κι αυτό ταλαιπωρημένη ανθρωπότητα. Οι θόρυβοι ανάβλυζαν από παντού, δυνάμωναν, γέμιζαν τον ασάλευτο αγέρα. Αυγάτισε έξαφνα η καταχνιά· σκέπασε με ασάφεια όλα τα πάντα. Τα δεμένα φορτηγά, στου Ξαβέριου και στη Ζώνη, πήραν μορφή ονειρική. Η καμπάνα του Αι-Νικόλα άρχισε ν’ αργοσημαίνει τον Όρθρο. Καναδυό ευσεβείς στραυροκοπήθηκαν βιαστικά· οι περισσότεροι δεν έδωσαν σημασία· δεν πίστευαν σε Θεό και Διάβολο, μόνοι τους έπρεπε να τα βγάλουν πέρα σε τούτη τη ζωή, άλλη ζωή δεν υπήρχε…
Κι άξαφνα, ο ήλιος πρόβαλε πάνω απ’ τον Υμηττό. Οι λοξές ακτίνες του σκόρπισαν θαμπό χρυσάφι στ’ ασήμια της ομίχλης· άπλωσαν αμυδρές κιτρινίλες στους τοίχους των σπιτιών. Εξόν απ’ το φως, θα ’λεγες πως τίποτα δεν άλλαξε. Μα η γη περιστρεφόταν γρήγορα· ψήλωσε σύντομα ο ήλιος, γίνηκαν πιο κάθετες οι ακτίνες του, κι έχυσαν παντού αναλυτό μολύβι. Η καινούρια μέρα άρχιζε, ζεστότερη από τις προηγούμενες.
***
Το μεσημέρι χτύπησε τον Πειραιά κατακέφαλα με τις κάθετες ακτίνες του ήλιου, τον απονέκρωσε. Έκλεισαν τα μαγαζιά και τα γραφεία, σταμάτησαν όλες οι δουλειές. Μόνο του Τζελέπη είχε κίνηση, γιατί ήταν η ώρα που σάλπαραν τ’ ακτοπλοϊκά για τα νησιά. Οι επιβάτες έφταναν ξεθεωμένοι, καταϊδρωμένοι, με φάτσες σαστισμένες, όλο ανησυχία και φροντίδα πως θα βολευτούν, αυτοί και τα συμπράγκαλά τους, μέσα στο συνωστισμό του καραβιού. Στριμώχνονταν στη σκάλα, κοπίαζαν ν’ ανεβάσουν τα μπαγκάζια τους, έχανε ο ένας τον άλλον, έχαναν τα μπαγκάζια τους, ερεθίζονταν, ξεφώνιζαν, μάλωναν με τους αχθοφόρους του ΟΛΠ, πάσκιζαν κάπου να βολευτούν, έβρισκαν κάποια γωνίτσα στο κατάστρωμα, έκαναν κατοχή, κι ύστερα έδιναν μάχη με τους νεοερχόμενους να τη διατηρήσουν. Η λαμαρίνα του βαποριού, διπλά πυρωμένη απ’ τον ήλιο και τη φωτιά των καζανιών, σιγόψηνε όλο τούτο το συνωστισμένο πλήθος· αντί όμως να το αποχαυνώσει και αν το αποκατιάσει, του γεννούσε υπερδιέγερση. Την κυκλοφορία των καινούριων, που προσπαθούσαν να βολευτούν, την εμπόδιζε και την πολυπλοκοποιούσε η κινητικότητα των βολεμένων, που δίχως λόγο κι αιτία τριγυρνούσαν πέρα δώθε, κινημένοι από νευρικότητα. Ήταν η διέγερση που προκαλεί η καταρχήν ευχάριστη προοπτική του ταξιδιού. Και πρώτα όλοι αδημονούσαν πότε το βαπόρι θα σαλπάρει, να τους χτυπήσει η δροσιά της ανοιχτής θάλασσας, ν’ ανασάνουν. Ύστερα λογάριασαν πως στα νησιά του προορισμού τους θα ’βρισκαν λιγότερη ζέστα απ’ το φούρνο της μεγάλης πολιτείας. Όσοι μάλιστα πήγαιναν στα νησιά για διακοπές, δεν μπορούσαν να κρύψουν τη χαρά τους, που πρώτο σύμπτωμά της