Αθήνα
Μια πόλη σε μετάβαση
Συγκρότηση ενότητας: Παναγιώτης Παντζαρέλας (συνεργασία: Θ. Χιώτης)- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Θεματικοί άξονες
Περιπλάνηση στη σύγχρονη πόλη Περιπλάνηση στη σύγχρονη πόλη: από τον λόφο κάτω στην πόλη πάλι
Συνεχίζουμε την περιπλάνησή μας στην πόλη κατηφορίζοντας από τον Λυκαβηττό προς τα Εξάρχεια, για να παρακολουθήσουμε μία μεταμοντέρνα και διαδραστική παρουσίαση βιβλίου και στη συνέχεια, προσπαθώντας να ξεπεράσουμε το σοκ απ' τη «Ζωή χωρίς ποίηση», να κάνουμε μια βόλτα στην ευρύτερη περιοχή, μήπως καταφέρουμε και γνωρίσουμε λίγο την κουλτούρα των Εξαρχείων παρέα με τα αντίστοιχα αποσπάσματα από τα μυθιστορήματα Μέσα σ' ένα κορίτσι σαν κι εσένα Σναφ και Βίλα Κομπρέ. Στο ενδιάμεσο παρακολουθούμε και ένα πολύ ενδιαφέρον βίντεο για τη Μικρόπολη των Εξαρχείων.
Φεύγοντας από τα Εξάρχεια κατευθυνόμαστε προς την πλατεία Βικτωρίας. «Ο Θησέας σώζων την Ιπποδάμειαν» μοιάζει να περνάει απαρατήρητος από τους νέους οικιστές της περιοχής. Οι περιπαικτικοί στίχοι όμως «Και φέτος κένταυροι» μας αναγκάζουν να δούμε την πλατεία και το άγαλμά της με άλλο μάτι.
Αφήνουμε πίσω μας την πλατεία και φτάνουμε στο Μεταξουργείο, κομμάτι της Χειροποίητης πόλης λίγο πριν η περιοχή γίνει mainstream και γεμίσει με χώρους νυχτερινής διασκέδασης. Το Θησείο ήδη δείχνει τον δρόμο προς αυτή την κατεύθυνση.
Από εκεί προχωράμε προς τον Βοτανικό, και το αμαξοστάσιο των λεωφορείων, σ' ένα απάνθρωπο σήμερα. Με τον Φακό στο στόμα θα πάρουμε μια ελάχιστη εικόνα των ανθρώπων που ζουν μόνοι τους στον δρόμο, αβοήθητα θύματα της κρίσης των τελευταίων χρόνων. Με το μετρό, κατευθυνόμαστε προβληματισμένοι, σε μία από τις δύο σημαντικότερες πλατείες της πόλης, με τις οποίες και θα ολοκληρώσουμε την περιπλάνησή μας. Αφού βρούμε μια θέση, διαβάζουμε το ποίημα «The story».
Φτάνουμε στο Σύνταγμα και πριν αναδυθούμε στην επιφάνεια έχουμε την ευτυχή συγκυρία να ακούσουμε την απαγγελία ποιημάτων με αφορμή την «Παγκόσμια ημέρα ποίησης στο Αττικό Μετρό». Οι συρμοί έχουν πλημμυρίσει από στίχους. Στην έξοδό μας η στρατιωτική παρέλαση έχει ήδη αρχίσει. Ξεναγός μας αυτή τη φορά οι στοχασμοί από την Χειροποίητη πόλη που θα μας προβληματίσουν για την επέλαση των μηχανοκίνητων ίππων στην πόλη. Άλλωστε, παραδόξως, η διεξαγωγή της στρατιωτικής παρέλασης δεν απέχει παρά ελάχιστες μέρες από την παγκόσμια ημέρα ποίησης.
Σιγά, σιγά η περιπλάνησή μας πλησιάζει προς το τέλος της. Ανηφορίζουμε προς την Ομόνοια, «Τον ομφαλό της Αθήνας», και κατηφορίζουμε προς το 2000 για να παρατηρήσουμε τη νέα γενιά που πηγαινοέρχεται καθημερινά εκεί. Έχει αρχίσει να σκοτεινιάζει. Καθόμαστε στην πλατεία μαζί με τον Ντίνο και τον αφηγητή αναζητώντας την «Τσικλάμα». Αφηρημένοι συλλαμβάνουμε τον εαυτό μας να χαζεύει τον κόσμο των στοών πέριξ της πλατείας.
Κουρασμένοι από την πολύωρη και εξαντλητική αυτή περιπλάνηση παίρνουμε ένα ταξί. Καθόμαστε αναπαυτικά στο πίσω κάθισμα και διαβάζουμε λίγο από την Επινόηση της πραγματικότητας. Ένα τραγούδι από το ραδιόφωνο του ταξί διακόπτει την ανάγνωσή μας… «Ζω, εδώ μ' έναν ήλιο γκρι, μες στην Αττική…»
Η περιπλάνηση στην Αθήνα περνάει από μπροστά μας σαν «time lapse video».
Ζωή χωρίς ποίηση...
Για δες καιρό που διάλεξε ο ποιητής να παρουσιάσει την έκτη ποιητική συλλογή του, Αντιστηρίγματα, στον Διάδρομο του Βιβλίου, εκείνο το στενό καλτ πέρασμα στο αδιέξοδο δρομάκι πίσω από την Ακαδημίας. Ώρα οκτώ το βράδυ, έλεγαν οι προσκλήσεις. Ακριβώς επειδή ο ποιητής συνηθίζει στις εννιά και μισή να πίνει το καλό του κρασί σε μία μπρασερί ένα τετράγωνο παραπάνω, στη Διδότου. Πήγαμε κι εμείς, οι παρακατιανοί της ποίησης, ο Μάρκος είχε λυσσάξει τότε…
Όρθιο περίμενε το κοινό, επειδή ο ποιητής ζήτησε να αφαιρεθούν όλες οι καρέκλες. Ο ίδιος θα στεκόταν στη μικρή σκηνή που, χρόνια τώρα, κάθε βράδυ στέγαζε τις ποιητικές αναλαμπές της πόλης. Βγήκε στην ώρα του ο ποιητής και ζήτησε να μη βγάλει άχνα κανένας. Βραβευμένος χρόνια από ενώσεις και συλλόγους, το όνομά του είχε γίνει δρόμος σ’ ένα ανηφορικό στενάκι μιας κωμόπολης στην Πελοπόννησο.
