Πειραιάς
Πόλη αγεωμέτρητη
Συγκρότηση ενότητας: Καλλιόπη Μακαρώνη- Το λιμάνι του Πειραιά
- Η αγορά του Πειραιά
- Πλατεία Καραϊσκάκη (Λεμονάδικα)
- Τρούμπα
- Ακτή Μιαούλη
- Ακτή Ξαβερίου-Χατζηκυριάκειο-Πειραϊκή
- Κεντρικές Συνοικίες
- Διαδρομές στην παραλία των αρχόντων, των μετοίκων και των προσφύγων
- Προφήτης Ηλίας-Κρητικά
- Νέο Φάληρο
- Γειτονιές βαμμένες κόκκινες
- Δραπετσώνα
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Ακτή Μιαούλη Η Ακτή Μιαούλη ως τον Άγιο Νικόλαο
Το 10...
— Θα βρέξει στα σωστά; Ή περαστικές ψιχαλίτσες είναι, που θα μας ανοίξουν άδικα την όρεξη;
Μα ο ουρανός, με μια μακρόσυρτη βροντή φρόντισε να τον καθησυχάσει, ενώ οι ψιχάλες άρχισαν να πληθαίνουν απότομα και να μεταλλάζουν σε μπόρα. Πανικός δημιουργήθηκε. Ενθουσιάστηκαν οι άνθρωποι που θα ’βρεχε, μα δεν θα ’θελαν να βραχούν! Έτρεχαν πέρα δώθε, κάπου να τρυπώσουν. Άδειασε το κατάστρωμα του δρόμου και το πλήθος στριμώχτηκε σ’ όσα πεζοδρόμια ήσαν σκεπασμένα. Όπου ήσαν ασκέπαστα, οι άνθρωποι μπήκαν στα μαγαζιά, προς μεγάλη δυσφορία των καταστηματαρχών, που έσπευδαν να κουβαλήσουν μέσα τα απλωμένα έξω απ’ την πόρτα εμπορεύματα.
Ο Στεφανής κι η Στάσα στριμώχτηκαν, μ’ άλλους πολλούς, κάτω από ’να τσίγκο και ξεκουφάθηκαν απ’ το τυμπάνισμα της μπόρας στην ηχηρή του επιφάνεια. Νέα βροντή, που, τούτη τη φορά, την προανάγγειλε αστραπή εκτυφλωτική. Η βροχή, άφθονη και βίαιη, πέφτοντας κάθετα, χοροπηδούσε πάνω στην άσφαλτο, φτιάνοντας αμέτρητα μικρά σιντριβάνια, που το αντιφέγγισμα των ηλεκτρικών τους πρόσδινε φαντασμαγορική λαμπράδα – κάτι σαν φωσφορούχο υγρό που κόχλαζε. Μα ήταν τόσο καυτή η άσφαλτος, που το νερό, αγγίζοντάς την, εξατμιζόταν και δημιουργούσε ένα αδιόρατο στρώμα αχνού που σιγανέβαινε και μπερδευόταν με τον πυκναναλυτό καταρράχτη της βροχής. Η αψιά οσμή της υγρασίας αναδύθηκε από χάμω, απλώθηκε παντού, πολέμησε με τις αποφορές του ζεσταμένου τρόφιμου που κατάκλυζαν την Αγορά, τις κατανίκησε, τις έδιωξε, τις εξουδετέρωσε και κυριάρχησε πέρα ως πέρα.
— Πού πρόκειται να πάτε; ρώτησε ο Στεφανής τη Στάσα.
— Στο σπίτι. Κι εσείς;
— Κι εγώ. Όσο όμως να περάσει η μπόρα, δεν νομίζω πως θα μπορέσουμε να πάρουμε το τραμ…
Πράγματι, το τραμ πέρασε στον παραλιακό δρόμο, γεμάτο ασφυκτικά. Ο Στεφανής έδειξε ένα καφενείο λίγο πιο κάτω στη γωνιά.
— Πάμε να καθίσουμε στο καφενείο, ώσπου να περάσει: πρότεινε.
Η Στάσα δέχτηκε. Σκουντώντας την ανθρωπομάζα του πεζοδρομίου έφτασαν στο καφενείο, που κι αυτό ήταν γεμάτο· με δυσκολία βολεύτηκαν σε δυο καρέκλες, πλάι στο μεσάνοιχτο παράθυρο, απ’ όπου ερχόταν η ζωογόνα δροσιά της βροχής. Παράγγειλαν καφέδες και τους σιγορούφηξαν σιωπηλοί, κοιτώντας τη βροχή να περιλούζει το λιμάνι. Το φαινόμενο της ασφάλτου επαναλαμβανόταν πάνω στο σταχτί νερό, που ’μοιαζε να κοχλακίζει κάτω απ’ το μαστίγωμα των σταγόνων. Το παραπέτασμα του όμβρου μισοσκέπαζε τα πάντα με σταχτωπή ασάφεια, προσδίδοντας στ’ αντικείμενα υπόσταση, περιγραμμική. Σκάφη, άρμπουρα, τσιμινιέρες, οικοδομές, γερανοί μετάλλαξαν σε υπόμαυρους ίσκιους κολλημένους στο μολυβί βάθρο των συννέφων, απ’ όπου μαζί με τη βροχή έπεφτε και το σκότος της ερχόμενης νύχτας…[…]
Μετά τη νεροποντή, η νύχτα του Σαββάτου προς την Κυριακή έφερε ανακούφιση στους καταπονημένους απ’ την πολυήμερη κάψα ανθρώπους. Πρώτη αντίδραση όλων τους ήταν να πουν μέσα τους: «Απόψε θα κοιμηθούμε! Όσο ύπνο χάσαμε τις περασμένες νύχτες, θα τον κερδίσουμε τούτη δω!»
Έτσι είπαν όλοι· μα οι περισσότεροι δεν το ’καναν· επειδή η νύχτα τούτη ήταν η του Σαββάτου προς την Κυριακή. Έξι μέρες οι άνθρωποι της δουλειάς αγωνίστηκαν μες στην ασφυξία και τον ίδρο να κερδίσουν το ψωμάκι τους· έξι νύχτες ύπνος δεν κόλλησε στο μάτι τους, να συνεφέρει το αποσταμένο κορμί τους. Σάββατο απόψε· θα το ’ριχναν έξω, έστω κι αν η κάψα συνεχιζόταν. Ένα λόγος πιο πολύ τώρα που δρόσισε ο καιρός.
Μ.Καραγάτσης, Το 10, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθή να 2008, σ. 392-393, 426
Ο Γιούγκερμαν και τα σ...
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
Τράπεζα Εμπορικών Παροχών
«Ζητείται υπάλληλος γνωρίζων καλώς την Ρωσικήν, την Αγγλικήν και την Γερμανική». Μισθός ικανοποιητικός. Πληροφορίαι εντός».
Είναι η πέμπτη φορά που ο Γιούγκερμαν διαβάζει αυτή την αγγελία, την τοιχοκολλημένη στην είσοδο της Τραπέζης Εμπορικών Παροχών. Κάθε πρωί τον σκανταλίζει. Αν και την έχει μάθει απ’ έξω, δεν παραλείπει να την ξαναδιαβάσει. Ρώσικα, Αγγλικά, Γερμανικά· τις ξέρει αυτές τις γλώσσες. Όπως ξέρει τα Φιννικά – τη μητρική του γλώσσα – τα Γαλλικά και τα Σουηδικά. Τα Τούρκικα και τα Ελληνικά δεν τα λογαριάζει, αδύνατος είναι λιγάκι. Στα Ουγγαρέζικα, που μοιάζουν πολύ με τα Φιννικά, είναι δυνατότερος. Είχε πάντοτε ιδιοφυΐα στις ξένες γλώσσες.
