Πειραιάς
Πόλη αγεωμέτρητη
Συγκρότηση ενότητας: Καλλιόπη Μακαρώνη- Το λιμάνι του Πειραιά
- Η αγορά του Πειραιά
- Πλατεία Καραϊσκάκη (Λεμονάδικα)
- Τρούμπα
- Ακτή Μιαούλη
- Ακτή Ξαβερίου-Χατζηκυριάκειο-Πειραϊκή
- Κεντρικές Συνοικίες
- Διαδρομές στην παραλία των αρχόντων, των μετοίκων και των προσφύγων
- Προφήτης Ηλίας-Κρητικά
- Νέο Φάληρο
- Γειτονιές βαμμένες κόκκινες
- Δραπετσώνα
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Το λιμάνι του Πειραιά Ο βιομηχανικός Πειραιάς
Η ζωή εις την πρωτεύου...
Ο δε λαός;… Ο λαός υφίσταται –διότι δεν είνε άλλως δυνατόν- την επίδρασιν των ηθών τούτων. Συνείθισεν ήδη να πίνη ζύθον αντί του ρητινήτου του. Έχει τας εξοχάς του, εις ας εκχύνεται κατά Κυριακήν, συν γυναιξί και τέκνοις. Έχει τα ιδιαίτερα καφενεία του, τα ιδιαίτερα καπηλειά του, τα ιδιαίτερα θεάματά του. Έχει τας δικάς του εορτάς, τας δικάς του συναθροίσεις, τα ιδικάς του πανηγύρεις. Αλλά πόσον διαφέροτνα των άλλοτε! Τον χειμώνα, ότε αι λοιπαί τάξεις παραπονούνται κατά κανόνα δια την έλλειψιν θεάτρου, αυτός έχει τα ωρισμένα του θεατρίδια παντομίμας ή κωμικών παραστάσεων. Πολυπληθή ζυθοπωλεία παρέχουσιν αυτώ αντί ευτελούς τιμής μπίραν υπόξυνον προς πόσιν και ρυπαράν ιταλίδα ή ελληνίδα υπηρετούσαν προς θέαν. Ικανοί δε ξενώνες, εν οις παρέχεται οίνος, ζύθος και τροφή, κατά προτίμησιν δε πατσάς, μένοντες ανοικτοί προς χάριν αυτού καθ’ όλην την νύκτα, εισάγοντες δε μετά παραδόξου επιτυχίας το σύστημα των ιδιαίτερων δωματίων, καλούσιν αυτόν εις παννυχίους ευωχίας. Αλλ’ η κυριωτέρα αυτού διασκέδασις περιορίζεται ως επί το πλείστον τον χειμώνα εις την ανά τας αγυιάς και τα προάστεια και τα περίχωρα περιπλάνησιν πεζή ή εφ’ αμάξης, εν απολαύσει της θαυμασίας και μοναδικής του λιακάδας.
Το θέρος όμως στοιβάζεται κατά χιλιάδας εις τους υγρούς και αθλίους παριλισσίους κήπους, όπου θεαταί εν πατριωτική εξάψει και ενθουσιασμώ τον Λεωνίδαν εν Θερμοπύλαις κατατροπούντα δια πυροβολισμών τους Πέρσας, ή Κωνσταντίνον τον Παλαιολόγον ψυχοραγούντα επί των ξυλίνων επάλξεων σητοβρώτου σκηνής, ή της Γενοβέφας τα θαυμάσια παθήματα, ή του Διάκου την διά μυστηριωδών σχημάτων μάχην προς τους επιτιθέμενους Τούρκους και τον μοιραίον ανασκολπισμόν. Άλλοτε δε εξίσταται προ των τολμηρών ακροβατικών γυμνασμάτων πειναλέου τινός αθλητού, ή χειροκροτεί τα θανατηφόρα πηδήματα δεκαετούς κορασίου, ή διαρήγνυται καγχάζων προ των τερατωδών μορφασμών ειδεχθούς παληάτσου. Ή άλλοτε τέλος πάλιν, εν τη ορμή όλων των κτηνωδών του ενστίκτων εξεγειρομένων, ραβδοκοπεί μέχρι συντριβής τα καθίσματα και τα θρανία εκδηλών την εύνοιάν του προς χυδαίαν ορχήστριαν ή αοιδόν, βραγχνόν έχουσον τον λάρυγγα και δύσηχον την φωνήν, αλλά παχείας τας κνήμας. Και βοή τότε τρομερά ανέρχεται προς τον ουρανόν, αλαλαγμός εκκωφαίνων, πάταγος σατανικός, ορυμαγδός διαβολικός, συρφετού έκφρονος, κόσμου εν μανία.
Αλλά, μολονότι φαίνεται τόσον ευθυμών, δεν ευθυμεί εν τούτοις ούτε κατά τον τρόπον τούτον πράγματι. Όπου πρέπει να τον ίδη τις αληθώς ευθυμούντα, είνε εις τα παρά την πλατείαν της Ελευθερίας, παρά τους σταθμούς των σιδηροδρόμων, παρά το Θησείον, εις τ’ απομεμακρυσμένα ολίγον κέντρα του εργατικού πληθυσμού, όπου ιδρύονται ιδιόρρυθμα ωδικά καφφενεία και εγκαθίστανται πλάνητες θίασοι ανατολιτών οργανοπαικτών ή αοιδών, και Σμυρναίος βιολιστής μαγεύει διά του ευκίνητου τόξου του τους συνηθισμένους και καλλίφωνος αρμενία ή εβραία βάλλει περιπαθούς αμανέ στόνους. Εκεί επανέρχεται ολίγον εις τας φυσικάς κλίσεις, εκεί επανέρχεται εις τα πραγματικά αισθήματά του. Εκεί ο χαρακτήρ αυτού καταφαίνεται οίος είναι τω όντι, λαού μεσημβρινού, φίλου της απολαύσεως και της αργίας. Εκεί αφίνεται εις την εκχείλισιν των μυχίων πόθων του, των εσωτερικών τάσεών του, των απροσποιήτων του ορέξεων.
Το επ’ εμοί, διά να εύρω τοιαύτην σκηνήν αληθούς λαϊκής διασκεδάσεως και ευθυμίας, ηναγκάσθην εχάτως να κατέλθω μέχρι του Πειραιώς.
Σας συνιστώ να μεταβήτε και σεις, διότι αξίζει τον κόπον.
Εντός καφφενείου τινός, ενός των κοινών παρά την προκυμαίαν καφφενείων, ανακυκάται πλήθος πολύ, σωρός κεφαλών και σωμάτων παρακαθημένων. Ναύται, εργάται, εμποροϋπάλληλοι, αμαξηλάται, αληθής λαός. Υπό την χαμηλήν του καφφενείου οροφήν, εφ’ ης εζωγραφισμένοι εμβλέπουσι προς τα κάτω διά των τερατωδών ομμάτων των παράδοξοι γρύπες και περιπλέκονται εις μυρία αλλόκοτα σχήματα πολύχρωμοι απεικονίσεις ανθέων, η ατμόσφαιρα είνε πνιγηρότατη. Βαρεία ομίχλη καπνού σκοτίζει την όρασιν και ως υπό πυκνόν πέπλον μόλις διακρίνονται από της εισόδου χειρονομούσαι εν φανταστικοίς κινήμασιν αόριστοι όψεις. Συμμιγής θόρυβος φωνών, κραυγών, βλασφημιών, φιλονικειών πληροί την αίθουσαν. Τα καθίσματα και τα τραπέζια παράκεινται πλησιέστατα αλλήλοις, συνεσφιγμένα, συμπεπιεσμένα, παρεμποδίζοντα την διάβασιν. Οι υπηρέται μόλις κατορθούσι να διέρχωνται διά μέσου αυτών, βάλλοντες οξείας κραυγάς προς παραγγελίαν των διατασσομένων υπό των πελατών. Προς το βάθος κείται ο υψηλός μπάγκος του διευθυντού, εφ’ ου αποτίθενται κύπελα, κύαθοι, φιάλαι, ρίπτονται δ’ εν κρότω τα χαλκά κέρματα, άτινα συνάζουν οι υπηρέται. Προς την άλλην δε γωνίαν, αριστερά, εγείρεται ειδός τι εξέδρας, εφ’ ης κάθηνται τρεις μουσικοί, παρ’ αυτούς δε τρεις γυναίκες. Ο πρώτος των μουσικών, ο πρεσβύτερος, εγείρει βραδέως το βιβλίον του και άρχεται παίζων επ’ αυτού χρόνον τινά. Μία δε, η νεωτέρα των γυναικών, δεκατετραετής παιδίσκη, εβραία, με ζωηρούς μέλανας οφθαλμούς, μορφήν προπετή και ευάρεστον, κόμην πλουσίαν, κομψώς αναδεδημένην, φέρουσα κίτρινην εσθήτα, εσφιγμένην επιμελώς περί την οσφύν, και περικνημίδας κατακοκκίνους, ων, φιλαρέσκως επιδεικνυμένων, μόλις εξαρκεί να καλύψη την εμπροσθίαν άκραν μακρότατον και οξύν πέδιλον, εγείρεται και ορχείται συμφώνως προς τον ανακρουόμενον ρυθμόν. Αμέσως δε πας θόρυβος παύει. Η παιδίσκη στρέφεται περί ευατήν, επί του εφ’ ου ίστατι στενού χώρου, υπερέχουσα πάντων των λοιπών, αναπηδά ελαφρώς, κινεί εν τω αέρι τους βραχίονας αφ’ ων εξηρτημένα συνοδεύουσιν εμμελώς της ορχήσεώς τους ελιγμούς κρόταλα ηχούντα, προβάλλει το στήθος και περιπλέκει τας κνήμας. Και το πλήθος θεάται ηδυνόμενον και υποτονθορίζει του ρυθμού τον ήχον, και παρακολουθεί παρασυρόμενον βαθμηδόν τον χρόνον του χορού, πλήτον δια των ποδών το έδαφος…
Αλλ’ ο χορός ετελείωσε. Και η παρακαθήμενη τη παιδίσκη γυμνή ψάλει ταχέως σύντομόν τινα και εύθυμον δημοτικήν ωδήν.