Έξω κυλούσε η ζωή όπως πάντα. Μποτιλιαρισμένη, γιατί, αν δεις την Ακαδημίας και τη Σόλωνος άδεια, μια θλίψη είναι. Το αυτοκίνητο της αστυνομίας δεν μπορούσε να εισχωρήσει ανάμεσα στα αυτοκίνητα. Οι μισοί κορνάρανε στους άλλους μισούς και τυχεροί όσοι είχανε στερεοφωνικά να ακούνε τον Derti, τον καλύτερο αισθηματικό σταθμό της πόλης.
Κι ο ποιητής βαρυγκομούσε και δεν μπορούσε να αρχίσει. Οι αστυνομικοί πετάχτηκαν κι έτρεχαν πίσω από τον νεαρό που είχε παρατήσει στο πεζοδρόμιο της Λυρικής Σκηνής το στραπατσαρισμένο του αυτοκίνητο κι έτρεχε να βρει καταφύγιο στα πέριξ στενάκια. Γιατί άραγε προτιμούν τα στενά κι αδιέξοδα οι δραπέτες της νομιμότητας;
Να το στενάκι, να μια μικρή πορτούλα που βγάζει σε κάτι σαν ημιυπόγειο. Μια χαρά είναι εδώ μέσα για τον έκνομο. Πηδάει και βλέπει από το άνοιγμα τον ποιητή να καταριέται τη βουή και την αντάρα της πόλης. Τα αδημονούντα βλέμματα του κοινού από κάτω. Μια κυρία κοιτάζει ερωτηματικά και νομίζει ότι αρχίζει το δρώμενο: «Ποιος είστε εσείς; Ποιητής;».
Ο εισβολέας, με το μαχαίρι προτεταμένο, απειλεί τους πάντες να ανοίξουν διάδρομο για να βγει. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Ο ποιητής βαρυγκωμά και «Σκότωσέ με» λέει «άφησέ με όμως να απαγγείλω πρώτα».
«Λέγε λοιπόν» ουρλιάζει ο ληστής. Αρχίζει ο ποιητής να απαγγέλλει, ενώ οι αστυνομικοί φράζουν τη μοναδική είσοδο του στενού.
«Μην πλησιάσει κανείς» φωνάζει ο δράστης, κι ο ποιητής συνεχίζει. «Πιο καθαρά, να σ’ ακούω» ουρλιάζει ο δράστης. «Πες τους, σ’ εκείνους εκεί πίσω, ότι είναι αλήτες και ληστές. Λέγε, ρε». Του τα λέει στον σβέρκο, κι ο ποιητής φτιάχνει αναγκαστικά ρίμες, γιατί το μαχαίρι στον σβέρκο του απαιτεί κάθε στροφή να έχει ιαμβικό μέτρο. Ο ληστής συγχύζεται που ο ποιητής δεν του φτιάχνει ομοιοκαταληξία: «Φτιάξε, ρε, στιχάκια».
«Είμαι του ελευθερωμένου στίχου» βαρυγκομάει ο ποιητής και αναθεματίζει τη νεωτερικότητα που του στερεί την έμμετρη αντίσταση. Αναγκάζεται να βάλει λόγια και στίχους που προδίδουν την πίστη του.
«Δεν μπορώ άλλο, καλύτερα να με σκοτώσεις».
Το κοινό παραληρεί. «Άφησέ τον! Να απαγγείλει όπως εκείνος θέλει. Θάνατος στον παρνασσισμό!»
Ο ληστής διεγείρεται ακόμη περισσότερο με τον κόσμο. Γιατί το κοινό ακόμη δεν κατάλαβε ότι δεν βρίσκεται σε ποιητικό happening, σε μια πολιτιστική δράση δηλαδή που υποστηρίζεται από κέντρα βιβλίου και παρόμοιους φορείς.
Δια-δράση. Δια-δραστική παρέμβαση. Ποιητική παρεμβατικότητα στην πόλη ονόμασαν αργότερα το γεγονός ότι ένας ποιητής μαχαιρώθηκε επειδή θυσιάστηκε στη νεωτερική εκδοχή μιας ληστείας.Θεόδωρος Γρηγοριάδης, «Ζωή χωρίς ποίηση», Χάρτες, Πατάκης, 2007, σ. 103-105.
Μέσα σ’ ένα κορίτσι σα...
30 Απριλίου 2007
Άφιξη της Σάντρας. Δανείστηκα το αυτοκίνητο της θείας και την παρέλαβα προσωπικά. Τη γνώρισα αμέσως, σα να είχε μην περάσει ούτε μία μέρα. Όπως περίμενα, ήταν σα να παραλάμβανα ολόκληρο γκρουπ. Παρά την κάπως αστεία αυτή σκέψη, έβαλα ξαφνικά τα κλάματα ενώ η Σάντρα μ’ έσφιγγε λέγοντας «my darling». Ανάμεσα στα άλλα δώρα όπως καπέλα, φτηνά καλοκαιρινά μπλουζάκια, ξύλινα αγαλματάκια, να και μία συλλογή της Θαλασσίας Ύλης στα αραβικά, «σπανιότατη». Με μπέρδεψε, «στις Φιλιππίνες το βρήκες αυτό;». «Όχι, στην Παλαιστίνη, δώρο της συζύγου του καθηγητή που με φιλοξενούσε, σου το φέρνω εδώ και χρόνια, αλλά μέσω Ηνωμένων Πολιτειών». Παίνεψε τον πίνακα στο σαλόνι και δήλωσε ότι θέλει αμέσως να γνωρίσει τον θαυμαστό ζωγράφο Λίνουρ. Όταν πήγα ν’ ανάψω τσιγάρο, μου είπε να βγούμε στη βεράντα και βγήκαμε παρά το κρύο βράδυ. Είχε μια έκφραση σα να βλέπει όλη την Αθήνα ενώ έβλεπε την Ακρόπολη, κάτι τούφες απ’ τον Λυκαβηττό και πολυκατοικίες που μοιάζουν εγκαταλειμμένες. Αργότερα αποκαλύφθηκε ότι η λίγο trans έκφραση οφειλόταν στην ομοιότητα που είχε διαγνώσει ανάμεσα στις αθηναϊκές πολυκατοικίες και στους παλαιστινιακούς οικισμούς, στη νοσταλγία που είχε αισθανθεί άθελά της. Είπε γελώντας: «Η Αθήνα θα ήταν μία μέση λύση. Κοντά, αλλά όχι ακριβώς εκεί. Τι λες, να σου κουβαληθώ;» Πρέπει να άστραψαν τα μάτια μου στην προοπτική γιατί η Σάντρα είπε: «Έλα τώρα, ήρθε η μαμά απ’ τη δουλειά, μπορείς να της κλαφτείς όσο θέλεις. Ήταν δύσκολη η πρώτη μέρα στο σχολείο;» Όταν το είπε αυτό, κατάλαβα πόσο έχω συνηθίσει να είμαι με τον Λίνουρ και την Αυγερινή που δεν θα ρωτούσαν ποτέ κάτι τέτοιο.
