Αλεξανδρούπολη
Αλεξανδρούπολη
Συγκρότηση ενότητας: Γεωργία ΠατερίδουΦάρος Φάρος
Ο βιγλάτορας...
Το άγρυπνο μάτι του βεργολύγερου ΦΑΡΟΥ, του Θρακικού πελάγους. Αφιέρωμα: Στη μνήμη της Σοφίας Κλήμη-Παναγιωτοπούλου, βραβευμένης συγγραφέα, που μέσα από το “ΔΕΝΤΡΟ ΤΟΥ ΕΡΗΜΙΤΗ”, ξετυλίγει την ιστορία της πόλης, που τόσο λάτρεψε.
«… Πάνω στο δρόμο ανατολής και δύσης, σταυροδρόμι των λαών, η νέα Ελληνική πολιτεία, αύξανε και ζούσε ειρηνικά, κουρνιασμένη δίπλα στο ακροθαλάσσι, κάτω από τη σκέπη του Αϊ-Νικόλα, του πολιούχου της και το άγρυπνο φωτερό μάτι του βεργολύγερου Φάρου, που στεκόταν Β ι γ λ ά τ ο ρ ά ς της, υψώνοντας το κορμί του δίπλα στη μεγάλη αιώνια δρυ, το Δέντρο του Ερημίτη».
Σοφία Κλήμη-Παναγιωτοπούλου (1926-2001)
ΝΑ ΚΟΙΜΑΣΑΙ ΗΣΥΧΗ, αγαπητή Σοφία, νοιαζόσουν για τον καημένο τον φαροφύλακα, κοντόσωμο χοντρούλη, χωμένο στην ειδική φορεσιά, με το καπετανίστικο καπέλο αλά τραγιάσκα, που ανεβοκατέβαινε την κυκλική εσωτερική σκάλα για να βάλει σε λειτουργία το Φάρο. Τώρα, έγιναν όλα αυτόματα, ηλεκτρονικά, και οι φαροφύλακες έμειναν να μνημονεύονται στα μυθιστορήματα. Ο Φάρος, ο Βιγλάτοράς σου, ζει και βασιλεύει και τα πελάγη διαφεντεύει. Στολίδι και καμάρι της πόλης μας, φωτερός λύχνος του πελάγους. Σκέπη-προστάτης μαζί με την ευλογία του Αϊ-Νικόλα, του πολιούχου της, που ο γλυκός ήχος του καμπαναριού, από το ψηλότερο σημείο, φτάνει ως τα τελευταία σπίτια της φτωχογειτονιάς. Η διαμορφωμένη όμορφη πλατεία, με τα αγέρωχα πλατάνια του αείμνηστου Δημάρχου, Νίκου Κουκουράβα, που μας άφησε πρόσφτα, αποτελούν το ωραιότερο κομμάτι της παραλίας μας. Πού να είσαι τώρα, να πάρεις το καφεδάκι σου κάτω από την πυκνή φυλλωσιά των δέντρων, να απολαύσεις την απεραντοσύνη του Θρακικού πελάγους, την Αυγουστιάτικη πανσέληνο, όταν ανηφορίζει “ολόσωμο“ το χρυσαφένιο φεγγάρι από τη Χερσόνησο της Καλλίπολης, να αφήσεις τη φαντασία σου να περπατήσει από τα απέναντι παράλια, από την Αρχαία Τροία, Αϊβαλί, Ιωνία, Σμύρνη, Έφεσο και πέρα, στις χαμένες, αλησμόνητες πατρίδες, για τις οποίες αφιέρωσες μνήμες, καημούς, πίκρες στα γραψίματά σου. Και δεξιότερα από τα πλατάνια του Φάρου, να απολαύσεις το ηλιοβασίλεμα, με φόντο την αριστερά μεριά της Σαμοθράκης, τα δυο ορφανεμένα νησιά μας, την Ίμβρο και την Τένεδο, που απλώνουν το χέρι, αλλά, ας όψεται η Συνθήκη της Λοζάνης, που μας τα χώρισε από την άλλη μεριά. Δεξιότερα του Σάος, της ψηλότερης κορυφής της Σαμοθράκης, το Νησί των Καβείρων, προβάλλουν οι ακτές της πανέμορφης οροσειράς του Ισμάρου, της