Η άνοιξη έπεσε στον Πειραιά απότομα, αυξάνοντας το φως και τη ζέστα. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να νιώσεις πως ήρθε η άνοιξη στον Πειραιά. Ούτε πράσινο δέντρο έχει εδώ, ούτ’ ευωδιές λουλουδιών. Μόνο, σαν φρεσκάρει ο Σορόκος, η θάλασσα του λιμανιού βρωμάει λιγότερο.
Κάθε πρωί, κατά τις δέκα, ο Βάσιας έβγαινε απ’ το ξενοδοχείο του και πήγαινε στο Πασαλιμάνι να πιει καφέ, ν’ ανασάνει θαλασσινό αγεράκι, να ρουφήξει ήλιο. Ήταν αργόσχολος· δεν είχε βρει ακόμα κατάλληλη δουλειά, ούτε κατάλληλη αγαπητικιά. Έτρωγε με ρέγουλα το παραδάκι του, περιμένοντας να βρει το επάγγελμα και τη γυναίκα που του ταίριαζαν. Κι ως προς τη γυναίκα, το πράμα δεν έχει και τόση σημασία· περιβουτούσε όποιο θηλυκό έβρισκε πρόχειρο – στα καμπαρέ, στα πεζοδρόμια, στα παλιόσπιτα – κι ανακουφιζόταν. Το να τρως όμως έτοιμο παραδάκι, δίχως να κερδίζεις καινούργιο, είναι μάλλον δυσάρεστο. Κάτι έπρεπε να γίνει.
Πρώτη του σκέψη, μόλις εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, ήταν τα φαρμακευτικά προϊόντα. Ανακάλυψε τις προσωπικότητες του διεθνούς αυτού εμπορίου και τις πλησίασε με τρόπο. Ήταν τρεις, τότε, που κράταγαν τα πόστα: ο Λεουσάκος ο Καλαματιανός, ο Τζιέρογλου ο Κόνιαλης, κι ο Εσκενάζης ο Εβραίος. Οι άλλοι έρχονταν παρακάτω· φυτοζωούσαν με κίνδυνο και χίλια καρδιοχτύπια. Τους κυνηγούσαν οι τρεις «μεγάλοι» και τους τράκαρε η Αστυνομία. Οι μεγάλοι όμως δούλευαν με άνεση και σιγουράντζα· είχαν σχέσεις, επιρροές, πολιτικές προστασίες και, το κυριότερο, μπόλικο χρήμα για να διαφθείρουν συνειδήσεις. Ο Γιούγκερμαν κατάλαβε πως μόνο μ’ αυτούς μπορούσε να δουλέψει. Ν’ αρχίσει μόνος του, η εταιρεία με μικρούς, το πράμα ήταν επικίνδυνο. Ήθελε δουλειές ήσυχες και σίγουρες.
Ο Λεουσάκος — που παρίστανε τον εισαγωγέα ακατεργάστων δερμάτων — τον δέχτηκε ψυχρά. Έχοντας οργανωμένη την επιχείρησή του σε βάσεις πολύ στέρεες, δεν έβλεπε το λόγο να συνεργασθεί μ’ οποιονδήποτε. Ήθελε όργανα εκτελεστικά κι όχι συνεταίρους. Καμώθηκε λοιπόν πως δεν καταλάβαινε τις αβάντες του συνομιλητή του και τον ξεπροβόδισε ευγενικά και θετικά.
Ο Τζιέρογλου, έκανε κι αυτός τον κοριό· μόνο που έδειξε κάπως μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Ρώτησε τον Γιούγκερμαν με τι ζούσε. Ο φίλος μας ξεγελάστηκε και του μίλησε για τα δέκα ελβετικά χιλιάρικα. Ο λαθρέμπορος γίνηκε αμέσως μέλι-γάλα, και του υποσχέθηκε τόκο 25% αν έβαζε αυτά τα χρήματα στην επιχείρησή του. Φυσικά, ο Βάσιας δεν ήταν τόσο βλάκας. Κατάλαβε ότι δεν γινόταν δουλειά, πως τα πόστα ήσαν πιασμένα· κι έκρινε άσκοπο να πλησιάσει τον τρίτο «μεγάλο» - το φοβερό Εσκενάζη.
Απελπισμένος από τα φαρμακευτικά προϊόντα άρχισε ν’ ανιχνεύει τα τυχερά παίγνια. Ήταν γερό τραπουλόχαρτο. Στη Ρωσία, μετά την Επανάσταση, όταν έχασε τ’ απολειφάδια της περιουσίας του, δεν ήταν απ’ το μισθό που δεν του ’δινε ο Βράγγελ που κατάφερνε να ζει. Πλιατσικολογούσε, βέβαια· μα το βασικό βιοποριστικό του επάγγελμα ήταν η τράπουλα. Κατάκλεψε πολλούς και διάφορους γερούς τζογαδόρους, δίχως να τον πιάσουν ποτέ. Γιατί να μην κάνει το ίδιο και στην Ελλάδα; Δοκίμασε λοιπόν κι αυτή την επαγγελματική προοπτική, με αποτέλεσμα όχι μονάχα ν’ απογοητευθεί, αλλά να μαυρίσει το μάτι του από τρόμο. Των αδυνάτων αδύνατο να τα βγάλει πέρα με τους Ρωμιούς! Μόνον χαρτοκλέφτες υψίστης ολκής μπορούσαν να κλέψουν αυτό το λαό των άσσων του τζόγου! Όχι, τα κότσια του δεν ήσαν τόσο γερά…
Δεν του απόμενε παρά το σωματεμπόριο, αλλά όπως το φανταζόταν αυτός. Να λανσάρει στον κόσμο των γλεντζέδων γυναίκες όμορφες, χαριτωμένες, καπάτσες, που να δίνουν την εντύπωση πως είναι κυρίες του κόσμου κι όχι χυδαίες τσούλες. Να δημιουργήσει μεγάλες κοκότες, με μεγάλα εισοδήματα· και να είναι ο πλασιές τους, με μεγάλα ποσοστά. Αυτή η δουλειά ήταν κομμένη και ραμμένη στ’ αχνάρια του. Είχε όλα τα εφόδια: καλή συμπεριφορά, αέρα του κόσμου, συμπαθητική εμφάνιση. Έπρεπε όμως να μελετήσει τα κατατόπια. Ποιά ήταν η κοινωνία της Αθήνας; Πώς γλεντούσε; Τί παρά ξόδευε; Πολυσύνθετο ζήτημα, που ήθελε προπαρασκευή προσεχτική. Ο άξιος μαστρωπός πρέπει να παλέψει διμέτωπο πόλεμο: με τους πελάτες, που έχουν τη μανία να υπόσχονται πολλά και να πληρώνουν λίγα· και με τους συνεταίρους – τα κορίτσια – που το ’χουν μες στο αίμα να κλέβουν τον πλασιέ τους στα ποσοστά. Μα είχε πεποίθηση στις ικανότητές του· θα τα ’βγαζε πέρα.