Και μετά μικρόν η τρίτη, ώριμος νεάνις, όχι άσημος, αλλά φέρουσα επί της φυσιογνωμίας αποτετυπωμένα προφανή τα ίχνη της αλήτιδος και ατάκτου ζωής της, άρχεται άδουσα δια βαθείας φωνής ανατολικόν τι άσμα.
Μονότονοι, βραδείς, εκπνέοντες, ανέρχονται οι τόνοι προς την οροφήν, ομοιόμορφοι και ομοιόχρωμοι, εκτός ελαφρών παραλλαγών και διακυμάνσεων. Το όλον άσμα μετέχει βόμβου, γόου, παραπόνου και νανουρίσματος. Ο περίεργος ρυθμός ομοιάζει νήμα εν συνεχεία επί πολύ ανελισσόμενον. Αδιάκριτοι, μόλις ακουόμεναι εν τη μακρά τρομώδει παρατάσει του μέλουε, κυλίονται αι αποτελούσαι αυτό ολίγαι λέξεις, μόνη δε, κρατούσα των λοιπών, αντηχεί ευδιάκριτος και καθαρά μία, εν όνομα, ανά πάσαν στιγμήν προφερόμενον και αδιαλείπτως επαναλαμβανόμενον. Τα όργανα μόλις κινούνται, συνοδέυοντα την αοιδόν. Και το παράδοξον άσμα προβαίνει, πάντοτε νυσταλέον, πάντοτε αβίαστον, επί του αυτού πάντοτε ήχου και επί των αυτών ή μάλλον της αυτής λέξεως, ως επίμονος επίκλησις, ως απηλπισμένη κραυγή, ως μυχίου πόνου και πόθου έκφρασις, άλλοτε μαλθακώς ολισθάινον, άλλοτε αιρόμενον εις θλιβεράν οιμωγήν και άλλοτε καταπίπτον και τελευτών εις βαθύν στόνον. Και υπό την βαυκαλητικήν και υπνωτικήν, ως χασίς ή οποίου, επήρειάν του το πλήθος σιγά και φαίνεται ως να βυθίζεται εις είδος νάρκης και ακροάται εν μακαρία ακινησία και ρέμβη. Και εφ’ όσον εκείνο παρατείνεται εν τη διαρκεί αυτού χαυνότητι και μελαχγολία, ως να διερμηνεύη επιθυμίαν αόριστον, αλλά τοσούτω μάλλον φλογεράν, πάθος επώδυνον προς τι άγνωστον και ασύλληπτον, ή ως να θρηνή τι απολωλός ανεπιστρεπτεί, στέρησιν σκληράν και ανεπανόρθωτον, επί τοσούτο και τούτο ενωτίζεται ήρεμα ως να υποκύπτη εις μαγνητιστού θέλησιν. Αλλ’ όταν και ο ύστατος τόνος του βαθμηδόν, μικρόν κατά μακρόν, εκλείπη, τότε εγείρονται όλοι διαμιάς και μανιώδεις κραυγαί αιτούσι την επανάληψίν του. Και η αλλόκοτος σκηνή, ήτις φαίνεται ως εξαχθείσα εκ φανταστικού τινος διηγήματος του Γκωτιέ ή του Όφφμαν, εξακολουθεί, εξακολουθεί επί πολύ, επί ώρας μακράς, καιρόν ήδη μετά το μεσονύκτιον και πέραν έτι…
Νίκος Μάθεσης ή Τρελλά...
Ο Πειραιάς πριν μισό αιώνα με τα καταγώγια, τους ντεκέδες, τα μπαρμπουταντζίδικα, τα Βούρλα και τα «καφέ-σαντάν» του. Ο Πειραιάς με τους νταήδες του, τους μάγκες, τους ρεμπέτες, τους αγαπητικούς, τους πορτοφολάδες και τους κλέφτες των λιμανιών. Ο Πειραιάς προ 57 χρόνια όπως τον έζησα εγώ, τότε ήμουν 11 χρονών και τον θυμάμαι σαν να ήταν χθες. Τότε και πριν έλθουν οι πρόσφυγες ήταν μικρός. Θυμάμαι το 1917 όπου ήμουν πρόσκοπος στην ομάδα του Λελούδα με έναν συμμαθητή μου που τώρα είναι δικηγόρος, επίσης και ο αδερφός του δικηγόρος είναι. Και όταν ερχότανε απ’ τη Θεσσαλονίκη το «Λαφαγιέτ», το πλοίο νοσοκομείον (γαλλικό ήτανε) στου Ξαβέριου και έφερνε Έλληνες στρατιώτες τραυματίες από τις μάχες του Σκρα και τους κερνούσαμε και μετά τους πήγαιναν στο Χατζηκυριάκειον που ήτανε νοσοκομείο τότε. Εκεί μπροστά στου Ξαβέριου ήταν αραγμένα πολεμικά καράβια γαλλικά, ιταλικά, αγγλικά και ελληνικά. Και σαν δεν είχαμε δουλειά πηγαίναμε παρέες και κολυμπάγαμε και λέγαμε στους Γάλλους «μουσχιού ντόνε μουά λεπέν» ή «ντόνε μουά νεσού». Δηλαδή, «κύριε δω’ μας ψωμί» ή «δω’ μας μια δεκάρα». Κι αυτοί μας έλεγαν «μαργαρήτ…».
Τότες ο Πειραιάς ήταν πολύ άγριος. Από την μια ο αποκλεισμός, από την άλλη τα πολιτικά μας μίση. Οι φόνοι στα Καρβουνιάρικα, Τρούμπα και Τζελέπη ήταν στην ημερησίαν διάταξιν. Όσο για ντεκέδες από την Πειραϊκή, Παναγίτσα, Άγιο Νείλο, Άγιο Νικόλαο, Γύφτικα, στο Χατζηκυριάκειο, στην Τρούμπα, και όσο πιο πέρα πήγαινες, Άγιο Διονύση, εκεί φουμάρανε στο δρόμο. Ζάρια μες το δρόμο παίζανε, περνούσε ο χωροφύλακας και δεν του έδινε κανείς σημασία, παρά τραβούσανε την δίκοπη επιδειχτικά να την δει! Τι να έκανε; Από στρατιώτη αγράμματο βουνίσιο τον ρίξανε χωροφύλακα στον Πειραιά μες τα λυσσασμένα τσακάλια. Πρωτοδικείο, Εισαγγελία δεν είχε τότε ο Πειραιάς! Απ’ την Αθήνα κατέβαιναν οι νωματαρχέοι νταήδες να επιβάλουν την τάξη και να συλλάβουν κανέναν επικίνδυνο καταζητούμενον.
