Πειραιάς
Πόλη αγεωμέτρητη
Συγκρότηση ενότητας: Καλλιόπη Μακαρώνη- Το λιμάνι του Πειραιά
- Η αγορά του Πειραιά
- Πλατεία Καραϊσκάκη (Λεμονάδικα)
- Τρούμπα
- Ακτή Μιαούλη
- Ακτή Ξαβερίου-Χατζηκυριάκειο-Πειραϊκή
- Κεντρικές Συνοικίες
- Διαδρομές στην παραλία των αρχόντων, των μετοίκων και των προσφύγων
- Προφήτης Ηλίας-Κρητικά
- Νέο Φάληρο
- Γειτονιές βαμμένες κόκκινες
- Δραπετσώνα
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Η αγορά του Πειραιά Εδώδιμα, αποικιακά, καρυκεύματα και άλλα τινά. Η πειραιώτικη αγορά
Ο κουτσός άγγελος...
Στα λεμονάδικα
Το γκαζοζέν βγήκε Πανεπιστημίου και ανηφόρισε αγκομαχώντας με κατεύθυνση το Σύνταγμα. Ένας χλωμός ήλιος είχε σηκωθεί πάνω από τον Υμηττό, που φάνταζε γυμνός και αχνογάλανος πίσω από τις στέγες. Στα κεραμίδια του Οφθαλμιατρείου μαύρες κουρούνες έξυναν τα φτερά τους και μάταια λοξοκοιτούσαν την άσφαλτο για κάτι που να αξίζει να τις κάνει να σηκωθούνε στον αέρα. Έβλεπα τα πουλιά κι αισθανόμουν κρυφή αγαλλίαση: κι εγώ… κι εγώ μπορούσα να κάνω ό,τι κάνουν· να τεντωθώ και να πετάξω. Ήταν το μυστικό μου όπλο, η κρυφή θυσία της καινούργιας μου ύπαρξης που είχε αρχίσει χθες βράδυ, και ολοκληρώθηκε το πρωί με τον μπάτσο της Μαρίκας Κανέλλη έξω από την πόρτα μου. Τα καρφιά των διαβάσεων στις γωνίες των δρόμων άστραφταν σαν λιωμένα κομμάτια χρυσός… και οι λίρες του Αγάθου ζεσταίνονταν από τη ζέστη του σώματός μου. Τι είχε προσέξει απ’ όλ’ αυτά ο Μίμης; Σίγουρα είχε διακρίνει την αλλαγή στο βάδισμα – ίσως και στον αέρα μου γενικά.
Έσκυψε και μου ψιθύρισε: «Δεν θα ξεχάσω ποτέ Ήφαιστε, αυτό που κάνεις σήμερα». Μουρμούρισα πως δεν έχει σημασία… κι αυτός το ίδιο θα ’κανε· κι εξακολούθησα να κοιτώ τον δρόμο. Μια πόλη φαντασμάτων έμοιαζε να αργοσαλεύει γύρω. Μπρος από την Τράπεζα της Ελλάδος δυο Ιταλοί φρουροί σκεπασμένοι με μαύρες πελερίνες για το κρύο και τα κοκορόφτερα να σαλεύουν στο ξεψυχισμένο αεράκι. Ένας σκελετωμένος σκύλος έστριψε από την Εδουάρδου Λω και πήρε κι αυτός τη λεωφόρο σερνάμενος από μπροστά τους. Τον φανταζόμουν να κάνει λίγα ακόμη βήματα και να σωριάζεται ψόφιος.
Μέσα στο γκαζοζέν επικρατούσε υποχρεωτική βουβαμάρα. Ο θόρυβος της μηχανής ήταν τόσο δυνατός που δεν ξεχώριζαν οι φωνές· καθισμένοι κοντά στον λέβητα ήμασταν βουτηγμένοι μες στο πανδαιμόνιο των εμβόλων που μετέδιδαν την κίνηση στο διαφορικό, σαν δύτες στον βυθό μιας στέρνας. Ένας κουρελής απέναντι ανοιγόκλεινε το στόμα ψαλμουδίζοντας χωρίς ν’ ακούγεται. Τρελός χωρίς άλλο. Αλλά τις μέρες εκείνες οι άνθρωποι φέρνονταν αλλόκοτα.
Κάθε τόσο το γκαζοζέν τρίζοντας και στενάζοντας έκοβε ταχύτητα. Άλλοι κατέβαιναν, άλλοι ανέβαιναν. Μπροστά στο Μετοχικό Ταμείο τρεις από τους επτά επιβάτες βγήκανε. Κάθε φορά που έκοβε (σπάνια σταματούσε εντελώς), ο θόρυβος κόπαζε, και η φωνή του κουρελή απέναντί μας ξεχώριζε:
— Σώσον Κύριε τον Λαόν σου…
— Η προσευχή στη μάχη κατά των κατακτητών! σχολίασε χαμηλά ο Μίμης από δίπλα. Ένα ξαδερφάκι μου πάντως, έφυγε προχθές για το βουνό…, συμπλήρωσε με νόημα.
— Κι οι προσευχές των τρελών εισακούγονται, είπα ξαφνικά χωρίς να ξέρω που μου ’ρθε η ιδέα.
— Ναι, κορόιδεψε ο Μίμης. Ο Κύριος είναι Πανάγαθος…
Πανάγαθος ! Γύρισα και τον κοίταξα κοκκινίζοντας σαν άνθρωπος που τα μυστικά του έχουν βγει στη φόρα. Τι έκφραση!… Απρόσμενα ξεπήδησε στα μάτια μου η εικόνα του Μεγάλου Αφεντικού. Λες, σκέφτηκα, να είχα την τιμή; Τι διαφορετικό θα έκανε το άλλο "μεγάλο αφεντικό" αν του κατέβαινε η έμπνευση να επισκεφτεί κάποιον; Και πόσο διαφορετικές θα ’ταν άραγε οι συνέπειες από την επίσκεψή του;
— Μου φαίνεται πως αρχίζει να μου σαλεύει και μένα, είπα του Μίμη δυνατά.
Στο Σύνταγμα η κίνηση ήταν πιο πυκνή. Μπρος μας, τα δέντρα και τα διακοσμητικά αγκάθια στις μεγάλες χτιστές γλάστρες του κήπου της πλατείας, και δεξιά πίσω οι κόκκινες σημαίες των Γερμανών στο King George όπου στεγαζόταν η Κομαντατούρα. Μια σειρά κάρα τραβηγμένα από γαϊδούρια και ψωράλογα αργοβάδιζε μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη – δεν χρειαζόταν πολύ για να καταλάβεις τι κουβαλούσαν· όλοι αποστρέψαμε το πρόσωπο προς τον κήπο, τους βιαστικούς διαβάτες του, τα χλωμά φώτα των καφενείων του Ζαχαράτου, στη γωνία Σταδίου, και πέρα τον Βράχο της Ακρόπολης.
— Ήφαιστε, έκανε ο Παπαχρυσάνθου, κάτι μου λέει πως δεν θα βρούμε τίποτε στον Πειραιά… ούτε για τα λεφτά που κουβαλάς… Μην τα ξοδέψεις άδικα σε σκουπίδια, πάντως. Με πιάνεις; Μ’ εννοείς;
— Κάτι θα βρούμε, είμαι σίγουρος, είπα εγώ.
Μια μια περνούσαν μπρος από τα μάτια μας αυτές οι περιοχές της Αθήνας. Η Αμαλίας με τα παλιά αρχοντικά και τον Βασιλικό Κήπο, το Ζάππειο. Στην πλατεία της ρώσικης εκκλησίας, κάτω από ένα πρόχειρο αντίσκηνο είχε συσσίτιο του Ερυθρού Σταυρού· μπροστά στην τέντα μια ατελείωτη ουρά ανθρώπων, η αρχή της χανότανε στη στροφή της Φιλελλήνων. Στην Πύλη του Αδριανού ένα καμιόνι με Ιταλούς φαντάρους είχε σταθεί· από την αναμμένη μηχανή βγαίνανε ατμοί κι ο οδηγός με κάποιον άλλο είχαν ανοίξει την κουκούλα και προσπαθούσαν να κρυώσουν το χαλασμένο ψυγείο. Οι φαντάροι κάνανε τσιγάρο πειράζοντας ο ένας τον άλλον.
Μπρος μας ανοίχτηκε η λεωφόρος Συγγρού. Ίσια κάτω η θάλασσα του Σαρωνικού τρεμόπαιζε κάτω απ’ τον χλωμό ήλιο. Κηπάκια και άδειες αλάνες έφταναν ως τη στενή άσφαλτο, λαμαρινένιες καμινάδες κάπνιζαν στα σπιτόπουλα του Χαροκόπου, στις αυλές στέγνωναν μπουγάδες, κάποια γριά αγκομαχούσε πάνω από μια ξύλινη σκάφη που πατούσε σε δυο άδειους γκαζοτενεκέδες.
Μέσα σε μια ευχάριστη νάρκη ξανάβλεπα την έκφραση των ματιών της Μαρίκας Κανέλλη και το μάγουλό μου ανατρίχιαζε ξανά κάτω από τον δυνατό της μπάτσο.
