Πειραιάς
Πόλη αγεωμέτρητη
Συγκρότηση ενότητας: Καλλιόπη Μακαρώνη- Το λιμάνι του Πειραιά
- Η αγορά του Πειραιά
- Πλατεία Καραϊσκάκη (Λεμονάδικα)
- Τρούμπα
- Ακτή Μιαούλη
- Ακτή Ξαβερίου-Χατζηκυριάκειο-Πειραϊκή
- Κεντρικές Συνοικίες
- Διαδρομές στην παραλία των αρχόντων, των μετοίκων και των προσφύγων
- Προφήτης Ηλίας-Κρητικά
- Νέο Φάληρο
- Γειτονιές βαμμένες κόκκινες
- Δραπετσώνα
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Το λιμάνι του Πειραιά Το λιμάνι του Πειραιά: Περιηγητές, ταξιδιώτες, εχθροί και φίλοι στο γύρισμα του αιώνα
Η Ξένη του 1854...
Δυστυχισμένη θεοκατάρατη χρονιά. Ποιός θα λησμονήσει τι κακά έσυρε μαζί της; Είναι κάτι χρόνοι, όπου τραβούν οπίσω τους τα βάσανα, τις συφορές, αλυσίδα βαριά, ατέλειωτη αλυσίδα που σέρνεται στα στήθια. Αφορία από έτη, καταστροφές από σεισμούς, εθνικές ελπίδες ξεριζωμένες, η ληστεία να βράζει στην Ελλάδα απ’ άκρη σ’ άκρη. Να μπαίνουν οι ληστρικές συμμορίες μέσα στας πόλεις, στας Θήβας, στη Λειβαδιά, στα Μέγαρα, η ξένη Κατοχή υβριστική να πατεί κατάστηθα τη χώρα, χωρίς ούτε καν να πνίξει τη μαύρη διχόνοια! Και όμως δεν ήσαν αρκετά αυτά∙ όχι. Πίσω ήταν το πλειό φαρμακερό ποτήρι.
Ήταν γραφτό να στήσει στον άμοιρο, στον πολυβασανισμένο τούτο τόπο, το μαύρο τσαντίρι της, στριγκλιάρα γύφτισσα, η πρασινοκίτρινη αμαζόνα του θανάτου, η Επιδημία.
Κρυφά κρυφά, για να κάμει πρώτη γνωριμία μαζί μας εταξίδεψε από τη Μασσαλία έως τη Μάλτα μαζί με το Μαυροκορδάτο, που ήρχετο από τη Γαλλία για να παραλάβει την Κυβέρνηση. Έτσι το έγραφαν τουλάχιστον του τέλους Ιουνίου του 1854 οι εφημερίδες.
«Ο κύριος Μαυροκορδάτος αναχωρήσας εκ Μασσαλίας ηναγκάσθη να μείνει εις Μελίτην, διότι εν τω μεταξύ απεβίωσαν εν τω ατμοπλοίω τρεις στρατιώται εκ χολέρας».
Αλλά το βαπόρι εκείνο δεν έφερε τη χολέρα στην Ελλάδα…
Δεν ελευθεροκοινώνησε στη Σύρα που ήταν για να πιάσει. Πώς μας ήρθεν η θεοκατάρατη Ξένη;
Πολλά λένε. Αλλά περισσότερο επιστεύθηκε, πως μπήκε κρυφά επιβάτης και κρύφτηκε κάτω βαθιά, στο μπαλαούρο, μέσα σε μία καμαρωμένη φρεγάδα, χυτή, χαριτωμένη, που ήρχουνταν στον Πειραιά φορτωμένη στρατό για την Κριμαία.
Αχ! Έπρεπε στου κάβου Μαλιά τα κρεμαστά τα βράχια να έβρει μαύρη βαθιά καταβόθρα, τη μανιωμένη θάλασσα, τόσο βαθιά που να μην αποφανεί ούτε το πόμολο του μεσιανού της καταρτιού, για να μη γλιτώσει η Μαύρη Ξένη, για να μη φτάσει να φέρει σ’ αυτό το δύστυχο τον τόπο την ερήμωση.
Όμως αλλιώς ήταν γραφτό∙ γι’ αυτό ακίνδυνα εκαβατζάριζε τον κάβο Μαλιά, κι ανέβαινε περήφανα με ίσια την πλώρη για τον Πειραιά. Κι ανάσαιναν οι ανατολικές στεριές του Μωριά∙ και της έστελαν της άπιστης φρεγάδας σα γλυκοφίλημα τον ανασασμό τους, το γλυκό ελληνικό μαϊστραλάκι, όπου της φιλούσε τα ολόλευκα πανιά όλα απλωμένα στο φύσημά του, από τον κόντρα φλόκο ως τη μπούμα, από τον τρίγκο και τη μαΐστρα ως στους κούντρους. Τα δελφίνια έπαιζαν τρελά εμπρός στην πλώρη της κ’ οι γλάροι εφτερούγιζαν χαρωποί ανάμεσα στα ξάρτια της. Περηφανεύουνταν η εύμορφη φρεγάδα και έγερνε καμαρωμένη από τη δεξιά πλευρά. Τα νερά τα γαλαζοπράσινα, νωθρά, κοιμισμένα, ότι και τα ξύπναε η πλώρη της η χυτή∙ και παραμερούσαν με γλυκομουρμούρισμα σα ντροπαλά, ενώ εγλίστραε απάνου τους σα νεροφίδα η εύμορφη φρεγάδα.
Φαίνεται πως δεν άργησε πολύ να ρίξει άγκυρα στον Πειραιά.
Γιατί στις 6 Ιουλίου εκολλούσαν στους τοίχους των Αθηνών χαρτιά και, αφού το τύμπανο εξεκούφαινε τον φοβισμένο κόσμο, ένας κήρυξ εδιάβαζε στα σταυροδρόμια:
«Αριθ. 79
ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Το Υπουργείον των Εσωτερικών προς τους Νομάρχας του Κράτους
Σπεύδομεν με λύπην μας να σας κοινοποιήσωμεν, Κύριε Νομάρχα, ότι εις τον Πειραιά από προχθές εφάνησαν τινά περιστατικά εμφαίνοντα χολέραν.
Η Κυβέρνησις έλαβε το συντονώτερα μέτρα κ.λ.π.».
Αυτά τα τινά περιστατικά ήσαν καμιά τριανταριά θάνατοι την ημέρα εις τα νοσοκομεία και εις την πόλιν.
Τα συντονώτερα μέτρα ήσαν ότι δεν είχαν την άδεια να έλθουν από τον Πειραιά οικογένειες και να κατοικήσουν εις τας Αθήνας, μπορούσαν όμως οι άνθρωποι να συγκοινωνούν ελεύθερα για τις δουλειές τους στας δύο πόλεις, φθάνει μόνον, όταν ανέβαιναν από τον Πειραιά, να τους κοίταζε στα μάτια ένας γιατρός που εστέκετο εκεί που είναι τώρα το γκαζ. Αλλ’ απ’ αυτήν την ενόχληση είχαν απαλλαχθεί όλοι του στρατού της Κατοχής, γιατί γι’ αυτούς θα ήταν αυθάδεια ένα τέτοιο μέτρο. Αλλά και οικογένειες ήρχοντο ελεύθερα στας Αθήνας, όταν είχαν μαζί τους κανένα στρατιώτη ξένο.
Και όμως και με όλες αυτές τις ευκολίες άργησε να ανέβη στας Αθήνας η Ξένη. Λες και βαριότανε χορτάτη από τον τρύγο που έκανε στον Πειραιά, ελούφαξε και μόλις εις το τέλος Σεπτεμβρίου άρχισε να τρυγά εις τας Αθήνας τα πρώτα πριμαρόλια του θανάτου. Εν εις τας 29 Σεπτεμβρίου εις την οδόν Λυσικράτους· άλλο εις τας 12 Οκτωβρίου εις την οδόν Νίκης και τρία ή τέσσερα εις το Γεράνι εις τας 16 Οκτωβρίου.
— Έτσι πρώτα πρώτα χτυπούσε ανάρια, σκόρπια. Λες κ’ εδοκίμαζε τη δύναμή της.
Έπειτα για μερικές ημέρες άφηνε να λησμονηθεί. Ήθελε να κάμει τον κόσμο να ξεθαρρέψει, όπως το θηρίο αφήνει λάσκο στο θύμα του να δοκιμάσει τη φυγή, για να το σπαράξει έπειτα σ’ ένα πήδημα με περισσότερη ευχαρίστηση.
Εμμανουήλ Σ. Λυκούδης: "Διηγήματα", εκδότης "Ι. Σιδέρης", Αθήναι x.x, σ. σ. 43-45.
Στο ξενοδοχείο του Τζε...
Όταν επάτησα το έδαφος του Πειραιώς, και είδον τους πλατείς εκείνους δρόμους, (τους κατασκευασθέντας από γάλλους στρατιώτας), τους δημοσίους κήπους, τα μεγάλα κτίρια, και τας βρύσεις τας στολισμένας με αγάλματα, ηρώτησα έκθαμβος τον εαυτόν μου πως άρα γε πρέπει να είναι η πρωτεύουσα, αφ’ ου ο λιμήν της είναι τοιούτος. Εις Πειραιά κατέλυσα εις το ξενοδοχείον του Τζελέπη, διότι αυτό με είχον συστήσει συνταξειδιώται από το ατμόπλοιον, και εις εμέ καταλληλοτέρα σύστασις από αυτήν δεν εγίνετο. Άμα κατέβην εις το καφενείον του ξενοδοχείου, την προσοχήν μου είλκυσαν τρεις τέσσαρες φουστανελοφόροι με πάλλαν και χρυσά κομβία, περιτριγυρισμένοι με σέβας από διάφορα άτομα, και στρατηγοί τιτλοφορούμενοι· εδώ στρατηγός, εκεί στρατηγός, παρ’ εκεί στρατηγός. Επροσπάθησα και εγώ να πλησιάσω εις ένα από τους στρατηγούς αυτούς, και να καταθέσω και εγώ εις τους πόδας του τας ενδείξεις του σεβασμού μου και την διαβεβαίωσιν του ενθουσιασμού μου, αλλά δεν επρόσεξαν εις εμέ· λόγος τις, τον οποίον έρριψα δια να λάβω μέρος εις την συνδιάλεξιν, έμεινε χωρίς απάντησιν. Είπον τότε κατ’ εμαυτόν· Μη σας μέλλει, και εντός ολίγου όταν αποτελέσω μέρος της "δεκαεπτά χιλιάδων βαγιονέτας", θα σας δείξω αν είμαι άξιος να γίνω και εγώ στρατηγός!
Μετά δύο ημερών διαμονήν εις Πειραιά εισήλθον εις άμαξαν αναβαίνουσαν εις Αθήνας, και έφθασα εις την πρωτεύουσαν μετά μίαν ώραν και τέταρτον. Τον ανυπόφερτον κονιορτόν, ο οποίος εις τον δρόμον μας επερικύκλωνε τον απέδιδον εις κινήσεις ιππικού, αλλ’ ιππικόν δεν εφαίνετο· ήμεθα ήδη εις την πόλιν, και ακόμη το εζήτουν στρέφων οφθαλμούς και κεφαλήν προς όλας τας διευθύνσεις.
Ο Λαγκάς...
Ένα βαπόρι με πληγωμένους έφτασε στον Πειραιά. Ο Λαγκάς, άμα το έμαθε, κατέβηκε στην πόλη με τα πολλά εργοστάσια, μαζί με τον τελειόφοιτο της Νομικής, και πήγαινε στο μέρος που είχε αράξει το βαπόρι.
Ήτανε μια πένθιμη μέρα. Ο καιρός συννεφιασμένος. Ένα μεγάλο σύννεφο κρεμότανε πίσω απ’ τη θάλασσα, σα ζώο τεράστιο, νεκρό σε κρεμάλα.
Η σημαία η άσπρη με τον κόκκινο σταυρό φάνηκε να κυματίζει πάνω απ’ τα κατάρτια των πλοίων. Του Λαγκά η καρδιά χτύπησε. Θα έβλεπε τώρα την άλλη όψη του πολέμου, την άσχημη, την τερατώδη.
Η σημαία με τον κόκκινο σταυρό εκουνιόταν με μια νωχέλεια μεγαλοπρεπή. Του Λαγκά του φάνηκε να σκεπάζει με τις πτυχές της το θάνατο.
- Νάτοι! Ακουσθήκανε φωνές ξαφνικά.
Ο Λαγκάς υψώθηκε στις άκρες των ποδιών του για να κοιτάξει. Είδε περά τέσσερις άντρες να έρχονται και να φέρνουν κάτι σα νεκροκρέβατο, κρατώντας αυτό από τις τέσσερις μεριές. Πάνω ήταν ένα σώμα ξαπλωμένο και σκεπασμένο καλά.
- Πεθαμένος είναι!
- Όχι, χτυπημένο βαριά.
- Έτσι θα ’ναι…
Ο Λαγκάς είδε ένα πράγμα με ένα άσπρο πανί, αιματόβρεκτο, τυλιγμένο να βγαίνει κάτω από το σκέπασμα. Οι τέσσαρες άντρες που κρατούσανε το κρεβάτι αυτό παρότρυναν ο ένας τον άλλο να βαδίζουνε σιγά.
Να ο πόλεμος που ζητούσανε, νάτος, περνούσε!
Ο Λαγκάς έδωσε άλλου την προσοχή του. Είδε με μιας να βγαίνουν αλλά κρεβάτια άλλα, άλλα… Συνοδεία μακρινή σωμάτων ξαπλωμένων, ακίνητων.
Του φάνηκε να έβλεπε να περνά συνοδεία μεγάλη λειψάνων, φαντασμάτων που, ενώ είναι νεκρά, κινούνται άξαφνα, σαλεύουν.
Ο πόλεμος έριξε τη μάσκα τώρα που φορούσε και, αντί ρωμαλέο παλικάρι που φαινότανε να ’ναι, βλέπανε ένα σκελετό, ένα βορκόλακα.
Καθώς περνούσανε τους πληγωμένους απ’ έξω από ένα καφενείο της αποβάθρας, ένα ψηλός γέρος χτύπησε τις παλάμες του φωνάζοντας:
- Μπράβο!
Τον μιμήθηκαν σχεδόν όλοι. Ο Λαγκάς άκουσε ένα ναυτικό να μουρμουρίζει:
- Όλοι έτοιμοι για παλαμάκια…
Ένας πολίτης αδύνατος, κίτρινος, με γενάκια άκουσε τα λόγια του ναυτικού και στράφηκε και είπε στο Λαγκά:
- Έχει δίκαιο ο γέρος, αλλά να σου πω, δεν είναι από δειλία που μένουν
εδώ, είναι κάτι άλλο. Και αυτό το κάτι άλλο είναι ότι θέλουν όλοι να απολαύσουν τη νίκη. Ο καθένας σκέπτεται πως, αν σκοτωθεί, αν γίνει το λίπασμα που θα φυτρώσει η Νίκη, πως θα την απολαύσεις;[…]
Οι ειδήσεις για τις μάχες ήτανε καλές. Ο ταξίαρχος Σμολένσκης έκανε θαύματα και προχωρούσε σιγά. Ζητούσε τοπομαχικά. Ο κόσμος βρισκότανε σε έξαψη: αν ήτανε δυνατό, να τ’ αρπάζανε και να του τα πήγαιναν…
Το βράδυ μια φήμη κυκλοφόρησε. Αυτή έλεγε πως κάποιος ταξίαρχος, λησμονώντας το αρχαίο ρητό, εγύρισε τα οπίσθια στον εχθρό.
Άξαφνα έγινε μια έλλειψη ειδήσεων που γέμισε ανησυχία τον κόσμο. Τρέχανε, ρωτούσαν ο ένας τον άλλον, πολιορκούσανε το τηλεγραφείο. Τίποτε, καμιά είδηση…
- Θα κουραστήκανε οι Τούρκοι με τις επιθέσεις! λέγανε μερικοί.
Αλλ’ οι περισσότεροι ήτανε σκυθρωποί πολύ, πολύ. Στο νου τους κάτι γύριζε, που δεν τολμούσανε να το πούνε, βγαλμένο απ’ την ξαφνική σιωπή.
Ο Λαγκάς γύριζε πάνω κάτω νευρικός. Όλο τον στενοχωρούσαν. Ο Χιμέρας είχε φύγει και αυτός, με άλλους πολλούς, για την Ήπειρο.
Το Μεγάλο Σάββατο, καμιά είδηση ακόμα.
Πήγε στον Πειραιά. Σ’ αυτήν την πόλη υπήρχε μια νάρκη, μια ησυχία. Οι θόρυβοι εκείνοι είχανε χαθεί. Όσους είδε, όλοι ήτανε σκυθρωποί. Βρήκε ένα γνωστό του και πήγανε στο καφενείο.
Ήταν έρημο. Ο καφετζής μόνος ξαναδιάβαζε μια περασμένη εφημερίδα. Ζητήσανε καφέ.
Δεν τον είχανε τελειώσει, όταν ένας θόρυβος φοβερός ακούστηκε και πυροβολισμοί. Πεταχτήκανε. Ένας όμιλος ανθρώπων φάνηκε να περνά τρέχοντας σαν πρόβατα φοβισμένα.
- Τούρκοι, Τούρκοι! φωνάζανε.
Ο Λαγκάς κοίταζε να βρει ένας όπλο. Ο καφετζής όρμησε σ’ ένα μικρό γκρα που είχε κρεμασμένο μ’ ένα περίστροφο στον τοίχο. Ο φίλος του έπιασε μια καρέκλα. Του Λαγκά δεν του φάνηκε και αδύνατο να βρεθούνε Τούρκοι εκεί. Τολμηροί Τούρκοι μέσα σ’ ένα πλοίο μπορούσαν…
Πλήθος πυροβολισμών εβούιζε. Στο νου του φανήκανε στρατιώτες με φεσάκια να ορμούνε στην πόλη και πολλοί Έλληνες να προσπαθούνε να τους σταματήσουνε. Γινότανε μάχη!
Βγήκαν έξω. Ο καφετζής ήταν ένας παλικαράς καθώς φαινότανε. Ο Λαγκάς κρατούσε το περίστροφό του. Ο φίλος του Λαγκά ακολουθούσε άοπλος. Φοβερός θόρυβος γινότανε! Κλάματα, φωνές, ξεφωνητά ανακατωμένα με χιλιάδες πυροβολισμούς.
Ο Λαγκάς είδε το φίλο του να μαζεύει πέτρες.
Ξαφνικά ένα πλήθος όρμησε από ένα δρόμο.
- Τι τρέχει μωρέ; Τι φεύγετε; τους φώναξε ο καφετζής άγριος.
- Μωρέ, πιάσαμε τον Ετέμ! Σαράντα χιλιάδες σκοτωμένοι Τούρκοι στη Λάρισα.
- Ζήτω! φώναξε ο καφετζής κι άδειασε το γκρα του στον αέρα.
Ο Λαγκάς ρώτησε έναν άλλο. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως βρεθήκανε οι Τούρκοι στη Λάρισα.
- Σχέδιο ήτανε, του είπε αυτός που ρωτούσε, ένας νέος με κόκκινο και στρογγυλό πρόσωπο.
Μπορούσε! Ο Λαγκάς δεν είχε τόσο δυνατούς τους Έλληνες να κάνουν σχέδιο στον πόλεμο, παρά μόνο σε τραπέζια καφενείων. Αλλά να που τα έκαναν κι εκεί! Πιάσανε τον Τούρκο στη φάκα.
Τον τινάξανε ψηλά με τους υπονόμους. Για μια στιγμή λυπήθηκε την κατεστραμμένη πόλη. Αλλά γιατί…
Απορίες του έμειναν ακόμα, αλλά τις άφησε έτσι κι ακολούθησε το πλήθος που ζητωκραύγαζε.
Είχε μέρες να δει διαδήλωση.
Φανήκανε πάλι μεγάλες σημαίες και χιλιάδες κόσμος πίσω. Που βρεθήκανε τόσες χιλιάδες; ρωτούσαν όλοι.
Το πλήθος με βήμα στρατού τροπαιοφόρου κατέβαινε προς τη θάλασσα. Από άλλους δρόμους, δρομίσκους, πολλοί τρέχανε, ερχόντουσαν να ενωθούν.
Μια βουή έβγαινε άγρια, θριαμβευτική και μεμιάς πάλι, καθώς έπεφτε, άρχιζε δυνατότερη. Ενθουσιαζόντουσαν απ’ τη φωνή τους. όλοι φανταζόντουσαν πως μπαίνουν στην Πόλη.
- Ούτε στιγμή δε μένω!
- Μπα! Εγώ είμαι έτοιμος.
- Μωρέ, δε θα μείνει κανείς!
Θα τρέχανε όλοι να θερίσουν ό, τι άλλοι έσπειραν, αλλά και αυτό δύσκολο! Θα τρώγανε ό, τι άλλοι θα θερίζανε.
Και σαν κύμα πλημμύρας που παίρνει τον κατήφορο όλο θόρυβο, τα νιάτα και η παλικαριά, με στριμμένα μουστάκια σαν ουρά σκύλου παλικαρά, έπαιρναν τον κατήφορο προς τη θάλασσα.
Πάλι φάνηκαν οι βραχνές φωνές και οι χοντρές κοιλιές, πάλι τα αγριωπά μούτρα και τα αγκαλιάσματα τα παλικαρίστικα. Αλλά σε λίγο μια είδηση, κακιά σα στρίγκλα, έτρεχε μέσα στο πλήθος και έλεγε τι συμβαίνει:
- Ο ελληνικός στρατός νικήθηκε!
Όσο αυτό γινότανε γνωστό, τόσο η διαδήλωση λιγόστευε. Οι άνθρωποι χανόντουσαν σα να εξατμιζόντουσαν. Ξαφνικά και οι σημαίες χαθήκανε σα να τις κατάπιε η γη.
Και οι άπιστοι πεισθήκανε τότε!
Μετά την τόση ταραχή, ήρθε μια ησυχία γεμάτη θάνατο. Οι δρόμοι ρημώσανε. Ο Πειραιάς έμοιαζε με πόλη που στους δρόμους της γύριζε ο θάνατος.
Το σκοτάδι έπεφτε. Νύχτα γεμάτη φόβους, λύπη, πένθος! Πενθούσανε και το θάνατο ενός ονείρου.
Η Αγγλογαλλική Κατοχή...
Β΄Μέρος σ. 342-352
— Εάν αυτός αμελήσει, ο στρατηγός Φορέ δεν θα δυσκολευθεί καθόλου.
— Γενναίος ανήρ ο στρατηγός μας! είπε μετά θαυμασμού ο νεαρός διπλωμάτης.
— Τον γνωρίζετε; ηρώτησεν ο Ρουάν.
— Ναι.
— Μου είπαν, ότι είναι φίλος της δουκίσσης της Πλακεντίας.
— Αμφιβάλλω όμως αν η δούκισσα τον φιλοξενήσει όσον θα επιθυμεί ίνα μη δυσαρεστήσει την αυλήν.
— Παράδοξον ον η δούκισσα, αι;
— Παραδοξότατον! επιβεβαίωσεν ο γραμματεύς.
— Ο στρατηγός Φορέ, εξηκολούθησεν ο Γάλλος πρεσβευτής, φημίζεται ως αυστηρός στρατιώτης.
— Ας ελπίσωμεν, ότι εδώ προ πάντων θα υπερβάλλει την φήμην του.
Ήδη η άμαξα ήτο εις τα πρόθυρα του Πειραιώς.
Κανονιοβολισμοί ηκούσθησαν.
— Εισήλθον εις τον λιμένα! ανέκραξεν ο Ρουάν.
— Χαιρετούν τον Άγγλον ναύαρχον.
Μετ’ ολίγον η άμαξα είχε φθάσει εις την προκυμαίαν, έναντι του ναΐσκου του Αγίου Σπυρίδωνος.
Εκεί οι δυο διπλωμάται είδον τον Ουάις, αναμένοντα και συνομιλούντα μετά του Φίνλεϋ.
— Μας επρολάβατε, εξοχώτατε, είπεν ο Ρουάν, τείνων την χείρα εις τον συναδελφόν του.
— Και υμείς έρχεσθε εις την επίκαιρον στιγμήν, απήντησεν ο Άγγλος πρεσβευτής.
Λέμβος της αγγλικής ναυαρχίδος και άλλη του γαλλικού προσκόπου ανέμενον να παραλάβουν τους πρεσβευτάς.
— Σας προσκαλώ, είπε μειδιών ο Ουάις.
— Όχι, είναι η σειρά μου, απήντησεν ο Ρουάν. Μη λησμονείτε, ότι έχω το πρόσταγμα.
Και τον παρακάλεσε να επιβούν της γαλλικής λέμβου. Φιλοφρόνως ο Ουάις εδέχθη και μετ’ ολίγον η φέρουσα τους πρεσβευτάς λέμβος, έχουσα εις την πρώραν αδελφωμένας την αγγλικήν και γαλλικήν σημαίαν, εχώρει προς τον στόλον των συμμάχων.
Ήδη τα πλοία έρριπτον τας αγκύρας παραταθέντα ανά εξ εκατέρωθεν του στομίου του λιμένος. Ήσαν ατμήλατοι φρεγάται και δίκροτα. Με τους υψηλούς των ιστούς και τους πολυσενθέτους εξαρτισμούς των εχάρασσον εις τον αέρα ωραία σχήματα.
Έξω κατά το μήκος της ακανονίστου προκυμαίας οι κάτοικοι του Πειραιώς και πολλοί εξ Αθηνών κατελθόντες έβλεπον περίλυποι, αγνοούντες τι ακριβώς ήθελε συμβεί. Αι μάλλον αντίθετοι φήμαι εκυκλοφόρουν από στόματος εις στόμα. Πολλοί εφοβούντο βιαιότητας και αντεκδικήσεις, άλλοι έλεγον, ότι τα στρατεύματα ήθελον ανέλθει εις Αθήνας και ότι θα άφηναν εις Πειραιά φρουράν. Και τρίτοι διέδιδαν, ότι οι ναύαρχοι ήθελαν εκθρονίσει τους Βασιλείς.
Παρά το υγειονομείον μικροσκοπικά, σχεδόν αφανή, ήσαν παρατεταγμένα τα πλοιάρια του ελληνικού στόλου, πέντε τον αριθμόν. Αλλ’ όσον μικρά και αν ήσαν η ελληνική σημαία υπερήφανος εκυμάτιζεν από του πρυμναίου ιστού συγχεομένη με τον γαλανόν αιθέρα.
— Να ιδείτε, ότι θα μας τα βουλιάξουν, έλεγαν πολλοί έξω.
— Σπουδαίον κατόρθωμα! απήντων άλλοι.
— Δεν ντρέπονται, τί ήλθαν να κάμουν εδώ;
Κανονιοβολισμοί αντήχησαν. Οι πρεσβευταί ανήρχοντο επί της αγγλικής ναυαρχίδος.
Μετά ημίσειαν ώραν οι κανονιοβολισμοί επαναλήφθησαν και πάλιν. Εγίνετο η έξοδος του Ρουάν και του Ουάις.
Ήδη ο ήλιος ήτο περί την δύσιν του, δύσιν κατέρυθρον, αιματηράν, παρά την θάλασσαν της Σαλαμίνος. Πορφυρά λάμψις εκάλυπτε τον ουρανόν εις μεγάλην έκτασιν.
Οι δυο διπλωμάται έσπευσαν ν’ ανέλθουν εις Αθήνας.
Αλλ’ η ώρα επροχώρει, ο ήλιος έδυσε, τα πλοία υπέστειλαν εν πομπή τας σημαίας των και ουδεμία κίνησις προς απόβασιν έγεινε.
Μετ’ ολίγον ήλθεν η νυξ και ο λιμήν εβυθίσθη εις το σκότος και η μικρά πόλις του Πειραιώς. Τα ολίγα παραλιακά καταστήματα έκλεισαν με την δύσιν του ηλίου. Οι κάτοικοι βλέποντες την απραξίαν των ξένων στόλων ηγνόουν τι να υποθέσουν. Δεν καθησύχασαν εντελώς, αλλ’ ήρχισαν ν’ αμφιβάλλουν ότι θα εγίνετο η κατοχή.
Αλλ’ αι ελπίδες των διεψεύσθησαν με την αυγήν.
Περί την πέμπτην πρωινήν ώραν Άγγλοι και Γάλλοι ναύται επιβάντες ακάτων, αι οποίαι έφερον εις την πρώραν ανά εν τηλεβόλον εφόρμησαν κατά των ελληνικών πολεμικών πλοιαρίων. Οι Έλληνες αξιωματικοί και ναύται δεν ανέμενον την έφοδον ταύτην, αλλ’ είχε σταλεί προς αυτούς η εγκύκλιος του υπουργείου η διατάσσουσα όλας τας ελληνικάς αρχάς να μην αντιτάξουν βίαν εις την βίαν κατά πάσης επιθέσεως των ξένων πλοίων.
Αι άκατοι επλησίασαν, αντικρύσασαι διά του ύψους των το ύψος των μικροσκοπικών εκείνων σκαφών. Ξιφήρεις ανήλθον αξιωματικοί και ναύται εις αυτά. Οι σκοποί αγνοούντες τι συνέβαινε προέταξαν όπλα, αλλ’ οι επιδρομείς τους αφόπλισαν. Εν τούτοις ναύτης από του «Γλαύκου» έρριψεν εις την θάλασσαν Γάλλον ναύτην πάνοπλον. Αι κραυγαί των αλλογλώσσων ηκούοντο απαίσιοι. Με την πτώσιν εις την θάλασσαν του Γάλλου ναύτου τα πληρώματα των γαλλικών λέμβων ήρχισαν να υβρίζουν δια των βιαιοτέρων εκφράσεων.
— Θα σας κρεμάσουμε ανάποδα στο μεσιανό κατάρτι!
— Λησταί!
— Πειραταί!
Τότε και οι Έλληνες ναύται άρχισαν ν’ αποδίδουν τα ίσα. Μετά κόπου πολλού οι αξιωματικοί των τους συνεκράτησαν.
— Τί θέλετε, κύριε, εις το πλοίον μου; ηρώτησε τον επί κεφαλής Γάλλον αξιωματικόν, ο κυβερνήτης του «Γλαύκου» νεαρός ανθυποπλοίαρχος, ο οποίος ωμίλει την γαλλικήν, σπουδάσας εις την πατρίδα των επιδρομέων.
Τότε ο Γάλλος αξιωματικός του αφηγήθη, ότι είχεν εντολήν να κατάσχει το πλοίον του.
— Αλλά δεν νομίζετε, ότι και αι κατασχέσεις δύνανται να γίνονται ευπρεπέστερον; διαμαρτυρήθη ο Έλλην κυβερνήτης.
Ο Γάλλος αξιωματικός εταπείνωσε τους οφθαλμούς του. Το αίσχος επλημμύριζε την ψυχήν του. Και στραφείς προς τους συνοδεύοντας αυτόν ναύτας, εκ των οποίων τινές αντί της σπάθης έφερον πιστόλια και τρομπόνια ανά χείρας, τους διέταξε να θέσουν τα όπλα εις τας θήκας των.
— Η λυπηρά εντολή, την οποίαν εκτελώ, είπεν ο Γάλλος αξιωματικός, συνίσταται εις το να κατάσχω το πλοίον σας και να εγκαταστήσω ιδικόν μας πλήρωμα…
— Ώστε είμαι αιχμάλωτός σας, κύριε.
— Επ’ ουδενί λόγω.