Ο Πειραιάς τότε είχε και έφιππη χωροφυλακή. Χαμαιτυπεία είχε μόνο τα Βούρλα που τώρα είναι φυλακές. Εκεί οι γυναίκες δεν βγαίνανε έξω, απαγορεύανε αυστηρώς. Αλλά οι αγαπητικοί είχαν τον τρόπο τους και πηδάγανε τα μεσάνυχτα μέσα παρ’ όλο που φυλάγανε άγριοι εύζωνοι! Αλλά καμία δεν μαρτυρούσε. Φόνοι γινόντουσαν κάθε τόσο, αιτία βέβαια οι γυναίκες αλλά όσοι εγκληματούσαν για την γυναίκα, αυτή ήταν υποχρεωμένη μέχρι να βγει απ’ την φυλακή να τον συντηρεί. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, θα σκοτωνότανε απ’ τους φίλους του. Αλλά και όταν έβγαινε, η πρώτη του δουλειά ήταν να την στεφανωθεί. Απαραίτητος κανών!!! Για τον σκυλόμαγκα ο άγραπτος νόμος είναι σκληρός! Καφωδεία ο Πειραιάς είχε πολλά γύρω στην Ντρούμπα. Απάνω στο πάλκο έπαιζαν τσιφτετέλια, ζεϊμπέκικο κ.λπ. Κάτω στο πάλκο ορχήστρα ευρωπαϊκή, πιάνο, βιολί και τζάζι για ταγκό κ.λπ. Και μπροστά χαμηλά, σχεδόν κάτω ήταν δώδεκα κορίτσια σε παράταξη άβαφτες Γερμανίδες που έπαιζαν με την σειρά τους βιολιά. Αυτήν την διαρρύθμιση είχαν όλα τα καφωδεία της Τρούμπας. Οι φόνοι εκεί γινόντουσαν συχνότατα. Αφού του έτρωγε τα λεπτά του και τον έκανε στούπα, του έλεγε να μην περιμένει απέξω! Και η αρτίστα έβγαινε αγκαζέ με τον ντερβίση της, αλλά και ο άλλος ο επαρχιώτης άγριος, και το ψυχικό γινότανε…
Επίσης και τα παιχνίδια ήταν πάμπολλα (λέσχες). Μέσα κάθε καρυδιάς καρύδι, μπράβοι, αβανταδόροι, μούτρα, να μπουν αμέσως φυλακή σε ένα γνέμα! Φόνοι πιο πολλοί στα παιχνίδια γιατί έχανες τα λεπτά σου, ίσως και ξένα που στα είχαν εμπιστευθεί να τους ψωνίσεις κάτι πράγματα. Και το αίμα ανέβαινε στο κεφάλι και…
Όσο για μάγκες, δηλαδή ρεμπέτες, κάθε συνοικία είχε τους δικούς της. Αν ακουγότανε κανένας ρεμπέτης καλός με πράξεις σωστές ρεμπέτικες, δηλαδή παλικαρίσιες εξηγήσεις, τότε ακουγότανε και στον Πειραιά, δηλαδή στην καρδιά του Πειραιά. Στα παιχνίδια που είχαν οι νταήδες ανεγνωρισμένοι… Έσπαγε τα δεσμά της συνοικίας του και από μαχαλόμαγκας αφανής γινότανε διεθνής. Αναγνωριζότανε από όλες τις συνοικίες, αλλά πώς; Έπρεπε με έργα και όχι με λόγια, να μαλώσει, μα μαχαιρώσει, να μπιστολίσει, να τραυματίσει καλόν νταή ανεγνωρισμένον, ασχέτως εάν δεν πήγε στην φυλακή. Μηνύσεις δεν γινόντουσαν, θα καθαρίζανε στον δεύτερο γύρο που θα έβγαινε ο χτυπημένος απ’ το νοσοκομείο… Η αστυνομία το μάθαινε και ερχότανε να σου πάρει κατάθεση και εσύ τους έλεγες ότι έπεσες από ένα μικρό γκρεμό και σου μπήκαν κάτι σίδερα στην κοιλιά… και σου έλεγε μακάρι μόλις βγεις να σου μπούνε κι άλλα να ησυχάσουμε από εσάς τα τομάρια… Αν όμως έκανες μήνυση κατέρρεες αυτομάτως και όλοι οι μάγκες είχαν να κάνουν με σένα και να σε ξεφτιλίζουν…
Τέτοια γινόντουσαν πού και πού, μάλλον από γερασμένους νταήδες και από φιγουρατζήδες ρεμπέτες…
Όσο για τα μπουζούκια, ο Πειραιάς με τις μαγκίκες του, ήτανε ορχήστρα πλήρης. Μέρα και βράδυ από όπου και να πέρναγες, δηλαδή από καφενείο, άκουγες το κελάηδισμα του μπουζουκιού ή του μπαγλαμά και την μυρωδιά της ταλμίρας (χασίς) ή από αργιλέ ή από τσιγαριλίκι. Και αυτός που το έπαιζε δεν ήταν κάνα παιδάκι, ήταν άνθρωπος της τούφας και το είχε μάθει στο σχολείο –φυλακή. Έτσι λεγότανε η φυλακή για να μην καταλαβαίνουν οι ανίδεοι. Παιδιά κάτω των 20 χρόνων και ανώμαλοι απαγορευότανε η είσοδος δια καρπαζιάς, σβουριχτής και κλωτσιάς! Εδώ το νταραβέρι είναι του τάδε και συχνάζει όλο το σκυλολόι.
Σιδερένια πόρτα...
Πολλές φορές με συγκίνηση τη θυμόταν και την πόλη που ’μεναν οι γονείς του και όπου είχε ανατραφεί, είχε μεγαλώσει. Αν και ποτέ, ποτέ δεν του είχε αρέσει…
Εκεί, σ’ αυτήν την πόλη, δεν υπήρχανε, μέγαρα πολλά, αλλά λιγοστά, ούτε πλήθος άπειρο να τρέχει σε πλατιούς δρόμους, και ούτε γινόταν ο θόρυβος των τραμ, των αμαξών. Αυτή έμοιαζε με πόλη, που της έχουνε φύγει οι περισσότεροι κάτοικοί της, όπως γίνεται όταν πέφτει κάποια μεγάλη αρρώστια, και είναι σχεδόν έρημη.
Οι διαβάτες λιγοστοί στους βρομερούς δρόμους, και μια ησυχία, νέκρα σχεδόν, βασίλευε μεγάλη. Όταν όμως προχωρούσε κανείς στην αγορά, που βρισκόταν κοντά στο λιμάνι, εκεί θ’ άκουγε θόρυβο μεγάλο απ’ τις φωνές των πουλητών, των βαρκάρηδων, απ’ τα βαπόρια που ξεφόρτωναν και απ’ τους κρότους των κάρων.
Και απ’ εκεί πάλι, αν προχωρούσε, θα ’πεφτε σε κάτι δρόμους βρόμικους πολύ, και μαύρους, κατάμαυρους, που θα ’χαν την ίδια ερημιά με τους άλλους δρόμους της πόλης. Εκεί όμως θ’ άκουγε τότε ένα θόρυβο σατανικό να βγαίνει από κάτι μαυρισμένα χτίρια μακριά, ασοβάτιστα, με κάτι ψηλούς, πανύψηλους λαιμούς, σα λαιμούς τεράτων μυθικών, αποκεφαλισμένων, που ξερνούσαν, έχυναν αντί αίμα, μαύρο καπνό.
Ήταν τα εργοστάσια που κλείνανε μέσα τους τη ζωή, την κίνηση.
Όλοι σχεδόν οι άνθρωποι σ’ αυτή την πόλη, δουλεύανε, δουλεύανε απ’ το πρωί έως το βράδυ. Πριν ακόμα το βαθύ σκοτάδι φύγει, τα βραχνά σφυρίγματα των εργοστασίων θ’ αρχίζανε να καλούν τους εργάτες, γέρους, νέους, κορίτσια, γυναίκες στη δουλειά. Και μετά, όταν σωπάζανε, στους δρόμους τους υγρούς, θα γινόταν μια κίνηση μεγάλη. Χιλιάδες άντρες, παιδιά, γυναίκες, κορίτσια κι ακόμα γέροι με κάτασπρα μαλλιά, τρέχανε βιαστικοί στην πρόσκληση των βραχνών σφυριγμάτων, ή των βραχνών φωνών που τους είχαν καλέσει.
Ο ήλιος ποτέ δεν έβλεπε, ή ποτέ δεν είχε δει αυτή την κίνηση. Όταν έβγαινε θα φώτιζε έρημους δρόμους.
Κι όταν το σκοτάδι έπεφτε, πάλι θα γινόταν αυτή η κίνηση στους δρόμους, πάλι η μυρμηγκιά των εργατών θα τους πλημμυρούσε. Κι έμοιαζε η κίνηση αυτή σα ρέμα που κατεβαίνει το πρωί και ανεβαίνει το βράδυ.
Τη νύχτα οι ταβέρνες και τα καφενεία ήτανε στις δόξες τους. Αλλά δεν κρατούσε πολύ. Μόλις η ώρα περνούσε λίγο, ερήμωναν. Και η πόλη όλη θα ’πεφτε σε ησυχία και σπάνιος ήταν ο διαβάτης στους δρόμους. Μόνο στην παραλία, στο λιμάνι γύρο, υπήρχε κίνηση στα καταστήματα, στις μπύρες και στα μακρόστενα καφεσαντάν.
Το Σάββατο το βράδυ κρατούσε πάντα, περισσότερο η κίνηση στις ταβέρνες και στ’ άλλα κέντρα. Οι δουλευτάδες τα λεφτά που με τόσον κόπο είχανε βγάλει τα πετούσανε, για λίγες ώρες, τα ξόδευαν άσκεπτα.
Την Κυριακή το απόγευμα παίρνανε ζωή και οι έρημες πλατείες. Γέμιζαν αυτές από χιλιάδες κόσμο εργατικό, που με τα καλά του ρούχα, πήγαινε να πάρει αέρα, να περπατήσει και να βρει κάποιο γνωστό του.
Αλλά μόλις η μέρα άρχιζε να χάνεται όλοι φεύγανε, χανόντουσαν. Οι πλατείες, η παραλία έμεναν έρημες. Η άλλη μέρα ήτανε μέρα δουλειάς.
