Αλεξανδρούπολη
Αλεξανδρούπολη
Συγκρότηση ενότητας: Γεωργία ΠατερίδουΛούνα-παρκ Λούνα-παρκ
Σκαστοί για τα Λούνα-Π...
ΟΤΑΝ ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΣΟΥ ΧΑΡΙΖΕΙ ένα κομμάτι χαράς, ατόφιο ένα κοίτασμα άφατης αγαλλίασης, όταν μοναδικά σε καλοκαρδίζει, και δη σε δύσκολες στιγμές, αυτήν την πόλη και τις στιγμές της δεν τις λησμονάς ποτέ…
Την ιστορία μιας τέτοιας χαράς θα προσπαθήσω να περιγράψω, λοιπόν, πράγμα δύσκολο, με τι λόγια να την πεις τέτοια χαρά; Όπως την έζησα, όπως τη ζήσαμε εμείς που πήραμε το μοιροχάρτι και βρεθήκαμε φαντάροι εκεί πάνω, στα ψηλά… Και τα ύψη, το ξέρεις, δεν είναι πράγμα μήτε εύκολο μήτε και καθημερινό…
Ατόφιας, ανάκερης χαράς ιστορία, με δίχως σκοτίδι ή ασκημάδι κανένα να την αθαλώνει… Γιατί κατέχεις εσύ καμιάν ανθρώπινη ιστορία που να μην έχει ανάκατες, χαρά και λύπη;…
Κι η ιστορία ετούτη, που δεν είναι καν ιστορία, αφού δεν έχει πλοκή, εξέλιξη κ.λ.π., μα όμως έχει κάτι από το ύψος τ’ ουρανού το απροσπέλαστο, γράφεται, πλέκεται πες καλύτερα, από πολλές μικρές και μεγαλύτερες (σε ηλικία και φανταρίστική αξία) «ιστοριούλες» (έχει, το λοιπόν, χαρακτήρες και μάλιστα δυνατούς).
«Ιστοριούλα» λέμε στον στρατό το νέωπα, το νέο στρατιώτη που όταν πατάει το πόδι του στη μονάδα, οι «παλιοί», ως προτάσσει το εθιμικό δίκαιο του φάνταρου (ναι, με τον τόνο στην προπαραλήγουσα, έτσι προφέρεται στα στρατά), πέφτουν λοιπόν αμέσως απάνω του οι «παλιοί» για να του πάρουν τον αέρα, κι αυτός ο έρμος, τι να κάνει; Θ’ αντιδράσει, θα την πει την κουβεντούλα του. «“Ιστοριούλα ο νέος;”» σχολιάζουν οι άλλοι, άλλο που δεν θέλουν, και βάζουν μπρος τα μικροκαψονάκια και πάει λέγοντας. Και να ξέρεις, στον στρατό δεν «παλιώνεις» ποτέ! «Ιστοριούλες» δε πολλές και ποικίλες και μ’ εξαιρετικό ενδιαφέρον συναντάς στα σύνορα, εκεί χτίζονται αυτές και μεγαλουργούν.