— Τότε, διαμαρτυρήθη ο Έλλην κυβερνήτης πώς θ’ αφήσω το πλήρωμά μου μόνον εν τη αιχμαλωσία;
— Είναι όρος απαράβατος, υμείς ν’ απέλθετε εις την ξηράν.
Ο Έλλην αξιωματικός ενόησεν, ότι το μέτρον ελαμβάνετο ούτω ίνα γίνει μάλλον υβριστική η ταπείνωσις.
— Πρέπει ίσως να σας παραδώσω το ξίφος μου; του είπεν ειρωνικώς.
Εκείνος αντελήφθη την έννοιαν της ειρωνικής εκφράσεως και ηρκέσθη να είπει απλώς:
— Δεν υπάρχει λόγος να θίξω το τίμιον αυτό ξίφος.
— Ευχαριστώ υμάς μόνον προσωπικώς, απήντησεν ο Έλλην κυβερνήτης.
Και σκεφθείς επ’ ολίγον:
— Θα μου επιτρέψετε, είπε, να παραλάβω το αρχείον του πλοίου μου.
— Τα ιδικά σας πράγματα ναι, όχι όμως τα έγγραφα του πλοίου και εν γένει παν άλλο αντικείμενο. Ταύτα πάντα θα μείνουν εις χείρας μας ασφαλώς και υπό την εγγύησίν μου.
Ο Έλλην κυβερνήτης στραφείς τότε προς τους ναύτας του, οι οποίοι έκλαιον, τους είπε:
— Παιδιά, θα πάτε στα πλοία του γαλλικού και θα μείνετε εκεί έως ότου θελήσουν Δεν θα είμαι μαζί σας γιατί δεν μ’ αφήνουν να είμαι. Γίνεται κι αυτό για να μας υβρίσουν περισσότερο. Εσείς όμως να πάτε υπερήφανοι, ότι έχετε τόσω πολλούς εχθρούς, δυο από τας μεγαλυτέρας Δυνάμεις του κόσμου, και ότι είσθε Έλληνες.
Εκείνοι τότε εζητωκραύγασαν υπέρ του κυβερνήτου των και επέβησαν ακάτου, η οποία τους μετέφερεν επί του «Βολταίρου».
Εγκαταλείπων ο έλλην αξιωματικός το πλοίον του είπεν εις τον Γάλλον επιδρομέα.
— Εάν πρόκειται να εκτελέσετε απογραφήν μη λησμονήσετε, ότι το πλοίον μου δεν έχει τηλεβόλα.
Και απήλθεν ενώ το αίμα υπό την σκέψιν της αισχύνης επορφύρωσε τας παρειάς του Γάλλου αξιωματικού.
Τα καθήκοντα του δημίου κοσμιώτερον εξετέλεσαν οι Άγγλοι αξιωματικοί και τα πληρώματα. Άνευ κραυγών και ύβρεων ανήλθον επί δυο εκ των ελληνικών πλοιαρίων και απέσχον εχθρικών δια των όπλων εκδηλώσεων.
Μεθ’ όλης την τυπικής εθιμοτυπίας ενεχείρισαν εις τους Έλληνας κυβερνήτας ελληνιστί περί παραδόσεων των πλοίων γεγραμμένην πρόσκλησιν, εγκατέστησαν τα αγγλικά πληρώματα ησύχως και παρέλαβον κατόπιν τα ελληνικά, αφού προηγουμένως επέτρεψαν να εξέλθουν εις την ξηράν οι Έλληνες κυβερνήται μετά των λέμβων των και μεθ’ όλων των τιμών.
Μετά την κυρίευσιν των πλοίων ήρχισεν η στρατιωτική απόβασις.
Πρώτοι εξήλθον εις την ξηράν Γάλλοι πεζοναύται και εισήλασαν εις το υγειονομείον. Μετά των πεζοναυτών εξήλθεν ο ίδιος στρατηγός Φορέ, ο οποίος κατά την αγωγήν ωμοίαζε πού προς τον Γάλλον πρεσβευτήν.
Καλέσας τον υγειονόμον του είπεν:
— Από της στιγμής ταύτης απαλλάσσεσθε των καθηκόντων σας.
— Κύριε, απήντησεν ο υγειονόμος, δεν ήλπιζα, ότι η αθώα μου δικαιοδοσία ήθελε προσβάλει την σημαίαν σας.
— Αλλ’ η εδώ παρουσία σας, είπεν αγερώχως ο Γάλλος στρατηγός απειλεί να μας εκθέσει εις τον κίνδυνο της χολέρας.
— Στρατηγέ, υπέλαβεν ο Έλλην ιατρός, δόξα τω Θεώ μέχρις αυτής της ώρας, είμεθα απηλλαγμένοι από το κακόν αυτό.
— Δεν σημαίνει όμως και ότι δεν ημπορείτε να μας το φέρετε μίαν ώρα αρχύτερα.
Και επειδή εκείνος επέμενεν αντιλέγων:
— Δεν επιτρέπω καμμίαν αντίρρησιν, ανεφώνησεν εις αυστηρόν τόνον ο Γάλλος στρατηγός. Η δικαιοδοσία μου είναι απεριόριστος. Άνευ της ιδικής μου αδείας ουδεμία αρχή δύναται να ενεργήσει.
Και τον απέπεμψεν, εγκαταστήσας ίδιον ιατρόν.
Έπειτα εκάλεσε τον υπασπιστήν του.
— Πού είναι το ταχυδρομείον; ηρώτησε. Μάθετε αμέσως που είναι το ταχυδρομείον.
Ο υπασπιστής έφερε την σπουδαίαν αυτήν πληροφορίαν. Έδειξε προς το βάθος του λιμένος.
— Εκεί κάτω είναι, είπε, στρατηγέ.
— Πηγαίνετε αμέσως και καταλάβετε αυτό. Μη επιτρέψετε την παραμικράν αντίρρησιν.
Έπειτα αφού εσκέφθη επ’ ολίγον:
— Κρατήσατε τον Έλληνα διευθυντήν εις την υπηρεσίαν, θέτοντας αυτόν υπό αυστηρόν έλεγχον, επιτρέψατέ του να διανέμει τα ιδιωτικά γράμματα… Δεν πιστεύω ως προς αυτό να υπάρχει κίνδυνος…
— Ω! στρατηγέ, υπέλαβε γελών ο υπασπιστής.
— Διετάξατε όμως αυτόν ρητώς, εξηκολούθησεν ο στρατηγός, ότι έγγραφον αρχής προς αρχήν δεν δύναται να κυκλοφορήσει ελευθέρως πριν ή επιθεωρηθεί παρ’ ημών και δώσωμεν ημείς την σχετικήν άδειαν.
Έπειτα στρεφόμενος προς τους επιτελείς του:
— Πού είναι το τελωνείον; εφώναξε με κατακτητικόν ύφος.
— Εδώ, στρατηγέ, του απήντησαν.
— Ο τελώνης, ας έλθει αμέσως ο τελώνης! διέταξεν.
Άνθρωπός τις κοντός, προγάστωρ με γυαλιά και μίαν πέννα εις το αυτί περασμένην, ενεφανίσθη.
— Τί τρέχει; ηρώτησεν Ελληνιστί. Τί με θέλει ο γενναιότατος στρατηγός;
— Τί λέγει ο άνθρωπος αυτός; είπεν ο Φορέ δύσθυμος πάντοτε και αυστηρός.
— Αυτός είναι ο τελώνης, υπέλαβεν ο διερμηνεύς του στρατηγού.
— Είπατέ του, ότι απαγορεύω την εξαγωγήν παντός εμπορεύματος.
Και στραφείς προς τον επιτελάρχην του έδωκε την εξήγησιν της διαταγής του:
— Δια να προλάβωμεν την εξαγωγήν πολεμοφοδίων, είπε με βαθείαν φωνήν. Με εννοείτε;
— Σοφόν μέτρον! επιδοκίμασε με τον αυτόν τόνον φωνής ο συνταγματάρχης.
— Και την εισαγωγήν; ηρώτησεν ο διερμηνεύς. Ο κ. τελώνης ερωτά εάν η υμετέρα εξοχότης απαγορεύει και την εισαγωγήν.
— Την εισαγωγήν όχι, απήντησε σοβαρώς ο στρατηγός.
Και αφού εκύτταξεν από κεφαλής μέχρι ποδών τον τελώνην είπε:
— Τον φοβούμαι τον άνθρωπον αυτόν…
Οι παριστάμενοι εγέλασαν:
— Θέσατέ του εκατέρωθεν δύο ελεγκτές.
— Τί λέγει ο στρατηγός; ηρώτησεν ο τελώνης τον διερμηνέα.
Ούτος απέφυγε να μεταδώσει την προσβλητικήν έκφρασιν.
— Το ταμείον θα το παραδώσω εις τον στρατηγόν; ηρώτησεν ο τελώνης.
Ο διερμηνεύς μετεβίβασε την ερώτησιν.
— Θα έπρεπε βεβαίως να γίνει και αυτό, είπεν ο κατακτητής, αλλά δυστυχώς δεν το εσκέφθηκαν.
Και στρεφόμενος προς τον επιτελάρχην του:
— Πάντοτε ατελείς διαταγάς! είπε μεμψιμοιρών.
Ήδη όμιλος περιέργων πολιτών είχε σχηματισθεί περί τον στρατηγόν και το επιτελείον.
— Απομακρύνατε αυτούς τους περιέργους! διέταξεν ο στρατηγός.
Γάλλοι στρατιώται ήρχισαν ν’ απωθούν τον κόσμον διά του αυτού τρόπου με τον οποίον τα γαλλικά πληρώματα είχον καταλάβει τα ελληνικά πλοιάρια.
— Και τώρα, είπεν ο Φορέ, νομίζω, ότι δεν μας μένει τίποτε άλλο, συνταγματάρχα. Ας επιστρέψωμεν διά την απόβασιν.
Και απήλθον εις την γαλλικήν ναυαρχίδα.
Ενώ ταύτα εγίνοντο εις το τελωνείον, άλλαι σκηναί κωμικωτέρας σοβαρότητος, διαδραματίζοντο εις το βάθος του λιμένος προς τον μώλον της πλατείας του Θεμιστοκλέους.
Το θέαμα αυτό έδιδαν οι Άγγλοι. Λέμβοι επί των αγγλικών πλοίων φέρουσαι τέσσαρα τηλεβόλα γεμισμένα επροχώρουν σιγά.
Έξω πλήθος κόσμου ανέμενεν.
Έκπληκτοι οι κάτοικοι του Πειραιώς είδον τας λέμβους με τα τηλεβόλα, αλλά δεν ηδυνήθησαν να κρατήσουν τους γέλωτές των, όταν παραπλεύρως των τηλεβόλων τούτων είδον Άγγλους πυροβολητάς κρατούντας ανημμένας τας θρυαλλίδας. Πολλοί και εφοβήθησαν και ήρχισαν να τρέπονται εις φυγήν. Άλλοι ήσαν έτοιμοι ν’ ανταποκριθούν εις το πρώτον επικίνδυνον κίνημα των κατακτητών, αντιπυροβολούντες με τα πιστόλια των.
Όταν οι λέμβοι προσήγγισαν εις την αποβάθραν Άγγλος αξιωματικός έσυρε την σπάθην του και απεβιβάσθη. Μετ’ αυτού εξήλθεν ο σημαιοφόρος φέρων την αγγλικήν σημαίαν.
Έπειτα οι τύποι της αποβάσεως επί εχθρικής χώρας εγένοντο όλαι. Ο αξιωματικός εκτύπησε με το σκήπτρον του την γην, σημείον, ότι την υποδούλωσεν.
Ήδη ήρχισεν η απόβασις Γάλλων στρατιωτών εκ του 3ου ναυτικού πεζικού συντάγματος. Τα τηλεβόλα των λέμβων εφαίνοντο ότι επροστάτευον την απόβασιν ταύτην κατά φανταστικών εχθρών, κατά των αθώων πολιτών, οι οποίοι ήρχισαν ήδη να υποδέχονται τους κατακτητές με ειρωνικά μειδιάματα.
Περί τους 500 Γάλλοι στρατιώται ετοποθετήθησαν κατ’ αρχάς πέριξ της πλατείας του Θεμιστοκλέους. Πως και το όνομα του χώρου αυτού υπενθύμιζεν ακόμη την επιδρομήν των αρχαίων βαρβάρων ασιατών επιδρομέων.
Η απόβασις εξηκολούθησε βαθμηδόν κατά το μέρος τούτο έως ου συνεπληρώθη επί τέλους εν ολόκληρον τάγμα.
Τότε τα τηλεβόλα μετά της αυτής κωμικής σοβαρότητας μετηνέχθησαν και πάλιν εις τα πλοία.
Μετ’ ολίγον εξήλθεν ο στρατηγός Φορέ. Ήτο τώρα αγριότερος. Τον συνώδευεν ολόκληρον τον επιτελειόν του.
Εξήλθε να κατοπτεύσει την εχθρικήν γην και ήρχισε να ρίπτει γύρω επί των γυμνών βραχωδών εκτάσεων της πειραϊκής ακτής αγριωπά βλέμματα.
Διήλασε πανηγυρικώς την παραλιακήν οδόν προς το τελωνείον, εις την θύραν του οποίου διέκρινε πάλιν τον τελώνην να τον κοιτάζει περιέργως, και ανήλθε τον άνωθεν του υδραϊκού συνοικισμού λόγον, όπου εγύριζαν τα λευκά πανιά των δύο τρεις ανεμόμυλοι, οι οποίοι κατά την θριαμβευτικήν εκείνην ανάβασιν υπενθύμιζον τον Δον Κιχώτην. Εκεί ο στρατηγός Φορέ και το επιτελείον του εξετέλεσαν κατοπτεύσεις και τέλος συνεφώνησαν να εκλέξουν τον λόφον εκείνον ως τόπον στρατοπεδεύσεως.
Μετά το τάγμα του 3ου ναυτικού γαλλικού συντάγματος εγένετο πολυαριθμοτέρα απόβασις. Εξήλθον εις την πλατείαν του Θεμιστοκλέους οι στρατιώται του 74ου συντάγματος της γραμμής και δια θριαμβευτικής πορείας με την μουσικήν επί κεφαλής κατηυθύνθησαν προς τον λόφον των μύλων και κατεσκήνωσαν εκεί καθ’ όλην την στρατιωτικήν τάξιν στήσαντες και 6 τηλεβόλα.
Περί δε την 5ην ώραν μ.μ. άλλοι στρατιώται έστησαν στρατόπεδον νέον εις τον μεταξύ Μουνυχίας και Φαλήρου λόφον. Όλος ο αποβάς στρατός ανήρχετο εις 2900 ανδρών.
Η φιλήσυχος, η ερημική πολίχνη του Πειραιώς προσέλαβε πολεμικήν όψιν. Περί την εσπέραν όμιλοι Γάλλων και Άγγλων στρατιωτών και ναυτών διεχύθησαν εις τας οδούς, αλλ’ αι όψεις των οικιών, των οποίων τα παράθυρα ήσαν ερμητικώς κεκλεισμένα, τους εδείκνυον ήδη τας ψυχικάς διαθέσεις των κατοίκων. Πολλά καταστήματα ωσαύτως ηρνούντο φιλοξενίαν και όπου εξεβίαζον ταύτην οι κατακτηταί οι καταστηματάρχαι είχον την ευφρόσηνον εκδίκησιν να τους βλέπουν κυλισμένους χαμαί εκ της μέθης.
Επεισόδια θλιβερά διαδραματίσθησαν πλείστα επιθέσεων κατά εντίμων γυναικών. Ο δήμαρχος παραπονέθη εις τον στρατηγόν Φορέ, αλλά τα γαλλικά στρατεύματα εστερούντο τότε της πειθαρχίας εκείνης, η οποία επιβάλλει τον σεβασμόν προς τα ανθρώπινα δικαιώματα και εμπολέμου ακόμη εχθρικής χώρας. Και το πνεύμα του στρατηγού υπήρξεν επιεικές προς τας υβριστικάς παρεκτροπάς των στρατιωτών του.
Εν Αθήναις η εντύπωση υπήρξεν απαισία. Τα καταστήματα έκλειον και ο κόσμος ήτο περίτρομος.
— Θα ανέλθουν και εις τας Αθήνας, έλεγον.
— Θα κτυπήσουν, εάν ο Βασιλεύς δεν υποταχθεί.
Εις τα ανάκτορα τα απαίσια αγγέλματα έφθανον το εν κατόπιν του άλλου, όλαι αι λεπτομέριαι των θλιβερών συμβάντων ανηγγέλλοντο εις τους Βασιλείς, οι οποίοι ήκουον ατάραχοι, χωρίς η γενναία αυτών ψυχή να αισθανθεί τον ελάχιστον κλονισμόν.
Περισσότεραι ύβρεις των ξένων εναντίον της ηθικής ιδίας υπέρ της οποίας οι Βασιλείς επάλαιον απετέλουν διά τούτου, μεγαλειτέραν τιμήν και ικανοποίησιν.
Όταν ο Ρουάν και ο γραμματεύς του έμειναν μόνοι, ο τελευταίος είπε:
— Δεν ηθέλησα ενώπιόν του να φέρω το ζήτημα αυτό, επειδή εμφορείται φιλικών προς ημάς αισθημάτων, αλλ’ ενώ μας ζητεί χάριτας, ηδύνατο νομίζω να μας απαλλάξει αυτών των ύβρεων.
Και εξήγαγε φύλλα του «Αιώνος», γράφοντος ήδη δεύτερον άρθρον και καταγγέλοντος τους υπουργούς, ότι είναι ανίκανοι ν’ απαλλάξουν την Ελλάδα του αίσχους της κατοχής, αφού εκαυχήθησαν, ότι μόνον δι’ αυτό ήλθον εις τα πράγματα.
Ο Ρουάν έλαβε τον «Αιώνα» και ανέγνωσε, κατελήφθη δε υπό οργής, η οποία τον παρέσυρεν εις την διατύπωσιν εκδικήσεων.
— Απορώ, είπε, με τον κ. Ουάις ενδίδοντα ήδη μετριοπαθώς και παρασύροντα και εμέ εις τούτο.
— Δεν υπάρχει λόγος να ενδίδει κανείς εις ομοίας περιστάσεις, παρετήρησεν ο νεαρός διπλωμάτης. Υπάρχουν σοβαρότατοι λόγοι να φαίνεται αυστηρότερος… Και εις τι ενέδωκεν ο κ. Ουάις;
Ο Ρουάν αφηγήθη την υπόθεσιν της αμνηστείας.
— Αλλ’ αυτό είνε ακατανόητον! διαμαρτυρήθη ο γραμματεύς. Ίσα-ίσα κατά των ληστών αυτών έπρεπε να πέσει αμείλικτος η τιμωρία ημών.
Και σκεφθείς επ’ ολίγον ανεφώνησαν:
— Όλοι αυτοί έπρεπε να καταδικασθούν εις τον διά τυφεκισμού θάνατον.
— Βεβαίως! είπεν ο Ρουάν. Αυτή ήτο και η ιδική μου σκέψις.
— Ενώ τώρα, εξηκολούθησεν ο γραμματεύς, μένοντες ελεύθεροι θα εισέρχονται εις τα Ανάκτορα διά της οπισθίας θύρας και θα συνωμοτούν εξεγείροντος τον λαόν.
— Το οποίον και ήρχισαν να πράττουν, ανέκραξεν ο πρεσβευτής, και ιδού η απόδειξις.
Και επέταξεν εν οργή τα δύο φύλλα του «Αιώνος» επί του γραφείου του.
— Ακούσατέ με, είπεν έπειτα, θα κατέλθετε εις Πειραιά και θα συννενοηθείτε μετά του Στρατηγού Φορέ, όπως προβεί εις επίδειξιν της δυνάμεως ημών εις Αθήνας.
— Μόνον εις επίδειξιν; Θα έχουν οι Αθηναίοι την ευχαρίστησιν ενός ωραίου θεάματος. Εγώ εξοχώτατε, φρονώ, ότι μη εφαρμοζομένων των νόμων, ημείς οφείλομεν να δράσωμεν ως τιμωρός εξουσία.
— Προς το παρόν, είπε ο Ρουάν, η επίδειξις αυτή αρκεί, θα είναι ως μία προειδοποίησις, θα γίνει δε καταφανής εκεί όπου ημείς πρέπει κυρίως ν’ αποβλέπωμεν…
— Προς τον αρχηγόν αυτής της αναρχίας, ανεφώνησεν ο γραμματεύς.
— Προς εκείνον, προς εκείνον και μόνον.
Και ερύθημα οργής εχρωμάτισε το πρόσωπόν του.
Ενθυμήθη την σκηνήν της από του Θρόνου ομολογίας, την περιφρονητικήν προς αυτόν στάσιν του Βασιλέως, και κατ’ εκείνην την ταπεινωτικήν, ως αυτός ενόμιζε, τελετήν. Που εύρισκεν ο ανίσχυρος, ο μικρός Βασιλεύς και ταπεινούμενος αυτήν την ηθικήν δύναμιν;
Αλλ’ όχι, ίσως η δοκιμασία εις ην υπεβλήθη δεν ήτο αρκετή να τον φέρει εις συναίσθησιν της αδυναμίας του. Εχρειάζοντο ακόμη και άλλα μέσα, εχρειάζετο όλη η δύναμις της τιμωρίας να εκδηλωθεί κατ’ αυτού με όλην την σκαιότητα και την ορμήν.
— Ιδού, εξηκολούθησεν ο Ρουάν, ότι επιμένει διά της αφροσύνης αυτού να επισωρεύει συμφοράς κατά του λαού, τον οποίον διευθύνει. Είμαι βέβαιος, ότι αυτός εμπνέει την υβριστικήν αυτήν γλώσσαν.
— Αυτός και μόνος, εξοχώτατε, επεβεβαίωσεν ο γραμματεύς.
— Θέλετε λοιπόν μεταβεί, επανέλαβεν εκείνος, προς τον στρατηγόν Φορέ, και θα ειπείτε προς αυτόν, ότι την πρωΐαν της αύριον θα οργανώσει παρέλασιν των στρατιωμάτων κάτωθεν των Ανακτόρων και ανά την πόλιν.
Ο γραμματεύς επιβάς αμάξης κατήλθεν εις Πειραιά. Ήδη εκεί τα στρατεύματα της κατοχής εξετέλουν γυμνάσια και επιδεικτικάς πορείας. Μουσικαί, τύμπανα, αντήχουν θριαμβευτικώς. Ιππείς διέσχιζον την πόλιν.
Η τρομοκρατία, την οποία είχεν επιβάλει ο στρατηγός Φορέ ήτο πλήρης. Επειδή εις την αγοράν έμποροι τινες ηρνήθησαν να δώσουν τρόφιμα εις τον στρατόν, ο στρατηγός τους εξηνάγκασε βία προς τούτο. Ανέλαβεν ο ίδιος την έκδοσιν αστυνομικών διατάξεων και εις το στρατόπεδόν του εφηρμόζοντο αι σκληρότεραι τιμωρίαι κατά παντός όστις ήθελε φωραθή παραβάτης.
Η πίεσις αυτή έφερεν αντίδρασιν. Δύο Γάλλοι στρατιώται ευρέθησαν φονευμένοι εις απόκεντρον της πόλεως μέρος. Κακοποιά στοιχεία ενθαρρυνόμενα εκ του εναντίου των στρατευμάτων της κατοχής μίσους διέπραξαν τον έγκλημα. Η διαταχθείσα ανάκρισις επλανήθη εις σφαλερόν δρόμον. Οι πραγματικοί ένοχοι δεν ανεκαλύφθησαν, αντ’ αυτών δε εκρατήθησαν πολλοί αθώοι πολίται.
Ο δήμαρχος Πειραιώς υπεβλήθη εις πολλούς εξευτελισμούς εκ μέρους του βιαίου στρατηγού. Ανά πάσαν στιγμήν ο Φορέ τον καθίστα υπεύθυνον διά την ελαχίστην παρεκτροπήν πολιτών και διά την έλλειψιν μέσων προς ανετωτέραν διαμονήν των στρατευμάτων.
Ουδεμία ελληνική αρχή ηδύνατο να εξασκεί ελευθέρως τα καθήκοντά της. Ο έλεγχος ήτο προσβλητικός και η συμπεριφορά προς τους Έλληνας υπαλλήλους υβριστική.
Εις το ταχυδρομείον εγκατεστάθη βαθμηδόν λογοκρισία φθάνουσα μέχρι παραβιάσεως του απορρήτου των επιστολών. Ηνοίγοντο και οι δι’ Αθήνας φάκελλοι και γράμματα προς τον Βασιλέα και προς σημαίνοντα πολιτικά πρόσωπα, απωλέσθησαν. Όλη η τυραννική, η ολεθρία διοίκησις του Ναπολέοντος Γ΄, η οποία έλαβε βραδύτερον την μοιραίαν αυτής τιμωρίαν εις το Σεδάν, εξεδηλούτο εις την πολίχνην του Πειραιώς κατά τας αποφράδας εκείνας ημέρας με απαραδειγμάτιστον σκαιότητα. Ο στρατιωτικός δεσποτισμός εξησκήθη με όλην αυτού την βαρβαρότητα κατά των αθώων πολιτών.
Εις τα καταστήματα, καφενεία και οινοπωλεία όπου μετέβαινον οι ξένοι αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και στρατιώται, οι πολίται ούτοι ήσαν υποχρεωμένοι ν’ ακούουν τας φοβερωτέρας ύβρεις κατά της πατρίδος των και βασιλέως και να μη δύνανται καν να διαμαρτυρηθούν. Η φιλοξενία εξεβιάζετο και αντημείβετο δι’ ύβρεων.
Γεράσιμος Βώκος: «Η Κατοχή». Ιστορικόν μυθιστόρημα, εκδόσεις: "Βασ. Τσαγγάρης", Αθήναι 1905.
Βίος και Πολιτεία του ...
Τον πρωτογνώρισα στον Πειραιά. Είχα κατέβει στο λιμάνι να πάρω το βαπόρι για την Κρήτη. Κόντευε να ξημερώσει. Έβρεχε. Φυσούσε δυνατή σοροκάδα κι έφταναν οι πιτσιλιές της θάλασσας στο μικρό καφενεδάκι. Κλειστές οι τζαμόπορτες, μύριζε ο αγέρας ανθρώπινη βόχα και φασκόμηλο. Έκανε όξω κρύο και τα τζάμια είχαν παχνιστεί από τις ανάσες. Πέντ’ έξι θαλασσινοί ξενυχτισμένοι, με τις καφετιές από γιδότριχα φανέλες, έπιναν καφέδες και φασκόμηλα και κοίταζαν από τα θαμπωμένα τζάμια τη θάλασσα.
Τα ψάρια, παραζαλισμένα από τα χτυπήματα της φουρτούνας, είχαν βρει καταφύγι χαμηλά στα ήσυχα νερά και περίμεναν πότε να γαληνέψει ο κόσμος απάνω· κι οι ψαράδες, στριμωγμένοι στους καφενέδες, περίμεναν κι αυτοί πότε να πάψε η θεϊκιά ταραχή, να ξεφοβηθούν και ν’ ανέβουν στο πρόσωπο του νερού τα ψάρια να τσιμπήσουν. Οι γλώσσες, οι σκορπιοί, τα σελάχια, γυρνούσαν από τις νυχτερινές επιδρομές τους να κοιμηθούν. Ξημέρωνε.
Η τζαμόπορτα άνοιξε· ένας κοντός, ταγαριασμένος λιμανιώτης μπήκε· ξεσκούφωτος, ξιπόλυτος, ολολάσπωτος.
— Ε Κωσταντή, φώναξε ένας γέρος θαλασσόλυκος με γαλάζια πατατούκα, τί γίνεσαι, μπρε;
Ο Κωσταντής έφτυσε ξαγριεμένος.
— Τί να γίνουμαι; αποκρίθηκε. Καλημέρα, καφενέ! Καλησπέρα, σπίτι! Καλημέρα, καφενέ! Καλησπέρα, σπίτι! Να η ζωή μου. Δουλειά, γιοκ!
Μερικοί γέλασαν, άλλοι κούνησαν το κεφάλι, βλαστήμησαν.
— Η ζωή είναι ισόβια, είπε κάποιος μουστακαλής, που είχε κάμει τις φιλοσοφικές του σπουδές στον Καραγκιόζη· ισόβια, ανάθεμά τη!
Γλυκό γαλαζοπράσινο φως περέχυσε τα βρώμικα τζάμια, μπήκε κι αυτό στο καφενείο, κρεμάστηκε σε χέρια και μύτες και κούτελα, πήδηξε στο τζάκι, πήραν φωτιά οι μποτίλιες. Τα ηλεχτρικά έχασαν τη δύναμή τους, άπλωσε ο μαχμουρλής ξαγρυπνισμένος καφετζής το χέρι και τα ’σβησε.
Μια στιγμή σιωπή. Τα μάτια όλα σηκώθηκαν και κοίταξαν όξω τη λασπωμένη μέρα. Ακούστηκαν τα κύματα που σπούσαν μουγκρίζοντας και μέσα στον καφενέ μερικοί ναργιλέδες που γουργούριζαν.
Ο γερο-θαλασσόλυκος αναστέναξε.
— Μωρέ, τί να γίνεται ο καπετάν Λεμονής; φώναξε. Ο Θεός να βάλει το χέρι του!
Κοίταξε με άγριο μάτι πέρα τη θάλασσα.
— Φτου σου, αντρογυνοχωρίστρα! έγρουξε και δάγκασε το ψαρό μουστάκι του.
Κάθουμουν σε μια γωνιά, κρύωνα, παράγγειλα και δεύτερο φασκόμηλο· νύσταζα· πάλευα με τον ύπνο, με την κούραση και με την πρωινή θλίψη της μέρας. Κοίταζα από τα θαμπά τζάμια το λιμάνι που ξυπνούσε κι ούρλιαζε με τις βαπορίσιες σειρήνες και με τους αραμπάδες και τους βαρκάρηδες. Κοίταζα, κοίταζα, κι ένα παραγάδι από θάλασσα, βροχή και μισεμό, πυκνό πολύ, συντύλιγε την καρδιά μου.
Είχα καρφώσει τα μάτια αντίκρα στη μαύρη πλώρα μεγάλου βαποριού, βουλιαγμένου ακόμα από την κουπαστή και κάτω μέσα στη νύχτα. Έβρεχε, κι έβλεπα τα νήματα της βροχής που έσμιγαν τον ουρανό με τη λάσπη.
Κι ως κοίταζα το μαύρο βαπόρι και τους ίσκιους και τη βροχή, σιγά σιγά έπαιρνε πρόσωπο η πίκρα μου, ανέβαιναν οι θύμησες, στερεώνουνταν στον ογρόν αγέρα, καμωμένος από βροχή και λαχτάρα, ο αγαπημένος φίλος. Πότε; Πέρυσι; σε άλλη ζωή; χτες; είχα κατέβει στο λιμάνι ετούτο να τον αποχαιρετήσω. Βροχή θυμούμαι πάλι και κρύο και ξημερώματα· κι η καρδιά πάλι φούσκωνε ανταρεμένη.
Φαρμάκι ο αργός αποχωρισμός από τους ανθρώπους που αγαπάς· καλύτερα να κόβεις με το μαχαίρι και να μένεις πάλι ολομόναχος στο φυσικό κλίμα του ανθρώπου, στη μοναξιά. Όμως, τη βροχερή εκείνη αυγή, δεν μπορούσα να ξεκολλήσω από το φίλο μου. (Αργότερα ένιωσα, αλίμονο πολύ αργά, το γιατί.) Είχα ανέβει μαζί του στο βαπόρι και κάθουμουν στην καμπίνα του, ανάμεσα από τις σκορπισμένες βαλίτσες. Τον κοίταζα αργά, επίμονα, όταν πρόσεχε αλλού, σα να ’θελα να σημαδέψω ένα ένα τα σουσούμια του – τα φωτερά γαλαζοπράσινα μάτια, το παχουλό νεανικό πρόσωπο, τη φίνα περήφανη έκφραση κι απάνω απ’ όλα τα μακροδάχτυλα αρχοντικά χέρια του.