είναι η βουλιμία. Ως τη στιγμή που μπάρκαραν, η ανησυχία τους έσφιγγε το στομάχι. Τώρα όμως η όρεξή τους άνοιξε απότομα, απαιτητικά. Ανοίγουν τα πακέτα με το ψωμοτύρι, τα σάντουιτς, τα σφιχτά αυγά, τ’ αλλαντικά, τα φρούτα, και καταβροχθίζουν τα πάντα. Όσοι δεν έχουν μαζί τους τρόφιμα συνωθούνται στην καντίνα ν’ αγοράσουν οτιδήποτε, να μπακακανιάσουν. Μαζί με το φαΐ ήρθε κι η δίψα. Οι πλανόδιοι λεμονατζήδες δεν προφταίνουν ν’ ανοίγουν τις «παγωμένες», να παίρνουν χρήματα και να δίνουν ρέστα. Ταύτα ως προς τον όχλο του καταστρώματος. Στην Α’ θέση, ο καλός κόσμος έχει ξαπλώσει στις πολυθρόνες και διαπληκτίζεται με τους καμαρότους, που σάστισαν και δεν προφταίνουν να ικανοποιήσουν όλες τις κατεπείγουσες απαιτήσεις. Στην προκυμαία, συγγενείς και φίλοι στέκονται κάτω απ’ το λιοπύρι, με αξιέπαινη αυταπάρνηση, να ξεπροβοδίσουν τους ταξιδιώτες ως τη στιγμή που το βαπόρι θα έχει ξεμακρύνει έξω από ακτίνα ορατότητας. Όλη τούτη η φασαρία διαρκεί ως τις τρεις, που και το στερνό ακτοπλοϊκό έχει σαλπάρει. Ύστερα η πιο απόλυτη νέκρα απλώνεται σ’ όλο το ακανόνιστο ημικύκλιο του λιμανιού. Μόνο στους καφενέδες μερικοί ανέστιοι πίνουν νερά παγωμένα, και με μάτι νυσταγμένο διαβάζουν το μετεωρολογικό δελτίο των μεσημεριάτικων εφημερίδων, που λέει ότι η θερμοκρασία ανέβηκε στους 40 βαθμούς κι ούτε οι γεροντότεροι θυμούνται τέτοιο κακό.
Νέκρα βασιλεύει και στο «10». Τα μαγαζιά δεν έκλεισαν ακόμα, αλλά πελάτης δεν πατάει. Οι μαγαζάτορες, καθισμένοι στην πιο σύσκια γωνιά, έχουν αποκαρώσει. Άδειο και το καφενείο. Στην ταβέρνα έφαγαν από νωρίς μερικοί εργατικοί και βιάστηκαν να παν σπίτια τους να ξαπλώσουν. Εκεί έφαγε κι ο Στεφανής. Δηλαδή κάτι τσίμπησε· οι στεναχώριες του πρωινού του ’χαν μολυβώσει το στομάχι. Σκεφτόταν αν θα νοίκιαζε κάμαρα στο «10» ·ύστερ’ απ’ τον καβγά που είδε, ήταν πολύ διστακτικός. Πού να πάει όμως; Εδώ το νοίκι ήταν φτηνό· κι η ψυχική του ατονία τον έκανε και να βλέπει το μέλλον σκοτεινό, κι αντίδραση ενεργητική να μην μπορεί να προβάλει σε τίποτα. Κάτι σαν αδράνεια τον διαπότισε και τον έριξε σε αβουλία. Τα πάντα του ήσαν αδιάφορα. Μια κι η τύχη τον έφερε εδώ, θα έμενε εδώ. Βαριόταν ν’ αντιμετωπίσει άλλη λύση.
[…]
— Όμορφη θέα έχει από δω, είπε ο Στεφανής.
Ο Μίστος συμφώνησε.
— Παρακολουθώντας την κίνηση του λιμανιού χαίρεσαι ένα θάμα όλο ποικιλία, που ικανοποιεί την επιθυμία για επαφή με τη ζωή, δίχως την ανάγκη επαφής με τους ανθρώπους.
Ο Στεφανής τον κοίταξε ξαφνιασμένος.
— Δεν μου είπες ποιός είσαι; τον ρώτησε.
