Αλεξανδρούπολη
Αλεξανδρούπολη
Συγκρότηση ενότητας: Γεωργία ΠατερίδουΔέλτα του Έβρου Δέλτα του Έβρου
Ο χάρτινος Σεπτέμβρης ...
Το σαλόνι της θείας Ευτέρπης ήταν γεμάτο από πίνακες, είχε και τους δυο Βικάτους κι ένα μικρό Παρθένη με μολύβι, αλλά και θαλασσογραφίες αγνώστων και πορτρέτα με παστέλ ξαδελφάδων και φίλων που πέθαναν – και κανείς δεν ήξερε ποτέ τα ονόματά τους.
Ήταν η μικρή συλλογή του μακαρίτη του θείου Φοίβου, που ήταν παλιός υφασματέμπορος στην Αιόλου και παντρεύτηκε τη θεία όταν θα ήταν πια εξηνταπεντάρης, κι αυτή κατά πολύ νεότερη.
Έσβησα το φως να μη με βλέπουν όλα αυτά τα ωραία πεθαμένα μάτια απ’ τα κάδρα και βυθίστηκα σ’ έναν ύπνο γεμάτο παιδικές φωνές και σκόνη απ’ τους καιρούς που στο μάθημα της ωδικής τραγουδούσα στη χορωδία δεύτερη φωνή :
«Ο χάρτινος Σεπτέμβρης της καρδιάς μας»
και ο τενόρος συμπλήρωνε σόλο :
«του φθινόπωρου μήνας,
χελιδονάκι, γεια…»
Τότε ήμουν μάγος. Το ᾽χα πάρει απόφαση πως είχα το χάρισμα των μάγων των παραμυθιών και των μυθικών ανθρωπόμορφων τεράτων να κατευθύνω τις μοίρες και τα χούγια των ανθρώπων. Έτσι αισθανόμουν πιο σίγουρος να υπάρχω μέσα σε τόσες εξέχουσες θεομηνίες και σ’ ανθρώπους που δε μου πήγαιναν.
Είχα και το θράσος να συνοδεύσω τη φαντασία μου με κινηματογραφικές αφρικάνικες φυλές, έντρομες μπροστά στην παντοδυναμία των μάγων, κι έτσι ενέδωσα στο μεγαλείο του τιμωρού και του προστάτη που ανακάτευε ζουμιά, σπίρτα, ταλκ και καρφίτσες με αρωματικές ρίζες από βασιλικά και αμπαρόριζες και με μια ευχή, που δε σήκωνε αμφισβήτηση, έφτανα στο ποθητό αποτέλεσμα. Δεν ομολόγησα ποτέ σε κανέναν το πάθος μου να είμαι ένα παιδί με υπερφυσικές κινητήριες ικανότητες, άλλωστε τούτο το μυστικό ήταν όλη και όλη η παρηγορήτρα δύναμή μου.
Η μαγεία παρέμεινε σιωπηλά, στην παιδική μου ηλικία, το μεγάλο αποκούμπι για να ξεπερνώ το δέος και την αγανάκτηση για τη δικαιοσύνη του Θεού. Τα θυμάμαι όλα αυτά γιατί μετά τη δεκαετία του ᾽40 ο πατέρας άρχισε να τρέχει από επαρχία σε επαρχία σαν νομίατρος και, τελικά, το 1950, που ήμουν πια εφτά χρονών, καταλήξαμε οικογενειακώς στην Αλεξανδρούπολη, στον Έβρο, μια ήσυχη πόλη αγνοημένη από το κέντρο, δημοσιοϋπαλληλική, μ’ εντυπωσιακά μπαρμπούνια, γαρίδες και μύδια κι έναν φάρο σε μια παραλιακή λεωφόρο, που συμβούλευε τα νυχτερινά δρομολόγια των εμπορικών πλοίων.
Βεβαίως, μας ήρθε μια τρέλα που χάσαμε τη θεία Ευτέρπη και το θείο Φοίβο – ζούσε τότε ο θείος Φοίβος – την Αθήνα με τα θέατρα και το σπίτι μας στο Μαρούσι, που το ονομάζαμε «θερινό ανάκτορο Αμαρουσίου», κατά το «Τατοΐου»… Αλλά, τι να γίνει…έπρεπε να ακολουθήσουμε το νομίατρο πατέρα. Κι αυτό κάναμε.
Ένα μεσημέρι του Αυγούστου προσγειωθήκαμε με μια Ντακότα της ΤΑΕ στο «στρατιωτικής σημασίας», όπως έλεγαν, αεροδρόμιο της Αλεξανδρούπολης και πήγαμε να μείνουμε, προσωρινά, σ’ ένα διώροφο παραλιακό σπίτι. Το «προσωρινά» κράτησε, ούτε λίγο ούτε πολύ, εφτά χρόνια, μέχρι που φύγαμε ξανά για την Αθήνα και, στο μεταξύ, εγώ είχα τελειώσει εκεί το Δημοτικό και την πρώτη τάξη του Γυμνασίου.
Τώρα που ταξινομώ όλες αυτές τις περιπλανήσεις της ζωής μου βλέπω πως έγιναν μελετημένα, για να συναντήσω το δρόμο της Φανής – που συνέπεσε να είναι ο ίδιος δρόμος του διώροφου σπιτιού μας, σ’ εκείνην την πόλη.
Τη χρονιά που εγκατασταθήκαμε στον Έβρο αποφάσισα να γίνω «μάγος», για να επηρεάσω τη ζωή μου, που την έβρισκα μηδαμινή, άνευ σκοπού, απέναντι απ’ το Θρακικό πέλαγος που άφριζε απ’ το φθινόπωρο και μετά, ως το Πάσχα, για να γαληνέψει απότομα το καλοκαίρι και να ξαναταραχτεί ευχάριστα την περίοδο των μελτεμιών.
Η Φανή ζούσε ακριβώς δίπλα από μας. Γειτόνευαν οι αυλές και οι τοίχοι των σπιτιών μας, αλλά ό,τι θυμάμαι είναι απ’ τους καλοκαιρινούς μήνες που παρατηρούσα τις κινήσεις της πίσω απ’ τις γρίλιες των παντζουριών, τα όσα άφηναν να φανούν οι πυκνές κόκκινες μουριές της αυλής της. Μου έκανε εντύπωση που η Φανή δεν είχε πατέρα αλλά θείο, και που τη θεία την έλεγε νουνά.
Τη συναντούσα κάποιες φορές στο δρόμο να παίζει «κουτσό» με άλλα κορίτσια ή πάνω σε τζιπ και ζήλευα. Ο απόηχος του εμφύλιου δεν είχε σβήσει και οι μισοί άντρες, έλεγε η θεία της Φανής, φυλάν κάθε βράδυ ΜΑΫδες για το φόβο των ανταρτών, που έπαιρναν τα παιδιά στο… «παιδομάζωμα», κάτι, δηλαδή, σαν ατελείωτη πεζοπορία εντός του παραπετάσματος, για να κάνουν γενίτσαρους και να τα μάθουν να μισούν τους γονείς τους, τον Χριστό και τη μητέρα Πατρίδα!
Ο θείος της Φανής ήταν ο συνταγματάρχης Πάτροκλος Καραποστόλου. Ψήλος, γεμάτος, με μια πλάτη όλο μούσκουλα και σγουρό τρίχωμα, σαν το αστραχάν παλτό της μαμάς. Αυτή την εντύπωση έδινε ανάμεσα απ’ τις κόκκινες μουριές τα καλοκαίρια. Απ’ τη μεριά του παραλιακού μας δρόμου ήταν ένας βλοσυρός άντρας γύρω στα πενήντα πέντε, ντυμένος μόνιμα στα χακί, που πηδούσε μ’ ευλυγισία σ’ ένα σκονισμένο τζιπ και χανόταν σαν βολίδα με μεγάλα ζιγκ ζαγκ, για ν’ αποφύγει στις λακκούβες.
Στο ίδιο αυτό τζιπ κάποιες Κυριακές είδα και τη Φανή. Ούτε στην αυλή ούτε στο δρόμο ούτε στο σχολείο – πηγαίναμε μαζί στην ίδια τάξη στο Τρίτο Δημοτικό – η Φανή δε γελούσε ποτέ και πουθενά. Στην αρχή νόμιζα πως έφταιγε η μεγάλη κοτσίδα που της τραβούσε το μέτωπο και, πιθανόν, δεν έδινε περιθώρια στα χείλη της ούτε για μισό χαμόγελο. Γρήγορα κατάλαβα πως έφταιγε ο θείος της Πάτροκλος Καραποστόλου, που αργότερα φρόντισα να τον εξολοθρεύσω, στην ακμή των μαγικών μου προσπαθειών – αλλά, ήδη, απ’ το απόγευμα που βάρεσε με τη λουρίδα τη Φανή, τον είχα ξεγραμμένο μέσα μου.
Εγώ, όμως, έμαθα στη Φανή να γελά, σε πείσμα του συνταγματάρχη, που υπεραγαπούσε το παιδί του αδερφού του, που ᾽χε σκοτωθεί με τη γυναίκα του σ’ ένα βομβαρδισμό στον πόλεμο, αλλά με μια αγάπη «εποικοδομητικά στρατιωτική». Έτσι έλεγε, αν υποτεθεί πως υπάρχει «στρατιωτική αγάπη» άλλη, εκτός απ’ τη μυστική ομόκλινη μεταξύ δυο τυφεκιοφόρων, δυο βαθμοφόρων, και πάει λέγοντας.
