Πειραιάς
Πόλη αγεωμέτρητη
Συγκρότηση ενότητας: Καλλιόπη Μακαρώνη- Το λιμάνι του Πειραιά
- Η αγορά του Πειραιά
- Πλατεία Καραϊσκάκη (Λεμονάδικα)
- Τρούμπα
- Ακτή Μιαούλη
- Ακτή Ξαβερίου-Χατζηκυριάκειο-Πειραϊκή
- Κεντρικές Συνοικίες
- Διαδρομές στην παραλία των αρχόντων, των μετοίκων και των προσφύγων
- Προφήτης Ηλίας-Κρητικά
- Νέο Φάληρο
- Γειτονιές βαμμένες κόκκινες
- Δραπετσώνα
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Πλατεία Καραϊσκάκη (Λεμονάδικα) Πλατεία Καραϊσκάκη-Λεμονάδικα-Μέγαρο Γιαννουλάτου
Αυτοβιογραφία...
ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ ΓΛΕΝΤΙ ΤΟΥ ΝΤΟΥΝΙΑ
Όταν επήγα στρατιώτης, είπαμε, έμαθα το πρώτον το μπαγλαμά, το οποίον κατόπι βέβαια τώρα το παράτησα αυτό το πράμα, δεν μπόραγα. Ήταν τσαμπουκάς να το βαστάω. Δηλαδή, ότι με καταλαβαίνανε ότι είμαι χασικλής με το μπαγλαμά. Αυτό ήταν ένα όργανο που έπρεπε να το κρύψεις από κάτω από το σακάκι σου, από πίσω από την κωλοτσέπη όπως π.χ. ο συγχωρεμένος ο φίλος μου ο Γιώργος ο Μπάτης, ο οποίος πήγαμε αρκετά και δουλέψαμε μαζί. Εγώ μπαγλαμά έπαιζα στο στρατό κι από το στρατό μόλις απολύθηκα ξεκίνησα κι άρχισα το μπουζούκι που σου συζητάω ότι ήρθε αυτός ο Νίκος ο Αϊβαλιώτης στο σπίτι.
Εν τω μεταξύ, για ν’ αρχινίσω να βγάζω λεφτά τότες, με φωνάξανε να πάω να παίξω σε μαγαζί, σε ορχήστρα, στου Κωνσταντόπουλου. Πριν απ’ αυτό, δεν πήγα πουθενά. Ποτές μου για τυχερά μόνο. Ποτές, ποτές εξόν να λάχαινε καμιά φορά κανένας να είχε και κει στο σπίτι να κάτσουμε να τα πούμε και θα σε μπαλώσω. Αλλά λίγα πράματα. Δεν επεδίωκα τέτοια πράματα, δεν επήγαινα, εντρεπόμουνα με το μπουζούκι γιατί είπαμε ότι το κυνήγαγε η αστυνομία. Δεν μπορούσα να παίξω για τυχερά μόνο. Κατόπιν, που βγήκαν οι δίσκοι απ’ όλοι μας, κατόπιν αρχίσαμε να κάνουμε τουρνέ στη Σαλονίκη, στην Καβάλα, στην Πάτρα, στη Σύρα, στις Κυκλάδες, στη Ρόδο, κατόπι. Τότε ήρθαν τα πολλά λεφτά.
Ο πρώτος δίσκος το 1935 με 36, εκεί.