Οι πλούσιοι ήτανε λίγοι. Κι έβγαιναν αυτοί με υψωμένο το κεφάλι, το σβέρκο αλύγιστο, ίσιο, και περνούσανε μεσ’ απ’ το πλήθος το φτωχό απ’ τους δουλευτάδες, σα δεσπότες, αφεντάδες μέσα από σωρό δούλων.
Κάποτε η πόλη έπαιρνε παράξενη ζωή και κίνηση. Και γινόταν αυτό, όταν πλησίαζαν οι εκλογές. Ε, τότε το πλήθος των δούλων, των σκλάβων αισθανόταν ότι κάτι ήταν κι αυτοί. Οι τρόποι του αλλάζανε, το κεφάλι σήκωνε ψηλά, και αλλιώς μιλούσε και φερόταν. Και τραγούδια, βιολιά, σαντούρια ακούγονταν παντού. Όλη η πόλη διασκέδαζε με τα λεφτά των αφεντάδων, μεθούσε, συζητούσε μάλωνε…
Ο περιορισμός των δούλων, ή των σκλάβων, αυτές τις ημέρες δεν ήτανε μεγάλος, παραλούσε. Και πολλές φορές αφήνονταν ελεύθεροι απ’ τη δουλειά, να τρέξουνε, να μιλήσουνε, να συζητήσουν. Τραπέζια τους έκαναν μεγαλόπρεπα όπου το κρασί χυνόταν άφθονο. Και κάθε μέρα οι φίλοι του κόμματος και οι γέροι δουλευτάδες, οι ελευτερωμένοι για λίγο, θα γυρίζανε με άμαξες και θα πίνανε σε κάθε ταβέρνα φιλικιά τους. Και πότε ο τραγουδιστής που θα ’χαν μαζί τους, θα τραγουδούσε με συνοδεία βιολιών και λαούτων:
Το λένε τ’ αηδονάκια
κάτω στα ρέματα,
πως θα ’βγει ο Μαρκούτσης
δεν είναι ψέματα.
Η κίνηση αυτή, το γλέντι, διαρκούσε ίσαμε την μέρα της εκλογής. Μα τι ήτανε κείνη η μέρα!… Σα να ’φερνε μαζί της και σκορπούσε παντού τρομερή τρέλα. Όλη η πόλη βρυχιότανε, μούγκριζε, σφύριζε. Μεθυσμένος κόσμος με τα σύμβολα του κόμματος στο στήθος, ή τυλιγμένος σ’ αυτά, χτυπιότανε με τους αντίθετους άγρια. Οι σκλάβοι μαλώνανε για τους αφεντάδες, για να τους δώσουν ακόμη ευτυχία, πλούτη, σκοτωμοί γινόντουσαν πολλοί, και πλήθος κεφάλια την άλλη μέρα παρουσιαζόντουσαν δεμένα.
Και όταν τελείωνε η εκλογή, το φωτισμένο σπίτι του νέου Δημάρχου έκλεινε σε λίγο τις ολάνοιχτες πόρτες του, κι έμενε απ’ εκείνη την ώρα βουβό στην κάθε φωνή, στο κάθε χτύπημα.
Μα και το ίδιο σχεδόν, γινόταν την άλλη μέρα, και στου Δημάρχου το πρόσωπο. Το γέλιο, το χαμόγελο, που στόλιζε τη μορφή του, έφευγε, χανότανε, σαν να κλεινότανε, ν’ αμπαρωνόταν κι αυτό, και ψυχρά, υπερήφανα κοίταζε όλους […]
Στην αγορά και το λιμάνι που πλησίαζε, γινόταν θόρυβος δαιμονισμένος. Του φάνηκε, πως είχε ακόμα μεγαλώσει, γινόταν περισσότερος από άλλοτε.
Είδε πάλι τις στοίβες των εμπορευμάτων στην παραλία, τους υπαλλήλους να γυρίζουνε με σημειωματάρια γράφοντας, και άλλους πάλι πλήθος, να κατεβάζουν απ’ τα ατμόπλοια, που τα ένωναν με τη στεριά μαδέρια, να κατεβάζουν εμπορεύματα, σακιά γεμάτα. Και τα κατέβαζαν τρέχοντας ο ένας πίσω απ’ τον άλλον, πάνω στα μαδέρια που χοροπηδούσαν.
Κρότοι πολλών βιντσιών, που ξεφορτώνανε στις μαούνες, που βρίσκονταν κάτω απ’ τα βαπόρια, φωνές, σφυρίγματα, βλαστήμιες…
Ένα βαπόρι μεγάλο, κάπνιζε περά, ανοιχτά, ρίχνοντας κατάμαυρο καπνό στον ουρανό. Βάρκες γύριζαν, ερχόντανε σχίζοντας τα πρασινωπά νερά, με μια μικρή κίνηση. […]
Στο δρόμο πάλι, εκείνη η κίνηση. Κάρα μακριά, σούστες, άλλα άδεια και άλλα φορτωμένα σίδερα, κάσες, τσουβάλια και διάφορα άλλα, τρέχανε. Οι λάσπες τινάζονταν εδώ κι εκεί απ’ τους τροχούς.
Και μέσα σ’ αυτό το θόρυβο, την κίνηση, παιδιά με ξεσχισμένα ρούχα που φαίνονταν οι σάρκες τους, και βρόμικα τόσο, που μοιάζανε με μαύρους, έψαχναν, ψαχούλευαν εδώ και κει σαν τους σπουργίτες, για να βρούνε τίποτα. Μάζευαν τους σανούς, που ’πέφταν απ’ τα σακούλια των αλόγων, τα κάρβουνα τα βαπορίσια, ρίχνοντάς τα όλα μαζί σ’ ένα παλιοσακί, που ’χαν κρεμασμένο στον ώμο σαν τα παιδιά του σχολείου τη σάκα. Αλλά κι αυτά δούλευαν![…]
Ήρθε η Μεγάλη Παρασκευή, στο σπίτι όλα τα ’χαν κατακάθαρα. Μια σωρεία αυγών κόκκινων υψωνότανε σε πιατέλες μεσ’ την τραπεζαρία, στο μπουφέ. Υπήρχαν κι άλλα κρυμμένα.
Ο πατέρας του Αριστομένη αυτήν την ημέρα συμβούλεψε όλους του σπιτιού να κλείνουν τα εξώφυλλα των παραθύρων του δρόμου και να μη βγαίνουν στα παράθυρα κ’ ούτε ν’ ανεβαίνουν στην ταράτσα, γιατί μπορούσε να χτυπηθούν από καμιά σφαίρα. Τώρα, έλεγε, πάει ο καιρός που πυροβολούσαν με μόνο μπαρούτι και χαρτί, τώρα πυροβολούνε με περίστροφα.
Κι είχαν αρχίσει οι κρότοι εδώ κι εκεί, αραιοί σαν να γινόταν αψιμαχία. Οι καμπάνες από πολύ πρωί χτυπούσαν πένθιμα. Απ’ όλα τα μέρη της πόλης ερχόνταν τα πένθιμα χτυπήματα, τρέχανε στον αέρα. Και ο καιρός ήταν συννεφιασμένος σα θλιβερός.
Ο κόσμος χυνόταν έξω απ’ τα σπίτια του. Όλα τα χρώματα που υπάρχουν στη γη τρέχανε στους δρόμους. Και όλο το πλήθος εκείνο το πολύχρωμο γελούσε, ήταν ευχαριστημένο, ενώ πάνω του έτρεχε ο πένθιμος ήχος της καμπάνας, σα να κλαίε αυτός μόνος στον αέρα, το μαρτύριο του Χριστού.
Όσο έφευγε η μέρα, η κίνηση στους δρόμους μεγάλωνε.
Μετά έπαψε για λίγο. Κρότοι εδώ και κει σπαρτοί. Η κίνηση πάλι ξανάρχισε σιωπηλή, χωρίς γέλιο και θόρυβο.
Οι καμπάνες χωρίς διακοπή τώρα, χτυπούσαν πένθιμα. Τα πλήθη με κεριά αναμμένα, μαζεύονταν στις εκκλησίες, πλημμύριζαν τα έξω μέρη, τους κοντινούς δρόμους, ή τις πλατείες.
Μόνο ο Αριστομένης πήγε στον επιτάφιο, αν και θέλησε ο πατέρας του να τον κρατήσει στο σπίτι, λέγοντάς του πάλι, για κινδύνους σφαιρών, δυναμίτιδων και και.. Οι άλλοι όλοι μείνανε σπίτι.
Μόλις έφθανε ο Αριστομένης έβγαινε και ο επιτάφιος. Είδε τα εξαπτέρυγα, τη λάμψη του χρυσού, του αργύρου κι άκουσε και τους ψαλμούς. Το πλήθος όλο κινήθηκε τώρα, ένας ποταμός φωτεινός απ’ την πλατεία χυνόταν στον πλατύ δρόμο της Αγίας Φωτεινής.