[…]
8 Μάη 2007
Πέρασα απ’ τα Εξάρχεια το μεσημέρι, για βόλτα, με τη Σάντρα. Οι αναρχοαυτόνομοι την είχαν δει φαρσέρ και ζητούσαν απ’ τους περαστικούς ταυτότητα, αν κατάλαβα καλά. Εμένα πάντως με σταμάτησε ένας τύπος, όταν είχε μπει η Σάντρα σ’ ένα φαρμακείο, με μια κουκούλα του σκι και μου είπε «δεσποινίς, την ταυτότητά σας, παρακαλώ». Έβαλα τα γέλια αλλά ίσως θίχτηκε και είπε «δεν υπακούς;» εντελώς σοβαρά κι εγώ είπα «είσαι αστυνόμος;» κι εκείνος είπε «να μη ρωτάς» κι εγώ είπα «τι κάνετε εδώ, γιατί ζητάτε ταυτότητες σα να είναι δικτατορία», κι εκείνος είπε «έτσι και ήμουν μπάτσος τώρα θα σου ’χα ανοίξει το κεφάλι» κι εγώ είπα «ο κολλητός σου εκεί έχει ρόπαλο» κι εκείνος είπε «ρόπαλο, που τη θυμήθηκες τη λέξη» κι εγώ είπα «έχω σπουδάσει ελληνική φιλολογία» κι εκείνος είπε «εγώ ηλεκτρολόγος-μηχανικός» κι εγώ είπα «να φύγω τώρα» κι εκείνος είπε «όχι, άραξε λίγο, θα πέσει ξύλο» κι εγώ είπα «δε γουστάρω τις μάτσο μαλακίες» κι εκείνος είπε «είσαι ξένη;» κι εγώ είπα «δεν είμαστε όλοι;» κι εκείνος είπε «καλό» και μετά ξαναείπε «διαβάζεις λογοτεχνία;» κι εγώ είπα «κάποτε σκεφτόμουν ότι θα γίνω συγγραφέας» κι εκείνος είπε «εγώ είμαι συγγραφέας» κι εγώ είπα «πώς σε λένε» κι εκείνος είπε «ως συγγραφέα με λένε Εξίμισι» κι εγώ είπα «γιατί» κι εκείνος είπε «είμαι κατά της προσωπικής προβολής και του ονόματος που μου έχει δώσει το κράτος» κι εγώ είπα «καταλαβαίνω» κι εκείνος είπε «αμφιβάλλω» κι εγώ είπα «όχι, στ’ αλήθεια καταλαβαίνω» κι εκείνος είπε «α» κι εγώ σκέφτηκα «Θαλασσία Ύλη» κι εκείνος είπε «τι είναι αυτό που σε κάνει να ξεχωρίζεις ως άνθρωπος;» κι εγώ είπα «είμαι λεσβία» κι εκείνος γέλασε και είπε «ωραία μου ξηγιέσαι τώρα» και βγήκε η Σάντρα και φύγαμε.
Σναφ...
[…] Κι ορίστε τώρα με τούτα και με κείνα, και με το κόλλημα στους δέκτες, φθάσαμε πια στο σημείο να είναι όλα σχεδόν τα μαγαζιά κλειστά, πού;, στη Σόλωνος, στην καρδιά της Αθήνας, Σάββατο πρωί, αν είναι δυνατόν, γιατί η οθόνη έδωσε εντολή, όσοι δεν βρίσκονται στις παραλίες να μην ξεμυτίσουν απ’ τα σπίτια τους, αφού ο μέγας εχθρός της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια, ο Καύσωνας, έχει εκπορθήσει ήδη τα τείχη και προελαύνει αποφασιστικά.
Μμμ, σχεδόν μόνο τα ιντερνετάδικα είναι ανοιχτά! Είναι απίστευτο πόσο έχουν πληθύνει σ’ όλη την Αθήνα τα τελευταία χρόνια. Μόνο που δεν είναι απλώς ιντερνετάδικα, όπως παλιά. Άλλη βασική αλλαγή, αν το σκεφθεί κανείς, που και πάλι το σκέφτεται κανείς σπάνια, γιατί όλες οι αλλαγές συμβαίνουνε τόσο διακριτικά! Ε, κάποιο καφέ και πάλι έκανε την αρχή, δόθηκε η σχετική δημοσιότητα, το ’δειξε κι η τηλεόραση, ο κόσμος συνέρρεε για λίγο κι ύστερα πια, όταν κι όλα τα υπόλοιπα ακολούθησαν το παράδειγμά του σαν χιονοστιβάδα, κανείς δεν φαίνεται να το παρατηρεί. Μάλλον προκαλεί έκπληξη αν κάποιο δεν ακολουθήσει τελικά την καινούργια πεπατημένη, και σιγά σιγά θα παραγκωνισθεί. Ε, βέβαια, πώς να κρατήσει ένα απλό ιντερνετάδικο τον κόσμο, όταν όλοι πια έχουν Ίντερνετ στο σπίτι τους! Οπωσδήποτε έχει απίθανο χαβαλέ να σερφάρεις ή να παίζεις σε καφέ, κι όχι στο σπίτι σου, και να ’χεις φερ’ ειπείν τους συμπαίκτες σου στα διπλανά καθίσματα, αλλά αυτό δεν είναι πια αρκετό. Ο άλλος θα σου πει, πού να τρέχω τώρα;, παίζει απ’ το σπίτι του, άπλυτος, αχτένιστος και με το σώβρακο, που λέει ο λόγος. Άρα πρέπει να του δώσεις σοβαρό κίνητρο για να ξεκολλήσει απ’ το πισί του κι απ’ τη βολή του. Έπρεπε λοιπόν κάποια στιγμή όλ’ αυτά να μετεξελιχθούν σε κάτι διαφορετικό για να επιβιώσουν οικονομικά. Και φυσικά έκλεψαν μέρος της πίτας απ’ τα βιβλιοπωλεία, αλλά κι από βιντεάδικα, δισκάδικα, ακόμη κι από εστιατόρια! Ε, από κάπου θα ’πρεπε να πάρουν μερίδιο. Και κυρίως γιατί έχουν το πλεονέκτημα ότι μπορούν να παίξουν με διάφορα μέσα, που τα παραδοσιακά βιβλιοπωλεία π.