Προς το παρόν δεν έκανε τίποτα· ξεκουραζόταν. Τον είχε αρπάξει ο ήλιος της Αττικής και τον καθήλωσε σε τεμπελιά αμέριμνη. Οργάνωνε βέβαια τη μελλοντική του επιχείρηση, μες στο μυαλό του· μα δεν έκανε καμιά θετικότερη ενέργεια. Ένιωθε την ανάγκη να ξεκουραστεί, ύστερ’ από έξι χρόνια πολέμου, επανάστασης, γλεντιού και παλιανθρωπιάς· κι αφού ξαναβρεί τη φόρμα του, να ριχτεί στις νέες επιχειρήσεις του με διάθεση σατανική. Εξάλλου τίποτα δεν τον ανάγκαζε να βιαστεί. Τα χρήματά του έφταναν για δυο χρόνια ζωής πλουσιοπάροχης. Ο Πειραιάς του άρεσε. Βρήκε ευχάριστες παρέες, βρήκε γυναίκες, βρήκε ό,τι πεθυμούσε η ψυχή του. Άνθρωπος με πείρα και διαίσθηση, ήξερε να περιμένει την κατάλληλη στιγμή.
Στάθηκε λοιπόν για πέμπτη φορά μπροστά στην αγγελία της Τραπέζης Εμπορικών Παροχών. Από την πρώτη μέρα που την είδε, το πολυμήχανο μυαλό του έκανε ολόκληρη σειρά συλλογισμούς. Αυτή η θέση τον ενδιέφερε. Πρώτα, γιατί θα είχε ένα καλό μισθό· ύστερα του έδινε τη κοινωνική υπόσταση, του άνοιγε μερικές πόρτες. Θα γνώριζε ανθρώπους σοβαρούς, θα πλούτιζε την πείρα του σχετικά με την πρωτεύουσα της Ελλάδας. Σπουδαία εφόδια για τη μελλοντική του επιχείρηση.
Είχε πάρει την απόφαση. Με περπατησιά σταθερή διάβηκε τη μαρμάρινη είσοδο και προχώρησε στην ευρύχωρη αίθουσα συναλλαγών. Ήταν πρωί ακόμα, δεν είχε κίνηση πελατών. Καμιά πενηνταριά υπάλληλοι, σκυμμένοι στα τραπέζια τους, ανακάτωναν έγγραφα ή έκαναν αριθμητικές πράξεις. Σε μια πλαϊνή αίθουσα αντηχούσαν οι γραφομηχανές να κακαρίζουν. Έριξε εξεταστική ματιά και διαπίστωσε πως οι κοπέλες που τις δούλευαν ήσαν χαριτωμένες.
— Αν πάρω τη θέση, συλλογίστηκε, θα τις κανονίσω όλες. Πού ξέρεις κιόλας; Ίσως εδώ μέσα να είναι το φυτώριο των κοκοτών πολυτελείς που θα λανσάρω στην πιάτσα…
Πλησίασε έναν κλητήρα σταχτοφορεμένο και τον ρώτησε:
— Ο κ. Διευθυντής, παρακαλώ;
— Θέλετε τον ίδιο προσωπικώς;
— Ναι, προσωπικώς;
— Ποιόν ν’ αναγγείλω, παρακαλώ;
Έβγαλε απ’ το πλούσιο πορτοφόλι του μια κάρτα και την έδωσε στον κλητήρα.
Έμεινε, για λίγα λεπτά, μόνος. Ξανακοίταξε την ευρύχωρη αίθουσα. Ήταν ψηλή, με κολόνες μαρμαρένιες κι οροφή από ζωγραφιστό κρύσταλλο. Τα χωρίσματα, οι θυρίδες, τα έπιπλα ήσαν από ξύλο ακριβό, καλοδουλεμένο. Οι τοίχοι, ως δυο μέτρα ύψος, είχαν μαύρη ορθομαρμάρωση. Τα πάντα έδειχναν πλούσια. Κι οι υπάλληλοι, με ρούχα ευπρεπή και ύφος περισπούδαστο, μαρτυρούσαν πως έπεφταν γεροί μισθοί. «Τράπεζα Εμπορικών Παροχών. Έδρα εν Αθήναις. Κεφάλαια 100.000.000 δραχμών.» Αυτό έλεγε ο μεγάλος ημεροδείχτης, που ήταν κρεμασμένος πάνω απ’ τα τεράστια χρηματοκιβώτια του ταμείου. Καμιά αμφιβολία πως δεν έλεγε ψέματα ο ημεροδείχτης.
— Ο κ. Διευθυντής σας περιμένει. Ακολουθήστε με, παρακαλώ.
Μπρος ο κλητήρας, πίσω ο Γιούγκερμαν, προχώρησαν στο βάθος της αίθουσας και πήραν το ασανσέρ. Προσπέρασαν δυο πατώματα γεμάτα υπαλλήλους και σταμάτησαν στο τρίτο. Ένας διάδρομος πλατύς, ψηλοτάβανος, στρωμένος παχιά χαλιά. Στο βάθος μια καρυδένια πόρτα, ψιλή, πλατιά, μνημειακή. Ο κλητήρας έκρουσε το πολύτιμο ξύλο, με σεβασμό· κι έστριψε το ντελικάτο σκαλισμένο μπρούντζινο πόμολο.
— Περάστε…
Το γραφείο του κ. Διευθυντού ήταν απλόχωρο κι υπέρλαμπρο· το ίδιο κι ο κ. Διευθυντής. Η ψηλή γεμάτη κορμοστασιά, το αυστηρό πρόσωπο με τα σταχτιά μουστάκια, το μαύρο σακάκι με το φανταιζί πανταλόνι ήσαν απόλυτα συντονισμένα με τις εγγλέζικες πολυθρόνες, το τζάκι Renaissance, τον πολυέλαιο Empire και τα χαλιά Μπουχάρας. Δεν ήταν πολύ καλόγουστη η επίπλωση τούτης της κάμαρας· κι όμως έδινε εντύπωση μεγαλοπρέπειας. Το ίδιο κι ο κ. Διευθυντής. Ο Γιούγκερμαν, από τα πρώτα του λόγια κατάλαβε πως είχε απέναντί του μια μεγαλόπρεπη μηδενικότητα· κι ένιωσε τον εαυτό του εντελώς κύριο της κατάστασης.
— Καλημέρα, κύριε κόμη, είπε ο Διευθυντής, γαλλικά. Καθίστε, παρακαλώ. Σε τί μπορώ να σας είμαι χρήσιμος;
Ο Γιούγκερμαν δεν παράλειψε ν’ ανακαλέσει απ’ την αποστρατεία τον τίτλο του κόμητος· κι έκανε πολύ καλά. Ένας κόμης, εσαούλ των Κοζάκων, τέως πλούσιος, θύμα της Ρωσικής Επανάστασης, συμπλήρωνε πολύ ταιριαστά το διευθυντικό γραφείο μιας μεγάλης Τράπεζας. Καλοκάθισε λοιπόν στην πέτσινη πολυθρόνα, σταύρωσε τα πόδια, άναψε το πούρο που το πρόσφερε ο κ. Διευθυντής κι άνοιξε συζήτηση σε γαλλικά αψεγάδιαστα:
— Είδα ότι ζητάτε ένα γλωσσομαθή υπάλληλο. Ίσως έχω τα σχετικά προσόντα. Σ’ εμάς, τη φιλανδική αριστοκρατία η μόρφωση των παιδιών στις ξένες γλώσσες είναι κανόνας sine qua non. Οι γονείς μου – ο κόμης κι η κόμησσα φον Γιούγκερμαν του Ρότεμπουργκ – μου ’δωσαν ανατροφή κοσμοπολιτική, ανάλογη με την κοινωνική και την οικονομική μας θέση. Στο στρατό πήγα από οικογενειακή παράδοση. Όπως ξέρετε, ο ρωσικός στρατός είχε διάρθρωση αριστοκρατική…
Ο κ. Διευθυντής κουνούσε καταφατικά και συμπονετικά το ανόητο κεφάλι του. Ναι, ήταν πρόθυμος να βοηθήσει ένα μέλος της τάξης του, θύμα της πιο αποτρόπαιης κοινωνικής ανατροπής. Και, λέγοντας αυτά, χτυπούσε με έμφαση θεατρική το στήθος του. Ο Γιούγκερμαν, βλέποντας τη συγκινητική καλή διάθεση του συνομιλητή του, αποφάσισε να παίξει το μεγάλο παιγνίδι:
— Καταλαβαίνετε, κύριε, πως οσοδήποτε κι αν έχω ξεπέσει, δεν έχασα τη συνείδηση της κοινωνικής μου θέσης και της προσωπικής μου αξίας. Εξάλλου, δεν με πιέζει άμεση οικονομική ανάγκη. Κατόρθωσα να σώσω ένα καλούτσικο χρηματικό ποσό, που μου επιτρέπει να ζήσω, μερικά χρόνια, χωρίς φροντίδες. Έχω λοιπόν όλο τον καιρό μπροστά μου, να δημιουργήσω μια επαγγελματική κατάσταση που μου αρμόζει. Δεν ξέρω ακριβώς τι είναι αυτή η θέση…
Ο κ. Διευθυντής χαμογελάει αγγελικά.