Μια στιγμή πρόφτασε τη ματιά μου να σούρνεται αρπαχτά, βυζαχτά, απάνω του· στράφηκε, με το περιπαιχτικό ύφος που έπαιρνε όταν ήθελε να κρύψει τη συγκίνησή του. Με κόχεψε· κατάλαβε. Και για να ξεστρατίσει τη θλίψη του χωρισμού:
— Ως πότε; με ρώτησε χαμογελώντας ειρωνικά.
— Τί ως πότε;
— Θα τρως χαρτί, θα πασαλείφεσαι μελάνια; Έλα μαζί μου· εκεί πέρα, στον Καύκασο, χιλιάδες από τη ράτσα μας κιντυνεύουν· έλα να τους σώσουμε.
Γέλασε, σα να ’θελε να κοροϊδέψει την αψηλή του πρόθεση.
— Μπορεί βέβαια να μην τους σώσουμε, πρόστεσε· μα θα σωθούμε εμείς προσπαθώντας να σώσουμε. Έτσι δεν είναι; Αυτά δεν κηρύχνεις, δάσκαλέ μου; «Ο μόνος τρόπος να σώσεις τον εαυτό σου είναι να μάχεσαι να σώσεις τους άλλους…» Εμπρός, λοιπόν, δάσκαλε που δίδασκες… Έλα!
Δεν αποκρίθηκα. Άγια, θεογεννήτρα Ανατολή, αψηλά βουνά, κραυγή του Προμηθέα καρφωμένη στο βράχο… Καρφωμένη τα χρόνια εκείνα η ράτσα μας στους ίδιους βράχους, φώναζε. Κιντύνευε· φώναζε πάλι ένα γιο της να τη σώσει. Κι εγώ την άκουγα άνεργος, σα να ’ταν όνειρο ο πόνος, κι η ζωή μια συναρπαχτική τραγωδία, κι είναι μεγάλη χωριατιά κι αφέλεια να πετιέσαι από το θεωρείο σου στη σκηνή και να επεμβαίνεις στην πράξη.
Ο φίλος μου, χωρίς να περιμένει απάντηση, σηκώθηκε. Το βαπόρι σφύριζε τώρα για Τρίτη φορά. Άπλωσε το χέρι:
— Γεια σου, χαρτοπόντικα! είπε περγελαχτά, για να κρύψει τη συγκίνησή του.
Το ’ξερε καλά πως ήταν ντροπή να μην μπορείς να εξουσιάσεις την καρδιά σου. Δάκρυα, τρυφερά λόγια, ακατάστατες χερονομίες, λαϊκές οικειότητες, του φάνταζαν ασκήμιες ανάξιες του ανθρώπου. Ποτέ, εμείς που τόσο αγαπιούμαστε, δεν είχαμε σταυρώσει ένα τρυφερό λόγο· παίζαμε και τσαγκρουνιούμαστε σα θεριά. Αυτός φίνος, ειρωνικός, πολιτισμένος· εγώ βάρβαρος. Αυτός συγκρατημένος, εξαντλώντας άνετα όλα τα φανερώματα της ψυχής του γύρα από το χαμόγελο· εγώ απότομος, ξεσπώντας σε ανάρμοστο απολίτιστο γέλιο.
Έκαμα να καμουφλάρω κι εγώ μ’ ένα σκληρό λόγο την ταραχή μου, μα ντράπηκα. Όχι, δεν ντράπηκα· δεν μπόρεσα. Έσφιξα το χέρι του· το κρατούσα και δεν το άφηνα. Με κοίταξε με απορία.
— Συγκίνηση; μου έκαμε προσπαθώντας να χαμογελάσει.
— Ναι, του αποκρίθηκα ήσυχα.
— Γιατί; Δε είπαμε, χρόνια τώρα δεν είχαμε μείνει σύμφωνοι; Πώς το λεν οι Γιαπωνέζοι που αγαπάς; Φουντόσιν! Απάθεια, αταραξία, το πρόσωπο χαμογελούσα ακίνητη μάσκα. Τι γίνεται πίσω από τη μάσκα, δικός μας λογαριασμός.
— Ναι, αποκρίθηκα πάλι, προσπαθώντας να μην ξανοιχτώ σε καμιά μεγάλη φράση – δεν ήμουν βέβαιος πως θα μπορούσα να κυβερνήσω τη φωνή μου, να μην τρέμει.
Το γκονγκ ακούστηκε στο βαπόρι να διώχνει από καμπίνα σε καμπίνα τους επισκέφτες. Σιγόβρεχε. Ο αγέρας γιόμισε λόγια παθητικά του χωρισμού, όρκους, μακρόσερτα φιλιά, γοργές λαχανιαστές παραγγελίες… Έπεφτε η μάνα στο γιο, η γυναίκα στον άντρα, ο φίλος στο φίλο. Σα να χώριζαν για πάντα· σα να τους θύμιζε, ο μικρός ετούτος χωρισμός, το Μεγάλο. Κι ο γλυκότατος αχός του γκονγκ ξαφνικά αντιλάλησε, πρύμνα πλώρα, μέσα στον υγρόν αγέρα, σα νεκρικιά καμπάνα.
Ο φίλος μου έσκυψε:
— Άκουσε, είπε σιγά, μην έχεις κακό ψυχανέμισμα;
— Ναι, αποκρίθηκα πάλι.
— Πιστεύεις σε τέτοια παραμύθια;
— Όχι, αποκρίθηκα με βεβαιότητα.
— Ε, λοιπόν;
Δεν είχε λοιπόν· δεν πίστευα, μα φοβόμουν.
Ο φίλος μου απίθωσε αλαφριά το αριστερό του χέρι στο γόνατό μου, όπως συνήθιζε στην πιο εγκάρδια στιγμή, όταν κουβεντιάζαμε μαζί και τον έσπρωχνα να πάρει κάποιαν απόφαση κι αυτός αντιστέκουνταν και τέλος δέχουνταν και μου άγγιζε το γόνατο, σα να μου ’λεγε: «Θα κάμω ό,τι θες, από αγάπη…»
Δυο τρεις φορές αναπετάρισαν τα βλέφαρά του. Με κοίταξε πάλι. Κατάλαβε πως ήμουν πολύ θλιμμένος και δίστασε να μεταχειριστεί τ’ αγαπημένα μας όπλα – το γέλιο, το περγέλιο…
— Καλά, είπε. Δώσ’ μου το χέρι σου· αν ένας από τους δυο μας βρεθεί σε κίντυνο θανάτου…
Σταμάτησε, σα να ντράπηκε. Εμείς που χρόνια περγελούσαμε τις μεταψυχικές αυτές αεροδρομίες και ρίχναμε στον ίδιο λάκκο χορτοφάγους, πνεματιστές, θεοσόφους κι εχτοπλάσματα…
— Λοιπόν; ρώτησα, προσπαθώντας να μαντέψω.
— Ας το πάρουμε, έτσι, παιχνίδι, είπε βιαστικά, για να γλιτώσει από την επικίντυνη φράση όπου μπλέχτηκε. Αν ένας από τους δυο μας βρεθεί σε κίντυνο θανάτου, να στοχαστεί τον άλλο με τόσην ένταση που να τον ειδοποιήσει, όπου κι αν βρίσκεται… Σύμφωνοι;
Έκαμε να γελάσει, μα τα χείλια του λες κι ήταν παγωμένα, δεν κουνήθηκαν.
— Σύμφωνοι, είπα.
Ο φίλος μου φοβήθηκε μην παραφάνηκε η ταραχή του, και πρόστεσε βιαστικά:
— Δεν πιστεύω βέβαια σε τέτοιες εναέριες ψυχικές συγκοινωνίες…
— Δεν πειράζει, μουρμούρισα· ας είναι…
— Καλά λοιπόν, ας είναι· ας παίξουμε. Σύμφωνοι;
— Σύμφωνοι, αποκρίθηκα πάλι.
Αυτά ήταν τα τελευταία μας λόγια. Σφίξαμε αμίλητοι τα χέρια, έσμιξαν τα δάχτυλα λαχταριστά, χώρισαν απότομα, κι έφυγα γρήγορα, χωρίς να στραφώ πίσω, σα να με κυνηγούσαν. Έκαμα να γυρίσω το κεφάλι να δω το φίλο μου στερνή φορά, μα κρατήθηκα. «Μη γυρίσεις! πρόσταξα από μέσα μου· φτάνει!»
Όλο λάσπη η ψυχή του ανθρώπου, αδούλευτη, απελέκητη, με χοντροκομμένες ακόμα χωριάτισσες αίστησες, και τίποτα καθαρό, σίγουρο, δεν μπορεί να μαντέψει· αν μάντευε, πόσο διαφορετικός θα ’ταν ο χωρισμός ετούτος!
Το φως πλήθαινε, τα δυο πρωινά έσμιγαν, το αγαπημένο πρόσωπο του φίλου μου, το ’βλεπα καθαρότερα τώρα, βρέχουνταν ασάλευτο, θλιμμένο, μέσα τον αγέρα του λιμανιού. Η τζαμόπορτα του καφενέ άνοιξε, μούγκρισε η θάλασσα, μπήκε μέσα ένας θαλασσινός ανοιχτοσκέλης, κοντοπόδαρος, με κρεμαστά μουστάκια. Φωνές χαρούμενες ξέσπασαν:
— Καλώς τον καπετάν Λεμονή.
Στριγμώθηκα στη γωνιά μου· μα το πρόσωπο του φίλου μου είχε κιόλα λιώσει μέσα στη βροχή, χάθηκε.
Ο Γιούγκερμαν και τα σ...
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’
Ένα πειραιώτικο τραγούδι
Ήταν περασμένα μεσάνυχτα, όταν η «Κλεοπάτρα» σιγομπούκαρε στο λιμάνι του Πειραιά. Καιρός βαρύς, σκεπασμένος με σύννεφα της όστριας· ουρανός πνιγμένος στο σκοτάδι. Και μια ψιλοβροχή σιγανή, μηδαμινή, μα που μούσκευε τα πάντα καθώς έπεφτε μουλωχτά.
Τ’ ακύμαντα νερά του λιμανιού σιγοφλοίσβισαν στο αργό διάβα του μεγάλου καραβιού. Νερά μαύρα, κατράμι βυθισμένα σε λήθαργο κακό. Ζερβόδεξα, δυο αράδες από σκοτεινά σκαριά όρθωναν τις ψηλές πλώρες τους. Στο βάθος πρέπει να ήσαν σπίτια, άνθρωποι· μα όλ’ αυτά μόλις μαντεύονταν. Μονάχα στα μυχό του λιμανιού ξεδιάλυναν μερικά φώτα, θαμπά και τρεμουλιαστά μες στην ψιλοβροχή, που λόγχιζαν το πηχτό νερό.
Όσοι επιβάτες δεν κοιμόνταν, βγήκαν στο κατάστρωμα και παρακολουθούσαν τη μανούβρα. Το μεγάλο σκάφος πήρε στροφή κι έδεσε πρυμάτσες στον ντόκο του Λιμεναρχείου. Δυο τρεις βάρκες ήρθαν κοντά στη σκάλα, δίχως ν’ ακοστάρουν. Οι βαρκάρηδες τις ψευτοκυβερνούσαν με σιγανές κουπιές, που ο υγρός αχός τους γέμιζε το σκοτάδι.
Ο Λιάπκιν κι ο Γιούγκερμαν στέκονταν πλάι πλάι, με τους αγκώνες ακουμπισμένους στα ρέλια. Περίμεναν το πράτιγο, να ξεμπαρκάρουν. Δεν μιλούσαν. Ο πρώτος είχε, όπως πάντα, μια σβηστή γόπα κολλημένη κάτω απ’ τα μουστάκια του. Ο άλλος έφτυνε, κάθε τόσο, στη θάλασσα. Ο θόρυβος του σάλιου του, καθώς έπεφτε στο νερό, τον διασκέδαζε.
— Τι διαολότοπος! μουρμούρισε. Ούτε λίγο φως! Ούτε μια φωνή.
— Μη βιάζεσαι, του αποκρίθηκε ο Λιάπκιν. Μήπως θαρρείς πως οι Ρωμιοί είναι κρύοι κι ανάλατοι σαν κι εσάς, τους Φιλανδούς;
— Τι σου φταίν’ οι Φιλανδοί; Εσείς οι Ρώσοι είσαστε καλύτεροι, δηλαδή;
Ο Λιάπκιν άναψε τη γόπα του:
— Δεν ξέρω· μα έχουμε ψυχή μέσα μας. Σεις είσαστε Σουηδοί, νερόβραστοι…
Η κουβέντα σταμάτησε. Από μακριά ακούστηκε ένα τραγούδι. Κάποιος μεθυσμένος, που γυρνούσε μόνος του. Ένας σκοπός χαρούμενος και μελαγχολικός μαζί, γεμάτος κέφι σφαγιαστικό και μαγκιά πειραιώτικη:
Γιαμ, γιουμ! Δε σε θέλω πια,
στο διάολο να πας!
Κι εσύ και η μαμάκα σου
κι ο ναύτης π’ αγαπάς!
Ο Γιούγκερμαν άκουγε, με ενδιαφέρον φανερό, χαμογελώντας.
— Πώς σου φαίνεται, Νταβίντ Μπορίσιτς; Δεν είναι νόστιμο;
— Και βέβαια! Δεν έχει την ανοστιά της δικής σας μουσικής!
— Ούτε όμως και το δαιμονικό πάθιασμα της δικής σας, της ρούσικης. Είναι κεφάτο και θλιμμένο μαζί· πικρό και κοροϊδευτικό. Αλλά γιατί όλο μου χτυπάς πως είμαι Φιλανδός; Όπως τα ’φερε η ζωή, ζυμώθηκα με τους Ρώσους. Νιώθω να είμαι πιότερο Ρώσος…
— Δεν είσαι Ρώσος, Βασίλη Κάρλοβιτς, αποκρίθηκε ο Λιάπκιν, πολύ σοβαρά. Ούτε Ρώσος είσαι, ούτε Φιλανδός…
— Ναι, παραδέχτηκε ο άλλος. Έχω φραντσέζικο αίμα, από κάποιο πρόγονό μου.
— Ούτε Γάλλος είσαι, επέμενε ο Λιάπκιν. Οι άνθρωποι σαν κι εσένα δεν έχουν πατρίδα. Πατρίδα τους είναι το κομμάτι γης όπου η Τύχη τους έριξε. Ίσως κι όλος ο κόσμος…
Σώπασαν. Το τραγούδι ξακολουθούσε ν’ αντηχεί, μες στη νύχτα. Ο Λιάπκιν άπλωσε το χέρι κι έδειξε κατά κει που πρέπει να ήταν ο τραγουδιστής· κι είπε:
— Νόστιμο τραγουδάκι, ναι. Μα σα να του λείπει κάτι. Ίσως η πίστη, η πεποίθηση. Εμείς, τραγουδάμε όταν έχουμε κάτι να πούμε· αυτός, όταν δεν έχει να πει τίποτα…
Ήσαν περασμένα μεσάνυχτα όταν κατέβηκαν στη βάρκα. Στον πάγκο της πρύμης κάθονταν κιόλας δυο άλλοι επιβάτες. Ο Γιούγκερμαν τους αναγνώρισε: ήσαν οι ναυαγοί του έρωτα, της πλαϊνής καμπίνας. Τυλιγμένοι στα πανωφόρια τους κοιτούσαν μπροστά τους, δίχως να μιλούν. Καθώς η βάρκα ακοστάρησε στον ντόκο της Τρούμπας, είδε, κάτω απ’ το φως, τη μορφή της κοπέλας. Τα όμορφα καστανά μάτια ήσαν γεμάτα απελπισία. Ο νεαρός την πήρε απ’ το μπράτσο· ανέβηκαν σ’ ένα μόνιππο, που τράβηξε χοροπηδώντας στο καλντερίμι του παραλιακού δρόμου. Η βροχή δυνάμωνε. Ούτ’ ένας άνθρωπος, ούτε μια φωνή.
Ο Λιάπκιν κι ο Γιούγκερμαν στάθηκαν αναποφάσιστοι, κι άλλαξαν σύντομη ματιά, γεμάτη ανησυχία. Πού να παν; Τί να κάνουν; Πρώτος ο συνταγματάρχης έσκυψε και πήρε την παλιά, την κουρασμένη, την ανεκδιήγητη βαλίτζα του:
— Γεια σου, Βασίλη Κάρλοβιτς…
— Καλήν αντάμωση, Νταβίντ Μπόρισιτς.
Ο Λιάπκιν σήκωσε τους ώμους:
— Δε βαριέσαι…
Και με μεγάλα βήματα χάθηκε μες στο σκοτάδι.
Ο άλλος στάθηκε ακόμα λίγο. Άναψε τσιγάρο, ρούφηξε τον καπνό λαίμαργα, τον ξεφύσηξε με στεναγμό βαθύ. Μισόκλεισε τα μάτια. Ο σκοπός του μεθυσμένου Πειραιώτη του ήρθε στη μνήμη.
— Γιαμ, γιουμ, τιριριρά, σιγοτραγούδησε.
Με κίνηση ανακλαστική έσκυψε, όπως ο Λιάπκιν, να πάρει τη βαλίτζα του. Μα θυμήθηκε πως δεν είχε βαλίτζα. Χαμογέλασε.
— Ωραίο αυτό!
Έχωσε τα χέρια στις τσέπες της τουλούπας του και προχώρησε στην προκυμαία, πλάι στις αργοσάλευτες μαούνες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
Βροχή κι απόβροχο σ’ ένα πειραιώτικο ξενοδοχείο
Η κάμαρα ήταν μικρή, βρώμικη, μ’ ένα παράθυρο που ’βλεπε στο λιμάνι. Από τα στρωσίδια των κρεβατιών, τα συρτάρια των ντουλαπιών, από παντού, αναδινόταν δυσοσμία αποκρουστική· ωσάν οι πόροι των πραγμάτων να είχαν κορεσθεί από την ακαθαρσία των αμέτρητων ανθρώπων που έζησαν ανάμεσά τους.
Ο άντρας σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι, ύστερ’ από λίγων ωρών ανήσυχο ύπνο. Κοίταξε το ρολόι· έξι και δέκα. Ζήτημα αν κοιμήθηκε τέσσερες ώρες, μέσα σε ξαφνιάσματα, βραχνάδες και ταχυκαρδίες.
Στο πλαϊνό κρεβάτι κοιμόταν η κοπέλα. Καθώς ήταν πεσμένη μπρούμυτα, ο όγκος των καστανών μαλλιών της σχημάτιζ’ ένα μουντό λεκέ προσκέφαλο. Κάτω απ’ τα σκεπάσματα, μόλις ξεπρόβαλλε το λιγνό της κορμί. Η ανάσα της αντηχούσε αργή και ρυθμική.
Καθώς στάθηκε ορθός, του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι και τον ζάλισε. Ήταν η κούραση, ο εκνευρισμός, ο κακός ύπνος. Για μια στιγμή, ένιωσε την καρδιά του άρρυθμη, τα πόδια του κομμένα. Θόλωσαν τα μάτια του. Προχώρησε σκουντουφλώντας κι άνοιξε το παράθυρο.
Ο Πειραιάς ήταν βυθισμένος στο σκοτάδι. Πίσω απ’ την Πειραϊκή, μόλις άρχιζε να χαράζει η αργοπορεμένη χειμωνιάτικη αυγή· κάτι σαν ασπρουλό ξεθώριασμα στο κατράμι της συννεφιάς. Κι έβρεχε, έβρεχε· η ίδια ψιλοβροχή, που είχε αρχίσει απ’ τα μεσάνυχτα. Κάτω, στο δρόμο, ακουγόταν η περπατησιά των εργατικών, που βιάζονταν να παν στη δουλειά τους. Πού και πού καμιά κουβέντα αντηχούσε, ξεκάθαρη μες στην ησυχία. Στη γωνιά, ένας σαλεπιτζής, τυλιγμένος στη νιτσεράδα του, περίμενε υπομονετικά τους πελάτες του. Το μικρό φανάρι του έριχνε μια πεθαμένη λάμψη στη λάσπη του πεζοδρόμιου.
Ακούμπησε το καυτό μέτωπό του στο ψυχρό τζάμι κι ατένιζε το κοιμισμένο λιμάνι. Δεν συλλογιόταν τίποτα. Το βούλιαγμα στην πρόσκαιρη ανοησία του ’φερε λίγη παρηγοριά. Κοίταζε τον ουρανό, που σιγοξαστέρωνε κατά την Ανατολή· τα νερά του λιμανιού, που η μαυράδα τους έπαιρνε τόνος σταχτωπούς· τα βαπόρια, που άρχισαν να ξεχωρίζουν μες στο ερχόμενο φως. Ξυπνούσε το λιμάνι, για την καθημερινή του ζωή· άρχισε ν’ αργοσαλεύει, να ψευτοβουΐζει, σα να τανυόταν ζαβλακωμένο ακόμα από ύπνο βαρύ. Ένα ρυμουλκό σφύριξε· μια τσιμινιέρα στεφανώθηκε άσπρη στήμη· δυο μαούνες έσχιζαν με νωχέλεια τα σταχτωπά νερά. Στην προκυμαία μαζευόταν κόσμος: χαμάληδες, βαρκάρηδες, ναυτικοί, μαουνιέρηδες, αλήτες· κι άλλοι άνθρωποι του λιμανιού, σκοτεινόχρωμοι, κακοσουλούπωτοι, βρεμένοι ως το κόκαλο, πουντιασμένοι, νωθροί ακόμα απ’ τον αχόρταστο ύπνο τους.
Απόμειν’ εκεί, στο παράθυρο, ώρες ολόκληρες, όρθιος κι ασάλευτος, σαν αποναρκωμένος. Προτιμούσε αυτό, παρά να γυρίσει να ιδεί την αποκρουστική κάμαρα, τη γυναίκα που τον πότισε φαρμάκι. Δεν συλλογιζόταν τι θα γίνει, τι θα κάνει. Σταμάτησε θεληματικά τη σκέψη του. Ό,τι βρέξει, ας κατεβάσει…[…]
Με το βασίλεμα, ο ορίζοντας της Δύσης καθάρισε. Ο ήλιος, πριν βασιλέψει, σκόρπισε θερμά χρυσάφια στο μουσκεμένο λιμάνι. Είναι όμορφο το γέρμα στον Πειραιά. Πέρα, στο έμπα του λιμανιού, χρύσωσε ο ουρανός, φλογίστηκε ολόκληρος. Ο θλιβερός λόφος της Δραπετσώνας, με τα μίζερα φτωχόσπιτα, πήρε μια κάποιαν αίγλη. Χαμογέλασε το λιμάνι, φωτίστηκαν τα μαύρα βαπόρια, γυάλισαν τα μουσκεμέν’ απ’ τη βροχή πλευρά τους. Η θάλασσα ντύθηκε στις πορφύρες, για να δεχτεί στην κοίτη της τον ήλιο, νυχτερινό εραστή, που βυθίστηκε στα σπλάχνα της, τυλιγμένος ματωμένη δόξα. Και τότε λιμάνι, βουνό και πέλαγο πνίγηκαν στους μενεξέδες· γέμισαν απαλούς μαβιούς τόνους, που ξεφυλίστηκαν σ’ ένα μαργαριταρένιο σταχτί. Ψηλά, ο ουρανός ολόχρυσος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ’
Η στολή των Κοζάκων κι ο αέρας του Πειραιά
Καθώς ξύπνησε, μαχμουρλής ακόμ’ απ’ τον ύπνο, ο Γιούγκερμαν κοίταξε το ρολόι του, με μισόκλειστα μάτια.
— Πέντε και δέκα, μουρμούρισε. Πολύ φως, για να είναι πέντε και δέκα. Τόσο νωρίς ξημερώνει σε τούτες τις νότιες χώρες; Εξόν αν το ρολόι μου πάει πάλι πίσω. Κρίμα τον κόπο που ’κανα να το κερδίσω στο πόκερ, από κείνον τον Άγγλον ταγματάρχη. Λόρδος άνθρωπος και να ’χει σκάρτο ρολόι!
Τανύθηκε κι ανακάθισε στο κρεβάτι. Ένιωσε το κεφάλι του βαρύ.
— Τί διάολο; Γιατί με πονάει το κεφάλι; Παρακοιμήθηκα ή δε χόρτασα ύπνο; Αποβραδίς, εξόν απ’ το κανονικό μου, δεν έκανα κατάχρηση οινοπνευματωδών ποτών. Τρία μαρτίνι πριν απ’ το φαγητό, και πέντε ουίσκυ μετά – σχεδόν τίποτα!
Σηκώθηκε, άνοιξε το παράθυρο κι ανάσανε ευχάριστα τον καθαρό αέρα. Μπροστά του απλωνόταν το λιμάνι του Πειραιά, μουσκεμένο ακόμ‘ απ’ τη βροχή. Ο ουρανός είχε καθαρίσει, κι ο ήλιος καταδυόταν στα νερά πορφυρός.
— Να πάρει ο διάολος! Καλά πηγαίνει το ρολόι! Μόνο εγώ κοιμήθηκα δεκατέσσερες ώρες συνέχεια!
Άναψε βιαστικά τσιγάρο, ακούμπησε στο περβάζι και περιεργάστηκε την πολιτεία. Χτες τη νύχτα δεν μπόρεσε να ιδεί τίποτα, μες στο σκοτάδι και τη βροχή. Το στενόμακρο λιμάνι, με την άταχτη κατανομή, του άρεσε. Κι η πόλη, καθώς ήταν ξαπλωμένη στις πλαγιές, δεν φαινόταν άσχημη. Απλά πράματα, όχι πλούσια, μα ούτε και φτωχά. Καθώς τα φώτιζε ο στερνός ήλιος, έπαιρναν μιαν αλλιώτικη ζωντάνια.
Κάτω, στον ντόκο, κυκλοφορούσε ένα πλήθος, πολύχρωμο και βοερό. Περπατούσαν χωρίς βιασύνη, λες και δεν είχαν δουλειά ή έγνοιες. Ίσως χαιρόταν το μαβί φως του δειλινού· ίσως πρόσμεναν τα πρώτα αστέρια. Όλες οι ώρες είναι όμορφες στ’ ακρογιάλια της Μεσόγειος. Ο Γιούγκερμαν χαμογέλασε.
— Μ’ αρέσει αυτός ο τόπος…
Φόρεσε βιαστικά τη στολή του – άλλα ρούχα δεν είχε – και κατέβηκε τη σκάλα του ξενοδοχείου. Στην πόρτα, ο θυρωρός τον χαιρέτησε με μπόλικες τσιριμόνιες.
— Μήπως επιθυμούσε τίποτα. Βγήκε στο δρόμο και κοντοστάθηκε, μην αποφασίζοντας κατά πού να πάει. Τέλος, τράβηξε για το λιμάνι, όπου ήταν η μεγαλύτερη κίνηση. Του άρεσαν οι άνθρωποι, η φασαρία. Περπατούσε με κορμί στητό, βεργολυγερό. Η παπάχα στραβά στο δεξί αυτί, το τσιγάρο στο σαρκαστικό χείλι, το πονηρό μάτι μισόκλειστο. Ήταν ευτυχισμένος. Και γιατί να μην είναι; Δεν νοιαζόταν για τίποτα. Χρήματα είχε μπόλικα. Νέος είναι, έξυπνος, καταφερτζής· δεν θα πάει χαμένος. Ευτυχώς, τίποτα δεν τον εβίαζε ν’ αρχίσει «δουλειές». Θα μελετούσε τον τόπο με τν ησυχία του. Πρώτ’ απ’ όλα, έπρεπε να οργανώσει τη ζωή του. Πώς ζουν αυτοί οι Ρωμιοί με τα έξυπνα μούτρα; Πώς γλεντούν; Τί πίνουν; Έχει καμπαρέ, εδώ; Και πανσιόνες; Τί σόι να ’ναι οι γυναίκες τους;
Άρχισε να περιεργάζεται τις διαβάτισσες. Νοστιμούλες, ναι. Μόνο λίγο ξερακιανές. Πού εκείνα τα σπαρταριστά στήθια της Ρωσίας! Που εκείνο το δροσάτο λευκορόδινο! Ηλιοκαμένες και μαυριδερές είναι οι Ρωμιές. Μα πρέπει να ’ναι πλούσιες σε ζουμιά. Κορμιά μικροφτιαγμένα, όλο νεύρο· ποδαράκια κομψά, έξυπνα. Όσο για τα μάτια, ναι! Μάτια που μιλάν· που υπόσχονται. Χεχέ! Στο κρεβάτι δεν θα στενοχωριέσαι μαζί τους. Θα νιώθουν καλά τι τους συμβαίνει.
Φούντωσε το κέφι του. Του ’ρθε διάθεση για γλεντάκι, με πιοτό και ποδόγυρο· μα δεν ήξερε τα κατατόπια. Κι ύστερα συνέβαινε κάτι που άρχισε να τον εκνευρίζει. Γιατί όλοι οι διαβατικοί τον κοιτάν με παράξενα χαμόγελα; Γιατί μουρμουρίζουν συναμεταξύ τους και χασκογελάν;
— Καλώς τα καρναβάλια! του φώναξε ένας μάγκας. Δεν μπορούσε να καταλάβει. Δίχως άλλο ήταν η στολή του που ’κανε εντύπωση. Όμορφη στολή, φορεμένη με αέρα. Στην Πόλη τον βοήθησε πολύ. Αλλιώς εμπιστεύεσαι, εν’ αξιωματικό, με πλάκα τα γαλόνια. Έχει πέραση, γόητρο. Κι εδώ, στην Ελλάδα, θα εκμεταλλευόταν κατά πως πρέπει τη στολή του εσαούλ των Κοζάκων. Τί ήσαν αυτοί οι Ρωμιοί; Μισοβάρβαροι, σχεδόν αράπηδες! Η σπαλέτα πρέπει να τους γοητεύει, να τους γεμίζει δέος. Κι όμως δεν θα μπορούσε να πει κανείς πως οι διαβατικοί τον περιεργάζονταν μ’ ανοιχτά στόματα από θαυμασμό. Απεναντίας… Ένας μάλιστα δεκαπεντάχρονος μάγκας του γέλασε κατάμουτρα. Τί σημαίνει αυτό; Κάτι τέτοια ο Γιούγκερμαν δεν τα σήκωνε. Ήταν αψίκορος· έβραζε το αίμα του, σα βότκα στο λαμπίκο.
Φτάνοντας στο Ρολόι, πέρασε μπροστά από δυο βαρκάρηδες καθισμένους σ’ ένα ψαροκάσονο. Το μάτι τους έδειχνε πως ήσαν στο τσακίρ κέφι. Όταν τον είδαν, χαχάνισαν με αναίδεια.
— Ρε Μπάμπη! είπε ο ένας. Ματάδες ποτέ σου τέτοιο Χαχόλο μάπα;
— Αυτός, ρε, αποκρίθηκε ο άλλος, θα είναι αούτης νταλκαβούκας, από Άη-Βασίλη ντόπιο!
— Όχι μωρέ! Είναι Ρώσος αξιωματικός, μπουρζουάς. Από κείνους που τους πήγε ριπιτί μπροστά στους Μπολσεβίκους!