Όταν κατεβήκαμε στη γέφυρα της Γούναρη, στο πάνω μέρος της Αγοράς, είδα ξανά τα γνώριμα ερείπια του Πειραιά. Από τις ανατιναγμένες στέγες πρόβαλλαν άναρχα ξύλινες τραβέρσες και υποστηρίγματα, τα παράθυρα έχασκαν ορθάνοιχτα μπροστά σε δωμάτια που είχαν πάψει να υπάρχουν. Κοντύτερα στο λιμάνι, τεράστια κομμάτια μέταλλο καρφωμένα σε τοίχους, σε δέντρα, ακόμη και πάνω σε πεζοδρόμια – απομεινάρια από τα καράβια που είχανε βομβαρδιστεί τον Απρίλη του ’41.
Η Αγορά κλειστή. Ωστόσο πίσω από μισοκατεβασμένα ρολά διέκρινες σημάδια ζωής: κάθε τόσο κάποιος πρόβαλλε σκυφτός και έβγαινε κρατώντας το χέρι στο στήθος του πανωφοριού, κρύβοντας κάτω από τα ρούχα κάποιο δέμα τυλιγμένο σε εφημερίδα. Μια μυρωδιά φωτιάς από ξύλα ερχόταν από κάπου.
Ο Μίμης έσκυψε σε μια είσοδο και κάτι ρώτησε. Κάποιος πλησίασε· φαίνονταν τα σκασμένα παπούτσια του κάτω από το ρολό του παλιού σαπουνάδικου. Είπαν τι είπαν κι έπειτα ήρθε πάλι κοντά.
— Περίμενε, μου έκανε, θα μας πάει.
Κατάλαβα πως κάποια άκρη είχε βρεθεί, και αυτός ο κάποιος θα ερχόταν μαζί να μας οδηγήσει σε ένα μέρος όπου έπρεπε να ερχόμαστε συστημένοι ή να μπούμε με συνθηματικό.
Όταν βγήκε, είδαμε ένα παιδάριο. Θα ’ταν δε θα ’ταν είκοσι ετών, κάτασπρος σαν κοιλιά ψαριού, με λαγόχειλο που το ’κρυβε άσχημα ένα μουστάκι ψαλιδισμένο μάγκικα στις άκρες. Πήρε πρώτος το δρόμο κι εμείς το κατόπι του. Περάσαμε το σταθμό του τρένου και μπήκαμε στα στενά με τα παλιά εργοστάσια, τις λαμαρίνες, τα σιδεράδικα, τα φανοποιεία. Το πόδι μου είχε αρχίσει πάλι να πονάει, καθυστερούσα, έμενα πίσω. Ο Μίμης κοντοστεκόταν για να με περιμένει, αλλά ο νεαρός δεν σταματούσε – ήθελε να τελειώνει μια ώρα αρχύτερα. Σε κάποιο σημείο έστριψε δεξιά. Βρεθήκαμε σ’ ένα στενό αδιέξοδο γύρω στα δεκαπέντε μέτρα μήκος, γεμάτο με μαγαζιά που είχαν κατεβασμένα τα ρολά. Από μια πόρτα ερχόταν ο ήχος του γραμμόφωνου. Κάποιο αντρικό ντουέτο τραγουδούσε σαν μέσ’ από τηλεφωνική γραμμή με μεγάλα κέφια και ορμητικό ρυθμό για «χαρέμια και διαμάντια». Ο δίσκος όλο έχανε στροφές, οι φωνές όσο πήγαινε χοντραίναν, ο ρυθμός έπεφτε. Στο τέλος κάποιος σήκωσε τη βελόνα και η μουσική σταμάτησε.
Ο συνοδός μας έσπρωξε την κουφωμένη τζαμόπορτα σκεπασμένη από μέσα με χάρτινες λουρίδες και μπλε κόλλα και κάτι φώναξε προς το βάθος. Στο άνοιγμα πρόβαλε ένας γίγαντας. Φορούσε κασκέτο ναυτικό, ριγμένο πίσω και το πλατύ του μέτωπο είχε ένα βούλιαγμα στη μέση· κάποιο παλιό τραύμα που έχασκε σαν βγαλμένο μάτι. («Ο Πολύφημος!» μουρμούρισε πλάι μου ο Παπαχρυσάνθου.) Το αγριεμένο του ύφος όμως δεν κράτησε πολύ. Αντί άλλη κουβέντα κούνησε ερωτηματικά τα μεγάλα χέρια του και ακούγοντας από ποιον ερχόμασταν γέλασε ξεσκεπάζοντας ένα άδειο στόμα χωρίς δόντια. Τα μάγουλά του τσάκισαν λακκάκια, το μάτι σπίθισε τσαχπίνικα.
— Τ’ είναι, ρε λεβεντόπαιδα;
— Εσύ πες, αφεντικό, τι υπάρχει, αποκρίθηκε ο Μίμης και πέρασε μέσα πρώτος.
Τις μέρες εκείνες έτσι ψώνιζες στην Αθήνα: δεν σε ρωτούσε ο μαγαζάτορας τι θες, εσύ ρώταγες τι υπάρχει. Όλα είχαν αξία· αν δεν ήταν θρεπτική, θα ’ταν ανταλλακτική. Το μαγαζί ήταν κάποτε χασάπικο αν έκρινες απ’ τα τσιγκέλια στους ξύλινους τοίχους. Εμπόρευμα είχε φαίνεται μήνες να μπει μέσα. Αλλού φυλάγονταν τα καλούδια.
— Δείξε φως, μάγκα, είπε πάλι ο γίγαντας και ο Μίμης γύρισε προς το μέρος μου.
Έφερα το χέρι στο τσεπάκι κι έπιασα μια λίρα, την έδειξα και την ξανάκρυψα. Ο Πολύφημος φάνηκε σκεφτικός. Η λίρα είχε περάσει τις σαράντα χιλιάδες κείνες τις μέρες.
— Δυο οκάδες λάδι, μισό τυρί και ρεβίθια μια οκά σκάρτη, είπε ο γίγαντας. Και δυο κουτιά μαρμελάδα. Αυτά είναι για πούλημα.
— Τυρί; έκανε ο Μίμης. Τι τυρί;
— Τυρναβίτικο. Σήμερα ήρθε, το ’φερε ένας μπατζανάκης μου. Τρία κεφάλια. Τα άλλα έφυγαν κι αυτό που απόμεινε μου το ζητά ο παπάς της Αγια-Σοφιάς. Μισό σ’ το πουλάω αν το θες.
— Μισή οκά λάδι, είπα εγώ. Και μισή ρεβίθια. Κι ένα κουτάκι μαρμελάδα.
— Κουραμάνα; ρώτησε ο Μίμης.
— Κουραμάνα στην Τρούμπα, είπε ο Πολύφημος. Στα μπουρδέλα.
Κι επειδή είδε στα πρόσωπά μας απορία, εξήγησε χωρίς να πάρει ανάσα.
— Οι πουτάνες έχουν βάλει διατίμηση μια κουραμάνα η κουραβέρτα, κι οι Ιταλοί πάνε φορτωμένοι ψωμιά. Τα πουλάνε κι αυτές και παίρνουν ό,τι άλλο θένε.
— Καλά, έκανε ο Μίμης, θα πάμε κι από κει, έτσι, Ήφαιστε; Εγώ εκατό δράμια λάδι και εκατό τυρί. Ας μένει η μαρμελάδα, τι να κάνουμε…
— Άκου, ασίκη, λέει ο Πολύφημος ανοίγοντας εκείνο το ψυγείο για κρέατα που είχε από καιρό βγει στη σύνταξη. Δε θέλω συστάσεις σε άλλους. Μου φτάνει η ντόπια πελατεία. Μόνο επειδή έρχεστε από τον Μεμά ψωνίζετε, εξηγημένοι;
— Εξήγημένοι, άνθρωπε, είπα κι εγώ.
Αλέξης Πανσέληνος, Ο κουτσός άγγελος, Αθήνα 2002, σ. 105-111.
Το 10...
Ο Στεφανής άναψε τσιγάρο και σιγοπερπατώντας τράβηξε αριστερά, προς το Ρολόι. Δεν είχε τι να κάνει, που να πάει, ποιον να βρει. Θα γύριζε αργότερα στο καινούριο του σπίτι. Θυμήθηκε πως είχε δώσει ραντεβού με τον Μίστο κατά τις οχτώ, στο καφενείο του Βόλβη. Ήταν εφτά, νωρίς ακόμα. Προτίμησε να σκοτώσει την ώρα του περπατώντας· όταν κουραζόταν, θα ’παιρνε το τραμ.
Τα μαγαζιά τροφίμων της Κεντρικής Αγοράς ήσαν ανοιχτά, εκτυφλωτικά φωτισμένα με εκατοντάδες ηλεκτρικούς γλόμπους. Κόσμος πολύ συνωστιζόταν, να κάνει τα στερνά ψώνια του Σαββατοκύριακου. Μπήκε κι ο Στεφανής στην Αγορά, να χαζέψει. Σπρώχνοντας και σπρωχνόμενος, έκανε το γύρο των ψαράδικων, γλιστρώντας στο λασπωμένο πλακόστρωτο. Η έντονη μυρουδιά του συσσωρευμένου ψαριού δεν τον ενοχλούσε· εξεναντίας του θύμιζε θάλασσα – το βασικό στοιχείο της ζωής του – και του ερέθιζε τη ζωτικότητα. Περιεργάστηκε τα ψάρια που οι φωνές των πουλητάδων τα διαλαλούσαν. Παλαμίδα μπόλικη είχε πέσει, κι άλλο τόσο σκουμπρί σταχτί και γυαλιστερό, σαν λεπίδι ατσαλένιο. Οι δράκαινες, με τις καστανόμαυρες βούλες πάνω στ’ ανοιχτόχρωμο πετσί τους, έδιναν τόνο πιο ειρηνικό για όποιον δεν ήξερε το θανατερό φαρμάκι που φώλιαζε στ’ άσπρα κεντριά τους. Απαίσιες φάνταζαν οι καστανοκίτρινες σμέρνες, με το μακρύ γλιτσιασμένο κορμί – φίδια της θάλασσας. Η μαρίδα, ταπεινή σε μέγεθος και διακριτική σε θωριά, προκαλούσε πιότερο το γαστριμαργικό ενδιαφέρον των μερακλήδων, παρά τη ματιά των άλλων ψωνιστών.