— Δίχως άλλο, κύριε κόμη, πολύ κατώτερη απ’ την αξία σας· μα θα προσπαθήσω να την φέρω στα μέτρα σας. Μην ξεχνάτε πως ο Ναπολέων άρχισε από ανθυπολοχαγός…
Ο Γιούγκερμαν χαμογέλασε πολύ πνευματωδώς:
— Λέτε να έχω την ίδια εξέλιξη με το Ναπολέοντα; Να γίνω… Διοικητής της Τραπέζης Εμπορικών Παροχών;
— Όλα είναι δυνατά, φίλτατε, στην Ελλάδα…
— Τότε, δεν αποκλείεται να σας διαδεχθώ στη Διοίκηση, όταν αποσυρθείτε λόγω ορίου ηλικίας…
Ο κ. Διευθυντής γέλασε, κατενθουσιασμένος απ’ την ικανότητα κολακείας του Γιούγκερμαν, κι ύστερα είπε:
— Ας μιλήσουμε θετικά. Η θέση που σας προσφέρω – ναι, ναι! σας προσφέρω! – είναι στο Τμήμα Αλληλογραφίας Εξωτερικού. Η Τράπεζα εργάζεται πολύ με την Εμπορική Αντιπροσωπεία της ΕΣΣΔ, κι έχουμε ανάγκη από ’να ρωσομαθή υπάλληλο. Ο μισθός είναι 350 δραχμές το μήνα· για σας 400.
Ο Γιούγκερμαν παραδέχτηκε ενδόμυχα πως το ποσό ήταν πολύ καλό. Έκανε όμως ένα ούλτιμο κόλπο:
— Ομολογώ πως ο μισθός είναι ικανοποιητικός, αν και για τις γλώσσες που ξέρω – φιλανδικά, ρωσικά, γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, τουρκικά, ουγγρικά…
— Ξέρετε τόσες γλώσσες; θαύμασε ο κ. Διευθυντής.
— Είναι όμως κι άλλο ένα ζήτημα που με κάνει δισταχτικό. Με θέλετε για αλληλογράφο με την Εμπορική Αντιπροσωπεία των Μπολσεβίκων…
— Όχι μόνον για αλληλογραφία. Θα έχετε προσωπική επαφή με τους Ρώσους. Θα κανονίζετε πολλές δουλειές…
— Τους σιχαίνομαι, κύριε Διευθυντά. Με καταλαβαίνετε, δεν είν’ έτσι;
Ο κ. Διευθυντής τον χτύπησε φιλικά στον ώμο:
— Ελάτε, κύριε κόμη. Οι δουλειές είναι δουλειές και δεν επιδέχονται συναισθηματισμούς. Εξάλλου δεν είσαστε Ρώσος, μα Φιλανδός. Χάρη στους Μπολσεβίκους, η πατρίδα σας ξαναβρήκε την ανεξαρτησία της..
— Εγώ τη θέση και την περιουσία μου την είχα στη Ρωσία…
— Δε βαριέστε! Θα ξαναφτιάξτε τη ζωή σας στην Ελλάδα. Λοιπόν, 450 δρχ το μήνα. Σύμφωνοι;
Ήταν καιρός να μείνουν σύμφωνοι. Ο Γιούγκερμαν ευχαρίστησε τον κ. Διευθυντή, με ύφος πολύ συγκρατημένο· και πέρασε απ’ το Ταμείο, να πάρει προκαταβολή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
Υπηρεσία, γλέντι κι έρωτας
Το Τμήμα Αλληλογραφίας Εξωτερικού του Υποκαταστήματος Πειραιώς της Τραπέζης Εμπορικών Παροχών ήταν εγκατεστημένο σ’ ένα μεγαλούτσικο δωμάτιο, στο τέταρτο πάτωμα. Δυο μεγάλα παράθυρα έβλεπαν προς το λιμάνι. Είχε όμορφη θέα, και φως, και ήλιο. Το καλοκαίρι την έπιανε ο μπάτης και τη γέμιζε δροσιά. Πρόσχαρη κάμαρα, ευχάριστη. Στη μέση της, ένα μεγάλο τραπέζι· δυο μικρότερα στις γωνιές. Μερικές καρέκλες· δυο ντουλάπια από λαμαρίνα. Στον τοίχο το πορτραίτο του Γενικού Διοικητή κ. Γεωργίου Φλωριάδη, με το ψαλιδισμένο μουστάκι και τα μικρά, γελαστά και πονηρά μάτια.
Στο μεγάλο τραπέζι ήταν θρονιασμένος ο Αντώνιος Σταβάδος, Προϊστάμενος του Τμήματος. Δηλαδή, σαν αρχαιότερος, είχε κάπως περισσότερη εξουσία απ’ τους άλλους – εκείνο που λεν primus inter pares. Κοντός, λιγνός και σκυφτός, είχε περπάτημα τσακαλιού ταπεινού και πονηρού. Αν και δεν είχε κλείσει τα σαράντα, οι λιγοστές τρίχες που στεφάνωναν τη φαλάκρα του ήσαν κάτασπρες· κι ήταν η φαλάκρα του αχλαδόμορφη, γυαλιστερή, βλακώδης κι αντιπαθητική. Την κουτσουμπή του μύτη την καβαλίκευαν δυο τεράστιοι φακοί, που με το πάχος τους παράλλαζαν την έκφραση των σταχτιών μυωπικών ματιών του. Μιλούσε λίγο και μ’ αξιώσεις. Τα λόγια έφευγαν σιγά ανάμεσ’ απ’ τα στενά και σφιγμένα χείλια του σε τόνο αγγλοσαξονικό· γιατί ο Αντώνης Σταβάδος, παραγωγή πατέρα Χιώτη και μητέρας Βερολινέζας, γεννημένος στη Μασσαλία και μεγαλωμένος στην Αλεξάντρεια, ήξερε πεντέξι γλώσσες, μα αγγλόφερνε αγρίως. Μιλούσε λακωνικά, αποφθεγματικά, ωσάν τα λόγια του να ήσαν η πεμπτουσία του ορθολογισμού· κι έλεγε πάντοτε ανοησίες.
Το τραπέζι του βάθους το είχε ο Μιχάλης Καραμάνος. Ως τριάντα χρονών, με μαλλιά και μάτια καστανά, πρόσωπο φίνο, έξυπνο, που αντικαθρέφτιζε μια μικρή νευρικότητα. Δεν πολυμιλούσε. Τέλειωνε τη δουλειά του με μεγάλη γρηγοράδα· ύστερα κοιτούσε το λιμάνι καπνίζοντας και σιγοτραγουδώντας.
