Πειραιάς
Πόλη αγεωμέτρητη
Συγκρότηση ενότητας: Καλλιόπη Μακαρώνη- Το λιμάνι του Πειραιά
- Η αγορά του Πειραιά
- Πλατεία Καραϊσκάκη (Λεμονάδικα)
- Τρούμπα
- Ακτή Μιαούλη
- Ακτή Ξαβερίου-Χατζηκυριάκειο-Πειραϊκή
- Κεντρικές Συνοικίες
- Διαδρομές στην παραλία των αρχόντων, των μετοίκων και των προσφύγων
- Προφήτης Ηλίας-Κρητικά
- Νέο Φάληρο
- Γειτονιές βαμμένες κόκκινες
- Δραπετσώνα
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Τρούμπα Τρούμπα
Ο Γιούγκερμαν και τα σ...
Ο δρόμος τον έφερε στο λιμάνι. Ήταν φωτισμένο κι ήσυχο. Άρχισε να πεινάει. Μπήκε σ’ ένα λαϊκό εστιατόριο κι έφαγε με όρεξη. Το κρασί όμως του ’φερε αναγούλα – φαρμάκι σωστό! Πώς πίνουν τέτοιες αηδίες οι Ρωμιοί;
Ξαναβγήκε στο δρόμο χορτάτος, σχεδόν ευτυχισμένος. Ούτε θυμόταν πια τον καβγά με τους βαρκάρηδες και την περιπέτεια με τη μισότρελη – κατά τη γνώμη του – κοπέλα. Ένιωθε όμως πως θα του ήταν αδύνατο να κοιμηθεί, αν δεν μεθούσε πρώτα· κι αν, ύστερα, δεν ερχόταν σε στενότερη επαφή με το γυναικείο φύλο. Όταν λοιπόν έφτασε στην Τρούμπα κι είδε τη φωτεινή επιγραφή «Grand Cabaret International», αναγάλλιασε η ψυχή του.
Η αίθουσα ήταν ψευτοπολυτελής, χυδαία και βρώμικη. Πολύχρωμα λαμπιόνια, λεκιασμένα τραπεζομάντιλα και ύποπτα γκαρσόνια – κάτι ανάμεσα λαθρέμπορα ναρκωτικών κι έμποροι λευκής σάρκας. Γνώριμο περίγυρο για τον Γιούγκερμαν… Κάθισε σ’ ένα θυρωρείο και παράγγειλε κονιάκ – όχι ποτήρι· το μπουκάλι, ολόκληρο, και να ξεσφραγιστεί μπροστά του. Κι εκείνη κει η μελαχρινούλα, με τον τροφαντό ποπό, να ’ρθει αμέσως στο τραπέζι του!
Όταν κατέφθασε η μποτίλια κι η γυναίκα, ένιωσε κάτι το υπερκόσμιο. Τις χάιδεψε και τις δυο. Απ’ την πρώτη ρούφηξε ένα ποτηράκι, απ’ τη δεύτερη ένα φιλί· και τράβηξε την κουρτίνα του θεωρείου. Μετά δέκα λεπτά την ξανάνοιξε. Ήταν λιγάκι κόκκινος, μα το γουρουνίσιο ματάκι του σπινθήριζε. Η γυναίκα ξανάβαζε τάξη στο στραπατσαρισμένο φουστάνι της.
— Η Αθήνα είναι μακριά; τη ρώτησε.
— Μισή ώρα με το τρένο.
— Κάθε πότε έχει τρένο;
— Κάθε πέντε λεπτά.
Σήκωσε τους ώμους. Έβρισκε πως η Αθήνα βρισκόταν στην άκρη του κόσμου· ότι η συγκοινωνία ήταν δύσκολη. Μόνο σε περίπτωση ανάγκης θ’ αποφάσιζε αυτό το μπελαλίδικο ταξίδι. Ο Πειραιάς του άρεσε. Εδώ θα μείνει.
Αγκάλιασε τη γυναίκα και γέμισε το ποτήρι του. Η ορχήστρα δεν έκανε πολλά φάλτσα, το κονιάκ ήταν υποφερτό. Όλα έσβησαν: Φιλανδία, Ρωσία, πόλεμος, επανάσταση, Κωνσταντινούπολη, λαθρεμπόριο. Περασμένα πράματα, βουλιαγμένα στην καταχνιά της λησμονιάς. Ένιωθε πολύ ευτυχισμένος, πολύ εντάξει, σαν το ψαράκι στο νερό. Ξαναγέμισε το ποτήρι του, άναψε τσιγάρο, χάιδεψε τα στήθια της καμπαρετζούς και χαμογέλασε αγγελικά.
Έξω, η νύχτα κυλούσε το ίδιο αστρόφωτη κι οπάλινη, ως το πρωί.
***
Ο Γιούγκερμαν και τα σ...
Δεν είχε ταχτικές παρέες. Του ήταν αδύνατο να νιώσει τους Ρωμιούς, που παν δυο ή περισσότερα μαζί να μπεκρολογήσουν λέγοντας αστεία ή μιλώντας πολιτική. Γι’ αυτόν, γλέντι χωρίς ποδόγυρο ήταν ακατανόητο. Να μεθύσεις, να χορέψεις, να τα σπάσεις· μα να ’χεις κι ένα θηλυκό μαζί σου, να σου ανάβει τα αίματα· και κατόπι να σ’ τα σβήνει με το γνωστό τρόπο. Αυτό πάει να πει γλέντι!
Τις πιο πολλές βραδιές τις περνούσε στο «Ιντερνασιονάλ» της Τρούμπας. Είχε δέσει φιλίες με τα κορίτσια· και τραβούσε στα σεπαρέ μεθύσια ομηρικά, που τέλειωναν με σμιξίματα ακατονόμαστα. Σ’ αυτά τα γλέντια είχε σύντροφο κάποιο Γιάννη Μόγια, έναν τύπο του λιμανιού, κάτι ανάμεσα σημειωτή εμπορευμάτων και πράχτορα φορτηγίδων. Μεγάλη λέρα, απ’ το λιγδωμένο καπέλο και τα βρωμερά πόδια του ως τα βάθη του παρασυνειδήτου του. Είχ’ ένα μούτρο κρύο, κτηνώδες, στερημένο απ’ την έκφραση των ματιών (φορούσε μέρα-νύχτα μαύρα γυαλιά, γιατί έπασχε από τραχώματα). Η κουβέντα του ήταν γοργή, ξερή, ειπωμένη με φωνή βραχνιασμένου τενόρου. Δεν χαμογελούσε ποτέ· μα κι ούτε έδειχνε ποτέ θυμό η μορφή του, η τυποποιημένη σε μάσκα απάθειας. Κυκλοφορούσε πάντοτε με μια μεγάλη μοτοσυκλέτα, που την έτρεχε δαιμονισμένα. Όταν η εξάτμισή της ακουγόταν στις πόρτες των καμπαρέ και των μπορντέλων, οι κοπέλες έχαναν το χρώμα τους· γιατ’ ήταν σκληρός κι απάνθρωπος με τις κοινές γυναίκες. Ήξερε να τις τυραννάει με τη διεστραμμένη επιβολή του, με τις καταχθόνιες απειλές του και, αν το ’φερνε η ανάγκη, με το πιστόλι του. Σήκωνε το χέρι για το τίποτα, για το έτσι· και το κατέβαζε μ’ ορμή στα φτιασιδωμένα μούτρα, δέρνοντας για γούστο, για ένα ναι ή ένα όχι. Έπαιρνε ξοπίσω του, υπασπιστή και γελωτοποιό, το Νάσο τον καμπούρη, έν’ αποτρόπαιο έκτρωμα με κεφάλι καραγκιόζη και χέρια χιμπατζή, κρεμασμένα ως τη γη. Ο καμπούρης συμπλήρωνε τον Μόγια σε κυνισμό και λαγνεία. Δεν ήταν κακός· ήξερε να λέει αστεία, να γελάει, να σαρκάζει με εξυπνάδα. Μα είχε μέσα του έν’ απροσμέτρητο απόθεμα ερωτισμού κι ασέλγειας. Όταν πλησίαζε γυναίκα, δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. Φλογίζονταν τα μάτια του, έπαιζε το πεταμένο μήλο του καταπιόνα του, ξαμολιόνταν τα πιθηκίσια χέρια του και μάλαζαν το γυναικείο κορμί, ενώ απ’ το λαρύγγι του ανάβλυζε γέλιο σιγανό, ξεδιάντροπο.
Αυτοί οι δυο ήταν η ταχτική παρέα του Γιούγκερμαν. Τους γνώρισε κάποιο βράδυ, στο Ιντερνασιονάλ· έσμιξαν αμέσως τα χνώτα τους και γίνηκαν αχώριστοι. Εκείνο τον καιρό (κατά το 1921) τα μέρη της Αθήνας και του Πειραιά όπου μπορούσες να διασκεδάσεις ήταν λιγοστά. Ο πόλεμος της Μικρασίας συνεχιζόταν αβέβαιος, κρατώντας τον κόσμο σ’ εκνευρισμό. Στο αναμεταξύ οι νεόπλουτοι, μπουχτισμένοι από ευκολοκερδισμένο παρά και λιμασμένοι από μακροχρόνια νηστεία, το ’χαν ρίξει έξω. Γινόταν ένα γλέντι αλλιώτικο, ούτε πρωτόγονο ούτε συμβατικό, μα κάτι το άτοπο, το χυδαίο. Πρόβαλαν μέσα στην ξαφνιασμένη κοινωνία της Αθήνας άνθρωποι άγνωστοι, μυστήριοι, που κανείς δεν ήξερε πούθε βαστούσε η σκούφια τους, με τις τσέπες φίσκα στο χρήμα και δίχως συναίσθηση τι πάει να πει χρήμα. Σπαταλούσαν ποσά αφάνταστα σ’ ένα γλέντι κακόγουστο κι άνοστο, μη λογαριάζοντας τίποτα, μην ξέροντας πώς να διαθέσουν τα εκατομμύριά τους. Βασική προϋπόθεση του γλεντιού ήταν ν’ αποχτήσουν αμερικάνικο αυτοκίνητο και να τριγυρνάν στους ανύπαρχτους τότε δρόμους της Αττικής, αράζοντας σε ξωτικά λιμάνια – Ραφήνα και Σκαραμαγκά – που παρίσταναν τα κέντρα πολυτελείας, που πουλούσαν τα τηγανητά μπαρμπούνια και τον μποτιλιαρισμένο σταφιδίτη σε τιμές αστρονομικές. Είχαν και κάτι βρωμερές «αίθουσες δι’ οικογενείας», με μοναδική επίπλωση ένα ντιβάνι ξεχαρβαλωμένο από τ’ αμέτρητα αγκαλιάσματα της πελατείας.
Σε τούτα τα κέντρα σπαταλούσαν τα εκατομμύριά τους οι νεόπλουτοι, τρώγοντας μπαρμπούνια, πίνοντας σταφιδίτη κι αγκαλιάζοντας χυδαίες τσούλες. Ήταν η εποχή που οι διάφορες γκιόσες της οπερέτας μασούσαν το χιλιάρικο (σαράντα λίρες χρυσές) σε μαρουλόφυλλο· που το νεοφερμένο πόκερ τάραζε τα πορτοφόλια· που η διαδρομή με το μόνιππο στοίχιζα μια περιουσία· που για ν’ αγοράσεις εκατό δράμια τυρί έπρεπε να κάνεις τεμενά στον μπακάλη· που ο παλιός «καλός κόσμος» κλείστηκε στα σπίτια του τρομαγμένος, παρατώντας τα πάντα στη διάθεση των νεόπλουτων και των καταφερτζήδων· και που ξαναβγήκε από τα σπίτια του μόνον όταν, πολύ μετά την Καταστροφή του ’22, ήρθε κάποια ηρεμία, για ν’ αναγνωρίσει τους καταχτητές, να τους προσκυνήσει και να τους τοποθετήσει δίπλα του – μια ιδέα ψηλότερα, καθώς αρμόζει στον παρά.