Θεριά φαντασμαγορικά οι κόκκινες σκορπίνες, απειλούσαν το σύμπαν με τις τεράστιες στοματάρες τους. Το μπαρμπούνι κρατούσε τα σκήπτρα σε θωριά, γευστική πρόκληση και τιμή, αγοραζόμενο μόνο απ’ τους πιο καλοντυμένους ψωνιστές. Ο πολύς κόσμος συνωστιζόταν μπροστά στα σαφρίδια, τα κοκάλια, τις πέρκες, τους χάνους, τους γιούλους και τους κοκωβιούς, που ανακατεμένοι σε πανηγύρι παρδαλό προσφέρονταν προς εφτά και έξι δραχμές το κιλό. Ήσαν και κάτι μεγάλα καβούρια μολυβιά με πρασινωπές αποχρώσεις, που, επιμένοντας να μην ψοφάν, ανάδεναν, μες στα πανέρια, τα πόδια και τις δαγκάνες τους. Στην πάνω γωνιά, η μυρουδιά που κυριαρχούσε πιο κάτω – μυρουδιά ψαριού – μεταλλάζοντας σ’ απόπνοια ιωδίου από φύκι, μαρτυρούσε πως εκεί πουλιόταν τα θαλασσινά – μύδια, κυδώνια, καλόγνωμες και σουλήνες. Ήταν σαν ένα κομμάτι βραχιασμένης ακρογιαλιάς, που ξεστράτισε είκοσι μέτρα πέρα απ’ τα βρωμόνερα το λιμανιού, μέσα στα πανέρια και κάτω απ’ τους γλόμπους με πορτοκαλί φως.
Εκεί, στο σταυροδρόμι, ο συνωστισμός ήταν μεγαλύτερος. Εδώ έσμιγαν και χώριζαν τα τέσσερα ρεύματα που κυκλοφορούσαν ανάμεσα ψαράδικα, χασάπικα, μπακάλικα και μανάβικα. Δεξιά στα χασάπικα, με τα κρεμασμένα κρεατικά στα τσιγκέλια, η μυρουδιά της νεκρής στεριανής σάρκας δημιουργούσε αίστημα οσφραντικό πιο δυσάρεστο απ’ την ψαρίλα. Το αρνί, το βόδι βρίσκονται βιολογικά κοντύτερα στον άνθρωπο και μυρίζουν όπως ο σκοτωμένος άνθρωπος – εκείνη η σαπίλα του πεθαμένου αιμάτου. Η ζέστα της ημέρας είχε παρασιτέψει τα κρέατα, κι η ατμόσφαιρα δεν ήταν διόλου ευχάριστη. Αλλά κι η θωριά της γδαρμένης και τεμαχισμένης σάρκας δεν τραβούσε αισθητικά το μάτι του περαστικού, εξόν κι αν το ένστικτο της λαιμαργίας του τα παρουσίαζε δια μέσου της φαντασίας, καλοψημένα μέσα στην πιατέλα.
Βιάστηκε ο Στεφανής να προσπεράσει τα κρεοπωλεία. Περνώντας μπροστά από τ’ αλλαντοπωλεία, πάλι σιγάνεψε την περπατησιά. Ήταν η μυρουδιά του παστουρμά – σκόρδο, πιπέρι και ζαφορά – που του χτύπησε ευχάριστα στη μύτη. Τότε μόνον ένιωσε ότι πεινούσε, το μεσημέρι μόλις κάτι είχε τσιμπήσει πρόχειρα στο καφενείο του Βάλβη. Ένα ουζάδικο λίγο πιο πέρα, με τον μαρμάρινο μπεζαχτά, τον φορτωμένο πιατέλες κάθε λογής ορεκτικά μεζεκλίκια, μαγνήτισε την όρεξή του. Διάβηκε το κατώφλι. Απλό μαγαζί μα παστρικό, νοικοκυρεμένο. Ο σερβιτόρος φορούσε άσπρο σακάκι πεντακάθαρο.
— Τί επιθυμεί ο κύριος;
Ο Στεφανής, όρθιος μπροστά στο τεζάκι, έφαγε μια πίτα με σουβλάκι, κατέβασε δυο ούζα, κι άναψε τσιγάρο. Γλυκιά κομμάρα χύθηκε σ’ όλο το κορμί, μερμήγκιασαν τα γόνατα , σκοτίστηκε το μυαλό του. Μολοντούτο ένιωσε πολύ πιο ευχάριστα. Κάτι σαν βάλσαμο απλώθηκε μέσα που, που τον έκανε να μη συλλογιέται τα δυσάρεστα – παλιά, τωρινά και μελλούμενα. Μόνος κι άνεργος, με δεκατρία χιλιάρικα στην τσέπη; Θησαυρός! Ζούσε κοντά ένα χρόνο! Στο αναμεταξύ θα ’βρισκε κάποια δουλίτσα, θα κονόμαγε καναδυό χιλιάρικα το μήνα. Καμαρούλα ευχάριστη βρήκε, θηλυκά οικονόμησε κιόλας, φίλους θα έπιανε. Τί άλλο ήθελε; Ζωή δίχως έγνοιες και σκοτούρες!
Ξαναβγήκε στην Αγορά. Πέρασε μπροστά απ’ τα μπακάλικα, με τη φαντασμαγορία της πολυποίκιλης πραμάτειας τους, την καταυγαζόμενη από χείμαρρους ηλεκτρικού. Στοίβες οι κονσέρβες σ’ όλα τα πιθανά σχήματα, με ετικέτες κάθε σχήματος, χρώματος και σχεδίου. Μπροστά στην είσοδο, τα βαρέλια με τη φέτα, τον ταραμά, τη λακέρδα, τις ελιές και τα τουρσιά ανάδιναν σύμμεικτη οσμή πολύ ορεκτική, που έφερνε το σάλιο στο στόμα. Θα ήθελες να ψωνίζεις απ’ όλ’ αυτά, και να τα ’τρωγες ποτίζοντάς τα με ούζο, μπίρα και κρασί. Πιο μέσα, πίσω απ’ το κρύσταλλο της βιτρίνας-ψυγείου, τα κεφαλοτύρια, τα κασέρια, οι γραβιέρες, οι μυζήθρες, τα ζαμπόνια, οι μορταδέλες, τα σαλάμια, οι πηχτές μπέρδευαν τις ουσίες, τα σχήματα, τα χρώματα και τις γεύσεις τους σε σύνολο υποβλητικό. Καταγής, μέσα σ’ ανοιγμένα σακιά, το σπυρωτό ρύζι έμοιαζε με χιόνι στοιβαγμένο. Δίπλα, τα φασόλια, φάνταζαν πιο ωχρά κι άψυχα, ενώ η φάβα συμπλήρωνε με τον θερμό ηλιακό τόνο της, τα υπόψυχρα χρώματα. Ακόμα πιο θερμόχρωμο το καλαμπόκι σε προκαλούσε να το χουφτιάσεις, να νιώσεις τη γυαλάδα της αφής του, να το φέρεις στα ρουθούνια και να οσμιστείς τη βλαστεράδα που περικλείει το αλεύρι του. Σ’ άλλα ράφια ήσαν αραδιασμένα τα ποτά, σε ποικιλόσχημα μπουκάλια, στολισμένα με πολύχρωμες ετικέτες: κρασιά μαύρα, κοκκινέλια κι άσπρα ούζα, μαστίχες, λικέρ, τζιν, ουίσκι. Χώρια οι μποτίλιες με το παχύρρευστο βαθυκίτρινο χυμό πορτοκαλιού. Οι μπακάληδες, ντυμένοι άσπρες μπλούζες, γίνονταν χίλια κομμάτια να προκάνουν την πελατεία. Ψώνιζε ο κοσμάκης τα μπακάλικά του· τα στρίμωγνε στο δίχτυ, πλάι στο στράτσο με το κρέας ή το ψάρι· κατόπιν θα πήγαιναν ν’ αγοράσουν τα λαχανικά και τα φρούτα.
Φωτοχυσία και στα μανάβικα, που έδινε φαντασμαγορία στο χρωματικό όργιο: το κόκκινο της ντομάτας, το πρασινοκίτρινο της σουλτανιάς, το βαθυπράσινο του σύκου, το ανοιχτοπράσινο του καρπουζιού, με την αιμάτινη λαβωματιά της «βούλας», τη μερμηγκιασμένη μαύρα σπόρια· την κιτρινάδα του πεπονιού· την ωχράδα του βερίκοκου· το ντροπιασμένο τριανταφυλλί του ροδάκινου, τη χλωράδα του αχλαδιού, την τραχιά πρασινάδα του κολοκυθιού και τη γυαλιστερή καστανάδα της μελιτζάνας. Εδώ τ’ αρώματα ήσαν ευχάριστα, θύμιζαν κήπο, κάμπο, βουνοπλαγιά, περιβόλι με δέντρα καρπερά· σε παίρναν μακριά απ’ τον Πειραιά και σε πήγαιναν στην εξοχή, μακριά απ’ τα τσιμέντα, την άσφαλτο, το κατράμι του λιμανίσιου νερού και την μπόχα του πετρελαίου. Περιδιάβαζες με τη φαντασία ανάμεσα στις βραγιές με τα ποτιστικά, κάτω απ’ τον ίσκιο των δέντρων· πατούσες στο χώμα το αφράτο, κι ένιωθες τη βλαστεράδα του να διαποτίζει τις πατούσες και να μερμηγκιάζει σ’ όλο το κορμί σου.
