Αλεξανδρούπολη
Αλεξανδρούπολη
Συγκρότηση ενότητας: Γεωργία ΠατερίδουΣτρατόπεδο Στρατόπεδο Βάτη
Το τανγκό των Χριστουγ...
Έβρος, 23 Δεκεμβρίου 1970
Ο Μαγειρούλης ήταν σκυλί κίτρινο και βουλιμικό, όπως όλα τα σκυλιά του Στρατοπέδου Λοχαγού Βάτη. Μόνο που τώρα, τρεις μέρες πριν από τα Χριστούγεννα, η κοιλιά του ήταν τούμπανο. Πιο καλά πες ντραμς, αφού για ντραμς μιλούσαν και στο γραφείο του διοικητή συνταγματάρχη Λόγγου και στο Δεύτερο Γραφείο, που είχε αναλάβει την ιδεολογική υποστήριξη της γιορτής με μια σειρά ποιημάτων πρωτεϊνούχων όσον αφορά το εθνικό φρόνημα.
Η μουσική βέβαια ήταν αναγκαίο κακό. Ντραμς, συνθεσάϊζερ – καινουργές όργανο μαραφέτι, που πλατείαζε τις νότες και τις πλαδάρευε μ’ έναν καταραμένο νοσταλγικό πλην χυδαίο τρόπο – και κιθάρα ηλεκτρική. Μπορεί και κλαρίνο, αν, ο μη γένοιτο, επέμενε ο υποδιοικητής Λιασκώρης που καταγόταν απ’ τα Σάλωνα.
«Το κλαρίνο ταιριάζει πιο πολύ στο Πάσχα, που το γλέντι είναι έξω. Κλαρίνο ίσον αρνί και κόκκινο αυγό. Τα Χριστούγεννα είναι πιο… πώς να το πω… πιο επεξεργασμένη υπόθεση».
Έτσι είπε ο διοικητής Λόγγος Εμμανουήλ, υπολογίζοντας κυρίως την ευαισθησία των κυρίων αξιωματικών που θα έρχονταν μεθαύριο στην τραπεζαρία του στρατοπέδου για τα χαρμόσυνα.
Ο Μαγειρούλης, σταρ των μαγειρείων, που ως κτήριο έξω και μέσα ήταν σμαλτωμένο με λίπη σε μορφή πια ορυκτού, δεν νοιαζόταν καθόλου για το θέμα μουσική. Τον ενδιέφεραν πρωτίστως τα λιγότερα ορυκτά λίπη. Γιατί μπορεί να ήταν σκύλος μεγαλωμένος σε εβρίτικο στρατόπεδο με παχιές λάσπες κόκκινες – «από αίμα δυσπρόφερτων εχτρών», όπως ψιθύριζαν κάτι αριστεροανάρχες φαντάροι, σεσημασμένοι ήδη απ’ τον ταγματάρχη Βοσκόπουλο του Δεύτερου Γραφείου –, όμως, για να ξαναγυρίσουμε στον αγαθό Μαγειρούλη, αν και μεγαλωμένος σε ζόρικο στρατόπεδο, με κινητικότητα και πάμπολλα εύσημα, ως ένα απ’ τα πλέον αξιόμαχα μηχανοκίνητα τάγματα Πεζικού, είχε άφθονα χάδια. Χάδια απ’ όλους. Απ’ τους φρουρούς της πύλης και τους αλφαμίτες ως τους βοηθητικούς βοηθούς μαγείρους. Αυτοί εξάλλου του εξασφάλιζαν τα πιο νόστιμα κοψίδια απ’ τα αργεντίνικης καταγωγής κρέατα που έφταναν στο Στρατόπεδο Βάτη.
Ο Μαγειρούλης πάντως, αν υποθέσουμε πως τα σκυλιά, ακόμη και τα ελευθέρας βοσκής, έχουν ενστικτώδη κλίση προς τη συναισθηματική υποτέλεια μέχρι βλακείας, διαλέγοντας ισόβιο αφεντικό τον πιο δύσκολο και φειδωλό στις τρυφερότητες, αλλά μ’ εκείνο το ασκητικής αποστροφής αίσθημα δικαιοσύνης, είχε βρει το μάστορά του στο πρόσωπο και στο χέρι του υπολοχαγού Στέφανου Καραμανίδη.
«Ζαβό είναι… Και μετά σου λέει πως τα σκυλιά έχουν την έκτη αίσθηση…»
«Σκατά αίσθηση. Μαγειρούλη, είσαι ο πιο μαλάκας σκύλος της Γκατζολίας».
Τα φαντάρια γελούσαν με το περιβόητο σκυλήσιο ένστικτο του ζωντανού. Όμως ο Μαγειρούλης ήξερε. Και πότε ερχόταν μ’ εκείνο το σαραβαλιασμένο Ντεκαβέ μοτοσακό, που οι άλλοι σκύλοι εξαγριώνονταν σαν άκουγαν τη θορυβώδη εξάτμιση με τις πολεμικές κλανιές, και πότε είχε υπηρεσία, και πότε συννέφιαζε ολόκληρος σαν σύννεφο μαβί ανάκατο με μαύρο, που σήμαινε ότι κάποιος θ’ άρπαζε τον κεραυνό κατακέφαλα, και πότε γαλήνευε. Πότε γαλήνευε; Κανείς δεν ήξερε. Ούτε καν ο ταγματάρχης Βοσκόπουλος, που έπεφτε διάνα στην ψυχολογία του προσωπικού του στρατοπέδου.
«Τον είδε κανείς να γελά ποτέ;»
«Ούτε ο Μαγειρούλης».
Τούτο ήταν το πιο αμετακίνητα επίκαιρο ανέκδοτο στου Βάτη. Γιατί ο υπολοχαγός, τρία χρόνια εκεί μέσα, ούτε γέλασε ποτέ, ούτε έδειξε να χαίρεται για τίποτα, ούτε καμιά απολύτως έκπληξη χάραξε στα μαύρα μάτια του, που προφύλασσαν τα σπάνια σπιθίσματά τους μεγάλες βλεφαρίδες σκιασμένες από δασιά φρύδια.
«Είναι υπηρεσιακός», έλεγε ο διοικητής Λόγγος, που ήξερε από μονόχνοτες λαμπρές εξαιρέσεις. «Κάτι τέτοιοι φυσικά δεν γίνονται πρωθυπουργοί» - η αναφορά, έμμεση, άγγιζε τον επιφανή δικτάτορα, γόνο της τσαχπίνικης σοδειάς των κολονέλων -, «αλλά, όσο κι αν σας φαίνεται τολμηρό, διακρίνονται ως ήρωες. Διαθέτουν τον ιό της αυτοθυσίας. Γιατί δεν τους νοιάζει. Είναι πέραν του καθήκοντος…»
Οι υπόλοιποι του στενού περιβάλλοντος άκουγαν σιωπηλοί. Υποτίθεται πως συμφωνούσαν, ξέροντας όμως πως ο υπέρμετρα υπηρεσιακός Στέφανος Καραμανίδης είχε ήδη κάποιες βεβαρημένες εκθέσεις για το άτομό του απ’ τον καιρό που υπηρετούσε στο Κιλκίς ως ανθυπολοχαγός.