Ο Γιούγκερμαν, αν και φτωχός, κατάφερνε να γλεντάει στα ίδια κέντρα με τους Χιώτες εφοπλιστές και με τις ίδιες τσούλες· μόνο που δεν πλήρωνε όσο εκείνοι το μπαρμπούνι και το σταφιδίτη. Είχε τα κόλπα του αυτός, τον αέρα, το τουπέ, που τον έκαναν παντού και πάντοτε συμπαθητικό κι ασύδοτο. Ήξερε να τρώει δέκα φορές καλύτερα απ’ τους παραλήδες, και να πληρώνει δέκα φορές λιγότερα. Είχε τον τρόπο να παίρνει τη ζεστή ακόμα θέση τους στο κρεβάτι της μεγαλοπαξιμάδας, καμιά φορά και το χιλιάρικο που της άφησαν αμοιβή. Γι’ αυτόν όμως ήταν ένα γλέντι που δεν ήταν για τα δόντια των ατορνάριστων νεόπλουτων: οι γυναίκες οι πολλές, οι άγνωστες – μυστήριο που τις ξετρύπωνε –, εκείνες που δεν πουλιόνταν, μα που ο Βάσιας τις κατάφερνε, τις γλεντούσε μια φορά και τις έδιωχνε. Μπουχτισμένος μα κι αχόρταγος συνάμα από γυναίκειο κρέας τριγύρναγε παντού τις νύχτες, γυρεύοντας καινούργιες περιπέτειες, ως το πρωί.
Ήταν πασίγνωστη η μοτοσυκλέτα του Μόγια στους χωραφόδρομους της Αττικής. Πάνω στη σέλα ο Γιάννης, με το τιμόνι στα χέρια, το επαναστατημένο καπέλο και τα μαύρα γυαλιά. Στο καροτσάκι ο Γιούγκερμαν, φορώντας αδιάβροχο στραπατσαρισμένο με πολύ σικ και καπέλο με κατεβασμένα μπορ. Και πίσω απ’ τον Μόγια, σκαρφαλωμένος σχεδόν στην πλάτη του, ο καμπούρης, μεθυσμένος από κρασί και ταχύτητα, όλος σατανικά γελάκια και ξεδιάντροπους μορφασμούς, κάτι σαν προσωποποίηση του Πνεύματος της Λαγνείας, σωστό τελώνιο ασελγές ξαμολυμένο στο σκοτάδι με γρηγοράδα αστραπής.
Η βραδιά τους άρχιζε μ’ ένα καλό φαΐ, σε μια απ’ τις ταβέρνες όπου τους φρόντιζαν ιδιαίτερα. Κατόπι πήγαιναν στην οπερέτα. (Ήταν η εποχή που το «Διαβολόπαιδο», η «Γλυκειά Νανά» κι οι «Απάχηδες των Αθηνών» θριάμβευαν). Είχαν το θεωρείο τους, σ’ όλα τα θέατρα· ένα θεωρείο που συγκέντρωνε τις ματιές της πρωταγωνίστριας, τα εκτός κειμένου αστεία του κωμικού και τα σεισοπυγήματα του μπαλέτου. Μετά την παράσταση, μοτοσυκλέτα· και δρόμο για τα περίχωρα. Μπεκρολόγημα μετά ποδόγυρου. Γυρισμός στην Αθήνα. Μια ματιά στο «Ετουάλ», το καμπαρέ της οδού Προαστίου· κάνα πρόχειρο ψώνιο. Και κατέβασμα στον Πειραιά.
Άλλες φορές, μετά το θέατρο πήγαιναν κατ’ ευθείαν στο καμπαρέ ή σε κάνα χαμαιτυπείο από τα λεγόμενα πολυτελείας (και που ο Βάσιας τα ’βρισκε καταγώγια ακατονόμαστα) και οργίαζαν. Κλεισμένοι στο ιδιαίτερο σαλόνι, μαζί με κάμποσα κορίτσια, έπιναν μέχρις αναισθησίας, τραγουδούσαν, χόρευαν, ασχημονούσαν. Το γραφικότερο στοιχείο του γλεντιού ήταν ο καμπούρης. Είχε τη μανία, μόλις φαρμάκωνε δυο ποτηράκια, να γδύνεται τσίτσιδος και να τριγυρνάει την αηδιαστική γύμνια του σ’ όλες τις κάμαρες της πανσιόνας. Τα κορίτσια ξεφώνιζαν υστερικά· οι πελάτες γελούσαν και τον πείραζαν. Ο Νάσος απαντούσε με βωμολοχίες. Κάνοντας πως χωρατεύει, μπαχάλευε όλες τις κοπέλες, τις μαλάγρευε με το ασελγές γέλιο και το τραγίσιο μάτι του· κι αφού τις λίγωνε στα γέλια με τα κωμικά του καμώματα, άρπαζε μια και την περιβουτούσε μπρος σ’ όλο τον κόσμο, που κρατούσαν την κοιλιά τους απ’ τα γέλια. Η ερωτική του αντοχή ήταν αξιοθαύμαστη. Όταν όλοι πια – ο Βάσιας, ο Μόγιας κι οι κοπέλες – κείτονταν ξεθεωμένοι στα κρεβάτια, αυτός πλησίαζε τις βουλιαγμένες σε λήθαργο γυναίκες και τις χαϊδολογούσε κι εγώ δεν ξέρω για ποσοστή φορά. Με το πρώτο γλυκοχάραμα ξεσήκωνε τους φίλους του, τους έστηνε στα τρεμάμενα πόδια τους και τους έντυνε με χίλια βάσανα. Πριν όμως φύγει μαζί τους, είχε συνήθεια να διαλέγει το πιο καλό χαλί του καταστήματος και να κοπρίζει απάνω του, ενθουσιασμένος με το στερεότυπο και σιχαμερό αστείο του.
Ύστερ’ από αυτά τα γλέντια, ο Βάσιας δεν κοιμόταν πάνω από τρεις ώρες. Στις εννιά έπρεπε να βρίσκεται στην Τράπεζα (όχι πως αν αργούσε θα του ’κανε κανείς παρατήρηση· μα το ’χε βάλει πείσμα να είναι πάντα στην ώρα του). Μπαίνοντας στο γραφείο, χαιρετούσε με μια καλημέρα πνιγμένη σε χασμουρητά, κι έπεφτε τσακισμένος στην καρέκλα του. Ο Σταβάδος κι ο Καραμάνος άλλαζαν πονηρή ματιά.
— Σαν ξενυχτισμένος μου φαίνεστε, κύριε κόμη, έλεγε ο πρώτος.
— Πάλι τα κοπάνισες χτες, Γιούγκερμαν, συμπλήρωνε ο Καραμάνος.
Ο Βάσιας χαμογελούσε κουρασμένα:
— Ναι, το ’ριξα λιγάκι έξω. Η φτώχεια θέλει καλοπέραση…
Όλο το πρωί είχε πονοκέφαλο, τον έτσουζαν τα μάτια. Το μεσημέρι κοιμόταν δυο ωρίτσες· και ξυπνούσε φρέσκος και κεφάτος. Έφτανε στο γραφείο χαμογελώντας και σφυρίζοντας· κι έπεφτε με τα μούτρα στη δουλειά, να προφτάσει το πρωινό χασομέρι. Ως τις εφτά είχε ξεκαθαρίσει όλες τις εκκρεμότητες. Έβγαινε απ’ την Τράπεζα ευχαριστημένος, καλόκεφος· και τραβούσε για το καφενείο του Σαγκανά, όπου ο Μόγιας κι ο καμπούρης τον περίμεναν για καινούργιο ξενύχτι, ως το πρωί.
***
Ο κουτσός άγγελος...
Όραμα στον αέρα
Καθώς πηγαίναμε απόγευμα με τον Παπαχρυσάνθου για τα πειραιώτικα λημέρια του, ο Μπεράτης ήταν σιωπηλός. Είχε χαιρετίσει τον Μίμη με χειραψία κι από την ώρα εκείνη δεν είχε ανοίξει το στόμα. Το βλέμμα του στυλωμένο ίσια μπρος, το κεφάλι χωμένο στον γιακά του παλτού. Στα δόντια κρατούσε και παίδευε ένα καμένο σπίρτο.
Από κει που δεν του μιλούσε καθόλου ο μουσικός, καθώς βαδίζαμε προς την Αγορά, έπιασε κουβέντα με τον Παπαχρυσάνθου και δεν έλεγε να σταματήσει. Περίεργο ξέσπασμα εγκαρδιότητας. Σαν να είχε σκεφτεί, "τέλος πάντων, ο χριστιανός χάρη μας κάνει που μας πάει στους γνωστούς του μήπως βρούμε τρόφιμα – δεν είναι σωστό να κάνεις μούτρα, να μην του απευθύνεις μια φορά τον λόγο." Πως τα βρήκαν οι δυο τους; Κάποιες γνωριμίες του Μιμάρα στην Χαλκίδα, κάτι ταξίδια για τις μυστηριώδεις δουλειές του πριν απ’ τον Πόλεμο, και άρχισε μια συζήτηση για μέρη και πρόσωπα που θύμιζε παλιούς συστρατιώτες. Και που λες ετούτο, και που λες εκείνο, έτσι ο Τάδε, αλλιώς η Δείνα, και χα-χα-χα και σκουντήματα. Ξαφνικά έβλεπα την άλλη πλευρά του προστατευόμενού μου, την πλευρά του λαϊκού παιδιού, που κρυβόταν πίσω από τον κουμπωμένο λαιμοδέτη και τις μαύρες γραβάτες που φόραγε. Ο καθένας φοράει τα ρούχα και το ύφος της δουλειάς του.
Ο Πολύφημος αυτή την φορά ήταν σκέτη απογοήτευση. Δεν είχε τίποτα. Ούτε σταλιά λάδι, ούτε φλούδα τυρναβίτικο τυρί, ούτε κουκί όσπριο. Γελούσε πάντα με το ίδιο γλυκό γέλιο που ’κανε λακκάκια στα σημαδεμένα του μούτρα, αλλά φαΐ γιοκ· ούτε ήξερε να βρίσκεται αλλού. Κάτι κουβέντες για φορτηγό από την Τουρκία με φασόλια και ρύζι, έμεναν φήμες. Οι φήμες επιβεβαιώνονταν μόνο όταν τα σαΐνια του λιμανιού κατέβαιναν και παραμόνευαν στα κλειστά μαγαζιά (ξέροντας από πριν πόσα θα πάρει ο καθένας, σε ποιες αποθήκες θα τα κρύψει και τι λεφτά θα ζητάει στο λιανεμπόριο της μαύρης). Αλλά τα σαΐνια δεν είχαν φανεί. Ζήτημα αν θα βρίσκαμε και ψωμί στην Τρούμπα. Λέγανε πως δεν υπάρχει ψίχουλο. Αυτά ο Πολύφημος.
— Σφίγγουν τα πράγματα, καρδάσια. Οι Φρίτσηδες έχουν επιτάξει όλη τη λαχανίδα στα Μεσόγεια για το στρατό δήθεν. Σάματις τρώνε λαχανίδες οι άθλιοι! Το κάνουν για να στερηθεί ο κοσμάκης…
— Κι εμείς τι κάνουμε; έκανε ο Παπαχρυσάνθου.
— Πότε ψωνίσατε ξανά; Τα φάγατε κιόλας;
Ο γίγαντας θυμόταν και πότε πήγαμε και τι αγοράσαμε. Του εξηγήσαμε πως τώρα είχαμε έρθει για να ψωνίσει ο φίλος που ήτανε μαζί μας.
— Έπρεπε να τον φέρετε την άλλη φορά.
Κοιταχτήκαμε αμίλητοι.
— Υπάρχει μια περίπτωση, έκανε ο γίγαντας. Αλλά θέλει περπάτημα. Είναι ψηλά, στα Μανιάτικα. Εγώ θα πάω έτσι κι αλλιώς, γιατί θα ανταμώσω με κάτι παιδιά… Αν θέτε ελάτε και ό,τι λάχει…
Ο Παπαχρυσάνθου κοίταξε εμένα και εγώ τον Χαλκιδαίο.
— Αλλά θα χάσετε το ψωμί, αν υπάρχει.
— Όχι, είπε ο Μπεράτης. Ψωμί να βρούμε.
— Εγώ δεν πάω, έκανε ο Μίμης. Πήγαιν’ εσύ, Ήφαιστε, άντε στης Στέλλας, εσένανε μπορεί να σου δώσει… δεν έχετε και προηγούμενα οι δυο σας… δεν αποκλείεται. Εγώ δεν ξαναπάω εκεί.
— Πείτε μου μόνο που θα σας βρω, είπα.
