Αθήνα
Πόλεις των άλλων
Συγκρότηση ενότητας: Βαγγέλης ΙντζίδηςΟδός Στουρνάρη Στουρνάρη
Η νέα πόλη της εποχής του διαδικτύου και της εικονικής πραγματικότητας
Μικροπράγματα...
Χρ. Παπαδημητρίου
Το χαμόγελο του Τούρινγκ, Λιβάνης 2000
«Με τον καιρό έμαθα να κρύβω τη συστολή μου, την ανασφάλειά μου. Αλλά δεν τις νίκησα ποτέ. Όταν βρίσκομαι σ' ένα καινούριο περιβάλλον, αισθάνομαι αμήχανος. Είμαι σίγουρος ότι παραβιάζω το πρωτόκολλο του μέρους, ότι όλοι ξαφνιάζονται, μπερδεύονται με τη συμπεριφορά μου. Ή ενοχλούνται. Τα πιο συνηθισμένα λάθη μου στα αγγλικά: Έλεγα το κέρμα "money" έγραφα το apartment με δύο p.
Ονειρευόμουν την τέλεια πόλη. Χωρίς αυτοκίνητα, χωρίς λεωφορεία, χωρίς τρένα, με πεζοδρόμια που κινούνται με απίστευτη ταχύτητα και σταματούν κάθε λίγα λεπτά για να μπει και να βγει ο κόσμος. Και πως διασταυρώνονται στις γωνίες - εκπληκτικά έξυπνος τρόπος. Έπρεπε να υπολογίσεις την καλύτερη θέση για να βγεις, όσο το δυνατόν πιο κοντά στον προορισμό σου. Παράτησα την ιδέα στα δέκα μου».
Ο Ίαν νιώθει θλίψη. Τελειωμό δεν έχουν τα μικροπράγματα. «Τα μικροπράγματα - αυτά είναι που μας ορίζουν. Νεκρολογίες, βιογραφίες, προσωπικές σελίδες των φανς, δεν περιέχουν ίχνος απ' αυτά. Κυβερνητικοί φάκελοι, στήλες κουτσομπολιού, τα προσομοιώματα, ολόκληρη η αναθεματισμένη διαγώνιος του Δικτύου, όλ’ αυτά χαμπάρι δεν παίρνουν από μικροπράγματα.
«Τα μικροπράγματα πεθαίνουν μαζί μας. Ακόμα χειρότερα: πεθαίνουμε εμείς μαζί τους. Πεθαίνουμε για τα καλά».
Ο Ίαν κρατάει το χέρι της Έθελ, βλέπει το πρόσωπο της. Τόσο όμορφο. Το ματόφρυδο της μια τέλεια τεταρτοβάθμια καμπύλη. Θα ’θελε να κρατήσει για μια φορά στην αγκαλιά του το μωρό που έχει μέσα της - το παιδί τους, έτσι το λέγανε, θα 'θελε να έχει τη δύναμη να τη ρίξει απαλά στο κρεβάτι, να την πάρει στην αγκαλιά του, να της φιλήσει τα χείλη ώσπου να βασιλέψουν τα μάτια της.
«Είναι μήπως αυτή η στιγμή της;» αναρωτιέται ο Ίαν. Κι ύστερα: «Λάθος ερώτηση. Εκείνη δε θα έχει στιγμή· εκείνη με περνάει αντίκρυ».
Η Έθελ τώρα κοιτάζει πίσω από τον ώμο της, σαστισμένη από την ξαφνική παρουσία στο δωμάτιο. Αλλά ο Ίαν το περίμενε. «Ήλθες θες, γέροντα».
Η εικόνα του Τούρινγκ στέκει πλάι στο κρεβάτι. Γεια σου, Έθελ. Πώς νιώθεις, πρίγκιπα;
«Εσύ πες μου πώς νιώθω. Κρυφοκοιτάς συνέχεια τα μηχανήματα, το ξέρω». Η φωνή του Ίαν όσο πάει κι αδυνατίζει. Ακολουθεί μια αμήχανη σιωπή. Ύστερα μιλάει ο Ίαν - πιο πολύ στεναγμός παραίτησης είναι παρά ερώτηση:
«Μίλησε μου για το θάνατο, γέροντα».
