Αθήνα
Μια πόλη σε μετάβαση
Συγκρότηση ενότητας: Παναγιώτης Παντζαρέλας (συνεργασία: Θ. Χιώτης)- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Θεματικοί άξονες
ΑθηνΕοι ΑθηνΕοι
Η αρχική φωτογραφία της ενότητας απεικονίζει, σε αντίθεση με τις αρχικές φωτογραφίες των άλλων ενοτήτων, έναν κλειστό χώρο. Όχι τυχαία. Πρόκειται για την Αθήνα των malls, των τραπεζών, των τοίχων που υψώνονται γύρω από τα σπίτια των βορείων προαστίων. Στην ενότητα αυτή παίρνουμε μια μικρή μονάχα γεύση από έναν συγκεκριμένο τύπο Αθηναίου των 90’s και 00’s. Τρία κείμενα ενδεικτικά μιας εποχής που την χαρακτήρισε το lifestyle και η κυριαρχία του εύκολου και πλαστικού χρήματος. Οι εικόνες από graffiti και συνθήματα μιας άλλης κουλτούρας που τα συνοδεύουν, σχολιάζουν εμπρηστικά αυτόν τον τύπο που κυριάρχησε στη μιντιακή, και όχι μόνο, ζωή του τόπου. Τα βίντεο παρουσιάζουν ανάγλυφα, αν όχι απαραίτητα αυτόν τον Αθηναίο, σίγουρα το περιβάλλον του. Οι στίχοι των τραγουδιών, όπως πάντα, δαγκώνουν μελωδικά.
Ανεξιχνίαστη ψυχή...
Ο γάμος έγινε σε μια εκκλησία του Ψυχικού χωρίς καθόλου καλεσμένους, ήταν ιδέα του Πάνου αυτή, γιατί αργότερα θα ’διναν μια μεγάλη δεξίωση στον ανθισμένο κήπο του σπιτιού τους στη Φιλοθέη. Παρόν ήταν μόνο το υπηρετικό προσωπικό, ο κηπουρός που εκτελούσε και χρέη σοφέρ, η μαγείρισσα και η Βίλμα, η καμαριέρα. Κουμπάρα ήταν μια παλιά συμφοιτήτρια του Πάνου και κολλητή του, η Χρύσα. Η Χρύσα τα ήξερε όλα για τους δυο τους. Από την πρώτη στιγμή είχε συμπαθήσει τη Μαρία. Ψηλή, αεράτη, πανέξυπνη, με πολύ χιούμορ και μ’ ένα ύφος πάντα σαν να της έλεγε: «Εγώ είμαι εδώ, μη φοβάσαι τίποτα».
Είχαν πάει μαζί να διαλέξουν το φόρεμα που θα φορούσε η Μαρία ειδικά εκείνο το βράδυ της δεξίωσης. Η Χρύσα είχε ωραίες ιδέες, αλλά η Μαρία προτίμησε ένα άσπρο μεταξωτό ταγέρ, γιατί θυμήθηκε πως στα περιοδικά είχε διαβάσει ότι η οικοδέσποινα δεν πρέπει να είναι ντυμένη με εξαιρετική πολυτέλεια για να μη φέρει σε δύσκολη θέση μερικές κυρίες που θα ήταν πιο απλά ντυμένες. Τώρα κοιταζόταν στον μεγάλο καθρέφτη της κρεβατοκάμαρας και δοκίμαζε τα εκτυφλωτικά σκουλαρίκια που στου Ζολώτα είχαν σχεδιάσει μόνο για κείνη, πανάκριβο δώρο του Πάνου. Η Χρύσα, καθισμένη σε μια πολυθρόνα απέναντι, κάπνιζε και την περίμενε να ετοιμαστεί για να κατέβουν. Ο κόσμος όπου να ’ταν θ’ άρχιζε να καταφθάνει.
– Είσαι κούκλα, της έλεγε. Μη φορέσεις άλλο κόσμημα. Αυτά τα σκουλαρίκια είναι τόσο υπέροχα, που τίποτ’ άλλο δε χρειάζεται. Δεν πιστεύω να έχεις τρακ.
– Δεν έχω, είπε η Μαρία, αλλά σκέψου ότι δεν ξέρω κανέναν. Σαν να έφτασα από το πουθενά.
Της ερχόταν κάτι σαν λιποθυμία.
– Αγάπη μου, η αθηναϊκή κοινωνία δεν είναι η βικτωριανή, είπε η Χρύσα. Είσαι η πιο όμορφη απ’ όλες. Αυτό το «από το πουθενά» που λες τους γοητεύει, τους τραβά σαν αρρώστια. Έτσι κι αλλιώς, το κουτσομπολιό είναι δεδομένο.
Κατέβηκαν επιτέλους κι εκεί στην είσοδο η Μαρία στάθηκε πλάι στον Πάνο κι άρχισε να υποδέχεται τους καλεσμένους. Ο Πάνος, ένα βήμα μπροστά, χαιρετούσε πρώτος κι έπειτα έλεγε: «Η γυναίκα μου η Μαρία». Η Μαρία χαιρετούσε και κείνη. Έλεγε: «Χαίρομαι πάρα πολύ», χαμογελούσε κι ένιωθε τα μάτια όλων να καρφώνονται πάνω της με έκπληξη και θαυμασμό. Έπειτα προχωρούσαν και κάθονταν μπροστά σε μικρές ροτόντες με λινά τραπεζομάντιλα που δεν ήταν άσπρα αλλά είχαν διάφορα απαλά χρώματα, κίτρινα, μοβ, ροζ, και μικρά μπουκετάκια από αγριολούλουδα στη μέση.
Ο μεγάλος κήπος ήταν μαγικά φωτισμένος από επαγγελματία φωτιστή, διακριτικά όμως, χωρίς υπερβολές. Όλα ήταν τέλεια. Τα γκαρσόνια πηγαινοέρχονταν σερβίροντας χαβιάρι και σαμπάνιες και ρωτούσαν τους καλεσμένους τι ήθελαν να τους φέρουν από τον μπουφέ που είχε στηθεί σε μια γωνία – ο Πάνος Χαρίσης είχε δώσει ρέστα. Γιατί αυτή η βραδιά που έγινε με αφορμή τον γάμο του του έδινε κυρίως την ευκαιρία να κάνει τις δημόσιες σχέσεις του και να καλέσει μια και καλή πάμπολλους ανθρώπους, συναδέλφους και μη, κάτι που ως εργένης δε θα είχε τη δυνατότητα να το κάνει. Γιατί πώς να καλέσει στα καλά καθούμενα τον τάδε υπουργό που έτυχε να συναντήσει μια ή δύο φορές κι είχε ανταλλάξει δυο λόγια όλα κι όλα μαζί του, ή τον δείνα μεγαλοεπιχειρηματία, γνωστό γνωστού; Με τι πρόσχημα; «Θέλετε να δειπνήσουμε το βράδυ στο GB ή –έστω– στην Αθηναϊκή Λέσχη; Θα είναι ο καθηγητής κ. Άλφα κι ο βουλευτής κ. Βήτα». Α, όχι, αυτά δε γίνονται. Τώρα τους είχε όλους εκεί, να περνούν από μπροστά του και μπροστά από την ωραία του γυναίκα. Να θαυμάζουν τον κήπο του, τις φωτισμένες ψηλά βεράντες, μερικοί ανέβαιναν κιόλας και κοιτούσαν τη θέα, έμπαιναν και μέσα στο σπίτι. Σπίτι αρχοντικό, καλόγουστο, αλλά σεμνό, όχι νεοπλουτίστικο. Μια μικρή ορχήστρα στο βάθος, μισοκρυμμένη σε δέντρα, έπαιζε μισό αιώνα μουσικής, ξένης και ελληνικής, από «Tea for two» έως «My Heart Will Go On» κι από «Χάρτινο το φεγγαράκι» έως «Οι τίτλοι του τέλους».