Με το Στράτο και με το Μπάτη και με τον άλλο, τον Ανέστο, εγυρίζαμε στους τεκέδες, καθαρά. Το οποίον γνωριστήκαμε εκεί μέσα, γιατί ο Στράτος ετραγούδαγε τότες και γω έπαιζα μπουζούκι. Ο Στράτος τότες εδούλευε στο λιμάνι του Πειραιώς, στην ΕΛΠΑ. Ήτανε βαρκάρης αυτός, κάτι έκανε, δεν μπορώ να τα ξέρω όλα, τί ήταν η δουλειά του. Ήταν ένα καλό παιδί, ησυχότατος άνθρωπος, ερχότανε κάθε βράδυ και μ’ αντάμωνε. Κάθε βράδυ τα λέγαμε τακτικά τι πρόκειται να γίνει. Μέχρι που είχαμε πάρει τα βουνά και τρέχαμε και γυρίζαμε. Δε θέλαμε, δε θέλαμε να καθόμαστε να μας βλέπουνε αθρώποι δηλαδή, γιατί άλλοι λέγανε τα δικά τους, άλλοι κοροϊδεύανε. Όχι όμως εμένανε, δε με κορόιδευε κανένας γιατί ήμουν σοβαρός. Ε, ό,τι θέλανε λέγανε. Εμένα όμως δεν με κορόιδευε κανένας γιατί εγώ έπαιζα όργανο. Εμένα μ’ αγαπάγανε όλοι ενώ αυτός ήταν λιγάκι φουκαράς. Τον διώχνανε να πούμε, πότε ο ένας έτσι, πότε ο άλλος. Τον λέγανε κουτόμαγκα γιατί εφούσκωνε από χασίσι αυτός. Τον αποδιώχνανε, αλλά εγώ όμως τον κράτησα μαζί μου, κοντά μου, μέχρι που πηγαίναμε κι έκανα πρόβες με το όργανο, πότε με το μπαγλαμά πότε με το μπουζούκι. Πρόβες πηγαίναμε και κάναμε σ’ ένα βουναλάκι που ’ναι δω στο Πέραμα από κάτω, σ’ ένα βουνό. Καθόμαστε εκεί ήσυχοι, μοναχοί μας, και εκάναμε πρόβες εκεί και δεν μας έβλεπε κανένας να πούμε. Εν τω μεταξύ αυτός ο φουκαράς ο Στράτος εψώνιζε και έφερνε και τρώγαμε απ’ όλα. Εγώ τότε δεν εδούλευα αν και ήμουνα εκδορεύς στα σφαγεία του Πειραιώς. Δεν εδούλευα. Μ’ είχε κυριεύσει αυτό το μπουζούκι πάρα πολύ. Το οποίον, μ’ είχε ποτίσει και δεν μπόραγα να κάνω καμιά δουλειά. Ήμουν αφοσιωμένος ψυχή και σώμα στ’ όργανο αυτό, στο μπουζούκι. Το οποίον, το ’ξερα εγώ ότι αυτός μια μέρα θ’ ανέβει ψηλά. Μα ανεβήκαμε μαζί. Από τη μια μεριά ο ένας, από την άλλη ο άλλος. Αυτός πήγε στην Κολούμπια εγώ στην Οντεόν.
Όταν όμως επήγαμε για να βγάλουμε δίσκους, έβγαλε πρώτος ο Στράτος και κατόπιν εγώ, δηλαδή τον ίδιο μήνα. Και κυκλοφορήσανε για πρώτη φορά οι δίσκοι οι δικοί μου και του Στράτου. Του Στράτου στις αρχές του έδινα τραγούδια εγώ, έπαιρνε τραγούδια από μένα βέβαια κι έβγαζε. Μια ξανθιά τρελή γαλανομάτα χασάπικο ωραίο, το είπε αυτός, ο Στράτος. Και άλλα πολλά τα οποία δεν τα θυμάμαι. Τον Στράτο τον πειράζανε γιατί κι όπου στεκόντανε και όπου καθόντανε τραγούδι τραγούδαγε. Ααα άνοιγε το στόμα του και τραγούδαγε. Εγώ όμως δεν μίλαγε κανένας, ήμουν αλλιώτικος, ήμουν σοβαρός, δεν ήμουν σαν το Στράτο εγώ. Κι ο Στράτος καλός άνθρωπος, αλλά ο Στράτος ήταν λιγάκι ανοιχτός όπως και μέχρι τώρα αυτό κάνει. Ενώ εγώ δεν ήμουν έτσι, εγώ ήμουν πιο βαρύς, πιο σοβαρός. Βαρύς, λίγα λόγια. Για να μου πάρεις μια κουβέντα μπορεί να κάνεις μια ώρα.