«Τί έκανε ακριβώς;» ρωτούσε ο υποδιοικητής, που υπερθεμάτιζε το κλαρίνο ως βασικό όργανο σε όλες τις εκδηλώσεις.
«Έκανε υπερβάσεις».
«Τί υπερβάσεις, κύριε διοικητά;»
«Μες στο ζήλο του χτύπησε οπλίτη».
«Πολύ;»
«Για να περάσει στρατοδικείο, έτσι φαίνεται… Θα αθωωνόταν, αλλά ένας κωλογιατρός έγραψε περί κακώσεων και περί ανηκέστου βλάβης…»
Τελικά ο υπολοχαγός κατάφερε να δημιουργήσει έναν σιωπηρό κύκλο φανατικών θαυμαστών εκ μέρους των μονιμάδων για την υπέρβαση που του στοίχισε την προαγωγή.
Λοχαγός τελειωμένος θα ᾽ταν τώρα ο άνθρωπος. Το πολυσυζητημένο ένστικτο του κίτρινου σκύλου Μαγειρούλη λειτουργούσε σωστά προς αυτή την κατεύθυνση. Κι έτσι τριβόταν στα πόδια του Καραμανίδη προσεκτικά, με την ουρά στα σκέλια αλλά με το μάτι γλάρο. Κι εκείνος, ο σχεδόν δίμετρος «υπηρεσιακός» Στέφανος – όλοι «κύριε υπολοχαγέ» τον φώναζαν, ποιός να του θυμίσει το μικρό του όνομα -, έπιανε στα μεγάλα νευρώδη μελαχρινά δάχτυλα τα αυτιά του ζώου και τα ζύμωνε δυνατά, σαν να ᾽θελε να τα φτιάξει απ’ την αρχή.
Τι πούστης σκύλος είναι αυτός που κάθεται του Καραμανίδη; Σκεφτόταν ο ταγματάρχης Βοσκόπουλος καμιά φορά, όταν απ’ το γραφείο του έπιανε τις τρυφερότητες του υπολοχαγού.
Ο υπεύθυνος του Δεύτερου Γραφείου ανησυχούσε βέβαια για τα αυτιά του Μαγειρούλη, έτσι όπως τα πιλάτευε σκυθρωπός ο υπολοχαγός.
«Αν σ’ τα ξανάφτιαχνα, θα ‘χαν το σχήμα των αυτιών της, παλιοκερατά. Μετά θα τα τρυπούσα με καυτή βελόνα και θα τους πέρναγα τα σκουλαρίκια της μακαρίτισσας της μάνας μου. Κι ύστερα…» ξεροκατάπινε πλησιάζοντας το πρόσωπό του στα μελιά ματάκια του σκύλου, «κι ύστερα θα τα έγλειφα μέσα και έξω… Κατάλαβες, Μαγειρούλη;»
Καταλάβαινε δεν καταλάβαινε, ο Μαγειρούλης έπιανε το αχνό ημιτόνιο τρυφερότητας στη φωνή του Καραμανίδη και του κούναγε την ουρά.
«Κατάλαβες, αγόρι μου…» μουρμούριζε ο υπολοχαγός, σίγουρος πως το κίτρινο σκυλί, που το ᾽ξερε από κουτάβι ημερών, αντιλαμβανόταν τον καημό που δεν θα ᾽βγαινε ουδέποτε πάνω απ’ το γιακά του πουκαμίσου. Θα τον έπνιγε στην ανάγκη με τη γραβάτα. «Φύγε τώρα. Φτάνει», αγρίευε του σκυλιού..
Κι ο Μαγειρούλης τραβούσε κατά τα μαγειρεία. Τα μαγειρεία απόψε μύριζαν πουλερικό και ζεματισμένο πούπουλο.
Ο Λάζαρος Λαζάρου είχε αγοράσει τρεις τσατσάρες κι έσπαγε δόντια. Ένα εξάμηνο είναι μισός χρόνος. Όσο κι αν τον διατηρούσε με άδειες, με τιμητικές – ήταν καλός στη σκοποβολή κι έγραφε ποιήματα ενθαρρυντικής εθνικοφροσύνης στις γιορτές του Στρατοπέδου Βάτη -, ό χρόνος θα δυσκολευόταν. Γιατί στο συγκεκριμένο στρατόπεδο, με τον ακόμη πιο συγκεκριμένο βρομόκαιρο και στο συγκεκριμένο σκουριασμένο χώμα, ο χρόνος τεμπέλιαζε.
Κάποτε ονειρεύτηκε πως τα σκυλιά που αφθονούσαν εκεί μέσα μασούσαν τα απογεύματα, οπότε η θητεία που απαιτεί πληρότητα ημερών ξαναδούλευε εις βάρος του. Και τα σκυλιά μασούσαν, μασούσαν και ξεροκατάπιναν και δώστου απ’ την αρχή.
Τότε θέλησε να εκμεταλλευτεί την κατάσταση κι άρχισε τα πάνε έλα στους ψυχιάτρους. Ότι δήθεν είχε απώλειες χρόνου, ότι έβλεπε εφιάλτες…
«Η απώλεια χρόνου δεν μας νοιάζει. Η απώλεια μνήμης είναι πρόβλημα», τον ξέκοψε απ’ το αυτάρεσκο απελπισμένο έλος της κατάθλιψης ένας νεαρός στρατιωτικός γιατρός.
Με σαφή ελληνικά εξήγησε στον Λάζαρο πως η υπηρεσία, «ερήμην της δικής του χρονικής αξιολογήσεως», θα τον απέλυε στην προκαθορισμένη ημερομηνία.
Κι έτσι επέστρεψε στη ρουτίνα του τηλεφωνητή του στρατοπέδου – καθότι εγγράμματος και ταλαντούχος ως προς την ομοιοκατάληκτον ποίηση, «που είναι η ΜΟΝΗ σωστή για τους Έλληνες» - χωρίς άλλες απόπειρες να ξεφύγει απ’ του Βάτη.
Χάιδευε κι αυτός τον Μαγειρούλη κάποια βασανιστικά δειλινά, που η σκέψη του ανεβοκατέβαινε στις οδούς της Κυψέλης και στα σινεμά της Σταδίου. Ο Έβρος ήταν γι’ αυτόν το τέρμα Θεού. Απέφευγε βέβαια προσφιλείς χαρακτηρισμούς όπως «Γκατζολία» και «Γαλαζοβρακία» για τον ακριτικό νομό που εξέτρεφε άφθονες ετοιμοπόλεμες μονάδες και πλήθη στρατευμένων από τας παρυφάς του όρους Αιγάλεω και τον δυναμικά αυτόνομο δήμο Περιστερίου. Ούτε ένας Κυψελιώτης, Εξαρχειώτης, Πατησιώτης δεν υπηρετούσε στου Βάτη. Μόνο Κρητικοί, που συνασπίζονταν ενάντια σε όλους με τα κελαρυστά τους «τσι, τσι, τσι» και κουβαλούσαν στα σακίδια κασέτες με λύρα σαν κάμφορα για να ξορκίζουν επιδημίες σαν τη νοσταλγία, και φυσικά οι υπόλοιποι των πέριξ του δήμου Αθηναίων περιοχών. Ο δεύτερος μεγάλος συνασπισμός κατά του Έβρου.