Είχαν πια καθίσει όλοι κι ο Πάνος πήρε τη Μαρία από το χέρι και γύριζαν ένα ένα τα τραπεζάκια, ρωτούσαν αν όλα είναι εντάξει, με τον υπουργό κάθισαν κι ένα δυο λεπτά, δεν έμειναν όμως εκεί, μη φανεί πως τους γλείφουν κιόλας, παρά προχώρησαν σ’ ένα μακρύ τραπέζι με καμιά τριανταριά ανθρώπους, όλοι συνάδελφοι του Πάνου, κι εκεί, στην κορυφή, κάθισαν να φάνε. Η παρέα ήταν ευχάριστη κι εγκάρδια. Υποδέχτηκε τους νεόνυμφους με κραυγές θριάμβου κι ένας φώναξε ξαφνικά στον Πάνο: «Kiss the bride! Kiss the bride!» κι αμέσως όλοι άρχισαν να φωνάζουν ρυθμικά: «Kiss the bride! Kiss the bride!» κι Πάνος αγκάλιασε τη Μαρία και της έδωσε ένα καυτό φιλί στο στόμα κι από τα διπλανά τραπεζάκια χειροκρότησαν κι η ορχήστρα, που ήταν ακριβώς από πίσω τους και τα έβλεπε όλα, άρχισε ξαφνικά να παίζει, πώς τους ήρθε, το γαμήλιο εμβατήριο του Mendelssohn σε ρυθμό τζαζ. Ο Πάνος κοιτούσε γύρω του ευτυχισμένος. Ναι, ήταν μια πέρα για πέρα επιτυχημένη σύναξη, η ευφορία ήταν πια διάχυτη παντού, τα γκαρσόνια κουβαλούσαν ακατάπαυστα δίσκους και δε θ’ απορούσε κανείς αν έβλεπε από στιγμή σε στιγμή να σηκώνεται κάποιος βουλευτής, ή κι ο ίδιος ο υπουργός, γιατί όχι, να βγάζει το σακάκι του και ν’ αρχίζει να χορεύει
«Τα δυο σου χέρια πήρανε
βεργούλες και με δείρανε»
Μόνο η Μαρία έμενε αμέτοχη σ’ όλα αυτά. Παρ’ όλα τα χαμόγελα που σκορπούσε δεξιά κι αριστερά. «Ποια είμαι;» έλεγε μέσα της. «Πού βρίσκομαι; Ποιοι είναι αυτοί όλοι; Ποια ήμουν πάντα;» Τέτοια κι άλλα παρόμοια υπαρξιακά σκεφτόταν η Μαρία και κάποια στιγμή νόμισε πάλι πως θα λιποθυμήσει, ήθελε να σηκωθεί να φύγει, να πάει έξω, πού έξω;
«Πιες λίγο ουίσκι» της ψιθύρισε η Χρύσα, που καθόταν απέναντί της και δεν έπαιρνε τα μάτια της από πάνω της, «όχι σαμπάνια, ουίσκι – θα χαλαρώσεις». Της έβαλε ένα ποτήρι μπροστά της και η Μαρία το ήπιε μονορούφι. Έπειτα σηκώθηκε παραπατώντας ελαφρά, πέρασε μπροστά από το τραπέζι ενός μεγαλοεισαγωγέα ηλεκτρονικών και χάιδεψε απαλά τον ώμο μιας γυναίκας που καθόταν δίπλα του. Αυτή πήρε το χέρι της και το κράτησε στο δικό της και οι άνδρες σηκώθηκαν αμέσως όρθιοι, «Παρακαλώ, καθίστε» είπε η Μαρία, «πάω μια στιγμή μέσα και θα επιστρέψω αμέσως». Μια ψηλή γυναίκα την πλησίασε, την αγκάλιασε τρυφερά και τη φίλησε. Η Μαρία αορίστως θυμόταν πως την έβλεπε κάπου κάπου στην τηλεόραση, σε lifestyle εκπομπές. Είχε μακριά ξανθά μαλλιά και φορούσε ένα διάφανο μακρύ φόρεμα, ίσως το ωραιότερο της βραδιάς – γενικά, η Μαρία είχε παρατηρήσει πως οι κυρίες των πολιτικών, των βιομηχάνων, των επιχειρηματιών ήταν όλες προσεκτικά ντυμένες σε σχέση με τις συναδέλφους του Πάνου, που φορούσαν απλά εμπριμέ ή μονόχρωμα. Μπήκε στο σπίτι και κατευθύνθηκε στην κουζίνα. Ήθελε ν’ ανοίξει το ψυγείο μόνη της και να πιει νερό. Ζαλιζόταν φοβερά, αλλά ταυτόχρονα είχε μια έντονη αίσθηση της πραγματικότητας – «Έχω μεθύσει, πρώτη φορά στη ζωή μου το παθαίνω αυτό». Όταν η Χρύσα τής είχε σπρώξει μπροστά της το ποτήρι, δεν ήξερε πως εκείνη εν τω μεταξύ, τελείως νηστική, είχε κατεβάσει άλλα δύο τρία.
Η κουζίνα ήταν πεντακάθαρη, οι προετοιμασίες για τη δεξίωση είχαν γίνει αλλού, σ’ ένα μικρό κτίσμα στο πίσω μέρος του σπιτιού.
Μπροστά στο ξύλινο τραπέζι καθόταν η Βίλμα κι απέναντί της ένας νεαρός. Σκυμμένοι ο ένας προς τον άλλον σαν να συνωμοτούσαν ή σαν να λέγαν γλυκόλογα. Πίναν κόκκινο κρασί σε χοντρά ποτήρια, το μπουκάλι στη μέση του τραπεζιού ήταν σχεδόν άδειο. Ο φωτισμός λίγος, αναμμένος μόνο ο λαμπτήρας του νέον που υπήρχε πάνω από την ηλεκτρική κουζίνα. Πετάχτηκαν και οι δύο όρθιοι μόλις την είδαν, η Βίλμα είπε: «Μαμ, θέλετε κάτι;», ο νεαρός στεκόταν μπροστά της κλαρίνο, σαν να τον είχαν πιάσει επ’ αυτοφώρω για κάτι κακό.