Ψώνιζε ο κοσμάκης τα λαχανικά, τα φρούτα του, να χορτάσει με φτήνια την κυριακάτικη ανάπαψη. Απογιόμιζε το δίχτυ, το σήκωνε με κόπο· και τραβούσε να πάρει το λεωφορείο που θα τον οδηγούσε στην μακρινή κι άχρωμη γειτονιά, στο ταπεινό σπιτάκι του, εκεί που φωλιάζει η δυστυχία κι η ευτυχία της φτώχειας.
***
Μ. Καραγάτσης, Το 10, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2008, σ. 385-390
Τα παλιά καφενεία του ...
Τελευταία έκλεισε ένα από τα πολύ παλιά καφενεία του Πειραιώς, ο «Μιαούλης», απέναντι στο Μέγαρο Βάττη. Μα τα τελευταία χρόνια, τα καινούργια καφενεία ξεφυτρώνουν στον Πειραιά σαν τα μανιτάρια. Τόσα πολλά είναι τα καφενεία, που το Σωματείο Καφεπωλών έκανε απεγνωσμένα διαβήματα στους αρμοδίους να καθιερωθεί ένα ελάχιστο περιοριστικό μέτρο: να μην ανοίγει καινούργιο καφενείο εκεί που υπάρχει άλλο σε 50 μέτρων απόστασιν. Αλλά η υπόδειξης δεν έγινε δεκτή.
Και τα καφενεία στην πρώτη μας εργατούπολιν αυξάνονται και πληθύνονται: 650 είναι οι συνδικαλισμένοι καφεπώλαι στον Πειραιά και άλλοι 350 στην Κοκκινιά, μας κάνουν μια χιλιάδα καφενεία, χώρια τα «ανοργάνωτα». Θα μπορούσε να βγάλει κανείς συμπεράσματα απ’ αυτό. Φτάνει να μπείτε μια εργάσιμη ώρα σ’ ένα από τα ναυτικά καφενεία του Πειραιώς, στο «Σαρωνικό», το «Ναυαρίνο», στα Ανδριώτικα, τα Χιώτικα, τα Υδραίικα και να δείτε τους ανέργους ναυτικούς, που τα γεμίζουν, περιμένοντας τον ανθρωπομεσίτη για δουλειά, ή να βρεθείτε σε συνοικιακό καφενείο και να δείτε την άνεργη νεολαία μας, που της έχουν αποκλείσει την δουλειά, την μόρφωσιν, τα σπορ, το μέλλον…
Αλλά μιλώντας για την σημερινή αλματώδη αύξησιν του αριθμού των καφενείων, δεν έχουμε σκοπό να αναπτύξουμε αυτό το θέμα. Αντίθετα, θα πάμε προς τα πίσω, προς την εποχή που τα καφενεία του Πειραιώς ήταν όλα-όλα δέκα και έπαιζαν κάποιο ρόλο στην κοινωνική του ζωή. Μερικά απ’ αυτά, μάλιστα, άφησαν εποχή, βάζοντας την σφραγίδα τους σε μια ολόκληρη περίοδο της ζωής του Πειραιώς. Καφενεία-κέντρα, που τα είχε «στέκια» η παλιά μαστοράντζα, «τα «σινάφια», και που έγιναν κέντρα των πρώτων εργατικών αγώνων και των πρώτων συνδικαλιστικών κινήσεων. Αλλά που συγκέντρωναν τους διανοούμενους της εποχής, που έδιναν στέγη στους φιλολογικούς καυγάδες, στα φλογερά κηρύγματα, τις φάρσες και τα όνειρα των νέων. Καφενεία που περίμεναν βιολιτζήδες τους παλιούς μερακλήδες νοικοκυραίους του «Περαία» να τους καλέσουν στ’ αρχοντικά τους τα βράδια, καφέ αμάν με τους νταήδες τους, καφέ σαντάν, καφενεία περίφημα για τους καφέδες τους, για τους ναργιλέδες τους και για τους τύπους που σύχναζαν εκεί…
Και σήμερα ακόμη, στον παλιό Πειραιά, υπάρχουν μερικά παμπάλαια καφενεία, απομεινάρια της εποχής εκείνης, που δεν λένε να κλείσουν, ούτε και να συγχρονισθούν.
Ακόμη στου Καμπούρη το μαγαζί στην οδό Εθνικής Αντιστάσεως, συχνάζει η «μαστοράντζα», οι παλιοί οικοδόμοι, που είναι τον περισσότερο καιρό άνεργοι. Άλλοτε ήταν οι «μάστοροι» -σπάνιζαν τότε οι πολιτικοί μηχανικοί και οι Αρχιτέκτονες- καλοστεκούμενοι νοικοκυραίοι, σεβαστοί. Σύχναζαν τότε και στο καφενείο του Παππού, στην Γεωργίου Α’. Ήταν καλοντυμένοι τα βράδια κατά την μόδα που επικρατούσε σε κάθε επάγγελμα, αλλά τα χέρια τους ήταν τραχιά, δουλεμένα, οι κουβέντες τους μετρημένες, ντόμπρες. Μπορεί να μην είχαν διπλώματα, αλλά έχτιζαν με μεράκι, δεν περιφρονούσαν το περιττό, το παραπανίσιο. Τώρα, όσοι ζουν ακόμη παλιοί μαστόροι, πού να βρουν δουλειά στα τσιμεντένια κουτιά, που χτίζονται για πολυκατοικίες…
Στον ίδιο δρόμο, παρακάτω, γωνία Εθνικής Αντιστάσεως και Βενιζέλου, ήταν το καφενείο του Αραμπή –τώρα της χήρας Άννας Ψυρρή- που σύχναζαν και συχνάζουν ακόμη οι μαρμαρογλύπτες. Είναι ίσως το παλαιότερο από τα καφενεία που σώζονται ακόμη, πάνω από πενήντα χρόνια «στέκι» του επαγγέλματος. Και τούτο το επάγγελμα γνώρισε μεγάλη πέραση εκείνη την εποχή, που οι εύποροι συναγωνίζονταν ποιος θα στολίσει καλύτερα το σπίτι του και οι φαμίλιες να αποκτήσουν τον οικογενειακό τους τάφο.
Η παράδοσις των «επαγγελματικών» καφενείων διατηρείται ακόμη, μια που το συνδικαλιστικό κίνημα δεν έχει να δώσει στους εργαζομένους τίποτε περισσότερο από το καφενείο. Στα παραλιακά καφενεία, το «Ναυαρίνο» και το «Σαρωνικό», πάνε οι μηχανικοί θαλάσσης και οι άλλοι ναυτικοί, καθώς και στα νησιώτικα: του Βουδουράκη, όπου πάνε οι Σπετσιώτες, τα Ανδριώτικα του Λυγίζου [«Η Άνδρος»] και του Σμύρη [«Γάβριου»], τα Χιώτικα [«Ωραία Χίος» και «Οινούσαι»], τα Σαντορινιά του Γάσπαρη και του Κατσίπη κ.α. Στον «Αβέρωφ» της χήρας Σκαλτσά πηγαίνουν ακόμη οι καϊκτσήδες από τότε που τα καΐκια έδεναν μπροστά στο «Ρολόι». Στου Καλοροντάκου [οδός Γούναρη] συχνάζουν οι μηχανικοί εσωτερικής καύσεως. Από τα παλιά καφενεία είναι και των «Κυνηγών», όπου συγκεντρώνονται ακόμη οι Πειραιώτες κυνηγοί και λένε τα κατορθώματά τους, φανταστικά κατά το πλείστον. Το «Καφενείον των ΤΤΤ», απέναντι στο Τηλεγραφείο, είναι από τα παλιότερα σήμερα καφενεία του Πειραιώς και ο ιδιοκτήτης του κ. Στεφάνου από τους πιο παλιούς Πειραιώτες επαγγελματίες.
Στου Λεωνίδα Τραϊφόρου το καφενείο, γωνία Γεωργίου Α’ και Κουντουριώτου [όπου είναι τώρα αποθήκη καπνών] πήγαιναν οι οργανοπαίκτες, βιολί, σαντούρι, ούτι, κλαρίνο και «κανονάκι», τότε που ο Πειραιάς ήταν χωριό σχεδόν, με 10 καφενεία. Το καφενείο ήταν γνωστό σαν «Κολοκοτρώνης», από μια τεράστια χαλκογραφία του ήρωα του 21, που στόλιζε την αίθουσα. Μόλις σουρούπωνε, οι οργανοπαίκτες, με τα όργανά υπό μάλης, έπαιρναν την θέσιν τους γύρω στα τραπέζια, έπιναν το καφεδάκι τους για να ξενυστάξουν από το ξενύχτι της προηγουμένης και περίμεναν. Εκεί ήξεραν πως θα τους βρουν όσοι είχαν γλέντια, και τότε οι πρώτοι αστοί του Πειραιώς δεν… αστειεύονταν στα γλέντια τους. Κέντρα πολυτελείας, τζαζ και «μπουζουκλερί» δεν υπήρχαν, τα γλέντια γίνονταν στα σπίτια, με τα εθνικά και τ’ ανατολίτικα όργανα, με τον τσάμικο και τον καλαματιανό.