Ο Γιούγκερμαν κατάλαβε πως μιλούσαν γι’ αυτόν, μα δεν καλοκατάλαβε τι λέγαν. Θέλησε να προσπεράσει. Όταν ο πρώτος βαρκάρης του φώναξε σαρκαστικά – ίσως νομίζοντας πως ο Ρώσος δεν καταλάβαινε ελληνικά.
— Σου την έσκασαν, ρε, οι Μπολσεβίκοι τη δουλειά, πριν σε μπαρκάρουν για το Εξωτερικό;
Ο Γιουγκερμαν σταμάτησε κι έκανε απότομη μεταβολή. Ο θυμός μετάλλαξε το μικρό σταχτί μάτι του σε μαύρο. Δεν μίλησε. Με μια γροθιά στη μασέλα ξάπλωσε χάμω τον αθυρόστομο βαρκάρη. Ο άλλος, βλέποντας τον φίλο του αναίσθητο, τράβηξε γοργά μαχαίρι και χίμησε σκυφτός, ύπουλος. Ο Γιούγκερμαν μόλις πρόφτασε να σκύψει. Το μαχαίρι, χτυπώντας τη σκληρή σπαλέτα, γλίστρησε λοξά και του ’σκισε μόνο την τουλούπα, στη ράχη. Πριν ο βαρκάρης προφτάσει να ξαναχτυπήσει, βρέθηκε με χέρι μαγκωμένο, ανίσχυρο. Μη βαστώντας τον πόνο, άνοιξε την παλάμη κι αμόλησε την κάμα. Τότε ο Γιούγκερμαν, αλλάζοντας λαβή, τον άρπαξε απ’ τη μέση, με μια τρικλοποδιά τον ξεκόλλησε απ’ το χώμα, τον σήκωσε ψηλά σαν πούπουλο και τον σφεντόνισε στη θάλασσα, με το κεφάλι μπροστά.
Όλ’ αυτά δεν κράτησαν πάνω από λίγα δευτερόλεπτα· και γίνηκαν τόσο γοργά κι αθόρυβα, που οι διαβάτες δεν κατάλαβαν αμέσως τι τρέχει. Πριν όμως περάσει η πρώτη σαστιμάρα του κόσμου, ο Γιούγκερμαν ήταν κιόλας μακριά. Με δυο δρασκελιές ανακατεύτηκε στο πλήθος, ξέφυγε λοξοδρομώντας, χάθηκε πίσω απ’ τη γωνιά της Δημαρχίας, μπήκε στον Τινάνειο κήπο και κρύφτηκε μέσα σε κάτι χαμόκλαδα. Από την παραλία έφτανε ως εκεί η βοή, η φασαρία: βρισιές βαρκάρηδων, σφυριξιές χωροφυλάκων, φωνές «Πιάστε τον!», τρεξίματα…
Έπρεπε να φύγει, να κρυφτεί. Αυτό το επεισόδιο ήταν ανόητο· θα τον έμπλεκε με την Αστυνομία· και, μάρτυς του ο Θεός, δεν ήθελε να έχει πάρε – δώσε με την καμιά Αστυνομία στον κόσμο. Κοίταξε γύρω του εξεταστικά, να ιδεί κατά ποια μεριά ήταν προτιμότερο να συνεχίσει τη φυγή του. Από δεξιά, απ’ όπου οι δρόμοι ήσαν σκοτεινότεροι. Δρασκέλισε τα χαμηλά κάγκελα του κήπου· και περπατώντας γοργά, μπερδεύτηκε στους διάφορους δρόμους, προς την Τερψιθέα.
Ύστερ’ από πέντε λεπτά πορεία γρήγορη και δαιδαλώδη, κατάλαβε πως ο άμεσος κίνδυνος πέρασε. Τους ξέφυγε· έχασαν τ’ αχνάρια του. Για πόσο όμως; Δεν είναι δύσκολο στην Αστυνομία του Πειραιά, ν’ ανακαλύψει έναν Κοζάκο ντυμένο με παπάχα και τουλούπα… Εξάλλου μόλις σήμερα, τα χαράματα, όταν ξεμπάρκαρε, οι αστυνομικοί είχαν θεωρήσει και κρατήσει τα στοιχεία του λαισέ – πασέ του. Θα έπαιρναν σβάρνα τα ξενοδοχεία· θα τον έβρισκαν…
— Βρωμοδουλειά! συλλογίστηκε. Να ιδούμε πως θα ξεμπλέξω…
Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ ΤΟ «10...
Εκείνη η νύχτα ήταν η βραχύτερη της χρονιάς· μα ίσως κι η θερμότερη του καλοκαιριού. Ύστερ’ από άνοιξη δροσισμένη από βροχές και ψύχρες, τα κυνικά καύματα ήρθαν απότομα, περί τα μέσα Ιουνίου, καταπιέζοντας κι εξουδετερώνοντας, κάτω απ’ την τεράστια καυτερή κι ιδρωμένη παλάμη τους, την ευεξία των ανθρώπων. Άξαφνα γίνηκε η μεταβολή του καιρού, απ’ τους στεγνούς δροσερούς βοριάδες στις νοτισμένες φλογερές άπνοιες, που ήρθαν μουλωχτά από το Νότο και ξάπλωσαν παντού τη λιοφρυγμένη θαμπάδα τους. Οι οργανισμοί δεν είχαν ευχέρεια να βολευτούν, όπως θα γινόταν σε μια κλιμακωτή αλλαγή. Το άξαφνο χτύπημα της κάψας τους συγκλόνισε, τους έριξε σε ατονία και χαύνωμα. Ο ίδρος ανεύλυσε απ’ όλους τους πόρους και κάλυψε τα κορμιά με τη γλιτσιασμένη δυσοσμία του. Μες στα βαριά κεφάλια, η σκέψη σιγόπλεγε σαν μισοψόφιο ψάρι σε χλιό νερό, απόμενε λειψή κι ατερμάτιστη. Η μεγάλη πολιτεία δέχτηκε παθητικά τη λάβα τ’ ουρανού κι αποκάρωσε, σαν τεράστιο χταπόδι ξεβρασμένο στην ακρογιαλιά, που άπλωσε τα πλοκάμια του πλάι στ’ ακύμαντο αχνιστό νερό, και σιγοψοφάει από καΐλα και ασφυξία. Η λίμνη του λιμανιού έπηξε σε υγρό παχύρρευστο, κιτρινωπό, ασάλευτο και πεθαμένο, σαν έμπυο κάποιας σάπιας λαβωματιάς. Οι βρωμισιές που ξέχυναν οι σούδες και τα βαπόρια έπλεγαν στεκάμενες, μετάλλαζαν σε σαπρία από ζύμωση γοργή, ανακάτευαν τις απόπνοιές τους με τους στεκάμενους αχνούς – που η απανεμιά λες κι είχε κολλήσει πάνω στην επιφάνεια του νερού – και σκόρπιζαν δυσοσμία αβάσταχτη ένα γύρο στους ντόκους. Τα βαπόρια εισέπλεγαν βαριεστημένα μέσα σε τούτη την κόλαση, σκίζοντας με προσπάθεια το πηχτό και θολό χλεμπονιάρικο νερό· πλεύριζαν ή έδεναν πρυμάτσες, ξερνούσαν ανόρεχτα επιβάτες και φορτία στη στεριά, βιάζονταν να πάρουν άλλους πασατζέρηδες κι άλλα κάρικα· να σαλπάρουν μιαν ώρα αρχύτερα στο πέλαγο, το δροσισμένο από πανάλαφρες πνοές. Αργά στριφογύριζαν οι γερανοί στους ντόκους· σέρνονταν ανγκομαχώντας τα καμιόνια στην αναλυτή άσφαλτο· οι εργάτες του λιμανιού έκαναν τη δουλειά με μηχανικές κινήσεις, σαν ρομπότ υπνωτισμένα, αποδίνοντας το μισό απ’ το κανονικό. Μικρή κίνηση στα μαγαζιά, τα πνιγμένα στην ασφυξία της κάψας· πελάτες ελάχιστοι, όσοι είχαν απόλυτη ανάγκη από κάτι, εξυπηρετούμενοι από πουλητάδες ξεκουρντισμένους, ιδροκοπημένους, νυσταγμένους.
Κανείς δεν χόρταινε ύπνο. Τη νύχτα μόνο μετά τα μεσάνυχτα δρόσιζε κάπως το ύπαιθρο (τα σπίτια, μέσα, ήσαν φούρνος νύχτα μέρα), κι οι άνθρωποι αποκάτιαζαν στις αυλές, τα λιακωτά και τα μπαλκόνια· μα ο ήλιος, ανατέλλοντας από τις πέντε, τους ξυπνούσε με τις πρώτες καυτερές του αχτίνες. Όσο για μεσημεριανό ύπνο, λόγος δεν γινόταν. […]
Αυτή η ενδιάμεση κατάσταση ήταν πιο φανερή στο μεγάλο λιμάνι. Σ’ όλο το μάκρος της προκυμαίας, τα φώτα ξακολουθούσαν να είναι αναμμένα και να διαχέουν τη λαμπεράδα τους στην αμυδρά γαλατένια καταχνιά. Ψηλότερα, στις στέγες των ψηλών κτηρίων, οι πολύχρωμες φωτεινές επιγραφές συνέχιζαν να διαφημίζουν τα προϊόντα τους στους ελάχιστους διαβατικούς, που οτιδήποτε άλλο συλλογιόνταν εκείνη την ώρα, εξόν ν’ αγοράσουν την τάδε οδοντόκρεμα ή τη δείνα ηλεκτρική κουζίνα. Τα κόκκινα και τα πράσινα εναέρια φωτερά τους γράμματα, προβαλλόμενα στο βάθος τ’ ουρανού, περιπλέχτηκαν με τη χλωρορόδινη χαραυγή, άρχισαν ν’ ατονούν. Ένα ακτοπλοϊκό, ερχόμενο από τις Κυκλάδες, άναψε όλα τα φώτα του καθώς σιγόμπαινε στο λιμάνι και γέμισε την επιφάνειά του με οριζόντια κινούμενες φωτερές τρεμουλιαστές λόγχες. Τ’ άλλα βαπόρια, τ’ αγκυροβολημένα κολλητά το ’να στ’ άλλο σχημάτιζαν, μπροστά στους ντόκους, ένα σκοτεινό κι ογκώδες τείχος από ατσάλι, στεφανωμένο άρμπουρα και τσιμινιέρες σπαρμένες ανάκατα κι ασύμμετρα. Πίσωθέ τους κι ακόμα πιο ψηλά, οι ακίνητοι γερανοί όρθωναν στο στερέωμα τις σβέλτες ατσάλινες κατασκευές τους. Ακόμα πιο πίσω, πάνω στο ψήλωμα, εκτεινόταν το περίπλοκο συγκρότημα του μεγάλου εργοστάσιου, έντονα φωτισμένο από εκατοντάδες γλόμπους (δούλευε νυχθημερόν). Οι πανύψηλες καμινάδες ξερνούσαν συνεχώς πηχτές τολύπες ανοιχτόχρωμου καπνού, που ανέβαιναν κάθετα και νωχελικά στον ασάλευτο αέρα, προσθέτοντας την αψιά αχλύ τους στο πούσι της χλιας υγρασίας. Τα δυο φανάρια, στο έμπα του λιμανιού, αναβόσβηναν ρυθμικά την πράσινη και κόκκινη αναλαμπή τους. Λίγο πιο έξω, στ’ ανοιχτά, τέσσερα βαρυφορτωμένα τραμπ είχαν φουντάρει και πρόσμεναν να ξημερώσει για να τα μπάσει ο πιλότος στο λιμάνι. Κάμποσοι άνθρωποι βάδιζαν σιωπηλοί στους λιμανίσιους δρόμους, προσπαθώντας να ταχύνουν το βήμα τους όσο τους επέτρεπε ο κάματος της νυχτερινής δουλειάς ή του αχόρταστου ύπνου. Ήσαν οι νυχτερινοί εργάτες που σκόλαγαν κι επέστρεφαν σπίτια τους, ν’ αποκατιάσουν· κι οι άλλοι που τους διαδέχονταν στην πρωινή βάρδια. Τα δυο αντίθετα ρέματα συγκρούονταν στο πάνε – κι – έλα από τις ταπεινές συνοικίες προς την περιοχή του λιμανιού. Συγκρούονταν σιωπηλά κι αδιάφορα, δίχως ν’ αλλάξουν ματιά ή λόγο. Περίσσευε το «καλημέρα» για μια ερχόμενη μέρα κακή κι ανάποδη, ύστερα από τη φεύγουσα νύχτα του μόχθου και της αγρύπνιας. Δεν είναι όμορφη η ζωή για όλο τον κόσμο…
Μια μόνο γωνιά του λιμανιού ήταν ζωντανεμένη από κίνηση και φωνές, και κάπως περισσότερα φώτα: η ψαρόσκαλα. Έρχονταν οι ψαρόβαρκες από τ’ ανοιχτά και τρύπωναν γοργά στο λιμάνι γεμίζοντάς το με το ρυθμικό κροτάλισμα της μηχανής και την πετρελαιόμποχα της κοντής τσιμινιέρας τους. Φτάνοντας στην ψαρόσκαλα έπαιρναν στροφή, φουντάριζαν σίδερο, έκαναν λίγο την προπέλα ανάποδα κι έδεναν κάβο απ’ την πρύμη. Αμέσως, τα καφάσια με το ψάρι ξεφορτώνονταν στην προκυμαία, όπου οι λιανοπουλητάδες τα περικύκλωναν, τα ξέταζαν με ματιά έμπειρη κι άρχιζαν περίπλοκες διαπραγματεύσεις με τους χοντρέμπορους – τους λεγόμενους μανάβηδες. Κάθε που έκλεινε μια αγοραπωλησία, ο λιανοπουλητής φόρτωνε τα καφάσια σε τρίτροχη μοτοσυκλέτα, καβάλαγε κι εκείνος κι έσπευδε προς το σπίτι του κάπου στο απέραντο συγκρότημα της πρωτεύουσας, το περικλεινόμενο ανάμεσα Αιγάλεω, Πάρνηθα, Πεντέλη, Υμηττό και Σαρωνικό, να έχει έτοιμη την τροφή που χρειάζεται ο Λιεβιάθαν, μόλις ξυπνήσει. Τη σιωπή των αυγερινών δρόμων τη γέμιζαν κάθε τόσο οι γοργοδιαβατικές εξατμίσεις
των φορτομοτοσυκλετών, ταράζοντας τον ανήσυχο ύπνο του ξεθεωμένου απ’ τη ζέστα κοσμάκη. Ήταν κι ένα ρυμουκλό που σφύριζε επίμονα και σπαραχτικά στον Προλιμένα. Όλοι τούτοι οι θόρυβοι προετοίμαζαν το γενικό ξύπνημα, που θα ολοκληρωνόταν με το ξεμύτισμα του ήλιου πάνω απ’ τη βουνοκορφή.
Ο Μικές, ο ψαράς, έφτασε καθυστερημένος στην ψαρόσκαλα. Για να προφτάσει, ήρθε σχεδόν τρεχάτος απ’ του Ξαβέριου, δίχως να πιει καφέ. Για να ξεμπαφιάσει απ’ τη νύστα του αχόρταστου ύπνου άναψε τσιγάρο μεσοδρομίς· μα η πρώτη ρουφηξιά του ανακάτεψε τα σωθικά, το πέταξε σιχτιρίζοντας χαμηλόφωνα και τάχυνε το βήμα. Ξενύχτησε χτες, ως μετά τα μεσάνυχτα. Έμπλεξε με παρέα. Άρχισαν με κάτι ούζα στην Αγορά· κατόπιν πήραν σβάρνα τις γειτονιές, να ιδούν τις κοπέλες που πηδούσαν τις φωτιές του Κλείδωνα. Ζέστα πνιχτική, που οι φωτιές την αυγάτιζαν εξωτερικά, τα ούζα εσωτερικά. Πήδαγαν οι κοπέλες πάνω απ’ τις ψηλές φλόγες, ανασηκώνοντας τα φουστάνια ως τη μέση των μεριών. Κι όσο πηδούσαν, τόσο ερεθίζονταν, λες κι οι φλόγες γαργαλούσαν ηδονικά το υπογάστριό τους.
Πύρωσαν τα μάγουλά τους, αγρίεψαν τα μάτια τους· απ’ τα χαυνωτικά μισάνοιχτα χείλια τους αναδίνονταν υστερικές τσιριξιές· σπαρτάριζαν τα στήθια στον κάθε πήδο. Οι μάγκες, ολόγυρα, τους έλεγαν διάφορα υπονοούμενα, που επενεργούσαν σαν νέα δόση κανθαρίδας στην οχεία τους. Κορέστηκε ο στεκάμενος αγέρας από οσμή καψάλας, καπνιάς, θηλυκού ιδρώτα κι αρσενικιάς βαρβατίλας. Έπρεπε κάποτε και κάπου να ξεσπάσει όλος τούτος ο οργασμός. Τα χαμίνια όλο και τροφοδοτούσαν τις φωτιές με φρύγανα, άχερα, ξαχαρβαλωμένα καφάσια κι ό,τι άλλο πρόχειρο καύσιμο. Θέριευαν οι φλόγες κάθε τόσο, προκαλώντας την ορμή των κοριτσιών. Ο παλμός του πήδου πάνω απ’ την καυτερή εστία· η μελαψή σάρκα της γάμπας και του μεριού ροδοκοκκίνιζε για μια στιγμή, γινόταν αφόρητα ελκυστική. Αόρατο καμουτσί μαστιγώνει ανελέητα τα νεφρά της σερνικής γαλαρίας. Οι δίδυμοι βαραίνουν αφόρητα, πασκίζουν να ξεριζώσουν τους βουβώνες. Τ’ αριστερά χέρια χώθηκαν στις τσέπες των πανταλονιών κι αργοσαλεύουν. Τα μάτια, θολά, κοιτούν δίχως τίποτα ν’ αντικρίζουν. Η μεγάλη κάψα κατανίκησε τα πάντα· στέριωσε ακλόνητα την κυριαρχία της στα πάντα.
Την περιπλάνησή τους, ο Μικές ο ψαράς κι η παρέα του, τη συμπλήρωσαν με σταθμούς σε διάφορους καφενέδες όπου, στα ορθά, κατέβαζαν καναδυό ούζα, να δροσίσουν τη μέσα και την έξω φλόγα, μην καταλαβαίνοντας πως οι σπονδές αυτές έφερναν αντίθετο αποτέλεσμα. Αργά, όταν οι φωτιές έσβησαν παρατώντας τις θράκες και τις στάχτες τους στη μέση των δρόμων, η παρέα κατέληξε στο ταβερνείο του Βάλβη, ανάμεσα Ξαβέριου και Προλιμένα, όπου το γύρισαν στη ρετσίνα. Περί τη μία μεταμεσονύχτιο διαλύθηκαν – κουνουπίδι απαξάπαντες – για να μεταβούν έκαστος εις τα ίδια. Τότε, ο Μικές βρέθηκε σε δεινή αμηχανία. Κατοικούσε στην άλλη άκρη του Περαία, κοντά στο Κερατσίνι, στου διαόλου τη μάνα, κάπου μια ώρα ποδαρόδρομο (λεωφορεία, τραμ είχαν σταματήσει). Κι έπρεπε πριν φέξει να βρίσκεται στην ψαρόσκαλα, να προμηθευτεί το καθημερινό του εμπόρευμα. Πότε να πάει, πότε να γυρίσει, πότε να κοιμηθεί; Μοιραία η προοπτική της Ελενάρας σχηματίστηκε στη θολούρα του μυαλού του. Έμενε λίγο πιο πέρα, στο «10» της οδού Παρασάγγη, σε μια υπόγεια κάμαρα της πίσω μεριάς. Θα την ξυπνούσε· θα του ’στρωνε ένα χράμι στο πεζοδρόμιο, ν’ αποκατιάσει κοντά της. Έτσι το πράμα βολευόταν…
Βρήκε την Ελενάρα ξύπνια, καθισμένη μπροστά στην πόρτα του καταγωγιού της, να χτενίζει τον Σερσέμη, το σκύλο της, και να του κουβεντιάζει. Μες στο σκοτάδι, ο ακατέργαστος όγκος της έδειχνε απεριόριστα μαύρος, άκρη αντίθεση με το πάλλευκο και πεντακάθαρο τρίχωμα του Σερσέμη.
Δεν της μίλησε· στεκόταν και την κοίταζε. Δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του· τραμπαλιζόταν σαν τραμπάκουλο σε ρεστία. Εκείνη κατάλαβε.
— Την τύφλα σου έχεις! Πάρε από μέσα ένα χράμι· στρώσ’ το δα κει και ψοφολόγα…
Ο Μικές δεν κουνήθηκε· τα θολά του μάτια είχαν καρωθεί στα βρωμερά κουρέλια που σκέπαζαν τα λάπια της γριάς. Ξανάβλεπε με τη φαντασία τα κορίτσια να σαλτάρουν πάνω απ’ την πυρά· τις σφιχτές γάμπες, τις ροδισμένες απ’ τη φλόγα· τα στήθια τα σπαρταριστά. Ένιωσε χιλιάδες μερμήγκια να περιδιαβάζουν ανάμεσα στα μεριά του. Η Ελενάρα κατάλαβε. Σήκωσε με κόπο τα γέρικα ξίγκια της, κατέβηκε τα σκαλοπάτια, άνοιξε την πορτούλα του κατωγιού και μπήκε. Ο ψαράς την ακολούθησε. Πριν δρασκελίσει όμως το κατώφλι κοντοστάθηκε, έκανε πίσω, με φλεμόνια πνιγμένα απ’ την μπόχα· μα ο σατανάς δείχτηκε δυνατότερος. Μπήκε κι αυτός, σφάλιξε το θυρόφυλλο. Ο Σερσέμης απόμεινε μονάχος στο πεζοδρόμιο. Καθισμένος, είχε αναγείρει τη μουσούδα του κι ατένιζε τ’ αστέρια.[…] Δεν πρόφτασε να κοιμηθεί, ούτε κιόλας να ξαποστάσει.[…] Δρασκελώντας ξανά το πορτί του κατωγιού ανάσανε με λυτρωμό το μόλις δροσισμένο της χαραυγής, ύστερ’ απ’ την μπόχα και την κάψα του φούρνου.[..] Σιχαινόταν τον εαυτό του. Ορκιζόταν μέσα του να μην ξαναπέσει σε τούτη την αηδία. Ανησυχούσε κιόλας γιατί αργοπόρεσε, κι ίσως δεν έβρισκε καλό πράμα στην ψαρόσκαλα.
Πράγματι, έφτασε απ’ τους τελευταίους. Όλα τα ψαράδικα είχαν γυρίσει από ώρα· στην προκυμαία μόνο πέντ’ έξι καφάσια είχαν απομείνει, με ψάρια χαμηλής ποιότητας. Βλαστήμησε ενδόμυχα, διστάζοντας ν’ αποφασίσει. Να κιντυνέψει το καπιτάλι του παίρνοντας τούτη τη σαβούρα; Κι αν δεν την πουλήσει; Κάλλιο να μην έπαιρνε τίποτα, κι ας έχανε το υποθετικό κέρδος μιας ημέρας. Κάλλιο όχι κέρδος, παρά ζημιά. Έφτυσε καταγής αγαναχτισμένος κι έστριψε να φύγει για το τσαρδί του πέρα, στο Κερατσίνι. Τουλάχιστο θα ’χε διάφορο δέκα ώρες ύπνο. Μα ο μανάβης ο Δημήτρης τον σταμάτησε.
— Στάσου, ρε φίλε! Το λαχείο κέρδισες και περιφρονάς το μεροκάματο;
— Με τούτα τα σκατά θα βγάλω μεροκάματο; αποκρίθηκε ο Μικές κι έδειξε περιφρονητικά τα καφάσια.
— Και το σκατό ακόμα, όταν είναι φτηνό, μοσκοπουλιέται.
— Εξαρτάται από τι θες να πεις λέγοντας φτηνό.
— Δυο δραχμές την οκά σου αφήνω το κοκάλι. Με τέσσερις, θα το ξεπουλήσεις στο πι και φι.
Ο Μικές σήκωσε τους ώμους.
— Αστείο πράμα! Ούτε με τρεις δεν τ’ αγοράζει κι ο πιο μπαντίρης λιμασμένος.
Άπαξ κι οι διαπραγματεύσεις άρχισαν, έπρεπε κάπου να καταλήξουνε, προς το συμφέρον και των δυονών. Ο μανάβης ήξερε πως αν δεν έδινε το κοκάλι στον Μικέ, θα του ’μενε ρέστο. Το ’ξερε κι ο Μικές· κι εξεβίαζε την κατάσταση. Αλλάχτηκαν επιχειρήματα με ύφος διαξιφισμού. Έκαναν κι οι δυο περίπλοκους λογαριασμούς: ο λιανοπουλητής, να εξασφαλίσει οπωσδήποτε το κέρδος του· ο μανάβης να μη χάσει, δίχως όμως να ξευτελίσει την πιάτσα. Τελικά συμφώνησαν στη μία και σαράντα την οκά. Πλήρωσε ο Μικές· πήρε το πανέρι του απ’ το κοντινό καφενεδάκι· το γέμισε κοκάλια· τ’ απόθεσε στο κεφάλι του· και βιάζοντας την περπατησιά τράβηξε για τις φτωχοσυνοικίες, όπου ήταν η πελατεία του. Είχε ξημερώσει. Τα φώτα της προκυμαίας έσβησαν. Μερικές φωτεινές επιγραφές πάλευαν ακόμα με το φως της αυγής. Το νερό του λιμανιού μετάλλαξε σ’ ανοιχτό σταχτί, αμυδρά σκεπασμένο με λευκούς αχνούς. Οι όγκοι των βαποριών πήραν υπόσταση· ξεχώρισαν τα σκούρα σκάφη απ’ τους άσπρους χαβαλέδες· οι τσιμινιέρες ξαναβρήκαν τους χρωματισμούς τους – κίτρινο, μπλε, άσπρο, μαύρο, και σε σχέδια περιπλεγμένα. Έξαφνα, απ’ όλους τους δρόμους ξεμπούκαραν ένα σωρό ταξιά, κι έσπευσαν στου Τζελέπη, όπου παρατάσσονταν σε τρεις μακριές αράδες. Ήταν η ώρα που τ’ ακτοπλοϊκά έφταναν απανωτά, φίσκα στον κόσμο. Το πρώτο μπούκαρε κιόλας στον Προλιμένα σφυρίζοντας χοντρά, βραχνά. Ένα φορτηγάκι που σάλπαρε αντισφύριξε με την ηλεκτρική του κόρνα, που τριβελίζει τ’ αυτιά. Μεμιάς, το λιμάνι ξύπνησε, ζωντάνεψε, για όση ώρα του επέτρεπε η σχετική δροσιά της αυγής. Πλήθαιναν οι διαβατικοί, φάνηκαν τα πρώτα τραμ και λεωφορεία, μ’ αναμμένα ακόμα τα φώτα. Ακοστάρισε το ακτοπλοϊκό κι έχυσε στην προκυμαία το λεφούσι των άγρυπτων κακοπαθιασμένων επιβατών.
Φάτσες στραπατσαρισμένες, μάτια υπεραιμικά. Μπαγκάζια, καλάθια, τσουβάλια, φωνές, ανακατωσούρα, σαστισμάρα. Νευρική πείνα θέριζε τα σωθικά· οι κουλουράδες παρουσιάστηκαν άγνωστο από πού, και δεν πρόφταιναν να χορτάσουν όλους τους λιμασμένους. Μετά το βουλιμικά καταβροχθισμένο κουλούρι γεννήθηκε δίψα αβάσταχτη, που την κατασίγασαν οι λεμονατζήδες με τις «παγωμένες». Δεινή μάχη έδωσαν οι ταξιτζήδες ποιος ν’ αρπάξει όποιον προφτάσει. Έφευγαν τα γεμάτα ταξιά, έρχονταν άλλα άδεια. Το δεύτερο ακτοπλοϊκό πλεύρισε λίγο πιο πέρα, ξέρασε κι αυτό ταλαιπωρημένη ανθρωπότητα. Οι θόρυβοι ανάβλυζαν από παντού, δυνάμωναν, γέμιζαν τον ασάλευτο αγέρα. Αυγάτισε έξαφνα η καταχνιά· σκέπασε με ασάφεια όλα τα πάντα. Τα δεμένα φορτηγά, στου Ξαβέριου και στη Ζώνη, πήραν μορφή ονειρική. Η καμπάνα του Αι-Νικόλα άρχισε ν’ αργοσημαίνει τον Όρθρο. Καναδυό ευσεβείς στραυροκοπήθηκαν βιαστικά· οι περισσότεροι δεν έδωσαν σημασία· δεν πίστευαν σε Θεό και Διάβολο, μόνοι τους έπρεπε να τα βγάλουν πέρα σε τούτη τη ζωή, άλλη ζωή δεν υπήρχε…
Κι άξαφνα, ο ήλιος πρόβαλε πάνω απ’ τον Υμηττό. Οι λοξές ακτίνες του σκόρπισαν θαμπό χρυσάφι στ’ ασήμια της ομίχλης· άπλωσαν αμυδρές κιτρινίλες στους τοίχους των σπιτιών. Εξόν απ’ το φως, θα ’λεγες πως τίποτα δεν άλλαξε. Μα η γη περιστρεφόταν γρήγορα· ψήλωσε σύντομα ο ήλιος, γίνηκαν πιο κάθετες οι ακτίνες του, κι έχυσαν παντού αναλυτό μολύβι. Η καινούρια μέρα άρχιζε, ζεστότερη από τις προηγούμενες.