Η Μαρία τον αναγνώρισε αμέσως, ήταν ένα από τα γκαρσόνια που σερβίριζαν στον κήπο, τον είχε προσέξει από την πρώτη στιγμή, γιατί ήταν ψηλός, με διαπεραστικά γαλάζια μάτια και μια μακριά ξανθιά αλογοουρά.
– Θέλω νερό, είπε η Μαρία στη Βίλμα κι έπειτα γύρισε στον νεαρό και τον ρώτησε: «Είστε ξένος;».
– Πολωνός.
– Πώς σας λένε;
– Πέτρο με λένε – Πέτρο.
– Δηλαδή Πιοτρ;
– Πιοτρ, ναι.
Η Μαρία ήπιε όλο το νερό που της έφερε η Βίλμα κι έπειτα ρώτησε:
– Τι κρασί είναι αυτό;
–Πάω να φέρω ένα μπουκάλι, είπε ο Πιοτρ ή Πέτρος, αν γυρίσετε στο τραπέζι σας, θα σας το σερβίρω εγώ – ξέρω πού κάθεστε.
– Όχι, όχι, θέλω να δοκιμάσω μόνο, είπε η Μαρία κι έπιασε το χέρι του νεαρού. Βάλτε μου λίγο απ’ αυτό το μπουκάλι.
Του κρατούσε ακόμα το χέρι και της άρεσε. Χέρι με λίγο τραχιά επιδερμίδα, το κρατούσε και το ’σπρωχνε προς το μπουκάλι.
– Βίλμα, φέρε ένα καθαρό ποτήρι για την κυρία.
– Εδώ, είπε η Μαρία, εδώ που ήπια νερό.
Ο Πιοτρ έβαλε κρασί και η Μαρία ήπιε μια γουλιά.
– Καλό, είπε. Βίλμα, βοήθησέ με να ανέβω τις σκάλες, θέλω να ξαπλώσω λίγο.
– Μαμ, είστε καλά;
– Με χτύπησαν τα παπούτσια.
Καθώς ανέβαινε και η Βίλμα τη βοηθούσε κρατώντας την από τη μέση, γύρισε λίγο το κεφάλι της. Ο Πιοτρ είχε εξαφανιστεί.
– Ζαλίζομαι, είπε η Μαρία και ξάπλωσε.
– Θέλετε να σας βγάλω τα παπούτσια;
– Όχι – θα κατέβω πάλι.
Η πόρτα χτύπησε κι η Χρύσα μπήκε μέσα σαν σίφουνας.
– Τι συμβαίνει; Τι έπαθες;
– Ζαλίζομαι, είπε η Μαρία.
– Έλα, έλα, δεν είναι τίποτα. Ήρθα να σε πάρω να πάμε κάτω – οι άνθρωποι περιμένουν να σε καληνυχτίσουν.
– Δεν μπορώ, κλαψούρισε η Μαρία.
– Μπορείς και παραμπορείς.
– Μαμ, πείραξε το οινόπνευμα.
– Θες να κάνεις εμετό; Έλα, Βίλμα, βοήθησε και συ να σηκωθεί, έλα, κάνε εμετό, θα συνέλθεις.
Μπήκαν κι οι τρεις στο μπάνιο κι η Χρύσα τής κρατούσε το κεφάλι πάνω από τη λεκάνη.
– Έλα, βάλε τα δάχτυλά σου, έλα, βαθιά μέσα, έτσι.
Η Μαρία πνιγόταν κι ένας λόξιγκας την τράνταζε. Καθώς δεν είχε φάει τίποτα, έβγαζε μόνο υγρά.
– Είσαι καλύτερα τώρα;
– Ναι, είμαι καλύτερα.
– Έλα, πλύνε τα χέρια σου και ξέπλυνε το στόμα σου και το πρόσωπό σου – Βίλμα, φέρε μια πετσέτα, έχει κάνει μούσκεμα τη ζακέτα της. Βγάλ’ την καλύτερα, μείνε μ’ αυτό το ωραίο μπλουζάκι. Ρίξε και κάτι πάνω σου. Έχει ψύχρα. Το κραγιόν σου – κάτσε, θα σε βάψω εγώ – εντάξει – λίγη κρέμα. Κολόνια. Έτοιμη, πάμε τώρα κάτω.
– Δε θέλω, είπε η Μαρία.
Η Χρύσα την κοίταξε και ξαφνικά το πρόσωπό της ήταν σοβαρό. Πρώτη φορά τόσο σοβαρό. Τα μάτια της σκληρά.
– Τι θα πει δε θέλω; Δεν μπορείς να του το κάνεις αυτό του Πάνου – ακούς; Ήταν η βραδιά του απόψε, θες να του τη χαλάσεις;
– Εντάξει, είπε η Μαρία. Πάμε.
Προχωρούσαν οι δυο τους ανάμεσα στα τραπέζια, που είχαν αρχίσει ν’ αδειάζουν, γιατί οι καλεσμένοι έφευγαν πια. Η Μαρία δεν αισθανόταν θυμό για τη Χρύσα. Κανείς δεν της είχε μιλήσει ποτέ τόσο απότομα, αλλά εκείνη δεν αισθανόταν άσχημα, παρά τη φοβερή κούρασή της.
Πλησίασε το μεγάλο τραπέζι με τους φίλους του Πάνου, ο Πάνος είχε σηκωθεί κιόλας να την υποδεχτεί, ανακουφισμένος που την έβλεπε να έχει επιστρέψει. Η Μαρία στάθηκε στη μέση και είπε δυνατά, σαν να έβγαζε λόγο: «Έλειψα για λίγο. Πήγα μέσα, έπρεπε κάτι να κάνω και σας άκουγα που τραγουδούσατε και γελούσατε – σας άκουγα από τ’ ανοιχτά παράθυρα και μ’ άρεσε τόσο πολύ αυτό, που παρ’ ολίγο να ξεχαστώ εκεί, καθισμένη στην πολυθρόνα μου, να σας ακούω. Μη φύγετε – θέλω να μείνετε ως τα ξημερώματα».
«Είσαι μια μικρή μάγισσα» της ψιθύρισε η Χρύσα και τη φίλησε. «Το ήξερα πως θα τα καταφέρεις. Θέλω να κοιμηθώ εδώ απόψε» συνέχισε, «δε θέλω να κλειστώ στο Κολωνάκι. Θα ξυπνήσουμε αργά, θα κατεβούμε στον κήπο και η Βίλμα θα μας φέρει το μπρέκφαστ».