Δυο τρεις υποψιασμένους και κατατρεγμένους απ’ τον ταγματάρχη Βοσκόπουλο «λόγω φρονημάτων» τους απέφευγε, γιατί η θέση του ως τηλεφωνητή – που ήταν και λουφατζήδικη, αφού σπάνια ακολουθούσε το τάγμα στις ασκήσεις – ήταν επισφαλής και λεπτή. Τους βαριόταν κιόλας, γιατί ήδη είχαν πλέξει μόνοι τους από ένα φωτοστέφανο ηρωικής απαξίας, όμως διακινδύνευσε δανείζοντάς τους δύο προχωρημένα για το στρατόπεδο βιβλία σε εκδόσεις βίπερ. Το Ψυχή στον πάγο του Έλντριτζ Κλίβερ των Μαύρων Πανθήρων – «Ζωολογία είναι», είπε σε κάτι καραβανάδες – και τις Σκέψεις περί αριστεροφροσύνης του Ροζέ Γκαροντί, μια αδιευκρίνισης γεύσης γαλλική σούπα απόψεων τέλος πάντων . Κρυφά, χέρι χέρι.
Γ. Ξανθούλης, Το τανγκό των Χριστουγέννων, Αθήνα,Καστανιώτης, 2003, 15-22.
Communita Castra...
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
Communita Castra
Μένετε εδώ
κι ο Μάης βρέχει
σε χαμηλό λιβάδι
θερμές σταγόνες·
Μένουμε εδώ – ανάμεσα
τύμπανα και σφενδόνες –
βάσταγες ξηρολιθικοί,
βάσταγες του δυσβάτου
όρους της Άλφα – Βήτα,
όπου υπερτετίμηται
ο Αβαγαδαήλ.
Λάδανο, πεύκο και θυμάρι
μάζεψε η νύχτα απ’ τις κερκίδες,
και κόψαμε απ’ τις ρίζες
το νόημα της ζωής.
— Οι πιο πολλοί είναι οι νεκροί·
υπέροχα ιππεύοντας
στον κόσμο έχουν μπει.
Ιδρώνουν οι ψυχές,
και ψύχονται τα χείλη.
Εύχονται,
κι οι στόχοι αλλάζουν –
σε κάθε πρώτη ανατολή,
συνήθεια αποστολική –
νομίσματα μέσα στα δόντια.
Μέρμιθα.
Για να τους δεις θα πρέπει να λυγίσεις
βάζοντας στα σύννεφα τα χέρια
Κι αν πέθαναν μη με ρωτάς
γιατί μετρώ
και βήμα βήμα περπατώ
αφρόντιστος μέσα απ’ τα στάχυα.
Δεν βρήκα ωραίο το θάνατο,
νέο, ή κλασσικό,
σ’ ελληνικό κοιμητήριο.
Ο σκοπός αλλάζει το γρόθο στο πηγούνι:
Ίδια η φύσις της εμπλοκής·
Το όπλο ιρριδίζει στον ήλιο,
στη ρίζα μιας άκαφτης οξυάς,
το ποτάμι ιρριδίζει στο βλέμμα
που ανθίζει, σαν το κεράσι,
αχνίζουν οι μάνδρες μας,
ψαράδες θεοφιλέστατοι αναπαύονται·
Ποθούν κοράσια, που δεν έγιναν ακόμη δένδρα,
να κανισκεύουσι πολλά των αφεντάδων τους καλά,
καλές γυναίκες και κακές,
που πλέκουν και ξεμπλέκουν
την ευκαιρία του θεού την τελευταία!
Τι ιστορία για πρωινές περιπόλους!
— Οι βλάκες όμως τρέφουν τραυλές ελπίδες,
κι η κόλαση απαιτεί
κάτι περισσότερο
πνεύμα.
Ο Άγιος Εύγραφος,
που τραύλιζε το ρο,
κρεμάστηκε απ’ το σίγμα,
να μην τον πάρουν τα νερά,
- της γης, βρασμένα –
που κατεβάζουν
λουρίδες-λουρίδες το κρέας της καρδιάς
και που και που κανένα ψάρι: η Βάπτιση.
— Ξέρω κάτι Θρακιώτες,
που τους λεν κτιστάδες
με μάθανε να διακρίνω:
το μαγιολύτη από τη γλυκερήθρα,
τον ζώντοχο από την ακουμένη,
τον πύραντο από την ασκελετούρα
φωτάκια μεσονυκτικά στη λάσπη,
να βρω το ροδακινί
κι επτά χιλιάδες ένα
όστρακα της καρδιάς μου
σκόρπια στις πικραλίδες.
— Τι κρίμα κι άδικο την άγια σου ζωή
να τη σκορπάς στον άνεμο·
— Το χιόνι
στον Όλυμπο λιώνει,
εξαλείφθησαν οι αμαρτωλοί;
— Σε προσκαλούν στα φόρα,
σ’ ανεβάζουν σε σκαλιστά σκαμνιά,
και σε φωτίζουν,
— Με κυνηγούν οι Άρπυιες,
και με τάζουν με πνιγερά κουφάρια
να με δέσουν,
Κι αν σταθώ στα ερείπια,
κι αν βαδίσω πολύ,
τα θαμμένα κι αν βγάλω κομμάτια
κι αν κρατήσω την όποια,
και κερδίσω ψυχή,
στα χαμένα αν βρεθώ μονοπάτια
θα γυρίσω στο χθες,
στα βιβλία, στα φώτα, στη σκόνη,
και θα κρύψω φωνές,
μες τις λεύκες, τις πέτρες, την πόλη.
Έληξαν αυχήν, δάκτυλοι τρεις και γόνυ.
— Να ζούσες. Εμφανίσου. Επέπλευσαν οι κλώνοι.
Β. Παπαθανασίου, «Communita Castra», περιοδικό Εξώπολις, χειμώνας 1999-2000, τ.χ. 12-13, Αλεξανδρούπολη, σ. 72-75.
Θράκη του Αλκαίου...
Αλκαίος
Έβρε, ομορφότερε των ποταμών,
εσύ που εκβάλλεις στη βαθυκόκκινη
θάλασσα σιμά στην Αίνο,
διασχίζοντας θριαμβικά την εύφορη γη
της Θράκης…
και που πειθήνιες οι παρθένες σ’ ακολουθούν
ρίχνοντας στους μηρούς και
στ’ απαλά τους χέρια
τα θεϊκά νερά σου.
