Αλεξανδρούπολη
Αλεξανδρούπολη
Συγκρότηση ενότητας: Γεωργία ΠατερίδουΣιδηροδρομικός σταθμός Σιδηροδρομικός σταθμός Αλεξανδρούπολης
Στα Κούτσουρα...
Ελένη Σκαβδή
«Στα Κούτσουρα»
Το τρένο σφύριξε δύο φορές κι ο ίσκιος του φάνηκε μονόφθαλμος στη γραμμή. Ήταν στην ώρα του κι απόψε φερμένο από το βορρά, όπου θα φόρτωνε για το ταξίδι προς το Νότο. Οι γραμμές περπατούσαν γύρω απ’ την πόλη σαν καμπυλόγραμμη αγκαλιά, που ξεκινώντας από το Γκαρ Μιλιτέρ, στρογγύλευε στου Γιουδαμπλή, για να ισιώσει στο πασάζο, εκεί που άλλωτα φόρτωναν τα βαγόνια με όλα του κόσμου τα καλά απ’ του Πρωτόπαπα το μύλο. Στο Γαλλικό σταθμό ξεγέλασε πάντα τους νεοφερμένους επιβάτες, που δεν γνώριζαν ετούτο το τερτίπι των γραμμών στην Αλεξανδρούπολη. Σταματούσε για λίγο κι έπαιρνε φόρα προς τα πίσω για το σταθμό του λιμένα. Μια μικρή παράκαμψη, ήταν ετούτο το τερτίπι. Σαν έφτιαξαν τούτη την πόλη εδώ, μια πόλη που όλα τα χρωστά στο σιδηρόδρομο, ζωγράφισαν πάνω στο σώμα της τρεις τέσσερις μεριές και στήσαν τους σταθμούς τους και τις στάσεις. Άγγλοι και Γάλλοι τη διέσχισαν κάθιδροι και μουτζουρωμένοι, μ’ έναν ιδρώτα, σιδερίσιο απ’ τις ράγες που έστησαν για να μορφώσουν πάνω στα χώματά της το σταυροδρόμι. Στην αρχή από τη Στρατιωτική Στάση, ύστερα τον Γαλλικό Σταθμό προς τη Μαΐστρο, κατόπιν τον παλιό σταθμό αρχή και τέλος στο λοξό δρόμο, ένα λοξό ευθύγραμμο και ταλειπωρημένο απ’ τα καρφώματα και τους αέρηδες που φύσαγε η Ανατολή. Πιο κάτω, εκεί στην Δυτική έξοδο της πόλης, σύριζα με τη θάλασσα οι Εγγλέζοι έστησαν τα δικά τους εργαλεία και τις δικές τους σιδηρογραμμές. Στο πέρασμά τους οι εργάτες του σιδηρόδρομου σήκωναν το πάνω κάτω. Θέρισαν τα πλατάνια και τα δέντρα που εμπόδιζαν τη χάραξη και την κατασκευή, μπάζωσαν ρυάκια και έφτιαξαν πάνω απ’ τους χειμάρρους γεφυράκια σιδερένια και στενά, πέταξαν δώθε-κείθε τα κομμάτια από τα ξύλα, και τους θεόρατους κορμούς τους μέριασαν, άτσαλα και σκληρά κανόνισαν να φαίνονται στους έπειτα οι δουλειές τους. Το αλφάδιασμα μονάχα των γραμμών αρκούσε νάναι απόδειξη της νοικοκυροσύνης τους.
Το τρένο πέρασε σφυρίζοντας, κι η ώρα ήταν περασμένη. Στο πιο στρογγυλεμένο σημείο της γραμμής ήταν τα κούτσουρα. Τεράστιοι κορμί γερμένοι στο χώμα μπρος απ’ τα σπίτια πόντιων κτιστάδων. Σκαρφάλωνε πάνω στον κοντύτερο δοκιμάζοντας αντοχή και ισορροπία. Όπως τότε. Τότε που μαζεμένοι όλοι μαζί γδέρνονταν αγκαλιάζοντας τους λείους κορμούς, καθώς τα χέρια αναζητούσαν ένα-δύο ρόζους ζωντανούς να στηριχθούν και να καθήσουν. Η φούστα έγερνε ίσα με τη μέση, τ’ αγόρια και γελούσαν τα μυστικά της. Τα πόδια σέρνονταν στη γλυστερή επιφάνεια πόυχαν σμιλέψει ο χρόνος κι οι βροχές. Όμορφα πούταν σαν περίμενε αργότερα, πάλι στα κούτσουρα το Μάνο να ’ρθει να τη συναντήσει! Να συναντήσει κάτι από το κόκκινο τ’ αμερικάνικο χοντρό πουλόβερ που φορούσε, κάτω απ’ το μπλε το κοντογούνι του το δανεικό, και στα χοντρά του τ’ άρβυλα, από πάνω να πατήσει κρατώντας με τα χέρια της τα δύο τη μέση του σφικτά, για να ισορροπήσουν μαζί, δίπλα στο τρένο, δίπλα στις γραμμές και στα χοντρά χαλίκια. Ένα παιχνίδι παιδικό και λάγνο, φορτισμένο απ΄ το χειμώνα του βορρά, και τον αγέρα των συνόρων. Ήταν πλάι στα σύνορα κτισμένη η πόλη. Και μέσα της τα σύνορα χωρίζανε στα δύο την πολιτεία και το βιος της το κερματισμένο.