Στο τρίτο τραπέζι, κοντά στην πόρτα, εγκαταστάθηκε ο Βασίλης Γιούγκερμαν. Από την πρώτη μέρα έβαλε τα δυνατά του να γίνει συμπαθητικός στους συναδέρφους του. Με τον Σταβάδο, το πράμα δεν παρουσίαζε δυσκολίες. Ο ανώτερος και κοσμογυρισμένος τούτος άνθρωπος πνιγόταν μες στους στενούς ορίζοντες της Ελλάδας· σιχαινόταν τους Ρωμιούς και νοσταλγούσε την εποχή που τριγυρνούσε την Οικουμένη. Ένας ξένος, και μάλιστα ευγενής, αντιπροσώπευε τη βιολογικήν αφρόκρεμα του ανθρώπινου είδους. Τίμησε λοιπόν τον Βάσια με την εμπιστοσύνη και τη φιλία του.
Ο Καραμάνος ήταν πιο δύσκολος. Από ιδιοσυγκρασία κι οικογενειακή παράδοση έβλεπε με κάποια δυσπιστία τόσο τους κοσμογυρισμένους σ’ Άερα και Κάερα Ρωμιούς τύπου Σταβάδου, όσο και τους ξεπεσμένους Φιλανδούς κόμητες τύπου Γιούγκερμαν. Σαν ευγενικός κι έξυπνος άνθρωπος, φερόταν πολύ απλά κι ανοιχτόκαρδα στους συναδέρφους του· μα τίποτα παραπάνω.
Η δουλειά δεν παρουσίαζε δυσκολίες για τον Βάσια. Στην αρχή του ’διναν να κάνει μονάχα μεταφράσεις. Με τον καιρό άρχισε να συντάσσει μόνος του μερικά γράμματα. Η εξυπνάδα του τον βοηθούσε να μπαίνει γρήγορα στο νόημα των υποθέσεων· αν και το Τμήμα του δεν διαχειριζόταν τίποτα εξαιρετικές υποθέσεις. Απόμερη υπηρεσία, χωρίς πρωτοβουλία, δράση κι ευθύνες. Ο κ. Διευθυντής δεν φαίνεται να θυμόταν την υπόσχεσή του, σχετικά με τις επαφές, Γιούγκερμαν και Εμπορικής Αντιπροσωπείας της ΕΣΣΔ. Τόσο το καλύτερο· για κείνο που νοιαζόταν ο Βασίλης, ήταν η τεμπελιά. Δεν μπήκε στην Τράπεζα για να σταδιοδρομήσει, αλλά για να βαράει ένα μισθό, ώσπου οι περιστάσεις να του επιτρέψουν να ξαναπάρει τη λευτεριά του. Προσπάθησε να ξεχαστεί στη γωνιά του, συντάσσοντας με προσοχή τα λιγοστά κι ανώδυνα γράμματα που του ’διναν, μη βλέποντας πότε θα φτάσει έξι η ώρα, για να φύγει απ’ την κλειστή κάμαρα που τον έπνιγε.
Έμενε στο ίδιο ξενοδοχείο· στην ίδια κάμαρα που κοιμήθηκε τη νύχτα του ερχομού του. Δεν ήταν σπουδαίο ξενοδοχείο. Είχε τα μέσα να βολευόταν πολύ πιο άνετα κι ευπρόσωπα· μα βαριόταν. Εξάλλου, του άρεσε το περιβάλλον που ζούσε το ξενοδοχείο χάνι, με την ετερόκλητη κίνηση της λαϊκής πελατείας. Έβρισκε μπόλικο ψάρεμα στο σύρε κι έλα του διαβατικού κόσμου: επαρχιώτισσες λιμασμένες, που δεν θα ’θελαν το πέρασμά τους απ’ τον Πειραιά να ’μενε δίχως περιπέτεια· παμπόνηρες χωριάτισσες, ζαλισμένες απ’ την κίνηση και το θόρυβο της πολιτείας, που τρύπωναν στην κάμαρά του λαφιασμένες, όταν ο άντρας τους πεταγόταν δέκα λεφτά στο καφενείο, να πιει έναν καφέ· κοκότες υπό διαμετακόμιση, από τα καφέ-αμάν του Μοριά στα καμπαρέ της Μακεδονίας· κι άλλα θηλυκά, κάθε καρυδιάς καρύδι, που τα περιβουτούσε με θράσος και καπατσοσύνη, τα χαιρόταν μια φορά και τα ξεχνούσε αμέσως. Ήταν ελεύθερος στο ξενοδοχείο. Γύριζε ό,τι ώρα ήθελε και μ’ όποια παρέα ήθελε. Το ’καιγε στο γλέντι, στην κάμαρά του· αναστάτωνε τα πάντα, χωρίς να του μιλάει κανείς. Όποιαν ώρα του ’ρχόταν το κέφι, δεν είχε παρά να χτυπήσει το κουδούνι: μια φορά η καμαριέρα, έτοιμη να περάσει μισή ωρίτσα στο κρεβάτι του· δυο φορές το γκαρσόνι, πρόθυμο να του κουβαλήσει ολοταχώς ό,τι ήθελε πεθυμήσει η ψυχή του…
Με τον καιρό άρχισε να καταλαβαίνει την πολύπλοκη ψυχολογία της Ρωμιάς, την τόσο αντίθετη από την ενστικτώδη και πρωτόγονη ψυχολογία της Σλαύας. Στην Ελληνίδα, οι αισθήσεις δεν είναι πρωταρχικός ούτε συνειδητός παράγοντας ερωτισμού· το γενετήσιο ένστιχτο την κυβερνά υποσυνείδητα, ανάμεσ’ από ’να κυκεώνα κοινωνικών προλήψεων. Έτσι, ο Βάσιας κανόνισε τακτική ανάλογη. Έμαθε να εμπνέει εμπιστοσύνη, να προσποιείται το ενδιαφέρον, να προσφέρει μικροϋπηρεσίες, να γίνεται απαραίτητες και να μαστορεύει τον ψυχολογικό καταναγκασμό. Σκοπός που ήταν η ηδονή, επαυξημένη από το στοιχείο της ποικιλίας· καθώς και κάποια μάταιη ικανοποίηση πως «τις καταφέρνει όλες». Για ψυχική όμως ευαισθησία δεν μπορούσε να γίνει λόγος. Οι ανησυχίες, τα παιγνιδίσματα οι μεταπτώσεις κι οι αποχρώσεις, δηλαδή τα φαινόμενα που ξεχωρίζουν τον άνθρωπο από τ’ άλλα ζώα, του ήσαν άγνωστα. Η φύση, και στο πιο πολύγαμο ζώο χαρίζει ένα κάποιο ένστιχτο του είδους, που του δημιουργεί υποχρεώσεις μέσα στην οικογένεια ή την κοινωνία του. Τίποτα το παρόμοιο στον Γιούγκερμαν. Ο κόσμος πλάστηκε απ’ το Θεό για να τον γλεντάει αυτός, κι οι άνθρωποι για να ικανοποιούν τα κέφια του. Γυμνωμένος από συνείδηση ηθικών αξιών, έπλεε σ’ ένα πέλαγος ανηθικισμού, απόλυτα συνταυτισμένο με την ευτυχία. Ναι, ήταν ευτυχισμένος· όσο μπορεί να είναι ευτυχισμένος ένας άνθρωπος.
Gaston Deschamps, «Η Ε...