Αυτός η καταγωγή του ήταν απ’ τη Μικρά Ασία, Αϊβαλί. Αυτοί ήρθαν και πιο μπροστά από το χαλασμό της Σμύρνης να πούμε, της Μικράς Ασίας, και κάθησε δω πέρα. Δεν ξέρω βέβαια ακριβώς που κάθησε, πάντως από πιο μπροστά είχαν έρθει η οικογένειά του. Άλλοι εγκατασταθήκανε εδώ στην Αθήνα, άλλοι στο Βόλο. Υπάρχουν συγγενείς του στο Βόλο που κάθονται ακόμα εκεί. Γιατί έχομε πάει κοντά δυο φορές τώρα τελευταία μαζί και παίξαμε στο Βόλο και μας πήγε στα σπίτια των συγγενών του και κάτσαμε. Καλοί άνθρωποι, φουκαράδες, ψαράδες είναι, εργάτες είναι στο λιμάνι του Βόλου, καλοί αθρώποι.
Τότες που τραβιόμασταν μαζί με το μπουζούκι και το τραγούδι, μια ωραία μέρα πήγε αυτός να φουμάρει μοναχός του, δεν ήμουνα εγώ, και πήγε η Αστυνομία και τους στήσανε και τους στείλαν εξορία στη Σίφνο. Τους κάναν τσακωτούς. Και μην τα ρωτάς πόσο ωραία πέρασε στη Σίφνο. Τι μου ’λεγε για τους ανθρώπους. Οι Σιφνίοι είναι καλοί. Τι καλοί αθρώποι! Μάλιστα του ’λεγα εγώ ένα τραγουδάκι τότες. Μου ’λεγε αυτός. Άντε Μάρκο να πάμε στο βουνό, και του ’λεγα εγώ
Άντε να πας αυτού που πας
και μένα να μ’ αφήσεις
κι όταν θα πάθεις τη ζημιά
να ’ρθεις να μου μιλήσεις.
Και όπως και την έπαθε. Έχει ετούτος ιστορία! Όμως αυτουνού η ιστορία δεν μπορεί να είναι σαν τη δική μου.
Ο Γιώργος ο Μπάτης, Θεός σχωρέσ’ τον, έχει πεθάνει τώρα έχει πέντε έξι χρόνια. Μ’ αυτόν επέρασε αρκετό καιρό πάρα πολύ καλά. Αυτός ήτανε ο άνθρωπος που μας έδινε λεφτά και όταν δουλεύαμε του τα δίναμε. Τον παίρναμε μαζί μας, τον είχαμε μαζί μας, κι όπου πηγαίναμε τι του χρώσταγα, τι του χρώσταγε ο Στρατός, τι του χρώσταγε ο άλλος, τον πληρώναμε, του τα δίναμε. Αυτός δεν ξέρω που τα ’βρισκε, πάντως είχε λεφτά. Ήταν ο Μπάτης με τ’ όνομα. Επούλαγε στα παλιατζίδικα του Πειραιώς διάφορα παλιά πράματα, μπουζούκια, κιθάρες, πράματα, κομπολόγια, δαχτυλίδια, το ’να τ’ άλλο, τα οποία είχε. Είχε και παλιατζίδικο, εκεί στου Καραϊσκάκη, και αγόραζε τέτοια και τα πούλαγε. Αμανάτια δηλαδή, όχι μεγάλα πράματα. Αυτός είχε διάφορα μπουζούκια και τα ονόμαζε με διάφορα ονόματα. Είδα ένα μπαγλαμά που το ’λεγε Μάγκα, άλλον μπαγλαμά που τον έλεγε Ντερβίση, άλλο μπουζούκι που το ’λεγε Μάρκο, άλλο μπουζούκι που το ’λεγε Τσίφτης. Ήταν μη συζητάς.
Είχε και κανά δυο μαγαζάκια, τα νοίκιαζε κι έπαιρνε ενοίκια. Οικονόμαγε, ήταν οικονόμος. Ήταν έξυπνος άνθρωπος, πολύ έξυπνος άνθρωπος. Τραγουδούσε με τον μπαγλαμά που είχε. Κι αυτός στους τεκέδες. Ήμαστε κώλος με βρακί μ’ αυτόν τον άνθρωπο. Τον Ανέστη Δεληά, το Σμυρνιό, Αρτέμη τον έβγαλε ο Μπάτης. Τον εβάπτισε Άρτζι – μπούρτζης. Ο Μπάτης κωμικός ήτανε. Μα ούτε να παίζει ήξερε, ούτε τίποτες. Κι αν έβγαζε και κανένα τραγούδι στο ραδιόφωνο, του το τραγούδαγε ο Στράτος, π.χ. εκείνο το Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα στη σπηλιά του Δράκου βγήκα.