— Όταν περάσεις την Αγια-Σοφιά, ρώτα για του Σάλτα το κουτούκι, είπε ο Πολύφημος. Εκεί θα είμαστε. Κι αν δεν έχει τίποτις να φάμε, τουλάχιστο θα πιείτε ρετσινούλα ξεροσφύρι. Και λέμε και κανένα τραγουδάκι απ’ τα ωραία…
Ο Παπαχρυσάνθου ήταν ανήσυχος και έμοιαζε συγχυσμένος.
— Είναι δρόμος Τρούμπα και πίσω, κι από δω πάλι στα Μανιάτικα. Θα τα καταφέρεις, Ήφαιστε;
— Μην ανησυχείς, του είπα. Πηγαίνετε και θα σας συναντήσω εκεί, είτε με ψωμί είτε χωρίς ψωμί. Κι εσύ, μαέστρο, μη φοβάσαι, κάτι θα βρω να φαρμακώσεις.
Τα πράγματα είχαν έρθει πολύ στραβά, στην ανάγκη θα του έδινα από τις δικές μου προμήθειες, λέγοντας πως είχα δήθεν βρει κάπου – για μένα θα έβλεπα τι θα ’κανα. Είχα να φάω στο σπίτι, δεν θα μου έλειπε, μαγκούφης ήμουν, την έβγαζα.
Βγήκα από το παλιό χασάπικο και τράβηξα για το λιμάνι. Τραμ δεν περνούσε κείνη την ώρα· την άλλη φορά είχαμε περισσότερη τύχη. Ο δρόμος φαινόταν ατελείωτος. Αντί να ακολουθήσω την προκυμαία, προτίμησα να πάρω την Φίλωνος πίσω από την Αγία Τριάδα. Εκεί έκοβε κι ο αέρας που θέριζε στ’ ανοιχτώματα.
Είμαστε περίεργα πλάσματα. Ποτέ δεν ξέρεις τι ακριβώς σπρώχνει τα βήματά σου, τι θέλει στ’ αλήθεια η ψυχή σου και τι αποστρέφεται· στους περισσότερούς μας τα πράγματα αυτά συχνά παίρνουν το ένα τη θέση του άλλου. Κανονικά η ιδέα να ξανασυναντήσω την Στελλίτσα στο άντρο της έπρεπε να μου φέρνει ανατριχίλες. Ποτέ δεν είχα νιώσει τόσο ταπεινωμένος όσο την μέρα εκείνη στην κάμαρά της, να με κοιτάει με βλέμμα που μου έσκιζε το δέρμα. Και διαρκώς να γελάει. Αλλά οι ιστορίες του Μίμη την είχαν φωτίσει διαφορετικά: η άγνωστη πόρνη, η τυχαία γνωριμία, τώρα είχε γίνει ένα πρόσωπο κεντρικό στη ζωή του, που ’μοιαζε να τον τρώει και να τον μαραζώνει περισσότερο απ’ όσο άφηνε να φανεί. Κι η περιέργεια, ανάμιχτη με την ανάγκη να την ξαναδώ και ν’ ανασκευάσω την άθλια εικόνα που πρέπει να ’χε για μένα από την προηγούμενη επίσκεψη, με κέντριζε το ίδιο όσο κι η ανάγκη να βρω ψωμί για τον προστατευόμενό μου.
Σε μια στροφή αντίκρισα τις βουλιαγμένες στέγες της Τρούμπας, τα λασπόνερα των λάκκων που δεν ήταν φρόνιμο να τους βυθομετρήσεις στα τυφλά με το πόδι, τα ξετρελαμένα κουρέλια του καπνού στις τσίγκινες καμινάδες που πρόβαλλαν μέσ’ από τα τρυπημένα τζάμια των παραθύρων, και σωρούς τούβλα και πέτρες από τα σπίτια που είχαν βομβαρδιστεί να φράζουνε μεριές μεριές το πέρασμα.
Για λίγη ώρα παγιδεύτηκα να θυμηθώ ποια ήταν η πόρτα της. Στο τέλος χτύπησα εκείνη που μου φάνηκε πιο πιθανή. Η ερημιά του δρόμου μ’ έπειθε πως δεν θα βρω πανιότα σήμερα – την άλλη φορά είχε ουρά απ’ έξω.
Όταν άνοιξε η πόρτα, είδα να στέκει μπρος μου μια άγνωστη, μεσόκοπη γυναίκα. Πήγε να μου την κλείσει κατάμουτρα, λέγοντας πως η γυναίκα δεν δέχεται ακόμα – περίεργη φράση, βγαλμένη από μυθιστόρημα· σαν άκουσε όμως πως πάω από τον Μίμη, ζάρωσε τα μάτια κι έκανε πίσω.
— Στέλλαααα! ξεφώνισε, ειδοποιώντας την γυναίκα πως έχει επισκέψεις.
Τη φωνή την γνώρισα: ήταν εκείνη που είχαμε ακούσει στη σκάλα να της φωνάζει "Ήρθαμε!" την άλλη φορά. Αλλά από την μικρούλα ούτε σημάδι τώρα.
Ψηλά στη σκάλα πρόβαλε η Στέλλα με ρόμπα καπιτονέ, σκισμένη σε μια μεριά, που άφηνε να φαίνεται το μπαμπάκι της φόδρας.
— Μπα! φώναξε μόλις με είδε· γιατί με την πρώτη με γνώρισε. Πρέπει να της είχα αφήσει αξέχαστες εντυπώσεις. ΤΙ έγινε, παλικάρι; Σ’ έσφιξαν πάλι τα ζουμιά;
— Για ψώνια ήρθα, βιάστηκα να ξεκαθαρίσω (λες και χρειαζόταν).
— Δεν έχει πανιότα, έκανε ξερά και προστακτικά σαν να μου ’λεγε να ξεκουμπίζομαι. Βράδυ… μετά που τελειώνουν οι βίζιτες… μπορεί να βρεις.
Τα λόγια της συνοδεύτηκαν από ένα γέλιο σαν λόξιγκας.
— Ή αύριο πρωί πρωί. Προτού πλακώσουν οι νοικοκυραίοι.
— Ευχαριστώ, είπα κι έκανα προς την έξοδο.
— Βάστα!
Στάθηκα, γύρισα.
— Σ’ έστειλε αυτός;
— Ο Μίμης. Ναι.
Έφυγε και γύρισε με μια πανιότα τυλιγμένη σε ένα φύλλο της Πρωίας.
— Πες του να πάει στο διάβολο, μούγκρισε και μου ’σπρωξε το πακέτο ίσια μες στο στομάχι μου σαν να ’τανε ακόντιο, σκουπόξυλο, όπλο αγχέμαχο που ’λεγε κι ο Μίμης.
—Έκανα να του πω τις προάλλες κάτι να κάνει… για μας… κι αυτός…
Τραβήχτηκαν τα χείλη της προς τα κάτω σ’ ένα μορφασμό που έκανε το πρόσωπό της μάσκα. Κι αμέσως ένα γέλιο σαν την αστραπή της τσακμακόπετρας.
— Την κοπάνησε στην Αθήνα, ο αλήτης… και τώρα μου ’ρχεται για να ψωνίσει, κατάλαβες; Μόνο για να ψωνίσει. Ξέρει γιατί έρχεται εδώ. Δεν πάει σ’ άλλο μπουρδέλο. Ξέρει… Σου λέει η Στέλλα θα μου δώσει. Κατάλαβες; Έχει δεμένο το γάιδαρό του, αλλά να του δώσει σανό να φάει ούτε ν’ ακούσει… Μου παρασταίνει την οσία Μαρία, πως δεν ξέρει τίποτα. Έλα, τι στέκεις εκεί κάτου σαν το στειλιάρι. Ουστ!
Προτού πω λέξη έσπρωξε την πόρτα και έκλεισε πίσω μου. Άκουσα το μάνταλο και το κλειδί που γύριζε δυο φορές.
Την ώρα που πατούσα στον χωματόδρομο μια ιταλική περιπολία φάνηκε να στρίβει από την γωνία της ξυλαποθήκης. Κάτι με ειδοποιούσε πως έπρεπε να αποφύγω την συνάντηση με κάθε τρόπο. Όπως τα ζώα που μυρίζουν στον αέρα τον κίνδυνο. Είχα ένοχη συνείδηση καθώς η περιπέτεια με τον βερσαλιέρο και το μικρό κορίτσι ήτανε πολύ φρέσκια. Και πολύτιμο φορτίο στη μασχάλη μου, το ψωμί για τον Μπεράτη που έπρεπε να φτάσει εξάπαντος στα χέρια του.
Ένας από τους Ιταλούς κάτι μου φώναξε. Δεν ξεχώρισα λέξεις, αλλά με πρόσταζε να σταθώ. Με είχαν πλησιάσει τώρα γύρω στα πενήντα μέτρα. Δεν είχα κάνει τίποτα παράνομο, απόψε τουλάχιστον. Έβγαινα από ένα σπίτι και κρατούσα ένα ψωμί. Ούτε είχε απαγόρευση κυκλοφορίας. Κι ωστόσο… καθώς η απόσταση που με χώριζε από τους στρατιώτες λιγόστεψε κι άλλο, ο φόβος μου μεγάλωσε.
Ξαφνικά αποφάσισα να τρέξω. Ήταν και οι μνήμες, όλοι οι εφιάλτες μου ήταν γεμάτοι από Ιταλούς. Οι φωνές πίσω δυνάμωσαν, βράχνιασαν. Ένας μεταλλικός ήχος – κάποιος ξεκρεμούσε από τον ώμο το αυτόματο, το σήκωνε, σκόπευε προς το μέρος μου. Πρέπει να φτάσω το ταχύτερο στα Μανιάτικα! σκέφτηκα μόνο. Κι αμέσως, σαν πουλί, κούνησα τα μπράτσα και τίναξα τα πόδια προς τα πίσω. Άκουσα τους στρατιώτες να βλαστημάνε, αλλά αυτή τη φορά στις φωνές ξεχώριζες τον τρόμο για το τελείως απρόσμενο θέαμα κάποιου κακομοίρη, που αντί ν’ αρχίσει να τρέχει για να γλιτώσει τον έλεγχο… πετούσε! Πετούσε ίσια προς τα πάνω, πάνω από τις στέγες, πάνω από τα δέντρα και χανόταν. Δεν πυροβόλησε κανείς: τα τελευταία λόγια που άκουσα ήταν, «Santa Madonna madre!»
Αλέξης Πανσέληνος, Ο κουτσός άγγελος, Αθήνα 2002, σ. 204-210.
Το τάμα της Ανθούλας...
Ας αφήσουμε το Νότη και τους άλλους, κι ας πάμε τώρα σε μιαν ιστορία, που ’γινε δυο χρόνια πιο μπροστά.
Υπήρχε στον Περαία, παλαιότερα, ένας μεγάλος καλντεριμιτζής, ο Τσορονίκος, ή Μποχός, με τ’ όνομα. Είχε σκοτωθεί, εδώ και δέκα χρόνια, σε κάποιο φοβερό καβγά με την αστυνομία. Ο Τσορονίκος είχ’ ένα κορίτσι, από γάμο νόμιμο με μια κοινή γυναίκα, γάμο που τον έκανε στα νιάτα του, τον καιρό που πάλευε ν’ ανοίξει μαγαζί – κάποιο καφενεδάκι στου Τζελέπη – γυρεύοντας να γίνει καλός άνθρωπος, προτού τον πάρει για καλά ο κάτω δρόμος. Τη γυναίκα του την είχε παρατήσει, κι αυτή, κατόπιν έσμιξε με κάποιο μαραγκό. Είχε μαζί της, πάντα, το κορίτσι – ωσότου χάθηκε, κι αυτή, μια μέρα, με τον άντρα της. Είχαν πει πως τράβηξαν για την Κεφαλονιά. Είχε κάνει και μιαν άλλη κόρη, εκείνη, όμως, πέθανε στην κούνια. Το κορίτσι έμεινε πεντάρφανο, στους δρόμους. Δε γύρισε κανείς να το κοιτάξει. Τη μάζεψε κάποια γριά γειτόνισσα με το σκοπό να την κρατήσει ψυχοκόρη αλλά, και κείνη, δεν της φέρθηκε καλά, κ’ η Φρόσω το ’σκασε μια νύχτα της γριάς, και πήγε κ’ έπιασε δουλειά σε κάποιο σπίτι.