χ. δεν μπορούν. Γι’ αυτό άλλωστε το ένα μετά το άλλο μετονομάζονται σε intermedia cafes, ή επί το συντομότερον intermeds, που ακούγεται, αλλά και είναι, πιο μοντέρνο, πιο ιν απ’ το ξεπερασμένο internet cafe. Ούτως ή άλλως τώρα πια έχουν γίνει μάλλον κάτι σαν τα εντευκτήρια, για τα οποία διάβαζα στην παλιότερη λογοτεχνία, στα νιάτα μου, στα χρόνια της Κρήτης δηλαδή, τότε που ήμουν ακόμη διαβαστερό παιδί, ή ακόμη θα έλεγα…, μμμ, τώρα που το σκέφτομαι… ναι, τα intermeds είναι ουσιαστικά μια μοντέρνα εκδοχή των πολιτιστικών κέντρων, χωρίς καμιά στημένη επίφαση πολιτισμού όμως, χαλαρά και άνετα κι ό,τι προκύψει, και παράλληλα από πλευράς προσανατολισμού ισχύει το anything goes. Κι ούτε έχουν κανένα λόγο να πιέζονται να κατεβάζουν κανονικό πρόγραμμα εκδηλώσεων. Εντάξει, δεν μπορώ να πω, γίνονται και κάποιες πολιτιστικές εκδηλώσεις της προκοπής κατά καιρούς, παρουσιάσεις βιβλίων δηλαδή και εκθέσεις ζωγραφικής, όπως και βραδιές αφιερωμένες στη διεθνή κουζίνα. Αυτό που βλέπω να συμβαίνει βέβαια είναι ότι σιγά σιγά θα κλείσουνε όλα τα παραδοσιακά βιβλιοπωλεία στην Αθήνα, και φυσικά όχι μόνο στην Αθήνα. Ήδη έχει αρχίσει. Και για να μην πάμε μακριά, ορίστε, σ’ όλη τη Σόλωνος μόνο η Εστία έχει ξεμείνει κι ο δικός μας ο Σάκκουλας λίγο παρακάτω, λόγω της σχολής, που κι αυτουνού είναι μετρημένα τα ψωμιά του, εν όψει των ηλεκτρονικών συγγραμμάτων, όπως λέγεται. Και πώς να μην κλείσουνε, όταν αρνιούνται να προσαρμοσθούν στις νέες ανάγκες της αγοράς! Η Εστία βέβαια θα ’ναι απ’ τα τελευταία που θα κλείσουν λόγω ιστορίας κ.λπ., αλλά θα ’ρθει κι αυτηνής η σειρά της, αργά ή γρήγορα, αν δεν αλλάξει καπέλο. Πώς να το κάνουμε, η παραδοσιακή λογοτεχνία, η φιξιόν, που λέμε, πέθανε! Δεν πουλάει. Το μέλλον βρίσκεται στην εικόνα.Ελένη Γιαννακάκη, Σναφ, Βιβλιοπωλείο της «Εστίας», 2010, σ. 136-139.
Βίλα Κομπρέ...
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένας εκκωφαντικός θόρυβος. Το τζάμι προς τον ακάλυπτο έτριξε κι ο απόηχος έμεινε στ' αυτιά του για δυο τρία δευτερόλεπτα. Αμέσως άρχισαν ν' ακούγονται φωνές. Ενώ ο Πιπ τιττύβιζε σαν τρελός, έτρεξε ως την εξώπορτα και βγήκε στον δρόμο. Στα μπαλκόνια της Χαριλάου Τρικούπη είχαν βγει αρκετοί άνθρωποι που έμοιαζαν σαν να είχαν πεταχτεί μόλις απ' τον ύπνο. Όλοι τους κοίταζαν προς την κατεύθυνση της Ακαδημίας. Έτρεξε προς τα 'κει. Όσο πλησίαζε, τόσο η μυρωδιά του καμένου μετάλλου γινόταν πιο έντονη. Στη γωνία της Καλλιδρομίου, στο ύψος του αστυνομικού τμήματος, αντίκρισε μιαν εστία φωτιάς στο δεξί πεζοδρόμιο κι ανθρώπους σκυμμένους στη μέση του δρόμου. Φτάνοντας στο σημείο, είδε δυο αστυνομικούς με πυροσβεστήρες στα χέρια να προσπαθούν να σβήσουν ένα φλεγόμενο αυτοκίνητο, ακριβώς απέναντι απ' το τμήμα, του οποίου τα τζάμια είχαν θρυμματιστεί. Στο έδαφος ήταν πεσμένα δυο άτομα: πάνω τους είχαν σκύψει άλλοι τρεις.
Πλησίασε. Ήταν μια κοπέλα κι ένας αστυνομικός. Το κορίτσι ήταν ντυμένο στα μαύρα και το έντονο σκούρο μακιγιάζ είχε διαλυθεί στα αίματα που της γέμιζαν το πρόσωπο. Μες στο μαυροκόκκινο άστραφταν τέσσερα σκουλαρίκια: δυο στα φρύδια, ένα στη μύτη κι ένα στα χείλη.
«Πήρες το ασθενοφόρο;» φώναξε ένας αστυνομικός.
«Έρχεται!» απάντησε ένας άλλος. Απ' το κτήριο είχαν βγει κι άλλοι συνάδελφοί τους, ενώ από κάθε κατεύθυνση ακούγονταν φωνές:
«Αντιτρομοκρατική! Αντιτρομοκρατική!»
«Σήμα κεντρικά εστάλη!»
«Πυροτεχνουργός!»
«Ο Νικολάου, εντάξει, εξωτερικά τραύματα». Ένας τύπος, ντυμένος κι αυτός στα μαύρα, με σκισμένο πουκάμισο, προφανώς ο συνοδός της κοπέλας, σε σοκ ακόμα, πήγε να την σηκώσει.