Αυτός έβαλε τη μουσική από το μπαγλαμά, άρα μάρα και κατάρα, και οι στίχοι τους είχε δώσει ένας πατριώτης μου Συριανός, ο οποίος ήτανε να τους δώσει εμένα και του λέω δεν τους θέλω. Κωμικός ήτανε ο Μπάτης, κωμικός, Ήτανε καλός στην παρέα, να γελάς σ’ έκανε, μέχρι τα τελευταία του.
Από ηλικία ο Μπάτης ήταν ο πιο μεγάλος απ’ όλους μας. Μετά ο Στράτος, κατόπιν εγώ, και μετά ο Δεληάς. Ο Μπάτης η καταγωγή του ήτανε Πειραιώτης, αλλά έλεγε πως κρατούσε κι απ’ τη Σύρο ο πατέρας του. Η μάνα του ήταν απ’ τα Βίλια, αλλά ο πατέρας του μάλλον Συριανός. Δεν ξέρω κανονικά. Με τον Μπάτη έχω άπειρα περιστατικά τα οποία δεν μπορώ να τα θυμηθώ. Ήτανε τόσα πολλά. Και μας δέσανε με το χασίσι, και μας πήγανε, και μέσα μας βάλανε, δυο τρεις μέρες κράτηση. Πλερώναμε και φεύγαμε. Και άλλα. Γνωρίσαμε μαζί όλη την Ελλάδα με τον Μπάτη. Στη Θεσσαλονίκη, Σέρρας, Δράμα, Καβάλα, Κομοτηνή. Στα νησιά, στη Σύρα, στην Πάρο, στην Άνδρο, σε πολλά μέρη πήγαμε με τον Μπάτη και την κομπανία. Όμως ο Στράτος μερικές φορές δεν ήτανε. Με άλλους ανθρώπους. Επήγαμε στη Σαλονίκη δυο τρεις φορές μαζί. Μια φορά ήταν ο Στράτος, ύστερα πήγαμε με τον μπάτη πάλι, ξανά με τον Μπάτη. Από τη μεριά της Κοζάνης δεν έχω πάει. Στην Πάτρα πήγα, στην Πρέβεζα, στη Λευκάδα, στην Άρτα, στο Μεσολόγγι. Διάφορους καιρούς. Στο Γύθειο πήγα, στο Ναύπλιο πήγα, στο Άργος πήγα.
Ο Δεληάς ήταν ένα παιδάκι και καθόταν εκεί στο Καστράκι, εκεί που καθόταν οι πρόσφυγες. Εκεί στο Καστράκι υπήρχανε όλοι οι τεκέδες. Επηγαίναμε κι αυτός λοιπόν ετραβιότανε με τους τεκέδες, κι έπαιζε κατ’ αρχήν κιθάρα. Ο δε ο πατέρας του ήταν μουσικός απ’ την Σμύρνη, η Μαύρη Γάτα με τ’ όνομα. Είχε τέτοιο παρατσούκλι. Δεν θα μπορέσω να θυμάμαι τι έπαιζε, πάντως μουσικός. Βιολί έπαιζε, σαντούρι; Δε θυμάμαι. Πάντως ο Ανέστος από μικρό παιδί έπαιζε κιθάρα κι όταν τον εγνώρισα εγώ τον έβαλα εγώ μπροστά να μάθει μπουζούκι κι όπως και έμαθε. Εγώ τον έβαλα. Εγώ του λέω. Θα τα παρατήσεις αυτό και θα μάθεις μπουζούκι. Και αυτός λίγο διάστημα εκάθησε μαζί μας. Αυτός ήταν πολύ καλό παιδί αλλά τον έφαγε η πρέζα. Όταν ο Ανέστος έφυγε από κοντά μας και έγινε πρεζάκιας, εμείς τότε δεν τον εζυγώναμε. Πόσες φορές του ελέγαμε βρε Ανέστο δε βλέπεις τους άλλους που έχουν γίνει; Έτσι θα γίνεις και συ. Είναι αμαρτία. Κόψε την πρέζα κι έλα μαζί μας να φτιαχτείς, να δουλεύεις κοντά μας. Του ελέγαμε όλοι δηλαδή και οι τρεις, αλλά αυτός δεν άκουε κανένα. Μια φορά τον επείσαμε και ήρθε μαζί μας και τον εφυλάγαμε να μη μας φύγει, διότι κάθε βράδυ ερχόνταν μια γυναίκα ονόματι Σκολαρικού, η οποία και τον είχε μάθει. Αυτή ήτανε στα μπουρντέλα, όχι καλής διαγωγής. Πόσα μέσα εκάναμε αλλά δυστυχώς δεν άκουε κανένα. Έγινε πολύ ελεεινός, τον οποίον αρχίσαμε και όταν τον εβλέπαμε να τον αποφεύγουμε διότι δεν ημπορούσαμε να μας βλέπει η Ασφάλεια με αυτόν να έχουμε πάρε δώσε. Ήταν η εποχή που όλοι είχανε πέσει, οι καλύτεροι μουσικοί του κόσμου, στην πρέζα, προπαντός στην Ελλάδα.