Έφταναν, λοιπόν, τα λαντώ και τα μόνιππα, με τους ίδιους τους νοικοκυραίους ή με παραγγελίες: «Ο κυρ Τζελέπης θέλει την παρέα του Κρητικού και λέει να μην ξεχάσετε το κανονάκι…».
Τις Απόκριες και τις μεγάλες γιορτές τ’ αμάξια έκαναν ουρά έξω από τον «Κολοκοτρώνη» να βρουν οργανοπαίκτες, με την Σαρακοστή… έπαιζε ταμπουράς, γιατί οι τοτινοί νοικοκυραίοι ήταν θεοφοβούμενοι και δεν γλεντούσαν.
Οι διανοούμενοι πάλι μαζεύονταν στο Πασαλιμάνι. Εκεί ήταν τρία καφενεία, από το παλαιότερο: Του Χρυσοστομίδη, εκεί που είναι τώρα η ταβέρνα Μήτσου [και δίπλα το περίφημο θέατρο Χρυσοστομίδη, τώρα «Ολύμπια»] και απέναντι άλλα δυο καφενεία, οι «Διόσκουροι» του Συνοδινού [σήμερα «Βερσαλλίες»] και του Διονυσιάδη [σήμερα «Σπλέντιτ»], που είχε από πίσω και το θέατρο, του ίδιου του Διονυσιάδη. Στο θέατρο αυτό κατέβαινε συχνά τα καλοκαίρια το Ελληνικό Μελόδραμα –πρόγονος της Λυρικής Σκηνής- που ήταν τότε «μπουλούκι». Συνέβαινε μάλιστα να παίζουν ταυτόχρονα τα βράδια τα «όργανα» στο καφενείο και το Μελόδραμα δίπλα στην μάντρα του Διονυσιάδη και να γίνεται…» ιλαροτραγωδία. Κάποτε, μάλιστα, μια λίγο νευρικιά πριμαντόνα, απηυδισμένη, από την αντίπραξιν μιας καφεσαντανίστριας, που ξελαρυγγιζόταν δίπλα, διέκοψε στο πιο κρίσιμο σημείο μια άρια της «Τραβιάτας» και φώναξε στην συνάδελφό της:
- Θα το βουλώσεις, μωρή, επί τέλους…
Στου Διονυσιάδη, πριν από 50-60 χρόνια έπαιρναν τον καφέ ή το ούζο τους οι περισσότεροι λόγιοι της εποχής: ο Νιρβάνας, ο Πορφύρας, κάποτε κι ο Βουτυράς, ο τενόρος ο Μωραΐτης, που ήταν διάσημος πότης και πειραχτήριο και άλλοι. Εκεί κατέβαινε κι ο Χρηστομάνος το πρωί και τ’ απόγευμα νωρίς, που είχε ησυχία, κι έγραφε σε μια γωνιά το έργο του, κοιτάζοντας την θάλασσα. Οι Πειραιώτες τον ήξεραν «ο καμπούρης», αλλά όλοι τον αγαπούσαν γιατί ήταν ήσυχος και γλυκομίλητος.
Στου Διονυσιάδη πήγαιναν και οι δήμαρχοι και γενικώς οι πολιτευόμενοι, όπως ο Τρύφων Μητσόπουλος, ο Ρετσίνας, ο Δαμαλάς, ο Δημοσθένης Σκυλίτσης. Κάθε απόγευμα έφτανε με το αμάξι του ο δήμαρχος τότε Τρύφων Μητσόπουλος, με τον ακόλουθό του τον Δημήτρη τον Παλούκη. Ο Διονυσιάδης, κατ’ εξαίρεσιν, έτρεχε να σερβίρει ο ίδιος τον «κύριο δήμαρχο». Ο Μητσόπουλος είχε έναν αμίμητο τρόπο να διώχνει όσους τον φορτώνονταν στο καφενείο για ρουσφέτια. Κάποτε τον πλησίασε ένας παίδαρος συστημένος από μια κυρία και του ζήτησε μια δουλειά «ελαφριά» για να μην … κουράζεται.
- Ξέρεις γράμματα; Τον ρώτησ’ ο δήμαρχος.
- Όχι.
- Α, να σου πω, παιδί μου, πήγαινε πουθενά αλλού, γιατί εγώ θέλω ή
γραφιά ή σκαφτιά…
Ο Δημοσθένης Σκυλίτσης πάλι ήταν… σκυλί στο δημαρχιλίκι του. Ο ίδιος, με την μαγκούρα απαραίτητα στο χέρι, επέβλεπε τα έργα οδοποιίας μέσα στο λιοπύρι παρ’ όλο το σκληρό κολάρο και την καπελαδούρα. Ήταν ο μόνος δήμαρχος, που δεν μπόρεσε να τον ξεγελάσει ο περιβόητος Λιγδοτάμπαρος, ο εργολάβος της πέτρας και να κλέψει τον Δήμο. Ίσως και γι’ αυτό υπάρχουν ακόμη δρόμοι του Σκυλίτση στον Πειραιά…
Προς το λιμάνι ήταν πάλι τα εμπορικά καφενεία. Στου Αναστάση Χαρβαλιά, στο οίκημα Αριστείδη Σκυλίτση, που έβγαινε και δήμαρχος, γινόταν προ 80 ετών οι δημοπρασίες και οι πλειστηριασμοί. Ο ειδικός εκφωνητής επαναλάμβανε την τελευταία προσφορά και φώναζε το γνωστό: α λα ούνα, α λα ντούο, α λα τρε, χτυπώντας και το ξύλινο σφυρί στο τραπέζι. Το παλιό ξύλινο πάτωμα του καφενείου ήταν κεντημένο σαν μωσαϊκό από μαύρα σημάδια, από τα καρβουνάκια των ναργιλέδων, που έπεφταν κάτω, μέσα στην νευρικότητα της διαδικασίας του πλειστηριασμού.
Παλαιότατο εμπορικό κέντρο ήταν και το καφενείο του Σαγκανά, που είναι ακόμη το εμπορικό χρηματιστήριο του Πειραιώς.
Την ίδια εποχή στη περιοχή εκείνη ήταν τα καφενεία του Σκριβάνου, απέναντι στον σταθμό, του Δημόπουλου, κάτω από το «Ρολόι», του Αραμπή [Ναυαρίνου και Τσαμαδού], που πουλούσε και τα «τουμπεκιά», του Ζέρβα, στην πλατεία Τελωνείου, του Παπούτσα στην Τρούμπα, του Τζελέπη [στο πρώτο σπίτι που έκτισε ο Τζελέπης, στην παραλία του λιμανιού], που αργότερα το πήρε ο Κρανιδιώτης, διάσημος παλληκαράς, και το έκανε καφέ αμάν.
Τότε, που δεν υπήρχε μόνιμο θέατρο, κινηματογράφος, ραδιόφωνο και κέντρα διασκεδάσεως, πολλά καφενεία αντικαθιστούσαν λίγο-πολύ όλα αυτά. Εκτός από τα καφέ αμάν, τα καμπαρέ της εποχής, υπήρχαν πολλά καφέ σαντάν που παρουσίαζαν προγράμματα με τραγούδια και ορχήστρα και κάποτε διάφορα νούμερα ή παντομίμα. Τέτοια ήταν του Μπέη και Μεζελιώτη στον Τινάνειο Κήπο [ο Μεζελιώτης ήταν ένας από τους γραφικότερους τύπους της εποχής], του Κουτσούρη, στην πλατεία αμαξάδων, όπου ήταν το αμαξοστάσιο [Λαϊκή Τράπεζα τώρα] και η βρύση όπου πότιζαν τα άλογα, του Νικολάου στην στοά Πολίτου, του Μπαβέα στην οδό Τσαμαδού, του Σαλιπάστρα στην πλατεία Θεμιστοκλέους.
Τα καφενεία αυτά έβγαζαν τραπεζάκια στα πεζοδρόμια και στις πλατείες και μερικά, μάλιστα, όπως του Αβδή, στον Τινάνειο Κήπο όπου έπαιζε η Φιλαρμονική του Δήμου –περίφημη τότε- είχαν…τζάμπα ορχήστρα. Τα περισσότερα όμως είχαν δυο-τρία βιολιά και κάποια ντιζέζ… μεγάλων καλλιτεχνικών αξιώσεων και διασκέδαζαν την πελατεία.
Κανένας περιορισμός δεν υπήρχε και τα τραπεζάκια σκέπαζαν όλες τις πλατείες και τους…κήπους. Μάλιστα, τόση ήταν η ασυδοσία της ελεύθερης πρωτοβουλίας, που μπροστά ακριβώς στο Δημοτικό Θέατρο κάποιος καφετζής, που είχε «δόντι», έστησε παράγκα και γέμιζε την πλατεία μπροστά στο θέατρο με καρέκλες και τραπέζια.