[Ἔβρε, κάλλιστος ποτάμων πάρ’ Αἴνον
ἐξίησθ’ ἐς πορφυρίαν θάλασσαν
Θραικίας ἐρευγόμενος ζὰ γαίας…
Καὶ σὲ πόλλαι παρθένικαι ’πέποισι
μήρων ἁπάλαισι χέρσι
θέλγονται τὸ ὃν ὡς ἄλειππα
θήιον ὕδωρ]
Λυρικό ποίημα για τη Θράκη του Αλκαίου σε μτφ. Γ. Μανάκα, περ. Εξώπολις, φθινόπωρο 2000, τ.χ. 14, Αλεξανδρούπολη, σ. 112
Θράκη του Ανακρέοντα...
Ανακρέοντας
Μικρή θρακιώτικη φορβάδα
γιατί ρίχνοντας με λοξές ματιές
μ’ αποφεύγεις δίχως οίκτο;
Θαρρείς πως τίποτα γνωστικό δεν ξεύρω;
Μάθε όμως, πως άνετα θα σου φορούσα
χαλινό
και θα σε κρατούσα τα γκέμια στις στροφές
και ως τα πέρατα του δρόμου.
Τώρα βέβαια ανέμελη σε λειβάδια
βόσκεις
και σκιρτάς,
αφού δεν σε ιππεύει
έμπειρος σε άλογα
καβαλάρης.
[Πώλε θρηκίη, τὶ δὴ μὲ λοξὸν ὄμμασι βλέπουσα
νηλέως φεύγεις, δοκεῖς δὲ μ’ οὐδὲν εἰδέναι σοφόν.
Ἴσθι τοι, καλῶς μὲν ἐάν τοι τὸν χαλινὸν ἐμβάλοιμι
ἡνίας δ’ ἔχων στρέφοιμι σ’ ἀμφὶ τέρματα δρόμον
νῦν δὲ λειμῶναι τε βόσκεαι κουφὰ τε σκιρτῶσα
παίζεις, δεξιὸν γὰρ ἱπποπείρην οὐκ ἔχεις ἐπεμβάτην].
Λυρικό ποίημα για τη Θράκη του Ανακρέοντα σε μτφ. Γ. Μανάκα, περ. Εξώπολις, φθινόπωρο 2000, τ.χ. 14, Αλεξανδρούπολη, σ. 113.
Αλεξανδρούπολη Σαν παρ...
Γιάννης Ξανθούλης
«ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ»
(απόσπασμα)
Σαν παραμύθι… σαν ιστορία
Πόση ελπίδα, πόσος πόνος, πόση χαρά αλλά και πόσες Συνθήκες! Χορτάσαμε από Συνθήκες, που οι περισσότερες υπογράφονταν στην Ευρώπη και άλλοτε ίσχυαν, άλλοτε ξεθώριαζε το μελάνι τους προτού καλά καλά υπογραφούν και άλλοτε μας έδιναν θάρρος να προχωρήσουμε κανονικά στη ζωή μας.
Έτσι, εκείνο το «καυτό» από πολλές απόψεις 1920 για την Αλεξανδρούπολη, λίγες μέρες αφότου ξεκινήσαμε να ψιθυρίζουμε το νέο όνομα της πόλης, μαθαίνουμε πως στη Γαλλία, στη Σεβρ, υπογράφτηκε Συνθήκη των Σεβρών. Το σημείο που μας ενδιέφερε περισσότερο ήταν αυτό που έδινε–με μπόλικες συμμαχικές υπογραφές–τη Θράκη, τη Δυτική Θράκη, στην Ελλάδα.
Τι ακριβώς σήμαινε η Συνθήκη των Σεβρών, που υπογράφτηκε τον Αύγουστο του 1920; Καθόριζε τις σχέσεις ειρήνης ανάμεσα στην κουρελιασμένη πια Οθωμανική αυτοκρατορία και στις συμμαχικές (και σχετιζόμενες με αυτές) δυνάμεις μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο.
Η Οθωμανική αυτοκρατορία, με τον σουλτάνο Βαχιντεντίν (του οποίου το επίσημο όνομα ήταν Μεχμέτ Στ΄), είπε το «ναι». Μέσα στο ζόρι και στη σύγχυση, ο σουλτάνος αγωνιούσε να σώσει το χάρτινο θρόνο του. Δεν τον έσωσε. Οι Νεότουρκοι, που βρίσκονταν στα πράγματα, απέρριψαν τη Συνθήκη των Σεβρών και ο Μουσταφά Κεμάλ, που είχε οργανώσει το δικό του κίνημα στην Ανατολία, βρήκε την ευκαιρία να ανακηρύξει δική του κυβέρνηση στην Άγκυρα, ενώ παράλληλα, χωρίς να καταργήσει την κυριαρχία του σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη, διακήρυσσε ότι ο σουλτάνος ήταν «αιχμάλωτος» των Ευρωπαίων. Χωρίς αμφιβολία η δυναστεία του Οσμάν (ο Οσμάν ήταν ο πρώτος Σουλτάνος, γι’ αυτό και οι απόγονοί του Σουλτάνοι ονομάζονταν «Οσμανλήδες») έφτανε στο τέλος της. Όσο για τη Συνθήκη των Σεβρών, στην κυριολεξία διέλυε την αυτοκρατορία και τη μοίραζε στους Γάλλους, τους Άγγλους, τους Ιταλούς και τους Έλληνες. Στην Ελλάδα παραχωρούσαν τα νησιά Ίμβρο και Τένεδο και, βέβαια, τη Θράκη, Ανατολική και Δυτική. Η περιοχή της Σμύρνης έμενε «υπό την ονομαστική επικυριαρχία του σουλτάνου», αλλά θα τη διοικούσε Έλληνας αρμοστής και, το σπουδαιότερο, θα μπορούσε να ενωθεί με την Ελλάδα ύστερα από πέντε χρόνια, αφού όμως πρώτα γινόταν δημοψήφισμα!
Η βελανιδιά αρκέστηκε στη χαρά να βλέπει την Αλεξανδρούπολη ελληνική, να βάζει τα δυνατά της για το νέο ξεκίνημα. Και ούτε που νοιάστηκε για την ταπείνωση των Τούρκων και τον καημό των Βουλγάρων, που δεν μπορούσαν πλέον να βρέξουν τα ποδάρια τους στο Αιγαίο…
Η Αλεξανδρούπολη οργανώνεται, όσο μπορεί, κοινωνικά και ελληνικά. Οι άνθρωποί της δείχνουν ζήλο να αναδείξουν την πόλη τους και συμπεριφέρονται με αέρα διεθνισμό. Με τόσους ξένους και τέτοια ποικιλία γλωσσών είναι φυσικό. Κι ας μην ξεχνάμε το λιμάνι με το ζωηρό εμπόριο, αλλά και το τρένο, που διατρέχει ολόκληρη τη ραχοκοκαλιά της Μακεδονίας και της Θράκης, για να φτάσει ως την Πόλη.