Οι φωνές των ψαλτάδων και παιδιών που τους βοηθούσαν, ακούστηκαν καθαρά να λένε:
- Κύριε λέησον, Κύριε λέησον…
Και τη στιγμή κείνη και από μακριά, απ’ την κεφαλή της πομπής, ακούστηκαν φωνές σε άλλον τόνο, ανακατωμένες, δυνατές όμως, πολύ δυνατές και πολλές να λένε κι αυτές:
Εμπρός ο τίμιος σταυρός
Κύριε λέησον
Και πίσω ο Μιχαήλος, ο κουτσός
Κύριε λέησον
Ήταν οι φωνές των μαγκών, των μόρτηδων της αγοράς, που ψέλναν κι αυτοί. Ο Αριστομένης γέλασε καθώς στεκότανε απόμερα κοιτάζοντας την πομπή, θυμήθηκε πως ο Μιχαήλος ήταν κάποιος χασάπης ψηλός, άσχημος τερατώδης, πολύ αδύνατος και κουτσός. Αυτός στους επιταφίους πάντα πήγαινε μπρος με τους μόρτες της αγοράς, κρατώντας ένα μεγάλο σταυρό σιδερένιο, στολισμένο με κεριά. Κι έτσι έκανε τον αρχηγό, το διευθυντή, τον αρχιμουσικό στους μάγκες, τους οδηγούσε ρυθμικά στο «Κύριε λέησον». Τώρα ήταν εκεί μαζί με τους μόρτες που τον ψέλναν ή βρισκότανε στον τάφο;
Ρώτησε κάποιον που ’χε σταθεί κι αυτός κοντά του κι έβλεπε.
- Μπα, του απάντησε αυτός, είναι καλά, αλλ’ έχει δυο χρόνια να ’ρθει
στον επιτάφιο. Και γι’ αυτό τα μορτάκια τον βάλανε στο «Κύριε λέησον».
Ο επιτάφιος, τα εξαπτέρυγα, οι παπάδες ντυμένοι τα ιερά άμφιά τους που αστράφτανε, όλος ο κόσμος κείνος με τα φώτα, προχωρούσαν σιγά. Οι ψαλτάδες και τα παιδάκια που ’χανε να τους βοηθάνε, ψέλνανε τώρα μελωδικά το θρήνο της Παναγίας:
Ω γλυκύ μου έαρ,
γλυκύτατον μου τέκνον
πού σου έδει το κάλλος.
Πάνω όμως σ’ αυτή τη γλυκιά μελωδία, από μακριά, απ’ την κεφαλή της πομπής ερχόντουσαν οι φωνές των μόρτηδων, που ξακολουθούσανε να ψέλνουν το δικό τους ψάλσιμο και σα να ’χανε δικό τους επιτάφιο:
Εμπρός ο τίμιος σταυρός
Κύριε λέησον
Και πίσω ο Μιχαήλος ο κουτσός
Κύριε λέησον
Και είχαν ανακατωθεί τώρα μαζί και κάτι φωνάρες βραχνές στριγκές, φάλτσες…Κρότοι ακούγονταν εδώ και κει πλήθος, και ρουκέτες τινάζονταν στον αέρα, στον ουρανό, που σα να του ’χανε φύγει τ’ αστέρια αυτή τη βραδιά και γύριζαν κάτω στη γη, βρισκόταν κατασκότεινος.
Χίλια συντρίμμια φωτεινά απ’ τις ρουκέτες πέφτανε από ψηλά, βεγγαλικά άναβαν πολύχρωμα απ’ τα μπαλκόνια και τις ταράτσες, απ’ τα μαγαζιά. Κρότοι από τρακατρούκες, από πιστόλια παλιά, νέα, τρομπόνια ακούγονταν. Και παντού φώτα, φωτιές, σπίθες, μικροεκρήξεις…
Και η πομπή προχωρούσε σιγά. Σταματούσε μόνο στα σταυροδρόμια, έψελναν εκεί οι παπάδες και πάλι ξακολουθούσε το δρόμο της. μυρουδιές μοσκολίβανου κάποτε έρχονταν […]
Να όμως ξαφνικά ο επιτάφιος και στάθηκε. Αυτό έβγαλε τον Αριστομένη απ’ τη γλυκιά ομιλία της Γιούλιας, που είχε βυθιστεί. Και οι ψαράδες είχαν πάψει. Αλλ’ από πέρα μακριά, απ’ την κεφαλή που ’χε στρίψει στην οδό των Βαρελάδων, ήρθε μια τρομερή ιαχή, ένας αλαλαγμός που θύμισε στον Αριστομένη τις διαδηλώσεις τις εκλογικές.
- Μα, τι είναι; ρωτούσαν πολλοί. Γρήγορα έγινε γνωστό.
- Ο επιτάφιος του Αγίου Αντωνίου κατεβαίνει, κι έρχεται κάτω απ’ τον
ίδιο δρόμο.
- Τι λες!
- Ω, ω, πάλι τα ίδια θα ’χουμε!
Έγινε ταραχή, φωνές. Πολλοί απ’ την ουρά φανήκανε να τρέχουν εμπρός χωρίς λαμπάδες και με υψωμένες μαγκούρες…
- Απάνω τους!
Άλλοι πάλι φεύγανε απ’ τη μέση, φεύγανε απ’ τις γυναίκες τους που προσπαθούσαν να τους εμποδίσουν, σπρώχνοντάς τες με δύναμη και τρέχανε κει που υψώνονταν άγριες οι φωνές, ένα ούρλιασμα απαίσιο.
- Θα πιαστούνε!
- Αλίμονο!
- Μα τι είναι τούτο!
- Εμπρός και μεις! Τι καθόμαστε!…
- Εμπρός, ναι, και μεις, όλοι μαζί!…
Οι παπάδες όμως ασκεπείς με τα πολυτελή άμφια ντυμένοι, έμεναν ακίνητοι κοιτάζοντας προς το θόρυβο, που ’χε γίνει σατανικός. Ένας ψήλος, γίγαντας παπάς, με μακριά γενειάδα και με ύφος δυνάστη. Ένας ψηλός, γίγαντας παπάς, με μακριά γενειάδα και με ύφος δυνάστη δεσπότη, τυράννου που βρίσκεται σε μάχη, ή που πολεμά αλλόθρησκους, κινήθηκε απλώνοντας το χέρι του και δείχνοντας εμπρός, το μέρος που υψωνόταν ο θόρυβος και που είχε γίνει κείνη τη στιγμή αγριότερος και με κρότους δυνατούς…
Μ’ αυτό ο επιτάφιος κινήθηκε μπρος, το περισσότερο πλήθος ακολούθησε, γιατί πολλά φωτάκια διακρίνονταν σκορπιστά ν’ απομακρύνονται γρήγορα…
Αλλά δεν έκανε πολλά βήματα ο επιτάφιος και σταμάτησε απότομα. Κρότοι από πιστόλια, περίστροφα κι άλλα όπλα ακούστηκαν τώρα, μέσα στον τρομερό ούρλιασμα, στις βλαστήμιες! Σφαίρες σφυρίξανε…
Η πομπή που σα λαμπερό ύφασμα ήτανε καμωμένο από άπειρα αστράκια, σχίστηκε, κουρελιάστηκε […]
Δημοσθένης Βουτυράς, Σιδερένια Πόρτα, στο Δημοσθένης Βουτυράς, Άπαντα, ΣΤ’ Τόμος, Δελφίνι, Αθήνα 2009, σ. 25-135. Για το απόσπασμα βλ.
Μνήμη βομβαρδισμού...
Και θυμάμαι, τώρα, το εργοστάσιο: μια πελώρια φάμπρικα που μύριζε σαπούνι και ζεστή ανθρώπινη παρουσία∙ μια φάμπρικα κάπου εκεί Χαϊδαρίου και Πολυδεύκους, ανάμεσα σε αποθήκες και μηχανουργεία, που δούλευαν με αγάπη το χαλκό και το σίδερο. Μια φάμπρικα με πενήντα τίμια πρόσωπα που ονειρεύονταν ένα καρπερό περιβόλι με φωτεινά σπίτια, με χαρούμενα μάτια, με παιδικές φωνούλες στις αυλές, με πράγματα όμορφα, δίκαια μοιρασμένα.
Κ’ ήμουν εγώ ανάμεσα σ’ αυτά τα πρόσωπα κι ο αδερφός μου ο Δημήτρης κ’ η Δέσποινα, η Αναστασία, η Ελένη, η Κωνσταντίνα, η Αγγελική, η Ροδούλα, κι η Άννα η προϊσταμένη των κοριτσιών, κι ο μαστρ’ Απόστολος ο αρχιεργάτης κι ο θερμαστής κι ο Δημοσθένης, ο Γιανναράς, ο Αριστείδης, ο Νικολής κι ο Μιχάλης ο γραμματικός κι άλλα ονόματα, το καθένα με τη δική του ζωή, με το δικό του παράπονο, με τον δικό του έρωτα, με τη δική του αναστάσιμη προσδοκία. Κοντά, σας λέω, πενήντα καρδιές, να δουλεύουν και να ονειρεύονται, να φεύγουν το βράδυ και να ’ρχονται το πρωί και να κουβαλούν, μέσα τους, μια ελπίδα και μια γλυκιά πανανθρώπινη μουσική.