«Μην την μετακινείς. Δεν κάνει!» του φώναξε ο Θάνος.
Ένας αστυνομικός τον κοίταξε.
«Ποιος είσαι εσύ; Φύγε από 'δω! Κωνσταντίνου, ασφάλισε την περιοχή!»
Επικρατούσε πανικός. Οι γείτονες κοιτούσαν απ' τα μπαλκόνια, ενώ άλλοι περίοικοι που 'χαν βγει απ' τα σπίτια τους παρακολουθούσαν τα συμβάντα από απόσταση, φοβούμενοι να πλησιάσουν περισσότερο. Εκείνη τη στιγμή, η κοπέλα κάτι μουρμούρισε. Ο αστυνομικός που του 'χε απευθύνει τον λόγο, σαστισμένος μες στο πανδαιμόνιο, ασχολιόταν τώρα με τον σύντροφό της, ο οποίος έμοιαζε να τα 'χει εντελώς χαμένα. Ο Θάνος βρήκε την ευκαιρία να σκύψει. Μόλις πέντε δευτερόλεπτα. Αρκετά να την ακούσει τι μουρμούριζε:
«Τη… μάνα μου… θέλω τη μάνα μου…»
«Έρχεται, μην ανησυχείς», είπε.
Ξαφνικά, απ' τη γωνία της Ασκληπιού κατέβηκε μια ομάδα ανθρώπων ντυμένων με μαύρες στολές. Σε λίγα δευτερόλεπτα είχαν αναλάβει τα πάντα. Ένας απ' αυτούς του 'δωσε μια σπρωξιά.
«Απομακρυνθείτε, όλοι κάτω απ' την Ιπποκράτους!» Την εξέλιξη των γεγονότων την παρακολούθησε πλέον από μακριά: Το ασθενοφόρο να παραλαμβάνει τους δυο τραυματίες, τους αστυνομικούς να σβήνουν τη φωτιά, τους τύπους με τα μαύρα να οριοθετούν την περιοχή με ασπροκόκκινη ταινία, τον πρώτο εικονολήπτη που έφτασε μαζί μ' ένα δημοσιογράφο. Ταυτόχρονα άκουγε τα σχόλια απ' το πλήθος.
«Τρομοκρατικό χτύπημα, εκατό τα εκατό».
«Δυο χτυπημένοι είναι».
«Αστυνομικοί;»
«Ένας αστυνομικός και μια κοπέλα».
«Δεν ήταν τόσο μεγάλη η έκρηξη, τραυματίστηκαν μόνο».
«Ο Επαναστατικός Αγώνας ήτανε».
Κάνα τέταρτο αργότερα, η περιοχή είχε γεμίσει βαν και δημοσιογράφους. Αποφάσισε να γυρίσει. Κάπου στην Ιπποκράτους είδε ένα καφενείο που διανυκτέρευε, με μερικούς αγέρωχους γέροντες να παίζουν ακόμα πρέφα σχολιάζοντας ταυτόχρονα τα νέα στην ανοιχτή τηλεόραση. Μπήκε και παρήγγειλε ένα αναψυκτικό.
«…Αυτοκίνητο εξερράγη μπροστά στο αστυνομικό τμήμα της Καλλιδρομίου. Υπάρχουν δυο τραυματίες, ένας αστυνομικός ελαφρά και μια νεαρή σοβαρότερα. Όλα συγκλίνουν στο ότι πρόκειται για τρομοκρατική ενέργεια. Καμία οργάνωση δεν έχει αναλάβει έως αυτή την ώρα την ευθύνη…»
Ξανάφερε στον νου του την εικόνα της χτυπημένης κοπέλας. Μια γκοθού, παράπλευρη απώλεια στον κλεφτοπόλεμο κατά της «αστικής δημοκρατίας».[…]
Το βράδυ βρήκε να ξεσκάσει σ' ένα μπαράκι στη Διδότου, χαμηλά. Στο διπλανό τραπέζι αναγνώρισε δυο τύπους από μιαν αναρχική ομάδα που είχε περάσει παλιά για λίγο. Αυτοί βέβαια δεν ήταν για εκρήξεις τύπου Καλλιδρομίου, κάτι γκαζάκια το πολύ. Μιλούσαν χαμηλόφωνα. Ο ένας κάποια στιγμή τού ένευσε. Σηκώθηκε και τους πλησίασε.
«Χάθηκες, ρε Θάνο. Με θυμάσαι;»
«Ναι. Ο Βαγγέλης, ε; Πώς πάει;»
«Καλά, εσύ πού γυρνάς;»
«Α, εδώ, γενικά».
Ο τύπος τον κοίταξε εξεταστικά.
«Κατάλαβα», σχολίασε σέρνοντας τα φωνήεντα. «Σκατά, ε;»
«Όπως το πάρει κανένας».
Ο συνομιλητής του έκανε μια κίνηση στον Θάνο με τα δάχτυλα, υπονοώντας να πλησιάσει. Εκείνος δεν κουνήθηκε.
«Έχουμε μια συνάντηση στις δύο τη νύχτα», είπε σχεδόν ψιθυριστά. «Είσαι;»
«Κίνηση;» ρώτησε ο Θάνος.
«Κίνηση».
«Μπα, όχι».
Ο άλλος, ένας παχουλούτσικος με μούσι, που τον έλεγαν Στράτο, χαμογέλασε.
«Φλώρεψες, ρε;»
Πήγε να πει κάτι, αλλά συγκρατήθηκε.
«Οι τελευταίοι των αληθινών», είπε ο Στράτος, «είμαστε οι τελευταία των αληθινών. Έλα, κάτσε λίγο». Έμοιαζε πιωμένος. Ο Θάνος παρέμεινε όρθιος.
«Κάτσε σου λέω», επανέλαβε ο Στράτος, «έχει σημασία».
«Δε βρίσκω κανένα νόημα», είπε εκείνος.
«Το νόημα είναι στην ίδια την πράξη. Κι εσύ το ξέρεις το γιατί. Απόγνωση, τίποτα. Εναντία σ' αυτό. Σκύψε να σου πω».
Ο Θάνος έκανε μιαν ελαφριά κίνηση προς το μέρος του.