Στην Αλεξανδρούπολη ιδρύεται ο Σύλλογος Κυριών και Δεσποινίδων, με κοινωνική και φιλανθρωπική δράση. Ακόμα κι εγώ, που ήμουν παιδί στη δεκαετία του ’50, αλλά κι αργότερα, θυμάμαι ότι ο ετήσιος χορός του Συλλόγου Κυριών και Δεσποινίδων αποτελούσε μεγάλο γεγονός.
Ταυτόχρονα ιδρύεται το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο. Το εμπόριο ανθεί, τα πλοία και τα τρένα φεύγουν κι έρχονται φορτωμένα. Μεγάλα μπερεκέτια… Και η θάλασσα, αχ! Η θάλασσα, αυτή κι αν είναι ευτυχία… Πλούσια, φιλότιμη θάλασσα, που γεμίζει τα δίχτυα των ψαράδων μας με όλα τα καλά.
Το ίδιο διάστημα που οι Αλεξανδρουπολίτες στήνουν τη «νέα ζωή» τους, στη Μικρά Ασία παίζεται ένα… ένδοξο δράμα. Ένδοξο, γιατί υπάρχει η αισιοδοξία και η πεποίθηση πως ο ελληνικός στρατός μπορεί σχετικά εύκολα –με τις συμμαχικές ευλογίες– να προχωρήσει ακόμη παραπέρα απ’ όσο καθορίζει τα ελληνικά δικαιώματα η Συνθήκη των Σεβρών. Το δράμα αφορά την κούραση του στρατού και κυρίως την ασυνεννοησία και ανοησία των πολιτικών του «Κράτους» της Αθήνας. Κι όσο περνά ο καιρός, τόσο πιο πολύ καταλαβαίνουν όλοι πως οι Τούρκοι δεν είναι εύκολη περίπτωση. Τα παίζουν όλα για όλα.
Όμως και ο ελληνικός στρατός, παρά τις μάχες, τις κακουχίες και τα αφιλόξενα μέρη όπου είναι αναγκασμένος να στρατοπεδεύει, κρατά το ηθικό του ψηλά. Η «Μεγάλη Ιδέα» ήταν σφηνωμένη στην καρδιά και στο μυαλό των ανδρών του. Όμως, όσο περνούσε ο καιρός, η απογοήτευση στοίχειωνε τη διάθεσή τους.
Την ίδια εποχή, στην Αλεξανδρούπολη, οι κάτοικοι νοικοκύρευαν την πόλη, σίγουροι πως το μέλλον ήταν με το μέρος τους. Κι ενώ τα τύμπανα του πολέμου ηχούσαν απειλητικά, η βελανιδιά διαισθανόταν πως κάτι θα άλλαζε τραγικά στη μοίρα του μέχρι τότε υπεραισιόδοξου Ελληνισμού.
Ο αείμνηστος δάσκαλός μου στο Γ’ Δημοτικό Σχολείο. Άγγελος Ποιμενίδης, μια προσωπικότητα σπάνιας μόρφωσης και γενικότερης παιδείας, μας μιλούσε για κείνες τις πικρές μέρες της ήττας. Για τον πανικό και την αβεβαιότητα, για το εθνικό πένθος, που θα το ’σερναν πάνω τους και οι επόμενες γενιές. Ο δάσκαλός μας, λοιπόν, προτιμούσε να διακόπτει το μάθημα και να μας διαβάζει στίχους ποιητών, που αφουγκράζονταν τη μελαγχολική κατάσταση πολύ πιο ανθρώπινα από τους επαγγελματίες της πολιτικής και τους ξιπασμένους στρατοκράτες και πολεμοκάπηλους. Δυστυχώς, δεν έχω συγκρατήσει πολλά από τις απαγγελίες του. Μα είναι σαν να τον ακούω, με σιγανή, τρυφερή φωνή –αν και ήταν από τη φύση του βροντόφωνος– να απαγγέλλει:
«Εδώ ήμουν, πάντα περιμένοντας
αλάτι, χιόνι και βοριάς στα χείλη,
μια θάλασσα πλατιά αγναντεύοντας.
Μοιάζει χειμώνας κι έχουμε Απρίλη…»
Δεν ήθελε να δείχνει τόσο συναισθηματικός, όμως καταλάβαινα πόσο τον πονούσαν τα εθνικά μας ζητήματα. Εξάλλου, σαν νέος, έζησε από πολύ κοντά τις μέρες εκείνες σε όλη τους την έξαψη. Είχε σπουδάσει φιλόλογος, έγραφε θαυμάσια και η αφήγησή του δεν είχε καμιά σχέση με το συμβατικό λόγο των δασκάλων. Εξορίστηκε ως «αριστερός» στα χρόνια του Εμφυλίου κι έπειτα ήρθε σαν δάσκαλος στο Γ’ Δημοτικό. Δεν θα ξεχάσω το βλέμμα του, τρικυμισμένο από δάκρυα που δεν κύλησαν ποτέ, καθώς μας διάβαζε τους στίχους, που ωστόσο δεν μας έλεγε σε ποιον ανήκαν:
«Ήρθε ένα γράμμα χθες από το μέτωπο,
γράμμα που μύριζε σιωπή και χώμα.
Τριάντα χρόνια πέρασαν που το ’γραψες
κι εγώ ρωτάω τον ταχυδρόμο ακόμα…»
Μάλλον απέφευγε να αναφέρει ποιητές και ποιήτριες εκτός σχολικού προγράμματος… Ο Άγγελος Ποιμενίδης πέθανε το 1968, στα εξήντα τέσσερά του χρόνια. Από το δάσκαλό μας πρωτακούσαμε για την ιστορία της Θράκης, τις πρωτοφανείς ανταλλαγές των πληθυσμών, τον παραλογισμό των πολέμων… Εννοείται, εκτός σχολικής ύλης όλα αυτά.
Η Μικρασιατική Καταστροφή και ο άγριος διωγμός του Ελληνισμού από μέρη όπου είχε ριζώσει από τα αρχαία χρόνια, ο «ξεριζωμός», όπως τον αποκαλούσαν αργότερα, φυσικό ήταν να επηρεάσουν ολόκληρη την Ελλάδα. Κύματα Μικρασιατών προσφύγων έφταναν από παντού… Εξαθλιωμένοι, κατάκοποι, με την ψυχή στο στόμα, ρημαγμένοι. Οι μεγάλες ελληνικές πόλεις δέχονται τους περισσότερους, αλλά και οι επαρχίες δεν μένουν αμέτοχες. Η Αλεξανδρούπολη θα δεχτεί κι αυτή τις συνέπειες της Καταστροφής. Όμως ο πληθυσμός της άλλαξε ριζικά την επόμενη χρονιά, το 1923, όταν υπογράφτηκε η Συνθήκη της Λωζάνης.
Καμιά φορά είναι πραγματικά να απορείς πόσες «Συνθήκες», που κρύβουν τόση πίκρα και βάσανο, τόση απανθρωπιά με το πρόσχημα της Ειρήνης, έχουν πάρει την ονομασία τους από όμορφες, ήσυχες, ειδυλλιακές πόλεις της Ευρώπης…
Η Λωζάνη, μια γαλλόφωνη ελβετική πόλη πάνω στη λίμνη Λεμάν, δάνεισε το όνομά της σε μια συνθήκη που όρισε κάτι πρωτοφανές: την υποχρεωτική ανταλλαγή μεταξύ των Ορθοδόξων χριστιανικών πληθυσμών της Τουρκίας και των αντίστοιχων μουσουλμανικών της Ελλάδας.