Ροδόπης, διακρίνεται η μυτερή κορυφή της Κίρκης, όπου η θεά μάγισσα φιλοξένησε τον Οδυσσέα και μεταμόρφωσε τους συντρόφους του σε χοίρους. Πιο πέρα, στέκει το καταπράσινο νησί της Θάσου και, όταν είναι καθάριος ο ουρανός, φαντάζει μεγαλόπρεπα το Αγιόρος, στο πρώτο πόδι από τα τρία της πανέμορφης χερσονήσου της Χαλκιδικής. Περιβόλι, ένας παράδεισος είναι τούτη η χώρα, τα έλεγες, τα έγραφες καημένη Σοφία, αλλά τώρα, που μας έπνιξαν τα τσιμέντα, άρχισαν να καταλαβαίνουν την αξία. Ξέρω, Σοφία, πόσο στενοχωρήθηκες για το Δέντρο του Ερημίτη που ξεριζώθηκε. Ελάχιστες βελανιδιές απέμειναν, αραιά και που, πάνω στις στρατώνες, να κλαίνε τη μοίρα τους. Γερά, σκληρά δέντρα να επιμένουν, στο πείσμα των καιρών, τη μανία των υλοτόμων, να αντιστέκονται σθεναρά. Το έφαγε η μπουλντόζα όπως το “Πασαλίκι” και άλλα απομεινάρια άλλης εποχής, που θύμιζαν την ιστορία της πόλης. Η νέα γενιά ανθρώπων πήρε σβάρνα και κατεδαφίζει. Πολλά άλλαξαν, Σοφία, γίναμε αχταρμάς από πανσπερμία προσφυγιάς και μετανάστες. Καλά που πρόλαβες και τα έγραψες. Δεν νοιάζονται πια οι άνθρωποι. Λίγοι προσπαθούμε να ζωντανέψουμε μερικά πράγματα, και όσοι προσπαθούμε για τα προηγούμενα, ανατρέχουμε στα βιβλία σου, που κοσμούν τη Δημοτική βιβλιοθήκη μας. Πασχίζω να πείσω τους αρμοδίους να απεικονίσουν τη “Δρυ, το Δέντρο του Ερημίτη” σε μακέτα, να τοποθετηθεί κάπου, ανάμεσα στο Φάρο και το νέο ανακαινισμένο μέγαρο της Νομαρχίας, για να θυμίζει στους νεότερους από πού και πώς ξεκίνησε τούτη η πόλη μας.
Το 1939 βρεθήκαμε, Σοφία, στην ίδια ομάδα, στο φροντιστήριο Αφών-Ανδρέου, προσφυγικό σπίτι κάπου στα τσιμεντένια, στην προετοιμασία για τις εισαγωγικές εξετάσεις για το Γυμνάσιο. Τότε, δεν ήταν εύκολο να μπεις στο Γυμνάσιο. Το καθεστώς δεν ήθελε γραμματιζούμενους, χειρώνακτες ήθελε για σκάψιμο και φτυάρισμα. Με την κήρυξη του πολέμου το 1940, σκορπίσαμε, και όπου φύγει-φύγει ο καθένας, ο σώζων εαυτόν σωθήτω! Έπειτα, ανταμώσαμε σα λαβωμένα πουλιά στις δυο τελευταίες τάξεις, όσοι βέβαια επιζήσαμε από τη λαίλαπα της τριπλής κατοχής και αξιωθήκαμε να πάρουμε απολυτήριο το 1946, με υπογραφή από τον αγαπημένο μας Γυμνασιάρχη Αδαμάντιο Ταμβακίδη. Αλλά το απολυτήριο Γυμνασίου ήταν ευλογημένο και έπιανε τόπο τότε. Οι εκθέσεις της Σοφίας διαβάζονταν σαν πρότυπο στην τάξη. Από τότε, φαινόταν το καλλιτεχνικό της ταλέντο. Στα 75 της, που πρόωρα κόπηκε το νήμα τής ζωής της, ήταν πάνω στο φόρτε της, είχε πολλά ακόμη να δώσει, ιδιαίτερα για τον τόπο, την πόλη μας, που τόσο αγάπησε και την πήρε μαζί της.