Στα κούτσουρα λοιπόν μπορούσες εύκολα να δεις τα σύνορα. Πηχτό σκοτάδι κι από κάπου μακρυά ένα φως. Άλλοτε του συρμού κι άλλοτε πάλι, από εκείνο το χλωμό το φανοστάτη του σταθμού που όλη η πόλη τον εγνώρισε με τ’ όνομα Κάλμιτερ. Εκείνα τα παιχνίδια στην όχθη της γραμμής, ήταν κάτι από την αλήθεια της εφηβίας και των διαχωριστικών γραμμών. Σωσώνια άσπρα στα πόδια της, πάνω απ’ αυτά τερλίκια μάλλινα ζεστά, κι ύστερα ένα ζευγάρι τσόκαρα, ξυλοπάπουτσα με το μαύρο λάστιχο να συγκρατεί την άκρη του πέλματος, οριακά. Σέρνονταν στις λάσπες που ρουφούσαν στοργικά τον ήχο, μη και την καταλάβουν οι γειτόνισες, καθώς κρυφά περνούσε το δρομάκι των χαμηλοτάβανων σπιτιών και κεραμιδοσκεπασμένων. Ο μόνος ήχος η ανάσα της, μες τη δροσιά, την υγρασία, τη λαχτάρα. Υγρές πατημασιές, αλαφροΐσκιωτες οι δρασκελιές της κι ανάμεσά τους, μικρές οι παύλες στο περπάτημα, καθώς τα ξύλα ηχούσαν άγαρμπα και υγρά, σαν προσπαθούσαν να ξεκολλήσουν απ΄ τη γη, απ’ τη μαλθακή ρευστότητα του χειμωνιάτικου τοπίου.
Έφθανε πάντα πρώτη στους κορμούς. Στα κούτσουρα… Ήταν συνήθως η ώρα που κλείναν τα πορτοπαράθυρα οι νοικοκυρές, για να μη μπει το βράδυ μες το σπίτι. Κάποια ποδήλατα περνούσαν μακρυά και κουδούνιζαν στις γωνίες, μεθυσμένα απ’ το σκοτάδι και τη νύχτα. Αυτή πάντα περίμενε σκαρφαλωμένη. Ασφάλιζε τα ξυλοπάπουτσα στην άκρη του πιο κοίλου κορμού, στερέωνε πατούσες πάνω σε ροζιά, σταύρωνε χέρια, γόνατα, κορμί κι ονειρευόταν. Ονειρευόταν ξυπνητή, πως ήρθε ο Μάνος! Σαν έρχονταν μονάχα ησύχαζε. Η αγκαλιά της άνοιγε, καμπύλωνε για να στηρίξει τη λαχτάρα του. Κι εκεί ακουμπισμένοι πάνω στον κορμό, ρουφούσαν την παράνομη και σιδερίσια ανάγκη του χειμώνα. Ύστερα τα τερλίκια της, έπιαναν θέση πάνω στ’ άρβυλα τα λεία και σκληρά του Μάνου, ζυγιάζονταν να κρατηθεί κι αγκαλιασμένοι αρχίζαν το χορό γύρω απ’ τα κούτσουρα. Ο Μάνος δεν τη φίλησε ποτέ. Μόνο ο λαιμός του σκυμμένος να τη φτάσει, στηρίχτηκε γυμνός στον ώμο της. Ένα λαιμός ατσάλινος κι αμούστακος, τρεμουλιαστός απ’ τη λαχτάρα την αρσενική, και τη σιωπή απ’ το λαρύγγι του της εφηβείας. Χόρεψαν αρκετές φορές με τους ρυθμούς του αγέρα. Όταν κουράζονταν, στεκόντουσαν να ξαποστάσουν. Εκεί τριγύρω στις οκτώ περνούσε ο μονόφθαλμος συρμός. Φώτιζε η πλάση! Μπορούσανε να κοιταχτούν στα μάτια, να ξεχωρίσουν τις μορφές τους στο σκοτάδι, μπορούσαν να ντραπούν ο ένας για τον άλλο, μπορούσανε να αγαπηθούν με λίγα λόγια. Ύστερα τέλειωναν. Τα ξυλοπάπουτσα στη θέση τους ξανά, κι ο δρόμος για το σπίτι αντίστροφα. Ο Μάνος έφευγε ισορροπώντας πάνω στις γραμμές. Ίδιος συρμός κι αυτός, χανόταν δίχως φως μες στο σκοτάδι. Έτσι όπως έρχονταν. Έρχονταν για να φύγει.