Ο συνταγματάρχης, όμως, επέβαλλε την αγάπη του με ήρεμη, αυστηρή φωνή και δίκαιες τιμωρίες, στα πλαίσια της επιμόρφωσης και της ηθικής διαπαιδαγώγησης. Τότε, άρπαζε μια λουρίδα και μελετημένα βαρούσε τα πόδια της Φανής, πιθανόν απαλά «σαν χάδι», ίσα ίσα να την πονά, δέσμιος του καθήκοντος του καλού κηδεμόνα που επιβάλλει θεάρεστη τάξη. Δεν ξέρω τις τιμωρίες που της επέβαλλε μέσα στο σπίτι. Ξέρω, όμως, τις καλοκαιρινές – που η Φανή ακουμπούσε στις μουριές κι απ’ το τράνταγμα γέμιζε η αυλή μαύρα μούρα πληγιασμένα, ολόγυρα απ’ το τιμωρημένο παιδί.
Κι απ’ τις τιμωρίες κάτω απ’ τις κόκκινες μουριές αγάπησα τη Φανή και ένιωσα απολογητής του δικαίου και γέμισα τα πρόχειρα τετράδιά μου με ένα σωρό «Φ» κεφαλαία και πολύ με πείραζε που μια ταβέρνα με τ’ όνομα «Τα πέντε Φι» ήταν τρίτης διαλογής, αλλά αυτά ήταν πράγματα που δεν βγήκαν ποτέ προς τα έξω και, αν όχι τίποτ’ άλλο, έμαθα να κρύβω και το μίσος και την αγάπη, για να ωριμάσουν και να καρπίσουν.
Είχα μανία με τον καρπό. Έβλεπα ένα δέντρο, ένα φυτό, ένα λουλούδι κι έλεγα αμέσως: «Τί καρπό κάνει;» Ή και ζώα. Αμέσως θα ρωτούσα πώς είναι τα μικρά τους, όταν γεννήσουν. Μόνο με τους ανθρώπους δεν είχα τέτοιες απορίες. Τους δεχόμουν μες στην ασκήμια ή την ομορφιά τους και τους βόλευα με μια φανταστική, ολότελα δική μου καρποφορία. Για τη Φανή, τα δυο πρώτα καλοκαίρια που παρακολουθούσα τις τιμωρίες της στην αυλή, πίστευα πως ο καρπός της είναι τα πολύ κόκκινα μούρα. Δεν της το ᾽πα ποτέ.
Εγώ, όμως, έμαθα στη Φανή το γέλιο. Με γκριμάτσες στην αρχή και κακολογώντας ή κοροϊδεύοντας τις άβατες αξίες και τις υπολήψεις των νοικοκυραίων γειτόνων, που έμεναν στον παραλιακό δρόμο μας. Τη λίγη αυτοπεποίθηση την κέρδισε, τον πρώτο εκείνο καιρό, με τις δικές μου παρατηρήσεις και τις μιμήσεις για τα κουσούρια και τις παραξενιές αντρών και γυναικών.
Η κυρία Λέλα με το τιρμπάν∙ τα μακριά κόκκινα νύχια μιας Εβραίας, που είχα ακούσει πως είχε κόψει, για θρησκευτικούς λόγους, το πουλί του γιου της παραπάνω από το κανονικό· ο γέρος που σερνόταν ετοιμοθάνατος από ένα άγριο κυνηγόσκυλο κάθε φορά που το ᾽βγαζε βόλτα στη λιακάδα∙ η δασκάλα με τα δέκα βυζιά, που τα μοιράζει πέντε και πέντε στο γιγαντιαίο σουτιέν της… τέτοια και χειρότερα έλεγα στη Φανή, ξεραμένη απ’ τα αστεία μου, που, όμως σταματούσαν απότομα σαν έφτανα στο σπίτι της. Ο Πάτροκλος Καραποστόλου και η νουνά της έμεναν άθικτοι. Έντρομη, με κοιτούσε κατάματα μήπως και διέπραττα την ιεροσυλία να πιάσω στα πειράγματα τους θετούς γονείς της. Αλλά εγώ, με μια παύση που δε γινόταν να της εξηγήσω πως ήταν χειρότερη και σοβαρότερη απ’ τα αστεία μου, περνούσα γρήγορα γρήγορα στο δικό μου σπίτι.
Ο πατέρας, σαν νομίατρος που ήταν, είχε ευθύνες για διάφορα εμβόλια, απολυμάνσεις, την τακτική εξέταση των πορνών της πόλης – που εμφανίζονταν στο ιατρείο του κάτι μεσημεριανές ώρες με λαντό, που οι ντόπιοι τα ονόμαζαν «παϊτόνια». Εξέταζε τουρκοκατσίβελους που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα, μετρούσε το ποσοστό φυματίωσης και πολιομυελίτιδας και είχε και μερικούς πελάτες διακεκριμένους ή τον φώναζαν, σπάνια, στις μεγάλες ανάγκες, για να επικυρώσει καμιά πλευρίτιδα.
Όλα αυτά τα μετέφερα στη Φανή με διαφορετικούς τρόπους, σαν να περιέγραφα μουσικοχορευτική ταινία, που ήταν στο φόρτε τους την εποχή εκείνη με τον πλούτο και το σατέν ερωτισμό τους. Και η Φανή, που ήταν κλειστή κι αγέλαστη απ’ τον τρόμο του συνταγματάρχη, ξέδινε και συμμετείχε κι έβαζε λογάκια δίπλα στα δικά μου και ξεχνιόταν ως αργά έξω στα προαύλια όπου παίζαμε, γιατί οι θείοι της της επέτρεπαν να παίζει με το γιο του νομίατρου, που είχε τρόπους, που έλεγε «αμέ» και «χάμω» σαν γνήσιος Αθηναίος και μιλούσε στον πληθυντικό.
Ο πληθυντικός ήταν δίκοπο μαχαίρι για όλους τους ενήλικους με κάποια κοινωνική θέση. Κι εγώ μεταχειριζόμουν θαυμάσια όλες αυτές τις τσιριμόνιες για να πετύχω τους σκοπούς μου και να θριαμβεύσω πάνω απ’ την πλήξη και την επιμονή της εποχής να κάνουμε «καλές πράξεις» για πατριωτικούς και χριστιανικούς λόγους. Δυο λόγοι που ήταν γραμμένοι μόνιμα στα παλιά μου τα παπούτσια. Εγώ ήθελα τη Φανή πάση θυσία – και να τη βλέπω γελαστή. Αυτός ήταν ο μόνος λόγος για να υπάρχω και να εντείνω τις μαγικές μου δραστηριότητες, γιατί ένα απόγευμα ήρθε στο σπίτι μας ο Καραποστόλου και κλείστηκε μισή ώρα στο γραφείο του πατέρα.
— Το ξέρεις πως η Φανή τρομάζει μ’ αυτά που της λες; Έπιασε κουβέντα το βράδυ καλοσυνάτα ο μπαμπάς. Μην κοιτάς που εμείς στο σπίτι ξέρουμε πως εκείνες οι δύστυχες γυναίκες πρέπει να εξετάζονται, για να μη μολυνθούν και μολύνουν την πόλη. Το ξέρουμε γιατί είναι η δουλειά μου – κι ύστερα, εσύ ᾽σαι άντρας. Τα κοριτσάκια δεν πρέπει να μαθαίνουν από τώρα τα άσκημα πράγματα γιατί τρομάζουν – καλή ώρα η Φανή – και ανοίγουν συζητήσεις με τους δικούς τους και τους φέρνουν σε δύσκολη θέση. Η νουνά της Φανής έκανε τρεις φορές εμετό απ’ τη στεναχώρια της που η Φανή είπε για κάτι «παλιογυναίκες» που βγάζουν μεσ’ απ’ το πράμα τους κίτρινες φλόγες κι έρχονται σ’ εμένα και τους αλλάζω το χρώμα κάθε βδομάδα. Δε φτάνει που τα λες, τα παραφουσκώνεις, κιόλας, με ψευτιές…
Ορκίστηκα να μην ξανανοίξω το στόμα μου στη Φανή για τόσο λεπτά θέματα και αποφάσισα να επισπεύσω το θάνατο του συνταγματάρχη, μες το καλοκαίρι του 1955, γιατί είχαν περάσει στο μεταξύ τα χρόνια και έμαθα πως ο συνταγματάρχης, κανονικά, ήταν αντισυνταγματάρχης – αλλά, τιμής ένεκεν, τον φώναζαν συνταγματάρχη· και συνταγματάρχης έγινε μετά το 1954, που αποστρατεύτηκε, γιατί δεν ήταν της Ευελπίδων αλλά καραβανάς.
Η Φανή συνέχισε να γελά. Κι εγώ συνέχισα να την αγαπώ και να αψηφώ όλες τις παιδικές κολλητικές αρρώστιες της. Τις αψηφούσα και καθόμουν μαζί της για παρέα στα σκοτεινά δωμάτια, γιατί η ανεμοβλογιά, η οστρακιά και η ιλαρά, έλεγε ο θείος της, δε θέλουν φως αλλά ηρεμία και σκοτάδι. Λες και η Φανή ήταν φιλμ και θα χαλούσε με το φως… Αλλά, άντε πάνε να εξηγήσεις στον Καραποστόλου! Το εκτιμούσαν, πάντως, που ριψοκινδύνευα μένοντας μαζί της κάποιες ώρες.
Εκείνες οι μέρες με τις «κολλητικές αρρώστιες» ήταν, ίσως, οι πιο ευτυχισμένες όσο καιρό μείναμε στην Αλεξανδρούπολη. Έκανα μια αναδρομή στα πιο εκρηκτικά αστεία μου, αλλά, όταν η Φανή ανέβασε επί τρεις συνεχείς βραδιές σαράντα πυρετό, φοβήθηκα πως εγώ ήμουν η αιτία και το πολύ γέλιο.