Για να προλαβαίνουν την πελατεία –το καλοκαίρι προπαντός- και για να έχουν… στυλ, τα καφενεία είχαν δημιουργήσει ειδικούς στην εκφώνησιν των παραγγελιών σερβιτόρους. Ένας αρτίστας στο είδος αυτό σερβιτόρος ήταν ο περίφημος «δεκανέας», στο καφενείο Σταυρόπουλου, στην πλατεία Θεμιστοκλέους τότε [που το 1928 την πούλησε ο δήμαρχος Τάκης Παναγιωτόπουλος και έγιναν εκεί τα μέγαρα τν μεγάλων τραπεζών]. Όταν είχε καλλιτεχνικό πρόγραμμα παντομίμας, η πλατεία Θεμιστοκλέους έπηζε από κόσμο. Ο «δεκανέας» τότε ήταν στις δόξες του. Κι απ’ τα δυο αυτιά έπαιρνε παραγγελίες μαζεμένες και ποτέ δεν τα έχανε. Αλλά ήταν και σωστός τενόρος, καμπάνα φωνή. Έβαζε το χέρι δίπλα στο στόμα κι έδινε παραγγελίες από την πλατεία στο «νταπή», πενήντα καφέδες μαζεμένους, σε δική του ιδιόρρυθμη μελωδία, που ήταν χάρμα να τον ακούς:
- Μάστορααα, κάνε καφέδες σαράνταααα, οι 4 σκέτοι, οι 5 με πολλά ολίγην, οι άλλοι 3 με ολίγην, 10 μέτριοι…
Και συνέχιζε: Όχι πολλά γλυκοί, γλυκοί, πολλά γλυκοί, βαρύ γλυκοί… Εξήντα οκτώ ως εβδομήντα ειδών καφέδες περιελάμβανε η καφεδοποιητική επιστήμη – το βεβαιώνουν αξιόπιστοι παλαιοί καφετζήδες. Και η ιεραρχία ήταν αυστηρότατη στην παραγγελιά. Πρώτα τους σκέτους και κατά σειρά από τους πιο πικρούς προς τους πιο γλυκούς και καταλήγοντας στα μισά «φλιτζάνια» έπρεπε να δοθεί η παραγγελιά, διαφορετικά χαλούσε η ιεροτελεστία. Τα «μισά φλιτζάνια» τα έπιναν τα κουτσαβάκια της εποχής, με τα τζογιέ πανταλόνια και τα ψηλοτάκουνα σκαρπίνια χωρίς κορδόνια.
Ήταν η εποχή των τύπων και ο Πειραιάς είχε άφθονους πάντοτε. Ένας από αυτούς –μια που μιλάμε για καφετζήδες- ήταν και ο Μακριδάκης, που είχε καφενείο-περίπτερο απέναντι στο Δημοτικό Θέατρο. Ήταν ένας Κρητίκαρος θεόρατος, με μακριές μουστάκες και στιβάνια, που του είχε κάτσει η λόξα να βρει το «αεικίνητο» και σταύρωνε τους πελάτες του με τα σχέδιά του.
Μια χαριτωμένη ιστορία διηγούνται για έναν άλλο καφετζή της πλατείας Θεμιστοκλέους, που φώναξε το Θεοδοσίου, τον «ποιητή του κάρου», που έκανε και τον ζωγράφο, να του ζωγραφίσει ένα λιοντάρι στον εξωτερικό τοίχο του καφενείου του. Ο Θεοδοσίου ζητούσε μερικά τάλιρα για την δουλειά, αλλά ο καφετζής τού έδινε ένα μόνο.
- Αν το θέλεις λυτό, του λέει τέλος, ο Θεοδοσίου, πάει καλά, αλλά αν το
θέλεις δεμένο θα πληρώσεις όσα σου ζητάω…
- Μωρά κάνε το λυτό, του λέει ο καφετζής, ευχαριστημένος που πέτυχε
τόσο εύκολα την έκπτωση.
Ο Θεοδοσίου το έκανε, αλλά με την πρώτη βροχή το λιοντάρι έγινε άφαντο από τον τοίχο. Ο περίφημος φαρσέρ ποιητής του κάρου το είχε κάνει με φτηνές νερομπογιές.
- Ποιος σου είπε να μην το κάνης δεμένο, να το ’χεις σίγουρο, απαντούσε ο Θεοδοσίου στις διαμαρτυρίες του καφετζή.
Μα και δεμένο να το είχε κάνει ο Θεοδοσίου, το λιοντάρι δεν θα υπήρχε πια στο πειραιώτικο καφενείο. Αν δεν το είχε πάρει η βροχή, θα το έπαιρνε η κατεδάφισις.
Τα παλαιά καφενεία του Πειραιώς, με την φυσιογνωμία τους και τα μεγαλεία τους, δεν υπάρχουν πια.
Δημήτρης Ραυτόπουλος, «Τα παλιά καφενεία του Πειραιώς», εφ. Αυγή, 9 Μαρτίου 1958 με πλήρη τίτλο «Τότε που δεν υπήρχαν τζαζ και μπουζούκια…τα παλιά καφενεία του Πειραιώς». Από το ανθολόγιο
Κατεδαφιζόμεθα...
3
Το μαγέρικο του κυρ Κωσταντή του Ράπτη ήταν σ’ ένα στενοσόκακο του λιμανιού, ανάμεσα ψαραγορά, λαχαναγορά και παπουτσίδικα. Εκεί την αράζει ο Άρης άμα τον σφίξει η πείνα. Ο κυρ Κωσταντής έχει χωρίσει το μαγαζί στα δυο. Από τη μια είναι το Οινομαγειρείον «η Καλοφαγία» κι από την άλλην το Καφενείον «η Άνεσις». Συχνάζει και στα δυο. Ο κάπελας του κάνει πίστωση, γίνεται θυσία. Τον καμαρώνει, μιλάει γι’ αυτόν στους πελάτες του.
«Τονε ξέρω από μα σταλιά παιδί. Έχει μυαλό δέκα σοφώνε, μα’ναι βασανισμένο. Ένα φεγγάρι τον είχανε σταλμένον, τα ορθά γουρούνια, οι μπαρμπάδες του, να δουλεύει στο "φτηνό υπόγειο" του Χακήμ – τώρα το βάφτισε και τούτος Αμερικάνικη Αγορά.
Ο Άρης μόλις μπαίνει στο μαγέρικο τρέχει ίσια στις κατσαρόλες. Ανασηκώνει τα καπάκια, οσμίζεται το φαΐ. «Υπολόγισέ με σήμερα για οχτώ δραχμές κυρ Κωσταντή. Μαζί και το ψωμί και τοπουρμπουάρ». Είναι φορές που ο κάπελας του λέει να βάλει κανένα ταλαράκι ακόμα γιατί έχει κρεατινό μούρλια, «έξτρα πράμα». Δεν κάνει να κακοτρώει. Είναι και πάνω στις άψες του. Κι αν τα’χει ζόρικα να μη στενοχωριέται. Το ντεφτεράκι του έχει πίστωση. Όποτε μπορέσει ξοφλά. Παραπονούμενο δε θα τον αφήκει. Του γαρνίρει τη μερίδα με παραπανιστές πατάτες. Στ’ ορφανό πιλάφι και στη μακαρονάδα του ρίχνει πάντα μπόλικη σάλτσα από ψητό. Δεν τσιγκουνεύεται. Και τ’ όσπριο του το σερβίρει «ξαφριστό», να’χει λαδάκι. «Φάει λαδι κι έλα βράδυ». Δεν το παραλείπει τούτο το χωρατό.
Ο Άρης για να τον κάνει να γελάσει του δηλώνει πως έχει ανάγκη σήμερα από λάδι. Του μιλάει για την κυρία Λιλή. «Σα δεν έχει να πλερώσει τις δόσεις σε μπάζει στην κρεβατοκάμαρά της».
Κάτι τέτοια τον ξετρελαίνουν τον κυρ Κωσταντή.
«Και λοιπόν;»
«Είναι όλο μαχμουρλίκι. Ανέμελη. Αφήνει χαραμάδα στη ρόμπα της, από στήθος μέχρι γλουτό. Να λάβεις ιδέα… Μελαψή και κρουστή η σάρκα της». Λιγώνεται στα γέλια ο κυρ Κωσταντής κι απαιτεί τη συνέχεια. «Σε πληροφορεί πως ξύπνησε αργά. Κείνος ο Αργύρης νισάφι, νύχτα δεν την αφήνει ήσυχη. Τι ακριβώς είναι ο Αργύρης; Σύζυγος, εραστής; Δεν αργείς να πληροφορηθείς τις εξαίρετες αντρικές του ικανότητες, τη θέρμη του, τις τυράγνιες και τις μπερμπαντιές του. Αν βαράει η τσέπη σου, μπορείς και να τον καταργήσεις. Η κυρία Λιλή δεν έχει αντίρρηση για μια μικρή δοκιμή δωρεάν. Φτάνει να μην της βάζεις το μαχαίρι στο λαιμό για τις δόσεις».