Η ελληνική πλευρά, την οποία εκπροσώπησε ο Βενιζέλος, ονόμασε τη συμφωνία αυτή «ανταλλαγή», ενώ η τουρκική, με τον Ισμέτ Ινονού, την ονόμασε «μουμπαντιλέ». Αλά και οι δύο λέξεις εννοούν το ίδιο ακριβώς: άλλον έναν ξεριζωμό. Μουσουλμάνοι της Ελλάδας παρατούν τα πάντα και φεύγουν για την Τουρκία. Έτσι ακριβώς θα γίνει, μεταξύ άλλων, και με τους ελληνικής καταγωγής κατοίκους της Ανατολικής Θράκης. Εξαιρέθηκαν οι Κωνσταντινουπολίτες και όσοι κατοικούσαν στην Ίμβρο και την Τένεδο. Αυτά τα νησιά δόθηκαν στην Τουρκία.
Στη Δυτική Θράκη παρέμειναν οι μουσουλμάνοι, ενώ από την Τουρκία ήρθαν πρόσφυγες από τον Πόντο, Μικρασιάτες, Καππαδόκες, Απολλωνιαδίτες… κόσμος και ντουνιάς!
Μετά από σκληρά παζάρια, η Συνθήκη της Λωζάνης καθόρισε και τα σύνορα Ελλάδας και Τουρκίας. Κάποιοι λένε ότι μπορεί να παθαίναμε και χειρότερα. Ότι πληρώσαμε τη «Μεγάλη Ιδέα». Άλλοι, πιο μοιρολάτρες, σιωπούν. Έτσι ήταν γραφτό. Η μόνη σίγουρη αλήθεια είναι πως το γραπτό, που λέγεται «Συνθήκη της Λωζάνης», προκάλεσε αβάσταχτο πόνο και μαζί ευχές για ειρήνη και ελληνοτουρκική φιλία από ’δω και πέρα…
Σε πολύ μικρό διάστημα η Αλεξανδρούπολη μεγάλωσε –παραμεγάλωσε μάλιστα– λόγω της άφιξης των προσφύγων. Και οι γονείς μου, μικρά παιδιά τότε, ήρθαν εκείνο τον καιρό εδώ· από την Αδριανούπολη ο πατέρας μου και από τον Σκοπό των Σαράντα Εκκλησιών η μητέρα μου.
Προσφυγικοί καταυλισμοί στήνονται παντού, ώσπου να χτιστούν νέες γειτονιές για όλους τους ξεριζωμένους, που ακόμα δεν μπορούν να πιστέψουν πως δεν θα γυρίσουν πίσω ποτέ. Το «ποτέ» είναι μια λέξη που δεν θυμάμαι να άκουσα από παππούδες και γιαγιάδες. Δεν τους έβγαινε από το στόμα. Ο ποταμός, ο Έβρος, είναι το φυσικό σύνορο με τις παλιές πατρίδες. Μια ανάσα δρόμος… κι όμως τόσο μακριά.
Στο μεταξύ, στην Αμερική, δημοσιεύονται οι μαρτυρίες-ρεπορτάζ του Έρνεστ Χεμινγουαίη για τη δραματική περιπέτεια της προσφυγιάς των Ρωμιών της Ανατολικής Θράκης. Ο άγνωστος τότε Αμερικανός συγγραφέας βρέθηκε σαν πολεμικός ανταποκριτής στα μέρη μας και κατέγραψε συγκλονιστικές σκηνές από την ταλαιπωρία των χιλιάδων εκπατρισμένων. Στην Ελλάδα οι ανταποκρίσεις του Χεμινγουαίη θα φτάσουν πολλά χρόνια αργότερα, σε ένα βιβλίο με τον τίτλο Στα δύσκολα χρόνια.
Η Αλεξανδρούπολη προεκτείνεται προς το Αλήμπεη, αυτό που ξέρουμε ως Εξώπολη, προς την Καλλιθέα, αλλά και πέρα από το Νοσοκομείο, που λειτουργούσε αρχικά ως στρατιωτικό και αργότερα ως προσφυγικό. Δημιουργούνται νέες γειτονιές, όπως τα «Τσιμεντένια», δίπλα σε ένα μικρό συμμαχικό νεκροταφείο, που όλοι το γνωρίζουν με το τρυφερό υποκοριστικό «τα μνηματάκια». Το συγκεκριμένο νεκροταφείο υιοθετείται ευχαρίστως από τους γείτονες. Κάτι είναι κι αυτό για τους νεκρούς στρατιώτες που θάφτηκαν χωρίς τα δάκρυα γονιών και αγαπημένων.
Στην αντίθετη πλευρά, προς τον παλιό Γαλλικό σταθμό, στήνεται η συνοικία των Καραγατσιανών. Το Κάραγατς ήταν προάστιο της Αδριανούπολης, το πιο «ευρωπαϊκό», με μπιραρίες, καθολικά σχολεία και επιβλητικό σιδηροδρομικό σταθμό. Μόνο ο Σταθμός, που στεγάζει μέρος της Γραμματεία του τοπικού Πανεπιστημίου, απομένει σήμερα να δηλώνει τα παλιά μεγαλεία του, ενώ μερικές ατμομηχανές, σε σκουριασμένες ράγες, θυμίζουν τις ένδοξες εποχές… Το υπόλοιπο Κάραγατς είναι ένα τουρκοχώρι με ξέφτια του παρελθόντος.
Πολλοί από τους πρόσφυγες, λοιπόν, του Κάραγατς εργάζονταν στο σιδηρόδρομο, τον οποίο οι Αλεξανδρουπολίτες γνωρίζουν σαν Ελληνο-γαλλική Εταιρεία. Γι’ αυτό προτιμούν να έχουν τα σπίτια τους κοντά στα τρένα. Έτσι, απέναντι από τον ερειπωμένο μύλο του Πρωτόπαπα, σύντομα οργανώθηκε η συνοικία των Καραγατσιανών.
Εκεί και το σπίτι του πατέρα μου, των θείων και των στενών φίλων. Ο παππούς μου, σιδηροδρομικός κι αυτός, μιλά απταίστως γαλλικά και βρίζει το ίδιο καλά στα ρώσικα… Εγώ, με μνήμη που αρχίζει να καταγράφει πολύ πολύ αργότερα, κάτι θα προλάβω από το διεθνές διασκεδαστικό κλίμα των Καραγατσιανών.
Γ. Ξανθούλης, Αλεξανδρούπολη Σαν παραμύθι…σαν Ιστορία, Εθνολογικό Μουσείο Θράκης, 2009, σ. 41-46.
Η μυθολογία του Έβρου ...