Εδώ, λοιπόν, είναι μαζεμένες κάποιες απ’ αυτές τις «ιστοριούλες» με φόντο την πόλη της Αλεξανδρούπολης, φουνταριστοί, λέγε καλύτερα, φαντάροι στην παραλία της, κάτω από το φάρο της , στην Πλατεία Φάρου που λένε, παίρνουν για λίγες ωρίτσες «ύφος ακτινοβόλον» απ’ αυτόν και απ’ αυτά που βιώνουν (και τα βιώνουν, πιεσμένοι όντας, όσο πιο έντονα μπορούν!…) κάτω απ’ το φως του και κάτω από το φως του φεγγαριού…
Για μας που υπηρετούσαμε λίγο πιο πάνω από τας Φέρρας, η πόλις του Αλέξανδρου ήταν απαγορευμένη: στας εξόδους μας δεν έπρεπε να απομακρυνόμαστε από τας Φέρρας. (Τας Φέρρας που νομίζαμε πατρίδα του Φεραίου, μα δεν εξέραμε πως άλλο Φερραί και άλλο Φέρραι. Δηλώσαμε, λοιπόν, την προτίμησή μας και ήρθαμε εδώ. Έτσι κι αλλιώς, όλες οι μεταθέσεις κάπου στα σύνορα βρίσκονταν…) Σκαστοί, το λοιπόν, κι εμείς, σκάγαμε μούρη στην πόλη, για να διασκεδάσουμε αλλιώς, να δούμε λίγη θάλασσα, ν’ ακούσουμε ιώδιο, να χαζέψουμε χρώματα… Κι αν σε πιάναν, το λιγότερο έτρωγες κάμποσες φι (φι, που σημαίνει φυλακή). Ένα χρόνο που ’μεινα εκεί, όμως, ουδείς ετιμωρήθη δια παρόμοιαν ανυπακοήν…
Το αεροδρόμιο όπου έφτασα δεν το καλοθυμάμαι∙ αυτό που θυμάμαι καλά είναι πως έφτασα βραδάκι, Κωνσταντίνου και Ελένης ανήμερα, στα χίλια εννιακόσια ογδόντα εννιά, και μάλιστα μόνος μου. Απ’ όλη τη σειρά μου, σ’ εμένα έλαχε ο κλήρος ν’ ανεβώ πρώτος και καλύτερος στη Μονάδα (η ειδικότης μου, σιτιστής, δεν προέβλεπε περαιτέρω, για να μην πω και καθόλου, εκπαίδευση). Ύστερα από κάνα μήνα, ανεβήκαν κι οι άλλοι απ’ την Αυλώνα.
Κι ακόμη θυμάμαι πως ο δρόμος για να φτάσουμε στας Φέρρας ήταν μακρύς και γκρίζος, κι ας ήταν μήνας Μάιος – έτσι τον έβλεπαν τουλάχιστον τα μάτια τα δικά μου, μάτια μυωπικά και μάτια «στραβόγιαννου», καθώς λένε στον στρατό, τους φαντάρους που ’ναι φρέσκοι στο στράτευμα. Καμιά στιγμή, ο δρόμος τελειώνει – να ’μαστε στην κωμόπολη. Ρωτώ δεξιά-αριστερά ώσπου με περιμαζεύει ο Άτσαλος, αληθινό χωριατόπαιδο που τα κατάφερε να γίνει ένας άσκημος σαπιοδόντης έφεδρος λοχίας και που υπηρετούσε στη Μονάδα όπου πήγαινα κι εγώ. Με πάει στην ίλη του, κάθε ίλη έχει πάντα ανάγκη από κόσμο, όπου και παρέμεινα όλον τον καιρό που έκανα εκεί.
Δεν υπήρξε «κωλοφάνταρο» που να μην κατεβαίνει στην Αλεξανδρούπολη. Να πιειάλλο καφέ, να καθίσει σε μιαν άλλη καφετέρια, σε μιαν άλλη καρέκλα, βρε αδερφέ, δεν είναι λίγο˙ να δει άλλο κόσμο, άλλα «κωλοφάνταρα», έστω, κι όχι όλο τις ίδιες και τις ίδιες παλιόφατσες…