Στα περισσότερα πολιτισμένα έθνη το Τελωνείο είναι ενοχλητικό. Στον Πειραιά και στην Κόρινθο είναι ενοχλητικό, διασκεδαστικό, κωμικό, αρπακτικό, φιλοσοφικό με τόση αδιαντροπιά και καταχρηστικό με τόσο καλή διάθεση, που, απ’ όλους τους υπουργούς που βρέθηκαν στην εξουσία, μόνο ο κ. Τρικούπης είχε το κουράγιο να στείλει στη φυλακή αρκετούς υπαλλήλους, ανακατεμένους με αμέτρητες γελοιότητες.
Σε ορισμένες χώρες ο επισκέπτης αναμένεται στο πέρασμά του από σοβαρούς και περήφανους αξιωματικούς, οι οποίοι κάνουν λεπτομερή έλεγχο των αποσκευών, με την ασφάλεια της καλής συνείδησης και την σοβαρότητα του εκπληρωμένου καθήκοντος. Όταν όμως μπείτε στο μεγάλο και σκυθρωπό κτίριο που με τόση χοντροκοπιά και αδεξιότητα χαλά το ντεκόρ του Πειραιά, πέντε-έξι γελοίοι, μερικοί με υπηρεσιακά πηλίκια άλλο με γυμνό το κεφάλι, όλοι όμως φωνασκώντας και σε έξαρση, σας σπρώχνουν, σας τσακώνουν, σας αρπάζουν τις αποσκευές, τις βαλίτσες, τα δέματα. Όχι χωρίς τρόμο, βλέπετε να έρχεται τρέχοντας ένα δεύτερο σμήνος, το οποίο είναι οπλισμένο με τσεκούρια για να σπάσουν τις ανυπάκουες σανίδες και να υπερνικήσουν τα πεισματάρικα καρφιά. Ο μελαγχολικός ταξιδιώτης βλέπει τα πράγματά του σκορπισμένα στο έδαφος χωρίς λόγο, πεταμένα σαν λεία μπροστά σε ένα φλύαρο κανάγια, ο οποίος ασκεί σε βάρος σας και χωρίς τον παραμικρό ηθικό ενδοιασμό το δικαίωμα της διάρρηξης και της διαρπαγής. Ενώ εσείς είσαστε απηυδισμένος, ανυπόμονος, νευρικός, αναστατωμένος, οι δήμιοι σας ψηλαφούν το ύφασμα των ρούχων σας, εξετάζουν τα καπέλα σας, τα σχολιάζουν, λένε τη γνώμη τους σαν λεπτεπίλεπτοι γνώστες. Ωστόσο, επειδή έχετε συνηθίσει σε σωστές διοικητικές υπηρεσίες και σε συγκεκριμένες ταρίφες, ψάχνετε μέσα σε αυτό το εχθρικό πλήθος, κάποιον που θα μπορούσε να σας βοηθήσει. Κοιτάτε γύρω σας για να συναντήσετε ένα νομοταγές πρόσωπο και το καθησυχαστικό βλέμμα ενός επιθεωρητή, ενός ελεγκτή. Ζητάτε να μιλήσετε σε κάποιον προϊστάμενο, σε μια επίσημη αρχή. Σας οδηγούν μπροστά σε ένα κιγκλίδωμα, μέσα από το οποίο ένα Παληκάρι με μάλλινη μακριά ζακέτα, σας κοιτά με έκπληξη, ακούει τα παράπονά σας με ένα χαμόγελο κατάπληξης, λέει μερικές ακατανόητες λέξεις στο αυτί των διπλανών του και σας παρατάει για να συζητήσει με οικειότητα με μια παρέα ανθρώπων με άσχημη όψη, που δεν μοιάζουν να φοβούνται από τη ζακέτα του, και τον αποκαλούν αδελφέ, μέσα στον χώρο του διευθυντικού του κιγκλιδώματος.
Τέλος, σας χρεώνουν με ένα οποιοδήποτε ποσό, που κυμαίνεται από τέσσερα ως πέντε φράγκα, φανταστικά τέλη, τα οποία κανείς δεν μάντεψε ποτέ σε τι αντιστοιχούν και, για το οποίο, δεν θα δούμε ποτέ το μυστηριώδες του τιμολόγιο. Ένας από τους φίλους μου, που γνωρίζει τα ελληνικά τόσο καλά όσο κι ένας κάπελας στη Μάνη, αγανάκτησε τόσο πολύ από αυτές τις προσβολές, που πρόγκηξε επί δέκα λεπτά όλο το προσωπικό του Τελωνείου. Σαν να τον βλέπω ακόμα, όρθιο μπροστά στα παραβιασμένα μπαούλα του, τις αναποδογυρισμένες βαλίτσες και τα πεταμένα ρούχα του, δείχνοντας με μια μεγάλη χειρονομία το δρόμο για την Ακρόπολη και φωνάζοντας ότι άξιζε τον κόπο να υποστεί κανείς τόσες ταπεινώσεις για να έρθει να καμαρώσει τον απανθρακωμένο σκελετό ενός αρχαίου ναού, και να απολαύσει την κοινωνία δύο εκατομμυρίων Παλικαριών, που ζουν αυτό το αθάνατο ερείπιο! Όπως οι περισσότεροι μεγάλοι ρήτορες, υπερέβαλε την αλήθεια για να την κάνει πιο έντονη. Οι τελωνειακοί είναι οι θυρωροί ενός έθνους δεν πρέπει να κρίνουμε το ελληνικό βασίλειο από τους θυρωρούς του.
Το 10...