Το άλλο πρωί έβρεχε πολύ κι έκανε κρύο. Ένας απότομος χειμώνας άρχιζε.Θανάσης Χειμωνάς, Ανεξιχνίαστη ψυχή, Πατάκης, 2003, σ. 77-87.
Η μέρα που η Αμερική ε...
Δεν μπορεί να μη θυμάστε εκείνη την ημέρα. Τουλάχιστον εσείς οι παλαιότεροι θα τη θυμάστε οπωσδήποτε. Όταν συμβαίνει ένα τόσο κοσμογονικό γεγονός, η μνήμη χαράζει σημάδια πάνω μας. Ποιος δεν θυμάται τη δολοφονία του Κέννεντυ, το πρώτο βήμα του ανθρώπου στο Φεγγάρι, ή την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους; Λέμε, να, αυτό έκανα τότε, εκεί βρισκόμουν όταν το άκουσα.
Εγώ βρισκόμουν στην οδό Ακαδημίας. Το θυμάμαι σαν να ήταν χτες. Ήταν μεσημέρι και κόσμος πολύς συνωστιζόταν γύρω από τις στάσεις των λεωφορείων. Έδειχναν όλα συνηθισμένα, τα σκυθρωπά πρόσωπα, ο ιδρώτας, η δαμασμένη από τα ηρεμιστικά ανησυχία, μια μέρα σαν τις άλλες δηλαδή που, αν είσαι σοφός, καλύτερα να μένεις σπίτι σου· ο σατανάς, το απροσδόκητο, κρύβεται πάντα μέσα στο συνηθισμένο.
Διέσχισα την Ακαδημίας κι άρχισα να ανηφορίζω την οδό Ασκληπιού με σκοπό να στρίψω δεξιά και να καταλήξω στους Αμπελόκηπους, μέσω του περιφερειακού του Λυκαβηττού, μία πορεία που πάντα επέλεγα όταν κάποια ανάγκη με έκανε να επισκεφθώ το κέντρο. Έτσι, με το μυαλό απορροφημένο από μυριάδες ανούσιες λεπτομέρειες της μάλλον ανιαρής ζωής μου, έφτασα δίχως να το καταλάβω στη συμβολή των οδών Ιωσήφ Δαμασκηνού και Σαρανταπήχου.
Ούτε ξέρω πόσες φορές είχα εκτελέσει αυτό το δρομολόγιο. Η ανηφόρα, η σωματική προσπάθεια, το κεφάλι το πάντα σκυμμένο, οι κομμένες ανάσες, ο πόνος στα γόνατα, αποτελούσαν τη δοκιμασία που επιβεβαίωνε ότι κρατιόμουν ακόμα, ότι δεν είχα γεράσει όσο έδειχναν τα βαθουλωμένα μάγουλά μου και το γεμάτο ρυτίδες μέτωπό μου. Στεκόμουν ύστερα στο τέλος της διαδρομής, ανασαίνοντας βαριά, με την καρδιά να χτυπά δυνατά, ικανοποιημένος, ωστόσο, που είχα ξεγελάσει τον δόλιο χρόνο για άλλη μια φορά. Από κει μέχρι το μικρό μου διαμέρισμα ήταν μόνο κατηφόρα.
Στάθηκα λοιπόν εκείνη την αποφράδα, την κοσμογονική, όπως προανέφερα, μέρα, την αρχικά συνηθισμένη, αλλά με τον σατανά να καιροφυλακτεί, να πάρω την ανάσα μου, να ξαποστάσω, να αναμετρηθώ με τον χρόνο.
«Σύντροφε καταναλωτή, χαίρε!» με διέκοψε σε άπταιστα ελληνικά μια νεαρή κοπέλα. Φορούσε μία ολόσωμη εφαρμοστή φόρμα γεμάτη μικροσυσκευές (ήταν πολύ της μόδας τότε οι φόρμες αυτές και οι νέοι μας τις προτιμούσαν για να είναι συνδεδεμένοι συνεχώς με το Υπερδίκτυο). Είχε πυρρόξανθα μαλλιά και μακριές μπούκλες που της έφταναν μέχρι τη μέση, μάτια πράσινα, διαπεραστικά. Καιρό είχα να ακούσω την παλιά γλώσσα και της απάντησα αυθόρμητα κι ευγενικά, ενθυμούμενος τα χρόνια μου στο σχολείο.
«Χαίρε και σε σένα, συντρόφισσα καταναλώτρια! Τι νέα;»
Χαμογέλασε αμήχανα, ίσως και να μη με κατάλαβε, το γύρισε αμέσως στη Νεολίνγκο.
[…]
«Πού πας, παππούλη;» ρώτησε.
Της εξήγησα το δρομολόγιό μου αλλά και τους λόγους που δεν προτίμησα το λεωφορείο της εταιρίας της.
«Αγόρασες τίποτα σήμερα;»
Η ερώτηση της με έκανε να παγώσω. Μέσα στον ενθουσιασμό μου για την αναπάντεχη εμφάνιση της και τις πυρρόξανθες μπούκλες της, τα αντανακλαστικά μου είχαν χαλαρώσει. Δυσκολεύομαι να βρω άλλη δικαιολογία για την ολιγωρία μου. Η ποινή, αν ανακάλυπτε ότι δεν είχα αγοράσει κάτι, ήταν τουλάχιστον εκατό μονάδες. Οι νέοι νόμοι είχαν ασφαλώς τη λογική τους, δεν τους κατακρίνω, έστω κι αν είχα παρανομήσει — ας μην παρεξηγηθώ λοιπόν! —, το χρήμα πρέπει να ρέει, τα ταμεία να συναλλάσσονται, οι μονάδες να κάνουν γύρους, τι να τα κάνεις τα λεφτά όταν δεν θες να τα ξοδέψεις, και τι θλιβερός εγωισμός η αποταμίευση! Έλα όμως που εγώ, ένας γέρος και μονάχος άνθρωπος, δίχως κανέναν, δίχως παιδιά, δίχως οικογένεια, τι ανάγκες να έχω; Σε πόση κατανάλωση αγαθών να επιδοθεί ένας εξαναγκασμένος ασκητής, ένας αναχωρητής των στοιχειωδέστερων απολαύσεων;
Προσπάθησα να τα μπαλώσω με μισόλογα.
«Σύντροφε καταναλωτή! Ξέρεις τι θα συμβεί αν πάψουμε κάποτε να αγοράζουμε;»
Είχε σφίξει με πείσμα τα χείλη της, τα λαμπάκια της στολής της αναβόσβηναν και το μικροκαμωμένο πρόσωπό της έμοιαζε τώρα με προσωπείο ανθρωποφάγου σφίγγας.