Να περπατήσει ίσαμε το φάρο, να χαλβαδιάσει τα καράβια και το «Σαμοθράκη» που σε περνάει (φτάνει να μη φοράς τα φαιοπράσινα) στων Καβείρων το νησί… Αυτό δεν ξέρω να το τόλμησε κανείς, να πάει στο νησί – δεν προλάβαινες, άλλωστε…
Και, φυσικά, να φάει κάτι άλλο – κι ας ήταν το ίδιο μ’ εκείνο που ’τρωγε στας Φέρρας, εδώ το ‘τρωγε μ’ άλλον αέρα, άλλην όρεξη…
Πλύσιμο-ξύρισμα-σενιάρισμα, κι ύστερα μαζευόμασταν οι ενδιαφερόμενοι (ως άρμοζε στην περίσταση) στο χωματένιο προαύλιο της ίλης, και κάναμε τη δική μας αναγνώριση, πάντα με το ίδιο σύνθημα και παρασύνθημα. Χωριζόμασταν στα δυο κι πιάναμε οι πρώτοι το τραγούδι του Χατζηδάκη (πάντα σε τόσο μπάσο): «Διώχτε τη λύπη…» κι έρχονταν οι δεύτεροι και συνέχιζαν πιο φωναχτά και μες στα μούτρα τους – «σπάσιμο» τους μη εξοδούχους: «… ρε φαντάροι…», ξαναπαίρναμε πάλι εμείς, συνωμοτικά τούτη τη φορά: «… πάμε στο πάρκο…» κι ολοκληρώναν οι άλλοι, ακόμη πιο φωναχτά, ίδια παλιόσκυλα μες στ’ άγρια χαράματα: «… του φεγγάρη ….» Φορές τ’ αλλάζαμε και λέγαμε αντί για «πάμε στο πάρκο», «πάμε στο φάρο». Τότες είναι που φωτιζόταν, προκαταβολικά πάντα, το φαιοπράσινο πρόσωπό μας, κι ερχόταν, λες, ο ίδιος ο φάρος της Αλεξανδρούπολης και μας εκαλησπέριζε κι ολάκεροι φωτιζόμασταν!… Μεταμορφωνόμασταν μονομιάς, και δεν ήμασταν πια κωλοφάνταρα, μα παιδιά καμάρια όλα του Θεού!…
Κι όλοι, φυσικά, γελούσαν και ήξεραν, αφού όλοι εναλλάσσονταν στην ομάδα των σκαστών της Αλεξανδρούπολης…
Πάρκο, φάρος, φεγγάρη, κάρτινγκ, φαντάροι, αυτό το «άρ» που ήταν κοινό σ’ όλες αυτές τις λέξεις μας ενθουσίαζε, λες κι απ’ αυτές άρχιζε το πανηγύρι της εξόδου, άρχοντες όλοι μας, και ψάχναμε στον ποδαρόδρομο προς Φέρρες για λέξεις με «άρ». Κι αν κάναμε γέλια με τις απίθανες λέξεις που εκστομίζονταν από τους απελεύθερους για λίγες ωρίτσες κορύβαντες!…
Φυσικά, το μεγάλο πανηγύρι, κάτι σαν παιδική χαρά των μεγάλων, ήταν το λούνα-παρκ! Τι μεγάλοι, δηλαδή, που οι περισσότεροι ήταν παιδιά, λίγοι ήμασταν οι μεγάλοι. Αλλά εμείς γινόμασταν χειρότεροι απ’ τα παιδιά αυτά, άμα βρισκόμασταν εκεί: τρώγαμε όλα μας τα χρήματα τρέχοντας με τα μικρά αυτοκινητάκια! Τότε μόνον ξεχνιόμασταν πραγματικά…