***
Το μεσημέρι χτύπησε τον Πειραιά κατακέφαλα με τις κάθετες ακτίνες του ήλιου, τον απονέκρωσε. Έκλεισαν τα μαγαζιά και τα γραφεία, σταμάτησαν όλες οι δουλειές. Μόνο του Τζελέπη είχε κίνηση, γιατί ήταν η ώρα που σάλπαραν τ’ ακτοπλοϊκά για τα νησιά. Οι επιβάτες έφταναν ξεθεωμένοι, καταϊδρωμένοι, με φάτσες σαστισμένες, όλο ανησυχία και φροντίδα πως θα βολευτούν, αυτοί και τα συμπράγκαλά τους, μέσα στο συνωστισμό του καραβιού. Στριμώχνονταν στη σκάλα, κοπίαζαν ν’ ανεβάσουν τα μπαγκάζια τους, έχανε ο ένας τον άλλον, έχαναν τα μπαγκάζια τους, ερεθίζονταν, ξεφώνιζαν, μάλωναν με τους αχθοφόρους του ΟΛΠ, πάσκιζαν κάπου να βολευτούν, έβρισκαν κάποια γωνίτσα στο κατάστρωμα, έκαναν κατοχή, κι ύστερα έδιναν μάχη με τους νεοερχόμενους να τη διατηρήσουν. Η λαμαρίνα του βαποριού, διπλά πυρωμένη απ’ τον ήλιο και τη φωτιά των καζανιών, σιγόψηνε όλο τούτο το συνωστισμένο πλήθος· αντί όμως να το αποχαυνώσει και αν το αποκατιάσει, του γεννούσε υπερδιέγερση. Την κυκλοφορία των καινούριων, που προσπαθούσαν να βολευτούν, την εμπόδιζε και την πολυπλοκοποιούσε η κινητικότητα των βολεμένων, που δίχως λόγο κι αιτία τριγυρνούσαν πέρα δώθε, κινημένοι από νευρικότητα. Ήταν η διέγερση που προκαλεί η καταρχήν ευχάριστη προοπτική του ταξιδιού. Και πρώτα όλοι αδημονούσαν πότε το βαπόρι θα σαλπάρει, να τους χτυπήσει η δροσιά της ανοιχτής θάλασσας, ν’ ανασάνουν. Ύστερα λογάριασαν πως στα νησιά του προορισμού τους θα ’βρισκαν λιγότερη ζέστα απ’ το φούρνο της μεγάλης πολιτείας. Όσοι μάλιστα πήγαιναν στα νησιά για διακοπές, δεν μπορούσαν να κρύψουν τη χαρά τους, που πρώτο σύμπτωμά της είναι η βουλιμία. Ως τη στιγμή που μπάρκαραν, η ανησυχία τους έσφιγγε το στομάχι. Τώρα όμως η όρεξή τους άνοιξε απότομα, απαιτητικά. Ανοίγουν τα πακέτα με το ψωμοτύρι, τα σάντουιτς, τα σφιχτά αυγά, τ’ αλλαντικά, τα φρούτα, και καταβροχθίζουν τα πάντα. Όσοι δεν έχουν μαζί τους τρόφιμα συνωθούνται στην καντίνα ν’ αγοράσουν οτιδήποτε, να μπακακανιάσουν. Μαζί με το φαΐ ήρθε κι η δίψα. Οι πλανόδιοι λεμονατζήδες δεν προφταίνουν ν’ ανοίγουν τις «παγωμένες», να παίρνουν χρήματα και να δίνουν ρέστα. Ταύτα ως προς τον όχλο του καταστρώματος. Στην Α’ θέση, ο καλός κόσμος έχει ξαπλώσει στις πολυθρόνες και διαπληκτίζεται με τους καμαρότους, που σάστισαν και δεν προφταίνουν να ικανοποιήσουν όλες τις κατεπείγουσες απαιτήσεις. Στην προκυμαία, συγγενείς και φίλοι στέκονται κάτω απ’ το λιοπύρι, με αξιέπαινη αυταπάρνηση, να ξεπροβοδίσουν τους ταξιδιώτες ως τη στιγμή που το βαπόρι θα έχει ξεμακρύνει έξω από ακτίνα ορατότητας. Όλη τούτη η φασαρία διαρκεί ως τις τρεις, που και το στερνό ακτοπλοϊκό έχει σαλπάρει. Ύστερα η πιο απόλυτη νέκρα απλώνεται σ’ όλο το ακανόνιστο ημικύκλιο του λιμανιού. Μόνο στους καφενέδες μερικοί ανέστιοι πίνουν νερά παγωμένα, και με μάτι νυσταγμένο διαβάζουν το μετεωρολογικό δελτίο των μεσημεριάτικων εφημερίδων, που λέει ότι η θερμοκρασία ανέβηκε στους 40 βαθμούς κι ούτε οι γεροντότεροι θυμούνται τέτοιο κακό.
Νέκρα βασιλεύει και στο «10». Τα μαγαζιά δεν έκλεισαν ακόμα, αλλά πελάτης δεν πατάει. Οι μαγαζάτορες, καθισμένοι στην πιο σύσκια γωνιά, έχουν αποκαρώσει. Άδειο και το καφενείο. Στην ταβέρνα έφαγαν από νωρίς μερικοί εργατικοί και βιάστηκαν να παν σπίτια τους να ξαπλώσουν. Εκεί έφαγε κι ο Στεφανής. Δηλαδή κάτι τσίμπησε· οι στεναχώριες του πρωινού του ’χαν μολυβώσει το στομάχι. Σκεφτόταν αν θα νοίκιαζε κάμαρα στο «10» ·ύστερ’ απ’ τον καβγά που είδε, ήταν πολύ διστακτικός. Πού να πάει όμως; Εδώ το νοίκι ήταν φτηνό· κι η ψυχική του ατονία τον έκανε και να βλέπει το μέλλον σκοτεινό, κι αντίδραση ενεργητική να μην μπορεί να προβάλει σε τίποτα. Κάτι σαν αδράνεια τον διαπότισε και τον έριξε σε αβουλία. Τα πάντα του ήσαν αδιάφορα. Μια κι η τύχη τον έφερε εδώ, θα έμενε εδώ. Βαριόταν ν’ αντιμετωπίσει άλλη λύση.
[…]
— Όμορφη θέα έχει από δω, είπε ο Στεφανής.
Ο Μίστος συμφώνησε.
— Παρακολουθώντας την κίνηση του λιμανιού χαίρεσαι ένα θάμα όλο ποικιλία, που ικανοποιεί την επιθυμία για επαφή με τη ζωή, δίχως την ανάγκη επαφής με τους ανθρώπους.
Ο Στεφανής τον κοίταξε ξαφνιασμένος.
— Δεν μου είπες ποιός είσαι; τον ρώτησε.
— Ο μοναχογιός του ιδιοκτήτη. Τ’ όνομά μου είναι Μίστος Χαριτάκης.
— Σπουδάζεις;
— Τέλειωσα φέτος το Γυμνάσιο.
— Θα πας Πανεπιστήμιο;
— Όχι.
— Τί σκοπεύεις να κάνεις;
— Τίποτα. Η δουλειά είναι κατάρα.
— Και πως θα ζήσεις;
— Ο πατέρας μου σύντομα θα πεθάνει. Θα κληρονομήσω όλο αυτό το σπίτι. Τα εισοδήματά μου είναι περισσότερα απ’ όσα μου χρειάζονται…
— Δεν μου δίνεις την εντύπωση τεμπελχανά χαραμοφάη…
— Όπως και δεν είμαι. Δύσκολο όμως να σου εξηγήσω τι είμαι… Θέλω να ζήσω για μένα τον ίδιο, κι όχι για τους άλλους. Να κερδίσω γνώση για να τη χαρώ μέσα μου, κι όχι να τη χρησιμοποιήσω με σκοπό να κερδίσω χρήματα ή δόξα.
Ο Στεφανής τον κοίταζε παραξενεμένος· κι είπε.
— Είσαι άλλου είδους τύπος. Μου αρέσεις, αν κι εμένα δεν μου ταιριάζει η φιλοσοφία σου. Τα εκατομμύρια του Μαλανδρή να είχα, δεν θα σταματούσα στιγμή να δουλεύω. Όταν δεν κάνω τίποτα, θαρρώ πως σκουριάζω.
— Πολλοί άνθρωποι είναι σαν και σένα. Τους λυπάμαι…
— Ίσως δεν έχεις άδικο…
Σώπασαν κι άφησαν τη ματιά τους να περιπλανηθεί σ’ ολόκληρη την έκταση του τοπίου. Μπροστά και χαμηλά ο στενός δίαυλος, ανάμεσα στις ευρυχωριές του Προλιμένα και του Κεντρικού Λιμένα, μισοφραγμένος ζερβόδεξα από τ’ αγκυροβολημένα βαπόρια στου Ξαβέριου και τη Ζώνη. Πιο πίσω, το μακρινάρι από τις δίπατες Αποθήκες, με τις συμμετρικές προεξοχές των γερανών. Αριστερότερα ο ψηλός σταχτόμαυρος κύβος του Σιλό. Πιο πίσω, η πλαγιά της Δραπετσώνας, σκεπασμένη από τα συνωστιζόμενα σπιτάκια του συνοικισμού, με την περήφανη προεξοχή μιας μεγάλης εκκλησιάς στον αυχένα. Κι ακόμη πιο πίσω, ο μισοκλεισμένος από τη σμίξη του Αιγάλεω και της Πάρνηθας ορίζοντας, όπου άρχισαν να σχεδιάζονται τα πρώτα λευκά συννεφάκια του ερχόμενου μελτεμιού.
— Θα δροσίσει για καλά, είπε ο Μίστος.
***
Ο καιρός όλο και περισσότερο δρόσιζε· δυνάμωνε ο άνεμος, κι από πουνέντες γύρισε στο μαΐστρο, με τάση να καταλήξει σε βοριαδάκι. Πάνω από την Πάρνηθα πρόβαλαν μεγάλα μπαμπακένια σύννεφα, που προχωρούσαν και σιγοσκέπαζαν το αθηναϊκό λεκανοπέδιο. Στου Ξαβέριου, ήταν η ώρα που τέλειωνε η δουλειά. Οι λιμενεργάτες κι οι μαστόροι έβγαιναν από τον καγκελόφραχτο περίβολο του ντόκου στο δρόμο, για να περιπλεχτούν με τους εργάτες και τις εργάτριες των εργοστασίων που ξεχύνονταν απ’ την άλλη μεριά, την αριστερή. Κυμαινόταν το μείγμα της αργατειάς για κάμποση ώρα, σαν να ’θελε να κερδίσει λίγο χρόνο πριν τραβήξει για τα σπίτια του. Άλλαζαν μερικά λόγια, έλεγαν τι θα έκαναν σήμερα βράδυ κι αύριο όλη μέρα, μερικοί έδιναν ραντεβού γι’ αργότερα. Λόγω που όλοι είχαν πάρει το βδομαδιάτικο ήσαν ευδιάθετοι· γιατί και το ελάχιστο χρήμα, λες κι εξακοντίζει την ακτινοβολία του στο δέρμα, κι από κει εισδύει σε όλο τον οργανισμό δημιουργώντας ευφορία. Ήταν κι η προοπτική της κυριακάτικης ανάπαυσης, ύστερ’ από κόπο έξι ημερών.
Σιγά σιγά η ανθρωπομάζα άρχισε να χωρίζει και να διαρέει. Άλλοι στριμώχτηκαν στη στάση και περίμεναν το τραμ. Πολλοί προτίμησαν, για οικονομία, να παν πεζή στα μακρινά σπίτια τους. Όσοι κατοικούσαν κοντά, πήραν τους εγκάρσιους δρόμους, που οδηγούν στη συνοικία που ξαπλώνεται γύρω στο ορφανοτροφείο. Οι υπόλοιποι τράβηξαν προς τον Προλιμένα και τους συνοικισμούς της Σχολής Δοκιμών.
Ο ήλιος έγερνε προς τα βουνά της Σαλαμίνας, θ’ αργούσε να βασιλέψει – στις μεγαλύτερες μέρες του χρόνου βρισκόμαστε. Μα τα ερχόμενα απ’ το βοριά σύννεφα προχώρησαν προς τη μεριά της δύσης, και τα πρώτα ξέφτια τους άρχισαν αν σκεπάζουν τον φλεγόμενο δίσκο, γεννώντας κομμάτια ανακουφιστικής σκιάς στη γη. Το αεράκι έδιωξε προς το νοτιά τους θερμούς αχνούς που, μέρες τώρα, σκέπαζαν κι έπνιγαν την πολιτεία. Τα σπίτια, οι αποθήκες, οι γερανοί, τ’ αραδιασμένα στο μάκρος του ντόκου βαπόρια βγήκαν απ’ την αχλύ, πήραν υπόσταση αναγλυφική. Ζωντάνεψε το νερό του λιμανιού· από θολοκίτρινο γίνηκε κυανωπό, αναγερμένο σε μικρά ριγηλά κύματα.
[…]
Κατέβηκε τη σκάλα σιγά, με την περπατησιά ανθρώπου που δεν ξέρει πώς να σκοτώσει την ώρα του. Φτάνοντας στο πεζοδρόμιο σταμάτησε κι ανάσανε μ’ ευχαρίστηση. Ο καιρός είχε δροσίσει για καλά· η δυτική πλευρά τ’ ουρανού είχε σκεπαστεί από σύννεφα, που ο υπόψυχρος άνεμος τ’ άπλωσε προς όλες τις μεριές. Οσμή υγρού πεύκου μαρτυρούσε πως κάπου κοντά είχε βρέξει, κι η βροχή πλησίαζε. Γκριζάρισε το νερό του λιμανιού, μ’ ανατριχίλες πρασινωπές, που τις ανάγειρε ο άνεμος, ξεσέρνοντας την καταχνιά προς το πέλαγος. Λαμπίκαρε η ατμόσφαιρα· όλα τα πάντα – και τα πιο μακρινά – πρόβαλαν ξεκάθαρα, με νέτο περίγραμμα, ως πέρα τα βουνά της Αίγινας και της Τροιζηνίας. Ζωντάνεψε κάπως ο Πειραιάς, μολονότι, λόγω του Σαββατόβραδου, τα πιότερα μαγαζιά ήσαν κλειστά. Κυκλοφορούσε όμως κόσμος, πιο ζωηρά κι άνετα, τώρα που η άξαφνη δροσιά έδιωξε τις ατονίες απ’ το αίμα. Στέγνωσε ο ίδρος, μα άφησε στα κορμιά την υπόξινη μυρουδιά του που, καθώς το πλήθος κυκλοφορούσε, μόλευε, που και που, την αψιά οσμή του αέρα. Μεγάλη κίνηση στου Τζελέπη· τα ακτοπλοϊκά συνέχιζαν να φεύγουν για τα νησιά, το ’να πίσω απ’ τ’ άλλο. Το «Κυκλάδες» ξεμάκραινε κιόλας προς τον Προλιμένα, δείχνοντας το χοντρουλό σουλούπι της πρύμης του, κι αφήνοντας σερνάμενη τουλούπα καστανού καπνού πίσω κι αριστερά του. Τώρα μανουβράριζε το «Παντελής», ξεκολλούσε με ανάποδη απ ‘το μουράγιο, έπαιρνε στροφή στο κέντρο του λιμανιού. Φίσκα στον κόσμο οι γέφυρες κι η κουβέρτα. Κάποιος μες στους πολλούς πρέπει να ’ταν κι ο Παρόδος. Με κάμποσες χιλιάδες δολάρια στο πορτοφόλι κι ηρεμία στην ψυχή, πήγαινε να ξεκουραστεί στ’ όμορφο νησί του, κοντά στη γυναικούλα του, τα παιδάκια του. Μπορούσε ανέγνοιαστος να περιμένει πότε θα περάσει η κρίση – δυο και τρία χρόνια. Είχε την πρόνοια, τον καιρό των παχιών αγελάδων ν’ αγοράσει ένα περιβόλι με ξινά και μαγκανοπήγαδο που, καλή κακή χρονιά, του αφήνει δεκαπέντε χιλιάρικα εισόδημα. Τυχερός ο Παρόδος, καλή του ώρα κει που πηγαίνει!
Μ.Καραγάτσης, Το 10, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθηνα 2008, 19-30, 228-231, 286-287, 334-335, 384-385
Οι νεκροί περιμένουν...
Μόλις ξεμπαρκάραμε στον Πειραιά, όλο χαμόγελα και όνειρα για τουριστικές εξερευνήσεις, βρεθήκαμε μπρος σ’ ένα παράξενο θέαμα: Κόσμος πολύ ήταν μαζωμένος, εδώ κ’ εκεί, σκυθρωπός και μουδιασμένος. Νέες γυναίκες και γριές μαντηλωμένες, φώναζαν και χειρονομούσαν νευρικά, μα ήταν αδύνατο να ξεχωρίσει κανείς, τι ακριβώς λέγανε και γιατί οι χωροφύλακες τις σπρώχναν πέρα. Ύστερα πετάχτηκαν στη μέση κάμποσοι φαντάροι, αγριωποί, στραπατσαρισμένοι και φώναζαν κι αυτοί:
—Τις τις χτυπάτε μωρέ τις γυναίκες; Ε; Τι τις χτυπάτε; Τίνος κάνανε κακό; Φοβάστε μη διαταράξουν την τάξη, την τάξη, ε; Τα παιδιά τους ζητούνε, που δεν ξέρουν τι απόγιναν κει κάτω στη σφαγή.
Καθώς προσπαθούσαμε ν’ ακούσουμε και να καταλάβουμε τι γινόταν, ένας ναύτης μας έδειξε και είπε:
—Να, μας ήρθαν κι εδώ οι πρώτοι πρόσφυγες απ’ τη Σμύρνη.
Η θεία Ερμιόνη γύρισε και μας κοίταξε, σα να ζητούσε από μας διάψευση.
—Για μας το λένε, είπε. Ακούστε πως βγαίνουν οι διαδόσεις!
Η κουβέντα εκείνη του ναύτη ήταν σα σπίρτο σε χυμένη βενζίνα. Φλόγες πήδηξαν απ’ τις γυναίκες. Πέσανε όλες πάνω μας, μας τραβούσαν, έκλαιγαν, ρωτούσαν νέα, μας απειλούσαν. Μια γριά στάθηκε μπροστά μας με τα χέρια στη μέση:
—Ελόγου σας το λοιπόν είστε οι πρόσφυγκοι; Και τι κοπιάσατε να κάνετε στα μέρη μας; Πούναι τα παιδιά μας; Γιατί φορτώσανε την αφεντιά σας στα βαπόρια κι αφήσανε οπίσω τους φαντάρους;
Οι χωροφύλακες τρέξανε, κι έκαναν μια ζώνη γύρω μας. Μοιάζαμε σαν το κεφάλι ενός ερωτηματικού, που δεν ήξερες τι απόκριση θα γεννήσει. Η θεία Ερμιόνη κάτωχρη προσπαθούσε να τους εξηγήσει πως δεν είμαστε πρόσφυγες και πως καμιά καταστροφή δεν είχε γίνει, μα οι γυναίκες κλαίγανε και χτυπιόντανε.
—Λέτε ψέματα, ψέματα!
Μια μικρή ξέφυγε απ’ το χέρι της μάνας της κι ήρθε κοντά μου.
—Δε φοράτε σαλβάρια και φερετζέδες; με ρώτησε καθώς ξέταζε το καλοραμμένο φουστάνι μου.
Παρ’ όλο τον τρόμο που μου γέννησε κείνη η σκηνή, άρχισα να γελάω. Όταν όμως καλοσκέφτηκα την κουβέντα της μικρής, θύμωσα και της είπα:
—Δεν είμαστε μεις Τουρκάλες!
—Πώς δεν είστε, είστε πρόσφυγες, πρόσφυγες, κακοί ανθρώποι!
Δεν πρόλαβα να εξηγηθώ με τη μικρή, γιατί οι χωροφύλακες μας έσυραν ως το λιμεναρχείο, ενώ στο δρόμο της εξηγούσαν πως έσπασε το μέτωπο, η Μικρασία καιγότανε, ο στρατός επαναστάτησε κι ο κόσμος έφευγε, μ’ ό,τι μεταφορικό μέσω έβρισκε.
Η συννυφάδα της θείας Ερμιόνης, η κυρία Ελβίρα άρχισε να κλαίει.
—Διαδόσεις είναι, έλεγε και ξανάλεγε η θεία Ερμιόνη. Όταν όμως κατόρθωσε να τηλεφωνήσει στον αντιπρόσωπο του θείου Γιάγκου, στην Αθήνα, την έπιασε πανικός.
—Αλλοίμονο! αλλοίμονο! έλεγε. Να λοιπόν που μας βρήκαν και τα χειρότερα…
Κι ωστόσο, κανείς μας ακόμα δεν μπορούσε να καταλάβει, πως είμαστε οι πρώτες σταγόνες της καταιγίδας ου έφτανε, η πρώτη αχνή γραμμή μιας φοβερής ατέλειωτης ανθρωποθάλασσας που θα ξεχυνόταν σε λίγο, σ’ εκείνο το άγνωστο λιμάνι.
Αρχίσαμε να βαδίζουμε πιασμένοι απ’ το χέρι, κοντά ο ένας στον άλλον, χαμένοι, μουδιασμένοι, δισταχτικοί, αν νάμαστε τυφλοί και δεν ξέραμε που θα μας φέρει το κάθε βήμα που αποτολμούσαμε. Γυρεύαμε ξενοδοχείο στο λιμάνι για ν’ αποκουμπίσουμε και να περιμένουμε τους δικούς μας. Όπου όμως κι αν ρωτούσαμε, παίρναμε την ίδια στερεότυπη απόκριση:
—Απ’ τη Σμύρνη έρχεστε; Δε δεχόμαστε πρόσφυγες.
—Μα θα σας πληρώσουμε καλά, ανθρώποι του Θεού, έλεγε η θεία Ερμιόνη.
Εκείνοι επέμεναν στην άρνησή τους:
—Φοβόμαστε τις επιτάξεις. Δε μάθατε λοιπόν πως στη Χίο, στη Μυτιλήνη, στη Σάμο έφτασε προσφυγολόι, κι επιτάξανε όλα τα σχολεία, τα ξενοδοχεία, τα πάντα;
—Τι θέλαμε, τι γυρεύαμε μεις ναρθούμε σε τούτον τον αφιλόξενο τόπο, έλεγε η κυρία Ελβίρα. Τι θέλαμε και τι γυρεύαμε να χωριστούμε από τους άντρες μας!
Στο τέλος βρέθηκε ένας αναγκεμένος ξενοδόχος και μας έδωσε ένα σκοτεινό, άθλιο δωμάτιο με έξη κρεβάτια. Για πότε γινήκαμε πραγματικοί πρόσφυγες δεν το καταλάβαμε. μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα όλος ο κόσμος αναποδογύρισε.
Βαπόρια φτάναν το ένα πίσω από τ’ άλλο, και ξεφόρτωναν κόσμο, έναν κόσμο ξεκουρντισμένος, αλλόκοτο, άρρωστο, συφοριασμένο, λες κι έβγαινε από φρενοκομεία, από νοσοκομεία, από νεκροταφεία. Έπηξαν οι δρόμοι, το λιμάνι, οι εκκλησιές, τα σκολειά, οι δημόσιοι χώροι. Στα πεζοδρόμια γεννιόνταν παιδιά και πέθαιναν γέροι.
Ενάμιση εκατομμύριο άνθρωποι βρεθήκανε ξαφνικά έξω απ’ την προγονική τους γη. Παράτησαν σκοτωμένα παιδιά και γονιούς άταφους. Παράτησαν περιουσίες, τον καρπό στα δέντρα και στα χωράφια, το φαΐ στη φουφού, τη σοδειά στην αποθήκη, το κομπόδεμα στο συρτάρι, τα πορτραίτα των προγόνων στους τοίχους. Και βάλθηκαν νατρέχουν, να φεύγουν κυνηγημένοι απ’ το τούρκικο μαχαίρι και τη φωτιά του πολέμου. Έρχεται μια τραγική στιγμή στη ζωή του ανθρώπου, που το θεωρεί τύχη να μπορέσει να παρατήσει το έχει το, την πατρίδα του, το παρελθόν του και να φύγει, να φύγει λαχανιασμένος αποζητώντας αλλού τη σιγουριά. Άρπαξαν οι άνθρωποι βάρκες καΐκια, σχεδίες, βαπόρια, πέρασαν τη θάλασσα σ’ έναν ομαδικό φοβερό ξενιτεμό. Κοιμήθηκαν από βραδύς νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν φυγάδες, θαλασσοπόροι, άστεγοι, άποροι, αλήτες και ζητιάνοι στα λιμάνια του Πειραιά, της Σαλονίκης, της Καβάλας, του Βόλου, της Πάτρας.
Ενάμιση εκατομμύριο αγωνίες και οικονομικά προβλήματα ξεμπάρκαραν στο φλούδι της Ελλάδας, με μια θλιβερή ταμπέλα κρεμασμένη στο στήθος: «Πρόσφυγες!» Που ν’ αποκουμπήσουν οι πρόσφυγες; Τι να σκεφτούν; Τι να ξεχάσουν; Τι να πράξουν; Που να δουλέψουν; Πώς να ζήσουν;
Τρέμαν ακόμα απ’ το φόβο. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα απ’ το αιμάτινο ποτάμι της κόλασης που διάβηκαν. Και σαν πάτησαν σε στέρεο έδαφος, μετρήθηκαν να δουν πόσοι φτάσανε και πόσοι λείπουν. Κι οι ζωντανοί δεν το πιστεύανε, μόνο άπλωναν τα χέρια τους στο κορμί τους και το ψάχνανε, για να βεβαιωθούνε πως δεν ήταν βρυκολάκοι. Και ψάχναν και για την ψυχή τους, να δουν αν ήταν στη θέση της. Μ’ αυτή ήταν άφαντη. Είχε μείνει πίσω στην πατρίδα, κοντά στους αγαπημένους νεκρούς και στους αιχμάλωτους, κοντά στα σπιτάκια, στα χωράφια, στις δουλειές και στα καζάντια…
Κι είπαν: Περαστικοί είμαστε, ας βολευτούμε όπως-όπως, ι αύριο θα μεταγυρίσουμε στα μέρη μας. Κι αποζητούσαν, τούτη την ελπίδα, με την ίδια λαχτάρα, σαν το ψωμί, το νερό και τ’ αλάτι.
Τόσοι ήταν. Ενάμιση εκατομμύριο ρωμιοί μικρασιάτες, που στριφογύριζαν, τώρα, στο καύκαλο της Ελλάδας, σαν περιπλανώμενοι Ιουδαίοι, διωγμένοι από τη γη της Χαναάν. Χωρίς πατρίδα, χωρίς δουλειά, χωρίς σπίτι, χωρίς μπαούλο. Και χτες, μόλις χτες, να θυμάσαι πως ήσουνα νοικοκύρης, πως είχες το κατιτί το δικό σου.
Ψάχναν για τον αίτιο, αναθεμάτιζαν τον ουρανό, τη γης, τον Κεμάλ, το Βενιζέλο, τον Κωνσταντίνο, την Αντάντ, τον πόλεμο· μα πριν απ’ όλα τον ύπουλο τον Άγγλο, τον υπολογιστή, το διπλοπρόσωπο, το σφετεριστή, που έκανε μπίζνες και αυτοκρατορική πολιτική, με το αίμα και τη δυστυχία ενός λαού…
Οι πρώτες μέρες, στο λιμάνι κείνο, που ήταν η πόρτα της νέας πατρίδας μας, ήταν στυφές και πικρές μαζί. Η δυσεντερία μας θέριζε. Καθόμαστε κει στο δρόμο, δίχως κανένα συναίσθημα ντροπής κι αποπατούσαμε. Αυτό που ξέραμε ως τότε σαν ανθρώπινη αξιοπρέπεια, διπλώθηκε στον προσφυγικό μπόγο· μείναν μόνον οι χοντρές ανάγκες της ζωής, τυραννικές, απαίσιες.
Μικροί μεγάλοι στριμωχνόμαστε όλοι σ’ εκείνο το λιμάνι, αποβλακωμένοι, άβουλοι, με μια έμμονη ιδέα ο καθένας κι άλλος με μιαν άνοια αποκρουστική. Οι πιο τυχεροί ξεδίναν, γιατί κλαίγανε και βρίζανε και μουγγρίζαν από πόνο.
Μια νέα γυναίκα πετούσε από καιρό σε καιρό ένα τραγικό νανούρισμα. «Νάνι, νάνι το παιδάκι μου να κάνει…» Στην αγκαλιά της κρατούσε ένα μαξιλάρι που όλο το σκέπαζε και το φιλούσε και κοίταζε γύρω της πανικόβλητη. Κανένας δεν την πρόσεχε. Μόνο ο γερο-πατέρας της πάσχιζε να την ησυχάσει.
—Κορούλα μου, Ελένη μου, κάνε παιδί μου κουράγιο. Αυτό ήταν το θέλημα του Θεού…
Κάποιος δημοσιογράφος που πρόσεξε τη σκηνή, κοντοστάθηκε και θέλησε να πληροφορηθεί.
—Άφησέ μας, χριστιανέ μου, έκανε ο γέρος. Τ’ αγοράκι της έσκυψε να πάρει απ’ την κούνια του κι αντί γι’ αυτό πήρε το μαξιλάρι κι έφυγε!
Μέσα στο πλήθος αντίκρισα το φίλο του πατέρα μου, τον κύριο Τηλέμαχο, τον κουγιουμτζή. Έτρεξα με λαχτάρα να τον ρωτήσω για τους δικούς μου. Μ’ αυτός με κοίταζε δίχως να με βλέπει, και μ’ άκουγε δίχως να με καταλαβαίνει. Στο χέρι του κρατούσε μια αρμαθιά ξερές μπάμιες, περασμένες σε χοντρή κλωστή και τις ανέμιζε, όπως ο διάκος το θυμιατό.
—Κύριε ελέησον, έλεγε, Κύριε ελέησον… και μη χειρότερα!
Η κυρία Πολυξένη, η γυναίκα του, με τράβηξε απ’ το χέρι.
—Σουτ! Αλίκη μην του μιλάς κι εξαγριώνεται με τις κουβέντες.
—Ήθελα κυρία Πολυξένη, να μου πει κι εμένα κάποιος μην είδε την οικογένειά μου.
Η κυρία Πολυξένη, ούτε που μ’ αποκρίθηκε. Το μόνο που μου είπε ήταν:
—Πήγε στο σπίτι, ο Τηλέμαχός μου, με κίνδυνο της ζωής του, για να πάρει του μαγαζιού του τα χρυσαφικά. Και τι πήρε κι έφυγε; Τις μπάμιες. ναι, τις ξερές μπάμιες, κόρη μου, που της είχα ’τοιμάσει για το χειμώνα! Του άρεσαν οι ξερές μπάμιες, γιατί ήταν δυσκοίλιος…
Έφυγα. Έτρεχα να ψάξω μέσα στους καινουργιοφερμένους. Τίποτα πια απ’ ότι έβλεπα κι άκουγα δε με παραξένευε. Κάθε βαπόρι που έφτανε χωρίς τους δικούς μου, κρεμνούσε, θαρρείς, την άγκυρά του στην ψυχή μου, και την παράσερνε στο σκοτεινό βυθό της απόγνωσης.
Σαν ένα ξεκομμένο απ’ το μαντρί του πρόβατο, πλανιόμουνα μέσα σ’ εκείνην την ανθρώπινη στέπα, κι αποζητούσα τους γονιούς μου με τα μάτια, μ’ όλη τη δύναμη της ξεπνεμένης ψυχής μου.
Η θεία Ερμιόνη όταν γύριζα στο ξενοδοχείο με κοίταζε με το δικό της άρρωστο βλέμμα, δίχως να τολμάει να με ρωτήσει και μούλεγε πονετικά:
—Μικρό, αισθηματικό μου παιδί!
Μια μέρα, αντάμωσα μέσα σ’ ένα ανθρώπινο μπουλούκι το θείο Θανάση με την κόρη του τη Βαλεντίνη. ήταν οι πρώτοι συγγενείς που έβλεπα κι αρπάχτηκα απ’ αυτούς, ξεσπώντας σ’ ένα παραπονεμένο κλάμα.
—Τι απόγινε η μανούλα μου; Που βρίσκονται οι δικοί μου, Βαλεντίνη;
Η Βαλεντίνη προσπάθησε να με μερώσει.
—Θαρθούν, θαρθούν, μην απελπίζεσαι. Είναι κόσμος, χιλιάδες κόσμος, μπαρκάρει ακόμα.
Της έδειξα που βρίσκεται το ξενοδοχείο μας, κι έτρεξε. Μα ο θείος Θανάσης δεν την ακολούθησε. Αδιάφορος και ήρεμος κοίταζε τον κόσμο. Είχε πάθει πάλι μια δυνατή νευρική κρίση κι όλο έλεγε ξερά:
—Κοίτα μωρέ, πως κάνουν οι άνθρωποι! Τι τους έπιασε και το χάσαν πάλι το τσερβέλο τους;
Η Βαλεντίνη ανιστόρησε στη θεία μου, όλα όσα ήξερε για την καταστροφή. Πως μπήκαν οι ζεϊμπέκηδες μέσα στη Σμύρνη. Στην αρχή δεν πείραξαν άνθρωπο· μα ύστερα ρίχτηκαν με λύσσα στη σφαγή και στο πλιάτσικο, αρχίζοντας απ’ την αρμένικη γειτονιά. Ο Νουρεντίν-πασάς έβγαλε τότε φιρμάνι ν’ αφήνουν όλα τα γυναικόπαιδα και τους γέρους να φεύγουν, και να κρατούνε αιχμάλωτους μόνο τους άντρες και τ’ αγόρια.