Διέκοψα τη μάταιη ρητορεία μου κι έσκυψα το κεφάλι. Τα γόνατα μου είχαν παραλύσει. Πόσο δίκιο είχε να με επιπλήττει η μικρή! Όλοι γνωρίζουμε ότι οι τύχες του πολιτισμού κρέμονταν από τις μικρές πράξεις του καθενός μας. Τι θα συνέβαινε άραγε αν κάποτε σταματούσαμε να αγοράζουμε; Τι ξεπεσμός κάθε υψηλού ιδανικού και τι οικτρό κατρακύλισμα μας περίμενε, αν μία μέρα ξυπνούσαμε χωρίς ανάγκες; Κρύος ιδρώτας με έλουσε, καθώς αναλογίστηκα τις συνέπειες της άθλιας πράξης μου. Μου ζήτησε την προσωπική κάρτα καταναλωτή με την οποία έπρεπε να είμαστε όλοι εφοδιασμένοι. Χωρίς άλλα λόγια, σάρωσε πάνω της την ποινή μου και μου την επέστρεψε λέγοντας:
«Να μην το ξανακάνεις αυτό, γέρο, γιατί την επόμενη φορά θα σου κατασχέσουμε το σπίτι! Κατάλαβες;»
Έγνεψα υποτακτικά, χαμήλωσα τα μάτια. Φτηνά την είχα γλιτώσει, εκατό μονάδες και μία επίπληξη, θα μπορούσε να ήταν χειρότερα. Στάθηκα σε στάση προσοχής, περιμένοντάς την να απομακρυνθεί.
Και τότε πήρα τη μοιραία απόφαση, μια απόφαση της στιγμής, αυθόρμητη θα λέγαμε κάποτε, όταν επιτρεπόταν ακόμα αυτού του είδους η συμπεριφορά. Άλλωστε, η καρδιά μου ήθελε ακόμα χρόνο να βρεθεί στη θέση της και τούτος ήταν τελικά ο λόγος που αποφάσισα να αναβάλλω την επιστροφή μου, να ανατρέψω το πρόγραμμά μου, να αλλάξω τον ρου της μονοτονίας μου, προτιμώντας ένα σύντομο περίπατο ως την κορφή του Λυκαβηττού, μέχρι το ξωκλήσι του Άι-Γιώργη ή, για να το πω καλύτερα, μέχρι εκεί που υπήρχε κάποτε το παλιό ξωκλήσι του Άι-Γιώργη.
Και σας θυμίζω, αν και απαγορεύονται οι υπενθυμίσεις, ωστόσο το ρισκάρω και σας θυμίζω πως οι πολυεθνικές εταιρίες-χορηγοί, οι άνθρωποι δηλαδή που μας φροντίζουν όλους από τότε που ανέλαβαν την εξουσία, επιδεικνύοντας το υψηλό πνεύμα ευθύνης που τις διακατέχει, είχαν λυπηθεί τα περισσότερα ιστορικά λεγόμενα μνημεία της πόλης. Με εξαίρεση κάποια ανώφελα μουσεία και μερικές μισοερειπωμένες εκκλησίες, τα περισσότερα είχαν διατηρηθεί με το σκεπτικό ότι αποτελούσαν έναν μάλλον ευχάριστο διάκοσμο που δεν κόστιζε και πάρα πολλά χρήματα. Ο Άι-Γιώργης, ατυχώς, δεν συμπεριελήφθη στη λίστα των διατηρητέων, οι εταιρίες-χορηγοί αποφάσισαν εν τη αγαθή σοφία τους ότι η κορυφή του Λυκαβηττού αποτελούσε πρώτης τάξεως θέση για διαφημίσεις και προτίμησαν να τον ξηλώσουν. Ωστόσο, για λόγους που δεν μας αφορούν, δεν είχαν καταφέρει μέχρι τότε να συμφωνήσουν ποια θα τον εκμεταλλευόταν πρώτη. Η αναβολή αυτή των τελικών αποφάσεων είχε ως αποτέλεσμα να μονοπωλεί τη θέση η Κόκα-Κόλα, η οποία — σας υπενθυμίζω πάλι — είχε μετεξελιχθεί σε παγκόσμια εταιρία κοινής ωφελείας. Έτσι, στη θέση του παλιού καμπαναριού, υπήρχε ένα γιγάντιο μπουκάλι που φωτιζόταν κάθε βράδυ κι αναβόσβηνε θεαματικά πάνω από το Λεκανοπέδιο.
Από μία ενδόμυχη παρόρμηση λοιπόν, έσυρα μέχρι εκεί ψηλά τα γέρικα γόνατά μου, βρήκα μία μικρή θέση πάνω στο γυμνό βράχο κάτω από το μπουκάλι, να ξαποστάσω, να συνέλθω από τον παραλίγο κοινωνικό μου εξοστρακισμό, να αγναντέψω τη μεγάλη πόλη, την ερωμένη και δεσμώτη μου. Στάθηκα σε μια γωνιά κι άφησα τον νου μου να πλανηθεί και να θαυμάσει τον κόσμο από ψηλά, τις οδυνηρές λεπτομέρειες που εξαφανίζονταν μέσα στην προοπτική του συνόλου, το μέγεθος που πάντα εντυπωσιάζει και κατατροπώνει την κριτική διάθεση.
Έδυε ο ήλιος κι η Ακρόπολη αντιφέγγιζε. Διακρίνονταν το περιστύλιο του Παρθενώνα, τα περιγράμματα των ναών του Ερεχθείου και της Απτέρου Νίκης, τα ίχνη των Προπυλαίων, τα τείχη, τα μηνύματα των χορηγών. Πιο πέρα, ο Πειραιάς και ο Σαρωνικός έμοιαζαν να σμίγουν και να γλυκοφιλιούνται, ενώ δεκάδες μικρά πλεούμενα αρμένιζαν πάνω στην ατάραχη επιφάνεια του νερού. Αυτοκίνητα διέτρεχαν τους στενούς δρόμους ανάμεσα στους πυκνούς όγκους των πολυκατοικιών για να ενωθούν με τις μεγάλες αρτηρίες των αυτοκινητοδρόμων που οδηγούσαν μακριά από την πόλη, στα μακρινά προάστια της Αττικής, εκεί που κατοικούσαν οι εύπορες τάξεις, τα στελέχη των εταιριών-χορηγών και το υπηρετικό τους προσωπικό. Χάρη στο πρόζακ-2, που η λήψη του είχε γίνει από τότε υποχρεωτική, επικρατούσε παντού μία γλυκιά ηρεμία. Ο εκνευρισμός, οι αψιμαχίες στα φανάρια, το άγχος, όλα εκείνα που ταλάνιζαν την καθημερινότητα της νεανικής μου ηλικίας, ανήκαν στο παρελθόν. Πόσο λίγο και πόσο πολύ είχε αλλάξει αυτή η πόλη! Η Αθήνα! Σπάνια ανέφεραν το όνομά της πια. Τα πνευματικά δικαιώματα τής χρήσης της λέξης είχαν κατοχυρωθεί και όποιος τη χρησιμοποιούσε, έστω και στον καθημερινό του λόγο, έπρεπε να πληρώνει τον σχετικό φόρο. Έτσι ο περισσότερος κόσμος - οι μικροκαταναλωτές - φτωχός καθώς ήταν, προτιμούσε να την αποκαλεί απλά «πόλη» ή μάλλον «σίτυ», στη Νεολίνγκο.