Εκεί, στου φεγγαριού το πάρκο!… Μας έπιανε, πραγματικά, το καλοκαιρινό φεγγάρι, τρελλαινόμασταν, ήμασταν και πάλι έξω, στην αληθινή ζωή, θαρρείς την πιάναμε απ’ το χέρι, θέλαμε να ζήσουμε και πάλι έξω, στην ελευθερία, στα τόσα χρώματά της, στη μεγάλη ρόδα που γυρνούσε μες στο σκούρο μπλε της νύχτας, όμοια γυρνούσε κι η καρδιά μας κι έπιανε κι ελόγου της να χαροτρομάζει από τα ύψη τα ανέλπιστα οπού επέτα, και μας ήτανε παράδεισος ο τόπος εκείνος, μυρωμένος μπαξές βραδινός οι στιγμές, με το θαλασσάκι να μπαινοβγαίνει μες στη μύτη μας και τη βενζίνα απ’ τ’ αυτοκινητάκια, δεν χορταίναμε να είμαστε εκεί, δεν ξεκολλούσαμε, ήτανε σα να ’μασταν εμείς, εμείς οι τρεις-τέσσερις κάθε φορά σκαστοί νοματαίοι, να είμαστε η θάλασσα εμείς και το φεγγάρι κι η αύρα η βραδινή, ο Λευτεράκης ο ψυχολόγος κι ο Γιάννης ο δάσκαλος, Θανάσης, Γιάννης και «Τοκ-Τοκ» Πειραιωτάκια, από του Ζωγράφου ο «Όμορφος», ο «Μάκης» απ’ το Αίγιο και ο «Σκληρούλης» από τη λίμνη της Καστοριάς, όλοι ένα φεγγάρι στο πάρκο μιας σαββατιάτικης ή κυριακάτικης χαράς…
Λες κι η θάλασσα, όλων η αρχαιοτέρα, μόλις τώρα δα απλωμένη στα βραδινά φτερωμένα πόδια μας∙ο φάρος, σα να μην είχε χτιστεί πριν εκατόν εννέα χρόνια, μα πριν από μιαν ωρίτσα ν’ ακούστηκε η τελευταία μαστοριά∙ το «πάρκο του φεγγάρη», κι εκείνο, δες, αυτοί που φεύγουν ιδρωμένοι δεν είναι οι που το στήσανε; ∙κι η ίδια αυτή η νύχτα δροσερά που μας αγκάλιαζε, όλα σα να είχανε μόλις φτιαχτεί, εμάς περίμεναν να τα γκινιάσουμε, κάθε φορά ολοκαίνουργια και κάθε φορά εμείς να τα πρωτοδοκιμάζουμε, σα να ’μαστε εμείς (τιμή μας και καμάρι μας!) οι πρώτοι-πρώτοι άνθρωποι, και χαίρονταν κι αυτά με τη δική μας την αμέριστη και απαρόμοιαστη εκείνη χαρά!
Κι έτσι, αλήθεια, ήταν – ότι εμείς απ’ όλους, πιο πολύ απ’ όλους τα ’χαμε ανάγκη όλα αυτά ’κείνες τις δύσκολες ώρες… Όμοια δεν συμβαίνει άμα είσαι παιδί; ερωτευμένος; καλόγερος;… Είσαι μες στα πράγματα ετούτου του κόσμου μα πάντοτε και μιαν ακρούλα πέρα! Αλλιώς είν’ όλα! Όλα ετούτα που σου εδόθηκαν – να τα ζήσεις και να τα ξεπεράσεις άμα, ώστε φεύγοντας τον κόσμο να μη λυπάσαι, μα ανάλαφρη η ψυχούλα να πετάξει για ν’ ανταμώσει τον Δημιουργό της στον αιώνιο Παράδεισο…
Ίσαμε τότε, όμως, ήμασταν εδώ, σε τούτονα ’δω τον πρόσκαιρο παράδεισο, απ’ όπου εφεύγαμε μονάχα σαν μας τελειώναν τα λεφτά, τα ‘χαμε δε όλοι μαζί, ένα κι αυτά ’κείνες τις λιγοστές τις ώρες οπού περνούσαν μονορούφι θαρρείς στο διψασμένο μας λαρύγγι, μοναδικό μας δρόσος και ανάσα εκείνο το αλησμόνητο καλοκαιράκι του ’89, σαν εσωνόντουσαν το λοιπόν απ’ όλους τα μπικικίνια και οι πολύτιμες δραχμούλες (και σωνόντουσαν στο πι και φι οι αφιλότιμες!…), ε τότε πια επαίρναμε τον δρόμο της επιστροφής, με λεωφορείο ίσαμε τας Φέρρας και από ’κει ποδαράτο ως το στρατόπεδο από το γνωστό μας δρομαλάκι που το ξέραμε και μας ήξερε κι εκείνο με κλειστά μάτια, όπως υποτίθεται πως ξέραμε και μας ήξερε το όπλο μας…