«Και συ τι κάνεις; Κάθεσαι;»
«Αν ήταν, κυρ Κωσταντή μου, να μπλέκουμε όπου ανοίγουν πόρτες και ρόμπες…»
«Χάνουν, μωρέ, τέτοιες ευκαιρίες; Αχ και να’χα τα νιάτα σου και την ομορφιά σου. Χίλιες τέτοιες φοραδίτσες θα’χα καβαλήσει…»
Η μερίδα του Άρη έρχεται διπλά περιποιημένη. Ψοφάει για νόστιμη κουβεντούλα ο κυρ Κωσταντής. Όλος μαζί είναι φουσκωμένος από αγάπη και κρασί. «Βραχύς ο βίος και το τέρμα του δυο μέτρα γης. Ό,τι προκάνεις και φας και πιεις». Ο Άρης δέχεται μ’ ανακούφιση την εγκάρδια φιλία που του’ρθε από κει που δεν περίμενε κι επωφελείται. Έχει τυπώσει ακόμα και κάρτες, για τη δουλειά του, με το τηλέφωνο της ταβέρνας. Ο γεροκάπελας τσακίζεται να του σημειώνει «καταλεπτώς» ποιοι τονε ζητούνε και τι ακριβώς τον θέλουνε. Αν μάλιστα καταλάβει πως είναι «τίποτις κύριοι της πελατείας» ξεφουρνίζει κάτι απίθανες ελληνικούρες, δικής του κατασκευής. «Ο κύριος Άρης απουσιάζει. Μόλις εξήλθεν. Θα επανέλθει όπως και δήποτε. Θα τον ενημερώσουμε περί του τηλεφωνημάτου σας. Να μείνετε ήσυχος. Τι μας ευχαριστείτε. Να πάτε στο καλό…»
Τελευταία πηγαινοερχότανε και ζητούσε τον Άρη μια γριά. Του κυρ Κωσταντή του μπήκαν ψύλλοι στ’ αυτιά. Τη λοξοκοίταζε. «Γυναικούλα του Θεού φαίνεται, μα που ξέρεις καμιά φορά; Λες να θέλει να τον μπλέξει το παλικαράκι σε τίποτις πουτανοδουλειές;» Η γριά έκανε τη μυστήρια. Μια μέρα, ωστόσο, κάθισε σε καρέκλα. Φαινότανε βαλαντωμένη, δεν τη σήκωναν άλλο τα πόδια της.
«Αν δεν είναι με πλερωμή, μου δίνεις ένα ποτηράκι νερό;»
«Το νεράκι με πλερωμή; Σώπα, κυρά. Γιατί μας επέρασες; Εμείς δεν τσιγκουνευόμαστε σαν ελόγου σου που δε λες ουδέ τ’ όνομά σου».
«Κι αν σου το πω, χριστιανέ μου, τι θα βγάλεις; Μαρουσώ με λένε. Παραδουλεύω στου κυρ Αρίσταρχου, μ’ έχει και στ’ αδερφού του το μέγαρο για τσι σκάλες. Εμείς τον είχαμε τον Άρη στο σπίτι μας νοικάρη τοτεσδά που τον έδιωξε ο θείος του ο Ντίνος. Τα ξέρεις;»
«Τα ξέρω, πως δεν τα ξέρω. Και για δεν το’λεγες αμέσως, κυρά, να σου κλείσω κανένα αραντεβουδάκι να μην τραβιέσαι».
«Πολύ θα το επιθυμούσα, κύργιε… πως λένε τ’ ονοματάκι σου;»
«Κωσταντή».
Πιάσανε ψιλοκουβέντα, λες και γνωριζόντανε χρόνια.
«Αχ, κυρ Κωσταντή μου. Έχω βάσανα μεγάλα και τρανά. Έχω γιο κατάκοιτο χρόνια. Ρώτα τον Άρη να σου πει για το Σπύρο μου τι παλικάρι είναι. Την εδική μου ζωή να μην τη γνωρίσει ούδ’ οχτρός μου».
Ο κάπελας της έκανε νόημα να περιμένει ένα λεπτό. Πέταξε στην ανυπόμονη πελατεία ένα βροντερό «έφτασεεε!». Κίνησε να πάει να τους βολέψει από καφέδες και νερά και ξανάρθε μ’ ένα πιατελάκι βύσσινο γλυκό. Η κυρα-Μαρουσώ πολύ συγκινήθηκε κι ως τον είδε να σκουπίζει τα χέρια του στην λερή άσπρη ποδιά του, έτσι της ήρθε να του την πάρει, να τηνε μπουγαδιάσει, να ξεγαριάσει λίγο.
«Και τι έχει ο γιος σου, όπου’ναι κατάκοιτος;»
«Μακάρι και να’ξερα, κυρ Κωσταντή μου. Ήτονε σαν την καλή χαρά όντας έπιασε δουλειά στο βερσοδεψείο του Νικητάκη. Θες που το ξιπολήσανε το παιδί και το ρίξανε στα νερά, χειμώνα καιρό, δίχως γαλότσες, υπόφερνε κι απ’ τσ’ αμυγδαλιές του… Τι να πω κι εγώ, αγράμματη, απροστάτευτη γυναίκα. Πέντε γιους ημεγάλωσα, κυρ Κωσταντή μου, πέντε λεβέντες, κι απόμεινα μ’ ένανε και τούτον μου τονε σακάτεψε ο Θεός, μεγάλο τ’ όνομά του».
«Και τι εγινήκανε οι άλλοι σου γιοι;»
Έπαιξε τα βλέφαρά της, κούνησε δεξά ζερβά το κεφάλι της. Χαμήλωσε τον τόνο της φωνής της.
«Μη ρωτάς και μην ξετάζεις. Τα εδικά μας βάσανα δεν ανιστορούνται. Μου τους εφάγανε τα εμφύλια. Δεν κάνει και να σου τα λέω, μη μάθει τίποτις ο κυρ Αρίσταρχος και χάσω τη δουλίτσα μου. Τη σήμερον σκιάζεται ο πάσα ένας και τη σκιά του, ένεκα η κατάσταση».
Ο κυρ Κωσταντής λίγα άκουγε και πολλά καταλάβαινε.
«Κάτι δεν πάει καλά στον τόπο μας, κυρά. Τι να πεις και τι να κάνεις; Ο καθείς οσμίζεται την οχετίλα μα δε μιλεί…»
Σώπασαν κι οι δυο τρομαγμένοι για όσα σκέφτηκαν και δεν είπαν.
«Και πως δεν τονε θεράπεψες τον ιγιό σου όπου τη σήμερον η επιστήμη κάνει θάματα;»
«Δεν την ξέρω την Επιστήμη. Εμείς ηφέραμε την Αντριάνα, αυτή γνωρίζει ξόρκια και βότανα. Κι ο παπα-Γληγόρης να’ναι καλά, του εδιάβασε τα περί βασκανία».
Ο κυρ Κωσταντής αγρίεψε.
«Δεν έχουνε πέραση αυτούνα. Γιατρό με δίπλωμα εφέρατε; Τίποτις νέα φάρμακα του δώσατε;»
«Δεν ξέρω τι να πω κι εγώ. Ηφέραμε και γιατρό με δίπλωμα. Είπε για νοσοκομείο. Μα το παιδί μου δεν ήτονε σε ασφάλιση, ουδέ σε σωματείο. Μας επήρε ο κυρ Αρίσταργος στο λαιμό του. Ήτονε ενάντιος. Τούτα τα Σωματεία, σου λέει, είναι ο χαμός της αργατιάς. Αχ, κυρ Κωσταντή μου, τι να σου πρωτοειπώ και τι να σου ιστορήσω. Ειμάστε φαμελιά καμένη και τσιτσιρισμένη. Πρόσφυγοι ήρθαμε στη Σαλονίκη από τα μέρη τση Σμύρνης. Ό,τι αρχίνιξε ο Τούρκος το τελέψανε τούτοι εδώ οι τρισκσταραμένοι…»
«Και τον Άρη, σαν τι τονε θέλεις να πούμε;»
Της γριάς τα μάτια αστράψανε.
«Ξέρεις τι τονε θέλω; Ήμαθα πως μπήκε σε καλή δουλίτσα, σε μεριά όπου πουλάνε αντρίκια κοστούμια με δόσεις. Θέλω το λοιπόν, ν’ αγοράσω κι εγώ κοστουμάκι του Σπύρου μου, να’χει να φορέσει σα θα περπατήξει. Ετσιδανάς να δεις καλή μέρα, κυρ Κωσταντή μου, πες του το του Άρη μας. Μου φαίνεται γρουσουζιά που τ’ αφήκω τόσα χρόνια το παιδί δίχως κοστούμι. Λέω με το μικρό μου μυαλό: Θες να δει το καινούργιο του κοστουμάκι λιμπιστερό, να λαχταρίσει και να σαλτάρει όπως έγινε μια βολά σαν αγκάλιασε την αρραβωνιάρα του; Εγώ πιστεύω σε θεό, κυρ Κωσταντή μου. "Η πίστις σου σεσωκάσου" λέει το Βαγγέλιο. Μπορεί – που ξέρεις; - μπορεί να μας λυπηθεί η μάνα του Χριστού να κάμει το θάμα της. Τον έχω ταμένο στη Μεγαλόχαρη».
Μόλις ο Άρης έμαθε για την επίσκεψη της κυρα-Μαρουσώς είπε: «Θα πάω. Οπωσδήποτε θα πάω τούτες τις μέρες να τους δω. Είναι ντροπή μου που τους ξέχασα. Έξι μήνες έζησα μαζί τους».
Έπεσε σε συλλογή κι αποξεχάστηκε κι ούτε έδειχνε τη συνηθισμένη βιασύνη του να φάει και να φύγει. Τον καθήλωσαν βαριές αναμνήσεις. «Θέλω να ξαναβρεθώ σε κείνο το περιβάλλον. Μπορεί σήμερα ν’ ανακαλύψω ό,τι δεν ήμουνα σε θέση να καταλάβω τότε…» Το γράμμα του Γιάννη Χερετά, όσο κι αν το αρνιέται, μεγάλωσε την τάση που είχε απ’ ανέκαθεν να ψαχουλεύει τα τραύματά του και πολλές φορές να τα ματώνει, απαιτώντας να του αποκαλύψουν κρυφές πτυχές του αντιφατικού εαυτού του.