«Σουμιμασέν, καμαράντ κονσιούμερ-σαν[1]», άκουσα τότε τη φωνή της ξανά, να με καλεί και να μου καταστρέφει την απολαυστική στιγμή της ενατένισης. Το βρωμοθήλυκο με είχε παρακολουθήσει.
«Τι γουώντ ανκόρ κουντασάι;[2]» την ρώτησα κάπως ενοχλημένα.
Δεν είχα πληρώσει το πρόστιμο; Δεν είχα μετανιώσει για την ακοινώνητη διαγωγή μου; Τι άλλο ήθελε από εμένα;
Δεν απάντησε.
«Ντόκο σπίτι σου;[3]» ρώτησε με προσποιητή τρυφερότητα, η σφίγγα.
Στεκόταν τώρα από πάνω μου, είχε βάλει το κεφάλι μου ανάμεσα στα σκέλη της και χάιδευε τα λιγοστά μαλλιά μου.
«Αμπελόκηπ-μερά[4]», απάντησα υποκύπτοντας.
«Γουώντ ρε να παένω σε αλά;[5]»Τα κατάλαβα τότε όλα, το στυγερό σχέδιό της, την προσποιητή τρυφερότητά της, την επίμονη καταδίωξή της. Κονσουμέρ! Έπεφτα θύμα «κονσουμέρ»! Το συνήθιζαν τα κατώτερα στελέχη των εταιριών-χορηγών, ήταν μία σίγουρη μέθοδος για την ανέλιξή τους στην ιεραρχία, να δημιουργούν σχέσεις «κονσουμέρ» με μικροκαταναλωτές οι οποίοι βρίσκονταν σε «στάδιο αποκαταναλωτισμού». Ασφαλώς, όλα αυτά έχουν απλοποιηθεί σημαντικά στις μέρες μας, ύστερα από την υιοθέτηση της ενεργητικής ευθανασίας, αλλά τότε οι σχέσεις «κονσουμέρ» ήταν φαινόμενο καθημερινό, κυρίως για μοναχικούς γερόλυκους σαν του λόγου μου.
Τέλος πάντων, επειδή αντιλαμβάνομαι την αδυναμία σας να ανασύρετε αναμνήσεις, θα παραβώ για μία ακόμα φορά τον νόμο και θα σας υπενθυμίσω ότι η σχέση «κονσουμέρ» βασιζόταν στην άντληση με κάθε τρόπο της μέγιστης αγοραστικής δύναμης του «αποκαταναλωτιζόμενου». Το στέλεχος επέβαλλε τους όρους του μέσω της ανταλλαγής ερωτικών κυρίως υπηρεσιών για τις οποίες χρέωνε κατευθείαν την κάρτα του θύματός του και αύξανε με αυτόν τον τρόπο τη βαθμολογία αξιολόγησής του από την εταιρία. Ο «αποκαταναλωτιζόμενος» δεν άντεχε περισσότερο από μερικές μέρες εντονότατης σεξουαλικής ευδαιμονίας. Ο βιολογικός του θάνατος συνέπιπτε με την ολική αφαίμαξη και του ύστατου ποσού των πενιχρών οικονομιών του.
[…]
Έπρεπε κάτι να κάνω. Και γρήγορα. Τη σταμάτησα, την πήρα από το χέρι και κατεβήκαμε από τον βράχο, περπατήσαμε ανάμεσα στα πεύκα, τραβήξαμε το μικρό μονοπάτι που κατηφόριζε μέχρι το παλιό και κατεστραμμένο πλέον γήπεδο του Παναθηναϊκού. Έδειχνα σαν να είχα παραδοθεί στα θέλγητρά της. Διασχίσαμε τη λεωφόρο Αλεξάνδρας κι ανεβήκαμε τα στενά σοκάκια που οδηγούσαν στο μικρό μου καταφύγιο. Όταν φτάσαμε εκεί, είχε ήδη νυχτώσει. Την οδήγησα από την εσωτερική σκάλα στον τέταρτο όροφο της παλιάς πολυκατοικίας, δρασκελίζοντας με προσοχή τα σωριασμένα κορμιά ημιθανών χρηστών του πειραματικού πρόζακ-έξτρα, ξεκλείδωσα την πόρτα του διαμερίσματός μου και της έδειξα με ιπποτικό τρόπο να περάσει πρώτη.
Στο μυαλό μου τριβέλιζε η μελαγχολική ιδέα, ή μάλλον η σιγουριά, ότι το τέλος μου επίκειτο παρόμοια άχαρο με τη ζωή μου. Το άξιζα, δεν λέω, αλλά όταν η μικρή έβγαλε από πάνω της την ολόσωμη φόρμα και γυμνή ήρθε να μου χαϊδέψει ξανά τα λιγοστά μαλλιά της κεφαλής μου, το μυαλό μου θόλωσε. Δεν ήμουν έτοιμος να αφήσω τα εγκόσμια. Είχα κάμποσες μονάδες ακόμα στον λογαριασμό μου. Η πενιχρή μου σύνταξη αρκούσε για τα καθημερινά μου έξοδα, αν έκανα κάποιες ακόμα οικονομίες. Αν μείωνα κάπως το φαγητό μου, ίσως κατάφερνα ένα μικρό ταξίδι μέχρι την Αίγινα, τον τόπο όπου κάθε γερο-συνταξιούχος μικροκαταναλωτής ονειρεύεται να αφήσει την τελευταία του πνοή. Είχα δουλέψει σκληρά για να υποστώ ένα τόσο ταπεινωτικό τέλος στους βρωμο-Αμπελόκηπους.
Χτυπημένος από μια πλημμυρίδα απελπισίας, τυφλωμένος από αγωνία, άδραξα τον λεπτό λαιμό της με τα στιβαρά μου χέρια και τον έσφιξα, τον έσφιξα, τον έσφιξα, μέχρι που άρχισα να νιώθω το κορμάκι της να χαλαρώνει, τα μάτια της να σβήνουν, την ανάσα της να χάνεται. Κιχ δεν πρόλαβε να βγάλει. Την κρατούσα ακόμα από τον λαιμό, όταν τίναξε για ύστατη φορά τα χεράκια της και μια λεπτή σταγόνα αίματος ήρθε να ράνει τα μελανιασμένα χείλη της. Άφησα το ισχνό κουφάρι της να σωριαστεί στο πάτωμα κι έσπευσα να κεράσω τον εαυτό μου ένα ισχυρό κοκτέιλ βαρβιτουρικών. Δεν θα φτερούγιζε ξανά ποτέ η φιλόδοξη ψυχούλα της στον ονειρεμένο κόσμο των προαστίων. Είχε διαλέξει λάθος θύμα η άμοιρη.