Θανάσης Τζούλης
«Η μυθολογία του Έβρου ή εκεί που η επίκουρος φύση αφθονεί και η φίλαυτη πολιτεία απουσιάζει»
O riches nuits! je me meurs,
La province dans le coeur!
(Jules Laforgue, Complainte de la lune en province)
Αισθάνομαι ότι δεν μπορώ να προσδιορίσω ονομαστικά τις πολλές και μεγάλες (τόσο μεγάλες που μένουν σχεδόν άρρητες) οφειλές μου στον Έβρο για τις δωρεές που με έχει φιλέψει ως τώρα (δωρεές των αισθήσεων και δωρεές της καρδιάς και του νου). Η αδυναμία μου αυτή ίσως οφείλεται στο είδος και στην ποιότητα της συμβίωσής μου με τον Έβρο και τον κόσμο του η οποία έχει κάτι το ιερό και μυστηριακό· πρόκειται για ευχαριστιακή σχέση μαζί του, που σημαίνει ότι κοινωνώ από το σώμα του όπως από σώμα Χριστού. Και αυτή η συμβίωση, ενώ έρχεται από πολύ μακριά (δε θ’ αργήσουν να κλείσουν δύο δεκαετίες από τότε που με δέχτηκε πρώτη φορά η Αλεξανδρούπολη), αισθάνομαι, εντούτοις, ότι βρίσκεται ακόμα στον όρθρο της, πράγμα που σημαίνει πως θα διαρκέσει όσο ο Θεός θα κρατάει τα μάτια μου ανοιχτά.
Ευλογώ, λοιπόν, τούτο το ποτάμι που κανοναρχεί μέσα στα ποιήματά μου και με κρύβει πίσω από τις καλαμιές του όπως τα πουλερικά, όταν πηγαίνουν για το αυγό τους. Δεν είναι λίγη η ευτυχία να σε περιζώνουν από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός οι ήχοι του Έβρου και να σε αγνίζουν τα νερά του, αναταράζοντας μέσα σου τα μνημονικά (σωματικά) ίχνη που σε φέρνουν σε επαφή μέσα από τις μυστικές διόδους του ασυνειδήτου με το χαμένο παράδεισο του μητρικού πλακούντα.
Οι συνειρμοί ευδαιμονίας όμως έρχονται κι έξω από τον Έβρο· απέναντι η Σαμοθράκη των Καβείρων, που την πιο ψηλή κορυφή του απόκρημνου και σχεδόν άβατου βουνού της τη λένε Φεγγάρι, είχε τη σπάνια εύνοια να φιλοξενεί τον κοσμοσείστη Ποσειδώνα, ο οποίος λυπόταν τους Αχαιούς που τους νικούσαν οι Τρώες και θύμωνε πολύ με το Δία. Έτσι την ώρα που ο Δίας είχε πάρει τα μάτια του από την Τροία και κοίταζε κατά τη χώρα των Θρακών, ο Θεός της θάλασσας μηχανεύεται τρόπους, για να βοηθήσει τους Αχαιούς. Τον ακούμε ως τώρα να κατεβαίνει από το τραχύ βουνό, προχωρώντας με γρήγορο βήμα:
Μα ο κοσμοσείστης ρήγας άδικα δε βίγλιζε από πάνω·
στης Σαμοθράκης της πολύδεντρης την πιο ακρινή εκαθόταν
κορφή, κι εθάμαζε τον πόλεμο θωρώντας και τη μάχη.
Απ’ άκρη ως άκρη εκείθε αγνάντευε την Ίδα, και το κάστρο
του Πρίαμου αγνάντευε και τ’ άρμενα των Αχαιών μπροστά του.
Εδώ εκαθόταν απ’ τη θάλασσα φτασμένος, και πονούσε
τους Αχαιούς που οι Τρώες αφάνιζαν, και χόλιαζε τον Δία.
Και ξάφνου απ’ το βουνό το απόγκρεμο ροβόλησε κινώντας
με πόδι γρήγορο· τοα τρίψηλα βουνά και τα ρουμάνια
σειστήκαν κάτω απ’ τα ποδάρια του τ’ αθάνατα, ως δρομούσε.
…………………………………………………
Μα ο κοσμοσείστης, κοσμοκράτορας ως φάνη Ποσειδώνας,
απ’ τη βαθιά φτασμένος θάλασσα, γκαρδιώνει τους Αργίτες,
του Κάλχαντα το διώμα παίρνοντας και την τρανή φωνή του.
(Ιλιάδα, Ραψωδία Ν, στίχοι 10-19 και 43-45, μετάφραση Καζαντζάκη-Κακριδή)
Αν πάλι τύχει να είσαι μουσόληπτος, δεν αποκλείεται να ακούσεις στην αντίπερα ακτή της Θάσου τους ψογερούς ήχους του ανυπότακτου Αρχίλοχου, ενός από τους αρχίφωτους ποιητές του κόσμου, ο οποίος έβγαλε από τον κοιτώνα στο φως την ηδονόχαρη τριανταφυλλιά που είναι το ερωτικό σώμα. Λίγο αργότερα στο γειτονικό Δωρίσκο, πέντε έξι χιλιόμετρα από την Αλεξανδρούπολη, ο υπερφίαλος Ξέρξης θα δακρύσει, ίσως από ενοχή και πρόγνωση του επερχόμενου τέλους του αναρίθμητου στρατού του.
Ο Έβρος, λοιπόν, ηγεμονεύει εδώ με τα «ερατεινά του ρέεθρα», όπως έλεγε ο Όμηρος για τα νερά του Σκάμανδρου που η κοίτη του ήταν ασήκωτο νεκροταφείο. Σε τρελαίνει με τους ήχους και τις βαθιές του δίνες τούτο το ποτάμι και, αν τύχει και σε βρει καθαρό εκεί που λούζεται, σ’ εμπιστεύεται και σ’ αφήνει να δεις τα τιμαλφή του, αφού σου μετρήσει το σφυγμό πολλές φορές. Σου επιτρέπει, λέω, ο Έβρος να τον δεις που βγαίνει ολόσωμος από την κοίτη του με την αγιο-κάρα του Χαμένου Βασιλιά και υπερβαίνει το Φεγγάρι, καθώς λέμε την ψηλότερη βουνοκορφή της Σαμοθράκης. Όποιος αξιωθεί αυτή την εύνοια του ποταμού, τρέμει τέτοια ώρα που αγιάζουν τα νερά και κλαίνε εκατομμύρια ναυάγια, γιατί δεν έχουν που να αράξουν και κρυσταλλώνουν στο χώρο και ιδίως στο χρόνο της Θράκης. Ύστερα ο Έβρος γίνεται καθημερινός και καλόβολος αλλά πάλι με το δικό του ύψος βγάζει τη φυλλάδα του Φραντζή, του Δούκα και του Λαόνικου Χαλκοκονδύλη και μνημονεύει νεκρούς και ζώντες (δεν τους ξεχωρίζει), σταυρώνοντας τον άρτο που αυτός του χορηγεί και αφήνοντας σποράδην τα αρτίδια στα νερά του για σπονδή.