Ο Βιγλάτοράς σου, ο Φάρος, Σοφία, στέκει ορθός, πανύψηλος, ρίχνει το φέγγος του μέχρι τις παρυφές του Σάος της Σαμοθράκης. Και οι καραβοκύρηδες που ξεπροβάλλουν από το νησί παίρνουν “αζιμούθιο” και ξέγνοιαστοι, πλέον, οδεύουν ολοταχώς να δέσουν στο μεγάλο τώρα τεχνητό λιμάνι, για το οποίο καμαρώνει η πόλη μας, αλλά δεν έχει δουλειά. Γιατί οι πρώτοι κάτοικοι πρόσφυγες, κυρίως ψαράδες, είχαν μεγάλο πρόβλημα ελλιμενισμού, καθώς ο από δω κόλπος, ως τις εκβολές του Έβρου, είναι αβαθής, ανοιχτός και τρομερά ευάλωτος στους αέρηδες. Ακόμη και στην ορεινή οροσειρά του Ισμάρου, από Μαρώνεια και δώθε, ως το μικρό ορμίσκο της Μάκρης, που είναι κάτω από τη Σπηλιά του Κύκλωπα, πουθενά δεν μπορούσαν να βρουν καταφύγιο τα πλεούμενα, όταν φούσκωνε ο τρελονοτιάς, και αλί σε όποιον βρισκόταν στην ορμή του. Ως και το στηθαίο, στο μικρό τεχνητό λιμανάκι, καβατζάρισε το κύμα και, όσα σκάφη δεν ήταν γερά δεμένα, τα έκανε στραπάτσο. Γι’ αυτό, ο καπετάν-Γερομηνάς δεινοπαθούσε να πείσει τον γιο του Μιχάλη να πάνε να δέσουν, να σιγουρέψουν την ασφάλεια του καϊκιού, την “Αγία Μαρίνα”. «Καλέ, μπαμπά, μια χαρά είναι ο καιρός, γιατί τόση βιασύνη; «Βλέπεις τα συννεφάκια δεξιά μεριά της κορυφής του Σάος;» τον ορμηνεύει. «Όταν βλέπεις τέτοια σημάδια, ανάμεσα σε Σαμοθράκη – Μαρώνεια – Ίσμαρο – Οροσειρά Ροδόπης, σίγουρα θα βγάλει μπουρίνι, και αλίμονο σε όσους βρεθούν σε αυτό το “μπουγάζι” και δεν προλάβουν να πιάσουν καταφύγιο. Αλάνθαστοι μετεωρολόγοι, οι παλιοί καπετάνιοι. Θυμάσαι πρόπερσι που διέλυσε το Ρουμανικό πλοίο και γέμισαν οι παραλίες από σανίδες, καδρόνια; Μάζεψε ο κόσμος ξύλα, λίγο βρεγμένα και ποτισμένα με θάλασσα, αλλά για δευτερεύουσες εργασίες, στέγαστρα, αποθήκες κ.λ.π., ταίριαξαν μια χαρά. Βλέπεις, ξένος ο καπετάνιος, άμαθος στα μέρη μας, δεν συμβουλεύτηκε τα σημάδια, τον ξεγέλασε η απόσταση από τη στεριά, και να που την πάτησε. Αυτά να τα κρατάτε καλά στο μυαλό σας, αν θέλετε να κουμαντάρετε σωστά σκάφος. Τα μάτια σου στο καΐκι, να το κρατήσουμε γερό το σκαρί, είναι η περιουσία, το βιος μας, η ζήση μας», ορμήνεψε τον γιο του ο καπετάν-Μηνάς. Γι’ αυτό, να μην πεισμώνεις όταν σου μιλάω, είναι για το καλό σου, να μαθαίνεις. Έδεσε το σκάφος ο Γερομηνάς και γύρισε ήσυχος στο σπίτι.