Σκαστοί, που λες, στην Αλεξανδρούπολη, κι αυτό ήταν κάτι που έκανε ακόμη πιο μεγάλη εκείνη τη χαρά μας. Κάτι σαν τη χαρά του σκασιαρχείου… Και να παίρνουμε τάχα και κάποιες προφυλάξεις π.χ. δεν κυκλοφορούμε κοντά στη Μεραρχία, δεν κάνουμε όλην ώρα περατζάδα, παίρνουμε ύφος ανέμελο σα να μην τρέχει τίποτα, φροντίζουμε γενικώς να μην «καρφωνόμαστε»…
Μια φορά μονάχα ξεστρατίσαμε κι ανηφορίσαμε κατά το μουσουλμανικό μαχαλά…
Κι οι αξιωματικοί, δεν τα ’ξέραν όλ’ αυτά; Πώς;! Μα κάναν τα στραβά μάτια. Δεν είναι και λίγο να φυλάς το βράδυ και να σκέπτεσαι πως μόλις στα έξι χιλιόμετρα από ’δω είναι τα σύνορα και ποτέ δεν ξέρεις τι συμβαίνει κ.λ.π…. Και να ’σαι μόλις ενήλικος…
Στον γυρισμό, δεν ανάβαμε ποτέ τα φακουδάκια μας, δεν μας χρειάζονταν, απ’ τη χαρά μας φωτιζότανε μπροστά μας ο δρόμος κι ούτε που το νιώθαμε για πότε φτάναμε στην πύλη!
Μακάρι κάθε φαντάρο να βρίσκει το δικό του φως, το δικό του “πάρκο (ή φάρο) του φεγγάρη!..”
Από το ημερολόγιο ενός...
«ΠΑΡΑΚΑΛΩ;» Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ σήκωσε το τηλέφωνό του χωρίς να δει την αναγνώριση κλήσης. «Ναι, κύριε Στογιάκη, σας καλώ από το Μεταφραστικό Κέντρο. Η μετάφραση είναι έτοιμη και πήρα να συνεννοηθούμε για τις λεπτομέρειες. Σας έχω στείλει το κείμενο στο mail σας και σε λίγες μέρες θα το λάβετε και ταχυδρομικά. Στο mail θα βρείτε και τις λεπτομέρειες για την πληρωμή, παρακαλώ».
«Ευχαριστώ, ευχαριστώ» είπε ο Παναγιώτης και έκλεισε βιαστικά το τηλέφωνο. Άνοιξε το mail και, αφού διάβασε δυο-τρεις φορές το μήνυμα, άρχισε να σκαρώνει το κείμενό του. Του πήρε πάνω από τρεις ώρες για να το συντάξει όπως ήθελε. Και ήταν σίγουρος ότι θα μπει πρώτο θέμα στο αυριανό φύλλο της εφημερίδας.
« […] Σήμερα πρέπει να είναι 20 Ιουνίου. Δεν μπορώ να θυμηθώ πόσες μέρες ταξιδεύαμε. Πάντως, φτάσαμε όλοι. Εγώ, η γυναίκα μου, ο γιος μας και η αδερφή μου. Παραλίγο θα τον χάναμε τον μικρό. Κάπου στην Τουρκία πρέπει να ήμασταν. Είχε φάει κάτι που είχε βρει πεταμένο κι είχε δηλητηριαστεί. Πάλι καλά δεν πέθανε.
Στη βάρκα που μας πέρασε το ποτάμι για Ελλάδα πρέπει να ήμασταν δέκα ή δώδεκα άτομα. Νύχτα είχαμε φτάσει και δεν θυμάμαι πολλά. Θυμάμαι μόνο που μας έβγαλαν σε ένα μεγάλο δρόμο και μας παράτησαν εκεί. Μας είπαν: "Για Αλεξανδρούπολη, πάει από κει" και μας άφησαν. Περπατήσαμε ολόκληρη τη νύχτα και την επόμενη μέρα.