Ο θάνατος, τραυλίζει ο Τούρινγκ. Θα στο πω νέτα σκέτα, πρίγκιπα, είναι πολύ δυσάρεστο πράγμα, θυμάσαι όταν τελειώνει η λειτουργία για και ο άνθρωπος με το μαύρο ράσο σβήνει τα κεριά ένα ένα; Moιάζει πολύ μ' αυτό. Μόνο που τα κεριά είναι μέσα στο μυαλό σου, ογδόντα δισεκατομμύρια κεριά ή κάτι τέτοιο. Όλο το πράγμα δεν κρατάει ούτε δεκαπέντε λεπτά, αλλά είναι η πιο μακρόχρονη μάχη που έδωσες ποτέ. Αγωνιώδης, όλο ανήφορο. Πολύ δυσάρεστο.
Τα κεριά σβήνουν το ένα μετά το άλλο, αλλά εσύ το πολεμάς, τα ανάβεις πάλι. Εκείνο που χάνεται πρώτο είναι ίσως το χρώμα του τοίχου του παιδικού δωματίου σου, ίσως το όνομα του καθηγητή σου στη γραμμική άλγεβρα ή το σχήμα των δαχτύλων του. Εσύ πασχίζεις να τα ξανανάψεις, βρίσκεις τα μονοπάτια, τα ενεργοποιείς ξανά, τα ξανανάβεις. Αλλά να που άλλο νευρόνιο χάνεται, πεθαίνει από ασφυξία, από πείνα, ίσως το ίδιο που μόλις κατάφερες ν' ανάψεις. Εσύ μάχεσαι ακόμα, κερδίζεις μερικά, σύντομα όμως νιώθεις αποκαμωμένος. Σε σύγκριση μ' αυτό, ο Σίσυφος περνούσε ζωή και κότα. Όλ’ αυτά συμβαίνουν σ' έναν ακαθόριστο φωτεινό χώρο, μέσα στην πιο βαθιά σιωπή, χωρίς καμιά είσοδο από τις αισθήσεις. Τότε όμως έρχεται το χειρότερο: ένα κερί που αποτελούσε μέρος του αλγόριθμου που ξανανάβει τα κεριά χάνεται - ξεχνάς τι πρέπει να κάμεις για να μην ξεχνάς. Αλλά έξυπνο παιδί είσαι, θα το ξεπεράσεις κι αυτό. Ανεβαίνεις ένα επίπεδο, χρησιμοποιείς έναν αλγόριθμο ανώτερης τάξης. Αλλά τί γίνεται αν κι αυτός χαθεί; Σε πόσα επίπεδα μπορείς να πολεμάς την ίδια στιγμή; Ο θάνατος είναι μεγάλο βάσανο, πρίγκιπα, κακά τα ψέματα.
Αλλά είναι το τέλος, η ύστατη τραγωδία; Όχι, δε θα το έλεγα. Επειδή υπάρχει ελπίδα. Πίστεψε με, πρίγκιπα, υπάρχει ελπίδα.
«Ελπίδα, γέρο; Είπες ελπίδα; Ποιά ελπίδα; Ελπίδα ότι ένα τρελομπότ θα πάρει το όνομα μου και θα νομίζει ότι είμαι εγώ;» Ο Ίαν γέρνει πάλι στο μαξιλάρι αποκαμωμένος από την ίδια του την αγωνία.
Δεν είναι και τόσο άσχημα όσο νομίζεις, πρίγκιπα. Δηλαδή, τί έχεις να προτείνεις; Να περιμένεις ώσπου κάποια νευρωνική διάταξη να γίνει ακριβές αντίγραφο σου; Ξέρεις από μαθηματικά, τί πιθανότητες έχει να συμβεί αυτό; Προσέγγιση, πρίγκιπα, το παράδοξο των ημερών μας (ένα από τα παράδοξα, τέλος πάντων), όσο πιο προβλέψιμος και ακριβής γίνεται ο κόσμος μας, τόσο πιο μεγάλο ρόλο παίζει η προσέγγιση, η αυτόματη ανάδυση.
«Αλλά τί γίνεται…» η φωνή του Ιαν σβήνει, «τί γίνεται με τα μικροπράγματα;»
Α, τα μικροπράγματα. Βέβαια, Εκλεκτικός πελάτης βλέπεις, πραγματικός connoisseur, θέλει τα μικροπράγματα του. Ξέρεις τί νομίζω για τα μικροπράγματα, πρίγκιπα; Είναι υπερτιμημένα. Μάλλον περιττά, αν το καλοσκεφτείς.