Άνοιξα μετά το τερματικό μου και συνδέθηκα με το Υπερδίκτυο. Εννοούσα να απολαύσω τα τελευταία λεπτά της ελευθερίας μου, προτού η εταιρία-χορηγός αποστείλει το προσωπικό ασφαλείας της για να με συλλάβουν.
Κυματοδρομώντας στους αγαπημένους μου κόμβους, τα κόκκινα από την ένταση μάτια μου έπεσαν στους τίτλους ειδήσεων εκείνης της τόσο σημαδιακής ημέρας.
«…Νέες προσφορές για έναν ευχάριστο θάνατο στα κρεματόρια της Αίγινας, από τη Συνομοσπονδία Εταιριών-Χορηγών Βαλκανίων και Μέσης Ανατολής. Προλάβετε! Από το κανάλι 12 του Υπερδικτύου…»
«Ολοκληρώθηκαν οι εργασίες στη νέα πτέρυγα του πολυκαταστήματος Χαλανδρίου…»
Κι εκεί, ανάμεσα στις ανακοινώσεις και τις νέες προσφορές, διάβασα για πρώτη φορά την είδηση;
«Η Αμερική εξαφανίστηκε».
Στην αρχή δεν πίστεψα τα μάτια μου. Δε θυμάμαι κι εγώ πόσες φορές διάβασα και ξαναδιάβασα εκείνες τις λέξεις. Ασχολίαστες, έστεκαν πάνω στην οθόνη του τερματικού, μια σύντομη ανακοίνωση με ψιλά γράμματα, μια υποσημείωση πνιγμένη στον χείμαρρο πολύ σοβαρότερων ανακοινώσεων, ένας σύντομος τίτλος ειδήσεων που κάποιος συντάκτης είχε προσθέσει απλά εκεί, για την ακρίβεια του πράγματος παρά για ενημέρωση.
Αναζήτησα μέσα μου τα ίχνη κάποιου συναισθήματος στην είδηση της εξαφάνισης μίας ολόκληρης ηπείρου κι ενός κράτους που πρώτο μας είχε δείξει το μέλλον. Μα κανένα ρίγος συγκινήσεως δεν κλόνιζε τα εσώψυχά μου, καμία νοσταλγία δεν προκαλούσε γεύσεις πίκρας στο στόμα μου, κανένας κόμπος δεν εμφανιζόταν στο στήθος μου. Κοίταξα από το παράθυρό μου κι ο κόσμος ήταν ακριβώς ο ίδιος. Στο φτωχικό μου διαμέρισμα η μόνη προσθήκη ήταν το πτώμα της μικρής, τίποτα άλλο.
Η είδηση της εξαφάνισης της Αμερικής πέρασε στα ψιλά, χαμένη κάτω από χιλιάδες γιγαμπίτ για νέα προϊόντα, νέες προσφορές, νέα και ακόμα πιο εξελιγμένα κάτι. Ούτε καν σχολιάστηκε, ούτε καν συζητήθηκε.
Κι όταν ύστερα από τα επτά χρόνια καταναγκαστικής εργασίας σε σούπερ-μάρκετ επέστρεψα στην παλιά μου γειτονιά, κανείς δε θυμόταν ότι υπήρχε κάποτε ένα μέρος που λεγόταν Αμερική. Η λέξη είχε γίνει μάλιστα κοπυράιτ και ουδείς διανοείτο καν να την προφέρει.[1]Συγγνώμη, σύντροφε καταναλωτή.
[2]Τι άλλο θέλεις σε παρακαλώ;
[3]Πού είναι το σπίτι σου;
[4]Στους Αμπελόκηπους.
[5]Θες να σε πάω εκεί;
Ο άνθρωπος που έτρωγε ...
Και περνούν τα χρόνια ως είθισται, και φτάνουμε στο σωτήριον έτος 2005. Έχουμε μόλις μετακομίσει με το Κουτάβι στην τωρινή μας κατοικία, και το πρώτο μέλημα, ασφαλώς, είναι η επίπλωσή της. Οπότε και παίρνω τη μεγάλη απόφαση να βγάλω την πρώτη μου πιστωτική, δίνοντας όρκο στον εαυτό μου πως, αφότου σκάσω τα απαιτούμενα φράγκα στο ΙΚΕΑ, δε θα την ξαναχρησιμοποιήσω ποτέ, αλλά θα την ξοφλήσω και θα την κόψω (κούνια που με κούναγε…) Όταν όμως ήρθε η ώρα να πάω στην τράπεζα, κώλωσα, διότι, μικρός κι αθώος κι αμάλλιαγος όπως ήμουν, και μη γνωρίζοντας ότι οι τράπεζες έτσι επιβιώνουν τη σήμερον ημέρα, φοβόμουν μη μου πουν: «Ουστ από 'δω, ψωρίλε συγγραφίσκο, που θες και πιστωτική!» Αντιθέτως το μόνο που χρειάστηκε ήταν η υπογραφή του πατέρα μου ως εγγυητή, ο οποίος με όρκισε, στα κόκκαλα της μάνας μου, τα δικά του και των Ελλήνων τα ιερά, να μην πατήσω το πόδι μου σε καζίνο φέρων πιστωτική κάρτα. Η αγωνία του ήταν δικαιολογημένη, βέβαια, καθώς λίγα χρόνια πριν, όταν στην όμορφη Θεσσαλονίκη είχε πρωτανοίξει το υπέρλαμπρο καζίνο γνωστού ξενοδοχειακού ομίλου, στην παλιά μου βερσιόν των δύο ηπείρων και πέντε θαλασσών, με το δέλεαρ του πρωινού μπουφέ, όπου με πέντε ευρώ έτρωγες ένα χοιροστάσιο μπέικον και πέντε πανέρια αυγά, πού μ' έχανες πού μ' έβρισκες ξημεροβραδιαζόμουν στη ρουλέτα των ψιλικατζήδων, να πίνω τζιν-τόνικ μέχρι τελικής πτώσης και να ξεπαραδιάζομαι για να περνά η ώρα.
Όλα πήγαν κατ' ευχήν, και μάλιστα, προς απέραντη χαρά μου, δέκα μέρες μετά βρήκα στην αλληλογραφία μου όχι τη μία που είχα ζητήσει, αλλά δύο πιστωτικές! Κατενθουσιασμένος, έσπευσα να μοιραστώ το χαρμόσυνο νέο με το Κουτάβι, προτρέποντάς το να εκμεταλλευτεί κι αυτό την απίστευτη γαλαντομία της τράπεζας - οπότε κι ο νουνεχής καλός μου με πληροφόρησε ότι, στην πραγματικότητα, η δεύτερη κάρτα συνιστούσε παγίδα για να ξοδέψω και να χρεωθώ κι άλλο, κι ότι έπρεπε να την καταστρέψω πάραυτα ή, έστω, να του τη δώσω να την καταχωνιάσει στου βοδιού το κέρατο και να με προστατέψει απ' τον σπάταλο εαυτό μου.