Η Σμύρνη είχε παραδοθεί στις φλόγες και στο αίμα. Ο κόσμος στριμωχνόταν στην παραλία ζητώντας προστασία απ ’τον Αγγλογαλλικό στόλο· και παρακαλούσε τους συμμάχους του να τον σώσουν απ’ το λεπίδι. Μα οι ξένοι είχαν, λέει, διαταγές να μην επεμβαίνουν! Και κάθονταν, πάνω στα καράβια τους με σταυρωμένα χέρια, και κάπνιζαν τα τσιμπούκια τους! Και κοίταζαν, σα θεατές, το φοβερό μαρτύριο ενός ολόκληρου πληθυσμού.
Κι όσοι είχαν λεφτά, έδιναν μιαν ολόκληρη περιουσία για να τους πάρουν οι βάρκες. Μα τις περισσότερες φορές τους εκτοπίζανε άλλοι πιο χειροδύναμοι και σβέλτοι, σπρώχναν τους πρώτους κι άρπαζαν τη θέση τους. Κι οι βάρκες, κάθε τόσο, αναποδογύριζαν, κι οι άνθρωποι πνίγονταν μέσα στον πανικό, σαν τις μύγες.
—Θε μου! Θε μου! φτάνει Βαλεντίνη, δε θέλω ν’ ακούσω άλλο έλεγε η θεία Ερμιόνη και ξεροκατάπινε, γιατί είχε γίνει πηχτό και πικρό το σάλιο της.
Κι ήρθε, κούτσα-κούτσα, στο ξενοδοχείο κι ο καπτάν-Μαθιός, με κομμένα τα περισσότερα δάχτυλα των χεριών του, κι έκλαιγε σα μωρό παιδί που το αδικοξύλισαν.
—Πως θα δουλέψω ανθρώποι μου χωρίς τα χέρια μου; Πέστε μου; Πως θα δουλέψω;
Κι έλεγε πως είχε πέσει στη θάλασσα του Τζεσμέ, κι είχε φτάσει κολυμπώντας ως ένα εγγελέζικο αντιτορπιλικό και γάντζωσε πάνω στις λαμαρίνες της πλώρης μαζί με δέκα άλλους νοματέους. Μα οι Εγγλέζοι σπρώχναν τον κόσμο με χέρια και με πόδια και τους ξαναπετούσαν στη θάλασσα. Κι έλεγαν πως δεν μπορούσαν να επέμβουν στα εσωτερικά της Τουρκίας γιατί ήταν ουδέτεροι… «Ακούς ουδέτεροι οι Θεομπαίχτες!» Κι ένας αγριάνθρωπος τούφερε μια στα δάχτυλα, μ’ ένα σιδερένιο λοστό, και τούσπασε τις κλείδωσες κι έπεσε αναίσθητος στο νερό, και τον ανάσυρε ένας καϊκτζής, παλιός του συνάδερφος. Κι ως να φτάσει στη Χιο, του τάκοψαν στο νοσοκομείο τα «νταουλιασμένα» δάχτυλα που «βρωμολογούσαν έμπυο» τρία απ’ το ζερβί και δυο απ’ το δεξί του χέρι.
—Σώθηκες μια βολά, καπτάν-Μαθιό, σώθηκες; Αυτό να μου πεις, κι απέ τα ρέστα περνούν – του είπε με ζήλεια και περιφρόνηση, η κυρία Ελβίρα.
Και γύρισε και σιγοψιθύρισε στη συννυφάδα της:
—Για κοίτα. Θε’σχώρεσέ με, κοίτα ποιοι άχρηστοι ανθρώποι γλυτώσαν! Κι οι δικοί μας; Που είναι τους;
Μια μέρα, ήταν περίπου μεσημέρι, ένα νιόφερτο καράβι είχε μόλις ξεφορτώσει, φουρνιές, φουρνιές τη συμφορά.
—Αλίκη! μου φώναξε ο Τρύφωνας, ο γιος της κυρίας Ελβίρας, για δες σ’ εκείνη την Πέμπτη βάρκα. Διακρίνεις;
ΤΟ βλέμμα μου άρπαξε με μιας το θέαμα. Σκίρτησα ολόκληρη. Τα μάτια μου πήδηξαν από τις κόγχες και ξωπίσω τους πήδηξε και η καρδιά μου. Είδα, είδα το Στέφο πρώτον, στην πλώρη της βάρκας, και πίσω του τη μητέρα, που κρατούσε από το χεράκι τη Νιόβη και τη θεία Ελένη με την Ινώ και τη Ριρή που είχε κρεμασμένα στο λαιμό τα κιάλια και σιγοκουβέντιαζε με δυο άγνωστους νέους. Και στο τιμόνι, είδα κοντά σε δυο θεόρατους μπόγους, τον πατέρα που κάπνιζε αμέριμνος. Έμοιαζαν όλοι μαζί με τουρίστες που πήγαιναν σε ταξιδάκι αναψυχής.
Ήταν λοιπόν πραγματικότητα ή παράκρουση; Έσπρωχνα σαν τρελή τον κόσμο ως να φτάσω στην ακροθαλασσιά. Κι άπλωνα τα σκελετωμένα χέρια μου μεταβάλλοντάς τα σε μαγνήτες και φώναζα ικετευτικά: «Ελάτε! Ελάτε επιτέλους!» Αιώνες μου φάνηκε πως έκανε κείνη η βάρκα ως ν’ αγγίξει τη στεριά, και ν’ αγγίξω κι εγώ εκείνους, να βεβαιωθώ πως ήταν πραγματικοί κι όχι πλάσματα της φαντασίας μου.
Για πότε βρέθηκα μέσα στην αγκαλιά της μάνας μου δεν τον κατάλαβα. Ο πατέρας στάθηκε κι αυτός με δακρυσμένα μάτια και με χάιδευε.
—Έρχεται κι ο θείος Γιάγκος, είπε, τον είδαμε στη Μυτιλήνη. Ευτυχώς σώθηκε!
Κι ύστερα έτρεξε και τραβολογούσε δυο δέματα.
—Τα χαλιά, έλεγε, προσέχετε μη βραχούν τα χαλιά, γιατί αυτή’ναι όλη η περιουσία μας.
Πόσο απλή ήταν η αντάμωση και πόσο σκληρή και περίπλοκη η αγωνία της προσμονής!
Τους πήγα στο ξενοδοχείο να δουν τη θεία Ερμιόνη και να την ησυχάσουν. Της διηγήθηκαν που και πότε συναντήθηκαν με το θείο Γιάγκο.
—Έρχονται, κι ο Γιάγκος, κι ο Γεράσιμος. Ναύλωσαν μόνοι τους καΐκι εξηγούσε ο πατέρας. Τους είδα στη Μυτιλήνη και φορούσαν ακόμα φέσια. Ακούς φέσια! Που τα βρήκαν και τα κοτσάρισαν!
Η θεία Ερμιόνη ζωντάνεψε με μιας κι έβαλε στο καμινέτο να ψήσει καφέ για όλους. Ύστερα έπιασε τη μικρή Νιόβη στα χέρια της, και την έσφιγγε με νευρικότητα και χαρά.
—Για πότε ξεπετάχτηκε τούτο το μικρό; Και τι όμορφο παιδάκι! Να μην αβασκαθεί!
Διδώ Σωτηρίου, Οι νεκροί περιμένουν, Κέδρος, Αθήνα 1959, σ. 131-138.
Λωξάντρα...
Μια μέρα η Ελεγκάκη λέει:
— Γιατί δεν κάνετε την απόφαση να έρθετε και σεις να εγκατασταθείτε στην Αθήνα, αφού έτσι κ’ έτσι του Γιωργάκη το βαπόρι στην Πόλη δεν έρχεται ποτέ.
Πετιέται η Κλειώ και τη φιλεί στο στόμα.
— Πες της τα, θεία Ελένη, πες της τα! Εγώ θα πάρω το παιδί μου και θα φύγω, δεν κάθομαι πια μέσα στην Τουρκιά, που να ξεσηκωθούνε καμιά μέρα όπως τότες με τους Αρμεναίους και να σφάξουνε το παιδί μπροστά στα μάτια μας!
Εκείνο ήτανε. Δεύτερη φορά δεν έγινε ανάγκη να το πει η Κλειώ. Τη Λωξάντρα την πιάσανε μάλιστα και τα βιαστικά.
— Άντε κάνε γλήγορα. Γράψε στον Αλέκο. Ακόμα δεν έγραψες;
Αυτή τη φορά πεντάρα δεν δίνει η Λωξάντρα για το νοικοκυριό της. Τί πρόκειται να χάσει σάματις; Τα γιούκια της, ή τους κουρελόμπογούς της; Εκείνα πάνε, χάθηκαν μαζί με το Μακροχώρι. Πάει και το χαμηλό το ονταδάκι της, πάει και ο πλάτανός της. Όμως η Παναγία η Μεγαλόχαρη δεν την άφησε, της έδωσε το παιδί, και όπου είναι το παιδί, εκεί είναι κι ο παράδεισός της. Με τη μυρωδιά του παιδιού ζει και με το φως του βλέπει. Γιατί ένα είναι Το Παιδί (με κεφαλαίο Τ και Π), και η Λωξάντρα είναι η γιαγιά του παιδιού.
Και έτσι αποφασίστηκε να πάνε να εγκατασταθούνε στον Πειραιά.
«Αμάν!» είπε από μέσα της η Λωξάντρα.
Κι έτσι, ένα ηλιόλουστο φθινοπωρινό πρωί, μέσα στα καλοκαιριάτικα του Άι-Δημήτρη, πέρασε το βαπόρι μπροστά απ’ την προβλήτα του Πειραιά και βγήκανε οι πειραιώτικες βάρκες να το προϋπαντήσουν και να το μπάσουν πανηγυρικά μέσα στο λιμάνι. Απ’ το Λιμεναρχείο ξεκίνησε η ατμάκατος. Στην προκυμαία του Τελωνείου άρχισε κάποια κίνηση. Κατέβασε το βαπόρι τη σκάλα του για ν’ ανεβεί ο έλεγχος, οι επιβάτες έτοιμοι ανεβήκανε στο σαλόνι. Γύρω απ’ το βαπόρι αλληλοσπρώχνουνταν οι βάρκες και βαρκάρηδες ξεφώνιζαν. Πίσω απ’ το φιλιστρίνι της κουκέτας της παραμονεύει η Λωξάντρα και περιμένει ν’ ακούσει τους ζουρνάδες και τα νταβούλια της υποδοχής. Περιμένει να δει τους Υπουργούς και τους Ναυάρχους με τα τρικαντά και τα σπαθιά. Πού’ ν’ τους για; Ούτε Υπουργούς βλέπει ούτε σπαθιά.
Μαρία Ιορδανίδου, Λωξάντρα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1979 (7η έκδοση), σ.186.
Το 10...
Κάτω, στο δρόμο, η Ελενάρα σηκώθηκε με κόπο. Τ’ αρρωστιάρικα πάχια των γερατειών την έκαναν δυσκίνητη (ίσως και να μην ήταν μόνο πάχια μα και πρήξιμο· η καρδιά της δεν δούλευε καλά. Εκείνη η σύφιλη, όσο και να τη θεράπεψε, έκανε τις ζημιές της).
— Ώρα να πηγαίνω, είπε.
Με το σακούλι κρεμασμένο στον ώμο και περπατησιά δύσκολη κατηφόρισε την οδό Βεύης, προς το λιμάνι. Ο Σερσέμης από πίσω της, μυρίζοντας τα πάντα σηκώνοντας το πόδι κάθε τόσο και κατουρώντας όπου έκρινε σκόπιμο.
Στην προκυμαία του Ξαβέριου, στο περίπτερο μπροστά, καμιά εικοσαριά άνθρωποι περίμεναν το τραμ που θα τους μετέφερε στις δουλειές τους, σε κάποιο σημείο της μεγάλης κυκλικής περίμετρου του λιμανιού. Το Μέγαρο Πιπιλή, όλο γραφεία, που η Ελενάρα δούλευε καθαρίστρια, βρισκόταν κοντά στο Σταθμό του Ηλεκτρικού, κάπου μισή ώρα ποδαρόδρομο. Δεν έπαιρνε όμως ποτέ το τραμ, επειδή δεν επιτρεπόταν ν’ ανεβεί κι ο Σερσέμης· και της ήταν αδύνατον ν’ αποχωριστεί το σκύλο της. Πού να τον αφήσει ολόκληρο το πρωί; Στους γειτόνους; Ποιός είχε όρεξη να προστατέψει το ζωντανό από τα πιλατέματα των παλιόπαιδων; Μια φορά που δεν τον πήρε μαζί της, βρήκαν ευκαιρία οι μάγκες και του ’δεσαν στην ουρά γκαζοντενεκέ. Αλαλιασμένο το ζώο πιλάλησε στους δρόμους ώρες ολόκληρες· ώσπου έπεσε ξέπνοο σ’ ένα οικόπεδο της Πειραϊκής. Εκεί τον βρήκε αργά το βράδυ η Ελενάρα και τον περιμάζεψε, κι είδε κι έπαθε να τον συνεφέρει. Από τότε ρούπι δεν έκανε δίχως τον Σερσέμη.
Προχώρησε στο μάκρος του ντόκου. Η δουλειά είχε αρχίσει. Το μέρος τούτο ήταν ρεμέτζο για τα βαπόρια που δεν είχαν ναύλο ή είχαν ανάγκη από επισκευή. Από την άλλη μεριά του δρόμου βρίσκονταν τα μικροεργοστάσια και τα εργαστήρια (σιδερουργεία, κατά κύριο λόγο), που αναλάβαιναν τα μερεμέτια. Οι εργάτες έρχονταν απ’ όλες τις μεριές, με περπατησιά βαριά και ύφος σκουντούφλικο, έτσι κακοκοιμισμένοι που ήσαν. Άλλοι τραβούσαν κατευθείαν για τα επισκευαζόμενα πλοία· άλλοι έμπαιναν στα εργαστήρια. Οι πρώτοι θόρυβοι της δουλειάς άρχισαν ν’ αντηχούν: σφυριά, ματσόλες, ματσακόνια, τόρνοι, πρέσες, οξυγόνο. Το καθένα είχε τον ιδιαίτερο ήχο του πάνω στη λαμαρίνα. Μύριζε κατράμι, μουράμπια, πετρέλαιο και καβαλίνα· χώρια η οσμή της σαπίλας που αναδινόταν απ’ το στεκάμενο νερό. Η καταχνιά, κάτω απ’ τις αχτίδες του ήλιου έχανε το μπαμπακένιο χρώμα, έπαιρνε το λιναρένιο, γινόταν λιγότερο πηχτή. Μα δεν έλεγε να διαλυθεί· απόμεινε νεκρή κάτω από τον καταρράχτη της κάψας. Απανεμιά. Κάθετοι ανέβαιναν τον ουρανό οι καπνοί απ’ τις τσιμινιέρες· γυαλί θαμπό το νερό του λιμανιού· ούτε μια πνοή να στεγνώσει τον ιδρώτα που περίλουζε τα κορμιά.
Η Ελενάρα προχωρούσε σιγά, με κεφάλι σκυφτό, τα μικρά τσιμπλιασμένα μάτια της στριφογύριζαν πέρα δώθε, ερευνώντας το δρόμο προσεκτικά, σαν να γύρευαν κάτι να βρουν. Κάθε τόσο, το ’βρισκαν. Ήταν ένα κομμάτι από πετσί, ένα κουρέλι, ένα κουτί κονσέρβας, ένας σπάγκος, ένα κομμάτι σκοινί, ένα σύρμα, μια πρόκα, ή ένα οποιοδήποτε άχρηστο αντικείμενο. Έσκυβε, το μάζευε, το ξέταζε με ματιά έμπειρη, το ’ριχνε στο σακούλι της. Τίποτα δεν περιφρονούσε· όλα τ’ άχρηστα της ήταν χρήσιμα, ακόμα και τ’ άδεια κουτιά από τσιγάρα. Αυτή η δουλειά την απασχολούσε πολύ. Είχε όμως το νου της και στον Σερσέμη, που όλο ξεμάκραινε κινημένος από περιέργεια, για ν’ ανιχνεύσει τα πάντα. Στριφογύριζε πέρα δώθε, οσμιζόταν, κοιτούσε, περιεργαζόταν· και κάθε τόσο, σηκώνοντας το πισινό ποδάρι κατάβρεχε με δυο τρεις σταγόνες ό,τι προκαλούσε το ενδιαφέρον ή την αδιαφορία του, ανάλογα οι περιστάσεις. Όταν όμως συναντούσε άλλο σκύλο, η συμπεριφορά του άλλαζε ριζικά. Κοντοστέκονταν κι οι δυο, αλληλοκοιτάζονταν κουνώντας τις ουρές, έδιναν γνωριμία· κι ύστερα στριφογυρνώντας σαν σβούρες αλληλοπάσχιζαν να εξακριβώσουν με την όσφρηση το αμοιβαίο φύλο τους, για να κανονίσουν ανάλογα τη γενετήσια δραστηριότητά τους. Μα όσο κι αν είχε διάθεση ο Σερσέμης να κάνει έρωτα με τις διαβατικές σκύλες, δεν το μπορούσε. Παρατούσε σύξυλη την υποψήφια ερωμένη του και τσακιζόταν να προφτάσει την κυρά του που απομακρυνόταν. Η Ελενάρα τον μάλωνε πολύ μαλακά και λογικά.
— Το θέλεις τ’ αποτέτοιο κ’ εσύ, κακορίζικε, σαν όλα τα σερνικά· μα κάθε πράμα στην ώρα του. Τώρα πρέπει να βιαστούμε, να φτάσουμε στην ώρα μας, να σκουπίσουμε τα γραφεία. Πώς θα βγει το ψωμάκι μας αν δεν δουλέψω; Το μεσημέρι, στο γυρισμό, κάνε ό,τι σου γουστάρει…
Μετά το τελωνείο, ο Σερσέμης γίνηκε κοσμιότερος. Ετούτη η συνοικία, πιο βολεμένη κι ευπρεπής, τον φόβιζε, τον έβγαζε έξω απ’ τα γνώριμα νερά του. Κατέβασε κεφάλι, αυτιά κι ουρά· κόλλησε τη μουσούδα του στις αργοκίνητες υδρωπικές γαμπάρες της κυράς του· ρύθμισε το περπάτημά του με το περπάτημά της· και το ακολουθούσε πειθαρχικά κι υποτακτικά – υπόδειγμα καλοαναθρεμμένου σκύλου! Από δω και πέρα, η πορεία της Ελενάρας γίνηκε ταχύτερη, ένεκα που δεν υπήρχαν πολλά πεταμένα αντικείμενα για περιμάζωμα. Οι βιτρίνες όμως των μαγαζιών τραβούσαν την προσοχή της. Της άρεσε να περιεργάζεται τα όμορφα ρούχα και τα στολίδια, τα κάθε λογής αντικείμενα. Όχι πως πεθυμούσε να τ’ αποκτήσει – τέτοιες φρούδες ελπίδες δεν βλάσταιναν στο προσγειωμένο μυαλό της· αλλά θυμόταν τον καιρό που το σπίτι της ήταν γεμάτο γυαλιστερά έπιπλα, παχιά χαλιά, ντουλάπια γεμάτα όμορφα ρούχα, ερμάρια φίσκα διαλεχτά τρόφιμα. Αναστέναζε κι έλεγε σιγά στον σκύλο.
— Άλλη φορά θα σ’ τα πω, Σερσεμάκη, τα παλιά μου μεγαλεία. Τώρα δεν έχουμε καιρό. Εξόν που οι άνθρωποι θα με πάρουν για παλαβή, να με ακούσουν να σου μιλάω…
Το ρολόι του Δημαρχείου έδειχνε έξι, όταν η Ελενάρα και ο σκύλος πέρασαν από μπροστά. Εκείνη την ώρα ο Γιάννης ο Κουλός άνοιγε το περίπτερό του. Ένοικος του «10» ήταν κι αυτός. Η Ελενάρα τον καλημέρισε και του ’πε.
— Νωρίς νωρίς, κυρ Γιάννη μου. Δεν χορταίνεις ύπνο…
— Πρέπει να βγει το ψωμάκι, Ελένη μου. Τέσσερα στόματα έχω να θρέψω…
Ήταν σαρανταπεντάρης περίπου, κοντός, αδύνατος, αλλά γεροδεμένος. Με το μοναδικό ζερβί του χέρι ανέβασε άνετα τα βαριά ρολά, ξεκλείδωσε την πορτούλα κι άρχισε να τακτοποιεί τις εφημερίδες, που εκείνη τη στιγμή του ’φερε το αυτοκίνητο του Πρακτορείου. Το χέρι του δούλευε με αφάνταστη επιτηδειότητα, καλύτερα κι απ’ τα δυο χέρια πολλών αρτιμελών. Κρέμασε συμμετρικά τα φύλλα με μανταλάκια· τα πλαισίωσε με περιοδικά· τοποθέτησε μπροστά στο παραθυράκι τη μόστρα με την άλλη πραμάτεια – πίπες, αναπτήρες, σουγιαδάκια, μολύβια, γομολάστιχες, λαστιχάκια για πουκάμισα, μελάνη, ζάρια, καρφίτσες, παραμάνες, κουμπιά, φαναράκια της τσέπης, μπαταρίες, στυλογράφους, τραπουλόχαρτα, ξύστρες, γυαλιά του ηλίου, βαζελίνη, ασπιρίνη, κολόνιες, κρέμα νιβέα, κι άλλα διάφορα μυστήρια μικροαντικείμενα. Μέσα, στα ράφια, ήταν τα πακέτα με τα τσιγάρα, όλες οι μάρκες. Είχε και μια παγωνιερίτσα με λεμονάδες, που οι διψασμένοι τις έπιναν με καλαμάκι. Σκεφτόταν κάπου να βολέψει κι ένα δεύτερο ψυγείο με παγωτά ΕΒΓΑ. Οι δουλειές πήγαιναν όλο προς το καλύτερο, η θέση του περίπτερου ήταν πρώτης τάξεως. Όταν του την έδωσε το Υπουργείο, πριν είκοσι χρόνια, οι ανάπηροι πολέμου ήσαν ακόμα λιγοστοί, μπορούσες να διαλέξεις το μέρος που σε βόλευε. Τώρα, μετά τον τελευταίο πόλεμο, γέμισε η Ελλάδα σακάτηδες· ποιον να πρωτοβολέψει το Κράτος;
Η Ελενάρα κοίταξε το ρολόι: έξι και δέκα. Πριν τις έξι και μισή, δεν άνοιγε η πόρτα του μέγαρου όπου δούλευε καθαρίστρια· είχε δέκα λεφτά για κουβεντούλα.
— Γιάννη μου, σε θαυμάζω και σ’ εκτιμώ, είπε, τέτοιος άξιος δουλευτής που είσαι. Από τις έξι το πρωί ως τις δέκα το βράδυ κλεισμένος μέσα σε τούτο το καβούκι.
— Πώς να γίνει αλλιώς;
— Να ’βρισκες κάποιο βοηθό, να σε ξαλαφρώνει.
— Ο βοηθός θέλει μιστό· κι εμένα δεν μου περισσεύουν…
— Είναι ανάγκη να πλερώσεις μιστό και στο Γιώργο, τον ανεψιό της γυναίκας σου; Δεν φτάνει που τον τρέφεις τον μαντράχαλο, τον χασομέρη; Μέρα νύχτα τριγυρνάει με τις παρέες του – κάτι μούτρα Θεέ μου φύλαγε! – και παριστάνει τον σκληρό άντρα. Θα πάει τον κακό δρόμο· στη φυλακή θα καταντήσει. Στρώσ’ τον στη δουλειά, για καλό δικό σου και δικό του!
Μ.Καραγάτσης, Το 10, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθηνα 2008, σ.66-71
Gaston Deschamps, «La ...
Είναι ευκαιρία να δούμε στα πεταχτά κάποιες γωνιές του Πειραιά. Η ναυτιλία είναι διασκεδαστική και πολύχρωμη: σε όλο το μήκος της προκυμαίας, κάτω από μια σκεπασμένη στοά, που φέρνει στη σκέψη ορισμένους δρόμους του λιμανιού της Γένοβας, οι άνθρωποι περπατούν, σουλατσάρουν και φλυαρούν μπροστά σε μικρά μαγαζιά από τα οποία έρχεται η μυρουδιά του παστού ψαριού. Δεν χρειάζεται να πάμε μακρύτερα για να δούμε αυτό που αποτελεί την ακλόνητη ουσία του διαιτολογίου των Παλικαριών: οι πιπεριές, το σκόρδο, το κρεμμύδι, τα καρπούζια, το χαβιάρι, η boutargue του Μεσολογγίου, κίτρινη και ξερή ζύμη, που φτιάχνεται με αυγά οξυρύγχου, και επίσης απερίγραπτα ζαχαρωτά, από τα οποία, πριν πουληθούν στους ανθρώπους, οι μύγες αφαιρούν ένα μεγάλο κομμάτι. Καταγής, αδειάζονται πορτοκάλια, που τα καΐκια φέρνουν από τη Συρία και την Κρήτη, που τα αλλάζουν, πηγαίνοντας, με στοίβες φτηνά κεραμικά, για τους κατοίκους των χρυσών νησιών, στα οποία υπάρχουν χρώματα και αρώματα, αλλά όχι άργιλος. Αυτή η γωνιά είναι η μόνη γραφική στον Πειραιά: είναι ό,τι μένει από το άθλιο και θλιβερό λιμάνι που περιέγραψαν ο Σατωβριάνδος και ο Λαμαρτίνος, θα εξαφανιστεί σύντομα, περικυκλωμένο και κυριευμένο από τα μεγάλα και άσκημα κτίσματα της μοντέρνας πόλης, η οποία είναι ανθηρή και πλούσια, αλλά αξιοθρήνητα αμερικάνικη. Οι ναυτικοί όλων των χωρών ξαναβρίσκουν εκεί το αιώνιο καφέ-σαντάν που είναι παντού το ίδιο, στη Νέα Υόρκη, στη Μασσαλία, στη Σμύρνη, στις ευρωπαϊκές περιοχές των κινέζικων λιμανιών.
Πόρτο Δράκο...
Καλημέρα λιμάνι!…
Μαζί με τον υπερήφανον φρουρόν, του οποίου το σώμα, το μαρμάρινον, απέσπασε μίαν ημέραν η ανθρώπινη βία, μαζί με τ΄όνομά του, που το έσβησεν ο καιρός, όπως εσβέσθη από τον καθρέπτην των νερών του το κάτασπρον είδωλον του δράκοντος, μου φαίνεται ως να έχασε την προσωπικότητά του, ως να είδεν εξατμιζομένην την ψυχήν του. Το κύμα, που κτυπά τώρα οργισμένον επάνω εις τα βάναυσα φανάρια του, ζητεί μάταια να γλείψει τα θαλασσοδαρμένα πόδια του λέοντος και χύνει ένα πικρόν, ένα δακρυσμένον παράπονον αιωνίου νοσταλγίας. Και δι’ αυτό κάτι τι με σπρώχνει, κάτι τι, ως αίσθημα καθήκοντος προς την μυστηριώδη δικαιοσύνην των άψυχων, ν’ αποδώσω εν όνομα εις ένα πράγμα, ν’ αποδώσω, έστω και εις ένα παροδικόν χαιρετισμόν, το λησμονημένον όνομά του εις το ορφανόν λιμάνι, το οποίον την στιγμήν αυτήν κατέχει όλους τους λογισμούς μου.
Από το μικρόν μου άσυλον, το στενό μου καμαράκι, το χαμένον μέσα εις τα σιδερένια έγκατα του πλοίου, ως ένα προσφιλές κομμάτι σπιτιού, ως μία ιδέα πλάνητος εστίας, πέφτουν τα μάτια μου εις την ολοζώντανην εικόνα, την οποίαν κλείει, αυτήν την στιγμήν, το τετράγωνον πλαίσιον του παραθύρου μου. Μέσα εις το ίδιον πλαίσιον είδα τόσας εικόνας, την μίαν κατόπιν της άλλης, γεμάτος φως και κυανούν, είδα την μονότονον εικόνα του ουρανού και της θαλάσσης, είδα τας χλοεράς λωρίδας, την καταπράσινην δαντέλλαν των ελληνικών ακτών, περαστικές και άπιαστες ακουαρέλλες θαλασσινής ζωής, με τα διαφανή, τα αέρινα χρώματα των ανατολών και των δύσεων. Και εις το ίδιον πλαίσιον τα μάτια μου αυτήν την στιγμήν αντικρύζουν μίαν εικόνα γνωστήν αλλ’ αγαπημένην, την εικόνα του λιμανιού της πατρίδος μου, της λευκής, της αιώνιας πατρίδος του κόσμου.
Η πρωινή καταχνιά σκεπάζει ακόμη τα ήσυχα νερά και συγχέει τους μαύρους όγκους των τεραστίων σκαφών και τας φαιάς σκιάς των ελαφρών ξύλων, και δίδει κάτι τι φαντασμαγορικόν εις τον θαλάσσιον ύπνον, τον ύπνον τον πολυόνειρον, που κοιμάται ο κόσμος του λιμένος, ο αναπαύων τα μέλη του τ’ ανεμοδαρμένα, τα πληγωμένα από την βίαν των κυμάτων. Και ανακατώνουν μέσα εις το γαλανόν σύννεφον της πρωινής ομίχλης, ανακατώνουν τα όνειρά των –πόσον διαφορετικά όνειρα!- τα βαρέα πολεμικά σκάφη, τ’ απλωμένα με υπερηφάνειαν εις το στόμιον του λιμένος, και τα κατάκοπα, τα δυστυχισμένα ατμόπλοια του εμπορίου, που λαγοκοιμώνται μίαν στιγμήν διά ν’ αρχίσουν πάλιν την αιωνίαν, την βαρετήν ποντοπορείαν των, και τα ελαφρά, τα ταπεινά ιστιοφόρα, τ’ αγκυροβολημένα κατά μήκος της παραλίας, οι κομψές γολέττες και τα καλοτάξιδα μπρίκια και τα μπάρκα τα υπερήφανα και σοβαρά και οι χαμηλές μπρατσέρες –αραδιασμένα όλα εις τον μώλον, ως ζωντανός θρύλος περασμένης θαλασσινής ζωής- περιμένοντα, μ’ ένα ανυπόμονον ρίγος προαισθήσεως εις τους κομψούς των εξαρτισμούς, να φυσήξει ολίγον από τη στεριά, διά να κάμουν πανιά και ν’ αναχθούν εις το πέλαγος, ακούραστοι δουλευταί, ακοίμητοι είλωτες της θαλασσινής πολιτείας. Διότι, έχει και η απέραντος αυτή κοσμόπολις, η σαλευόμενη επί των κυμάτων, έχει και αυτή την αριστοκρατίαν της, την λάμπουσαν και οκνηράν, και τους είλωτας της τους αφανείς και τους δυστυχισμένους. Και τώρα, όταν σκορπισθεί η καταχνιά, και ο ύπνος πετάξει από την αγκαλιά των νερών, και το φως το λευκών χυθεί και λάμψη επάνω εις τα στιλπνά μέταλλα και τα λευκά πανιά, και η ζωή η πολυσύνθετος του λιμένος εξυπνήσει γεμάτη θόρυβον και κίνησιν, όλοι οι ανόμοιοι αυτοί αδελφοί της θαλασσίας κοσμοπόλεως, οι εξημερωθέντες ένα πρωί, ο ένας εις το πλευρόν του άλλου, θ’ αρχίσουν την διαφορετικήν τους ζωήν, την ζωήν την άνισον και την ανομίαν.