Πάντως, εμείς για Αλεξανδρούπολη είχαμε ξεκινήσει. Εγώ την ήξερα την Αλεξανδρούπολη. Ένας ξάδερφός μου που είχε φύγει δυο χρόνια πριν από μας, με είχε συμβουλέψει να φτάσω εκεί. Μου είχε στείλει γράμμα και μου εξηγούσε ότι πρέπει να φτάσουμε στην Αλεξανδρούπολη, μετά να πάρουμε το λεωφορείο για την Αθήνα, μετά για την Πάτρα κι ύστερα το καράβι για Ιταλία. Άμα βγαίναμε στην Ευρώπη, μετά θα ήταν όλα εύκολα.
Αυτός ο ξάδερφός μου μας είχε γνωρίσει και με τους "ανθρώπους" που μας έφεραν. Τους ήξερε από παλιά και τους είχε εμπιστοσύνη. Στο γράμμα του, μου είχε γράψει ότι από κει που θα μας αφήσουν η Αλεξανδρούπολη είναι περίπου μια μέρα δρόμος. Θα καταλαβαίναμε την πόλη μόλις βλέπαμε αεροδρόμιο. Από το αεροδρόμιο, σε δυο-τρεις ώρες με τα πόδια, θα ήμασταν στο σταθμό των τρένων. Εκεί θα μπορούσαμε να μείνουμε για λίγο και σίγουρα εκεί θα βρίσκαμε κι άλλους δικούς μας. Όλοι εκεί έμεναν. Όλοι μαζί. Κανένας δεν τους πείραζε έλεγε ο ξάδερφός μου. Και λίγο πιο κάτω από κει, προς το λιμάνι, είχε ένα πάρκινγκ. Όπως όλοι οι μετανάστες, έτσι κι εμείς, θα πηγαίναμε σ' εκείνο το πάρκινγκ και θα καθαρίζαμε τα τζάμια των αυτοκινήτων. "Οι άνθρωποι είναι καλοί και δεν σε μαλώνουν", έγραφε ο ξάδερφός μου. "Σε τρεις-τέσσερις μέρες", έλεγε, "θα έχετε μαζέψει τα λεφτά για το εισιτήριο και θα φύγετε στην Αθήνα με το λεωφορείο". Στο γράμμα είχε βάλει και ένα χαρτάκι για να δώσω στο λεωφορείο. Εγώ δεν ξέρω αγγλικά ούτε ελληνικά. Εκείνος ήξερε λίγα και μου είχε γράψει στο χαρτάκι οδηγίες.
Στο σταθμό της Αλεξανδρούπολης, μείναμε εφτά μέρες. Τόσο μας χρειάστηκε για να μαζέψουμε τα λεφτά. Όλοι πλέναμε τζάμια σ' εκείνο το πάρκινγκ στο λιμάνι. Και όλοι μάς έδιναν κι από κάτι. Μερικοί μας έδιναν και φαγητό. Μερικοί μας έβριζαν, αλλά ήταν λίγοι.
Την όγδοη μέρα, βγήκα στο δρόμο για να βρω το λεωφορείο και να κόψω εισιτήρια. Περπάτησα μόνος μου στο κέντρο της πόλης. Θυμάμαι ότι η Αλεξανδρούπολη έχει ένα μεγάλο κεντρικό δρόμο με φανάρια και πολλή κίνηση. Και πολλά μαγαζιά. Τέτοια εμείς δεν είχαμε στην πατρίδα. Πρώτη φορά εδώ τα έβλεπα. Τα βρήκα εύκολα τα λεωφορεία. Έδειξα το χαρτάκι φοβισμένος σε μια κοπέλα και μου έκοψε τα εισιτήρια χωρίς να με ρωτήσει τίποτα. Την επόμενη μέρα, θα φεύγαμε για την Αθήνα.
Γύρισα στο σταθμό. Απόγευμα ήταν και είχε ησυχία. Στο δρόμο, μπροστά από το σταθμό, δεν είχε πολλά αυτοκίνητα. Μόνο μερικά ταξί. Έδειξα τα εισιτήρια στη γυναίκα μου και χαμογέλασε. Αύριο θα φεύγαμε επιτέλους. Το όνειρο ήταν κοντά. Δεν είπαμε τίποτα σε κανέναν. Καθίσαμε στη γωνία μας και περιμέναμε να νυχτώσει και να ξημερώσει. Το δικό μας μέρος ήταν από την πίσω μεριά του σταθμού. Εκεί, δίπλα στην τουαλέτα. Δεν έβλεπε το δρόμο, αλλά τη θάλασσα, το λιμάνι. Δεν είχε μεγάλα καράβια. Αλλά, πολλές βάρκες. Τη μέρα φαινόταν και ένα νησί. Δεν πρέπει να ήταν πολύ μακριά.