Και ξαφνικά οι σειρήνες
να βομβίζει ο θάνατος πρόθυμος
έτοιμος να σκοτώσει το χλιαρό μεσημέρι
έτοιμος να χορέψει με τη φωτιά
να φυτέψει την έκρηξη
κατακόρυφη
στις καρδιές μας.
Εγώ βρέθηκα έξω από τη φάμπρικα, την ώρα του συναγερμού. Μ’ είχανε στείλει για δουλειά στην Αθήνα κ’ ετοιμαζόμουν να γυρίσω στο εργοστάσιο, όταν άκουσα τις σειρήνες κ’ είδα κόσμο μπουλούκια να μαζεύονται στην Ομόνοια και να λένε με τρόμο: - Καίγεται ο Πειραιάς. Οι Εγγλέζοι χτύπησαν το λιμάνι. Να, κοιτάξτε καπνός! Πέσαν βόμβες στα σπίτια, στα μαγαζιά, και στις φάμπρικες. Καίγονται, καίγονται, καίγονται!…
Έτρεξα στο τηλέφωνο. Καλούσα, ξανακαλούσα, μα τίποτα. Αυτό το νεκρό σημάδι, αυτή η παράξενη σιωπή, μ’ αναστάτωσε. «Λες να…;» Κ’ ένα μισό ατέλειωτο ρώτημα τριβέλιζε το μυαλό μου. «Δεν μπορεί∙ δεν μπορεί», συλλογίστηκα. «Αποκλείεται. Να μας σκοτώσουν οι σύμμαχοι; Αποκλείεται. Αυτοί ήρθαν για το λιμάνι, να χτυπήσουν τους Γερμανούς. Αλλά πάλι αυτό το τηλέφωνο; Γιατί δεν απαντά το τηλέφωνο; Μάλλον θα ’παθε βλάβη, θα ’σπασαν τα καλώδια ή μπορεί να ’πεσε κάποιος στύλος. Δύσκολο να ‘χουν πέσει τα σύρματα στο λιμάνι ύστερα από τόσο κακό; Και μήπως εμείς, το εργοστάσιο, πόσο απέχουμε απ’ το κέντρο του λιμανιού; Διακόσια; Τριακόσια μέτρα; Αλλά μήπως ο θάνατος, κατακόρυφος, κι από τόσο ψηλά, λογαριάζει τις μικρές αποστάσεις;» Η καρδιά μου χοροπηδούσε. Μάζεψα τις δυνάμεις μου και σκαρφάλωσα σ’ ένα δυσκίνητο γκαζοζέν που αγκομαχούσε και κατρακύλαγε για το πληγωμένο λιμάνι. Η αγωνία μου ανέβαινε όπως ο πυρετός στο θερμόμετρο. Εκείνο το μισό, ατέλειωτο ρώτημα, ξαναφύτρωνε βασανιστικό και μου ’κοβε την ανάσα: «Λες να…; Λες να…;».
Επί τέλους φτάσαμε στη γέφυρα, εκεί κοντά στο εργοστάσιο του Κεράνη. Πήδηξα κι’ άρχισα να τρέχω. Η λοξή ματιά μου άρπαξε δυο άλογα σκοτωμένα κ’ ένα κάρο αναποδογυρισμένο στο πεζοδρόμιο. Μπήκα βαριανασαίνοντας στην οδό Ρετσίνα, έστριψα αριστερά στην Πολυδεύκους και σταμάτησα στις σιδερογραμμές των ΣΠΑΠ. Δυο γερμανοί στρατιώτες μ’ εμπόδισαν να προχωρήσω. Πήγα να μιλήσω μα δεν είχα φωνή. Έκανα κάτι χειρονομίες περίεργες προς το μέρος της φάμπρικας, κάποιος με τράβηξε απ’ το χέρι και βρέθηκα ξαφνικά στα ερείπια. Είδα να χάσκει ένα μεγάλο κενό στη θέση της φάμπρικας και κόπηκαν τα γόνατά μου. – «Κουράγιο» άκουσα πλάι μου μια φωνή. «Ζουν, είναι στο καταφύγιο, ακούσαμε τις φωνές τους. έρχονται συνεργεία να τους ξεθάψουν…» Σήκωσα τη ματιά μου και αντίκρισα ένα παράξενο σκελετό από τσακισμένα δοκάρια, από σωρούς πέτρες και σίδερα, που προξενούσαν τρόμο. «Ο αδερφός μου;» μπόρεσα να ρωτήσω. «μην είδατε τον αδερφό μου; Μην άκουσε κανείς τη φωνή του;»
Ο αδερφός μου ο Δημήτρης βρέθηκε μέσα στη φάμπρικα την ώρα του συναγερμού. Λίγα λεπτά πριν αρχίσουν να πέφτουν οι βόμβες, βγήκε μαζί με δυο-τρεις άλλους, έκανε καμιά πενηνταριά τρομαγμένα βήματα, έφτασε στην άλλη γωνιά και πήγε να στρίψει προς τ’ απάνω στη συνοικία της Αγίας Σοφίας, μα πριν προλάβει, άρχισαν να πέφτουν βόμβες στις σιδερογραμμές των ΣΠΑΠ, κι ακόμα πιο τρομαγμένος γύρισε πίσω και ξαναμπήκε στη φάμπρικα. Αυτή η φάμπρικα, που έφτιαχνε πράσινα και μυρωδάτα σαπούνια ήταν ένα παλιό και ξερακιανό χτίσμα με ατμολέβητες, στέρνες, καζάνια και ξύλινα πατάρια. Εγώ κι ο αδερφός μου Δημήτρης ήμασταν τα παιδιά του γραφείου. Δουλεύαμε κοντά στο θείο μας τον αρχιλογιστή, που πρόλαβε κ’ έφυγε μαζί με τ’ αφεντικά για την Αθήνα λίγη ώρα πριν απ’ το μεγάλο κακό.
Με τον αλβανικό πόλεμο, οι εργάτες δεν έδιναν μεγάλη σημασία στις επιδρομές των ιταλικών αεροπλάνων, που διαρκώς αστοχούσαν κ’ έριχναν τις βόμβες στη θάλασσα. Η φάμπρικα τότε είχε αυξημένη παραγωγή γιατί προμήθευε με σαπούνι και τον ελληνικό στρατό. Όταν μπήκαν οι Γερμανοί τ’ αφεντικά δεν έχασαν καθόλου καιρό. Έτρεξαν αμέσως να υπογράψουν σύμβαση με τους καταχτητές κι άρχισαν να στέλνουν το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής στη Γερμανία, θυμάμαι, τώρα, με πόση χαρά μάς ανήγγειλαν την επιτυχία τους, όταν εμείς κλαίγαμε για τη σκλαβιά της πατρίδας μας. «Αχ, δε σας το ‘λεγα εγώ;», ψιθύρισε με την πίκρα στα χείλη του, ένας παλιός φιλοσοφημένος εργάτης. «Δε σας το ’λεγα πως το κεφάλαιο είναι βρώμικο και δεν έχει πατρίδα;». Μέσα σ’ αυτή τη φάμπρικα έγιναν ωραίοι αγώνες στα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Οι εργάτες, κάτω από τους εκφοβισμούς των αφεντικών, που απειλούσαν κάθε τόσο να μας καταγγείλουν στους Γερμανούς για σαμποτάρισμα της παραγωγής, πέτυχαν συσσίτια, πρόσθετες παροχές σε είδος όπως ήτανε το λάδι και το σαπούνι κι ακόμα ένα ποσοστό, δύο στα εκατό, από τα ακαθάριστα κέρδη, που το μοιραζόμασταν κάθε μήνα, ανάλογα με τις αποδοχές μας. Μια μέρα, θυμάμαι, μέσα στα χρόνια της πείνας σηκώθηκε επανάσταση μέσα στο εργοστάσιο. Οι Γερμανοί είχαν λεηλατήσει κάτι ελληνικές αποθήκες και μας έφεραν δυο φορτηγά αυτοκίνητα με πέντε τόνους χοιρινό λίπος να το κάνουμε αρωματικά σαπούνια. Το σύνθημα «απεργία» έπεσε σαν αστραπή στους εργάτες. «Ή μας μοιράζετε λίπος για τα παιδιά μας ή κάνουμε απεργία» απείλησε η επιτροπή. «θα σας στείλω στο στρατοδικείο», ούρλιαξε το μεγάλο αφεντικό. «Δεν μπορώ να κλέψω τους Γερμανούς». «Να τους βάλεις νοθεία, τι χημικός είσαι;» απάντησαν οι εργάτες με μια φωνή. «Εμείς να πεινάμε και να κάνουμε το λίπος σαπούνια για να παρφουμάρουν οι γερμανοί τη φασιστική τους βρωμιά;» «Προσέχτε τα λόγια σας» ξανάπε τ’ αφεντικό» γιατί και οι τοίχοι έχουν αυτιά». «Εδώ μέσα δεν υπάρχουν προδότες» του ’πε περήφανα ο μπαρμπα Κώστας ο θερμαστής. «Αν μαθευτεί κάτι θα ’σαι ’συ ο υπεύθυνος». «Ώστε με απειλείτε κιόλας;» ξαναούρλιαξε τ’ αφεντικό και τρύπωσε στο γραφείο. Κι όπως συμβαίνει με τ’ ανθρωπάκια που δεν έχουν παλληκαριά γιατί τους λείπει το δίκιο, κάλεσε σε σύσκεψη τ’ άλλα αφεντικά κι αποφάσισαν να κάνουν διανομή στο προσωπικό μια μεγάλη παρτίδα απ’ το κλεμμένο χοιρινό λίπος […]