Απ’ την πρέζα πέθανε αυτός, με τη Σκολαρικού. Και οι δυο επέσανε με τη μούρη σ’ αυτό, γυναίκα και άντρας, και πέθανε στον αποκλεισμό. Στο σαραντατρίο τον βρήκανε χάμω. Πέθανε από την πείνα, έπινε και πρέζα και πέθανε. Αυτό ήτανε το τέλος αυτουνού. Ακριβώς όπως το είπε σ’ ένα τραγούδι.
Απ’ τον καιρό που άρχισα την πρέζα να φουμάρω
ο κόσμος μ’ απαρνήθηκε δεν ξέρω τι να κάνω.
Απ’ τις μυτιές που τράβαγα άρχισα και βελόνι
και το κορμί μου άρχισε σιγά σιγά να λιώνει.
Τίποτε δεν μ’ απόμεινε στον κόσμο για να κάνω
αφού η πρέζα μ’ έκανε στους δρόμους να πεθάνω.
Θεός σχωρέσ’ τον. Καλό παιδί ήταν μαζί μας, καλό, όμορφο, εντάξει παιδί. Αυτός, τότε που εγώ ήμουν κάπου τριάντα χρονώ, αυτός ήταν κάπου εικοσιδύο. Είχε βγάλει κι αυτός κάτι δίσκους, κάπως πουλιόντουσαν κι αυτού καλά. Άλλη δουλειά δεν είχε ο Δεληάς.
Μέσα σε όλους τους μπουζουξήδες που γνώρισα, εκείνον τον καιρό, γνώρισα κι ένα καλό παιδί που έπαιζε μπουζούκι όχι και τόσο καλά, αλλά με τη διάρκεια του καιρού γινότανε καλός και έβγαζε και λίγο όνομα. Ήταν ο Νίκος ο Καρυδάκιας, ο οποίος τον αγάπαγα πάρα πολύ. Ήταν καλό παιδί και τον πείραζα μερικές φορές και θύμωνε πάρα πολύ μαζί μου. Επειδή εγώ είμαι καθολικός μ’ έλεγε Φράγκο, αλλά εγώ δε θύμωνα. Τον πείραζα πάρα πολύ, μέχρι σε τέτοιο βαθμό που να τόνε φέρνω αν ήταν τρόπος να με σκότωνε. Και τι δεν του ’λεγα! Πάμε Νικολάκη μου, και τον τραβούσα απ’ το σακάκι. Μη με τραβάς, θα μου το σχίσεις.
Τον υπεραγαπούσα. Ήτανε καλό παιδί, και γυρίζαμε και μαζί. Και τον έπαιρνα σε καμιά δουλειά μαζί με τον συχωρεμένο το Γιώργο Μπάτη. Κάθε απόγευμα πήγαινα και τους έβρισκα αυτουνούς, τον Μπάτη, τον Καρυδάκια, τον Ανέστο, τον Στράτο, όλους αυτουνούς, και γινόμασταν ένα τσούρμο και ανεβαίναμε και γυρίζαμε τους τεκέδες, στα μπουρδέλα, από δω, από εκεί, το ένα το άλλο, ολούθες. μας γνώριζε πια η κοινωνία ότι είμαστε η κομπανία η τάδε. Μας ξέρανε. Αλλά είμαστε καλοί χασικλήδες. Δεν κρυβόμαστε, αβέρτα. Μας ήξερε όλος ο κόσμος. Μα και μας αγάπαγε ο κόσμος. Δεν πειράζαμε ποτές τον κόσμο εμείς. Ποτές. Ούτε μας διέφερε τι έκανε ο κόσμος ή αν έκλεβε ή αν σκότωνε. Ό,τι και να ’κανε εμείς ήμαστε εντάξει. Και η αστυνομία αν μας κυνήγαγε, μας κυνήγαγε επειδής εφουμέρναμε, όχι για τίποτες παραπάνω. Ήμαστε καθ’ όλα φιλήσυχοι.