Στα κούτσουρα έμεναν μόνο οι πατημασιές απ’ το παράφορο ταγκό, την πόλκα, ή το μπάλο. Ποτέ δεν τα κατάφερε να θυμηθεί τι χόρεψαν μαζί. Έμεναν μόνα ακόμα, πλάι στα κούτσουρα τα σπίτια των κτιστάδων απ΄ τον Πόντο. Αμπαρωμένα από τη νύχτα τη βουβή, πούφερνε τους βοριάδες από τον Πόντο.
Κείνα τα χρόνια ήταν που η ώρα η κακή, έφερε δίπλα της το φονικό.
Ήταν Φλεβάρης. Χειμώνας όψιμος, παλιοημερολογίτικος και αναθεματισμένος. Ο δρόμος πετρωμένος απ’ τους πάγους και η σκόνη πήρε ν’ ασπρίζει για καλά απ’ την απόγνωση τη χειμωνιάτικη του κρύου. Τα παπούτσια γδέρνονταν πάνω στο χώμα, σα σε τσιμέντο σκληρό κι άπονο. Φοβισμένη η πόλη, φοβισμένοι φαντάροι και χλένες βαριές περνούσαν για τα στρατόπεδα σφυρίζοντας τη Μαντουβάλα. Ο Πέτρος, ο πιο όμορφος κτίστης και γείτονας των κορμών, περπατούσε τρεκλίζοντας, με το σκεπάρνι κρεμασμένο στη κολοτσέπη, τη σκούφια ίσα με τ’ αυτιά και τα χέρια στη τσέπη. Στο κάτω χείλος του κρέμονταν μια γόπα απ’ του Ματσάγγου. Λίγα μέτρα πριν το σπίτι, πέταξε το τσιγάρο έπιασε άκρη στο δρόμο και φύσηξε με δύναμη τη μύτη σκύβοντας μη και λερώσει τα μαστορικά του. Στο σκύψιμο φάνηκε κι η θολούρα του από το πιοτό. Παραπάτησε, στριφογύρισε και ισορρόπησε δύσκολα. Σκούπισε χέρια πάνω στα παντελόνια και συνέχισε σιγοσφυρίζοντας. Ένα σινιάλο ήταν το σφύριγμά του. Να καταλάβει η φαμίλια, πως ο αφέντης έφτασε κι έρχεται σπίτι. Μια ησυχία, μια σιωπή τρομακτική που ακούγονταν ο θόρυβος της μηχανής απ’ την Ηλεκτρική που ήταν πέντε στερνά πιο πίσω. Μια σκιά με τη ρεμπούμπλικα βαριά πάνω στο πρόσωπο και μια φαλτσέτα κοφτερή που γιάλισε στη νύχτα. Απέναντι στα κούτσουρα, στο σπιτικό του Πέτρου μια γυναίκα έκλεινε τα πορτοπαράθυρα, μη και προλάβει η νύχτα νάμπει μες στη ζέστη. Καθώς ακούστηκε το τρίξιμο απ’ τα ξύλα που σφάλιζαν, βόγγηξε ο Πέτρος απ’ τη μαχαιριά. Η ρεμπούμπλικα χάθηκε σαν φάντασμα στον πάνω δρόμο, καθώς φαντάροι ανηφορήζανε και τραγουδούσαν τώρα φωναχτά για την Αννούλα.
Άννα ήταν τ’ όνομα της γυναίκας που αυτό το βράδυ έκλεινε τα πορτοπαράθυρα, την ώρα που ο Πετρής της σωριαζόταν στο κρύο χώμα αυτής της πόλης των συνόρων.
Φώναξε τότε δυνατά.
–Βοήθεια!!!