«Τον βλέπεις αυτόν εκεί στην άκρη του μπαρ;» είπε ο Στράτος κι έδειξε ένα γεροδεμένο άντρα μ' ένα τσιγάρο στο χέρι να κοιτάζει αόριστα κάπου πίσω απ' την μπάρα. «Την ξέρεις την άποψη του για τον κόσμο. Είναι γραμμένη πάνω του, παντού. Το 'χει αφήσει όλο στην τύχη. Δεν ξέρει ότι είναι ένας κρίκος σε μια πανάρχαια αλυσίδα. Δε θ' αντιδράσει, δε θα κινηθεί ποτέ, κατάλαβες; Είναι χαμένος. Εμείς όμως, όχι».
«Κατάλαβα», είπε ο Θάνος και γυρίζοντάς του την πλάτη πήγε προς την μπάρα. Πλήρωσε το ποτό του κι έριξε μια μάτια στον άντρα του μπαρ.
Εκείνος γύρισε και του χαμογέλασε φιλικά.
«Καλά;» ρώτησε ο Θάνος.
«Καλά», είπε εκείνος.
«Πιο πίσω είναι δυο τύποι που σε κοροϊδεύουνε. Λένε ότι είσαι ένα ανθρωπάκι, χαμένος. Ένας παχουλός με μούσι κι ο φίλος του», είπε και κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Είχε φτάσει στην παρακάτω γωνία όταν άκουσε το θόρυβο.Αλέξης Σταμάτης, Βίλα Κομπρέ, Καστανιώτης, 2008, σ. 169-172 & 213-215.
Ο Θησέας σώζων την Ιππ...
[…] Τα τελευταία χρόνια η πλατεία γέμισε μετανάστες που δίνουν στην περιοχή όψη κοσμοπολίτικης λαϊκής αγοράς. Στην είσοδο του πατρικού μου, στο νούμερο 12 της οδού Χέυδεν –με τον εμβληματικό κερδώο όσο και ψυχοπομπό Ερμή χαραγμένο στο υπέρθυρο της πολυκατοικίας χτισμένης στη δεκαετία του ’30– απλώνουν την πολύχρωμη πραμάτεια τους Νιγηριανοί, Άραβες, Πακιστανοί και άλλοι εξωτικοί. Χράμια, φυλαχτά, ζώα από αφρικάνικο ξύλο, κασκόλ που δεν ανήκουν ούτε στον Ολυμπιακό μήτε στον Παναθηναϊκό. Παράξενες πραμάτειες, κι ακόμα πιο παράδοξα πρόσωπα μελαχρινά ως πολύ μελαψά με άγνωστες παντελώς γλώσσες. Οι πάγκοι της πλατείας τα μεσημέρια της Κυριακής γεμίζουν ξένους κι αυτοί. Κάθε πάγκος και η κάστα του. Αλλού οι Πολωνοί ξανθοί και καθολικοί, αλλού οι Ρώσοι σχιστομάτηδες με μήλα προτεταμένα, οι Αλβανοί τίγρεις που γίνανε γατάκια και οι Ρουμάνοι με μάτια αθώα και χέρια μακριά. Κάπου εκεί γνώρισα τον νεαρό Λεονάρντο ή Λέο όπως τον φώναζαν οι φίλοι του, με τα βαθιά παραπονεμένα πράσινα μάτια, τον ήρωα του διηγήματός μου «Το Ρουμανόπουλο». Ούτε φαντάζεται βέβαια ο Λέο ότι έγινε πρόσωπο μυθιστορηματικό, καθώς τώρα πια ελπίζω να βρίσκεται στον Καναδά με την κοπελιά του, πραγματοποιώντας επιτέλους το όνειρο της ζωής του. Και σε απόσταση αναπνοής, στην οδό Φυλής, τυλιγμένοι σε κάπνα, φωτισμένοι με κόκκινα φώτα που κάνουνε τα μάτια να πονούν, η αλυσίδα των οίκων ηδονής που δίνει στη βικτωριανή νύχτα μια ψευδαίσθηση το πώς θα ήταν άλλοτε η πειραιώτικη Τρούμπα. Προσωρινοί οι μετανάστες και γι’ αυτό μόνιμοι, ονειρεύονται διαρκώς ταυτότητες, διαβατήρια, πράσινες κάρτες που θα τους κάνουνε έλληνες πολίτες κι αυτούς. Στο μεταξύ, οι νεότεροι μιλάνε τα ελληνικά φαρσί. Όσο για τους παλιούς Βικτωριανούς, όσοι απόμειναν, τριγυρίζουν με ρούχα άλλης δεκαετίας, σκιές άλλης εποχής, αυτής που κάποτε ονόμασαν «μπελ επόκ». Πολλοί λένε: «πάει χάλασε η γειτονιά». Όμως οι γειτονιές, οι άνθρωποι, οι πόλεις δεν μένουν ίδιες ποτέ. Τίποτα στάσιμο σε τούτη τη ζωή, όλα αλλάζουν, κι αυτό είναι το νόημα και η ομορφιά της. Στο μεταξύ, πόλοι έλξης αμετακίνητοι παραμένουν τα δύο παραδοσιακά βιβλιοπωλεία. Το μαγαζί της κυρίας Έλλης και της Νατάσας στους πρόποδες του ΟΤΕ, κράχτες του καλού βιβλίου και του κομψού χαρτικού, κι απέναντι ακριβώς η υγρή σπηλιά του Κώστα και του Χρήστου Νικολάκη με τους θησαυρούς των παλιών τόμων. Κι ακόμα παραμένει στη θέση του θριαμβικά το μπρούτζινο άγαλμα του Θησέα που σώζει την Ιπποδάμεια από τα