Επέθανε μου φαίνεται το σαρανταδυό σαραντατρία ο Καρυδάκιας. Τον εβρήκανε πεθαμένο μες στους δρόμους. Από τι επέθανε, πως επέθανε δε θα μπορέσω να ξέρω. Ήξερα όμως ότι τώρα τελευταία πριν πεθάνει έκανε χρήση κοκαΐνης, ηρωίνης, τέτοια πράματα. Και τον βρήκαν πεθαμένο στο δρόμο. Δεν πιστεύω ότι είχε κανέναν εχθρό αυτός. Δεν ήταν άνθρωπος να πειράζει. Αθώος άνθρωπος, ήσυχος. Ελυπήθηκα πάρα πολύ για τον σκοτωμό του. Και του κλέψανε και όργανό του και εκ των υστέρων μάθαμε ότι το όργανό του βρέθηκε στην Κόρινθο. Επήγανε να το πάρουνε, δεν μπορέσανε να βρούνε ποιος άνθρωπος ή τον σκότωσε ή του ’δωσε περισσότερη δόση να πιει από τη μορφίνη που επήρε. Τέλος πάντων έσκασε, πέθανε. Έτσι όπως επέθανε και ο Ανέστος. Αυτοί οι δυο πάντα πηγαίνανε μαζί γιατί ο ένας τον άλλονε έδινε κι εκάνανε την ίδια δουλειά. Εγώ, ο Στράτος κι ο Μπάτης δεν την κάναμε αυτή τη δουλειά.
Μάρκος Βαμβακάρης, Αυτοβιογραφία, επιμ. Αγγελική Βέλλου-Κάιλ, Παπαζήσης, Αθήνα 1978, σ.146-152.
Όταν η λήγουσα είναι μ...
Στη Μυτιλήνη είχαμε κάτι μπουζουκτσήδες, δεν ήτανε όμως επαγγελματίες, ήτανε άνθρωποι που παίζανε κατά το κέφι τους. Εγώ ήθελα να γνωρίσω τους μπουζουκτσήδες που μαζευόντανε στον Πειραιά επί το πλείστον, να συναναστραφώ μαζί τους, να μιλήσω, να δω πως παίζουνε, τι κάνουνε. Δεν είχα τα μέσα να ’ρθω στον Πειραιά. Ήμουνα φτωχό παιδί. Σπάνια να μπορέσω να ’ρθω. Έκανα παραδείγματος χάρη ένα κουστούμι ρούχα κάποτε στη Μυτιλήνη. Το ’κανα πεντακόσια φράγκα, να πούμε. Ερχόμουνα στον Πειραιά, το πουλούσα διακόσιες να κάτσω τρεις τέσσερις μέρες κι αγόραζα ένα των πενήντα δραχμών από τα παλιατζίδικα για να δω τον Μπάτη, τον Μάρκο, αυτούς. Και έτρεχα όπου είχε μπουζούκια. Έτσι γνώρισα τον Μπάτη. Κατέβηκα στου Καραϊσκάκη και τότε γνώρισα τον Μπάτη και μέσα κει τον Μάρκο, τον Ανέστο τον Δελιά, τον Παπαϊωάννου, όλοι αυτοί να πούμε.
Ο Μπάτης με συμπάθησε. Πήγαινα κι ερχόμουνα και μια φορά –θυμάμαι- είχα ένα μπαουλάκι, είχα τα παλιορουχαλάκια μου μέσα, και πήγα.
Λέω: «Θα μείνω εδώ μονίμως, Μπάτη».
Λέει: «Γιώργη, να σε δείξω να ψήνεις καφέδες».