Στις αρχές, η Φρόσω ήταν φρόνιμη. Είχε μαύρα μάτια, πολύ όμορφα, κ’ είχε μάθει και καμπόσα γραμματάκια. Σε λίγα χρόνια, όμως, άλλαξαν τα πράματα. Έμπλεξε άσκημα με κάποιον κελευστή, που ήταν τότε στο λιμεναρχείο, κι όταν εκείνος μετατέθηκε αλλού, την παράτησε στα κρύα του λουτρού, όπως συνήθως γίνεται σε τέτοιες περιστάσεις. Και κατρακυλώντας διαρκώς, καθώς ήταν μόνη κι απροστάτευτη, κατέληξε μέσα στα καφέ-κονσέρ. Επειδή ήταν ακόμα πολύ νέα, κ’ ήξερε κάπως και να τραγουδεί, βρέθηκε, μια μέρα, στης Γιακούς, το πιο επίσημο καφέ-κονσέρ της Τρούμπας.
Εκεί τη γνώρισε, μετά πέντ’-έξι μήνες, κάποιο πειραιωτάκι πλουσιόπαιδο. Φαίνεται, την αγάπησε τρελά. Θέλησε να την πάρει από κει. Κόντεψε, μάλιστα, να τη στεφανωθεί, αλλά έπεσαν στη μέση οι δικοί του και φαίνεται να πρόλαβαν τα πράματα. Και στο τέλος, πέρασε κι αυτό. Μια περιπέτεια, κι αυτή, κοντά στις άλλες…
Έπειτα ήρθε η σειρά κάποιου αλλουνού. Κ’ έπειτα πλήθος άλλες ιστορίες. Κ’ έπειτα πάλι, ξαφνικά, βρέθηκε στη Σμύρνη και στην Πόλη. Έκανε το κομμάτι της και κει. Μάζεψε καμπόσα παραδάκια, και σ’ ένα χρόνο, πάλι ξαφνικά, βρέθηκε ξανά στον Πειραιά. Αλλά τώρα πια δεν ήταν η Φρόσω: ήταν «η Στέλλα η καμωματού», αγλάισμα των κέντρων της νυκτός, άστρο των υπογείων παραδείσων!
Άπειροι καβγάδες, στο καφέ-κονσέρ που δούλευε η Στέλλα, είχαν γίνει για τα μαύρα της τα μάτια. Κάποτε, μάλιστα, κάποιος ενδιαφερόμενος της τράβηξε μια σουγιαδιά μες στα νεφρά κ’ έκανε δυο μήνες μες στο Ζάννειο. Οι γιατροί την είχαν απελπίσει – αλλά, θέλεις η καλή της κράση, θέλεις η μεγάλη περιποίηση, που ’τυχε μέσα στο νοσοκομείο, τη γλίτωσαν ανέλπιστα, και τούτη τη φορά, «απ’ του Χάρου τα δόντια», όπως λένε.
Αυτό το πάθημα της έβανε μυαλά. Όταν βγήκε απ’ το νοσοκομείο, κάθησε άλλους πέντε μήνες στην αφάνεια. Δεν ξανάπιασε δουλειά, μες στο καφέ-κονσέρ, παρά με χίλια βάσανα, και χίλιες παρακλήσεις. Σ’ αυτό το μεταξύ, του καθισιού της, είχε πιάσει κάμαρα σε μια γριά μαμή, στη γειτονιά της Ανθούλας και του Νότη. Πολέμησε, λίγον καιρό, να ζήσει κι αυτή τίμια, ξενοδουλεύοντας και πλένοντας ή ράβοντας σε κάποια σπίτια νοικοκυρεμένα. Αλλά τ’ όψιμο εκείνο ξαναγύρισμα στην ήσυχη και τίμια ζωή δεν ήτανε καθόλου μες στο αίμα της και δε μπορούσε να βαστάξει για καιρό. Είχε μάθει στα γλέντια και στα λούσα – κι αυτά δεν ήταν δυνατόν να τα ’χει με τα ψευτοραψίματα και τις ψευτομπουγάδες. Κ’ έπειτα, η φήμη της στην Τρούμπα της στεκόταν ένα σοβαρό εμπόδιο για μια κανονική αποκατάσταση στη νοικοκυρεμένη τη ζωή. Σε κάθε βήμα που δοκίμαζε να κάνει, πρόβαλε αμείλικτο, μπροστά της, το φάσμα του γνωστού της παρελθόντος. Σε κάθε βήμα, διαρκώς, την περικύκλωναν και τη μαγνήτιζαν οι πρώτοι πειρασμοί…
Κάθε μέρα λάβαινε προτάσεις, πότε διευθυντών των καφωδείων, πότε υπόπτων και παράξενων ατόμων, που της γινόσαν φόρτωμα με χίλιες υποσχέσεις, και που ’φταναν ακάλεστοι σωτήρες και προστάτες, και της έταζαν λαγούς με πετραχήλια! Ως κ’ η γριά μαμμή, που της είχε νοικιασμένο το δωμάτιο, δεν την άφηνε, και κείνη, σ’ ησυχία…
— Μια κοπέλα όμορφη, στα νιάτα τα δικά σου, να θαφτεί μονάχη, ζωντανή! Δε βλέπεις τόσες βρώμες σουρλουλούδες, τόσες πατσαβούρες, που δε στέκουνται στο νύχι το δικό σου, να κάνουν βιος και να περνάνε σα βασίλισσες;… Να ’χα εγώ την ομορφιά σου και τα νιάτα σου, και θα ’βλεπες αν θα χαλούσα κόσμο – θα ’βλεπες αν θα ’καιγα καρδιές…
Κ’ η γλωσσίτσα της γριάς έκοβε κ’ έραβε.
Ναπολέων Λαπαθιώτης, Το τάμα της Ανθούλας, επιμ. Γιάννης Παπακώστας, Εκδοτικός Οίκος Α. Α Λιβάνη, Αθήνα 2006, σ. 40-44
Βαμμένα κόκκινα μαλλιά...
Κατηφορίσαμε προς το λιμάνι. Άρχισε να ονειρεύεται πάλι. Θέλει, λέει, να μαζέψει λεφτά, ν’ ανοίξει εκείνο το μπαρ που σκεφτόταν. Καφέδες, ούζα, τσίπουρο και μεζεδάκια από παστουρμά μέχρι λουκάνικα Μυκόνου. Μερακλίδικα πράγματα. Λαϊκό μπαράκι.
—Να’ρχονται φίλοι και γνωστοί να τα λέμε. Και μουσική οριεντάλ, βυζαντινή, σμυρναίικη, να παίρνουν φωτιά τα αίματα.
Είχαμε φτάσει στο λιμάνι πια. Φίλωνος, Σκουζέ, Μπουμπουλίνας. Στάθηκε μπροστά σ’ ένα όμορφο νεοκλασικό δίπατο.
—Εδώ είμαστε, ξάδελφε, και μου έδειξε την ανοιχτή πόρτα· από πάνω ένα ξύλινο μπαλκόνι. Στο βάθος του διαδρόμου θα βρεις μια σκάλα, ξύλινη. Μπροστά θα κάθεται μια γριούλα. Αν σε ρωτήσει, πες της «ο Ρετσίνας μ’ έστειλε» και θ’ ανεβείς. Εγώ φεύγω για λίγο και θα επιστρέψω.
Πήγα να του ζητήσω περισσότερες εξηγήσεις – για το τι θα κάνω εκεί, ποιον θα βρω, αν με ρωτήσουν τι θέλω, τι να τους πω –, αν και, εδώ που τα λέμε, είχα αρχίσει να μπαίνω στο νόημα.
—Μη ρωτάς πολλά, ξάδελφε. Όταν ανέβεις τη σκάλα, θα βρεθείς σε μια μεγάλη σάλα. Εκεί θα δεις και θα καταλάβεις. Βλέποντας και κάνοντας.
Όλα τα θεωρεί δυνατά και εύκολα, λες και δε με ήξερε.
—Λούη, μη λες κουταμάρες. Θ’ ανεβώ μόνο αν έρθεις και συ.
Ξέρω πως του χαλούσα την παράσταση, αλλιώς τα είχε φανταστεί. Τελικά ήρθε. Ανεβήκαμε. Ένας μακρύς διάδρομος με γυμνούς τοίχους, ξεβαμμένους, κι από ψηλά να κρέμεται μια σκέτη λάμπα που μόλις φώτιζε το χώρο. Έβγαζε ένα μαυροκίτρινο φως. Στο βάθος η σκάλα και μπροστά της καθισμένη η γριά. Την κοίταξα, καθώς μας χαιρετούσε. Σκέτη ιστορία το πρόσωπό της. Στα μάτια της διάβαζες την Ιστορία μας. Και στις ρυτίδες και στο κούτελο, παντού. Έτσι και έσκυβες να δεις με μικροσκόπιο, θα’βλεπες εκεί μέσα τη Μικρασιατική Καταστροφή, τον Εμφύλιο, την Κατοχή. Προδοσίες, χαφιέδες, ρουφιάνους, ήρωες. Και θάλασσες και ωκεανούς και Βυζάντιο και Ιωνία, το μαρμαρωμένο βασιλιά, όλους, όλα.
Είδε που την κοίταζα επίμονα και περίεργα και ταράχτηκε. Ποιος ξέρει τι τρόμους και σφαγές ξυπνούσα μέσα της. Φορούσα και μια μαύρη καμπαρντίνα και σκούρα γυαλιά, ηλίου και μυωπίας. Ίδιος χαφιές της Ασφάλειας.
—Την τρόμαξες. Πως ντύθηκες έτσι; Βγάλε την καμπαρντίνα.
Στη μέση της σκάλας, εκεί που έστριβε, υπήρχε ένα πλατύσκαλο και μια τζαμαρία στον τοίχο. Με τόξο και μικρά πολύχρωμα τζαμάκια. Όπως στις εκκλησίες. Από ψηλά άρχισε να μας χτυπά ένα αεράκι ζεστό, αρωματισμένο, βαρύ. Από κάπου, πιο μακριά, ακουγόταν η φωνή του Μάρκου Βαμβακάρη, βραχνή, βασανισμένη. Κοίταξα το Λούη, με κοίταξε.
—Μια μέρα θα πρέπει να τα γράψεις όλ’ αυτά, ξάδερφε. Θα είσαι προδότης, αν δεν τα γράψεις.
Τα έχασα. Πρώτη φορά μου έλεγε μια τέτοια κουβέντα.
—Διάβασα το γράμμα που μου έδωσες να δώσω στην Τασούλα. Το έχω και το φυλάω. Αν χαθώ καμιά φορά, να ξέρεις, θα το έχω δώσει στον Αγησίλαο. Μόλις το διάβασα, είπα δεν το χαλαλίζω για την Τασούλα και το κράτησα.
Μπήκαμε στη μεγάλη αίθουσα. Με την πρώτη ματιά είπα μέσα μου: «Εδώ, μάγκα, παίξε τον άνετο, γιατί θα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι μαζί σου».
Γύρω γύρω, παράθυρα και μπαλκονόπορτες, σε λονδρέζικο στιλ. Όλα τζαμάκια τζαμάκια, και να βλέπεις μέσα απ’ αυτά όλο το λιμάνι, μέχρι τον Προλιμένα. Μπακλαβωτό, κατάφωτο. Στο βάθος κάτι τεράστια φουγάρα. Τα Λιπάσματα και τα Τσιμέντα Ηρακλής. Αριστερά, μακριά, η θάλασσα ένα με τη νύχτα και τον ουρανό. Αν έστηνες αυτί, μπορεί ν’ άκουγες και το κύμα της.
Ήταν η πρώτη φορά που έμπαινα σε πορνείο. Πολλές φορές, παλιότερα, είχε προσπαθήσει να με φέρει σε πορνεία της Φίλωνος. Φτάναμε μέχρι την πόρτα, αλλά στο τέλος το’κοβα λάσπη. Ένιωθα ένα δέος μπροστά στις πόρνες. Όχι φόβο, δέος. Καθώς περνούσαμε στο δρόμο και τις έβλεπα όρθιες, ακουμπισμένες στις πόρτες με κάτι πολύ κοντές φουστίτσες, ή πάνω στα ξύλινα μπαλκόνια με τις μισάνοιχτες ρόμπες τους, τα βυζιά έξω και να σκύβουν, μήπως και δελεάσουν τους περαστικούς, μ’ έπιανε ένα τέτοιο σφίξιμο, άλλο πράγμα. Ανάκατα, τρακ, σοκ, δειλία, περιέργεια. Από τη μια να τις ορέγομαι σαν τρελός κι από την άλλη να μην τις χωρά η φαντασία μου.