«Την άλλη βδομάδα, κυρα-Φρόσω, Θεού θέλοντος και Καιρού επιτρέποντος, πάμε για Τσανάκαλε, να παραδώσουμε στάρια και να φορτώσουμε κιούπια, πιθάρια, για Πύργο, Βάρνα, Κωστάντζα, Μαύρη θάλασσα, που έχουν μεγάλη ζήτηση». Να σου, πετάγεται και η μικρή Μαρίνα: «Στο Αϊβαλί, πότε θα πας, μπαμπάκα μου;» «Έλα εδώ, εσύ σουσουραδίτσα μου, κάθισε στα γόνατά μου να σε χαρώ, λείπω πολύ καιρό και σε πεθυμάω. Μόλις γυρίσουμε, με το καλό, θα φορτώσουμε από την Αίνο πήλινα αγγεία, που είναι ξακουστά και αναγκαία για τα νοικοκυριά και ντουγρού για το Αϊβαλί. Τη μεγάλη παραθαλάσσια, ξακουστή, εμπορική πόλη, φημισμένη για τα ωραία Ανατολίτικα υφάσματα. Θα σου φέρω τα καλύτερα, φτάνει να μου δώσεις τα δείγματα που θέλεις. Θέλω να είσαι η πιο όμορφη μεθαύριο, στην 25η Μαρτίου, που θα παίξεις στο θέατρο. Και σε υπόσχομαι, μόλις τελειώσεις το δημοτικό, θα σε πάω στο Αϊβαλί, να μείνεις μερικές μέρες στο σπίτι του Σαδίκ, του μεγαλέμπορου αποικιακών, φίλου και συνεργάτη από τα παλιά, που έχει και αυτός μια όμορφη κορούλα στην ηλικία σου, την Αριφέ, και είμαι σίγουρος πως θα περάσετε όμορφα». «Και πώς θα συνεννοούμαστε, καλέ μπαμπά;» «Μην ανησυχείς, ο μπαμπάς της μιλάει πολύ καλά τη γλώσσα μας, γιατί δουλεύει με το ελληνικό εμπόριο. Θα βοηθήσει και η μαμά της, η κυρία Ναζλή, που τα καταφέρνει μια χαρά».
Το σπίτι σου, αγαπητή Σοφία, τότε από τα πρώτα στον παραλιακό, απέναντι από το Βιγλάτορά σου, λίγες δρασκελιές από το γιαλό. Τσούρμο τα παιδόπουλα χιμούσαν κατευθείαν στη θάλασσα, τσουλώντας στον χωματένιο κατήφορο. Δεν υπήρχε, τότε, το στηθαίο. Καλά που το σήκωσε ο αείμνηστος Κώστας Ορφανός, πρόεδρος του Λιμενικού Ταμείου, ειδάλλως, το οργισμένο κύμα που κατέτρωγε το μαλακό κοκκινόχωμα, υπήρχε φόβος να υποσκάψει την στατική θεμελίωση του Φάρου και να έχουμε τώρα τον “κεκλιμένο Φάρο”, όπως η Πίζα της Ιταλίας που έχει τον “κεκλιμένο Πύργο της”. Αρμενόπουλα, Εβραιόπουλα, Φραγγολεβαντίνικα, με τα πιο ζωηρά-τσαχπίνικα, τα δικά μας.