Εκείνο το απόγευμα ο μικρός ήταν πολύ ανήσυχος. Μάλλον, πεινούσε. Είπαμε με τη γυναίκα να τον πάμε μια βόλτα μπας και ησυχάσει, γιατί ήδη οι άλλοι μας κοίταζαν άγρια. Φοβόντουσαν ότι με τη φασαρία μπορεί να ερχόταν η Αστυνομία.
Τον πήρα αγκαλιά μου και φύγαμε. Περπατήσαμε στο δρόμο που περνάει μπροστά από το σταθμό και χαζεύαμε τα αυτοκίνητα και τις πολυκατοικίες. Φτάσαμε σε ένα πάρκο με μεγάλα δέντρα και λίγα παιχνίδια. Τον έβαλα να παίξει και ξεχάστηκε λίγο. Μια γυναίκα που μας είδε ήρθε και μας έφερε φαγητό. Δεν είπε τίποτα. Ούτε μας μίλησε ούτε μας κοίταξε. Εγώ προσπάθησα να της πω ευχαριστώ, αλλά μάλλον δεν κατάλαβε. Είχε αφήσει μια σακούλα με φαγητό και δυο μπουκάλια νερό. Η γυναίκα μου τα πήρε, τάισε το μικρό και γυρίσαμε πίσω. Είχε νυχτώσει για τα καλά πια. Πάλι, όμως, ο δρόμος ήταν ήσυχος. Δεν είχε πολλά αυτοκίνητα κι εμείς περπατούσαμε στην άκρη. Εκείνη την ώρα, θυμάμαι, έμπαινε στο λιμάνι ένα μεγάλο καράβι. Το πρώτο μεγάλο καράβι που βλέπαμε αυτές τις μέρες εδώ.
Πλησιάζοντας στο σταθμό είδαμε αναστάτωση. Κάτι αυτοκίνητα με μπλε φώτα ήταν σταματημένα απ' έξω κι ακούγονταν φωνές. "Αστυνομία", είπα στη γυναίκα μου και τρέξαμε προς τα πίσω. Αλλά, δεν προλάβαμε να κρυφτούμε. Άλλο ένα αυτοκίνητο με μπλε φως ήρθε από την αντίθετη πλευρά και πέσαμε πάνω του. Δύο άντρες, με μπλε στολή, μας έπιασαν. Μας έβαλαν στο αυτοκίνητο και μας πήγαν στην Αστυνομία. Εκεί, είδα και τους άλλους από το σταθμό. Και ύστερα, μας έφεραν όλους μαζί εδώ. Ποιος ξέρει πότε θα φύγουμε; […]»
Ο Παναγιώτης τελείωσε το κείμενό του, το ξαναδιάβασε πολλές φορές και το έστειλε στην αρχισυντάκτρια. Έτριψε τα χέρια του από ικανοποίηση και περηφάνια, σκεπτόμενος ότι κανείς άλλος δημοσιογράφος δεν είχε δημοσιεύσει ως τώρα ανάλογο κείμενο. Θα έβαζε, μάλιστα, και σκαναρισμένο το χειρόγραφο για απόδειξη. Όμως, η χαρά του δεν κράτησε πολύ.
«Αυτό το κείμενο δεν παίζει», του απάντησε η κα Ματίνα, αφού το διάβασε λοξοκοιτώντας τον. Τα γραφεία τους ήταν λίγο μακριά, αλλά είχαν οπτική επαφή.
«Μα, γιατί;» διαμαρτυρήθηκε ο Παναγιώτης.