Ο νους του ολόκληρη εκείνη τη μέρα δεν έπαψε να τριγυρνά στη μάντρα της κυρα-Μαρουσώς και ν’ ανταμώνεται με πρόσωπα, με καταστάσεις, με τον ίδιο τον εαυτό του, τον ανώριμο έφηβο της εποχής εκείνης.
***
Διδώ Σωτηρίου, Κατεδαφιζόμεθα, Κέδρος, Αθήνα 1982, σ. 129-133.
Αυτοβιογραφία...
Στα Σφαγεία
Προτού πάω φαντάρος, έφυγα από λιμενεργάτης και πήγα εκδορεύς στα σφαγεία. Αυτός ο Δαέλης ο Ιωσήφ, που μ’ έσωσε από το νερό όταν είμαστε πιτσιρίκοι στη Σύρα. Και κάτι άλλοι, αλλά αυτός περισσότερο. Επήγα κι άραξα εκεί πέρα κατά το 1922-23. Το παράτησα στο λιμάνι και σηκώθηκα κι έφυγα, και πήγα κάτω εκεί στην αγορά που ’τανε ένα κρεοπωλείο, του Παράσχου Κονδύλη, Συριανός, πατριώτης μας. Του είπα να με πάρει υπάλληλο. Με πήρε ο άνθρωπος και μ’ έβαλε στο μαγαζί του μέσα, και πήγαινα και έσφαζα. Εκεί πληρωνόμουνα μηνιάτικο από τον καταστηματάρχη. Ακόμη έχουν χασάπικο τα παιδιά του στην αγορά του Πειραιώς. Μου έδινε τρακόσες δραχμές το μήνα. Όμως δεν ήταν η δουλειά τόσο βαριά αν και ετράβηξα και κει τα πάνδεινα, μια και δεν ήμουν ειδικευμένος εκδορεύς αλλά μόνο φουσκωτής, πότε με το φυσερό και πότε με το στόμα. Δούλευα μαζί με έναν Αριστείδη τ’ όνομα.
Στην αρχή που πήγαινα δεν ήξερα να κάνω τίποτες. Ό,τι θα ’κανα, να σκουπίσω το μαγαζί να είναι καθαρό, να πα να κάνω καμιά δουλειά του μαγαζιού, και να με παίρνουν στα σφαγεία εκεί να φουσκώνω τα πράματα που σφάζανε. Είχαμε κάποιο φυσερό, το οποίο ανοίγαμε μια τρύπα στο ποδάρι, το βάζαμε μέσα και το φουσκώναμε να τανύσει το τομάρι και να το γδάρουμε. Εγώ έκανα για πρώτη φορά αυτή τη δουλειά να πούμε. Φούσκωνα και κρέμαγα τα σφαγμένα πάνω στα τσιγκέλια και έπαιρνα τα συγυρισμένα αυτά από τα τσιγκέλια, να ’ρθει η ώρα να τα πάρουν να τα στείλουνε κάτω στο μαγαζί.
Μεγάλη βρώμα στα χασαποσφαγεία. Όπως όταν περάσεις από την αγορά που είναι τα χασάπικα, όμως περισσότερο, γιατί επέφτανε μεγαλύτερες βρώμες, να πούμε τα κόπρια, τα κάτουρα, χίλια δυο. Την είχαμε συνηθίσει αυτή τη βρώμα. Τότες ήμουνα μικρός και δεν καταλάβαινα. Όταν όμως έμαθα τη δουλειά και έβλεπα το βόρβορο αυτό, είδα ότι δεν ήμουνα άνθρωπος γι’ αυτή τη δουλειά. Όταν έμαθα κι έβλεπα το τι γινότανε, πάρα πολύ στεναχωριόμουνα, πάρα πολύ. Λέω εγώ. Πάλι αυτή τη δουλειά θα κάνω μέχρι να πεθάνω, να σφάζω, τί είμαι γω; Λυπόμουνα τα πράματα. Λυπόμουνα τα ζώα. Τα λυπόμουνα. Και επερικάλαγα τον Θεό πάντοτε να μου ’βρει μια δουλειά να ησυχάσω, να φύγω απ’ αυτό το κακό.
Όμως εδούλεψα για χρόνια σ’ αυτή τη δουλειά, εκδορεύς. Από το είκοσι τρία ως το είκοσι εννιά με τριάντα στα σφαγεία Πειραιώς, κι από το τριάντα ως το τριάντα πέντε στα σφαγεία Αθηνών.
Όταν δούλευα στα σφαγεία του Πειραιώς, εδούλευα σ’ ένα μαγαζί κρεοπωλείον του Πέππα, το μεγαλύτερο μαγαζί μέσα στην αγορά του Πειραιώς. Εκεί το λοιπόν μ’ έναν άλλον Γιώργο Κατσικά, συνάδελφός μου δηλαδή κι αυτός, εσφάζαμε τα πράματα του μαγαζιού του Πέππα. Διάφορα πράματα. Πότε γουρούνια, πότε κατσίκια, πότε αρνιά, πότε γελάδια. Ήμουνα ο Κατσίκας και γω οι σφαγείς στο μαγαζί. Πληρωνόμαστε κάθε Σάββατο. Κάποτε υπήρχε έλλειψη από κρέατα, που δεν είχανε να σφάξουν, και μέσα κει στη μάντρα που πηγαίναμε και παίρναμε τα πράματα, από μικρό ένα μοσχάρι το μεγαλώναμε εκεί. Το ταΐζαμε και μεγάλωσε κι έγινε μεγάλο, δηλαδή έγινε διακόσιες τριάντα, διακόσιες σαράντα οκάδες. Τότε είχαμε τις οκάδες. Και μια μέρα μου λέει τ’ αφεντικό. Θα το πάρουμε να το σφάξουμε. Βέβαια πραγματικά για σφάξιμο το είχε. Αλλά εγώ όταν μου το είπε αυτό το πράμα δυσαρεστήθηκα πάρα πολύ, στεναχωρήθηκα. Αυτό το μοσχάρι, λέω, που το μεγαλώνω από μικρό, να το πάρω να το σφάξω τώρα! Ουδέποτε δεν θα γίνει αυτό το πράμα. Τέλος πάντων να μην το συζητάμε, το μοσχάρι με γνώριζε κι όταν έβλεπε που πήγαινα εκεί κοντά ερχότανε κοντά μου μ’ έγλειφε, μου ’κανε εκεί χίλια δυο. Μ’ αγάπαγε. Το πήρα λοιπόν να το πάω στα σφαγεία. Από τη μάντρα ήτανε στα Ταμπούρια, τα σφαγεία ήτανε στα Λιπάσματα. Μόλις το πήγα στα σφαγεία το λοιπόν το ’δεσα εκεί σ’ ένα χαλκά που δένανε σχεδόν όλα τα βοϊδινά, αλλά το μοσχάρι σάμπως να κατάλαβε κάτι δηλαδή, κι αρχίνισε και φώναζε φωνές. Εγώ το λυπόμουνα ώσπου ήλθε η ώρα η πραγματική για να το σφάξω. Το δένω το λοιπόν στο χαλκά και του δίνω μια μαχαιριά πάνω απ’ το κεφάλι όπως τα σκότωναν αυτά, και πέφτει χάμω. Και τι να σας πω δηλαδή, πρώτη μου φορά που είδα τέτοιο πράμα στη ζωή μου. Να κλαίει το ζώο απαρηγόρητα. Να πέφτουν στάλες τα δάκρυα από τα μάτια του. Πέταξα το μαχαίρι και λέω του μικρού που είχα εκεί πέρα σφάξ’ το, δε θα ξανασφάξω άλλη φορά τέτοιο πράμα. Πήγα κάτω λοιπόν, τα ’βαλα με το αφεντικό. Ήτανε και άρρωστος αυτός, φθισικός, χάλια. Δεν ντρέπεσαι ρε κουράδα να σφάξεις αυτό το αθώο πράμα; Τί σου ’κανε το ζώο; Δεν έβρισκες κρέατα να δώσετε στον κόσμο; Να μην έδινες μια βδομάδα. Ήταν ανάγκη να το σφάξουμε; Και μαλώσαμε κι από τότες εσταμάτησα να κάνω αυτή τη δουλειά, και κατόπι πήγα στα σφαγεία των Αθηνών.
Κάθε μέρα πρωί στις έξι η ώρα εξίμισι που πηγαίναμε εκεί πέρα, μετά είχαμε δουλειά μέχρι τις δυο τρισήμισι. Μετά από κει πέρα γυρίζαμε. Είχαμε διάφορους ανθρώπους, μάγκες χασαπάκια. Χασαπάκι, μικρό μαγκάκι. Και κει είχα άλλα. Και κει είχα νταραβέρια. εγυρίζαμε στους τεκέδες, πήγαινα από δω πήγαινα από κει, επαίζαμε το όργανο και πηγαίναμε. Με παίρνανε στο ένα μέρος, στο άλλο μέρος. Εκεί που ήμαστε στον Άγιο Γιάννη το Μαύρο ήτανε κάποιος τεκές σ’ ένα σπίτι και πηγαίναμε και φουμέρναμε στου Λαμπράκη. Κι αυτός εκδορεύς ήτανε, χασάπης, και μας έβαζε μες στο σπίτι του μέσα, και φουμέρναμε όλοι. Όχι ότι γινότανε τίποτε. Όχι, φουμέρναμε.
Μάρκος Βαμβακάρης, Αυτοβιογραφία, επιμ. Αγγελική Βέλλου-Κάιλ, Παπαζήσης, Αθήνα 1978, σ. 96-97.
Μετάβαση στο σημείο: Η αγορά του Πειραιά