Τα μεγάλα πολεμικά σκάφη, ασάλευτα, μεγαλοπρεπή, στερεά δεμένα από την ξηράν και από τον πυθμένα, απλώνονται με νωχέλειαν επάνω εις τα νερά. Αι φροντίδες του εμπορίου , η κίνησις της καθημερινής ζωής και τα μικρά βάσανα της υπάρξεως δεν τ’ απασχολούν. Από τα στόμια τα στιλπνά των πυροβόλων των και από τας μεγάλας θυρίδας του υποφράγματός των, και από τα χάσματα των πύργων των, ρίπτουν νομίζεις βλέμματα περιφρονήσεως και λύπης προς τους δυστυχισμένους εργάτας της θαλάσσης. Άγνωστος εις αυτά ο αγών ο σκληρός της υπάρξεως. Ο ρύπος των εμπορευμάτων δεν μολύνει το κατάστρωμά των, την σοβαράν των πολεμικήν ατμόσφαιραν δεν ταράσσει οι βάναυσος τριγμός των βαρούλκων, άγνωστοι δεν έρχονται εκεί να συναντηθούν προς αγνώστους. Την λάμψιν την τραχείαν του χάλυβος δεν συγκιρνά η γλυκεία λάμψις της γυναικός, και των σαλπισμάτων την αυστηράν φωνήν δεν γλυκαίνει ποτέ η φωνή του αιωνίου θήλεος, ούτε της μητρός η φωνή, ούτε της ερωμένης. Και όταν, υπό τους μυστικούς χαιρετισμούς της μουσικής, αίρεται η πολεμική σημαία, από τον κόσμον των άλλων σκαφών αναδίδεται ένας ιερός χαιρετισμός ευλάβειας και υποταγής.
Αλλ’ ανθρωπίνη ψυχή κινείται και πάλλει εις των άλλων σκαφών τα στέρνα, των σκαφών, τα οποία είναι η πλωτή οδός των κινήσεων και των αγώνων της ζωής των πολυωνύμων. Μέσα εις αυτά αντηχεί ο πικρός στεναγμός των αποδημιών και χύνονται τα γλυκά δάκρυα των παλινοστήσεων, εκεί μέσα η φωνή της γυναικός γλυκαίνει την τραχύτητα της βοής των κυμάτων, εκεί μέσα τα ρόδινα δίκτυα του φλερτ πλέκονται γλυκύτερα και η θαλασσία αύρα ευλογεί γόνιμα φιλήματα.
Τα νεφελώδη οράματα των πολεμικών μεγαλείων, τα πατριωτικά ινδάλματα, τα κρυμμένα διά τους ονειροπόλους υπό τα πολεμικά σύμβολα, λείπουν απ’ εδώ. Αλλ’ εις τα σκάφη αυτά, τα οποία βλέπω τώρα –εις το ίδιον πάντοτε γαλανόν πλαίσιον, το ανοιγμένον επάνω από την κλίνην μου- το μεγάλο εκείνο βαπόρι έξαφνα, το σφυρίζον δαιμονιακώς εις το μέσον του λιμένος, το περικυκλωμένον από το ανήσυχον σμήνος των λέμβων, το κατάφορτον από μάζαν ανθρωπίνην και το οποίον κινείται σιγά-σιγά, προς το στόμιον του λιμένος, ως να το σπρώχνει επάνω εις τα κύματα κάποια άγνωστος μελαγχολία, και εις το άλλο εκείνο, το όποιον επλησίασεν εις την προκυμαίαν, φέρον εις τα πλευρά του ζωντανάς ακόμη τας πληγάς των κυμάτων, με τον πρυμναίον ιστόν του κατάμαυρον από την μαύρην αναπνοήν των μηχανών του, και το οποίον αδειάζει, αδειάζει αδιάκοπα το ζωντανόν του φορτίον, και εις τα άλλα τ’ αναπαυόμενα εδώ κι εκεί από τον θαλάσσιον αγώνα, και εις τα άπειρα, τ’ αμέτρητα ιστιοφόρα, τ’ αραδιασμένα εκεί κατά μήκος της παραλίας υπό το πυκνόν δάσος των εξαρτισμών, το διαγραφόμενον επί του λευκοκυάνου βάθους της πόλεως και των βουνών, εις όλον αυτόν τον ανώνυμον θαλάσσιον κόσμον, ο οποίος αύριον θα σκορπισθεί εις τα πέρατα των θαλασσών, κινείται μία άγνωστος, μεγάλη ψυχή, το ανήσυχον πολύψυχον της θαλασσινής ζωής. Και από το πανδαιμόνιον εκείνο των μετάλλων και των ξύλων και των εξαρτισμών, αναδίδεται το μυστικόν τραγούδι της θαλασσινής ζωής, το τραγούδι του αγώνος και του κινδύνου και του έρωτος και της νοσταλγίας, το γλυκόπικρον τραγούδι των αποδημιών και της εστίας, το αναθυμιώμενον από την άλμην του πελάγους και από την άλμην των δακρύων, την διπλήν άλμην, η οποία ποτίζει την τραχείαν ζωήν του ναύτου. Σε αγαπώ, ω ποθητόν λιμάνι… Όταν εις το γαλανόν τετράγωνον πλαίσιον της καμπίνας μου σβυσθεί η μονότονος ζωγραφιά του αιώνιου κυανού του πελάγους, και περάσουν, ως οπτασίαι, αι πράσιναι ακταί, και σβυσθούν αι διαβατικοί υδατογραφίαι του ταξιδιού, η δική σου ζωγραφιά με συγκινεί περισσότερον από κάθε άλλην. Εις το βάθος του ορίζοντός σου, αιώνιον λευκόν σύμβολον του πνεύματος, χύνει φως και γαλήνην εις τον σκοτισμένον μου νουν ο Παρθενών. Και υπό την λευκοβολήν αυτού η ψυχή μου αναζητεί την πόλιν, η οποία κρύπτει τους θησαυρούς της ζωής μου.
Η ολοστρόγγυλη αγκαλιά σου, η οποία κλείει μέσα της την ασταθή επιθαλάσσιον κοινωνίαν, την αιωνίως μεταβαλλομένην και αιωνίως παραλλάσουσαν, τους βαρείς πλωτούς πύργους, επί των οποίων κυματίζουν οι πολεμικοί επισείοντες, και τ’ ακούραστα σκάφη του εμπορίου, τα πολυθόρυβα και πολυάνθρωπα, και τα κελύφη τα ελαφρά με τους πλουσίους εξαρτισμούς, τα χαϊδεμένα παιδιά του πελάγους, η ολοστρόγγυλη αγκαλιά σου, ω Πόρτο-Δράκο, κρατεί μέσα της άφθαρτα και αιώνια τα ζωντανώτερα κομμάτια της ζωής μου. Με την άλμην των νερών σου ανακάτωσα τα δάκρυα των χωρισμών, οι οποίοι τόσες φορές, αλλοίμονον! υπήρξαν αιώνιοι. πόσες φορές το κατάμαυρον βαπόρι, που επάνω εις το κατάστρωμά του είδα να σβησθούν σιγά-σιγά οι τελευταίοι κυματισμοί ενός μανδηλιού, μου εφάνει ως εν απέραντον νεκροκρέβατον, και με ποίον ρίγος φόβου και φρίκης δεν μου έσφιξαν την ψυχήν οι χωρισμοί οι απατηλοί και αβέβαιοι, οι οποίοι δεν έχουν τουλάχιστον την σκληράν αλλά γαληνιαίαν ειλικρίνειαν των αιωνίων χωρισμών. Και πόσες φορές πάλιν μέσα εις την ολοστρόγγυλην αγκαλιά σου, ω Πόρτο-Δράκο, δεν είδα να μου φέρει η θάλασσα, παρηλλαγμένα από τον καιρόν, τα πρόσωπα τ’ αγαπητά, από τα οποία μ’ εχώρισεν η ζωή, αγνώριστα ναυάγια, εκβρασθέντα από τα ξένα κύματα εις το ακρογιάλι της πατρίδος!
Την ζωήν την πολυτάραχον, την αιώνιον ζωήν, την κινούμενην και βομβούσαν αδιακόπως, έχεις τριγύρω σου, και εις τα νερά σου επάνω τα γαλήνια η τρικυμία της ζωής δεν κοπάζει ποτέ. Αλλ’ ένα κομμάτι καταπράσινον, γεμάτον γλαήνην υπερκόσμιον χλοάζει εις το ακρογιάλι σου επάνω, ο λιμήν ο αιώνιος, το ακύμαντον αγκυροβόλιον της απηυδημένης ζωής. Από τα ήσυχα νερά σου όταν αντικρίζω την πράσινην όασιν, την αιωνίαν εστίαν, εις την οποίαν κοιμώνται οι προσφιλείς μου, εις τα μάτια μου εμπρός περνούν λησμονημένοι σκιαί, όπως μέσα εις τα ήσυχα νερά σου, τας μυστικάς ώρας των ονείρων σου, περνούν αι γαλαναί οπτασίαι της περασμένης σου ζωής, τα σκάφη τα συντριβέντα εις ξένας ακτάς, αι λησμονημέναι εικόνες της ζωής σου, το κάτασπρον είδωλον του λέοντος, τον οποίον σου απέσπασεν η σκληρότης των ανθρώπων, το είδωλον που αγκαλιάζεις ακόμη ζηλότυπον εις τα σμαραγδένια βάθη του.
Το χρονικό του Πόρτο Λ...
Τούτη η νταντελένια γλώσσα της στεριάς, που τη φιλούν τα κύματα και τη λούζει το ξανθορόδινο φως του αττικού ήλιου, δεν είναι ένα κομμάτι της γης στέρεο, ένα κομμάτι που μπορείς να το πατήσεις με σιγουριά, αλλά κάτι μεγάλο κι αλλόκοσμο. Ένα πράγμα, που δύσκολα μπορεί να το βάλει ο νους σου: Μια «κόντρα-γέφυρα» της Ελλάδας, φορτωμένη από θαλασσινή ιστορία και δόξα, θριαμβικά τρόπαια κι ασήκωτα ταμάχια, βαριές συφορές, πικρά φαρμάκια, κοσμοξάκουστα μεγαλεία και ντροπές. Από μακραίωνη πορεία σε φουρτουνιασμένες θάλασσες και γαληνεμένα πέλαγα, ταξίδια σε καιρούς φωτερούς, αίθριους, γιομάτους από χρυσό φως και σε χρόνους κατασκότεινους, πλημμυρισμένους στο ζόφο της ασέληνης νύχτας, χαδολογήματα από ζωογόνους μπάτηδες, από μυρωμένα μαϊστράλια και παλέματα με δυνατούς σιρόκους και πουνεντογαρμπήδες, που γύρευαν ν’ ανασηκώσουν τα μανιασμένα νερά και να τη σκεπάσουν μια για πάντα στα υγρά σάβανά τους.
Μια «κόντρα-γέφυρα», που είδε να τη πατούνε γερά και να την τιμονεύουνε άτρομοι ναυμάχοι, σοφοί θαλασσινοί, καπετανέοι, σκεβρωμένοι απ’ την αρμύρα του νερού, ναύτες με φημισμένη αξιοσύνη και να σκαρφαλώσουν πάνω της φυλές ξεκινημένες απ’ τα πέρατα της μεσοχώρας, από ψηλά τον Βοριά και απ’ τις άκρες του Νότου, από μακρινά βουνά και φαράγγια. Μινύες και Πελασγοί, Καδμείοι και Θράκες, Μακεδόνες και Λακεδαίμονες, με την άσβεστη δίψα του πελάγου, κι ύστερα ξένες ράτσες, φερμένες απ’ τα πέρατα της Δύσης, απ’ τα βάθη της πυρωμένης Ασίας, ανελέητοι, βάρβαροι, άρπαγες και καταπατητές, ορδές από τυράννους, πλερωμένοι Σταυροφόροι και κουρσάροι αχόρταγοι. Πέρσες, Γότθοι, Ρωμαίοι, Βαράγγοι και Μογγόλοι, Αλγερινοί, Φράγκοι, Βενετσιάνοι και Μουχαμετήδες Τούρκοι, σπαθάτοι Αραπάδες, φρενιασμένα λεφούσια, δεσποτικές λεγεώνες απ’ τα τέσσερα σημεία της γης, μαύροι κι άσπροι, ξανθοί και κόκκινοι, κοντόσωμοι γιοι της κίτρινης φυλής κι άντρες ψηλόκορμοι, θρεμμένοι με την πυρωσιά και την απεραντοσύνη του Ωκεανού. Λογής καταχτητές μ’ ένα λόγο, που έφταναν, άλλοι με τη άγρια βία και το μαχαίρι, άλλοι με το μπουρλότο, το μπαρούτι και τη φωτιά κι άλλοι, με το μουλωχτό χαμόγελο και τον μαλακό λόγο τον ψεύτικο και τον πλανερό. Στίφη αμέτρητα, παρδαλά, από σμίξες και χρώματα, από μορφές και λαλούμενες γλώσσες, από αίμα και χνώτα, που αφήκαν σημάδια άσβεστα στο πέρασμά τους, από τούτο το κομμάτι της στεριάς, από τούτη την «κόντρα-γέφυρα» π’ απόμεινε ορθή κι αδάμαστη, ψηλά απ’ τις μπόρες, τις μανιασμένες θύελλες, και τις αντάρες των καιρών, όσο κι αν δείχνονταν, πως θ’ αφανίζονταν, πως θα χάνονταν μέσα στο διάστημα, να ιστοράει τ’ ατίμητα χρυσάφια της μνήμης της, να διηγιέται για Σαλαμίνες και Μουνυχίες, για Θεμιστοκλήδες και Μιαούληδες, για Καραϊσκάκηδες, Μακρυγιάννηδες, για Μοροζίνες και Κιουταχήδες, για ξένες φυλές, που την εκούρσεψαν, ίσαμε τούτα τα χρόνια, τα δικά μας, που είδε τους φασίστες και τους σταυρωτήδες της Σβάστικας, κι ήρωες λαογέννητους, άτρομους Κυναίγειρους, κονταρομάχους και μπουρλοτιέρηδες, που κράτησαν ανάμεσα στα δόντια τους σφιχτά τη ψυχή της ν’ αστράφτει ακαταμάχητη και περήφανη, να ρίχνει το πανάγιο της φως στους μαύρους ορίζοντες και να δίνει πορεία σ’ όσους θαλασσοδέρνονταν, για το μεγάλο και τ’ αληθινό, για το άξιο και το ακριβό, για το ωραίο και το καλό!
Τούτο το κομμάτι της γης, που κατά πως λένε οι σοφοί και το πανάρχαιο όνομά του «Περαίας», τόχε από γεννησιμιού του να ταξιδεύει σε πολύ μακρινούς καιρούς, πριν έρθει ν’ αράξει στα κράσπεδα της Αττικής και να γίνει ένα πράμα μαζί της, όταν ακόμα το στεφάνωναν όλογυρα οι αφροί και θάπρεπε για να το πατήσεις, να σ’ ανέβαζαν στη ράχη τους και να σε κουβάλαγαν απ’ την μια μεριά στην άλλη, «περαματζήδες», το περίζωναν και το φύλαγαν στα παλιά χρόνια. Πέτρινα τείχη που σκέπαζαν τους νταντελλωτούς κόρφους του και κάστρα χτισμένα υπόμονα και μαστορικά, που πολλά κομμάτια τους, μείναν στητά κι ακατάλυτα να μας μιλάνε και να μας λένε για τα δικά τους, τα πολυκαιρισμένα, κι ατίμητα. Και στους νεώτερους χρόνους, το φύλαγε ακόμα, ένα πελώριο πέτρινο λιοντάρι, ψηλό ίσαμε τρία μέτρα –ακοίμητος Δράκος του παραμυθιού- μεγαλόπρεπα στο μυχό του λιμανιού, κει που άραζαν καράβια πολύκωπα κι είχε τα μάτια ανοιχτά κατά τη στενή μπούκα του μήπως και την περάσουνε στα γιουρούσια τους αχόρταγα τσούρμα.
Σε κείνους τους αλλοτινούς καιρούς, τόχαν ονοματίσει τούτο το κομμάτι της στεριάς, ναύτες και κοντραμπατζήδες, πλερωμένοι ξένοι καταπατητές και κουρσάροι «Πόρτο Λεόνε» ή «Πόρτο-Δράκο», ώσπου στα χίλια εφτακόσια εξήντα εφτά, καθώς λένε, τα πολυκαιρισμένα κιτάπια, ήρταν και πάτησαν πάνω του οι Βενετσιάνοι, με τον Φραγκίσκο Μοροζίνη, κι αδιάντροπα στήσανε στα αρχαία χαλάσματα και στα πέτρινα κάστρα, τα μπαϊράκια των Δόγηδων, κι ύστερα σα πισωγύρισαν στη Βενετιά, πήραν μαζί τους και το Λιοντάρι, τρόπαιο της καπατσοσύνης τους της αναίσχυντης και της μουλωχτής, της καπατσοσύνης, που ανασήκωνε μπρος στα μάτια των τυραγνισμένων ραγιάδων απ’ τους αλλόπιστους, το Σταυρό, να ονειρευτούν την ποθητή λύτρωση, κι έπειτα τους κάρφωνε πισώπλατα με το μαχαίρι.
Όμως αν αποχαλάστηκαν απ’ τις μπάλες των Βενετσιάνων τα πέτρινα κάστρα, αν πάρθηκε το λιοντάρι, απ’ τα κάτεργα της Βενετίας και σούρθηκε στα ξένα χρώματα, δεν έπαψαν ποτές να στέκονται ακοίμητοι βιγλάτορες και βαρδιάνοι, πάνω σ’ αυτό το κομμάτι της στεριάς οι Θεμιστοκλήδες κι οι Μιαούληδες και κοντά σ’ αυτούς πλήθος από ξωμάχους κι εργάτες της θάλασσας, μαστόρους, και δουλευτές, ψυχές που ζυμώθηκαν μαζί του, που μάλαξαν το σίδερο και την πέτρα, από χρόνο σε χρόνο, από γενιά σε γενιά, από πάππα σε πάππα, έτσι που το πλάσαν σε πολιτεία ξακουσμένη στα πέρατα, κάστρο, ακριβό, πολύβοο και πολύζωωο, να υψώνεται κάτω απ’ τον ήλιο, αιώνιο σύμβολο αυτής της μακραίωνης φυλής, αυτού του γιγαντόψυχου λαού, που ξέρει ν’ ανασηκώνεται μέσα σπ’ τους κουρνιαχτούς των καιρών και να ορμάει, μπρος, σαν ακατάβλητος δρομέας, σε Οικουμενική Ολυμπιάδα…
Δεν είναι, μια, ούτε δυο, ούτε πέντε φορές, π’ ανασκάφτηκε τούτη η γλώσσα της στεριάς, που τη στεφανώνουνε οι αφροί. Είναι τόσες, που δύσκολα τις αναθυμάται η μνήμη. Μα κυρία είδε τον αφανισμό, σαν πάτησε εδώ τη φτέρνα μαζί με τους Ρωμαίους του ο Σύλλας, και στα χρόνια μας, σαν κύλησαν πάνω της βαριά οι σιδερόφραχτες φάλαγγες των μαύρων ορδών του Φάτσιο και της Σβάστικας. Στην εποχή του Σύλλα, χάθηκε τότε ο Πειραιάς, με τους μεγαλόπρεπους ναούς του Δία Σωτήρα, και της Αθηνάς, με τα επιβλητικά ιερά της Αφροδίτης Ευπλοίας και της Ουράνιας, με τα περίλαμπρα μνημεία του Μουνύχου, του Ευρυμέδοντα, του Θησέα και του Σήραγγου, με τα Διονυσιακά του θέατρα στη Μουνυχία στο λόφο της Καστέλλας και στη Ζέα, με την Ιπποδάμεια αγορά –μαστορικό χτίσμα και καμάρι του τόπου- με τις Στοές του Εμπορίου πλάι στο λιμάνι, με τις κατοικίες των Μινυών, τους Νεώσοικους και τη φημισμένη Σκευοθήκη του Φίλωνα, τον απέραντο και θαλασσόδαρτο τάφο του Θεμιστοκλή και τόσα άλλα έργα μεγάλα και θαυμαστά. Ανασκάφτηκε κι έσβησε ολότελα. Γέμισε από ρήμαξη και συντρίμμια. Έγινε σωροί από πέτρες και χώμα. Μονάχα μερικά σημάδια του απόμειναν να μαρτυρούνε το πέρασμα των Ρωμαίων. Και χρειάστηκαν να περάσουν καιροί, άσωτοι, αιώνες ολάκεροι, γεμάτοι από ερήμωση, για να μπορέσει ν’ αναστηθεί η νέα πόλη απ’ τη στάχτη του αφανισμένου κείνου Πειραιά, στα παλιά αυτά χρόνια, τούτη η πολιτεία που βλέπουμε στα τωρινά, με το απέραντο δάσος των σπιτιών, τις λογής οικοδομές, τους φαρδιούς και ευθύγραμμους δρόμους με τα πάρκα και το μεγαλόπρεπο θέατρο, τις πλατείες, τα άπειρα εργαστήρια και τις φάμπρικες, με τις καμινάδες, που ξερνούνε κίτρινους, σταχτιούς κι άσπρους καπνούς και το μεγάλο λιμάνι με τους στερεωμένους πέτρινους μώλους, όπου πλοία με παρδαλόχρωμες παντιέρες φτάνουν απ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη των θαλασσών, απ’ τους παγωμένους υγρούς πόντους του Βορρά και τα φλογισμένα πέλαγα του Νότου, για ν’ αράξουν και ν’ αδειάσουν απ’ τα’ αμπάρια τους πλούσιες πραμάτειες.
Μυριάδες, είναι κείνοι, που ζούνε σ’ αυτό το κομμάτι της στερεάς με τους τρεις κόρφους – τον Μέγα Λιμένα με τα Ηετιώνεια άκρα και την ακτή του Άλκιμου- αυτή που’ δωκε στους πρωτομάστορες των Αρχαίων καιρών τον «ακτίτη λίθο» τον Πειραιώτικο, να χτίσουν τα τείχη και τα κάστρα του- τον λιμένα της Μουνυχίας- που είδε στις μεγάλες μέρες του ν’ αναπαύονται στα νερά του πελώριες τριήρεις και νήες, τα πλοία που φορτώθηκαν από δόξα, σαν απόδιωξαν τους Πέρσες απ’ τη Σαλαμίνα και το μικρό λιμάνι της Ζέας με ήρεμα νερά, τα καραβάκια και τα ψαροκάικα. Πλήθος από εργάτες, από μαστόρους ονομαστούς, από μεταπράτες, από ναυτίλους, από πραματευτές, από δουλευτές του χεριού και της πέννας, από μεροκαματιάρηδες, μα κι από αφεντάδες που διαφεντεύουν τις μηχανές και τις φάμπρικες κι από καραβοκυραίους.
Γεμίζουν οι δρόμοι στη γλώσσα ετούτη της στεριάς, οπούναι απλωμένη η πολύμορφη και πολύβουη πολιτεία, σα φτάνουν τα χαράματα ή τα δειλινά, σα βάφει πορφυρά ο ήλιος, γέρνοντας τον ουρανό της Σαλαμίνας, από άμετρα κοπάδια, μαστόρων και φαμπρικαδόρων, από γυναίκες κι άντρες με πρόσωπα μαυριδερά, ζαρωμένα κι αδύνατα, ρουφηγμένα απ’ το μεροκόπι μπρος στις μηχανές, στους τόρνους και σφυριά, μπρος στους αργαλειούς που υφαίνουν, που φτιάνουν κλωστές, νήματα απ’ το μπαράκι, τόπια, ντρίλλια, αλατζάδες, κασμήρια και τσίτια. Αχολογά ο τόπος μέρα και νύχτα απ’ το στριγγό τραγούδι των τροχών που γυρίζουν στις σιδερένιες ράγες, απ’ τα σφυρίγματα των τραίνων και των καραβιών, απ’ τα μουγκανητά των μηχανών και τη χλοβοή καθώς τσουλάνε αλαφιασμένα, κατάφορτα βαριά καμιόνι και νταλίκες, την κίνηση του πλήθους , που πηγαινοέρχεται στα μουράγια, που κατηφορίζει τις μακρινές φτωχογειτονιές, κι ο αέρας της είναι γεμάτος από βαριούς ανασασμούς, μυστικές πιθυμιές και λαχτάρες, από χαρές και πίκρες, από μεθυσμένα παραμιλητά, από πνιχτά τραγούδια και γόους.
Κι είναι τέτοια η αίστηση, που νιώθει κανείς, καθώς ζει σε τούτη την πολιτεία, καθώς σέρνει τα βήματά του στα χώματά της, που λέει με το ξαναμμένο πνέμα του –σαν ακούγεται να βιράρουν οι άγκυρες, να σφυράνε οι καπεταναίοι πάνω απ’ τις κουβέρτες για το σαλπάρισμα πλοίων, να ξεφυσάνε καυτερό ατμό οι αυλοί των καζανιών- πως δεν πατάει σε γης, σ’ ασάλευτη στεριά, αλλά πάνω σ’ ένα κομμάτι, που ταξιδεύει χωρίς τέλος, ανάμεσα στο όνειρο και το θρύλο, το χτες και το σήμερα, για το άγνωρο «αύριο», μια «ράχη καραβιού» πολυκαιρισμένη, μουσκεμένη βαθιά απ’ την αρμύρα του κύματος, ανεμοδαρμένη από μαϊστράλια και ντραμουντάνες, από γρέγους πουνεντογάρμπηδες, που τη στεφανώνουν σμαραγδένια χρώματα και τη συντροφεύουν στην αδιάκοπη πορεία της, κατάλευκοι γλάροι!…
Χρήστος Λεβάντας, «Το χρονικό του Πόρτο Λεόνε», εισαγωγικό κείμενο στη συλλογή διηγημάτων Ιστορίες του Πόρτο Λεόνε, Δίφρος, Αθήνα 1960, σ. 5-10.
William Miller, «Η ελλ...
Το λιμάνι της Αθήνας, ο ξακουστός Πειραιάς, έχει για μια ακόμη φορά ανακτήσει τη σημασία που είχε στην Αρχαιότητα, και κάνει μια καλή προσπάθεια να έχει ένα μέλλον που θα υπερβεί πολύ αυτό που ούτε ο ίδιος ο Θεμιστοκλής είχε προβλέψει. Η ανάπτυξη του είναι ακόμη πιο καταπληκτική από αυτή της Αθήνας. Οι ηλικιωμένοι Έλληνες μου είπαν ότι θυμούνται τον τόπο όταν δεν υπήρχε σχεδόν ούτε ένα σπίτι εκεί και ο Ντότγουελ, που τον επισκέφτηκε σχεδόν πριν ένα αιώνα, βρήκε ότι «καμιά φορά δεν υπήρχε ούτε ένα πλοίο στο λιμάνι»∙ όταν ο Όθωνας έφτασε το 1834, είχε μόνο ένα σπίτι και οκτώ ξύλινες αποθήκες για καιρό μετά την ίδρυση του Ελληνικού Βασιλείου ήταν λιγότερο σημαντικός για το εμπόριο από την Πάτρα και τη Σύρα. Τώρα έχει ξεπεράσει όλους τους ανταγωνιστές του στην τελευταία απογραφή, το 1896, είχε πληθυσμό 42.169, δεύτερος μετά την πρωτεύουσα, και έχει αυξηθεί γρήγορα από τότε. Είναι κατ’ εξοχήν ένα κοσμοπολίτικο μέρος, όπου θα δεις επιγραφές σε πολλές γλώσσες, και οι κάτοικοί του προέρχονται από όλα τα μέρη της Ελλάδας –εκτός από τον Πειραιά. Η απορρόφησή τους από το εμπόριο μπορεί να αξιολογηθεί από το γεγονός ότι η πόλη τους πράγματι υπερηφανεύεται για την εφημερίδα της που δεν έχει πολιτικά νέα, και είναι γνωστό ότι στους επιχειρηματίες του Πειραιά δεν αρέσουν οι συχνές εκλογές. Το λιμάνι του έχει τη μεγαλύτερη κίνηση και είναι το πιο γραφικό σε όλο το βασίλειο. Καΐκια από όλα τα μέρη του Αρχιπελάγους δένουν στις προκυμαίες, με την πρύμνη, που χρησιμοποιείται ως πάγκος καταστήματος για την πώληση του φορτίου τους, γυρισμένη στην ξηρά. Να ένα με τη μπλε και κόκκινη σαμιώτικη σημαία, μεταποιημένο σε επιπλέουσα αγορά, για την πώληση του γλυκού σαμιώτικου κρασιού. Να ένα άλλο φορτωμένο με πορτοκάλια από την Κρήτη∙ πιο έξω οι σημαίες μισής ντουζίνας Ευρωπαϊκών κρατών. Γύρω από το λιμάνι τα πρακτορεία των ατμοπλοϊκών γραμμών, και εκεί η αγορά – ένας κόσμος από μόνη της- με αρμαθιές κρεμμυδιών και κόκκινων πιπεριών και τεράστιων ποσοτήτων άσπρων και γλοιωδών χταποδιών όλων των μεγεθών. Μερικοί μεγάλοι έμποροι ζουν στον Πειραιά αλλά δεν είναι τόσο ευχάριστη η διαμονή όσο στην Αθήνα, και η συγκοινωνία με το τρένο είναι συχνή, φτηνή και γρήγορη, και έτσι οι περισσότεροι προτιμούν να πηγαινοέρχονται καθημερινά για τις δουλειές τους. κάποια μέρα σίγουρα οι δυο πόλεις θα σχηματίσουν ένα συνεχή όγκο σπιτιών, καθώς η περιοχή της υπαίθρου μεταξύ τους έχει μειωθεί, αν και η ανάπτυξη της Αθήνας τελευταία είναι προς την ενδοχώρα.
Mark Twain, Innocents ...
Επιτέλους φτάσαμε και μπήκαμε στο αρχαίο λιμάνι του Πειραιά. Ρίξαμε άγκυρα περίπου μισό μίλι από το χωριό. Μακριά, δια μέσου του κυματισμού των δέντρων της πεδιάδας της Αττικής, βλέπαμε ένα χαμηλό λόφο, με τετράγωνη κορυφή, με κάτι πάνω του το οποίο με τα γυαλιά μας γρήγορα ανακαλύψαμε ότι ήταν τα κατεστραμμένα κτίρια της Ακρόπολης των Αθηναίων και προεξέχων ανάμεσα τους πρόβαλε ο σεβαστός Παρθενώνας. Είναι τόσο εξαίσια καθαρή και αγνή αυτή η όμορφη ατμόσφαιρα, ώστε όλοι οι κίονες της ευγενούς κατασκευής ήταν ευδιάκριτοι με το τηλεσκόπιο και ακόμη και το σχήμα των μικρότερων ερειπίων γύρω του ξεχώριζαν. Η απόσταση ήταν πέντε ή έξι μίλια. Στην κοιλάδα, κοντά στην Ακρόπολη [ο λόφος με την τετράγωνη κορυφή που ανάφερα], η Αθήνα φαινόταν αχνά με ένα απλό ζευγάρι γυαλιών όπερας. Όλοι ήταν ανυπόμονοι να βγουν στη ξηρά για να επισκεφτούν αυτές τις κλασικές τοποθεσίες όσο το δυνατό γρηγορότερα. Καμιά χώρα που είχαμε δει μέχρι τώρα δεν προκάλεσε τέτοιο γενικό ενδιαφέρον μεταξύ των επιβατών.