Κανείς δεν άκουσε. Μονάχα ο Πέτρος τη φωνή της γυναίκας του. Λαβωμένος σύρθηκε σαν το ερπετό πάνω στη γη κι ακούμπησε σ’ ένα απ’ τα κούτσουρά τους. Γέμισαν αίματα, χώματα, ξύλα και οι πτυχές απ’ τα ροζιά. Μ’ ένα φακό η Αννούλα βρήκε την άκρη απ’ το φονικό πάνω στο σώμα του καλού της που σπαρτάραγε.
–Βοήθεια!!!
Άλλος δεν άκουσε παρά μονάχα ο Μάνος. Κι έτρεξε αμέσως να παρασταθεί.
Σήκωσαν τη φαλτσέτα που τον λάβωσε θανάσιμα, μαζί με το σκεπάρνι πούχε απάνω το μονόγραμμά του. Πλύναν τα ξύλα από τα αίματα, φώναξαν το γιατρό κι εκείνος τούκλεισε τα μάτια. Εκεί, καταμεσής του δρόμου, πλάι στις γραμμές του σιδηρόδρομου, πάνω στα κούτσουρα, το μέρος που χορεύαν λίγο πιο πριν το μπάλο δύο αγαπημένοι. Η Αννούλα σαν το κατάλαβε και τόνιωσε το φονικό, το τι της έμμελε μετά του, σπαρτάρισε και σκέβρωσε, και λύγισε κι αγκάλιασαν τα χέρια το ματωμένο το κορμί του μάστορά της. Κάτι στον πεθαμένο έμενε να της μιλά ακόμα για τις νύχτες, όπου ζεσταίνονταν κρυφά, ο ένας με τον άλλον. Για την Αννούλα αυτή, ετούτο το αντάμωμα ήταν ο γάμος. Τις νύχτες με τα κρύα καθώς ζευγάρωναν και ξόρκιζαν με την αντάρα του κορμιού τους το χειμώνα. Σαν έτριζαν ντιβάνια και πατώματα στην κάθε κίνηση του ύπνου. Σαν έβγαιναν από τον ύπνο μεθυσμένοι τα πρωινά για να καλημερίσουν τη ζωή. Σαν άναβαν τη σόμπα για τον πρωινό καφέ και παξιμάδια βρέχαν, και το σταυρό τους έκαναν πριν ξεκινήσουν.
Την άλλη μέρα στην κηδεία κλάψαν όλοι οι Πόντιοι της γειτονιάς το παλληκάρι. Το παλληκάρι που η τέχνη του βόλεψε τους φτωχούς αυτής της πόλης, που χτίζαν χωρίς άδειες και τέτοια. Που ξαγρυπνούσε με τη λάμπα ν’ αλφαδιάσει τοίχους, πατώματα και πλάκες, γιατί στο φως της μέρας κυκλοφορούσαν οι χωροφυλάκοι. Καλύβια κι επεκτάσεις και δωμάτια και καμπινέδες, σιγά-σιγά, τα κτίζαν οι φτωχοί αυτής της πόλης. Κι η ρεπούμπλικα που μαχαίρωσε τον Πέτρο άφησε άφθονα και μισοτελειωμένα τα γιαπιά, στις γειτονιές της μιας μεριάς αυτού του τόπου. Κανείς δεν έμαθε ποτέ γιατί τον σκότωσαν. Ούτε το ψάξαν. Η χωροφυλακή παράτησε την έρευνα νωρίς, γιατί ντροπή μας θάτανε να βρουν ανάμεσά μας ένα φονιά. Ή ξένος ήταν, ή τρελός, που έφυγε…
Ο Πέτρος έμεινε θαμμένος στα μνήματα, στην άκρη την πιο βορεινή και κρύα. Πάνω στο φτωχικό του ένας ξύλινος σταυρός. Σαν απ’ αυτούς που κάρφωνε στην πλάκα, κάθε που τέλειωνε ένα γιατάκι. Και πάνω στο σταυρό σφάζαν και κόκκορα οι Χριστιανοί να το στεριώσει το γιαπί και κρέμαγαν πετσέτες και πανιά, δώρα στον κτίστη.