Ελληνόπουλα, να μπαινοβγαίνουν στη θάλασσα και χορτασμό να μην έχουν. Βλέπετε, αρκετές οικογένειες γαλλικές και ιταλικές απόμειναν από την εποχή της διασυμμαχικής περιόδου. Αρέστηκαν και τα παιδιά τους που μεγάλωσαν με τα δικά μας, και αφομοιώθηκαν χωρίς να έχουν κανένα πρόβλημα. Τα Μουσουλμανάκια, πάλι, τα κατσιβελάκια, κατεβαίναν προς ταρσανά μεριά, προς Γαλλικό Σταθμό, όπου τα ερχόταν πιο κοντά, πιο βολικά, γιατί μπαινόβγαιναν ολοτσίτσιδα στη θάλασσα, γιατί τα εσώρουχα γι’ αυτά ήταν πολυτέλεια. Τα καλοκαίρια είχαν ανάπαυλα, τους άλλους μήνες ήταν ακροβολισμένα σε κεντρικά σημεία, περάσματα της πόλης, με τα κασελάκια του λούστρου, να χτυπάνε ρυθμικά τις βούρτσες, καλώντας τον πελάτη. «Ελάτε… κύριος, τα βάψιμι καλά. Τα βάλημι κι τζιλά». Ο τζιλάς ήταν το γυαλιστικό παπουτσιών, σαν κηραλοιφή. Επειδή ήταν ακριβός, τον βάζανε με άκρα οικονομία, δείγμα επάλειψης, με τα μεσαία δάχτυλα του χεριού, τα περνούσαν με βελούδινο πανί. «Είδες, κύριος Σωκράτη, καθρέφτη τα έκανα». Αυτό το τελευταίο χτυπούσε στο φιλότιμο, και οι Έλληνες, καθώς κιμπάρηδες, φέρονταν απλόχερα, ιδίως στα μικρά παιδιά, που και το κουλούρι το είχαν ανάγκη. Πάρε το δίφραγκο να πάρεις μπουγάτσα και να πεις στο μπαμπά σου να έρθει στο σπίτι να βάλει τα ξύλα στην αποθήκη. «Ντε τα πάρω, κυρ-Σωκράτη, μπουγάτσα, τα πάρω κουλούρια για αντερφάκια μου». Βλέπετε, στη φτωχολογιά, τα αισθήματα αλληλεγγύης είναι πιο ανεπτυγμένα, νοιαζόταν και για τα αδελφάκια του. Τα λουστράκια έβγαζαν το χαρτζιλίκι τους, γιατί οι δρόμοι δεν ήταν ασφαλτοστρωμένοι. Σκόνη και λάσπες, αφού κάπου-κάπου ο Δήμος κατάβρεχε το δρόμο, έτσι οι καθώς πρέπει κύριοι θεωρούσαν απρέπεια να πάνε σπίτι με λερωμένα παπούτσια, γι’ αυτό είχε δουλειά και για τα λουστράκια. Ξελαρυγγιαζόταν η κυρα-Φρόσω να σκούζει από ψηλά, στην πλατεία του Φάρου: «Μιχάλη, Κυριάκο, Παναή, ελάτε βρε ουρσούζικα, μούλιασε ο κώλος σας, τόσες ώρες στην αρμύρα. Εσένα βρε ζεβζέκη, Παναή, που τους ξεσηκώνεις, άμα το πω στον μπαμπά σου, θα σε κλείσει τιμωρία πάλι στην αποθήκη και θα το ‘χω κρίμα». Αυτά για το πρωί, ενώ, το απόγευμα, ξυποληταρία στο μόλο, δεξιά στο έμπα του μικρού λιμανιού, εκεί που ήταν αφημένα τα μεγάλα τσιμεντένια μπλόκια, από τα έργα που διακόπηκαν λόγω πολέμου του ’40, μάζευε το κύμα πλαγκτόν, φυκιάδα και όπως ήταν “κούρμπα” το μέρος, έγινε φωλιά, καταφύγιο για καβούρια και χταπόδια. Όταν έπιανε φοσκοθαλασσιά, τα μανιασμένα κύματα παρέσερναν από τις γύρω ξέρες μεγάλα χταπόδια, τα γυρόφερναν στο στηθαίο, τα εγκλώβιζαν ανάμεσα στα μπλόκια, τα παραζάλιζαν και τα έβγαζαν στην επιφάνεια φέρνοντάς τα γιαλό-γιαλό. Οι Απολλωνιαδήτες, μανούλες στα ψαρέματα, από το χάραμα έβγαιναν με μακριά κοντάρια-γάντζια και τα μάζευαν.