Κώστας Μουρσελάς, Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά, Κέδρος, Αθήνα 1989, σ. 133-136
Βαμμένα κόκκινα μαλλιά...
Η ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙ
«…Να το ξέρεις, ο άνθρωπος τα μετράει όλα. Υπολογιστής μέχρις εκεί που δεν παίρνει. Δεν είναι το οικονομικό που εννοώ. Εντάξει, μέσα σ’ όλα μπαίνει κι αυτό. Σαν να έχεις τοποθετήσει μέσα σου μια αόρατη μεζούρα, της χάραξες από μόνος σου και ένα εκατομμύριο υποδιαιρέσεις, σύμφωνα με τα δικά σου μέτρα βέβαια, του χαρακτήρα σου πες, και από κει και πέρα δεν κάνεις βήμα χωρίς αυτήν. Μετράς, υπολογίζεις και ενεργείς. Κατακερματίζεις πρόσωπα και πράγματα, τα οδηγείς με πολλή άνεση, ακόμα και στο εκτελεστικό, τα εκτελείς και είδηση δεν παίρνουν για το ποιος ήταν ο δήμιος. Ανεύθυνος άρχων ο κύριος. Ποτέ δε θα μάθει το εκάστοτε θύμα σου γιατί του συμπεριφέρθηκες έτσι ή αλλιώς, ποτέ δε θα μάθει, παραδείγματος χάρη, η δεσποινίς τάδε, γιατί, ενώ της υποσχέθηκες πως θα της τηλεφωνήσεις, δεν της τηλεφώνησες, ποτέ δε θα μάθει γιατί την παντρεύτηκες ενώ δεν την αγαπούσες, ή γιατί δεν την παντρεύτηκες ενώ την αγαπούσες. Πού να ξέρουν όλοι αυτοί τι ποταπές διεργασίες έγιναν μέσα σου, μέχρι να τους αποκεφαλίσεις. Όλα, κε πρώτης όψεως, μοιάζουν γαλήνια, ανθρώπινα, πολιτισμένα, αλλά στο μεταξύ το μαχαίρι έχει φτάσει στο κόκαλο. Με μαθηματική ακρίβεια – ακρίβεια μικροσκοπίου – αναλύουμε, ζυγίζουμε και ανάλογα ενεργούμε. Στη διάρκεια δευτερολέπτου του δευτερολέπτου, έχεις εκδώσει άπειρες αποφάσεις, με χιλιάδες παραλλαγές, αποχρώσεις, πότε υπέρ, πότε κατά, για το ίδιο πρόσωπο, για το ίδιο πράγμα. Από λάθη βέβαια άλλο τίποτα. Ελαττωματικές αποφάσεις, αποκρουστικές, γελοίες, απάνθρωπες, ή και το αντίθετο – όλο και πιο σπάνια αυτό –, και πάντα βέβαια, σύμφωνα με τους δικούς σου υπολογισμούς. Καμιά φορά, προσπαθούμε να φρενάρουμε τη σκέψη μας. Βλέπουμε πόσο μακάβρια ήταν, πόσο βρώμικη και χυδαία – «Δεν πεθαίνει» λέμε «κι αυτός, να μας μείνει το σπίτι;» - το ξανασκεφτόμαστε όμως – «Ναι, αλλά αν πεθάνει, χάνουμε τη σύνταξή του» - και αμέσως εκδίδουμε άλλη απόφαση, «ας ζήσει» λέμε. Ύστερα τρομάζουμε με τη σκέψη που κάναμε, αλλά πάει, την κάναμε, πήρε σάρκα και οστά, δεν παίρνεται πίσω. Μας σώζει βέβαια, μας ανακουφίζει κάπως, που δε βγήκε στο φως, που έμεινε στο προσωπικό μας αρχείο, στις μυστικές κρύπτες μας, στα απαραβίαστα. Σ’ το ξαναείπα: Έχουμε σκοτώσει, μια για πάντα, το αυθόρμητο, το αυθεντικό. Καμιά ειλικρίνεια. Η προμελέτη τα εξευτέλισε όλα. Δε γίνεται αλλιώς, εντάξει, το ξέρω. Το πολυθρύλητο ένστικτο της αυτοσυντήρησης σε αναγκάζει να λάβεις τα μέτρα σου. Όμως, την Παναγία μου, εμείς το νοθεύσαμε, το διαστρεβλώσαμε, το παγιδεύσαμε.»
Αυτά όλα τα σκεφτόμουν μέσα στη βροχή, καθώς κατηφόριζα να βρω ταξί, να τραβήξω προς Μάρθα, στη διασταύρωση Λυκαβηττού και Σκουφά.
Όπως βλέπεις, τις αυτοκριτικές μας, όταν γίνονται εν κλειστώ κύκλω, τις κάνουμε πολύ άνετα και ξέρω πως ο Αγησίλαος, αν ζούσε τώρα, θα μου’λεγε: «Κάθαρμα Μανολόπουλε, άσε τις μωροφιλοσοφίες και τελείωνε τη σκηνή. Την άφησες που την άφησες για το τέλος, να βρεις την κατάλληλη στιγμή να μας τη φέρεις, αλλά μας έπρηξες, τελείωνε. Όλο την ήθελες τη Μάρθα, όλο σε ήθελε η Μάρθα και όλο στο παρά πέντε χάλαγε, δε γινόταν τίποτα. Τα ξέρουμε αυτά τα πούστικα. Βάζουμε εμπόδια στα εμπόδια, για να αποκτά ενδιαφέρον η ιστορία μας, αλλά μην το παρατραβάς, γιατί εδώ, μαλάκα μου, δεν πρόκειται μόνο για το παραμύθι, πρόκειται για τη ζωή σου. Και μην πιστέψεις πως υπάρχουν απαραβίαστες κρύπτες. Όλα κάποτε βγαίνουν στην επιφάνεια, σαν τα πτώματα, που τα ξερνά η θάλασσα. Άσε λοιπόν. Και η Μάρθα σε ξέρει καλά, όσο κι αν της κρύβεσαι. Σου το’λεγε ο Λούης. Δε σ’το’λεγε; Μία μέρα των ημερών εκεί θα κατέληγε η ιστορία, στο κρεβάτι της Μάρθας θα κατέληγε. Τι το καθυστερείς λοιπόν; Σου ήρθαν και πολύ βολικά τα πράγματα, πολύ ρομαντικά. Στο ξενοδοχείο που την πρωτοπήγα εγώ, εκεί που έδωσα τέλος στο σαρκίο μου, εκεί θα συμβεί και το αναπόφευκτο. Ν’ ακούς τι σου λέει ο Λούης, Μανολόπουλε. Ο Λούης είναι ήρωας από κόμικς, από κει βγήκε. Όλα τα προέβλεψε. Κι εγώ, όχι πως δε μετάνιωσα. Μετάνιωσα, κόπανε. Πήγα, βλέπεις, να το παίξω μελό κι εγώ, τάχα θα τη συγκινούσα αν πέθαινα, τάχα θα… Δεν υπολόγισα σωστά όμως. Είχα ξεχάσει πόσο μάταιη θα ήταν η συγκίνηση, αφού στο μεταξύ θα είχα αποδημήσει. Είδες οι υπολογισμοί, που λες; Την πάτησα. Δεν τα μέτρησα σωστά. Είδες όμως και τι έκανε ο θάνατός μου; Έπιασε τόπο. Την είδες τη Μάρθα μας; Είδες κατάντια; Τους δρόμους πήρε. Ανακάλυψε τώρα και τον Αγησίλαο, ανακάλυψε και τα κόμικς. Αλλά δεν το άντεξε. Μόνο για το μελό μετανιώνω. Στο ίδιο ξενοδοχείο, στο ίδιο δωμάτιο. Τι το’θελα; Έπιασε όμως. Θα δεις που εκεί θα’χει πάει, εκεί θα τη βρεις και συ, στο ίδιο. Το θυμάσαι το δωμάτιο; Το δώδεκα. Δίπλα από την κοινόχρηστη τουαλέτα. Εσύ τότε ανέβηκες πρώτος και το είδες. "Δεν έχει λουτρό, αλλά έχει θέα" μας είπες "βλέπει θάλασσα." Προχώρει λοιπόν. Μια φορά τουλάχιστον μην ψάχνεις για άλλοθι, μην το προετοιμάζεις, μην το σκοτώνεις. Άσε τα υποδεκάμετρα και τους υπολογισμούς και τράβα για το πεπρωμένο σου. Κόπανε! Σου άνοιξα το δρόμο. Τι κάθεσαι; Θ’ απολαύσεις αυτό που μια ζωή το ορεγόσουν. Άσχημα είναι;»
Κοίταξε που έφτασα. Να μιλώ με τον Αγησίλαο. Περιμένοντας ταξί, μέσα στη βροχή, να’χω γίνει μουσκίδι, και να μιλώ με τον Αγησίλαο, έναν πεθαμένο. Άκου να δεις. Και κανονικός διάλογος. Σχεδόν φωναχτά μου έβγαιναν τα λόγια του.
Στο μεταξύ, κανένας ταξιτζής δε σταματούσε. Και η βροχή να πέφτει με το τουλούμι. Θυμήθηκα, τότε που πλημμύρισε το υπόγειο του Ρετσίνα και αδειάζαμε με τους κουβάδες το νερό.
Δεν έβλεπα κιόλας. Καθάριζα κάθε τόσο τα γυαλιά μου και πάλι θάμπωναν.
Περνούσαν τα ταξί, αλλά δεν μπορούσα να ξεχωρίσω αν είχαν ή δεν είχαν μέσα πελάτη. Ένα, που σταμάτησε, αρνήθηκε να με πάρει.
—Όχι, καλέ μου άνθρωπε. Με τέτοια βροχή στον Πειραιά;
Έτσι έλεγε κι ο Λούης τον Ανάργυρο της Αλέκας, «καλέ μου άνθρωπε». Τι κάθομαι τώρα και θυμάμαι. Ταξί περιμένω και το μυαλό μου κάνει άλματα. Δεν πρέπει να είμαι καλά. Να, τώρα σκέφτομαι τη Χαρούλα, το παιδί, τον Κωνσταντίνο.
—Ταξί! Ταξί!
Τον παλιάνθρωπο! Αν και ήταν άδειο, δε σταμάτησε, έφυγε.
Πόσο χρονών, αλήθεια, θα’ναι τώρα ο Κωνσταντίνο, ο γιος της, ο γιος μας; Θυμήθηκα τότε στις μεγάλες μοναξιές μου, που πήγα και τη βρήκα, όταν και η Μάρθα είχε κάνει φτερά, τότε που τη σκέφτηκα σαν μια κάποια προσωρινή λύση. Αηδία ένιωσε όταν με είδε. Εκεί να δεις υπολογισμούς. Μέχρι να φτάσω στο μπαρ της «Ντόροθι», μετρούσα και ξαναμετρούσα τους κινδύνους, το μπλέξιμο. Από τη μια να με θέλγει το κορμάκι της, να το ονειρεύομαι, κι από την άλλη να σκέφτομαι τι αντάλλαγμα θα έδινα και πως θα γινόταν λιγότερο οδυνηρό. «Α, τσιφούτη μαλάκα, μέτρα, μέτρα να δούμε τα κέρδη σου!» Λίγο πριν από το μπαρ μου’ρθε να το βάλω στα πόδια. Να μπω, να μην μπω; Και αν και μήπως και πώς;… Υπολογισμοί επί υπολογισμών, καταμετρητής της ξευτίλας. Καλά μου την έφερε. Ούτε να με χέσει.
Αποκλείεται να βρω ταξί. Κανείς δε σταματούσε.
—Αγοράκι, για Βουλιαγμένη πάω. Είσαι;
—Όχι. Για Πειραιά.
—Όχι, αγόρι μου, για Πειραιά να πάει άλλος.
Μούσκεμα έγινα. Κάθε φορά που πεταγόμουν έξω από την τέντα του περίπτερου, γινόμουν παπί… Και ξαφνικά στην απελπισία μου ακούω τ’ όνομά μου. «Έλα, Μανολόπουλε.» Ένα σταματημένο γιώτα χι. Γνωστή η φωνή. Έτρεξα. «Έλα, μπες. Τσιφ Πειραιά θα σε πάω. Εκεί πάω. Πήδα μέσα. Οτέλ "Μυκήνες"! Εκεί δεν πας; Δωμάτιο δώδεκα.»