χέρια των Κενταύρων –κι ας λέει ο Ρόμπερτ Γκρέηβς ότι αυτός είναι ο Περσέας–, παλιό καλό δείγμα γλυπτικής και όχι τα δήθεν μοντέρνα τέρατα στημένα στο κέντρο της Αθήνας. Τα περιστέρια της Βικτώριας κάνουν φωλιές στους μαστούς της αιχμάλωτης γυναίκας και βρίσκουν καταφύγιο στους μυώνες του ήρωα απελευθερωτή. Κατακτητές γνώρισε πολλούς η πλατεία. Τους βασανιστές της οδού Ελπίδος επί Μεταξά με το ρετσινόλαδο του Μανιαδάκη. Την κομαντατούρα των Γερμανών επί Κατοχής στη Χέυδεν μ’ ένα πελώριο V, σήμα της νίκης τόσο του Άξονα όσο και των Συμμάχων, κρεμασμένο καταμεσής στο δρόμο. Από το παράθυρο του δωματίου μου έβλεπα τ’ απέναντι παράθυρα –τα μόνα φωτισμένα–, τους Φρίτσηδες να ξυρίζουν τα άτριχα άρεια μάγουλά τους. Κι ακόμα οι ένοπλοι φαντάροι έξω από τον ΟΤΕ ξημερώνοντας η 21η Απριλίου, μερικά μόνο τετράγωνα από το Πολυτεχνείο, σαν προανάκρουσμα της παραβιασμένης Πύλης του. Άλλαξε λοιπόν η πλατεία κι αλλάζει συνεχώς χέρια. Οι άνθρωποι που την κατοικούν δίνουν τώρα μάχη με τη σειρά τους να σώσουν τις Ιπποδάμειες, ξένες και ελληνίδες, από τα χέρια των εμπόρων και των προαγωγών. Αλλά και τα δικά μας παιδιά από την έρημο των ψευδαισθήσεων της άσπρης σκόνης. Στο αναμεταξύ στα χιλιοφαγωμένα σκαλοπάτια του Ηλεκτρικού ανεβοκατεβαίνουν κύματα από επιβάτες που δεν κατευθύνονται πια σε κατακόμβες αλλά σε ολόφωτους σταθμούς που ετοιμάζονται να υποδεχτούν την Ολυμπιάδα της Παγκοσμιοποίησης. Νέοι με πλαστικά παπούτσια, τρώγοντας πλαστικά, οδηγώντας μηχανές, απτόητοι σε κάθε τι που θα τους εμποδίσει να κερδίσουν χρόνο, χρήματα και εφήμερη δόξα. Αν κάτι χάθηκε από την παλιά ατμόσφαιρα, τους καλούς τρόπους, τα σιδερωμένα ντυσίματα, είναι για να ξαναβρεθεί μπερδεμένο, στριμωγμένο και διχασμένο ανάμεσα από ήχους που έγιναν εκκωφαντικοί και χρώματα που τινάζονται από χέρια παράφρονος ζωγράφου. Να ’μαι λοιπόν κι εγώ, υπακούοντας στις προτροπές των φίλων εκδοτών της «Λέξης» («πώς θα μπορούσες να λείπεις εσύ από ένα τεύχος για την Αθήνα!»), που με κίνδυνο να επαναλάβω για πολλοστή φορά τον εαυτό μου –κίνδυνο που κάθε λογοτέχνης απεύχεται– γράφω ξανά για την πλατεία. Μια πλατεία που πρωτογνώρισα πέντε χρονώ κι αποχωρίστηκα στα πενήντα μου. Από τότε που η μάνα μου, η οποία έμενε πάντα εκεί, έσβησε δύο μόλις μέρες προτού χαράξει το 2000, οι επισκέψεις μου αραίωσαν. Όμως επιστρέφω πάντα με την ίδια διάθεση να ισοσκελίσω καλά και κακά, λάθη και επιτεύγματα, μισά από διάθεση να ξαναβρώ τις παλιές μέρες και μισά από περιέργεια γι’ αυτό που εξελίχθηκε σήμερα η πλατεία και ο εαυτός μου. Αμετανόητος προσκυνητής. Είμαι κι εγώ, βλέπετε, ένας μουσικός, κι υπήρξαν πολλοί, που χρησιμοποιεί την ίδια κάθε φορά μελωδία, παραλλαγμένη ανάλογα με το έργο που του έχει παραγγελθεί.
Και φέτος Κένταυροι...
Έθνη πολλά κυβέρνησε και ήθη
καθόριζε κοινά η Βικτωρία,
προτού κι αυτή κακόφημη πλατεία
να γίνει, κεντρική. Φτάνουν οι μύθοισυχνά να ξεθυμάνουν κι αγγαρεία
να τους νεκρανασταίνεις. Παραπείθει
τα πάντα το κρασί και στου Λαπίθη
τον γάμο παρατράβηξαν τ’ αστεία·η φύση μας, του ζώου. Βρες στα πλήθη
τον ένοχο, ξανά, και τα τροφεία
ζήτα του, στείρα κι άκληρη κυρία,
για το ξερό κουκί και το ρεβίθι:Θησέα, βασιλιά και μετανάστη,
εσένα ποιοι σου νοίκιαζαν το άστυ;[1][1]Το ποίημα συνομιλεί με το άγαλμα του Johannes Pfuhl Θησεύς σώζων την Ιπποδάμειαν που βρίσκεται στην πλατεία Βικτωρίας
Γιάννης Δούκας, «Και φέτος κένταυροι», Το σύνδρομο Σταντάλ, Πόλις, 2013, σ. 18.
Χειροποίητη πόλη. Η Αθ...