Στο τέλος οργάνωσα μια μικρή φιέστα, έβαλα πέντε συμμαθητές μας περιβραχιόνια του Ερυθρού Σταυρού και μ’ ένα φωτογράφο επισκεφτήκαμε τη Φανή – σε ανάρρωση, πια – και της προσφέραμε γλυκά και τους «Άθλιους» του Ουγκό, που σώθηκαν απ’ τον Καραποστόλου γιατί κάποιος του είπε πως δεν είναι ένα από μυθιστόρημα αλλά πραγματικό «κοινωνικό Ευαγγέλιο», παρόλο που μιλούσε για «Άθλιους».
Η κατάληξη της επίσκεψης στη Φανή με τα περιβραχιόνια ήταν να δημοσιευτεί η φωτογραφία μας στο περιοδικό Ερυθρός Σταυρός Νεότητος και να μας σταλεί ένα συγχαρητήριο μήνυμα του προέδρου του Ερυθρού Σταυρού κύριου Γεωργακόπουλου απ’ την Αθήνα, επειδή συμπαραστεκόμαστε «ασθενείς και αναξιοπαθούντας».
Όταν η Φανή στάθηκε στα πόδια της πεθάναμε στο γέλιο και, στο μεταξύ, έμαθε να κρατά τα μυστικά και να μη ρωτά τη νουνά της και το θείο της πράγματα που θα με εξέθεταν.
Της έμαθα να γελά, παρά τις φωνές του συνταγματάρχη «σκασμός!» και «τί το περάσαμε εδώ μέσα;» και, μάλιστα, πήρα θάρρος και της εξήγησα πως ο θείος της, επειδή είναι ένας υποκρίταρος, κανονικά θέλει να πει: «Τί το περάσαμε εδώ μέσα; Μπουρδέλο;» και η Φανή συμφώνησε άκρες μέσες και ξαναγέλασε. Εμείς ήμασταν, πια, οι καλύτεροι φίλοι του κόσμου και όχι μόνο της παραλιακής οδού, όπου ζούσαμε κολλητά.
Ένα ωραίο βραδάκι του Μάη – είχαν χαλαρώσει στο σχολείο και τα μαθήματα, λόγω της καλοκαιρίας και κάτι επικείμενων ημερησίων εκδρομών – πήγαμε εγώ, η Φανή και οι γονείς μου σε μια ταβέρνα που έψηνε τα καλύτερα σουτζουκάκια. Στην ταβέρνα του Λαλέτα. Έτσι λεγόταν. Με χίλια παρακάλια ήπιαμε κι από μισό ποτήρι μπίρα και γελούσαμε συνέχεια, όλα δα μας φαίνοντας αστεία και, προπαντός, μια παρέα στο διπλανό τραπέζι μ’ ένα παιδί μικρότερο από μας, που επέμενε να τραγουδά κάνοντας θεατρινίστικα καμώματα «Βρε Μανόλη Τραμπαρίφα, βάλε τη διπλή ταρίφα…» και να κάνει τη μάνα του μπουρλότο, γιατί όλο του ᾽λεγε :
— Δεν θα πάμε στο σπίτι; Θα δεις ξανά ταβέρνα, Γιαννάκη!
Το «θα δεις ξανά ταβέρνα, Γιαννάκη» έγινε το σλόγκαν των επόμενων μηνών.
Σαν μπήκε δροσερό – στο βορρά αργεί να καλοκαιριάσει – το καλοκαίρι του 1955, έγινα η αιτία να δει η Φανή ένα σωρό ταινίες κατάλληλες κι ακατάλληλες – κρυφά, βέβαια, απ’ τους θείους της – απ’ το δωμάτιο που ήταν η μηχανή προβολής του θείου Ηρακλή.
Δεν ήταν θείος εξ αίματος ο θείος Ηρακλής, αλλά εγώ τον έλεγα «θείο» γιατί ο πατέρας τον είχε βοηθήσει να πάρει μια αναπηρική σύνταξη «ως παθών τα νεύρα του στον πόλεμο». Κι από τότε είχαμε σχέσεις, γιατί ήταν καλαμπουρτζής άνθρωπος και μας έφερνε φρέσκα ψάρια, τσιπούρες και μουρμούρες, «για το παιδί, κυρίως, να πάρει φώσφορο».
Έτσι, απ’ τη μια βελτίωνα το φώσφορό μου κι απ’ την άλλη ο θείος Ηρακλής, μισοκρυφά μισοφανερά, μ’ έχωνε στο δωματιάκι με τη μηχανή και έβλεπα τα πάντα. Κοντά σ’ εμένα και η Φανή. Εκείνο το καλοκαίρι ξανάπαιζαν τη «Γέφυρα της αμαρτίας» με τη Βίβιαν Λη και τον Ρόμπερτ Τέιλορ, το «Σαμψών και Δαλιδά», το «Μεθύστακα» με τον Ορέστη Μακρή κι ένα τσιγγάνικο με βιολιά με τον Μάριο Λάντζα να τραγουδά ασταμάτητα και πολλά άλλα αμερικάνικα.
Ο θείος Ηρακλής, όμως, λάτρευε την Έστερ Γουίλιαμς. Το δωματιάκι του ήταν γεμάτο φωτογραφίες της Έστερ με μαγιό, εντός και εκτός νερού, κι όταν μετά από πολλά χρόνια ακούστηκε πως η Έστερ Γουίλιαμς τυφλώθηκε απ’ τις βουτιές, ο νους μου έτρεξε στο θείο Ηρακλή και στην πίκρα που θα ᾽παιρνε, αν ζούσε. Καημένη Έστερ, αν ήταν αλήθεια κάτι τέτοιο!
Όταν μες στον Ιούλιο πήγαμε στην Αθήνα για είκοσι μέρες, να δούμε τη θεία Ευτέρπη που έκανε αποβολή, απόρησε :
- Βρε Ελισάβετ, αυτός έγινε βέρος Αλεξανδρουπολίτης. Με «για» και «με είπες» και «σε είπα», τι είναι αυτά; Έτσι θα μπει στο κολέγιο; Με τέτοιο αξάν;
Ποιό κολέγιο; Εγώ έμελλε να πάω πρώτη τάξη Γυμνασίου στο Αρρένων Αλεξανδρουπόλεως και δε μ’ ένοιαζε κανένα κολέγιο. Η Φανή και όσοι φίλοι απέκτησα βρίσκονταν εκεί πέρα. Καλή και η Αθήνα και η θεία Ευτέρπη και η «Βόλβο» του θείου Φοίβου, αλλά μπροστά στην εκκρεμότητα της εξολόθρευσης του Καραποστόλου και στον έρωτα της Φανής δε φτουρούσαν.
Ήξερα πια, πως ήμουν ερωτευμένος, πάει τέλειωσε. Το ερωτικό παράδειγμα του Μάριου και της Τιτίκας στους «Άθλιους» έκαιγε μέσα μου κάθε στιγμή, αψηφώντας τους πειρασμούς της γλυκιάς αθηναϊκής ζωής. Δεν ήξερα τότε, πόσο σημαντικός ήταν ο ανέλπιδος έρωτας της δύστυχης Επονίνης για τον Μάριο, που τελικά πέθανε από σφαίρα Βουρβώνου – αγαπώντας τον, όμως, όσο τίποτα στον κόσμο, κι ας μην είχε το μυθιστορηματικό βάρος της Τιτίκας. Αλλά ποιός νοιάστηκε ποτέ για την Επονίνη; Το ζευγάρι ήταν η Τιτίκα και ο Μάριος. Στην Επονίνη θα στεκόμασταν; Κι ο Καραποστόλου, σαν κακός Ιαβέρης, χωρίς ελαφρυντικά, έπρεπε να βγει απ’ τη μέση για το παρελθόν και το παρόν του, για τις μουριές με τα κόκκινα μούρα που πάλι ωρίμαζαν και σωριάζονταν στην αυλή της Φανής με το παραμικρό άγγιγμα…
Η πανσέληνος είναι το τελευταίο φεγγάρι και πρέπει να σβηστεί παίρνοντας μαζί της τις περισσότερες αναμνήσεις από την γη. Καλές και κακές. Μόνο που τα φεγγάρια δεν κρίνουν με τα ανθρώπινα κριτήρια τα γεγονότα. Αγνοούν το φόβο, δεν πτοούνται απ’ τα σκοτάδια για τα φωτίζουν, μαγνητίζονται απ’ τις θάλασσες γιατί τις κάνουν καθρέφτη, διαστέλλουν τις κόρες στα μάτια των λύκων στα δάση και τους κάνουν να ουρλιάζουν από νοσταλγία για άγνωστους πόθους, κι εγώ την κοιτάζω φάτσα και ξέρω πως μόνο ένα στρογγυλό φεγγάρι μπορεί να ρουφήξει λαίμαργα τις ευχές μου. Γιατί γνώριζα, σαν μάγος που ήμουν, πως το φεγγάρι είναι ο καλύτερος σύμμαχος στην επιθυμία, γιατί συμπίπτει πάντα με τις ώρες των προσευχών και των παρακλήσεων. Το κακό σαν ευχή είναι ευκολότερο. Το ήξερα, και γι’ αυτό η πανσέληνος ήταν πρόθυμη εκτελέστρια του κακού, αφελέστερη απ’ τα μισοφέγγαρα που στέκονταν ναρκισσευόμενα ανάμεσα στ’ άστρα, τσιγκούνικα στην επικοινωνία τους μ’ εμάς τους μάγους.