Αλλά λάβαμε κακά νέα. Ο λιμενάρχης του Πειραιά ήρθε με τη βάρκα του και μας είπε ότι έπρεπε ή να αποχωρήσουμε ή να μπούμε μέσα στο λιμάνι και να παραμείνουμε φυλακισμένοι στο πλοίο μας, σε αυστηρή καραντίνα, για έντεκα μέρες! Έτσι σηκώσαμε άγκυρα και απομακρυνθήκαμε, για να περιμένουμε περίπου 12 ώρες να πάρουμε προμήθειες και έπειτα να ταξιδέψουμε για την Κωνσταντινούπολη. Ήταν η πιο πικρή απογοήτευση που αντιμετωπίσαμε μέχρι τότε. Να κάθεσαι μια ολόκληρη μέρα με την Ακρόπολη μπροστά σου και όμως να είσαι υποχρεωμένος να φύγεις χωρίς να επισκεφτείς την Αθήνα! Η λέξη απογοήτευση δεν είναι αρκετά δυνατή για να περιγράψει την κατάσταση.
Henry Belle, «Ταξίδι σ...
Το 1835 ο Πειραιάς είχε καμιά δεκαριά μόνο αξιοθρήνητες παράγκες σε μιαν άθλια παραλία. Το 1861, όταν πάτησα το πόδι μου εκεί για πρώτη φορά, είχαν αρχίσει να χτίζονται ευρύχωρα μαγαζιά και μεγάλα σπίτια. Είχε γίνει η χάραξη των δρόμων και είχε δημιουργηθεί ένας καταπράσινος δημόσιος κήπος. Αυτά τα κοινής ωφελείας έργα οφείλονται ειδικά στη Γαλλική κατοχή κατά τον πόλεμο της Κριμαίας, και ο κήπος όπου οι μπάντες των πολεμικών πλοίων έρχονται να παίξουν δυο τρεις φορές τη βδομάδα, φέρει το όνομα αυτού που τον δημιούργησε, του ναυάρχου Tinan. Οι ναυτικοί μας προσπαθούσαν με κάτι τέτοια καλοπιάσματα, όπως και με την καλή τους συμπεριφορά, να μειώσουν την ταπείνωση που ένιωθαν οι Έλληνες από την κηδεμονία και την εποπτεία που τα πολιτικά γεγονότα μας υποχρέωσαν ν’ ασκήσουμε στις κινήσεις τους. Το επάγγελμα του επόπτη, που μας υποχρέωσαν να ασκήσουμε, δε μας στέρησε τη συμπάθεια των Ελλήνων και μου έτυχε πολλές φορές να παρατηρήσω ότι αυτή η υποχρεωτική συμβίωση δεν είχε αφήσει κακές αναμνήσεις. Δεν ξέρω μάλιστα μήπως οι πιο μυαλωμένοι, χωρίς να το ομολογούν ανοιχτά, τρέφουν απέναντί μας αισθήματα ευγνωμοσύνης, που τοποθετηθήκαμε ανάμεσα στο εθνικό γόητρο και στο όραμα της «Μεγάλης Ιδέας» η οποία, όπως όλα τα θρυλικά φαντάσματα, θα είχε σίγουρα οδηγήσει τη χώρα στο βάραθρο.
Την τελευταία φορά που ξαναείδα τον Πειραιά ήταν το 1874, σαράντα μόλις χρόνια από την ημέρα που ένας ξένος διπλωμάτης ο οποίος ξεμπαρκάρισε βράδυ, αναγκάστηκε να διανυκτερεύσει σε ένα πρόχειρο υπόστεγο, και δε βρήκε ούτε ένα ποτήρι νερό, για να σβήσει τη δίψα του. Όσοι πιστεύουν ή θέλουν να πιστεύουν πως η Ελλάδα είναι μια χώρα δίχως μέλλον, φτάνει να κάνουν τη σύγκριση, για να κρίνουν με λιγότερη αυστηρότητα το νεοσύστατο βασίλειο. Παραδέχομαι πως η πρόοδος έχει συντελεστεί ειδικά στον Πειραιά, στη Σύρο και στην Πάτρα∙ μα δε μπορεί να προοδεύουν τρία μεμονωμένα σημεία της χώρας, χωρίς η πρόοδος αυτή να επηρεάζει και την υπόλοιπη επικράτεια. Θα ήταν ένα γεγονός αντίθετο με κάθε κανόνα της οικονομίας.
Όταν αποβιβάζεται κανείς σήμερα στις αποβάθρες του Πειραιά, δεν εντυπωσιάζεται μόνον από την εμπορική κίνηση. Η τεράστια επέκταση των κτισμάτων δείχνει αρκετά την αύξηση των δραστηριοτήτων και την οικονομική άνεση. Τα εργοστάσια με τις ψηλές τους καμινάδες που βγάζουν σύννεφα καπνού, θυμίζουν τις βιομηχανικές μας πόλεις. Όμορφες και άνετες κατοικίες με κόκκινες στέγες και πράσινα παραθυρόφυλλα υψώνονται πάνω στον πετρώδη και άλλοτε έρημο λόφο που χωρίζει το λιμάνι του Πειραιά από την ακτή της Μουνιχίας. Πολλές εκκλησίες, ένα Χρηματιστήριο του οποίου ο πάνω όροφος χρησιμεύει για Εμπορικό Επιμελητήριο, στολίζουν το λιμάνι. Αν και ορισμένες γειτονιές διατηρούν ακόμη κάποιον πρωτογονισμό, οι μεγάλοι δρόμοι που χαράζονται, τα έργα αποστράγγισης και εξυγίανσης που συνεχίζονται, τα δέντρα που φυτεύονται, αποδεικνύουν ότι ο Πειραιάς διαθέτει δημοτικές αρχές πολύ πιο δραστήριες από της Αθήνας.
Ο πληθυσμός, εξάλλου, όσο πάει και αυξάνει∙ το 1835 υπήρχαν μόνον εκατό κάτοικοι∙ το 1861 τέσσερις χιλιάδες τετρακόσιοι∙ το 1870 πάνω από έντεκα χιλιάδες∙ το 1874 τουλάχιστον δεκατρείς χιλιάδες κι ανάμεσα τους δυόμισι χιλιάδες εργάτες και εργάτριες. Τα τελευταία δέκα χρόνια, πολλές σημαντικές βιομηχανίες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Πειραιά: ένα κλωστήριο μετάξης, έξι κλωστήρια βάμβακος, επτά ατμοκίνητοι μύλοι, δύο εκκοκκιστήρια βάμβακος, ένα εργοστάσιο καρφιών, μία υφαντουργία βαμβακερών, τρεις σοβαρές οινοπνευματοποιίες, έξι βιοτεχνίες επίπλων, ένα υαλουργείο κ.ά. Κοντολογίς, υπάρχουν στον Πειραιά κάπου τριάντα επιχειρήσεις λίγο πολύ σημαντικές, που χρησιμοποιούν κινητήρια δύναμη χιλίων ατμοΐππων. Μόνο δύο ανήκουν σε ξένους. Όλες οι άλλες βρίσκονται σε ελληνικά χέρια. Το εργοστάσιο καρφιών (pointes de Paris) διευθύνεται από Γάλλο. Γενικά, οι συμπατριώτες μου σπανίζουν στον Πειραιά και είναι ζήτημα αν υπάρχουν δέκα εργαζόμενοι. Όλοι οι εργάτες του υαλουργείου και ο επικεφαλής μηχανικός είναι Πρώσοι∙ όσο για τις ατμοκίνητες μηχανές, εκτός από μία αγγλική, είναι όλες γαλλικής προέλευσης, σχεδόν όλες από του Farcot. Αν τ’ αδράχτια των κλωστηρίων προέρχονται από το Μάντσεστερ, την πρωτεύουσα του βάμβακος, οι τόρνοι είναι όλοι γαλλικοί. Ας παραδεχθούμε την υπεροχή αυτού του κλάδου της βιομηχανίας μας.
Μόλις πατήσει κανείς το πόδι του στα μαρμάρινα σκαλοπάτια της αποβάθρας που ονομάζεται σκάλα του Tinan, περιτριγυρίζεται αμέσως από ένα σμήνος τσιτσερόνε που του παίρνουν το κεφάλι με την ακατάληπτη πολυλογία τους και την προσφορά υπηρεσιών. Οι πληθυσμοί της Ανατολής και ειδικά η ράτσα των Ελλήνων έδειχναν πάντα ιδιαίτερη προτίμηση στην ανάπτυξη των ενδιάμεσων συναλλαγών. Στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας βρίσκονται οι κράχτες, αναιδείς και φαμφαρόνοι∙ πιο πάνω, οι εμπορικοί και τραπεζικοί αντιπρόσωποι, έξυπνοι, αλλά και ευέλικτοι και ραδιούργοι∙ στην κορυφή της πυραμίδας, οι δραγουμάνοι των Προξενείων και της Υψηλής Πύλης, δραστήριοι, πονηροί, πανούργοι, γνωρίζοντας άριστα τους κανόνες της διαφθοράς και της γαλιφιάς και επίφοβοι εξαιτίας της μεγάλης επιρροής που μπορούν ν’ αποκτήσουν. Το ίδιο εκείνο βράδυ η καλή κοινωνία του Πειραιά έδινε φιλανθρωπικό χορό στα σαλόνια του κύκλου. Η ζωηράδα των νεαρών αξιωματικών μας και η λάμψη των επωμίδων τους θα μας εξασφάλιζαν θερμή υποδοχή.
Οι αίθουσες της γιορτής ήταν λαμπρά φωτισμένες και στολισμένες και, αν δε χτυπούσαν στ’ αυτιά μας οι τραγουδιστοί και καμπανιστοί τόνοι της γλώσσας του Δημοσθένη, θα νόμιζε κανείς πως βρίσκεται σε χορό κάποιας μικρής επαρχίας της νότιας Γαλλίας. Συναντήσαμε χαριτωμένες γυναίκες, ντυμένες με πολύ καλόγουστες παριζιάνικες τουαλέτες. Οι άντρες φορούσαν μαύρα κοστούμια∙ έδειχναν ίσως κάπως λαϊκοί με τις πολύ χοντρές αλυσίδες των ρολογιών τους, αλλά μας φέρθηκαν ευγενικά και φιλόξενα. Η ορχήστρα ήταν εξαιρετική και τα παγωτά υπέροχα.
Johanes Edfelt, «Ωδή σ...
Εσείς να πιείτε, δέντρα του Λυκαβηττού, την τελευταία γουλιά
που σας κερνάει ο ταβερνιάρης Ήλιος. Μα το τραγούδι αυτό
το διονυσιακό που ακούγεται τώρα καθώς η νύχτα πέφτει
από ένα ραδιόφωνο, που βήχει σαν φυματικό,
εδώ σε κάποιο καταγώγι στο λιμάνι, σ’ έναν Πειραιά γκρίζο και
μουχλιασμένο:
κατακάθια κρασιού, καπνός, αργή και ανόρεχτη χαρτοπαιξία,
γάτες λειψές, σαν σκελετοί κάτω από τα τραπέζια τριγυρνούν…
Έτσι πεθαίνει μια μέρα στην Ελλάδα. Σκαμμένα πρόσωπα
που γρήγορα θα σβήσουν. Άρρωστο φως σαν περασμένο από
βρώμικο
γυαλί ή διάφανο χαρτί απλώνεται στους δρόμους,
όπου φουσκώνει ανθρωποθάλασσα, ποτάμι αναβλύζει το αίμα,
με πυρετό και δύναμη υψώνεται η βουή
και κορυφώνεται- ώσπου να βυθιστεί. Κι εκεί ψηλά
η Ακρόπολη σκεπάζεται απ’ τον γαλάζιο θόλο της σιωπής της,
- Ψυχές στοιβάζονται στη συνοικία του λιμανιού∙ ο αγώνας
για ζωή δεν έχει τέλος∙ με αιώνιο πόνο υφαίνεται
το υφάδι αυτό της μοίρας του ανθρώπου. Τα μεγαλεία τώρα-
τα σπουδάζουν αρχαιολόγοι! Αλλά η μπόχα, η στέρηση-
η αλήθεια ενός κενού που ανοίγεται ανάμεσα στα κύματα! – Ω
ψυχές, μνήμες κρυμμένες
ημερολόγια καταστρωμάτων, εκεί που οι αποστάσεις ανασαίνουν∙
βουίζουν οι ακτές
πορφυρές σαν ιβίσκοι και κίτρινες σαν το μέλι, σε μια λάμψη της
θάλασσας
τα δελφίνια χορεύουν τριγύρω απ’ την πλώρη∙ εκεί που νησιά
κοραλλένια ξανθά
ευωδιάζουνε γράμματα που έγραψαν χέρια θαλασσινών.
Ετοιμόρροπες αποθήκες, γραφεία με λογιστικά βιβλία
και λογαριασμούς, όπου όλα έχουν καταχωρηθεί σχολαστικά
γκρίζες κολόνες που στηρίζουν τη ζωή μας∙ εκεί που έχουνε
γραφτεί
δόξες κατολισθήσεις∙ ναυάγια του μεγάλου ταξιδιού!
- Ξάφνου σηκώνεται άνεμος∙ η θάλασσα αγριεύει.
Σκοτείνιασε της Αίγινας ο κόλπος.
Σαλπάρει μαύρο σύννεφο, φαρδύ σαν τη σχεδία του Οδυσσέα.
Εσείς να πιείτε, δέντρα του Λυκαβηττού, την τελευταία γουλιά.
M. A. Proust, Un hiver...
Την επομένη μπήκαμε στο λιμάνι του Πειραιά στις 9 το βράδυ. Αν και τόσο κοντά στην Αθήνα, θα ήταν οδυνηρό να περάσουμε τη νύχτα σ’ αυτό το χωριό. Ένας Άγγλος πίστευε τόσο πολύ στην ίδια σκέψη που ένας φίλος του είχε γράψει στο οπισθόφυλλο του Murray του: «Μην εμπιστεύεσαι τα ξενοδοχεία του Πειραιά». Πήρε λοιπόν το μάτι μας, μέσα στο πλήθος των βαρκών που είχαν κολλήσει στα πλευρά του πλοίου, ένα νεαρό άντρα, του οποίου το ξύπνιο πρόσωπο και το λεξιλόγιό του που ανακάτευε γαλλικά και ιταλικά μάς φάνηκαν καλοί οιωνοί για να μας βγάλει από τον μπελά. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου μάς ξεμπάρκαρε, εμάς και τις αποσκευές μας, και μας εγκατέστησε σε ένα τροχοφόρο, μια φαρδιά καταβεβλημένη άμαξα, που την έσερναν δύο μικροσκοπικά ζώα.
Παρά την δυσαναλογία της άμαξας και του υποζυγίου, το βαρύ όχημα έφυγε με μεγάλη ταχύτητα πάνω σε ένα λιθόστρωτο δρόμο σηκώνοντας πυκνό σύννεφο σκόνης. Πήδημα το πήδημα φτάσαμε σε κάτι παράγκες ασθενικά φωτισμένες. Ο Αλέξανδρος (αυτό ήταν το όνομα του ξεναγού μας) άνοιξε το πορτάκι της άμαξας και έβαλε λίγη τάξη στο φορτίο της. Μπαούλα, σάκοι, γάμπες και μπράτσα ήταν τόσο ανακατεμένα που η συμμαχία των δύο εθνών δεν ήταν ποτέ πραγματικά πιο ολοκληρωμένη. Μας πρόσφερε ένα ποτήρι ρακί με ένα λουκούμι, μετά σκαρφάλωσε δίπλα στον αμαξά και η μανιασμένη κούρσα συνεχίστηκε. Σύντομα κατάλαβα από τον υπόκωφο θόρυβο των ροδών ότι είχαμε εγκαταλείψει την εξοχή. Το αμάξι, πράγματι, σταμάτησε και είδαμε να ξεπροβάλει ανάμεσα σε δύο κίονες κορινθιακού ρυθμού ένα άτομο που έμοιαζε στο πρόσωπο και το φάρδος με γάτα άνγκορα. Ήταν ο κύριος Γιάννης Αδαμόπουλος, ιδιοκτήτης του Hôtel d’ Orient.
«- Ο κύριος Dunoyet; Ρώτησα.
- Ο κύριος Dunoyet είναι στο θέατρο.
- Σε ποιο θέατρο;
- Στο θέατρο. Ένα μόνο υπάρχει.»
Το να τρέξουμε στο θέατρο, να διασχίσουμε ένα σκοτεινό διάδρομο, ν’ ανοίξουμε πέντε ή έξι θεωρεία μέχρι να βρούμε το σωστό, και να πέσω εν τέλει στην αγκαλιά του φίλου μου, ήταν ζήτημα λίγων δευτερολέπτων. Παιζόταν ο Buandelmonte του Maestro Paccini. Φύγαμε τη στιγμή που θα άρχιζε η μάχη των Γουέλβων και των Ζιμπελίνων και περάσαμε τη νύχτα ρωτώντας, εκείνος για το Παρίσι που είχε αφήσει πριν έξι μήνες κι εγώ για την Αθήνα όπου θα περνούσα το χειμώνα […]
Ένα πρωινό που είχαμε πάει στον Σκαραμαγκά, αντί να γυρίσουμε προς την πλευρά της Ελευσίνας, ακολουθήσαμε τη διαδρομή του κόλπου μέχρι τον Πειραιά […]
Είπα, στην αρχή αυτής της εξιστόρησης αυτό το χωριό, μιλώντας για τον Πειραιά. Το συνειδητοποίησα εγκαίρως, ευτυχώς, και ζητώ ταπεινά συγγνώμη από τους κατοίκους του. Ο Πειραιάς είναι μια πόλη∙ υπάρχουν πεζοδρόμια, φανοστάτες, ξενοδοχεία, καφενεία, κομψά καταστήματα ζυμαρικών ζωγραφισμένα με δροσερά χρώματα α λα ιταλικά, κύριοι ντυμένοι στα μαύρα και κυρίες με καπέλα. Ο Πειραιάς λοιπόν είναι μια πόλη και το να μην το αναγνωρίσω θα ήταν αχαριστία από μέρους μου, γιατί πραγματικά εκείνη τη μέρα μας επεφύλαξε μια θριαμβευτική είσοδο. Ολόκληρος ο κόλπος ήταν σημαιοστολισμένος και κάπου δεκαπέντε παιδιά έτρεχαν μπροστά από τα άλογά μας. Τα νεαρά κορίτσια ήταν στα παράθυρα, και έμοιαζαν, μέσα στο ανοιξιάτικο αέρα που στροβιλιζόταν, σαν λιβελούλες, σαν sonetti d’ amore.
«Κάνει ζέστη σήμερα». Αυτό ήταν το ρεφραίν που ακούγαμε από παντού. Έκανε πράγματι ζέστη και την επομένη η γη άρχισε να τρέμει. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτές τις δύσκολες στιγμές: είμαστε στο τραπέζι και είδα τον απέναντί μου να ανεβαίνει, να ξανακατεβαίνει, μετά να ανεβαίνει πάλι, κάνοντας τη σήμα του σταυρού: Σεισμός, σεισμός! φώναζαν τα παιδιά τρέχοντας.
Στο hôtel d’ Orient χύθηκε λίγη σάλτσα στο τραπεζομάντηλο. Αλλά στην Κόρινθο, ένα μέρος της πόλης καταστράφηκε.
Γιώργος Μαρκόπουλος, Β...
ΒΡΑΔΙ ΒΑΘΥ ΝΑ ΜΠΑΙΝΕΙΣ ΣΤΟΝ ΠΕΡΑΙΑ
Βράδι βαθύ να μπαίνεις στον Περαία
ψαροκασέλες φέρνοντας κι αλεύρι.
Γεια σου Περαία, με τη βρωμιά, το λάδι, τα βαγόνια,
και τους ατσαλένιους νταβαντζήδες στα σκυλάδικα.
Των BAR κατρουλίδικα φανάρια
στ’ ουρανού σου τη σκεπή τις νύχτες μάς φωτίζουν.
«Κατσικόποδα» στο λασπωμένο δρόμο
κι αντρικά «σταφιδιασμένα» πισινά
σαν τ’ ατάιστου σκυλιού τον κώλο τριγυρνούν.
Χίπιδες απ’ τα Πετράλωνα, και πούστηδες στην Τρούμπα.
Γεια σου, Περαία, με το Πέραμα, τη φτώχεια,
τις πουτάνες, και τις σταφιδαποθήκες.
Ο Δημητράκης που είχε φούρια στο μυαλό,
ξεπετάχτηκε σαν βλήμα που κόπηκαν τα ελατήρια του.
Έκανε μια τροχιά σαν φωτοβολίδα, κι έσβησε ψηλά,
προτού να πέσει πάλι κάτω, στα είκοσι του χρόνια.
Χωριάτες είμαστε. Δικασμένοι και μοιραίοι.
Στην Ιχθυόσκαλα, μακαντάσηδες, σερέτηδες,
καθώς τα πουτανάκια με τα εμπριμέ βρακιά
απ’ την κορυφή μας καρατάρουν ως τα νύχια
κι οι κουραδόμαγκες με το ψιλό μουστάκι τους
με τα μηχανάκια «γαϊδουροδρομίες» κάνουν
γεμάτα σημαίες καθρεφτάκια.
Χωριάτες είμαστε. Δικασμένοι και μοιραίοι.
Στα παιδικά μας χρόνια δίπλα μας περασ’ η ζωή
κι η κάψα του Μπομπ Ντύλαν όμοιο διάολι μηχανάκι
που τρέχει σαν αγέρας σ’ ασφαλτωμένη λεωφόρο.
Χωριάτες είμαστε. Δικασμένοι και μοιραίοι.
Μάλιστα μαντάμ Μαρία, με τα μικρά σαν της κότας ματάκια σου,
κόκκινα, ίδιο το μάτι του φονιά…
Ο καλύτερος μας φίλος ήρθε ξαφνικά
μετά από δέκα χρόνια… - Γεια σας, είπε∙ με θυμάστε;…
- Καλώς το Μήτσο, είπαμε, κι έφυγε…
Έβρεχε… όξω στους δρόμους βρίζαν και φωνάζαν…
Έβρεχε… όξω στους δρόμους βρίζαν και φωνάζαν
μαυραγορίτες, τομάρια, αλάνια και χασίκλες.
Να Πειραιά, τα κόπια της ζωής σου.
Να πόρνες τα παιδιά σου, στολισμένες σαν λατέρνες,
στα πεζοδρόμια να τη βίζιτα μετα-λαβαίνουν,
στης Φιλολάου τα μπουρδέλα βρωμώντας με τη μούχλα,
ανάσκελα, γυμνές, σαν στεγνές αλουμινένιες λεκάνες
να προσμένουμε το βρόχινο νερό, στο σκοτεινό κρεβάτι,
με τους επισκέπτες πάντα θαμπούς κι ερημικούς,
ανθρώπους απέραντους σαν τα παλιά τριώροφα,
καημούς που βγαίνουν στα ρηχά με της φυρονεριάς την ώρα.
Να οι αβανταδόροι σου Πειραιά,
ν’ αβαντάρουν ρολόγια-κελεπούρια, μες στους δρόμους
Να οι πρεζάκηδες τις τουλούμπες και το σάμαλι
αλύτρωτοι να «κατεβάζουν» στον αέρα
Να οι σωφεραίοι, αξούριστοι, να πίνουν το σαλέπι
«λερωμένο» με καντήλια σταυρούς και Παναγίες
Να οι άνεργοι ναυτικοί στα οινομαγειρεία
Να οι Πακιστανέζοι εργάτες τη μοναξιά τους τυλιγμένοι στα παγκάκια
Να οι μανάδες του πληρώματος του πνιγμένου καραβιού
στα γραφεία της εταιρίας, κι αυτά να ’ναι κλειστά
και το φορτηγό σου που τρελάθηκε,
στολισμένο, κόκκινο, σαν γκόμενα χωριάτικη,
γιατί έχασε την αγορά να τρέχει
να μπαίνει μες στο Ρέντη το θάνατο σκορπώντας.
Να η ζωή σου, Πειραιά, και να το βιος μου.
Να η ζωή σου, Πειραιά, και να το βιος μου.
Ο άγγελος πέθανε μες στο σεντόνι
όταν τα μεταξένια του μαλλιά σημάδεψαν τον κόσμο
λίγο πιο πέρα από το μέτωπο
λίγο πιο πάνω από τα χείλη, στου Τζάνειου την πόρτα.
Αφήστε με, λοιπόν, να τον δω. Ο Χριστός μικρό παιδί.
Αφήστε με, λοιπόν, να τον δω.
Το ματωμένο του πουκάμισο γεμάτο τσιμεντόσκονη
κι ο εργοδότης του στο διάδρομο, με λυμένη τη γραβάτα.
Φορεία, αιμοστατικά, δελτία, και τα τέτοια.
Αφήστε με, λοιπόν, να τον δω.
Ο Χριστός μικρό παιδί. Ο Χριστός πέθανε, το Χριστό τον έφαγαν.
Ο Χριστός με μηχανάκι χτύπησε στου Κηφισού τις στράτες,
Ο Χριστός από γιαπί έπεσε ώρα τέσσερις τ’ απόγευμα
όταν η μάνα του μαγέρευε στη Δραπετσώνα
κι είχε καιρό προαίσθηση, όταν η μάνα του μαγέρευε
κι ο γέρος ο πατέρας του στο μαραγκούδικο
τα πλαναδούρια σκούπιζε να κλείσει.
Αφήστε με, λοιπόν, να τον δω. Το Χριστό τον έφαγαν, ο Χριστός
πέθανε δίχως ποτέ να μάθει στους εργοδότες του τι δίνει.
Jesus Christ Superstar. – «ΑΠΟΛΛΩΝ» - ΠΕΙΡΑΙΑΣ.
Φωνάξτε. Φωνάξτε. Μον’ το Χριστό εγώ τον είδα
στην Κοκκινιά να μάχεται, στο λιμάνι να γλυκομιλάει
στους άνεργους εργάτες και στις γυναίκες,
κι αυτές να τον ακούνε, ανέμελος, με δίχως τίποτα,
με την ψιχαλισμένη του ψυχή, αυτό το αλλόκοτο παιδί,
να κλαίει, να πονάει, μ’ ένα σουβλάκι να κοιμάται.
Σιδερένιο, άκαμπτο ποίημα, ανοικονόμητο φίδι,
ρητορικό ποίημα.
Γεια σου Περαία με το τίποτα, το νεκρό σου χθες
και τ’ αμφίβολό σου εργατικό αύριο,
μες απ’ τις καμινάδες των σκοτεινών σου εργοστασίων.
Εδώ.
Βράδι βαθύ να μπαίνεις στον Περαία
ψαροκασέλες φέρνοντας κι αλεύρι. Μόνος.
Και η πόλη να σε ακολουθεί από μακριά, πιστή.
Σαν την ποίηση πιστή,
στις τελευταίες στιγμές της ζωής σου.
Τραβάτε, παιδιά, ίσια ...
…Κατέβηκα στον Πειραιά κι απορούσα μ’ όσα έβλεπαν τα μάτια μου. Τί ακάματος λαός! Τί ενέργεια που την έχει! Με τί πόθο πιάνει τη δουλειά. Είναι τώρα πενήντα χρόνια, μόλις ήταν η Αθήνα! κοντεύουν τριάντα χρόνια που πήγα πρώτη φορά παιδί στον Πειραιά, και μόλις ήταν ο Πειραιάς. Σήμερα βλέπεις παντού δρόμους, μαγαζιά, μηχανές, φάμπρικες, βιομηχανία, κίνηση κ’ εμπόριο. Οι φάμπρικες αυτές πόσο μ’ αρέσουν! Η λέξη μπορεί να είναι ξένης παραγωγής· οι φάμπρικες όμως είναι δικές σας – κι αυτό μας φτάνει, παιδιά…
…Βλέπω κάπου κάπου και κάτι άνοστα γραψίματα στα μαγαζιά· - «Τη καλαισθησία» ή «Αποθήκη οίνων και πνευματωδών ποτών». Μα δεν πειράζει. Σα να μην ήτανε γραμμένα! Ο καλός μας ο λαός κορακίστικα δεν ξέρει· το κρασί πάντα κρασί το λέει. Αφήνει τις ψευτιές στους άλλους· ας πα να γελά ο δάσκαλος και τον εμαυτό του και τον κόσμο, γράφοντας οίνος, εκεί που πίνει κρασί. Εμάς, αδέρφια, δε μας μέλει! Για πείτε μου, παιδιά, είναι πουθενά καμιά λέξη που ν’ αξίζει το κρασάκι το δικό μας, το κρασάκι που πίνουμε και που μας βάζει στην καρδιά πόθο για τη δουλειά και στο κεφάλι τη ζωηρή του φλόγα; Με το λαό πάντα τα συφωνούμε. Ξέρει που τον αγαπώ και δεν πιστεύει τους δασκάλους, όσο κι αν του φωνάζουν πως δεν έχω πατριωτισμό. Ας με δαγκάσουν και βλέπουν! Ο αδερφός μου ο Γιάννης δε σηκώνει τέτοιους χωρατάδες. Για τούτο και γω τρελλαίνουμαι για τον καλό μας το γραικικό λαό. Έχω μάλιστα μια ιδέα· η νέα μας φιλολογία θα βγει καμιά μέρα μέσα από τα σπλάχνα του λαού. Στα νησιά, όσο τραγουδούν τα τραγούδια τους, άξαφνα ξεφυτρώνει κανένας Όμηρος και βάζει κάτω τους δασκάλους. Στα πρόστυχα θέατρα που μαζώνεται ο λαός, που συνάζουνται ναύτες, μπακάληδες και δουλευτάδες, άξαφνα φαίνεται κανένας Σαικσπείρος, χυδαίος σαν το Σαικσπείρο. Είναι καιρός που θα τον είχαμε, α δεν ήταν τόσα σκολεία κι αν ολημέρα δε μας χαλνούσαν και γλώσσα και μυαλό. Ας παν άλλοι να παραστήνουν το Φιλοχτήτη στα θέατρα, και να νομίζουν οι δύστυχοι πως τον καταλαβαίνουν. Όταν ήμουν παιδί δεκαπέντε χρονώ στο λύκειο, θυμούμαι που μας έβαλε ο δάσκαλός μας να μάθουμε απ’ όξω και να παραστήσουμε το Φιλοχτήτη. ‘Ο, τι στο Παρίσι κάμνουν τα παιδιά, στην Αθήνα το κάμνουν οι μεγάλοι. Απ’ αυτούς τους μεγάλους δε θα βγει όμως, σας το λέω γω, κανένας Σοφοκλής. Ώσπου να διούμε και μεις τον ποιητή που προσμένω, μια συμβουλή να δώσουμε στους νέους. Τραβάτε, παιδιά, ίσια στον Πειραιά, να μάθετε τη γλώσσα.
Καλύτερα θα τη μάθετε στον Πειραιά παρά στο σκολείο. Από την καθαρεύουσα τίποτις δε βγαίνει· δεν είναι άξια να σας δείξει τι θα πει αληθινή τέχνη. …
Γιάννης Ψυχάρης: "Το ταξίδι μου", Νεφέλη, Αθήνα 1988, σ. 270-274.
Μετάβαση στο σημείο: Το λιμάνι του Πειραιά