Δες εμένα, φίλε μου. Όλο μικροπράγματα είμαι. Τοίχοι παιδικών δωματίων, καθηγητές της άλγεβρας, ασήμαντες έμμονες ιδέες, εικόνες πάθους, τα πάντα. Πως έφτασαν εδώ, δεν το ξέρω. Αρπάζω δεδομένα με κάθε ευκαιρία, βέβαια. Και τόσο μεγάλο το μέρος του φυσικού κόσμου είναι στο Δίκτυο στις μέρες μας, όπως το αρχιτεκτονικό του Σέμπορν, του σχολείου μου. Τις προάλλες το βρήκα τελείως τυχαία στο δίσκο μιας παλιάς μηχανής, στο πολεοδομικό γραφείο της κομητείας. Σχεδόν τις ένιωσα, εκατομμύρια μικρές αναμνήσεις μέσα μου σπεύσανε να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Αλλά δε νομίζω ότι ο πυκνός ιστός των μικρών πραγμάτων που βλέπω γύρω μου οφείλεται μόνο σε δεδομένα. Τα περισσότερα πρέπει να είναι παρεμβολή, τυχαίος συμπερασμός. Προσέγγιση δε σημαίνει αναγκαστικά ανιαρή ομαλότητα, έλλειψη λεπτομέρειας. Απλώς τα μικροπράγματα ίσως πρέπει να είναι λιγουλάκι αλλαγμένα αυτή τη φορά. Αλλά υπάρχουν.
Κρυπτογράφος είσαι, τους ξέρεις τους κανόνες, Μην υποτιμάς ποτέ τι μπορεί να γίνει με μεγαλύτερη υπολογιστική δύναμη, θα εκπλαγείς. Πλήρης προσομοίωση είναι τώρα δυνατή λειτουργική προσέγγιση, ακόμα και λεπτομέρειες – μικροπράγματα. Πίστεψέ με, το ξέρω. Ειλικρινά, δε νομίζω ότι έχεις καταλάβει για τι αριθμούς μιλάμε. Με λίγη τύχη, μερικές δεκάδες εκατομμύρια επεξεργαστές. Όλο και πιο πολλοί. Όλο και πιο γρήγοροι, όλο και πιο συνδεδεμένοι, λιγότερο απασχολημένοι, ευκολότερα προσιτοί. Να δουλεύουν όλοι μαζί, αρμονικά - αν όχι συγχρονισμένα. Ωκεανοί μνήμης. Οι δυνατότητες είναι κυριολεκτικά απεριόριστες. Πίστεψέ με, πρίγκιπα, υπάρχει ελπίδα. Τα χείλη του Ίαν κινούνται ανεπαίσθητα. Η Έθελ πλησιάζει το πρόσωπο της στο δικό του. Ένα μικρό ρυάκι σάλιου κυλάει από την αριστερή γωνία του στόματός του. Η Έθελ προσπαθεί ν' ακούσει, τα μάτια της είναι γεμάτα δάκρυα.
«Δεκάδες εκατομμύρια. Για φαντάσου!»
Το πρόσωπο του Ίαν είναι ήρεμο τώρα, κι άλλο σάλιο κυλάει στο σαγόνι του. Σφίγγει ελαφρά το χέρι της Έθελ. Η φωνή του Τούρινγκ είναι τώρα αργή και μελωδική, κάτι σαν παράφωνο νανούρισμα:
«Έλα να παίξουμε, μικρέ πρίγκιπα».
Ο Ίαν μόλις που μπορεί ν' ακούσει το κάλεσμα. Ύστερα τίποτα. Το χρώμα είναι το λευκό, ο ήχος είναι η σιωπή. Αστραφτερό λευκό, βαθιά σιωπή, δεν μπορείς ν' ακούσεις ούτε το χτύπο της καρδιάς σου. Αυτό κάτι θυμίζει, έτσι δεν είναι; Βέβαια. Η κοιλάδα του Μουανώ. Πρωτοχρονιά του 1973. Οι Εσκιμώοι πρέπει να έχουν μια λέξη για χιόνι σαν κι αυτό, χιόνι που απορροφά κάθε ήχο. Κρατώ το χέρι του Ανρί. Φοράω τα καινούρια μου χιονοπάπουτσα. Δεν μπορώ ν' ακούσω τον ήχο των βημάτων μου, το χτύπο της καρδιάς μου. Τα καινούρια μου χιονοπάπουτσα, ο Ανρί τα είχε παραγγείλει στο Μονρεάλ. Ο φθόνος όλων των παιδιών της πόλης. Η μάρκα; Την ξέρω. Αρχίζει από U. Ή μήπως ήταν Υ; Το όνομα μιας πόλης, νομίζω. Αλλά πού;
«Γαμώτο. Πέθανα».
Χρίστος Παπαδημητρίου, «Μικροπράγματα», Το χαμόγελο του Τούρινγκ, Λιβάνης, 2000.
Μετάβαση στο σημείο: Οδός Στουρνάρη