Μπήκα χαμογελαστός, με κλειστά μάτια, απ’ το ανοιχτό παράθυρό μου στην πανσέληνο στο χρώμα του κρόκου, παραμονή της μέρας που ο συνταγματάρχης θα πήγαινε για κυνήγι στο φημισμένο δέλτα του Έβρου, τον Γκιαούρ Αντά, όπως λεγόταν στα τούρκικα. Είπα την ευχή απ’ τα τρίσβαθα της καρδιάς μου στον πυρήνα του φεγγαριού και έκαψα ένα πράσινο μαντίλι του Καραποστόλου βουτηγμένο στο οινόπνευμα. Δεν ήταν δα και δύσκολο να κλέψεις ένα μαντίλι απ’ την απλωμένη μπουγάδα της διπλανής αυλής.
Τη δεύτερη μέρα του κυνηγιού μάθαμε πως ο συνταγματάρχης σκοτώθηκε σε ατύχημα, καθώς καθάριζε το όπλο του – αν και η όλη ιστορία, είπε ο πατέρας σκεφτικός, μύριζε λιγάκι αυτοκτονία. Ούτε «λιγάκι», όμως, ούτε πολύ. Ο θείος της Φανής δεν ήταν απ’ τους τύπους που αυτοκτονούν και αναλάβαμε οικογενειακώς να συμμεριστούμε το πένθος των γειτόνων. Κουβαλήθηκαν απ’ την Αθήνα σόγια και δυο άλλα αδέλφια του μεταστάντα, κάτι νεαροί ανθυπολοχαγοί ανίψια, που χτυπιούνταν πάνω στο φέρετρο… Έγινε μεγάλος σαματάς.
— Δε θα σε ξαναχτυπήσει, είπα στη Φανή.
— Και τι σε νοιάζει; Θείος μου ήταν! απάντησε με συντριβή.
— Νόμιζα πως σε τυραννούσε… τόλμησα να προσθέσω
— Για το καλό μου! επέμεινε η Φανή κλαίγοντας για το αείμνηστο τέρας που τη βασάνιζε τα πέντε ολόκληρα χρόνια που βρισκόμασταν στην Αλεξανδρούπολη.
Το βράδυ που ξενύχτησαν τον νεκρό στο σπίτι πήγαμε κι εμείς δίπλα. Ο συνταγματάρχης ντυμένος με την επίσημη στολή, ήταν σκεπασμένος μ’ ένα σεντόνι μες στο μαύρο φέρετρο. Ο κόσμος ήταν μοιρασμένος στα άλλα δωμάτια, αποφεύγοντας να μείνουν με τον πεθαμένο, η μαμά με κάτι άλλες κυρίες έψηναν καφέδες, η Φανή λαγοκοιμόταν ακούγοντας φρικιαστικές ιστορίες για κυνηγούς που βούλιαξαν στους βάλτους και τους βρήκαν μετά από είκοσι χρόνια σαν αγάλματα, έτσι που τους είχε αγκαλιάσει η λάσπη, κι εγώ γλίστρησα στην αυλή με τις μουριές και μάζεψα στο μισοσκόταδο τα τελευταία μούρα. Έπειτα μπήκα προσεχτικά στο δωμάτιο με το φέρετρο και κατανικώντας τον τρόμο έχωσα τα κόκκινα μούρα κάτω απ’ το κεφάλι του νεκρού.
— Μούρα έδωσες, μούρα θα λάβεις! ψιθύρισα τρέμοντας απ’ την υπερδιέγερση και πήγα να κοιμηθώ ικανοποιημένος για ό,τι έγινε.
Το φεγγάρι υποχωρούσε ήρεμο πίσω απ’ τα πρώτα σύννεφα του φθινοπώρου που πλησίαζε και η Φανή με τη θεία της μέχρι του Αγίου Δημητρίου ξενοίκιασαν το σπίτι κι έφυγαν, προς μεγάλη δυστυχία μου, για την Αθήνα.
Ένιωθα υπαίτιος για τη Φανή που έφυγ ε, ξανασκεφτόμουν αν ήταν δίκαιες εκείνες οι σαδιστικές τιμωρίες της απ’ το μακαρίτη, το ήξερα πως, στην ουσία, θυσίασα τη σχέση μας για να την απαλλάξω απ’ το βραχνά και ξεκινήσαμε μια ατελείωτη σε μάκρος αλληλογραφία. Έκανα καινούριους φίλους, αλλά η Φανή έγινε σκοπός. Θα βρισκόμασταν γρήγορα, της έγραψα, γιατί ο πατέρας είχε κουραστεί πια στην επαρχία, όσο κι αν αγαπήσαμε την Αλεξανδρούπολη με τα μπάνια και τα μύδια. Θα βρισκόμασταν γρήγορα, γιατί , στο μεταξύ, πέθανε κι ο θείος Φοίβος και η μητέρα ήθελε να ᾽ναι κοντά στη θεία Ευτέρπη, που έπαθε κατάθλιψη από κει που ήταν όλο χαχαχά και χουχουχού.
Στο σπίτι του Καραποστόλου ήρθε ένας άλλος στρατιωτικός. Ένας ταγματάρχης με τέσσερα αγόρια, που καταρήμαξαν τις μουριές. Και το καλοκαίρι του 1956 η νουνά της Φανής, μετά από αρκετά ευγενικά γράμματα της μαμάς, το αποφάσισε και πήρε τη Φανή και μας ήρθαν για δέκα μέρες. Ήθελαν να κάνουν μαρμάρινο τάφο του συνταγματάρχη, αλλά εμείς περάσαμε θαύμα. Είχαμε μεγαλώσει, κάναμε μπάνια μπροστά απ’ το σπίτι μας, στο «Φλοίσβο», τα βράδια την αράζαμε στο θείο Ηρακλή και βλέπαμε ταινίες με τη Γεωργία Βασιλειάδου και τον Τζέρυ Λούις – και να]ά τα γέλια – μιλούσαμε ατέλειωτα για άσχετα πράγματα και κοροϊδεύαμε τα παιδιά του ταγματάρχη, που τα σκότωνε στο ξύλο η μάνα τους κάτω απ’ τις μουριές.
— Από δω τα ᾽βλεπες όλα, λοιπόν! είπε η Φανή παρακολουθώντας τα συμβαίνοντα απ’ τις γρίλιες.
Δεν απάντησα. Έβαλα τα χέρια μου στους ώμους της και δεν τραβήχτηκε.
Παραμονή που θα επέστρεφαν στην Αθήνα της χάρισα ένα άλμπουμ με γραμματόσημα. Της τα εξήγησα ένα ένα, της έδωσα και δυο σπάνια βουλγάρικα, με κερασιά εργοστάσια και εργάτες με σηκωμένες γροθιές, και κάτι άλλα, επίσης βουλγάρικα, με αγρότισσες να κρατούν καλάθια με ακαθόριστα φρούτα.
— Είναι δαμάσκηνα, είπε η νουνά της Φανής. Οι Βούλγαροι έχουν τα δαμάσκηνα όπως εμείς τα σταφύλια. Μ’ αυτά κάνουν ένα ποτό σαν τη βότκα, τη σλιμποβίτσα.
— Παπαπά… έκανε η μητέρα. Πώς τ’ αντέχουν τόσο δυνατά;
— Τι να κάνουν; Αναστέναξε η θεία της Φανής. Τα κοπανάν, για να ξεχνούν το βασιλιά τους, τον Βόρη, που τον δηλητηρίασαν οι κομμουνιστές.
— Με συγχωρείτε, κυρία Καραποστόλου, επενέβη ήρεμα ο μπαμπάς. Οι φασίστες, αν δεν κάνω λάθος, τον…
— Πέθανε ο άνθρωπος; Αυτό έχει σημασία! τελείωσε την κουβέντα η χήρα του συνταγματάρχη και το άλλο πρωί έφυγαν με το τρένο, «βαθύτατα υποχρεωμένες», με δάκρυα, για την Αθήνα.
Η αλληλογραφία με τη Φανή συνεχίστηκε το ίδιο εντατική γι’ άλλα δύο χρόνια, όσο μείναμε, τελικά, ακόμη στην Αλεξανδρούπολη. Και τα γραμματόσημα πλήθαιναν, και πλήθαιναν και τα άλμπουμ, γέμισαν με διαδόχους και βασιλείς και σοφούς και νομίσματα της αρχαιότητας και παπαγάλους απ’ το Βελγικό Κογκό και αγάλματα της Ελευθερίας στο χρώμα της μέντας και κολαριστά δοντάκια κοφτερά σαν πιράνχας. Και άρχισαν να βγαίνουν τις νύχτες απ’ τα άλμπουμ όπου ζούσαν και να με πλησιάζουν σαν πανστρατεία από ανθρωποφάγους, ενώ ήταν μόνο γραμματόσημα, και να με φερμάρουν και να μ’ αγγίζουν ύπουλα στα δάχτυλά… Πετάχτηκα στάζοντας στον ιδρώτα, έχοντας στ’ αυτιά μου το ουρλιαχτό μου.
Έπιασα τα πόδια μου. Ιδρωμένα. Οι γάμπες παγωμένες. Έψαξα μες στα σκοτεινά να βρω το πορτατίφ, αλλά δε χρειάστηκε. Όρμησε στο σαλόνι η θεία Ευτέρπη και γύρισε το διακόπτη. Λούστηκα στο φως ενός πολύφωτου κι έπεσα ανάσκελα ξέπνοος.
— Ιιιι… τι ποτάμια είναι αυτά, αγόρι μου; τρόμαξε η θεία κι έτρεξε να φέρει πετσέτα. Εφιάλτης ήταν… Δεν πειράζει. Πέρασε. Όλα πέρασαν, αγοράκι μου!
Μου σκούπισε τα μαλλιά, το στήθος, με φίλησε και μετά σηκώθηκε και άνοιξε το παράθυρο, ίσα ίσα να μπει λίγος φρέσκος αέρας.
— Τί ώρα είναι ; θέλησα να μάθω.
— Οχτώ το απόγευμα.