Δεν είναι η παραλία, Σοφία, κάτω από το Φάρο όπως την άφησες. Μπαζώθηκε μεγάλο μέρος. Φτιάξανε οι Αινίτες το εκκλησάκι του Εύπλου, που το είχαν τάμα, να κοιτάζει ακριβώς απέναντι από την αλησμόνητη πατρίδα, την Αίνο. Μεγάλο κοσμοπολίτικο Λούνα-Παρκ, ο παράδεισος των παιδιών, χώρος για τα αυτοκίνητα, αλλά επί πληρωμή. Τα σκασμένα πλήθαιναν, Σοφία, πού η ευλογημένη εποχή του ποδηλάτου, ξύπνησαν τώρα για ποδηλατοδρόμους, αλλά δεν είναι το ίδιο. Γέμισαν οι δρόμοι, καβαλάνε τα πεζοδρόμια, δεν μπορείς να αραδίσεις, να περάσεις απέναντι. Τώρα, Σοφία, όλα “επί πληρωμή”, το Σύστημα δεν χαρίζει, όλα με τον “παρά”. Αγρίεψε άσχημα, τα τελευταία χρόνια, η θάλασσα, Σοφία, και πολλά τμήματα της ακτογραμμής τα έχει παραμορφώσει. Το εξοχικό σου στο Καλαμάκι, σχεδόν πάνω στο κύμα, το μοναδικό στην εποχή σπιτάκι σου, βίλα το χαρακτήριζαν, δεν υπάρχει πια. Η “ΑΡΓΩ”, το αγαπημένο σου κέντρο αναψυχής, που συχνά ρέμβαζες με το σύζυγό σου, κινδυνεύει από τα μανιασμένα κύματα, όταν αμολιούνται οι ασκοί του Αιόλου. Πολλά θα ήθελα να σου πω, αγαπητή Σοφία, όμως δεν θα είναι από τα ευχάριστα. Δεν πάει καλά τούτος ο κόσμος. Πολλά σύννεφα μαζεύονται στον ορίζοντα. Δεν θα ήθελα να ταράξω τον γαλήνιο ύπνο σου. Καλά είσαι, εκεί που κοιμάσαι. Θα μου επιτρέψεις να κλείσω τούτο το μικρό αφιέρωμα με απόσπασμα από τον ύμνο της πόλης μας, που μελοποίησε ο αείμνηστος Χριστόφορος Παπαδόπουλος από στίχους της Κανδυλάκη, ύμνος που σε συγκινούσε βαθύτατα:
«Κόρη αφρόπλαστη από αλμύρα. Πλούσιου φτωχού χρυσή πορφύρα.
Παραδεισένια είσαι αυγούλα. Σεμνή της Θράκης μας αρχοντοπούλα.
Φως πήρες από τον Προμηθέα. Λύρα και Μούσα, εσύ τ’ Ορφέα.
Δάφνη κι ελιά σε στεφανώνει. Δόμνας Βιζβίζης είσαι τ’ απογόνι».
Αλεξανδρούπολη 15 Σεπτεμβρίου 2013
Μετάβαση στο σημείο: Φάρος