Αλλά την επομένη πήγαμε στο ΙΚΕΑ, όπου για πρώτη φορά κατάλαβα τι εστί καταναλωτικό αμόκ. Το 'βλεπα; Το ποθούσα για έστω και τέσσερα δέκατα του δευτερολέπτου; Το 'ριχνα στην τσάντα δίχως δεύτερη σκέψη. Μέσα σε τέσσερις ώρες ψυχωσικής υπερέντασης, γεμίσαμε τέσσερις τσάντες με τζίτζιλα-μίτζιλα (μιλάμε για τόσο λούτρινο κουκλάκι και πλαστικό παιδικό σερβίτσιο και φωτάκια νυκτός, που άνοιγες χαλαρά βρεφονηπιακό σταθμό), φορτώσαμε δύο παλέτες έπιπλα ως απάνω, και φεύγοντας, σηκώσαμε και τα μισά τρόφιμα. Το τριχίλιαρο που έσκασα είχε τσούξει λιγάκι, αλλά είχε κι ένα στοιχείο εξωπραγματικού: Είχα όντως μόλις ξοδέψει τρεις χιλιάδες ευρώ; Ένα εκατομμύριο παλιά λεφτά; Εγώ; Δεν μπορεί. Και μόλις παράχωσα κάρτα κι απόδειξη στην τσέπη, το όργιο ήταν ως μη γενόμενο. Α¬κολούθησε μήνας απερίγραπτης ευφορίας και διακοσμητικού οίστρου, όπου τα πρωινά εγώ και η Ρουάλα συναρμολογούσαμε τα έπιπλα όλα λάθος, και τα βράδια το Κουτάβι γύριζε απ' τη δουλειά, τα λύνε και τα ξανάφτιαχνε σωστά.
Και στον μήνα πάνω, σκάει ο πρώτος λογαριασμός… Και συνειδητοποιώ για πρώτη φορά το ιλιγγιώδες ύψος του χρέους, καθώς και το γεγονός ότι, για να το εξοφλήσω καταβάλλοντας μόνο την ελάχιστη δόση, θα 'πρεπε να ζήσω μέχρι τα ενενήντα έξι μίνιμουμ. Οπότε, καθώς τα ζόρια της μετακόμισης καλά κρατούσαν, τι πάω και κάνω η γάτα με τα πέταλα; Αρχίζω να χρησιμοποιώ τη δεύτερη κάρτα ως cash card για να πληρώνω τις δόσεις της πρώτης, αλλά και για ποικίλα άλλα έξοδα, αντιμετωπίζοντας το πιστωτικό της όριο σαν καταθετικό λογαριασμό που μου 'χε χαριστεί, ως διά μαγείας, για τις δύσκολες στιγμές. Με αποτέλεσμα σύντομα η δόση της να ισοφαρίσει τη δόση της πρώτης και πλέον ξετιναγμένης κάρτας.
Κι όπως συμβαίνει στο πρώτο στάδιο του πένθους, περνώ απ' το πρώτο σοκ στην άρνηση, η οποία και εκδηλώνεται ως εξής: Κάθε φορά που έσκαγε ο φάκελος με τη λυπητερή, αντί να τον ανοίγω και να συγχύζομαι, τον πετούσα όπως ήταν στα σκουπίδια και κατέθετα όσα ήθελα, όποτε ήθελα και αν ήθελα. Η φάση «φύγε Κακό απ' τα μάτια μου» κράτησε κάνα τρίμηνο, στο τέλος του οποίου το Κουτάβι με συνέλαβε επ' αυτοφώρω να σουτάρω μια ντάνα φακέλους στοv κάδο, κι αρπάζοντας με απ' το αυτί μού εξήγησε ότι δεν παίζουμε μ' αυτά τα πράγματα. Οπότε κι εγώ του εξομολογήθηκα πως το τελευταίο διάστημα, όποτε μ' έπαιρναν τηλέφωνο για να μου υπενθυμίσουν τη δόση που πάσχιζα με κάθε τρόπο να ξεχάσω, προσποιούμουν ότι δεν είχα σήμα, βγάζοντας άναρθρες κραυγές του τύπου «χχχ… δεν ακούω τι λε… σύνδεση… χχχ» και στα καπάκια κλείνοντας κινητό, σταθερό και παραθυρόφυλλα.
Η μόνη λύση ήταν η μεταφορά υπολοίπου σε πιστωτική άλλης τράπεζας. Εγώ την είχα ακουστά τη μεταφορά, αλλά όταν το Κουτάβι μου εξήγησε πώς λειτουργεί (κι εγώ τα εξέλαβα όπως με βόλευε, τουτέστιν ότι μια καλόκαρδη τράπεζα-σωτήρας θα μ’ έσωζε απ’ τα νύχια της κακιασμένης τράπεζας που με κυνηγούσε για μερικά ψωροχιλιάρικα), ενθουσιάστηκα τόσο που πήγα επιτόπου κι έσκασα εκατόν είκοσι ευρώ για ροζ σαμπάνιες, για να γιορτάσουμε την επικείμενη λευτεριά μου.
Κι έτσι γίναν τρεις οι πιστωτικές… Βέβαια, προτού το Κουτάβι υπογράψει ως εγγυητής, μ’ έβαλε να επαναλάβω τον δεκάλογο του συνετού καταναλωτή:
«Τι κάνουμε όταν έρχεται ο λογαριασμός;»
«Τον ανοίγουμε και τον διαβάζουμε».
«Και μετά;»
«Τον πετάμε και βάζουμε… ε, δηλαδή, βάζουμε την ελάχιστη καταβολή».
«Και τι δεν είναι η πιστωτική κάρτα;»
«Δεν είναι κάρτα απεριορίστων αναλήψεων από ΑΤΜ».
«Γιατί;»
«Διότι τα επιτόκια για την ανάληψη είναι λίγο πιο μικρά απ’ το σύμπαν γιατί πρέπει να χωράνε κάπου».
«Και τι είναι η τράπεζα; Φίλος ή εχθρός;»
«Εχθρός».
«Και τι μας κάνει έτσι και τη φεσώνουμε επ’ αόριστον;»
«Μας παίρνει το πατρικό και βρισκόμαστε χωρίς βρακί στον κώλο».
«Και γι’ αυτό;»
«Δεν αγοράζουμε ακριβά βρακιά; Όχι, όχι! Είμαστε συνεπείς με τις δόσεις!»
Και ούτω καθεξής, μέχρι που το ’μαθα νεράκι το μάθημά μου.Αύγουστος Κορτώ, Ο άνθρωπος που έτρωγε πολλά, Καστανιώτης, 2012, σ. 170-174.
Μετάβαση στο σημείο: ΑθηνΕοι