— Ο μοναχογιός του ιδιοκτήτη. Τ’ όνομά μου είναι Μίστος Χαριτάκης.
— Σπουδάζεις;
— Τέλειωσα φέτος το Γυμνάσιο.
— Θα πας Πανεπιστήμιο;
— Όχι.
— Τί σκοπεύεις να κάνεις;
— Τίποτα. Η δουλειά είναι κατάρα.
— Και πως θα ζήσεις;
— Ο πατέρας μου σύντομα θα πεθάνει. Θα κληρονομήσω όλο αυτό το σπίτι. Τα εισοδήματά μου είναι περισσότερα απ’ όσα μου χρειάζονται…
— Δεν μου δίνεις την εντύπωση τεμπελχανά χαραμοφάη…
— Όπως και δεν είμαι. Δύσκολο όμως να σου εξηγήσω τι είμαι… Θέλω να ζήσω για μένα τον ίδιο, κι όχι για τους άλλους. Να κερδίσω γνώση για να τη χαρώ μέσα μου, κι όχι να τη χρησιμοποιήσω με σκοπό να κερδίσω χρήματα ή δόξα.
Ο Στεφανής τον κοίταζε παραξενεμένος· κι είπε.
— Είσαι άλλου είδους τύπος. Μου αρέσεις, αν κι εμένα δεν μου ταιριάζει η φιλοσοφία σου. Τα εκατομμύρια του Μαλανδρή να είχα, δεν θα σταματούσα στιγμή να δουλεύω. Όταν δεν κάνω τίποτα, θαρρώ πως σκουριάζω.
— Πολλοί άνθρωποι είναι σαν και σένα. Τους λυπάμαι…
— Ίσως δεν έχεις άδικο…
Σώπασαν κι άφησαν τη ματιά τους να περιπλανηθεί σ’ ολόκληρη την έκταση του τοπίου. Μπροστά και χαμηλά ο στενός δίαυλος, ανάμεσα στις ευρυχωριές του Προλιμένα και του Κεντρικού Λιμένα, μισοφραγμένος ζερβόδεξα από τ’ αγκυροβολημένα βαπόρια στου Ξαβέριου και τη Ζώνη. Πιο πίσω, το μακρινάρι από τις δίπατες Αποθήκες, με τις συμμετρικές προεξοχές των γερανών. Αριστερότερα ο ψηλός σταχτόμαυρος κύβος του Σιλό. Πιο πίσω, η πλαγιά της Δραπετσώνας, σκεπασμένη από τα συνωστιζόμενα σπιτάκια του συνοικισμού, με την περήφανη προεξοχή μιας μεγάλης εκκλησιάς στον αυχένα. Κι ακόμη πιο πίσω, ο μισοκλεισμένος από τη σμίξη του Αιγάλεω και της Πάρνηθας ορίζοντας, όπου άρχισαν να σχεδιάζονται τα πρώτα λευκά συννεφάκια του ερχόμενου μελτεμιού.
— Θα δροσίσει για καλά, είπε ο Μίστος.
***
Ο καιρός όλο και περισσότερο δρόσιζε· δυνάμωνε ο άνεμος, κι από πουνέντες γύρισε στο μαΐστρο, με τάση να καταλήξει σε βοριαδάκι. Πάνω από την Πάρνηθα πρόβαλαν μεγάλα μπαμπακένια σύννεφα, που προχωρούσαν και σιγοσκέπαζαν το αθηναϊκό λεκανοπέδιο. Στου Ξαβέριου, ήταν η ώρα που τέλειωνε η δουλειά. Οι λιμενεργάτες κι οι μαστόροι έβγαιναν από τον καγκελόφραχτο περίβολο του ντόκου στο δρόμο, για να περιπλεχτούν με τους εργάτες και τις εργάτριες των εργοστασίων που ξεχύνονταν απ’ την άλλη μεριά, την αριστερή. Κυμαινόταν το μείγμα της αργατειάς για κάμποση ώρα, σαν να ’θελε να κερδίσει λίγο χρόνο πριν τραβήξει για τα σπίτια του. Άλλαζαν μερικά λόγια, έλεγαν τι θα έκαναν σήμερα βράδυ κι αύριο όλη μέρα, μερικοί έδιναν ραντεβού γι’ αργότερα. Λόγω που όλοι είχαν πάρει το βδομαδιάτικο ήσαν ευδιάθετοι· γιατί και το ελάχιστο χρήμα, λες κι εξακοντίζει την ακτινοβολία του στο δέρμα, κι από κει εισδύει σε όλο τον οργανισμό δημιουργώντας ευφορία. Ήταν κι η προοπτική της κυριακάτικης ανάπαυσης, ύστερ’ από κόπο έξι ημερών.
