ΓΙΑΝΝΗΣ ΞΑΝΘΟΥΛΗΣ
Κωνσταντινούπολη
Των ασεβών μου φόβων
«Αλλά έτσι είναι η Πόλη, έτσι και οι άνθρωποι που μπορούν να ακούν και να βλέπουν πέρα από το συμβατό. Κοίτα αυτά τα παλιά σπίτια που ρημάζουν. Ό,τι απομείνει θα 'ναι το ίχνος τους σε κάποια τυχαία φωτογραφία. Πόσοι γεννήθηκαν, ανατράφηκαν, πόνεσαν, αγαπήθηκαν και μισήθηκαν μες στους τοίχους τους! Θαρρείς πως το ξύλο κι ο ασβέστης εύκολα αποχωρίζονται την υφή των γεγονότων; Όποιος το νομίζει, γελιέται. Και να τα γκρεμίσουν, η ιστορία των σπιτιών θα παραμείνει βαθιά στη γη, σαν βολβός που τρέφεται από τη λύπη. Κάπου οδηγεί όλο αυτό… Εσείς δεν ξέρω αν το νιώθετε, αλλά εδώ τα σπίτια έχουν σάρκα. Οι γάτες, τα ποντίκια και τα σαράκια τρέφονται, λένε, από αυτό που εμείς μόνο υποθέτουμε…».
Και συνέχισε, σε πιο εύθυμο τόνο, σαν να ένιωσε πως με παρασκότιζε:
«Μιας και αναφέρθηκες στα τείχη, είναι βέβαιο πως οι άνθρωποι εκεί συνυπάρχουν με μύγες, ποντίκια, τσιμπούρια και άρρωστες γάτες. Παράσιτα και έντομα που θα προξενούσαν στον Ναμπόκοφ σιελόρροια απ' τη σπανιότητα τους. Και οχιές. Πρόπερσι έγινε ντόρος με κάποιες γυναίκες που πέθαναν από δάγκωμα οχιάς. Τα τείχη δεν αστειεύονται…».
Γιάννης Ξανθούλης, «Το Χαμάμ στους αέρηδες», Κωνσταντινούπολη των ασεβών μου φόβων, Μεταίχμιο, σ. 159-160