«Γιατί θα μας βάλει σε μπελάδες!» απάντησε κοφτά εκείνη.
«Σε τι μπελάδες μωρέ;» εκνευρίστηκε ο Παναγιώτης.
«Σε μπλεξίματα με την Αστυνομία και άλλα που ούτε τα φαντάζεσαι. Εγώ το κεφάλι μου στον τορβά δεν το βάζω!» επέμεινε εκείνη.
«Μα δεν σου ζήτησα να βάλεις το κεφάλι σου στον τορβά. Το κείμενό μου θέλω να δημοσιεύσεις. Άλλωστε, είναι ενυπόγραφο. Ό,τι γίνει με μένα, θα γίνει… Άσε που ο κίνδυνος είναι στο μυαλό σου!» επέμεινε πάλι ο Παναγιώτης, προσπαθώντας να μείνει ψύχραιμος.
«Α! Δεν θα τα πάμε καλά, Παναγιωτάκη», ειρωνεύτηκε η κα Ματίνα.
«Σίγουρα, δεν θα τα πάμε καλά!» ανταπάντησε ο Παναγιώτης, «Θα το βάλεις ναι ή όχι;»
«Φυσικά και ΟΧΙ», απάντησε με στόμφο η κα Ματίνα, «Ακούς εκεί! Σου πέταξε ένα κωλόχαρτο εκεί πέρα ένας από αυτούς τους βρομιάρηδες και μας το πουλάς για δημοσιογραφική επιτυχία!» τσίριξε. «Μωρέ, καλά τους κάνουν και τους μπουζουριάζουν», μονολόγησε παραμένοντας εκνευρισμένη.
«Πώς; Τι είπες;» τραύλισε ο Παναγιώτης
«Άκουσες πολύ καλά τι είπα. Παράτα τα "Ημερολόγια των μεταναστών" και τις αηδίες και κάτσε τώρα να γράψεις κανένα κείμενο της προκοπής να κλείσω την -5- για τί μεσημέριασε και δεν προλαβαίνω. Άιντε!»
Ο Παναγιώτης, χωρίς να πει τίποτα, στράφηκε στον υπολογιστή του. Τα δάχτυλά του χόρεψαν νευρικά πάνω στο πληκτρολόγιο καθώς έγραφε:
«Γεννήθηκες στην Αλεξανδρούπολη. Σε μια πόλη που φτιάχτηκε κυρίως από πρόσφυγες των παραλίων της Μικράς Ασίας. Σου θυμίζω ότι η ανέγερσή της έχει γαλλορωσικό χρώμα και ότι σήμερα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της αποτελείται από απόγονους προσφύγων της Μικρασίας, ομογενείς παλιννοστούντες από χώρες του πρώην Σοβιετικού μπλοκ και μουσουλμάνους, και είναι πρωτεύουσα ενός Νομού που μεγάλο μέρος του πληθυσμού του προήλθε από μετακινήσεις προσφύγων.
Δεν είναι ώρα για ιστορικές αναλύσεις, όμως. Άλλωστε, δεν χωράνε κάτω από τις παρωπίδες σου. Το θέμα είναι πως εγώ δεν χωράω στο ίδιο γραφείο με σένα. Κι αυτό, γιατί ζέχνεις και η μπόχα σου με αρρωσταίνει. Κάτσε, λοιπόν, εσύ και γράψε ένα ωραίο κείμενο για την -5- σου. Εγώ ΠΑΡΑΙΤΟΥΜΑΙ!»
Χωρίς να το ξαναδιαβάσει, το επισύναψε σε ένα mail και το έστειλε στη Ματίνα. Σηκώθηκε νευρικά από την καρέκλα του και πήγε στο γραφείο της.
«Διάβασε το mail» της είπε και της έστρεψε την πλάτη χωρίς να περιμένει απάντηση. «Αύριο θα περάσω να συνεννοηθώ για τις λεπτομέρειες με το αφεντικό», φώναξε από την πόρτα και έφυγε χωρίς να χαιρετίσει.
Μετάβαση στο σημείο: Λούνα-παρκ