Σιγά σιγά η ανθρωπομάζα άρχισε να χωρίζει και να διαρέει. Άλλοι στριμώχτηκαν στη στάση και περίμεναν το τραμ. Πολλοί προτίμησαν, για οικονομία, να παν πεζή στα μακρινά σπίτια τους. Όσοι κατοικούσαν κοντά, πήραν τους εγκάρσιους δρόμους, που οδηγούν στη συνοικία που ξαπλώνεται γύρω στο ορφανοτροφείο. Οι υπόλοιποι τράβηξαν προς τον Προλιμένα και τους συνοικισμούς της Σχολής Δοκιμών.
Ο ήλιος έγερνε προς τα βουνά της Σαλαμίνας, θ’ αργούσε να βασιλέψει – στις μεγαλύτερες μέρες του χρόνου βρισκόμαστε. Μα τα ερχόμενα απ’ το βοριά σύννεφα προχώρησαν προς τη μεριά της δύσης, και τα πρώτα ξέφτια τους άρχισαν αν σκεπάζουν τον φλεγόμενο δίσκο, γεννώντας κομμάτια ανακουφιστικής σκιάς στη γη. Το αεράκι έδιωξε προς το νοτιά τους θερμούς αχνούς που, μέρες τώρα, σκέπαζαν κι έπνιγαν την πολιτεία. Τα σπίτια, οι αποθήκες, οι γερανοί, τ’ αραδιασμένα στο μάκρος του ντόκου βαπόρια βγήκαν απ’ την αχλύ, πήραν υπόσταση αναγλυφική. Ζωντάνεψε το νερό του λιμανιού· από θολοκίτρινο γίνηκε κυανωπό, αναγερμένο σε μικρά ριγηλά κύματα.
[…]
Κατέβηκε τη σκάλα σιγά, με την περπατησιά ανθρώπου που δεν ξέρει πώς να σκοτώσει την ώρα του. Φτάνοντας στο πεζοδρόμιο σταμάτησε κι ανάσανε μ’ ευχαρίστηση. Ο καιρός είχε δροσίσει για καλά· η δυτική πλευρά τ’ ουρανού είχε σκεπαστεί από σύννεφα, που ο υπόψυχρος άνεμος τ’ άπλωσε προς όλες τις μεριές. Οσμή υγρού πεύκου μαρτυρούσε πως κάπου κοντά είχε βρέξει, κι η βροχή πλησίαζε. Γκριζάρισε το νερό του λιμανιού, μ’ ανατριχίλες πρασινωπές, που τις ανάγειρε ο άνεμος, ξεσέρνοντας την καταχνιά προς το πέλαγος. Λαμπίκαρε η ατμόσφαιρα· όλα τα πάντα – και τα πιο μακρινά – πρόβαλαν ξεκάθαρα, με νέτο περίγραμμα, ως πέρα τα βουνά της Αίγινας και της Τροιζηνίας. Ζωντάνεψε κάπως ο Πειραιάς, μολονότι, λόγω του Σαββατόβραδου, τα πιότερα μαγαζιά ήσαν κλειστά. Κυκλοφορούσε όμως κόσμος, πιο ζωηρά κι άνετα, τώρα που η άξαφνη δροσιά έδιωξε τις ατονίες απ’ το αίμα. Στέγνωσε ο ίδρος, μα άφησε στα κορμιά την υπόξινη μυρουδιά του που, καθώς το πλήθος κυκλοφορούσε, μόλευε, που και που, την αψιά οσμή του αέρα. Μεγάλη κίνηση στου Τζελέπη· τα ακτοπλοϊκά συνέχιζαν να φεύγουν για τα νησιά, το ’να πίσω απ’ τ’ άλλο. Το «Κυκλάδες» ξεμάκραινε κιόλας προς τον Προλιμένα, δείχνοντας το χοντρουλό σουλούπι της πρύμης του, κι αφήνοντας σερνάμενη τουλούπα καστανού καπνού πίσω κι αριστερά του. Τώρα μανουβράριζε το «Παντελής», ξεκολλούσε με ανάποδη απ ‘το μουράγιο, έπαιρνε στροφή στο κέντρο του λιμανιού. Φίσκα στον κόσμο οι γέφυρες κι η κουβέρτα. Κάποιος μες στους πολλούς πρέπει να ’ταν κι ο Παρόδος. Με κάμποσες χιλιάδες δολάρια στο πορτοφόλι κι ηρεμία στην ψυχή, πήγαινε να ξεκουραστεί στ’ όμορφο νησί του, κοντά στη γυναικούλα του, τα παιδάκια του. Μπορούσε ανέγνοιαστος να περιμένει πότε θα περάσει η κρίση – δυο και τρία χρόνια. Είχε την πρόνοια, τον καιρό των παχιών αγελάδων ν’ αγοράσει ένα περιβόλι με ξινά και μαγκανοπήγαδο που, καλή κακή χρονιά, του αφήνει δεκαπέντε χιλιάρικα εισόδημα. Τυχερός ο Παρόδος, καλή του ώρα κει που πηγαίνει!