— Απόγευμα;
— Μην ανησυχείς. Έχεις ανάγκη από ύπνο. Έλα, σήκω να φέρω ένα μπολ ρυζόγαλο που έφτιαξα και ξέρω πως σ’ αρέσει… Έχω κομπόστα ροδάκινο κρύο κρύο, έχω φράουλες, έχω και γεμιστά, αν πεινάς.
Μ’ αρέσει να με κανακεύουν. Ν’ ακούω το μενού της θείας Ευτέρπης, να ζω είκοσι χρόνια μετά τον εφιάλτη του ονείρου μου, να είναι το βράδυ μιας μέρας που δεν έζησα. Ήπια μόνο ένα ποτήρι κρύο νερό και αφέθηκα στο ντάντεμα της θείας. Μου άλλαξε μαξιλαροθήκη, ύστερα μια αμυδρή υποψία ενδιαφέροντος για ονόματα και πράγματα χάραξε μέσα μου, αλλά η λευκότητα ενός κουρασμένου ύπνου έσβησε τα πάντα και στην οθόνη πρόβαλε η νεκρική πομπή με τη σορό του προέδρου Τζων Φιντζέραλντ Κένεντυ να τραβά αργά προς το νεκροταφείο του Άρλινγκτον. «Πόσος καιρός πάει που πέθανε ο Κένεντυ…» σκέφτηκα, αλλά η σκέψη πνίγηκε στο «πένθιμο εμβατήριο» της Ηρωικής Συμφωνίας, πιο αργό και πιο πένθιμο απ’ ό,τι είναι κανονικά.
Όποιον κι αν ρωτήσεις, σίγουρα θα σου πει πως θυμάται αρκετά καθαρά ή και με λεπτομέρειες τι ακριβώς έκανε στις 22 Νοεμβρίου του 1963, όταν έμαθε πως ο πρόεδρος Κένεντυ ήταν νεκρός. Πυροβολήθηκε το μεσημέρι εκείνης της μέρας, αλλά σ’ εμάς έγινε πλατιά γνωστό την επομένη το πρωί, που σταμάτησε απότομα η ελαφρά μουσική στο ραδιόφωνο για να αντικατασταθεί από άφθονο Μπαχ και έκτακτα δελτία ειδήσεων. Απ’ τις ειδήσεις έμαθα πως το υπουργείο Παιδείας είχε κηρύξει ημέρα πένθους την 23η Νοεμβρίου, την επομένη της δολοφονίας, κι ως εκ τούτου το Πανεπιστήμιο θα έμενε κλειστό.
Τηλεφώνησα στον Αντώνη στις έντεκα, αλλά η μητέρα του μου είπε πως δεν είχε ιδέα πού βρισκόταν. Ούτε όταν ξαναπήρα, κατά τις δύο. Ούτε στις πέντε, ούτε στις οχτώ. Την έβγαλα χαζολογώντας στα μικρά καφενεδάκια της οδού Σόλωνος με άλλους συμφοιτητές μας, που υποστήριζαν πως το 1963 ήταν σημαδιακό, με τη δολοφονία του Λαμπράκη τον περασμένο Μάη, την άνοδο της Ένωσης Κέντρου στην εξουσία, το θάνατο της Εντίθ Πιαφ και, τώρα, με τη δολοφονία του Αμερικανού προέδρου.
Η μαμά θρηνούσε περισσότερο ακούγοντας τις ανταποκρίσεις για την κυρία Ζακελίν Κένεντυ, για το ματωμένο ροζ ταγιέρ του οίκου Σανέλ, για την ορκωμοσία του αντιπαθητικού Λίντον Τζόνσον που είχε μια κρεμασμένη μουράκλα σαν σκύλος μπόξερ, για την ελπίδα που έχανε η ανθρωπότητα αφημένη εκ νέου στους γέροντες και στους στενόμυαλους…
Έλεγε, έλεγε, έλεγε πολλά και τα ίδια και παραπάνω έλεγε η θεία Ευτέρπη, που μας κουβαλήθηκε νωρίς στο σπίτι με την Καθημερινή υπό μάλης. Ο πατέρας, που είχε βγει σε σύνταξη πρόπερσι, είχε ανοίξει ένα βιβλίο με έγχρωμα σχέδια για τον ανθρώπινο εγκέφαλο κι έκανε συγκρίσεις, σαν γιατρός, μ’ αυτά που έγραφαν οι εφημερίδες.
— Από εδώ μπήκε η σφαίρα, από κει βγήκε.
Βράδιαζε νωρίς, οι μέρες είχαν γίνει μικρές κι εφτά η ώρα ήταν ήδη σκοτάδι. Εγώ έψαχνα τον Αντώνη, αλλά μετά τις εφτά και τα «δεν ξέρω, δε μου τηλεφώνησε, κάπου θα πιάστηκε, αφού έχετε αργία» της μάνας του, κατάλαβα πως έκανε έρωτα με τη Φανή. Σαν αστραπή πέρασε η εικόνα του: μετέωρος, ν’ αφήνει το κοντάρι και να προσπαθεί να περάσει νικηφόρος την οριακή βέργα στις γυμναστικές επιδείξεις του Γυμνασίου.
Το βράδυ, ξαφνικά, έγινε ζεστό και εχθρικό. Ανακεφαλαίωσα όλους τους πανικούς της ζωής μου, η σφαίρα που θρυμμάτισε το κεφάλι του Κένεντυ θρυμμάτισε και τη δική μου λογική, το προπατορικό αμάρτημα που μια ζωή με κυνηγούσε ξαναπέρασε από τη σπονδυλική στήλη σαν λιωμένος υδράργυρος και μπήκα τρέχοντας στη βρόμικη τουαλέτα του σινεμά «Ίρις», στην οδό Ακαδημία, να βγάλω τα συκώτια μου…
Η αίσθηση της ταπείνωσης, η αδικία της απιστίας, ο τυφλός θυμός και η γαρνιτούρα της αμφιβολίας από πάνω ήρθαν κι έγιναν ένα. Έπεσα τρέμοντας στα μπροστινά καθίσματα, έντρομος, απέναντι από κάτι μαυρόασπρα γκρο πλαν μιας Ρωσίδας μάνας που χαιρετούσε κλαίγοντας τον ξανθό γιο της, καθώς τραβούσε για το μέτωπο μέσα από ατέλειωτα στρέμματα άσπρα στάχυα. Ο κόσμος, ξαφνικά, έγινε κόλαση. Κι όσο ο ξανθός Ρώσος χωνόταν στις πολεμικές περιπέτειες του φιλμ, τόσο βεβαιωνόμουν για την υποδόρια γοητεία του Αντώνη πάνω μας.
Οίκτιρα τον εαυτό μου και τη δειλία μου να επαναπαύομαι στην παιδική μας φιλία, αυτή που συνεχίστηκε και έπαιρνε από μόνη της το σχήμα της ηλικίας μας μέσα απ’ τα καταραμένα γράμματα, και καταλάβαινα πως η στοργή και η αγάπη και η έννοια της «αδερφής ψυχής», στο ειρωνικό και στο σοβαρό της, ήταν τα αντίδοτα στα δηλητήρια του έρωτα. Κι εγώ ήμουν μια ζωή ερωτευμένος με τη Φανή και δε μου αρκούσε η εύφημη μνεία του «καλύτερου φίλου της ζωής της».
— Ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου είναι ο σκύλος! είπα δυνατά και οι από πίσω έκανα «σςςς…», γιατί ήταν η πιο δραματική στιγμή, που πάει το γράμμα στη μάνα του στρατιώτη με την αναγγελία του θανάτου του.
Μετά την πρώτη τάξη του Γυμνασίου φύγαμε οριστικά απ’ τον Έβρο και συνέχισα στο Γυμνάσιο του Μαρασλείου. Εκεί συνάντησα τον Αντώνη, που διαφοροποιήθηκε σημαντικά από μένα στην τετάρτη Γυμνασίου και απ’ τη μια έδειξε μια εντυπωσιακή ευφυΐα στα μαθηματικά, ενώ απ’ την άλλη, με το ένα κι ογδόντα πέντε, μια ωραία πρωία πήρε το κοντάρι και τσάκισε όλα τα μέχρι τότε ρεκόρ του Μαράσλειου στο άλμα επί κοντώ.
Η Φανή μπήκε στην παρέα στην ογδόη. Όταν ψαχνόμασταν για το μέλλον. Βεβαίως, αντικαταστήσαμε την αλληλογραφία με τις συναντήσεις, με επισκέψεις στο σπίτι μας στο Μαρούσι τα καλοκαίρια και στην πλατεία Μαβίλη το χειμώνα, ο πατέρας, μάλιστα, έγινε, κατά κάποιο τρόπο, ο οικογενειακός τους γιατρός – σ’ εκείνη και στην κυρία Καραποστόλου – αλλά κάτι είχε αλλάξει. Δεν ήταν όπως στα γράμματα. Η φυσική συστολή της εφηβείας την έκαναν μαζεμένη, ήμασταν ένα ζευγάρι που το συνδέουν πολλά και δυσανάγνωστα, εγώ πάντα ερωτευμένος, αλλά η Φανή παρέμενε πάλι αγέλαστη, κάτι που μ’ ανάγκασε να επιστρατεύσω για μια ακόμη φορά το στοκ κεφιού που χρειαζόταν για να τη δω να γελά.
Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για να καταλάβω πως ο έρωτας είναι μια βουτιά σε μια μελαγχολική λίμνη με επιφάνεια λαδερή, που δεν επιδέχεται το «σωτήριο χιούμορ» που περιγράφουν τα γυναικεία περιοδικά.