Την ώρα που η δις Στάσα έμπαινε στον περίβολο του Άι-Νικόλα, ο Παρασκευόπουλος άρχισε να σημαίνει την καμπάνα. Ο αχός της μπερδευόταν αταίριαστα με τους θορύβους του λιμανιού, που είχε ξυπνήσει κι έμπει στην καθημερινή του δουλειά. Όσο και να ’κανε ζέστα· όσο κι αν οι χαυνωμένοι άνθρωποι απόδιναν το ελάχιστο της δραστηριότητάς τους, η ζωή συνεχιζόταν με τις απαιτήσεις της: φαγητό, στέγη, ντύσιμο, κρασί, τσιγάρο, ταβερνείο, μπουζούκι, κινηματογράφος, έρωτας. Όλα τούτα ήθελαν χρήμα και το χρήμα δεν κερδίζεται δίχως δουλειά. Ήρθαν βαπόρια στους ντόκους και ξεφόρτωσαν κάθε λογής εμπορεύματα. Άλλα φόρτωναν. Οι γέρανοι του ΟΛΠ περιστρέφονταν μια δω μια εκεί· σήκωναν το φορτίο απ’ τ’ αμπάρια, τ’ απόθεταν στην προκυμαία, ή αντίθετα. Στις άλλες μεριές του λιμανιού, τα βαπόρια φορτοξεφόρτωναν με τις μπίζνες. Στου Ξαβέριου, κι απέναντι στου Βασιλειάδη, τα συνεργεία επισκευών δούλευαν φουλ, βροντοκοπώντας τις λαμαρίνες. Ήσαν και τα κοντινά μηχανουργεία, με τους έντονους θορύβους τους: σίδερο που χτυπιέται με σίδερο. Καμιόνια κυκλοφορούσαν στον παραλιακό δρόμο, βροντολογούσαν στις λακκούβες, άλλοτε φρενάριζαν στριγκά, άλλοτε μαρσάριζαν με πρώτη, πρόσθεταν τη φασαρία τους στον άλλο σαματά. Κι όλοι αυτοί οι θόρυβοι πλαισιώνονταν από τη βοή της ομιλίας των ανθρώπων: κάτι σαν βούισμα μελισσιού, που έβγαινε από χιλιάδες στόματα σκορπισμένα σ’ όλη την πολιτεία. Οι άνθρωποι μιλάν όταν δουλεύουν· μιλάν όταν δεν δουλεύουν· μιλάν γιατί η δουλειά το απαιτεί ή και χωρίς να το απαιτεί. Μιλάν για να μιλάν…
Ο Παρασκευόπουλος, τα κυριακάτικα και τα γιορτινά πρωινά εκτελούσε χρέη νεωκόρου στον Άι-Νικόλα. Κι όλα τα βράδια της βδομάδας, μ’ ένα δίσκο κρεμασμένο με λουρί απ’ το λαιμό και φορτωμένο τσιγάρα, σπίρτα, ευζωνάκια, τσαρουχάκια, κομπολογάκια, σκουλαρικάκια, δαχτυλιδάκια κι άλλα διάφορα μπιχλιμπιδάκια, τριγυρνούσε στα εστιατόρια, τις ταβέρνες, τα μπουζούκια και τους καφενέδες κι έβγαζε τον επιούσιο. Ο νουνός του θα του ’χε δώσει κάποιο όνομα, μα κανείς δεν το ’ξερε. Παρασκευόπουλο τον φώναζαν όλοι. Κι όταν κανείς τον ρωτούσε ποιο το βαφτιστικό του, αποκρινόταν: «Τί σου χρειάζετ’ εσένα, αφού εμένα μου είναι άχρηστο; Παρασκευόπουλο με λεν». Ήταν γέρος, κοντά στα εβδομήντα, καμπουριασμένος, ατημέλητος κι ακάθαρτος, με μάτια ερεθισμένα από χρονική οφθαλμία. Κατοικούσε σε μια εσωτερική κάμαρα του Α΄ ορόφου του «10» μαζί με την κόρη του Ντίνα. Δηλαδή κόρη του, ο λόγος το λέει. Περίπλοκη υπόθεση. Ο Παρασκευόπουλος συζούσε, προ ετών, με μια παστρικιά, Βαγγελιώ ονόματι. Στο διάστημα της συμβίωσης η Βαγγελιώ γέννησε την Ντίνα και διαλαλούσε επιμόνως ότι επρόκειτο για καρπό της γενετήσιας δραστηριότητας του Παρασκευόπουλου· εκείνος αντίθετα, είχε μεγάλες αμφιβολίες, ξέροντας πως η Βαγγελιώ δεν του ήταν διόλου πιστή.
Κάποτε αρρώστησε η Βαγγελιώ· έπεσε του θανατά· ο Παρασκευόπουλος την περιποιήθηκε όσο καλύτερα μπορούσε.
— Άκου, Παρασκευόπουλε, του είπε λίγο πριν ξεψυχήσει. Πεθαίνω, κι αφήνω το παιδί μου έρημο και πεντάρφανο.
— Ε, όχι δα! διαμαρτυρήθηκε άτονα εκείνος. Ξεχνάς εμένα;
— Εσύ δηλαδή τι, όσο κι αν κάνεις το κορόιδο, ξέρεις πως η Ντίνα δικιά σου δεν είναι.
— Ποιανού είναι; ρώτησε με περιέργεια.
— Μιανού Πορτουγκέζου, θερμαστή σε παναμέζικο βαπόρι. Πάει εκείνος, χάθηκε…
— Τί σου ’ρθε, τότε, να μου την πασάρεις εμένα; Δεν είχες κάναν άλλο αγαπητικό βολικότερο;
— Το ’πεχείρησα, μα κανείς δεν μου ’δωσε βάση. Ούτε κι εσύ· μα εσύ είχες την ανάγκη μου. Σε βόλευα αβέρτα με από τέτοιο· σου μαγέρευα, σε νοικοκύρευα· και πολλά δεν σου στοίχιζα, γιατί είχα τις άδηλες πρόσοδες – κατά πως λεν οι εφημερίδες. Μη μου πεις πως η ανατροφή της Ντίνας σου στοίχισε πολλά…
— Τίποτα δεν μου στοίχισε, παραδέχτηκε ο Παρασκευόπουλος. Τα ’βγαζες μόνη σου πέρα…
— Ούτ’ εγώ σου στοίχισα πολλά, τα τελευταία χρόνια· δεν είν’ έτσι;
— Το σωστό, σωστό!
— Θα σου πω γιατί έμενα μαζί σου, και δεν πήγαινα με κάποιον άλλο, καλύτερό σου και πλουσιότερό σου; Γιατί σε κανένα δεν είχα την εμπιστοσύνη που σου ’χω. Ξέρω πως σαν πεθάνω, θα παρασταθείς την Ντίνα σαν πατέρας, κι ας μην είναι δική σου.
Ο ψυχολογικός υπολογισμός της Βαγγελιώς βγήκε σωστός. Ο Παρασκευόπουλος κράτησε την Ντίνα και τη φρόντιζε όσο μπορούσε. Τότε, όταν πέθανε η μάνα της, ήταν γύρω στα δέκα· σήμερα κοντεύει τα δεκατέσσερα. Είναι μέτρια στο ανάστημα, αλλά με κορμί καλοφτιαγμένο, βαθυμελάχρινο· πρόσωπο όχι όμορφο· μάλλον δυσαρμονικό θα ’λεγε κανείς, με την κάπως σουβλερή μύτη, τη μεγάλη απόσταση μύτης κι επάνω χειλιού, και το πεταχτό σαρκώδες κάτω αχείλι. Τα μαλλιά της όμως ήταν όμορφα, κυματιστά, ολόμαυρα με κυανές αναλαμπές. Απ’ όλη της την υπόσταση αναδινόταν κάλεσμα γενετήσιο· τόσο έντονο που έβαζε σε πονηρές σκέψεις και τους πιο φυσιολογικούς άντρες: εκειούς που δεν κοιτάν γυναίκα κάτω από τα δεκαοχτώ. Από τα δέκα χρόνια της, ο Παρασκευόπουλος έβαλε την Ντίνα σε δουλειά: «μικρή» για θελήματα σε μοδιστράδικο. Μιστός ανάξιος λόγου, άλλα τόσα φιλοδωρήματα από κουβαλήματα φουστανιών, σύνολο «τρεις κι εξήντα» ·αλλ’ αυτό το «τρεις κι εξήντα» έπαιζε ρόλο σοβαρό στα οικονομικά του Παρασκευόπουλου.
***
Μ.Καραγάτσης, Το 10, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2008, σ.126-129
Ο κουτσός άγγελος...
Με τα ψώνια μας κρυμμένα στα παλτά (μπουκάλια και χωνιά από εφημερίδα) και μ’ ένα μάτσο χαρτούρα – τα ρέστα που με γέμισε ο γίγας Πολύφημος απ’ την τρίτη λίρα – να φουσκώνουνε τις τσέπες του πανταλονιού μου, πήραμε το δρόμο για την Τρούμπα. Στο λιμάνι ο αέρας ξύριζε. Τα καΐκια σκαμπανεβάζανε, τα άλμπουρα δέρνονταν με τα σκοινιά κι η θάλασσα κατάβρεχε την προκυμαία. Δύο γερμανικά και ένα ιταλικό πολεμικό ήταν αγκυροβολημένα στο βάθος του λιμανιού, γιατί τα ναυάγια δεν επιτρέπανε σε μεγάλο πλεούμενο να δέσει· στο βάθος ένα φορτηγό πλεύριζε κοντά στα κρένα. Μπροστά στον Άγιο Σπυρίδωνα είχε άλλο συσσίτιο. Πηδήξαμε στο ξεχαρβαλωμένο τραμ που ήρθε πίσω μας βροντώντας και κουδουνίζοντας, και πριν τον Αϊ-Νικόλα κατεβήκαμε – γωνία Φιλελλήνων, απέναντι στην ξυλαποθήκη του Καλαποθάκη. Οι φρουροί του Λιμεναρχείου μας παρακολουθούσαν προσεχτικά απ’ την απόσταση. Σηκώσαμε τους γιακάδες και τραβήξαμε για τον χωματόδρομο, μέσα στη γειτονιά.