Μ.Καραγάτσης, Το 10, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθηνα 2008, 19-30, 228-231, 286-287, 334-335, 384-385
Λωξάντρα...
Και από πέτρα αν ήτανε η καρδιά της Κοντύλως, στο τέλος θα έλιωνε. Ο γιος της ήτανε σφουγγαράς και τον είχε μονάκριβο. Έτρεμε μην τον χάσει. Κρατούσε για χατίρι του το δωμάτιο στα Υδραίικα, όπου είχε μέσα το εικονοστάσι της, την κασέλα της, ένα τραπεζάκι με μια καρέκλα, ένα κρεβάτι από τρεις σανίδες και δυο στρίποδα, σκεπασμένα με δυο πλάφια.
— Και αφού η κάμαρα είναι άδεια, της έλεγε η Λωξάντρα, γιατί τρέχεις κάθε δυο και τρεις και την ασπρίζεις;
Ααα…! όλα κι όλα! Κάθε Σάββατο η Κοντύλω έπρεπε ν’ ασπρίσει την κάμαρά της και το κατώφλι της και το πεζοδρόμιό της. Πολλές φορές έπαιρνε και την Άννα μαζί.
Στην αρχή την Άννα την έπαιρνε ταχτικά κάθε Σάββατο για να συνηθίζει στα υδραίικα τα χούγια. Έτσι το ήθελε ο Γιωργάκης. Όμως, από τότες που ο Γιωργάκης έφυγε και δεν ξαναγύρισε, από τότες που κόπηκαν και οι σχέσεις με το υδραίικο συμπεθεριό, η Κοντύλω άρχισε να παραμελεί τα παιδαγωγικά της καθήκοντα και να προσκολλιέται περισσότερο στην Κλειώ, που τον πιο πολύ καιρό ήτανε «άρρωστη» και την είχε ανάγκη. Ο κ. Ξανθός, ο γιατρός, είχε πει πως η Κλειώ έπασχε από νεύρα και πως δεν πρέπει να κουράζεται. Ούτε και να διαβάζει, για να μην κουράζει τα μάτια της.
— Έλα, Κοντύλω, να μου διηγηθείς κάτι, φώναζε η Κλειώ.
Έπαιρνε η Κοντύλω το πλέξιμό της και κάθουνταν δίπλα στο κρεβάτι της Κλειώς και άρχιζε τα δικά της. Σφαλούσε η Κλειώ τα μάτια της και έβλεπε την πυρωμένη θάλασσα της Μπαρμπαριάς. Έβλεπε τρικάταρτες γολέτες, βρίκια, σακολέβες να παραδέρνουνε πάνω στα μανιασμένα κύματα. Έβλεπε αρματωμένα καράβια να κουρσεύουνε μέσα στη Μεσόγειο και να τα κυνηγά ο Νέλσων καταπόδι.
— Λέγε, Κοντύλω, λέγε…
Μαρία Ιορδανίδου, Λωξάντρα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1979 (7η έκδοση), σ. 212-213.
Μετάβαση στο σημείο: Ακτή Ξαβερίου-Χατζηκυριάκειο-Πειραϊκή