Την παρέσυρα ή με παρέσυρε στη Νομική. Ο Αντώνης μπήκε με καλή σειρά στους Μηχανολόγους και τώρα διανύαμε όλοι μας το δεύτερο έτος, άρρηκτα δεμένοι σε μια παρέα με κοινές προτιμήσεις, με απόλυτη αποδοχή οι μεν των δε. Και εκεί, στο σινεμά «Ίρις», μετά τους εμετούς και την απελπισία, μου ᾽ρθε να χεστώ στο γέλιο γιατί θυμήθηκα πως ήμουν ο πιο παρθένος θεατής απ’ όλους εκεί μέσα που παρακολουθούσαν το ρωσικό φιλμ. Παρθένος στην κυριολεξία, μια και δεν είχα αγγίξει γυναίκα, πιστός στη Φανή, για όταν θα πέφταμε αγκαλιασμένοι και κατάκοποι απ’ τη στέρηση στο κρεβάτι από ξύλο μουριάς. Έβαλα τα γέλια στην ανάμνηση της μουριάς και ήρθε τροχάδην μια ταξιθέτρια και μου ᾽ριξε το φακό στα μάτια λέγοντας :
— Έξω, γιατί θα φωνάξω το διευθυντή.
Γελώντας διέσχισα την αίθουσα της «Ίριδας» και τράβηξα προς το σπίτι.
Σκεφτόμουν πως έπρεπε να της γράψω πάλι ένα γράμμα. Χρόνια είχαμε ν’ αλληλογραφήσουμε. Ένα γράμμα ήρεμο και λυρικό, που θα της εξηγούσε πως, αν ερωτεύτηκε τον Αντώνη, είναι άσχετο από τον κανονικό έρωτα, κάτι σαν τους έρωτες που κολλούν οι γυναίκες στον κινηματογράφο με τα μάτια του Πωλ Νιούμαν ή τη δύναμη του Μπαρ Λάνκαστερ.
Οι τίτλοι των εφημερίδων στο περίπτερο στη γωνία Βουκουρεστίου και Πανεπιστημίου με επανέφεραν στην πραγματικότητα. Η δολοφονία του προέδρου Κένεντυ βύθιζε την ανθρωπότητα σε τραγικά ερωτηματικά, ένας κοντός ανθρωπάκος, ονόματι Όσβαλντ, είχε πιαστεί απ’ το Εφ Μπι Αι ως δολοφόνος… Χάος στα αισθήματα, έκλαιγαν στην Αλάσκα, στην Ιαπωνία, στη Στοκχόλμη, στην Καλκούτα, στο Σουδάν… παντού, και προσεύχονταν ασταμάτητα.
Ναι, έπρεπε να ης γράψω ένα γράμμα, ήθελα οπωσδήποτε να νιώσω στην άκρη της γλώσσας μου την κόλλα του γραμματόσημου. Δεν είχαμε φιληθεί ποτέ, αλλά το στόμα της θα ‘χε γεύση σαν κόλλα γραμματόσημου, ανάμεικτη με γαρίφαλο και τσίχλα «Άνταμς».
Όλη τη νύχτα χαρτογραφούσα νοερά το συκώτι μου. Το ᾽νιωθα διογκωμένο στο σχήμα που έχει η Αίγινα. Η ανάμνηση μιας γεναριάτικης εκδρομής μας στην Αίγινα, με την αποκάλυψη πως ο Αντώνης, μέσα σ’ όλα, ήταν και χειμερινός κολυμβητής, μου έδινε την πεποίθηση πως γέμιζα με θαλασσινό, παγωμένο νερό· και το συκώτι μου γινόταν η Αίγινα – κατάξερη, όμως, χωρίς φιστικιές.
Την άλλη μέρα παρακολούθησα απ’ το ραδιόφωνο την κηδεία του Κένεντυ, η μητέρα και η θεία Ευτέρπη κλαίγαν στο σημείο που η κυρία Κένεντυ έβαλε το μικρό Τζων να χαιρετίσει στρατιωτικά στο φέρετρο του πατέρα του, απέφυγα ν’ απαντήσω στα τρία τέσσερα τηλεφωνήματα της Φανής και στ’ άλλα τόσα του Αντώνη. Κι όσο μεγάλωνε η επιθυμία να βρεθώ μαζί της για να διεκδικήσω τα κεκτημένα – ποιά κεκτημένα; - τόσο μεγάλωνε ο φόβος μήπως τη χάσω.
Όταν βγήκα απ’ την κρυψώνα μου, οι συναντήσεις μου μαζί τους φορτίζονταν πια από αγωνία κι από ένα παραλήρημα ιλαρότητας, με το παραπανίσιο δικό μου χιούμορ που εύκολα γινόταν καταστρεπτικό. Έκανα τα πάντα για να τους διευκολύνω να μη μου λένε ψέματα. Δεν έγραψα ποτέ το γράμμα που ήθελα, βυθίστηκα μέσα σε μια χαρμόσυνη μειονεξία, έγινα εριστικός με τους γύρω μου, ξανάβγαλα απ’ τη λήθη τ’ αγαπημένα μου αποφθέγματα περί μοναξιάς, θέλησα να μισήσω τον Αντώνη αλλά δεν τα κατάφερα, κόλλησα σαν στρείδι πάνω τους κι έγινα ο απαραίτητος φίλος των φίλων, προσεταιριζόμενος καθέναν χωριστά και τους δυο μαζί. Και στο τρίτο έτος, την επόμενη χρονιά, παράτησα τη Νομική και, διακόπτοντας την αναβολή μου, κατατάχτηκα στο στρατό.
— Θα σκοτώσεις τον πατέρα σου μ’ αυτά τα καμώματα, δήλωσε σοβαρά η μητέρα μια μέρα πριν παρουσιαστώ στην Τρίπολη.
— Τι επενδύει ο μπαμπάς, θέλω να ξέρω, στα νομικά μου;
— Αυτές οι γρήγορες αποφάσεις μας μπερδεύουν… απάντησε η μητέρα.
Κι ύστερα από λίγο θυμήθηκε τα σόγια του συνταγματάρχη Καραποστόλου, που τώρα είχαν θέσεις-κλειδιά και θα με βοηθούσαν, λέει, να μπω σε κανένα ραδιοφωνικό σταθμό, σε κανένα Γενικό Επιτελείο Στρατού ή στη Γεωγραφική Υπηρεσία. Δηλαδή, πάλι Αθήνα.
Η Φανή δε σχολίασε το αναπάντεχο νέο. Γι’ αυτήν ο στρατός ήταν μια νεκρή ζώνη της μνήμης, κάτι πολύ φυσικό όσο και αφύσικο, ένα θέμα που το ανέφερε σαν «μια περίοδο της ζωής μου».
Όταν βρεθήκαμε και οι τρεις για τελευταία φορά ένα βράδυ του Απριλίου – σε τρεις βδομάδες θα είχαμε Πάσχα – κοπάνησε με δύναμη το ζεστό νεσκαφέ στο τραπεζάκι και μου είπε :
— Γιατί το κάνεις;
Τα μάτια του Αντώνη περιπλανήθηκαν μια σ’ αυτή, μια στο νεσκαφέ που τινάχτηκε στο πουκάμισό της, μια σ’ εμένα που κοκκίνισα ως τ’ αυτιά.
— Θέλω περιπέτεια και να φύγω… είπα ξεχνώντας το «σας βαρέθηκα», που έσκασε σαν κροτίδα πάνω απ’ τα κεφάλια μας.
Μάζεψε γρήγορα τα βιβλία και την τσάντα της, έχωσε το χέρι της στο πουλόβερ μου, με γράπωσε απ’ τον ώμο και μετά έτρεξε σαν βολίδα φωνάζοντας :
— Ταξί! Ταξί!
Μείναμε αμίλητοι. Ο Αντώνης να καπνίζει κι εγώ να κοιτώ τους διαβάτες έξω απ’ τα τζάμια του καφενείου.
— Γιατί το κάνεις; ρώτησε ο Αντώνης. Η Φανή θαρρεί πως το κάνεις για μας.
— Ναι.
— Για μας; Ξαναρώτησε περιμένοντας να διαψεύσω τη Φανή.
— Ναι, για σας.
Περπατήσαμε βουβοί ως την πλατεία Μαβίλη. Στο Κολωνάκι τα δέντρα είχαν ανθίσει, το ίδιο και στο παρκάκι του Ευαγγελισμού. Το χώμα μύριζε υγρασία και δάφνη.
— Αυτά τα πράγματα δεν ελέγχονται απ’ τη λογική, είπε με θαμπή φωνή.
Αναστέναξε βαθιά, λες και τον βάραιναν τύψεις και φράσεις μπλοκαρισμένες στους βρόγχους. Έπειτα, με άλλη φωνή, μου διηγήθηκε τι πέρασε στο στρατό ένας φίλος του που άνηκε στους Λαμπράκηδες.
Δεν απάντησα. Ήξερα πού το πήγαινε. Ήθελε να μου θυμίσει τη δική του δοκιμασία στο στρατό, όταν θα διάβαινε την πύλη του στρατοπέδου κατάταξης. Ο Αντώνης ήταν «χαρακτηρισμένος» της Ένωσης Κέντρου, ήξερε ολόκληρα αποσπάσματα απ’ τους λόγους του Γέρου, «και τράβα ολοταχώς προς την ΕΔΑ, όταν δει πως ο Παπανδρέου είναι μόνο λόγια», έλεγε ο πατέρας – και είχε δίκιο. Γιατί ο Αντώνης βρέθηκε τον επόμενο χρόνο, το ᾽65, μετά τα Ιουλιανά, - στην Αριστερά, αλλά δε ζούσε πια ο μπαμπάς για να το μάθει.