Ο Μάνος με το φονικό σιχτήρισε την τύχη και τα ραντεβού. Η αγαπητικιά του μέρες τον περίμενε πάνω στα κούτσουρα με τα αιμάτινα ροζιά από τον Πέτρο. Την τελευταία τη φορά που στήθηκε εκεί, ήταν τη μέρα που όλες οι μοναχικές γυναίκες των συνόρων, μαυροντυμένες δύσμοιρες και σκοτεινές, έστησαν τα καζάνια τους έξω απ’ το σπιτικό του πεθαμένου να βάψουν μαύρα τα μελλούμενα προικιά της Άννας. Αχνίζαν τα καζάνια κι ένας μπαλτάς απ’ τους συντρόφους του νεκρού, κατακομάτιασε τον πιο κοίλο κορμό. Το κούτσουρο έτσι προσάναμμα έγινε για το καζάνι το πένθιμο και το λυπητερό, πούβαψε τις φουστακιές και τα μπουστάκια της Αννούλας μαύρα, και το ριζικό της πένθισε έτσι στα σωστά. Τον πιο κοίλο κορμό κι αγαπημένο, της αγαπητικιάς του Μάνου. Της ντάμας του στους μπάλους. Κι έγινε κάρβουνο ο κορμός και ύστερα στάχτη, το θάνατο μήπως μπολιάσει με ζωή και ζεστασιά. Κι έμειναν τρεις τώρα οι κορμοί, να περιμένουν άλλους χορούς κι άλλα ζευγάρια.
Η αγαπητικιά κείνο το βράδυ, είδε μια ρεπούμπλικα να τρέχει λερωμένη με τα κόκκινα νερά κατά το σπίτι της. Της μίλησε. Το καλησπέρα βγήκε σαν βουητό βοριά μέσα απ΄ τα δόντια. Ποιος νάταν, πρώτη φορά τον έβλεπε τον ξένο.
Ήταν πια Μάρτης. Οι μυγδαλιές είχαν ανθίσει. Ο Μάνος έφυγε μετάθεση για τη Λαμία. Κι η χήρα του Πετρή μαυροντυμένη έκλεισε μια για πάντα τα παράθυρα. Ο πόνος του καλού της την έκανε να μην μπορεί να ξεχωρίσει νύχτα από μέρα και κινδύνους. Και μια βραδιά το τρένο των οκτώ πέρασε αργά και σταθερά επάνω της. Κομμάτιασε εκείνο το κορμί που ξύπναγε την ίδια ώρα κάθε νύχτα, λίγο πριν κλείσει τα πατζούρια, απ’ το σφύριγμα του Πέτρου για τον ερχομό του. Κομμάτιασε και κείνη την ελιά, λάγνο σημάδι πάνω στον αριστερό της μαστό που ακουμπούσε ο Πέτρος. Δεν την έκλεψαν την Αννούλα τίποτε Βολιώτες. Τρένο την έκλεψε και την επήγε ίσα με το βραχνό τον φανοστάτη του Γκαρ Μιλιτέρ κομματιασμένη. Την ίδια ώρα οι φαντάροι στο δρόμο για του Ψιλογιάννη τραγουδούσαν την Αννούλα. Και το κορμάκι της κομματιασμένο σφάδαξε ανάμεσα σε κούτσουρα, ράγες χαλίκια, πάνω στα χνάρια του ταγκό του χειμωνιάτικου του Μάνου και της αγαπητικιάς. Κι όσο όλα τούτα δούλευαν αργά, γελούσε η Αννούλα. Ψυχή και τούτη, μέσα σ’ εκείνο το στενό κορμί! Θαυμάξαν οι γειτόνοι κι οι γυναίκες που την άλλη μέρα πλύναν τον τόπο με νερά και μάζεψαν τα εσώρουχα τα ματωμένα τα κομμάτια και το ξοδεμένο από το τρένο βιος της. Πήγε για κείνον, είπαν. Πήγε να τον βρει.
Κι η χωροφυλακή που επιστατούσε σε τούτο το μάζεμα απ’ το πτώμα βρήκε άκρη. Αυτοκτονία είπαν. Κι είχαν δίκιο. Το τρένο διόλου δε ενοίαστηκε για το κακό. Εκείνος ο χειμώνας ήταν δίσεκτος. Το οικόπεδο μπρος στις γραμμές πουλήθηκε. Κι ό,τι απ’ τα κούτσουρα έμεινε, κομμάτια κάναν οι κορδέλες και τα πούλησαν στην πόλη σε φτωχούς και πλούσιους να ζεσταθούν για τον επόμενο χειμώνα. Χωρίς τον Πέτρο και το Μάνο. Χωρίς την Άννα. Με μόνη μιαν έφηβη αγαπητικιά, πούχε πια χάσει και τη θέση να ονειρεύεται… Τα κούτσουρα.
Ε. Σκάβδη, «Στα Κούτσουρα», περ. Εξώπολις, φθινόπωρο 1994, τ.χ. 1, Αλεξανδρούπολη, σ. 30-34.
Μετάβαση στο σημείο: Σιδηροδρομικός σταθμός