Ο αδερφός μου ο Δημήτρης δεν πρόλαβε να κατέβει σ’ αυτό το εντάφιο δώμα, που κανείς δεν μπόρεσε να φανταστεί τις τραγικές του συνέπειες. Τον βρήκε η έκρηξη σε μια γωνιά της αποθήκης, αγκαλιασμένο με τον μικρόσωμο εργάτη το Δήμο, που σώθηκε σαν από θαύμα και γιάτρευε κοντά έξη μήνες τις πληγές του κεφαλιού του. Έπεσαν πάνω τους και τους σκέπασαν τα σπασμένα δοκάρια, οι πέτρες, τα’ άδεια σιδεροβάρελα. Έσπασαν τα καζάνια και κυλούσαν τα βραστά σαπουνόνερα κι οι καυστικές ποτάσες και τα ζεματιστά πυρηνέλαια πάνω στα τρυφερά κορμιά των κοριτσιών, που τα ξανθά και τα καστανά τους μαλλάκια καρτερούσαν άλλα στολίδια: το χάδι του έρωτα και το στεφάνι του γάμου. Κάηκαν οι σάρκες των εργατών, έλιωσαν τα κόκκαλα των συντρόφων μας κι όλοι μαζί ο μαστρ’ Απόστολος ο αρχιεργάτης, ο μπάρμπα Κωνσταντής ο θερμαστής, με τα δυο παλληκάρια του τον Βαγγέλη και τον Χαράλαμπο, η κυρά Άννα η προϊσταμένη με την κορούλα της τη μελαχρινή Περμαχία, η κυρά Θάλεια η Κουτλή με τη Δέσποινα και την Ευγενία, οι δυο αδερφούλες Κουτζέλου η Μαρία και η Θηρασία κι’ οι άλλες δυο η Κατίνα και η Ροδούλα Τσακάλου, η Κερασούλα Ασλάνη, η Σμαράγδα Δημητριάδου, η Ελένη Θεοδούλου, η Ελευθερία Κοντού, η Βασιλεία Τσάκωνα, κι’ ακόμα η Σοφία, η Πόπη, Η Κυριακή, η Φανή, η Αναστασία –το κορίτσι του αδερφού μου- ένα ροδάκινο που ωρίμαζε μέσα στο μαύρο χειμώνα και μας έλεγε πως θα το κόψει απ’ τη μάνα του να το φέρει στο σπίτι μας. Κ’ η δική μου αγάπη, το Δεσποινάκι –μια ξανθιά πεταλούδα που μου δρόσιζε την ψυχή. Ένα ολόκληρο κοριτσίστικο περιβόλι από τη μια, κι’ απ’ την άλλη γεροδεμένοι άντρες σαν το Στέφανο Νικολλέλη, τον Λάζαρο Γαϊτάνο, τον Στρατή Ρουκουνιώτη, τον Φράγκου, τον Βίδο, τον Μουτάφη και τον Μιχάλη Μαυρόπουλο τον γραμματικό, που με το χαμό τους ξεκληρίστηκαν οικογένειες κι ορφάνεψαν τόσα παιδιά κ’ έκλαψαν τόσες γυναίκες και χαροκαμένες μανούλες, κοντά σαράντα πέντε ψυχές έγιναν μια μάζα με τις ποτάσες και τη ζεματιστή σαπουνόμαζα κ’ έψαχνε η μάνα να βρει το καμένο κορμί του παιδιού της, να βρει ένα χέρι η γυναίκα να κλάψει τον άντρα της κ’ η αδερφή τον αδερφό κι ο αρραβωνιαστικός την αγαπημένη του. Μέσα στον αφρισμένο ποταμό της σαπουνόμαζας πνίγηκαν τόσα όμορφα όνειρα χωρίς ν’ ακούσουμε μια λέξη απ’ το πικρό τους παράπονο.
Το 10...
Οι εστιάτορες, οι ταβερνιάρηδες, οι μπιραριέρηδες, οι ουζοπουλητάδες, οι μπουζουξήδες πολύ ανησύχησαν με την εσπερινή βροχή. Φοβήθηκαν πως αν βαστούσε ως αργά, θα εμπόδιζε την παλλαϊκή έξοδο προς την ψυχαγωγία, με δυσάρεστες οικονομικές συνέπειες γι’ αυτούς. Όταν όμως, περί τις εννιά, γίνηκε φανερό ότι η βροχή τέλειωσε οριστικά, αφήνοντας δώρο τη δροσιά της, έτριψαν τα χέρια μ’ ενδόμυχη χαρά. Χρυσές δουλειές θα ’καναν απόψε! Μια τελευταία μάλιστα είδηση, έφερε την αγαλλίασή τους στο μέγιστο: την ώρα που ’βρεχε, δυο αμερικανικά πολεμικά φούνταραν έξω απ’ το Πασαλιμάνι· και, φυσικά, τα πληρώματά τους θα ξεχύνονταν στη στεριά, με άδειες διανυκτέρευσης και μπόλικα δολάρια την τσέπη.
Στον Πειραιά, τη νύχτα η ζωή αντιστρέφεται. Οι πολύκοσμες και βοερές περιοχές της ημέρας – το λιμάνι, η αγορά κι οι ολόγυρα εμπορικοί δρόμοι – σχεδόν ερημώνουν. Κλειστά τα μαγαζιά, οι αποθήκες και τα γραφεία. Όλος ο κόσμος που εργάζεται εκεί απ’ το πρωί, μόλις βραδιάσει πηγαίνει στα σπίτια του, σε άλλες συνοικίες. Μα κι αυτές οι συνοικίες, το χειμώνα δεν έχουν νυχτερινή ζωή· οι Πειραιώτες, άνθρωποι της σκληρής δουλειάς, μαζεύονται νωρίς στα σπίτια τους, και, συνήθως, δεν βγαίνουν μετά το δείπνο. Μόνο στην Τρούμπα παρατηρείται κάποτε κίνηση, λόγω τα ποστάλια που, καμιά φορά, έρχονται τη νύχτα και ξεμπαρκάρουν τους επιβάτες τους. Είν’ εκεί και καναδυό καμπαρέ, πρόχειρο καταφύγιο ψυχαγωγίας κι έρωτα για τους ναυτικούς… Ένας μονάχα δρόμος, σ’ όλη τη χειμωνιάτικη πολιτεία, συνεχίζει τη ζωή της ημέρας, και σε πιο έντονο ρυθμό: η οδός Φίλωνος, όπου έχει συγκεντρωθεί όλο το εμπόριο του αγοραίου έρωτα, πρόχειρα πλαισιωμένο με το συμβατικό καμουφλάρισμα του καμπαρέ.
Το καλοκαίρι, η κατάσταση αλλάζει· επειδή οι Πειραιώτες, όταν νυχτώσει, νιώθουν ανάγκη ν’ ανασάνουν στο ύπαιθρο. Όπως και το χειμώνα, το λιμάνι κι η εμπορική συνοικία νεκρώνονται· πολλές άλλες όμως περιοχές του Πειραιά διατηρούν τη ζωντάνια τους ως αργά – μερικές, μάλιστα, νύχτα και μέρα, λες και δεν ξεκουράζονται ποτέ. Επίκεντρο της καλοκαιριάτικης νυχτερινής ζωής είναι το Πασαλιμάνι, με δεξιές προεκτάσεις προς την Καστέλα, το Τουρκολίμανο και το Νέο Φάληρο· αριστερές την Πειραϊκή, τη Δραπετσώνα, το Κερατσίνι και το Πέραμα. Εκεί κυρίως υπάρχουν περίπατοι, καφενεία, μπιραρίες, ταβέρνες και κέντρα με λαϊκές ορχήστρες, όπου μαζεύεται ο κόσμος και ψυχαγωγείται. Μα και σε πολλές άλλες μεριές υπάρχουν υπαίθρια καταστήματα που συγκεντρώνουν ουκ ολίγους πελάτες. Φυσικά, η οδός Φίλωνος διατηρεί και το καλοκαίρι την ιδιότυπη ζωή της, όχι όμως στην ίδια ένταση. Δύσκολο με τη ζέστα να κλειστείς μέσα στα καμπαρέ. Γι’ αυτό το λόγο, ο αγοραίος έρωτας διαρρέει, κατά κάποιο ποσοστό, από την περιοχή του λιμανιού προς τοποθεσίες υπαίθριες και δροσερότερες.