Ποιος αλήτης ξέρει πού πάω; Αν είναι δυνατόν, αυτή τη στιγμή, να υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο που να ξέρει πού πάω. Τρομοκρατήθηκα. Με το που σκύβω απ’ το ανοιχτό παράθυρο, συγκοπή πήγα να πάθω. Ποιον είδα; Κούνησα και το κεφάλι μου, να συνέλθω. Παραλίγο να πέσουν και τα γυαλιά μου. Στον αέρα τα’πιασα. Τον Αγησίλαο. Τον ίδιο. Μάλιστα. Χαμογελαστό, κατακόκκινο.
Τους πεθαμένους, συνηθίζεται, όταν τους συναντάμε, να τους βλέπουμε κάτωχρους και με γυάλινα ακίνητα μάτια. Τρελάθηκα. Σου λέω, ήταν ο Αγησίλαος ο ίδιος.
Τώρα θα μου πεις – στην κατάσταση που βρισκόμουν κιόλας - "φαντασία σου, κάποιος που του έμοιαζε, όνειρο…" Μπορεί, και έτσι θα είναι, αλλά εγώ, ορκίζομαι, εκείνη τη στιγμή είδα τον Αγησίλαο.
Χαλούσε και ο κόσμος από κόρνες. Νοσοκομειακά, φορτηγά, ταξί…
Καθώς τον κοιτούσα, αποσβολωμένος, χαμένος, έντρομος, φώναξε ένα «έλα, τι κάνεις, θα μπεις; Εγώ είμαι, χάζεψες;»
Εγώ συνέχισα να τον κοιτάζω. «Α, μα εσύ δεν τρώγεσαι» είπε, έβαλε μπρος τη μηχανή κι έφυγε, αστραπή.
Μετά από λίγη ώρα, όταν συνήλθα κάπως, σκέφτηκα μήπως ήταν κανένας φίλος και νόμισα ότι άκουσα τα περί Πειραιά, ενώ αυτός ίσως έλεγε κάποια άλλη λέξη, παραπλήσια. Μπορεί.
Πάντως πέρασε πολλή ώρα μέχρι να συνέλθω… «Όχι, δεν πρέπει να είμαι καλά. Τι έχω πάθει; Τι διαλείψεις είν’ αυτές; Το κεφάλι μου θα φάω στο τέλος. Χίλιες φορές μικροαστός, την Παναγία μου. Αν δεν είσαι προετοιμασμένος για το άλμα, καλύτερα πίσω, στις παντόφλες σου, στη δουλίτσα σου, στην Ιουλία σου… Τι τα θες, μαλάκα, τα πέρα από τα όρια; Τα πέρα απ’ τον ορίζοντα; Θα χάσεις στο τέλος τ’ αυγά και τα καλάθια, θα τρελαθείς. Δεν το βλέπεις; Δεν είσαι ο έτοιμος από καιρό. Δεν έχεις τα κότσια. Κάτσε στ’ αυγά σου λοιπόν, γύρνα πίσω, ηλίθιε. Πού το πας;»
Θυμήθηκα το ειρωνικό χαμόγελο της Μάρθας. Καλά μου το λέει η Ιουλία:
—Όσο πας, χειροτερεύεις. Δεν είσαι κοινωνικός, μισείς όσους προοδεύουν και εσύ είσαι ο χειρότερος.
«Είμαι ο χειρότερος. Ψέματα; Δηλαδή, γιατί, είναι χειρότερος από μένα ο Λάζαρης;»
Πανικοβλήθηκα. Προσπάθησα να διώξω τις τόσο μίζερες σκέψεις, αλλά αυτές έπεφταν βροχή μέσα μου, ποταμός.
«Κάνεις νερά. Μέχρι που θα πάει; Μπάζεις από παντού, ηλίθιε. Η άλλη σου φεύγει. Έτοιμος είν’ ο Λάζαρης να την κουτουπώσει. Πολύφερνη. χρήμα με ουρά από σήμερα.»
Έφτασα να κάνω και φτηνές συγκρίσεις για να επιλέξω μια από τις δύο. Τη Μάρθα ή την Ιουλία;
Άρχισα να συγκρίνω τα πόδια της Ιουλίας με της Μάρθας… Η Ιουλία είχε τέλεια μπούτια. Τώρα το συνειδητοποιώ. Αυτά με κρατούσαν. Είχε παχύνει κάπως και είχε πάψει να είναι η άχαρη στέκα που ξέραμε. Η Μάρθα ήταν μίσχος, εύθραυστη, κρυστάλλινη. Η Ιουλία είχε μεταβληθεί σε κανονική πουτάνα. Η αλλαγή της είχε αρχίσει να με τρομάζει.
Το ταξί που σταμάτησε μπροστά μού έκοψε όλες τις σκέψεις. Επανήλθα.
Αλλά κι αυτό, ο ταξιτζής δηλαδή, μ’ έβαλε σε μια άλλη περιπέτεια. Με το που μπήκα μέσα έπαθα την πλάκα της ζωής μου. Άκου να δεις συμπτώσεις, να τρελαθείς.
Μέχρι να φτάσουμε στον Πειραιά, μου διηγήθηκε την ιστορία της ζωής του.
—Έτσι κύριε!
Να οδηγεί σαν τρελός και να μου λέει.
—Όπως σας τα λέω, κύριε.
Μου έλεγε για μια Θάλεια που παντρεύτηκε, ενώ αγαπούσε μια Αλεξάνδρα. Μου γάνωνε το κεφάλι. Η Θάλεια και η Θάλεια. Ρε, μπλέξιμο. Εγώ να θέλω να συγκεντρώσω το μυαλό μου στα δικά μου κι αυτός εκεί, να λέει.
[…]
Φυσικά το ταξί τράκαρε. Σμπαράλια έγινε. Δε χτυπήσαμε όμως.
—Πηγαίνετε, κύριε, μου είπε μόνο, πηγαίνετε.
Ψέλλιζε. Ούτε λεφτά ήθελε. Μονολογούσε συνέχεια και έκλαιγε.
—Πηγαίνετε, κύριε, πηγαίνετε, μου ξαναείπε.
Κάθισε στα συντρίμμια του αμαξιού του και έκλαιγε. Αδύνατον να πάρει χρήματα. Στη Νοταρά, μπροστά στη Μόμπιλ, καθώς έβγαινε μια Ρόβερ, εκεί τράκαρε. Οι «Μυκήνες», το ξενοδοχείο, ήταν πολύ κοντά, Μπουμπουλίνας. Θα πήγαινα με τα πόδια.
***
Κώστας Μουρσελάς, Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά, Κέδρος, Αθήνα 1989, σ. 439-448.
Βαμμένα κόκκινα μαλλιά...
ΕΤΣΙ… ΕΤΣΙ… ΕΤΣΙ…
Δεν ήμουν σε θέση να περπατήσω. Το τρακάρισμα και οι ιστορίες του ταξιτζή με είχαν εξουθενώσει.
Δεν έβρεχε πια. Υγρασία, λάσπη και παγωνιά. Η υπάλληλος του γκαράζ της Μόμπιλ δοκίμασε να με περιποιηθεί.
—Είστε κατακίτρινος. Θέλετε να καθίσετε;
—Όχι, όχι.
—Χτυπήσατε;
—Όχι.
Και προχώρησα στη Νοταρά προς Μπουμπουλίνας.
Την ξανασυνάντησα, όταν μετά από πολύ καιρό πέρασα από τα ίδια μέρη, να ξαναθυμηθώ τους χώρους, να τους περιγράψω στα γραπτά μου.
Με θυμήθηκε.
—Εσείς δεν;…
Με κέρασε καφέ και σουσαμένια κουλουράκια. Όλγα την έλεγαν.
Πρόσωπα! Πρόσωπα τρυφερά, ζεστά, γλυκύτατα! Τα συναντάς για λίγα λεπτά, δευτερόλεπτα, και ύστερα φεύγουν, δεν τα ξαναβλέπεις. Δε χάνονται όμως. Ταξιδεύουν μέσα σου!… Και να σκεφτείς πως θα μπορούσαν να ήταν κι αυτά ένα κομμάτι της ζωής σου, άλλη μια ιστορία της.
Ο Λούης το’λεγε πάντα: «Ιστορίες, δράση, ξάδελφε. Να’χεις να θυμάσαι, να’χεις να διηγείσαι στα παιδιά σου, στους φίλους σου». «Όταν όμως τελειώνουν οι ιστορίες, μελαγχολείς, ρε Λούη, αδειάζεις. Όσο φορτίζεις τη μνήμη, τόσο αδειάζεις. Νομίζω.» «Μπορεί, αλλ’ αυτό είναι ένα άλλου είδους κενό. Δεν ξέρω. Όπως η σιωπή. Και η σιωπή ποτέ δεν είναι καθαρή σιωπή. Είναι;»
Είχε δίκιο. Ποτέ η σιωπή δεν είναι καθαρή σιωπή.
Από Νοταρά βγήκα Μεραρχίας. Με το ζόρι όμως. Δε με κρατούσαν τα πόδια μου. Έτρεμαν ακόμα.
Κάθισα στα μαρμάρινα σκαλοπάτια κάποιου κτιρίου, πάνω σε λάσπες και πατήματα, να συνέλθω. «Καλά πάμε» σκέφτόμουν, «να με δει τώρα και κανένας γνωστός, σ’ αυτά τα χάλια, θέαμα θα γίνω.»
Η σκέψη ότι μπορεί να με δει και το κάθαρμα ο Λάζαρης, με τάραξε. «Αυτό πια θα είναι το αποκορύφωμα της γελοιοποίησης.»
Θυμήθηκα πως κάπου εδώ κοντά δουλεύει ο Αντωνιάδης.
Σήκωσα το γιακά του μπουφάν, να κρύβομαι, να μη με γνωρίζουν. Η υγρασία από το μάρμαρο είχε διαπεράσει παντελόνι, εσώρουχα, δέρμα. Κρύωνα. Τότε είδα πως καθόμουν στα σκαλοπάτια ενός κινηματογράφου. Αφηρημένος κοίταξα τις φωτογραφίες. Όλο γυναικεία γυμνά. Πορνοστάρ σε παρέλαση.
Άρχισα πάλι να μυρίζω το άρωμα της Μάρθας.
Σηκώθηκα. Αν έστριβα αριστερά στην Ακτή Μιαούλη, θα έφτανα στις «Μυκήνες». Προτίμησα να πάω από τη Σπυρίδωνος, το Γιαχνί σοκάκι, όπως λεγόταν παλιά, να δω, υπήρχαν ακόμα εκείνα τα ιμιτασιόν διώροφα νεοκλασικά, με τις πόρνες να λιάζονται στα μπαλκόνια τους; Κάπου εκεί γύρω θα ήταν και το δίπατο, με την ξύλινη σκάλα, τα πολύχρωμα τζαμάκια, μ’ εκείνη τη γριά στην είσοδο, το δώρο του Λούη τότε στη γιορτή μου, να με πάει στην Τασούλα. Τη θυμάμαι, που έτριβε τα χέρια της να τα ζεστάνει, πάνω απ’ τη σόμπα, και που, σηκώνοντας τα μάτια της, με είδε.
Και ξαφνικά σκέφτηκα πως δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι η Μάρθα θα’χει πάει στις «Μυκήνες». Γιατί να’χει πάει οπωσδήποτε στις «Μυκήνες»; Μπορεί τώρα να ταξιδεύει για Αυστραλία, σε μια θεία της. Κάπου κάπου την ανέφερε. Ήθελε να φύγει μακριά, πολύ μακριά.
—Να φύγω, Μανολόπουλε, να φύγω.
Και το πιο μακρινό μέρος ήταν η Αυστραλία. Αυτή έμοιαζε σαν η χώρα που δεν τη φτάνει ούτε το όνειρο.
—Εκεί που δε φτάνει ούτε το όνειρο, εκεί θέλω να πάω.
Να μην το έχω ονειρευτεί αυτό το μέρος. Εκεί αλλάζεις και δέρμα και κύτταρα και σκέψη. Στην Αυστραλία θέλω να πάω. Έχω μια θεία. Αν με δεχτεί.