Το Πάσχα με βρήκε στην Τρίπολη νεοσύλλεκτο. Ήρθαν οι γονείς μου και η θεία Ευτέρπη με πακέτα να συν-γιορτάσουμε μες στο στρατόπεδο, είχε πλάκα να βλέπεις λοχίες να χορεύουν με δεκανείς και τις κυρίες των αξιωματικών παρατεταγμένες να φλερτάρουν με τα φαντάρια, η θεία Ευτέρπη θυμήθηκε πως είχε ακουστά πως σπάνια οι αξιωματικοί είναι καλοί εραστές…
— … γιατί, παιδί μου, είναι νάρκισσοι!
Γελάσαμε, ώσπου πλάκωσε δύσθυμο το απόγευμα κι έφυγαν όλοι σιγά σιγά.
Ως το σούρουπο είχαν απομείνει μόνο τα αποφάγια των αρνιών και οι λαδόκολλες στα τραπέζια να ανεμίζουν στο ψυχρό εαρ
Το καλοκαίρι που χάθηκ...
Γιάννης Ξανθούλης
Το καλοκαίρι που χάθηκε στο χειμώνα
Οι τρομεροί εφιάλτες είχαν σταματήσει. Τώρα προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι δεν ήμουν παρά ένα θύμα του καλοκαιριού. Η Ντάλια Βεντάλια ακολουθούσε το γνωστό δρομολόγιο κι έκανε ό,τι και πριν. Δυο εξόδους ημερησίως και κάποιους ανάλαφρους αχαρακτήριστους θορύβους στο δωμάτιό της. Ο ντόρος απ’ τη δολοφονία του θείου Μπατίστα είχε κοπάσει και αραιά και πού η αστυνομία μας τηλεφωνούσε για κάποια συμπληρωματική κατάθεση. Παρ’ όλη τη ζέστη και τη βαριά ατμόσφαιρα που ανακατεύονταν με μυρωδιές από φαγητά και εντομοκτόνα, καταλάβαινα ότι η ζωή μου είχε αλλάξει οριστικά πια. Είχα μεγαλώσει απότομα, είχα ψηλώσει, το στέρνο μου είχε γίνει πιο τριχωτό και το καρύδι στον αδύνατο λαιμό μου είχε πεταχτεί εκφραστικό, να φανερώνει τις συγκινήσεις μου όποτε μου τύχαιναν.
Η ανακοίνωση ότι μαθητές και καθηγητές έπρεπε να μαζευτούμε στο γυμνάσιο για να ενημερωθούμε για «τα περαιτέρω» συνέπεσε με την πρώτη φθινοπωρινή μέρα του 1962. Συννεφιά με μια ιδέα δροσιάς.
Το προσκλητήριο του σχολείου το μάθαμε στόμα με στόμα κι ανασάναμε βαθιά μια και η πλήξη μαζί με την κατατονία είχαν αρχίσει να μας βαρούν κατακέφαλα. Το ’χαμε πάρει απόφαση ότι τα Χριστούγεννα θα μας έβρισκαν στην ακρογιαλιά ξεροψημένους κι άδειους από προσμονές και όνειρα για άλλο καλοκαίρι.
Τέλος πάντων, το γεγονός ξεκούνησε όσο να ’ναι το μαθητόκοσμο κι έτσι όταν έφτασε η Δευτέρα, που ήταν η μέρα για το ραντεβού, πήραμε τα πόδια μας, λουσμένοι, ξυρισμένοι όσοι είχαν γένια και με καλοσιδερωμένα ρούχα ανταμώσαμε στο προαύλιο του παμπάλαιου γυμνασίου μας, δωρεά κάποιου ευεργέτη που ξέχασα πια τ’ όνομά του.
Ντύθηκα κλασικά. Με κοκεταρία άντρα κι όχι εφήβου. Έβρεξα τα μαλλιά μου καλά καλά και τα χτένισα προσεκτικά προς τα πάνω, ξεφεύγοντας απ’ το χτένισμα αλά Αλαίν Ντελόν που ήταν το σουξέ της εποχής. Υποσυνείδητα ήθελα να τραβήξω την προσοχή της Ντάλιας Βεντάλιας. Να της στηρίξω την ιδέα, ότι ήμουν ένας σοβαρός νέος, αντάξιος της ερωτικής εμπιστοσύνης της. Έβαλα το χειμωνιάτικο μπλε παντελόνι μου, τα μαύρα σκαρπίνια και το λευκό πουκάμισο με τα μακριά μανίκια. Από μέσα φόρεσα μια κας κορσέ φανελίτσα για να μη σοκάρω το λατινοθρησκευτικό status quo του γυμνασίου μας. Δηλαδή καθηγήτριες που έπαιρναν όρκο ότι η συνουσία είναι ιατρικός όρος ή κάτι σαν μανιτάρι που ρισκάρεις να το δαγκώσεις. Οπότε όλος αυτός ο απωθημένος ερωτισμός ξεσπούσε πάνω μας με εμετικές αναλύσεις σε ποιήματα του Κάλβου και στη «Σταχομαζώχτρα» του αείμνηστου Παπαδιαμάντη.
Η Αλκιβιάδα σταυροκοπήθηκε όταν με είδε ντυμένο σαν μέλος χορωδίας ειδικής σε έργα εθνικού προσανατολισμού.
— Έλα να σε φιλήσω, μου είπε και με φίλησε στο μέτωπο σαν βεντούζα.
— Σιγά μην του ρουφήξεις το μυαλό, έκανε χιούμορ του κώλου η Ροδόπη, καμαρώνοντας τάχαμου το μπόι μου, την τσάκιση του παντελονιού μου και τις πλάτες μου, που πάνω τους διέγνωσε προοπτικές φτερών αρχαγγέλων.
Έριξαν και νερό ξοπίσω μου, δίνοντας ευχές για «καλή χρονιά» και «καλά ξεμπερδέματα».
Το καλοκαίρι ήδη γινόταν ανάμνηση. Μια όμορφη καφτή κροκέτα που μ’ είχε κάψει βαθιά στην ψυχή. Είπα μέσα μου, τί να κάνουμε, περασμένα ξεχασμένα, και κουδούνισα στην τσέπη μου το «τιμής ένεκεν» χαρτζιλίκι που μ’ άφησε πρωί πρωί ο αδερφός μου.
Το θέμα στο σχολείο ήταν ο Θόδωρος κι εγώ το επίκεντρο. Παρόλο που βαριόμουν να δίνω εξηγήσει κι ήταν θέμα που με πονούσε, καταπιάστηκα να διηγούμαι το θάνατο του φίλου μου ξερά ξερά, λες και δεν ήταν η ιστορία αυτή που με είχε σημαδέψει. Για το θείο Μπατίστα, όλοι τους καμώθηκαν τον ανήξερο κι αυτό με πλήγωσε αν κι απέφυγα να το δείξω. Νέους συμμαθητές δεν είχαμε πολλούς εκτός από δυο αγόρια και τρία κορίτσια, το ένα πεντάμορφο. Τη λέγανε Μαίρη κι ήταν κόρη αξιωματικού. Η πόλη μας, καθότι μεθοριακή, φιλοξενούσε έναν απίθανο αριθμό από στρατιωτικούς με τις οικογένειές τους, κι ως ένα σημείο αποτελούσαν την αφρόκρεμα μαζί με τους γιατρούς, τους δικηγόρους, τους εμπόρους και τους ανώτερους διοικητικούς υπαλλήλους. Η Μαίρη ήταν κόρη αντισυνταγματάρχη, καστανόξανθη, με θρασύ χαμόγελο, λεπτά πόδια και στρογγυλά βυζάκια σαν δίκροκα αυγά. Αφαιρέθηκα να την κοιτώ νιώθοντας τα γνώριμα απ’ τις σύντομες περιπέτειές μου τσιμπήματα στην καρδιά. Σαν τρελός ήθελα ένα τσιγάρο, αλλά ο ρόλος του μαθητή απαιτούσε θυσίες αιματηρές. Τα μάτια του κοριτσιού – μου έκανε εντύπωση που αν κι άγνωστη συμπεριφερόταν ισότιμα στο φλερτ και στην καζούρα μεταξύ αγοριών και κοριτσιών – καρφώνονταν προκλητικά πάνω μου και μ’ έκαναν να ιδρώνω παρά τη δροσιά της μέρας. Ιδρωμένες μασχάλες, πλάτη και στήθος. Ένας χάρτης άγνωστων ηπείρων και νησιών σχηματιζόταν όσο περνούσε η ώρα στο πουκάμισό μου. Λοξά πήρε το μάτι μου και την γκόμενα της συμφοράς, το χαζοκοριτσόπουλο που με κάρφωσε πέρυσι γιατί τόλμησα να της πω δυο λογάκια ερωτικά της μαλακισμένης. Δεν είχαμε ξαναϊδωθεί μετά το επεισόδιο με το κοτόπουλο. Μου φαινόταν πως από τότε είχαν περάσει αιώνες.
— Καλή χρονιά, άκουσα δίπλα μου. Η Ντάλια Βεντάλια, χλομή, θεαματική μες στα κόκκινα και τα μαύρα, μου ευχόταν. Επιτέλους δρόσισε, είπε και το βλέμμα της πέρασε απ’ τον ώμο μου για να καταλήξει στα χρυσά μάτια της κόρης του αντισυνταγματάρχη.
— Σ’ αγαπώ… της ψιθύρισα με διάθεση να την κάνω να αισθανθεί νέα, να της θυμίσω ότι οι απόκρυφες συνευρέσεις μας δεν ήταν αποκυήματα φαντασίας ή ανάγκης.
Δεν απάντησε. Έσφιξε τα χείλη της ώσπου έγιναν μια γραμμή ανεξιχνίαστη και προχώρησε προς το γραφείο των καθηγητών.