Δε χρειαζόταν να ψάξεις. Έξω από τα μπορντέλα είχε ουρές: οι νοικοκυραίοι ψώνιζαν το ψωμί τους. Η ιταλική πανιότα ήταν το καλύτερο που μπορούσες να βρεις.
— Δεν προλαβαίνουμε, είπα.
— Μη φοβάσαι, έκανε ο Μίμης. Θα πάμε στη Στελλίτσα και θα μας βολέψει. Θα μας δώσει! συμπλήρωσε για να μην μου μένει αμφιβολία τι εννοούσε.
Περάσαμε τη Σκουζέ και στο δεύτερο σπίτι σταθήκαμε. Μια κοντούλα μελαχρινή, σαν το σκουμπρί, τυλιγμένη με το παλτό και ένα παλιό γούνινο καπέλο στο κεφάλι, έδιωχνε τους τελευταίους. «Ξεπούλησα!» φώναζε. Άφοβα, με το θάρρος του παλιού γνωστού, ο Μίμης δρασκέλισε τα σκαλοπάτια και την έπιασε από τη μέση. Του ’σκασε ένα ξινό χαμόγελο και το μάτι της πλανήθηκε ερωτηματικά σε μένα που περίμενα στο δρόμο. Ο Παπαχρυσάνθου μου ’κανε νόημα να μπω.
Όταν έκλεισε πίσω μας η πόρτα, η γυναίκα στάθηκε και σωπαίνοντας αναμέτρησε με το μάτι τον φίλο μου.
— Σκατογέρασες, μωρέ Μιμάρα!
— Εσύ έχεις ξανανιώσει, Στελλίτσα, ανταπέδωσε αυτός. Καλοπερνάς με τους μακαρονάδες, έτσι; Αποκλειστικότητα…
— Τώρα με την πείνα οι δουλειές είναι πεσμένες, πέταξε μ’ ένα ξερό γέλιο η γυναίκα.
— Ποιος ρωμιός έχει λεφτά για ξόδεμα; Για πανιότα ήρθαμε, μανούλα μου, έχεις να μας δώσεις;
— Δεν άκουσε τι φώναζα τόση ώρα; Ξεπούλησα, έκανε η Στελλίτσα.
Ο «Μιμάρας» την κοίταξε χωρίς να βλεφαρίσει. «Και για μας;» Σήκωσε τους ώμους εκείνη. «Ποιους εσάς δηλαδή…» είπε. Και προχωρώντας πρώτη μπήκε σε ένα δωμάτιο που χρησίμευε στην πελατεία για σαλόνι αναμονής· δεν ξέρω γιατί μου θύμιζε σκηνικό παλιάς κωμωδίας, με το τραπέζι στη μέση, τα καθίσματα σπρωγμένα στον τοίχο, τις κορνίζες, τα μπιμπελουδάκια.
— Εμένα, έκανε ξοπίσω της ο Παπαχρυσάνθου.
— Σου ’χω καμιά υποχρέωση, ρε Μίμη; ρώτησε η γυναίκα και τον κοίταξε ίσια στα μάτια.
— Όχι, είπε αυτός πιο χαμηλά. Από την καλοσύνη σου μόνο…
— Χα! κάγχασε η Στελλίτσα. Γερό-γκαβέ… Την καλοσύνη μου!
Γύρισε την πλάτη και στους δυο μας, και χάθηκε πίσω από μια κρεμαστή κουρτίνα που είχε γνωρίσει καλύτερες μέρες και έκλεινε τη θέα σε κάποιον εσωτερικό χώρο. Στη σκάλα έξω από το σαλόνι ακούστηκαν βήματα. Μια χοντροφωνάρα γυναικεία φώναξε τ’ όνομά της. «Στέλλα, γυρίσαμε, θες τίποτα;»
— Όχι, αποκρίθηκε η φωνή της γνωστής μας.
Κι αμέσως βήματα στη σκάλα και μια λεπτή φωνή κοριτσίστικη που ανεβαίνοντας τραγουδούσε με την καλύτερη ναπολιτάνικη προφορά «Torn’a Surrientu». Παραξενεμένος γύρισα να δω τον Μίμη, αλλά αυτός κοιτούσε αλλού.
Έπειτα ξεπρόβαλε πάλι από την κουρτίνα και στο χέρι κρατούσε δυο πανιότες. Μας κοίταξε μια τον ένα, μια τον άλλον.
— Αυτός ποιος είναι; έκανε δείχνοντας με το σαγόνι προς το μέρος μου.
— Ένας αδερφός. Κατέβηκε για ψώνια ο ίδιος και από ψυχικό με πήρε μαζί. ’Κονόμησε και θέλει να βοηθήσει τον φίλο του… καλύτερα από συγγενής.
Ξαφνικά φωτίστηκε εκείνο το πρόσωπο που ως τότε η μόνιμη έκφρασή του ήταν εκείνη της αηδίας. Κοίταξε τον Μίμη και εύθυμα του έκανε το μάτι.
— Νοστιμούλης, είπε ξέθαρρα σαν να μη με υπολόγιζε παρά για εμπόρευμα. – έτσι όπως μιλάν μεταξύ τους οι άντρες για τις γυναίκες. Μου τον δανείζεις για λίγο;
— Δεν είναι δικός μου, είπε ο Μίμης και ξαφνικά φούντωσε το πρόσωπό του. Άμα σε γουστάρει πάρ’ τον.
Η Στέλλα γέλασε.
— Μ’ αρέσει είπε. Τι λες εσύ, λεβεντιά; Παπούτσι, καπέλο, μέγκλα ο λεγάμενος. Τον φυσάς τον παρά, έτσι;
Ένα ηλίθιο χαμόγελο ανέβηκε στο στόμα μου. Αυτό μας έλειπε τώρα.
— Δε θέλω λεφτά, είπε μιλώντας μου κατευθείαν αυτή τη φορά. Για μια πανιότα! Σαν τους Ιταλούς. Τη θες; Έλα να την πάρεις…
Το ένα ψωμί το είχε κιόλας αφημένο πάνω στο τραπέζι του σαλονιού. Το άλλο το κρατούσε ακόμα στο χέρι. Προχώρησε προς την κουρτίνα του διαδρόμου και το έτεινε, όπως δείχνουν στο σκύλο το κόκαλο για να τους ακολουθήσει. Γύρισα και κοίταξα τον Μίμη κι αυτός ανασήκωσε φρύδια κι ώμους σε μια εύγλωττη κίνηση, «Τι να σου; Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις…»
Θα μπορούσα να πω της λεγάμενης πως το ένα μας έφτανε και μας περίσσευε – αλλά δεν είχαμε πληρώσει ακόμα και κανείς δεν ήξερε τι θα ζητούσε, ακόμα και γι’ αυτό. Η τιμή της επίσκεψης ήταν γνωστή. Τώρα θα μαθαίναμε και την τιμή της κουραμάνας.
Αλέξης Πανσέληνος, Ο κουτσός άγγελος, Αθήνα 2002, σ. 111-115.
Μετάβαση στο σημείο: Ακτή Μιαούλη