Ήταν η πρώτη φορά που έκανα μια σοβαρή συζήτηση με τη Μάρθα. Την είχα ξεχάσει αυτή την κουβέντα μας. Πως είναι δυνατό να την είχα ξεχάσει; Την είχα βρει μόνη στη βεράντα της, όταν μια φορά πήγα να την ψαρέψω, τι άλλο έλεγε η επιστολή του Αγησίλαου. Δε μου είπε. Μ’ έτρωγε η σκέψη αν έγραφε κάτι για Ιουλία και Λάζαρη. Δε μου είπε. Πώς μου μπήκε αυτή η ιδέα; Δεν ξέρω. Ούτε γιατί με κυνηγά ξέρω. Λες και από την απάντηση θα βγάλω το νόημα της ζωής μου.
—Μην το ψάχνεις, Μανολόπουλε.
Είχε καταλάβει τι ψάχνω.
—Και συ όμως, Μάρθα, μετά το θάνατο του Αγησίλαου, άλλαξες. Σαν να ψάχνεις. Τι ψάχνεις;
Με κοίταξε με κείνα τα λαμπερά διεισδυτικά μάτια της. Συνέχισα:
—Γιατί πίνεις, γιατί απουσιάζεις;
Τα μάτια της δεν ήταν σαν της Φατμέ. Θυμάσαι τη Φατμέ; Ούτε κρυστάλλινα, ούτε αθώα, ούτε διαυγή. Πονηρά. Με την καλή έννοια. Κρατούσαν πάντα και λίγο αίνιγμα, μια σκέψη που ποτέ δε θα σου την αποκάλυπταν. Το’βλέπες.
Πάντα, η Μάρθα, κρατούσε για προσωπική της χρήση ένα μικρό κομμάτι από τον κόσμο της. Ποτέ δε θα σου άνοιγε όλες τις πύλες να μπεις μέσα.
—Μανολόπουλε, δε μετάνιωσα που έφυγα από τον Αγησίλαο, αν αυτό εννοείς. Όχι. Ούτε που παντρεύτηκα το Λιακόπουλο. Λάθη που τα ανακαλύπτεις εκ των υστέρων, στο κάτω κάτω δεν είναι λάθη. Τώρα τι γίνεται. Δε θέλω να καταλήξω στο τρελοκομείο, δε σας την κάνω αυτή τη χάρη, αλλά αν δεν αντιδράσω στα πράγματα…
—Πριν απ’ όλα να σταματήσεις να πίνεις. Χρειάζεσαι καθαρό μυαλό, για να πάρεις αποφάσεις.
Εκεί μου είπε εκείνο το αναπάντεχο:
—Και συ; Τι κάνεις εσύ;
Ήδη είχα μπει στο Γιαχνί σοκάκι. «Αυστραλία λοιπόν; Λες να’χει φύγει κι εγώ ψάχνω;» Γι’αυτό στο τηλέφωνο άκουγα κάτι σαν θόρυβο από μηχανή αεροπλάνου; Αεροδρόμιο ήταν; Αλλά πάλι ακουγόταν και κάτι σαν σφύριγμα πλοίου. Όχι, όχι. Λιμάνι ήταν.
Και ξαφνικά διαπιστώνω ότι εδώ και ώρα βρίσκομαι στους ίδιους δρόμους που κάποτε περπατούσα με το Λούη.
Προσπάθησα, σιγά σιγά, να ζωντανέψουν μέσα μου οι μέρες εκείνες, οι μνήμες, τότε που με πίεζε ν’ ανέβω μαζί του στα πορνεία. Άδικος κόπος! Ούτε ήταν πια ο χώρος μαγικός όπως τότε. Τα πιο πολλά νεοκλασικά είχαν κατεδαφιστεί για να αντικατασταθούν από κάτι άχαρες πολυκατοικίες. Μόνο το μέγαρο του Γιαννουλάτου υψωνόταν θριαμβευτικό, μεγαλόπρεπο, μοναδικό μέσα σ’ όλη εκείνη τη φτήνια, τη μίζερη εικόνα που ανέδιναν τα καινούρια κτίρια. Μίζερα, κακάσχημα, βρώμικα. Κάπου κάπου έβλεπες και κάτι ερειπωμένα εγκαταλειμμένα απομεινάρια των παλιών ένδοξων κτιρίων, που μου θύμιζαν δικές μου παλιές ένδοξες ημέρες.
Το ξενοδοχείο «Σικάγο» ορθωνόταν μπροστά μου σαν ξεφτισμένο φάντασμα. Σ’ αυτό πρωτοζητήσαμε δωμάτιο για τη Μάρθα. «Πλήρες» μας είχε πει ο ξενοδόχος.
Σήμερα είναι κλειστό, σκοτεινό και άραχνο. Σκουπιδότοπος ο διάδρομος και η πόρτα του κλειστή, με αλυσίδες και λουκέτα. Σκουριά, βρώμα και θλίψη.
[…]
*****
Κώστας Μουρσελάς, Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά, Κέδρος, Αθήνα 1989, σ. 449-453.
Το 10...
Η συμμορία θεάθηκε, μετά τα μεσάνυχτα, στην οδό Φίλωνος και στην οδό Νοταρά, κοντά στο Κεντρικό Λιμάνι, όπου λάβαινε χώρα το μεγάλο και φανερό εμπόριο της λευκής σάρκας. Με νοσηρή περιέργεια στριμώγνονταν στις πόρτες των καμπαρέ και περιεργάζονταν το εσωτερικό όπου, λόγω της ζέστας, ελάχιστοι πελάτες – αλλοδαποί ναυτικοί ως επί το πλείστον – μπεκρολογούσαν παρέα με αποκτηνωμένες τσούλες, που πίεζαν τον εαυτό τους να παίζουν το θέατρο της ευθυμίας και της προκλητικότητας, ίσως τους καταφέρουν για βίζιτα, να κερδίσουν τον επιούσιο. Παρακάτω περιεργάστηκαν τις «μαμάδες» με τις ανέκφραστες μορφές, που κάθονταν στις πόρτες των μπορντέλων σκυφτές με τους αγκώνες αποθεμένους στ’ ανοικτά σκέλια τους, κοιτώνας μπροστά και μη βλέποντας τίποτα, με τη σκέψη δοσμένη στο τίποτα, περιμένοντας να κυλήσει η νύχτα μες στη συνηθισμένη ρουτίνα της δουλειάς, να φτάσει κάποτε η αυγή, να παν να κοιμηθούν οι ξενταβραντισμένοι, να παν κι αυτές να κοιμηθούν. Κοντοστάθηκαν και θαύμασαν τους «διερμηνείς» - ρουφιάνους και πούστηδες συγχρόνως – με τα πολύχρωμα πουκάμισα, τα μαύρα στενά παντελόνια, τα μυτερά δίχρωμα παπούτσια, τα κυματιστά μπεφλαντιναρισμένα μαλλιά που έπεφταν σε καλοξυρισμένους σβέρκους, και τις ξεπλυμένες φάτσες όπου έπαιζαν μάτια αεικίνητα, ασταθή, άτιμα, μπαμπέσικα. Οι έφηβοι ζηλοφθόνησαν την καλή τους τύχη και δεν απέκρυψαν τη φιλοδοξία τους ν’ ακολουθήσουν το παράδειγμά τους και να διαπρέψουν σ’ ένα επάγγελμα τόσο ενδιαφέρον, τόσο καρποφόρο, και που προσδίνει μεγάλη αίγλη σ’ όσους το εξασκούν. Το ότι για να πετύχουν θα ’πρεπε να γίνονταν και «τοιούτοι» δεν προκαλούσε τις αντιδράσεις τους, από μικροί μεγαλωμένοι μέσα σε ατμόσφαιρα κατανυκτικού πανσεξουαλισμού. Αν δεν είχαν γίνει ίσαμε τώρα, ήταν επειδή δεν έτυχε η ευκαιρία της εκατόδραχμης αμοιβής, που δύσκολο να την αρνηθείς, επειδή η κοινή γνώμη κατακρίνει την υπόθεση κι άλλες διάφορες τρίχες. Δεν τους άρεσε, βέβαια, το πράμα· ειδαλλιώς θα το ’χαν κάνει για γούστο. Μα το παραδάκι δεν βγαίνει πάντοτε ευχάριστα. Κι ύστερα που ξέρεις; Όταν το δοκίμαζαν εξ ανάγκης, πιθανόν να τους άρεσε.
Εκεί, κοντά στην Τερψιθέα, έξω από ’να διανυκτερεύον ουζάδικο, κάθονταν ο Γιώργος Λέφας με τον Αντρέα Φούφα, παρέα με καναδυό ύποπτους νεαρούς κι άλλες τόσες τσούλες. Ο Γιώργος κοκορευόταν όλος αυταρέσκεια και ασικλίκι, ομορφάντρας ακαταμάχητος, παιδί σκληρό και άξιο να κουμαντάρει τους ανθρώπους του – σερνικούς, θηλυκούς και αρσενικοθήλυκους.
— Πάμε! ξαναπρόσταξε η Γιαννούλα.
Από το δρομάκο που περνάει πίσω απ’ τον Άγιο Νικόλαο βγήκαν στην Ακτή Αλκίμων – μια ευρύχωρη πλατειούλα, γεμάτη κίνηση τη μέρα, έρημη και κατάνεκρη τη νύχτα. Στην ανατολική πλευρά της, απέναντι απ’ τη θάλασσα, εκτείνονται κάτι παλιές αποθήκες ερειπωμένες. Καθώς περνούσαν μπροστά είδαν να βγαίνουν από μια μισάνοιχτη σαραβαλιασμένη πόρτα ένα ζευγάρι.
***
Μ.Καραγάτσης, Το 10, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2008, σ. 565-566, 577
Η Αφρόδω του λιμανιού...
Η Αφρόδω, θα μπορούσε να πάρει όρκο πως δεν είχε ταξιδέψει ποτές. Πως η ζωή της είχε ξοδευτεί σ’ αυτό το κομμάτι της στεριάς με το μεγάλο πόρτο τις άμετρες φάμπρικες και την πολύμορφη βουή του μόχθου που γέμιζε τα μουράγια και τους δρόμους , και ανέβαινε ίσα στο ουρανί. Ήταν ετούτη η βουή σα συθέμελος ρόγχος, σα δαιμονική αντάρα που βάσταγε απ’ την ώρα που χάραζε, που ξετίναζε την νάρκη της η πολιτεία ίσαμε το τες, που έφτανε η ήμερη νύχτα και μαλάκωνε τη ψυχή της.
Ωστόσο, ήξερε από θάλασσες και θάλασσες. Μπορούσε να μιλήσει για τους τρελοθυμούς του καναλιού, που τη μια στιγμή αφρίζει κάνοντας τον καμπόσο και την άλλη γίνεται ένα ξανθογάλανο χαμόγελο, να πει για το κύμα του ωκεανού, που γλιστράει βουβό κι έχει μέσα του ολάκερο τον Ιούδα –λες καθώς έρχεται αργά, πως τώρα, να, θα σκύψει πάνω σου να σε φιλήσει, κι αυτό ζυγώνοντας ρίχνει δολερά το βάρος του να σπάσει τα πλευρά σου-κι ακόμα, να ιστορήσει τα γκρίζα βορεινά πέλαγα και τους πύρινους χυμούς του Νότου.
Τις είχε σπουδάξει απ’ την καλή, χρόνια και χρόνια πια στο «Ιντερνασιονάλ». Στο μαγαζί του Γιαρεμπή. Ενενήντα τόσα μέτρα, δώθε απ’ τους σκεβρούς ντόκους του λιμανιού, κει κατά που άραζαν τα μεγάλα φορτηγοποστάλια.
Ήταν νέα γυναίκα ακόμα, σαν είχε πρωτοπατήσει το κατώφλι του. Όχι παραπάνω από εικοσιεφτά χρονώνε. Ένα κυνηγημένο πουλί, που γύρευε να τρυπώσει κάπου να προφτάξει να ακουμπήσει τα ξεμαδημένα φτερά του. Κι ήταν πια σαραντάρα σωστή, μ’ ένα πρόσωπο κέρινο, χωρίς στάλα αιμάτου, ρουφηγμένο απ’ τις μακριές ξάγρυπνες νύχτες, τη ζωή του καφέ – σαντάν, που άρχιζε το βράδυ σαν άναβαν τα φώτα και τελείωνε με το χάραμα. Τις είχε σπουδάζει δεκατρία σωστά χρόνια – κι ας νόμιζε ώρες-ώρες πως ήταν χτες- ανάμεσα σ’ αυτούς τους τοίχους, όπου μπορούσες να δεις καμωμένες απ’ το πινέλο, ο Θεός ξέρει ποιανού χοντροδουλευτή ζωγράφου, τις Νύμφες του δάσους ν’ ακούνε τον Ορφέα που έπαιζε τη Λύρα του και να δείχνουν ξετσίπωτα τα γυμνά τους κάλλη, Τραγογένηδες Πάνες και Σάτυρους, κι ακόμα τη Φρύνη, να ποζάρει στους Αρχαίους κριτές μ’ όλη τη γυμνική της μεγαλοπρέπεια.