Είχε ένα καφενεδάκι και χωράγανε μέσα τέσσερις άνθρωποι. Ήταν στο μέρος που λεγότανε Καραϊσκάκη και σήμερα είναι πλατεία που είναι το άγαλμα του Καραϊσκάκη. Εκεί μέσα είχε κάτι παραγκάκια μικρά, τα σοκάκια ήτανε δυο μέτρα το ’να με τ’ άλλο∙ τρία μέτρα, εκεί ήτανε. Δηλαδή καθόσουνα στο καφενείο τούτο που λεγότανε καφενείο και καφέ έπινες από απέναντι. Και υπόκοσμος, που λένε. Τούτο το καφενείο έλεγε πως ήτανε καφενείο αλλά ήτανε κάτι άλλο από καφενείο, διότι μέσα στο γκιούμι-γκιούμι λέγεται αυτό που έχει το ζεστό νερό- δεν είχε νερό για τους καφέδες: είχε ένα ναργιλέ, κάτι καλάμια, κάτι τέτοια. Καταλαβαίνεις… και αν θέλανε να καθίσουνε μέσα, κατεβάζανε τα ρολά και καπνίζανε. Και στα ρολά είχε μια τρύπα, η οποία βγάζανε έξω το τραβηχτό –αυτό που τραβάμε τον καπνό λέγεται τραβηχτό- κι απ’ έξω κάποιος φύλαγε, εν πάση περιπτώσει, και την ώρα που χτυπάγανε από μέσα και τον κάνανε σήμα: θα βγάλουμε το καλάμι να τραβήξεις κι εσύ –κατάλαβες- χτυπούσε αυτός και βγάζανε το καλάμι και τραβούσε κι αυτός και την ώρα που τραβούσε έβαζε το καλάμι στραβά το στόμα του και σφύριζε. Κι όταν ακούγανε γύρω-γύρω οι μάγκες το σφύριγμα, λέγανε γίνεται ναργιλές. Ξέρανε πως γίνεται η δουλειά αυτή.
Εκεί λοιπόν έψηνα καφέδες στο απέναντι καφενείο, που είχε ο Μπάτης και το ’λεγε «Τα Τέσσερα Βάσανα, οι Έξι Πόνοι». Και είχε κάτι όργανα μέσα ο Μπάτης δυο-τρεις μπαγλαμάδες, καναδυό μπουζούκια, μια κιθάρα. Τα μπουζούκια ήτανε ο «Μάγκας», ο «Δερβίσης», ο «Ασίκης»∙ κάθε μπουζούκι είχε τ’ όνομά του. Άλλα πουλούσε, άλλα έκανε αλλαγή, αγόραζε, ήτανε πονηρός ο Μπάτης. Και πηγαίναμε εκεί μέσα κι έψηνα καφέ εγώ. Και καμιά φορά τα μεσάνυχτα, μια από τα μεσάνυχτα, ερχότανε τίποτα άνθρωποι ζαλισμένοι από –να μη λέμε, βέβαια, από τι πράμα- και κάθονταν εκεί πέρα και ξεκρεμάζανε ένα μπουζούκι και παίζανε. Εκεί γνώρισα κάτι καλούς ταξιμιτζήδες. Κάναμε ωραία ταξίμια. Μπορεί να μην παίζανε τραγούδια και τα λοιπά αλλά κάνανε κάτι όμορφα ταξίμια. Λόγω της σούρας, αυτηνής της σούρας που λέω τώρα εγώ – τα ευκόλως εννοούμενα βέβαια- παίζανε ωραία πράγματα. Και καθόμουν κι άκουγα. Εκεί μέσα κατέβαινε ο Παπαϊωάννου κι έπινε κάνα καφέ, κατέβαινε κι ο Ανέστος, κατέβαινε και ο Μάρκος καμιά φορά. Εκεί λοιπόν, ερχότανε κι ένας –αυτόν που λέει το τραγούδι ο Μπάτης κι ο Αρτέμης- και δε λεγότανε Αρτέμης. Αυτό ήτανε παρατσούκλι. Αυτός λοιπόν ο Αρτέμης ήτανε ένα πολύ ωραίο παιδί. Φορούσε μία τραγιάσκα, κι ένα πανωφόρι, το οποίον θα χωρούσε και δυο τέτοιοι μέσα. Και πήγαινε στα βαπόρια και μοίραζε κάρτες, ότι είναι μουγκός και του κόψανε τη γλώσσα οι Τούρκοι και μάζευε κάνα δίφραγκο. Το βράδυ έπινε καμιά κούπα στου Μπάτη. Αυτό το βιολί το ’καμε δεν ξέρω πόσον καιρό, γιατί τον πιάσανε, γιατί είναι βέβαια απάτη.