Όπως είπαμε, μεγάλη έξοδο προμηνυόταν εκείνο το Σαββατόβραδο. Όσοι κρατιόνταν από παραδάκι, θα δειπνούσαν στα υπαίθρια ταβερνεία. Οι φτωχότεροι κάτι θα τσιμπούσαν στο σπίτι τους· κι ύστερα θα ’βγαιναν ν’ αποτελειώσουν τη βραδιά τους με περίπατο και παγωμένη λεμονάδα. Τα μπουζούκια αποτελούσαν ιδιαίτερο κεφάλαιο κι αντιπροσώπευαν την πολυτέλεια, την αυτοπαρεχόμενη σ’ εξαιρετικές περιστάσεις ψυχικής ή οικονομικής ευφορίας.
Μόλις κόπασε η βροχή, ο Μίστος Χαριτάκης πήγε στο καφενείο του Βόλβη, όπου είχε ραντεβού με τον Στεφανή Δούκα. Κάθισε όπου είχε ραντεβού με τον Στεφανή Δούκα. Κάθισε μόνος σ’ ένα τραπέζι· και για να σκοτώσει την ώρα, ζήτησε απ’ το γκαρσόνι την απογευματινή εφημερίδα και τη διάβαζε μηχανικά. Δεν υπήρχαν νέα ενδιαφέροντα· αν και τα πιο ενδιαφέροντα νέα δεν τον πολυενδιέφεραν. Είχε δικό του σύστημα επαφής με την αντικειμενική κι υποκειμενική ζωή: σύστημα που δεν παραδεχόταν ενδιαμέσους παράγοντες πληροφορίας και κρίσης.
Βαρέθηκε να διαβάζει. Παράτησε την εφημερίδα κι απόμεινε πιότερο αφηρημένος παρά σκεφτικός. Βρισκόταν σε μια στιγμή, που ό,τι γνώρισες αναχωνεύεται μέσα σου, υποσυνείδητα, απορρίπτεται τ’ άχρηστο, παραμένει το χρήσιμο κι υποβάλλεται σε αφομοιωτική επεξεργασία. ΤΟ περίγυρο της στιγμής προεκτείνεται σε πλαίσιο πλατύτερης σημασίας, ωσάν η ζωή σου να ’ναι προορισμένη να κινηθεί – ή να τελματωθεί – μέσα σε τούτο το πλαίσιο.
Περιεργάστηκε το κατάστημα, ωσάν να το πρωτόβλεπε: οι δυο εσωτερικοί τοίχοι άπλωναν τη γυμνή τους επιφάνεια, την κομμένη από τρεις διαφημίσεις και μια χρωμολιθογραφία ενός χιονισμένου τοπίου. Στη γωνία, το τεζάκι με τα βάζα των γλυκών· πίσω του, η πορτούλα του παραμάγαζου. Οι δυο εξωτερικοί τοίχοι, με τις μεγάλες τζαμένιες πόρτες και τα παράθυρα, πρόσφερναν τη θέα των οδών Παρασάγγη και Πρεσπών, τη φραγμένη από τα μονώροφα άχαρα σπιτάκια. Από τη μεριά της οδού Παρασάγγη, και πάνω από τις χαμηλές στέγες, πρόβαλλαν τ’ άρμπουρα των βαποριών του λιμανιού, κι οι ψηλές καμινάδες των Λιπασμάτων, στεφανωμένες κιτρινωπό καπνό νύχτα μέρα.[…]
— Πότε μαγειρεύει; απόρεσε ο Στεφανής. Τέτοιαν ώρα έπρεπε να βρίσκεται στην κουζίνα του!
Ο Μίστος συμφώνησε, παρατηρώντας όμως πως κάτι το εξαιρετικό ανάγκασε τον Μιχάλη να παρατήσει τη δουλειά του. Διηγήθηκε, με λίγα λόγια, τη συζήτηση που προ ολίγου παρακολούθησε.
— Δεν ξέρεις τα πρόσωπα, πρόσθεσε, και δεν σ’ ενδιαφέρουν οι υποθέσεις τους. Ούτε κι εμένα. Όταν όμως είσαι υποχρεωμένος να ζεις ανάμεσά τους, παρακολουθείς τα σχετικά τους από ανία… Πάντως μην ανησυχείς. Τα φαγητά του Μιχάλη είναι εντάξει!
Ο Μίστος έπρεπε να ειδοποιήσει τους δικούς του πως θα φάει έξω. Μα κι ο Στεφανής έπρεπε ν’ ανέβει στην κάμαρά του να φορέσει κάτι βαρύτερο – το νυχτερινό απόβροχο ήταν ψυχρό. Επειδή ο καθένας θα ’παιρνε χωριστή σκάλα (ο Στεφανής μια από τις τρεις εσωτερικές· ο Μίστος την ιδιαίτερη εξωτερική), συμφώνησαν να συναντηθούν αργότερα στην ξώπορτα.
Ο Στεφανής ανέβηκε γοργά στην κάμαρά του, άνοιξε το μπαουλάκι του και πήρε ένα λινό σακάκι. Καθώς, πριν φύγει, έσβησε το φως, γύρισε άθελα τα μάτια προς το ανοιχτό παράθυρο. Αυτό που είδε, τον έκανε να πισωδρομήσει και να πλησιάσει το παράθυρο.
Το νυχτερινό λιμάνι απλωνόταν άνετα κάτω απ’ το βλέμμα του: ανώμαλα κυκλική επιφάνεια μαύρης λάκας, χαραγμένη με πολύχρωμα διασταυρούμενα αντιφεγγίσματα και πλαισιωμένη από εναλλαγή φωτεινών και άφωτων όγκων. Δεξιά, στο μυχό, τα φώτα των κτηρίων και των επιβατικών βαποριών δημιουργούσαν εστία εντόνου φωτός, με κλιμακωτά ελλαττούμενη ακτινοβολία προς όλες τις κατευθύνσεις. Αριστερότερα, ο λόφος της Δραπετσώνας άπλωνε την επιμήκη πλαγιά του, τη διάστικτη από τα μύρια φώτα των σπιτιών. Ακόμα πιο αριστερά, οι φωτισμένοι κιτρινωποί κύβοι των Λιπασμάτων, με τις ψηλές καπνοδόχους, έφραζαν επιβλητικά ένα μεγάλο τμήμα του ορίζοντα.
Το υπερωκεάνιο μόλις είχε σαλπάρει και προχωρούσε προς τον Προλιμένα βοηθούμενο από τέσσερα ρυμουκλά. Ο ψηλός και πλατύς όγκος του πλησιάζοντας όλο και περισσότερο έφραζε τη θέα προς το Λιμάνι, επιβάλλοντας την κυριαρχία της δικής του μεγαλοπρέπειας. Οδηγούμενο σιγανά και προσεκτικά από τα ρυμουλκά, γλίστρησε αθόρυβα και γέμισε με χάλυβα και φως τον στενό δίαυλο ανάμεσα Ξαβέριου και Ζώνη. Η ψιλή και πλατιά τσιμινιέρα, αργά προσπερνώντας, εκάλυπτε διαδοχικά ένα μεγάλο κομμάτι του ορίζοντα, αφήνοντάς το κατόπιν τυλιγμένο στη θολούρα του καστανού καπνού που άφηνε πίσωθέ της. Στα άπλετα φωτισμένα καταστρώματα, η μερμηγκιά των ανθρώπων πρόβαλλε τη σκοτεινή της αντίθεση. Μάντευες πως όλοι αυτοί είχαν στυλωμένα τα μάτια στο ξετυλιγμένο τείχος της λιμανίσιας στεριάς, θέλοντας ν’ αποτυπώσουν στ’ οπτικό τους νεύρο – κι ανάμεσ’ απ’ αυτό στην ψυχή – τη στερνή εικόνα της πατρίδας.
Προσπέρασε το μεγάλο σκάφος· διάβηκε ανάμεσ’ απ’ το κόκκινο και πράσινο φανάρι της εισόδου. Σφύριξαν τα ρυμουλκά πολλές φορές και στριγκά· το υπερωκεάνιο αποκρίθηκε με τη βαριά φωνή του. Λύθηκαν οι κάβοι. Ελεύθερο πια, με τις δικές του δυνάμεις, το υπερωκεάνιο συνέχισε την πορεία του προς το Νότο. Στιγμή με στιγμή, το φωτεινό του σύνολο ελαττωνόταν σ’ έκταση κι ένταση, ωσάν αστερισμός που απομακρύνεται στο άπειρο.
— Δεν είναι άσχημη κάμαρα, μονολόγησε ο Στεφανής. Έχει τις χαρές της.
***
Μ.Καραγάτσης, Το 10, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2008, σ. 426-436
Μετάβαση στο σημείο: Το λιμάνι του Πειραιά