Ήταν μια παλαιοντολογική διακόσμηση, που όπως το’ ξεραν στο μαγαζί, την είχε βρει φτιαγμένη ο Γιαραμπής και δεν τα αποφάσιζε να την αλλάξει.
«Το λιμάνι έλεγε – και δεν του γύριζε κανείς αυτή τη γνώμη – θέλει πράμα που να μπορεί ν’ αγγίζει στην ψυχή του. Να του δώσει αέρα. Δεν το τραβάνε τα λιμοκοντόρικα σκέδια κι οι πεθαμενατζήδικες φιγούρες».
Η Αφρόδω, θα ‘θελε πολύ να βούταγε στα χέρια της μια βούρτσα ποτισμένη σε νερόχωμα και να ξέβαφε όλες αυτές τις χοντροκαμωμένες εικόνες.
Είχε βαριεστήσει αντικρίζοντας κάθε βράδυ τον Ορφέα να κρατάει τη λύρα του, τις Δρυάδες να τον ακούνε σα χαζές, τους Τραγογένηδες Σάτυρους και τη Φρύνη να σαστίζει τους Αρχαίους κριτές φανερώνοντας κατάγυμνο το κορμί της. της φαινότανε, πως αν έσβηνε μια μέρα όλα αυτά, αν έπεφτε στους τοίχους ένα καινούργιο χρώμα, θα ξάνοιγε ή καρδία της. Μα καθώς ερχόταν το βράδυ, κι έφταναν κοπάδια ο πελάτες στο μαγαζί, παραδεχότανε μέσα της πως ο Γιαρεμπής μίλαγε το σωστό. Το λιμάνι- αυτό το δυνατό κι αχόρταγο Τελώνιο- περιγελούσε με τα σένα κι έστελνε τ’ απόνερα του αυτού, να γίνουν αίμα και χρυσάφι στις τσέπες του…
Όλες οι φυλές του κόσμου, πέρναγαν την πόρτα του « Ιντερνασιονάλ». Θαλασσινοί που έφταναν απ’ τα πιο μακρινά λιμάνια. Βορεινοί με πυρόξανθα μαλλιά, ανοιχτόχρωμα γαλανά μάτια και τριανταφυλλένια μάγουλα, ναύτες ψημένοι απ’ τον Μεσογειακόν ήλιο, αραπάδες θερμαστές απ’ το Οράν και τα’ Αγέρι μελαψοί Αργεντίνοι, Εγγλέζοι, Γιαπωνέζοι λοστρόμοι- ένα παρδαλό θαλασσοδαρμένο πλήθος που ξεχύνονταν απ’ τα μουράγια σα μουλωχτό ποτάμι και πλημμύριζε το μαγαζί του Γιαρεμπή φέρνοντας μαζί του το τρικύμισμα του πελάγους και την αβάσταγη αρμύρα του.
Οι Δρυάδες του το’ χουν, που άκουγαν τον Ορφέα κι έδειχναν αδιάντροπα τα γυμνά τους στήθη – στρογγυλά σα ρόδια με ορθές και κατακόκκινες τις ρόγες σα να’ ταν έτοιμες να στάξουν αίμα, τα καπούλια και τους φανταχτερούς μηρούς - νοιάξει δεν είχαν γι αυτή την αέναη κίνηση. Για τα νέα, τα καινούργια μάτια που έστρεφαν απάνω τους, κι έμεναν εκεί με κάποια πυρετώδικη λάμψη κι ένα λίγωμα στην έκφραση.
Μοναχά ο Γιαρεμπής – μια παλιά λέρα του λιμανιού που είχε ζήσει τα νιάτα του « αγαπητικός» στα κορίτσια κι αβανταδόρος στο τζόγο - έδειχνε πως νοιαζότανε και με το παραπάνω. Κάθε φόρα που άνοιγε η πόρτα, γύριζε το μάτι του πέρ’ απ’ το βάθος – κι είχ’ ένα μάτι σκοτεινό που το φοβόσουν σαν άναστρη νύχτα- και ζύγιζε κείνους που έφταναν απ’ την κορφή ως τα νύχια. Τους ζύγιζε έτσι, που θα μπορούσε να σου πει, αν θα τζιράριζαν «ψιροκοκό» ή θα ‘καναν γερή «κονσομασιόν». Ύστερα έβλεπες τα χέρια του να σαλεύουν νευρικά πάνω στον πάγκο, παίζοντας με τις μάρκες, να τις χουφτιάζουν, να τις στήνει πυραμίδες και καταλάβαινες από όλα τούτα τα φερσίματα, αν ήτανε σίγουρος για καλό κέρδος. Τα «κορίτσια» πάλι – οι σαντέζες που ήταν η κάθε μια τους και μια Αφρόδω – η Κατερίνα η Σμυρνιά, η Λόλα η Σαμιώτισσα, η Σόνια η Ρούσα, το Μαράκι, η Τζένη, η Αντζέλικα, σουλατσάριζαν ντυμένες τις χτυπητές τουαλέτες τους με τα μεγάλα καρέ, τα μισόγυμνα στήθη, τα φτιασιδωμένα πρόσωπα, έμεναν αργές σ’ απόμερους καναπέδες ή έκαναν πως τα σάστιζαν, τάχα πως τους περίμεναν, πως δεν έβλεπαν την ώρα να τους δουν – κι ας ήταν πελάτες που τους πρωταγνάντευαν- κι έτρεχαν κοντά τους με ξέφρενη χαρά. Η τζαζ -ορχήστρα του μαγαζιού- έπαιζε τέλος το πιο τρελό της τραγούδι, κι οι σερβιτόροι βάζαν όλη τους τη σβελτάδα να κουβαλήσουν τις σουμάδες, τα βερμούτ ή το μπολ, τα ουίσκια ή τη σαμπάνια. Και τότες η Αφρόδω αισθανότανε μέσα της κάτι παράξενο, νόμιζε πως ήταν ένας ντόκος –ναι ένας ντόκος- που είχε κουβαληθεί αυτού απ’ τα μουράγια, για να δεχτεί απάνω του όλες τις θάλασσες!
Η πάσα νύχτα της πέρναγε πλάι και σε καινούργιους ανθρώπους. Τη μια ήταν ένας Ολλαντέζος ναύτης η παρέα της, την άλλη ένας Σπανιόλος. Το κάθε κύμα που έφτανε από μακριά και γύρευε να μερέψει, να βρει απάνεμη κώχη.
Ο Γιαρεμπής – ήταν ετούτος πάνω απ’ τα πενήντα, μα το μάτι του μαθημένο απ’ το τζόγο, δούλευε ξάγρυπνο- σουμάριζε τις μάρκες για το βερμούτ ή το ουίσκι, κι αυτή γερμένη στον ώμο του πελάτη, κοίταζε τις αραδιασμένες μποτίλιες στη ράχη του τραπεζιού, και μέτραγε το μάνιασμα της φουσκοθαλασσιάς, που είχε ξεσπάσει.
Χωρίς άλλο η Αφρόδω, μπορούσε να πάρει όρκο πως δεν είχε ταξιδέψει ποτές. Όμως ήξερε από θάλασσες. Είχε δει να την κυκλώνει ο Ατλαντικός ατέλειωτες νύχτες. Στην αρχή ήτανε ένα θολό κύμα που κατηφόριζε βουβά, δίχως να ταράζονται τα μέσα σου και να σφίγγει τη καρδιά σου ο φόβος.
Κι έπειτα ψήλωνε απότομα κι έπεφτε βαρύ απάνω σου, τόσο βαρύ που γινόσουνα πτώμα.
Τα μάτια σκοτείνιαζαν, γέμιζαν μανιασμένους αφρούς, η ανάσα πνιγόταν και τα χείλη δάγκωναν με τέτοια λύσσα τον ώμο σου, που σου ’ρχόταν να κλάψεις απ’ τον πόνο.
-Κατάλαβες…της έλεγε στη γλώσσα του ο πελάτης.
-Ναι…έκανε κείνη κρυφοτρέμοντας, κι ας μην είχε νιώσει τίποτες απ’ όσα της μιλούσε τόσην ώρα…
Είχε ζήσει τη Μεσόγειο σ’ όλα τα τρελοκαμώματα και τις λολάδες των νερών της. ετούτο το κανάλι, μια σε χαϊδεύει απαλά με τα μαϊστράλια του και μια σε τυραγνάει με τους σοροκολεβάντες και τους πουνέντες του.
Έσκυβε να σε φιλήσει και σε ψευτοδάγκωνε. Έσκυβε να σε δαγκάσει και σε φιλούσε!…
Γέλαγε και συ έβλεπες να υγραίνονται τα μάτια του. Συννέφιαζε το πρόσωπό του και στο λεφτό έβλεπες πάλε ν’ αστράφτει πάνω του ο πιο λαμπερός ήλιος.
-Κατάλαβες; ρωτούσε στη ζεστή, την τραγουδιστή γλώσσα του εκείνος.
-Πώς δεν κατάλαβα, απαντούσε∙ κι έσκυβε γρήγορα-γρήγορα να φιλήσει τα μελιχρά του χείλη.
Κι ακόμα η Αφρόδω είχε παλέψει με τις θάλασσες του Βοριά και του Νότου. Το πούσι –ένα μάτι θαμπό, ένα μάτι που το σκέπαζε λες πάχνη και δε μπόραες να ξεδιαλύνεις το τι έκρυβε –τα παγόβουνα- μια καρδιά που έμενε νεκρή μέσα στα ξανθά στήθη κι ήθελε μπόλικο αλκοόλ για να σαλέψει- κι αντίθετα το τροπικό κύμα, η σάρκα που κοχλάκιζε, που’ βγαζε ατμούς και σου ‘πνιγε την ανάσα με την ανυπόφορη κάψα του.
-Κατάλαβες;…πρόφερνε και τα χείλη του, τα στεγνά, τα φλογισμένα, έχυναν μολύβι αναλυτό. Ένα τέτοιο μολύβι που το έτρεμε, που της έφερνε ρίγη στο κορμί και την έκανε να μαζεύεται, να γίνεται τόση δα, πλάι του.
Ω… η Αφρόδω ήξερε από θάλασσες και θάλασσες! Τις είχε σπουδάξει απ’ την καλή, χρόνια και χρόνια στο μαγαζί του Γιαρεμπή. Ενενήντα τόσα μέτρα, δώθε απ’ τους σκεβρούς ντόκους του λιμανιού, κει κατά που αράζουν τα μεγάλα φορτηγοποστάλια. Ήταν νέα γυναίκα ακόμα σαν να είχε πρωτοπατήσει στο κατώφλι του. Γιομάτη ομορφιά και φρεσκάδα. Κι ήταν τώρα σαραντάρα σωστή, με πλαδαρό, λιπόσαρκο κορμί, με κέρινο πρόσωπο, αναιμικό, ρουφηγμένο απ’ τις μάκρυνες ξάγρυπνες νύχτες, με μια μύτη πλακουτσωτή, άσκημη, μισοφαγωμένη απ’ τις βρώμικες αρρώστιες και δυο γκρίζα αποκαμωμένα μάτια, που σε κοίταζαν κι έλεγες πως είχαν μέσα τους κάτι, σα να σ’ αποχαιρετούσαν σιωπηλά, πέρα απ’ τα σκοτεινά χάη, όπου ταξίδευαν βαριεστημένα πια απ’ τον Ορφέα και τις Δρυάδες του –χωρίς σημάδι ελπίδας νόστου…
επιμ. Νίκος Αξαρλής – Βάσιας Τσοκόπουλος, Πειραιάς- Ανθολόγιο αφηγήσεων, Εκδόσεις Τσαμαντάκη, Πειραιάς 2009, σ. 140-143.
Μετάβαση στο σημείο: Τρούμπα