Μια μέρα, λοιπόν, ήρθαν στο μαγαζί τρεις χασικλήδες. Ο Μπάτης έλειπε. Μου λένε εμένα: κάνε τρεις καφέδες. Κάνω, λοιπόν, τρεις καφέδες, τους πηγαίνω. Κάνουν αυτοί τσιγαρλίκι, καπνίζουνε. Να ο Μπάτης κι έρχεται. Τους βλέπει. Με τη μυρωδιά. Ο Μπάτης τώρα κι ένα μίλι μακριά να καπνίζεις τέτοιο πράμα, ο Μπάτης έπαιρνε χαμπάρι –αλίμονο.
Λέει: «Τιιι; Χασίσι; έξω, έξω!
«Βρε Μπάτη…»
«Έξω! Χασίσι; Τι είναι εδώ; Τεκές;»
«Βρε Μπάτη, εσύ δε μα το ’δωσες; Αφού κι εσύ, ρε Μπάτη…»
«Βρε εγώ; Γεμάτο ρουφιάνοι, ρουφιάνοι γύρω. Έξω! Τίποτα, τίποτα! Έξω».
Τους έδιωξε τους ανθρώπους.
«Τι τους έδιωξες;» λέω. «Δεν πληρώσανε και τους καφέδες».
«Βρε Γιώργη, αμάν! λέει. «Καήκαμε! Γύρω-γύρω έχει κόλπο∙ άνθρωποι που κάνουνε ζημιά. Καήκαμε αν μας πιάσουνε.»
Τώρα, ο Μπάτης μεσ’ στην τσέπη του είχε τέτοιο πράμα, αλλά δεν άφηνε άλλον, κατάλαβες; Έπινε κι ο ίδιος. Το ’ξεραν όλοι. Πουλούσε και τέτοιο πράμα. Και είχε και κάτι φιλαράκια και πήγαινε και στη φυλακή και τους προμήθευε. μια φορά όμως πιάσανε τον Μπάτη με το ναργιλέ, με τα αυτά όλα, τα σέα τα μέα. Μοναχό του τον πιάσανε μέσα στο μαγαζάκι αυτό. Και τον πήραν για το αυτόφωρο. Κοιμήθηκε λοιπόν το βράδυ στο τμήμα και το πρωί τον βγάλανε στο δικαστήριο. Και στο δικαστήριο, ως αποδεικτικά στοιχεία, υπήρχανε βέβαια κάτι καλάμια, ένας λουλάς, ένας ναργιλές και τα λοιπά. Φωνάζει λοιπόν ο πρόεδρος:
«Ζώρζ Μπατές.» (Είχε τ’ όνομά του τυπωμένο γαλλικά σε κάρτες έτσι. Ήθελε να τον λένε στη γαλλική, του άρεσε έτσι.
«Παρών!»
«Εδώ –λέει- δικά σου είναι αυτά;»
«Κύριε Πρόεδρε, μέχρι στιγμής ήταν δικά μου. (Ήταν και κοντούλης και κοίταζε και πίσω του αν είχε τίποτα να τον εμποδίσει, να μη σκοντάψει). «Μέχρι στιγμής, ήταν δικό μου. τώρα, Κύριε Πρόεδρε, τα εξορκίζω, τα εξορκίζω». Κι έφευγε πίσω, πίσω, πίσω. «Τα εξορκίζω!» Και σηκώθηκε λοιπόν και βγήκε- κι έφυγε από το δικαστήριο! Και εν τέλει δεν τον βάλανε μέσα. Γελάγανε κι αυτοί μέσα, τι να κάνουνε; Μου το διηγήθηκε ο ίδιος και το θυμάμαι.
Μετάβαση στο σημείο: Πλατεία Καραϊσκάκη (Λεμονάδικα)