Στις εκπλήξεις της συγκέντρωσης ήταν ότι γνώρισα τον Μιχάλη. Ήταν ένας απ’ τους δυο νεόφερτους συμμαθητές μας. Με πλησίασε διστακτικός στην αρχή με εξομολογική φλυαρία. Με ξεχώρισε, είπε, για το σοβαρό μου ύφος. Τους περισσότερους τους έβρισκε παιδιά που παπαγάλιζαν εξυπνάδες ή εντελώς αδιάφορους. Ήταν αδύνατο παιδί, εύθραυστο θα ’λεγα, με μια θανατερή όπως μου είπε ιστορία πίσω του. Είχε έρθει από το γυμνάσιο της Δράμας ύστερα από ένα σκάνδαλο που βύθισε την οικογένειά του στην ντροπή. Τον είχαν πιάσει να φιλιέται στο στόμα – ακούς; στο στόμα – μ’ ένα νεαρό καθηγητή μαθηματικών σε μια εκδρομή. Σωστό στίγμα. Βέβαια η υπόθεση κουκουλώθηκε, ο νεαρός μαθηματικός έβαλε μέσο στην ΕΡΕ και βρέθηκε στην Αθήνα, κι αυτός έμεινε να βγάλει το φίδι απ’ την τρύπα μόνος καταμεσής μιας κοινωνίας που παραδειγματιζόταν απ’ τους ιεροκήρυκες και τα κοινωνικά δράματα της «Φίνος Φιλμ».
— Δεν είναι δα και τίποτα, τον παρηγόρησα μην τολμώντας να του εξηγήσω τα κατορθώματα της οικογένειάς μου.
Δε ζητούσε τη φιλία μου, μόνο μια απλή, μια στοιχειώδη συμπαράσταση για τούτο το χρόνο. Μετά θα τραβούσε κι αυτός το δρόμο του. Κάπου θα χωνόταν. Σε καμιά Πάντειο, σε καμιά Νομική, σε καμιά Παιδαγωγική Ακαδημία, κάπου.
— Γιατί διάλεξες το μαθηματικό; τον ρώτησα με πραγματική απορία, μη έχοντας απολύτως κανένα σημείο επαφής με τους αριθμούς, τα τρίγωνα, τους κύκλους και όλα τα σχετικά.
Κοκκινίζοντας ως τις ρίζες των μαλλιών του, κόλλησε το στόμα του στ’ αυτί μου ψιθυρίζοντας «Γιατί δεν έχουν γιατί αυτά τα πράγματα και σε παρακαλώ ας μείνει συναμετάξυ μας».
Χτύπησε το κουδούνι. Το κουδούνι που δώδεκα χρόνια περιέγραφα στις εκθέσεις μου σαν τη φωνή της καρδιάς του σχολείου. Μόνο που τώρα μου ’φερε δάκρυα. Θες ο Θόδωρος που θα ήταν ο επίτιμος απών του απουσιολογίου μας, θες η βαριεστισμάρα μου καθώς μια ατέλειωτη χρονιά, η ουρά του γαϊδάρου όπως έλεγε η Αλκιβιάδα, ανοιγόταν μπροστά μου. Πρότεινα στον Μιχάλη να καθίσουμε μαζί στο ίδιο θρανίο. Μου ’κλεισε το μάτι ευγνώμων και μπήκαμε ράθυμοι στη γραμμή των τελειοφοίτων σέρνοντας τα πόδια μας.
Ο γυμνασιάρχης μας, ο κύριος Αργέλιας, με φόντο το φρεσκοασβεστωμένο γκρίζο τοίχο φορτωμένο με τα πορτρέτα των αγωνιστών του ’21, μας χαιρέτησε στο νέο σχολικό έτος 1962-1963. Μας εξέφρασε τη λύπη του για την αναστάτωση που πιθανόν μας έφερε το παρατεταμένο καλοκαίρι, αλλά τον είχαν ειδοποιήσει απ’ το Υπουργείο Παιδείας ότι ο καιρός θα άλλαζε. Ένα κύμα ψύχους και κακοκαιρίας που κατέβαινε ολοταχώς απ’ την Ιταλία, θα μπερδευόταν με το στάσιμο ελληνικό καύσωνα και θα μπαίναμε στο φθινόπωρο και κατά συνέπεια στις αίθουσές μας για μάθημα «αγαπητά μου παιδιά, εμφορούμενα με τα αναμφισβήτητα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη». Με δυσκολία κατάφερνα να κρύψω το χασμουρητό μου, κάνοντας λακκάκια στο χώμα με τη μύτη του παπουτσιού μου. Εφόσον ο καιρός θα άλλαζε, πράγμα που ήταν σίγουρο πια μια και το διαβεβαίωνε κοτζάμ υπουργείο, την Τετάρτη, δηλαδή μεθαύριο, θα κάναμε επίσημα αγιασμό παρουσία του σεβάσμιου μητροπολίτη και μετά θα αναλωνόμασταν στο ύψος των καθηκόντων μας, καθηγητές και μαθητές. Όλοι οι καθηγητές μας ήταν εκεί, παραταγμένοι πίσω απ’ το γυμνασιάρχη, σοφοί, απρόσιτοι, ξεθωριασμένοι απ’ τον καύσωνα, ίδιοι κι απαράλλαχτοι όπως τους θυμόμουν ανέκαθεν. Ανάμεσά τους κι η Ντάλια Βεντάλια, με βλέμμα απλανές, αφηρημένο, κάπου σ’ ένα δικό της ορίζοντα σκοτεινό κι αξεδιάλυτο. Σαν σε όνειρο θυμάμαι και σήμερα πως την αγαπούσα. Πως ένιωθα υπεύθυνος άντρας για τις σχέσεις μας, υπεύθυνος για τ’ ανάθεμα που πιθανόν να έριχναν πάνω μου τα αγαπημένα φαντάσματα όλων όσων χάθηκαν το καλοκαίρι του 1962.
Διαλυθήκαμε γρήγορα με τη σιγουριά ότι την Τετάρτη το πανηγύρι θα ’χε τελειώσει και οριστικά πια κάθε κατεργάρης θα ’μπαινε στον πάγκο του.
Με τον Μιχάλη, που το κατάλαβα αμέσως ότι θα γινόταν «της προσκολλήσεως» όπως λέγαμε, και μ’ άλλους παλιούς συμμαθητές και συμμαθήτριες κατηφορίσαμε προς τον κεντρικό δρόμο. Εκεί που η πολιτεία μας τα χρόνια εκείνα είχε τα καφενεία, τα ζαχαροπλαστεία, τα καλά εστιατόρια, όπου πάντα έβρισκες ψάρι φρέσκο και σπεσιαλιτέ σουτζουκάκια με πικάντικους πολίτικους μεζέδες, ρετσίνα του «Μαλαματίνα» και μπίρα ποτήρι. Στρωθήκαμε με πορτοκαλάδες, παγωτά και σοκολατίνες στο «Ελβετικό», σαν ένα πολύβουο χαρούμενο μελίσσι. Μια κι επίσημα δεν ήμασταν μαθητές, ανάψαμε οι πιο τολμηροί τσιγάρα, τράβηξαν κάνα δυο ρουφηξιές κι οι μαθήτριες, έριξα και μια πονηρή ματιά στην υπέροχη Μαίρη που βολτάριζε τώρα με το χρυσοστολισμένο αντισυνταγματάρχη μπαμπά της και η ζωή συνεχιζόταν επαρχιακή, μεσημεριάτικη, εφηβική.
Η Ντάλια Βεντάλια κάθισε μόνη της στο διπλανό ζαχαροπλαστείο. Ανάμεσα σε ακίνητους συνταξιούχους και άλλα σοβαρά ετοιμοθάνατα στελέχη της πόλης μας. Οι παρέες των καθηγητών την προσπερνούσαν χαιρετώντας την ευγενικά, ψυχρά, σαν να ’θελαν να την αποφύγουν, σαν να σέβονταν τη φευγάτη έκφρασή της, κράμα λύπης κι ευγένειας κοριτσίστικης. Την ήξερα καλά αυτήν την έκφραση.
— Συμβαίνει τίποτα; ρώτησε ο Μιχάλης που ήδη ήμουν ο πιο κοντινός του άνθρωπος.
— Τίποτα. Δε θα ’θελα να με δουν να καπνίζω…
Επικαλέστηκα αδέξια την υστερική μνήμη κάποιων καθηγητών αν μ’ έβλεπαν να φουμάρω, πράγμα που θα είχε επιπτώσεις αργότερα στις βαρετές ώρες των μαθημάτων. Ούτε ένας καθηγητής δεν την προσκάλεσε στην παρέα. Την άφησαν μόνη. Πάντα θα την άφηναν μόνη, σκέφτηκα. Όπου κι αν πήγαινε, θα ήταν πάντα μόνη. Ήθελα να πεταχτώ πάνω και να τρέξω κοντά της. Ήθελα αλλά δεν γινόταν, κι έτσι την πρόδωσα κι εγώ πνίγοντας την ταραχή μου με σοκολατίνα, παγωμένο νερό και συγκατάβαση για το μαθητικό χιούμορ. Τεντώθηκα στην πάνινη πολυθρόνα κλείνοντας τα μάτια. Θεέ μου, είχα έναν έρωτα, ένα φλερτ κι ένα φίλο. Θεέ μου, Θεέ μου, είπα κι ο Θεός απλώθηκε σαν υδράργυρος μέσα μου για να καταλήξει ένας κόμπος στο στομάχι και να πεθάνει σαν αναστεναγμός.
Γ. Ξανθούλης, Το καλοκαίρι που χάθηκε στον χειμώνα, Αθήνα, Καστανιώτης, 1984, σ. 122-129.
Μετάβαση στο σημείο: Δέλτα του Έβρου