Θέλω να πω αναρρωνύεις εδώ που έχει την εύνοια να σε αγνίζει ο Έβρος και να βλέπεις με το γυαλί του ορισμένα πράγματα που ξεφεύγουν το ζύγι της εποχής σου.
Καταλαβαίνεις πόσο δίκιο είχε ο γερο-Πλήθων που ζητούσε επιταχτικά να αρπαχτούμε από την οικεία μας γλώσσα, για να μην πνιγούμε στις θεομηνίες που έρχονταν. Και μη μου πείτε πως μπόρεσε κανείς μας να απαλλαγεί από το φοβερό τραύμα της άλωσης, που δεν είναι διόλου ναρκισσικό αλλά βαθύτερα εθνικό και υπαρξιακό και δε μας επηρεάζει μόνο με το εκχείλισμά του από το ασυνείδητο –όπου έχουν συντελεστεί τρομοκρατικές απωθήσεις– αλλά και με το καινούριο τραυματικό υλικό του δεχόμαστε εξαιτίας των απειλούμενων νέων συρρικνώσεων και ακρωτηριασμών.
Από ’δω και πέρα ο λόγος γίνεται μελαγχολικός. Τι θα γίνει με όλο τούτο το υλικό από τον πακτωλό της ιστορίας και της λαογραφίας μας που χάνεται, αφού δεν αποθησαυρίζεται από τη γλώσσα –μέσω της γλώσσας– του λογοτέχνη της επαρχίας ο οποίος λείπει; Ομιλώ, φυσικά, γι’ αυτό το πειστικό, αποφλοιωμένο, γνήσιο και αυτάγγελτο ήθος του λόγου που χάνεται, παρόλο που άξιος σύζυγος της γλώσσας είναι ο λαός, εφόσον λείπουν οι ποιητές που θα την ενωτιστούν, θα την εγκολπωθούν και θα την αναπλάσουν.
Αν χαθεί η γλωσσική ενδοχώρα μας ή αν πέσει σε εποχή σιτοδείας, θα γεμίσει με ερείπια το ίδιο μας το ασυνείδητο, το ατομικό και συλλογικό. Από την εποχή που γράφτηκε από τον Πλάτωνα ο Κρατύλος ξέρουμε πως ονοματοθέτες και ονοματουργοί είναι το σύνολο των πολιτών, ανάμεσα στους οποίους έχουν ιδιαίτερη ευθύνη οι δημιουργοί. Σε ποιο συμπέρασμα, όμως, μπορεί να καταλήξει κανείς σήμερα για την ανταπόκριση της επαρχίας σ’ αυτό το μορφοπλαστικό ρόλο, την ώρα που χάνονται μια-μια οι πνευματικές εστίες από το χώρο της και είναι καταδικασμένη να έχει παιδεία η οποία έχει εξαντλήσει τα όριά της χωρίς δυνατότητες και προοπτικές εκσυγχρονισμού; (Βλέπετε την αγωγή των Ελληνοποντίων και μουσουλμανόπαιδων καθώς και την παντελή έλλειψη πολυπολιτισμικής αγωγής, η οποία θα σέβεται τη διαφορετικότητα).
Η τέχνη είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση· δεν είναι μόνο ανάβρυσμα ιαματικό και πηγαίο· έχει ανάγκη μακράς παιδείας και πολύχρονης άσκησης. Εκτός από τους φυσικούς χώρους της παιδείας, η τέχνη ως δημιουργία και ως κατανάλωση –συγχωρήστε μου αυτή τη λέξη– έχει ανάγκη και από πολιτισμική ατμόσφαιρα, η οποία παρουσιάζει μέρα με τη μέρα καθίζηση στην επαρχία με ορατούς κινδύνους να συρρικνωθεί ή να τυποποιηθεί, εφόσον δεν αναδημιουργείται, και να εκλείψει. Τολμώ να πω από πείρα, εφόσον ζω μονίμως στην επαρχία, πως είναι παιδαγωγικό λάθος, αν πιστεύουμε πως με τον ετεροφωτισμό από περιερχόμενα προγράμματα μορφωτικά μπορεί να τροφοδοτηθεί η πνευματική ζωή. Η λύση είναι στην ενθάρρυνση της επαρχίας και στην παροχή των μέσων για να αυτενεργήσει και να πάρει εξολοκλήρου στα χέρια της και στην ευθύνη της την πνευματικής της προκοπή και ανάσα. Η αυτενέργεια και η αυτονομία της πνευματικής ζωής ήταν το ζητούμενο κάθε πόλης στην αρχαιότητα, για να κρατηθεί η πνευματική και πολιτισμική ακεραιότητα και προσωπικότητά της. Και σε άλλο κείμενό μου έχω τονίσει ότι, όση έλξη και αν ασκούσαν τα μεγάλα κέντρα, δεν αποψιλώνονταν οι περιφερειακές πόλεις από το πνευματικό τους δυναμικό. Δεν ομιλώ για αυτάρκεια πνευματική που μπορούσε να έχει κάθε πόλη, γιατί οι ενοφθαλμισμοί που έρχονται απέξω είναι απαραίτητοι, για να δίνονται οι δυνατότητες διασταύρωσης, η οποία τρέφει την ανανέωση· το αντίθετο θα ήταν άκαρπη εσωστρέφεια και επιβλαβής ναρκισσισμός. Χρειάζεται όμως να υπάρχει ο πυρήνας, το ρίζωμα πνευματικής, κοινωνικοπολιτικής και οικονομικής ζωής σε κάθε πόλη και κυρίως στα άκρα της χώρας, αλλιώς έρχεται αναπότρεπτα από μέσα ο μαρασμός και η φθορά ή η αλλοίωση, που σημαίνει αυτοξένωση και απώλεια της φυσιογνωμίας ενός τόπου. Με άλλα λόγια, η πολιτισμική αποκέντρωση είναι ζήτημα ζωής και θανάτου για τη χώρα μας, ιδίως υπό τις παρούσες συνθήκες που στα άκρα δόθηκε από το πατρογονικό ασυνείδητο η εντολή της άμυνας της χώρας και της συνεχούς εγρήγορσης.
Κι αυτό όσο νωρίτερα το καταλάβουν οι κεφαλές, αδιακρίτως ιδεολογικοπολιτικού χώρου, τόσο ορατότερες και εναργέστερες θα είναι οι προϋποθέσεις και η ελπίδα της Εθνικής προκοπής.
Πότε επιτέλους θα μάθουμε ότι οι απώλειες στην περιοχή του πολιτισμού έχουν το τρομακτικό τους αντίκρισμα στην ίδια την ψυχή του λαού μας, που κατακερματίζεται;
Θ. Τζούλης, «Η μυθολογία του Έβρου ή εκεί που η επίκουρος φύση αφθονεί και η φίλαυτη πολιτεία απουσιάζει», περ. Εξώπολις, χειμώνας 1997-1998, τ.χ. 8-9, Αλεξανδρούπολη, σ. 1-4.
Μετάβαση στο σημείο: Στρατόπεδο