[…] Συνοικία των ισογείων, το Μεταξουργείο μαζεύεται σε μερικά τετράγωνα πίσω από τα πολυώροφα κτίρια της Πειραιώς, αντικοινωνικό, θορυβημένο από τις αλλεπάλληλες προτάσεις για αντιπαροχή, βλέποντας με δυσπιστία πιο μακριά τους γυάλινους πύργους με τ’ αμέτρητα γραφεία και τους φωσφορίζοντες ηλεκτρονικούς εγκεφάλους. Μια απ’ αυτές τις μηχανές θα ’χε δώσει εντολή ν’ αλλάξει η φυσιογνωμία της γειτονιάς κι εκείνη είχε αρχίσει πια να συζητάει τους όρους. Κι όσο διαρκούν οι διαπραγματεύσεις, οι στενοί δρόμοι σιγούν, το ίδιο και τα σπίτια με τα σφαλιστά παράθυρα, γειτονιές ολόκληρες που μοιάζουν εγκαταλειμμένες πολλές ώρες, αδιάφορες για την έκβαση που θα τις αλλάξει είτε το θέλουν είτε όχι. Ως τότε όμως δεν επιτρέπεται να περιδιαβεί κανείς αυτό το μέρος όπως οποιαδήποτε άλλη συνοικία, με το ύφος του αργόσχολου περιηγητή, εντοπίζοντας τις αναιμικές ώχρες των τοίχων, τους διακοσμητικούς κοχλίες στις καγκελόπορτες, κάθε γραφικότητα που θα του τύχει μπροστά του. Αν επιχειρήσει να περπατήσει έτσι, πολύ πιθανό να τον χτυπήσει κατακούτελα μια πετριά απ’ τη σφενδόνα του χρόνου. Ένας άφαντος διαβολάκος σημαδεύει τους ανίδεους ειδοποιώντας τους πως βαδίζουν στην πρώτη εργατική συνοικία και πως δεν ξεμπερδεύουν έτσι πρόσχαρα με την ιστορία της. Δεν υπάρχει ούτε ένα από τα σοκάκια της που θα κολακευόταν ιδιαίτερα αν το φωτογράφιζαν. Θα περίμενε άλλη μεταχείριση: να το κοιτάξουν σαν να αποτίουν φόρο τιμής στα επεισόδια που γνώρισε, παιδικά ή αιματηρά, και ν’ αφουγκραστούν τη σιωπή του που ανασύρει τις παλιές φωνές μέσα απ’ τις αυλές των σπιτιών. Για λίγες στιγμές μια έρημη αυλή κατοικείται και πάλι. Ακούγεται το ροβόλημα των ζαριών, κι από ένα ραδιόφωνο η Νίνου αναγγέλλει έναν ακόμη έρωτα που χαραμίστηκε. Την ώρα που τσιρίζει το μωρό, οι σύζυγοι αρχίζουν τη μέρα βλοσυροί ανάβοντας τα τσακμάκια τους, ενώ δίπλα η Μοιχεία χαρούμενη κοιτάζεται στον καθρέφτη της μουρμουρίζοντας ένα σκοπό αφιερωμένο σ’ αυτό το υπέροχο, άμεμπτο πρωινό. Είναι ευχαριστημένη που δεν την υποψιάστηκε κανείς. Έτσι νομίζει κι αυτό είναι το μοιραίο της λάθος. Γιατί επιστρέφοντας τα μεσάνυχτα, ήχησαν τα τακούνια της στο άσπονδο πλακόστρωτο και ξύπνησαν εκείνη ακριβώς τη γειτόνισσα που δεν έπρεπε. Γυναίκες της αυλής που εκμυστηρεύονταν η μια στην άλλη, που συνέπασχαν ή αρπάζονταν, κάποτε, απ’ τα μαλλιά κι άλλες, ανύπαντρες, που ρούφαγαν τα στρουμπουλά αγόρια, που μέχρι χτες μπουσούλαγαν και δεν ήξεραν τίποτα ν’ ανταποδώσουν, ζουληγμένα απ’ την απελπισία της νονάς και φίλης της, με βρεμένα τα μάγουλα απ’ τα δάκρυα των αρραβώνων που εκείνες δεν μπόρεσαν να κάνουν ποτέ.
Σ’ έναν πεζόδρομο πιο πέρα με χαμόσπιτα και στις δύο πλευρές του μερικές μουσουλμάνες με μεγάλα σκουλαρίκια στ’ αυτιά κουβεντιάζουν και κακαρίζουν δυνατά καθισμένες σε καφάσια που ’χουν βάλει μπροστά απ’ τις πόρτες τους. Η εμφάνισή μου τις σταματά. Στυλώνουν πάνω μου το μαύρο τους μάτι και κάνοντάς με να νιώσω σαν επιθεωρητής της υπηρεσίας αλλοδαπών καταφέρνουν να με κρατήσουν σε απόσταση. Το μόνο που μπόρεσα να μάθω ρωτώντας τες ήταν πως ήρθαν απ’ το Διδυμότειχο και πως οι άνδρες τους δουλεύουν στα κοντινά συνεργεία. Θα τους δω μέσα απ’ τις μεγάλες εισόδους των φανοποιείων και των ξυλουργείων να κουβαλάνε υλικά, κάτω από τις οδηγίες των αφεντικών τους. Νεόκοποι οι εργοδότες, δεν έχουν ακόμη καλοκαταλάβει πως αυτό που τους συμβαίνει είναι αληθινό, να ’χουν ξεφύγει απ’ τη μοίρα του πατέρα τους και του παππού τους που ήταν εργάτες στου Πουλόπουλου ή στο Γκάζι κι απ’ το μαράζι της γιαγιάς τους που μέσα στο εργοστάσιο της περιοχής άφησε να της φύγουν μέσα απ’ τα δάκτυλα χιλιόμετρα μεταξωτής κλωστής.
Σήμερα, πίσω από την ψηλή μάντρα της κατοικίας του πρώην εργοστασιάρχη πυκνά φυτά ανεβαίνουν ακόμη ως τον πάνω όροφο. Τα φροντίζουν, φαίνεται, πολύ οι κληρονόμοι κι έτσι η διαφορά ανάμεσα στο γέρικο αρχοντικό και στα σπιτόπουλα δίπλα του θα ’μοιαζε όπως παλιά αγεφύρωτη, αν δεν ήταν τόσο πολλά τα γκρεμίσματα στην περιοχή και η απειλή της κατάρρευσης κοινή και για τα δύο. Μέσα από μεγάλες τρύπες στους τοίχους διακρίνονται τα νεκρά σωθικά των σπιτιών τυλιγμένα σε λεπτή σκόνη που αναθρώσκει εις μνήμην τους. Αν μείνει όμως κανείς λίγο παραπάνω στους δρόμους αυτούς, θα δει πως μέσα στην τέφρα κάποιες σπίθες διατηρούνται ακόμη. Από μόνες τους ή από κάποιο στοιχείο εγρήγορσης που γυρίζει παντού και υποδαυλίζει οτιδήποτε πάει να σβήσει. Άλλες παλιές συνοικίες χρωστάνε την αναζωογόνησή τους στην εμπορική εκμετάλλευση που σκαρφίζονται οι οργανωτές της ψυχαγωγίας. Στο Θησείο αποκαθιστούν τα νεοκλασικά για να προσκαλέσουν εκεί τη νεολαία, εντυπωσιάζοντάς τη με την αντίθεση ανάμεσα στη μοντέρνα επίπλωση και τα ροδόχροα γύψινα της οροφής. ή προσφέρουν δείπνα με μελαγχολική υπόκρουση και τσουχτερές τιμές, συνδυασμός που περιποιεί τιμήν στους μεσήλικες. Τα Πετράλωνα πάλι βασίζονται στις ταβέρνες τους και στην υπόσχεση που δίνουν για σπιτική ατμόσφαιρα σε όσους δεν τους χωράει το σπίτι τους. Εδώ όμως όπου τα σπίτια βουλιάζουν στο έδαφος, καμία επιχειρηματική υστεροβουλία δεν έχει ακόμη αναδείξει ένα ελάττωμα σε προτέρημα. Η αποσύνθεση δεν έχει αναχθεί σε διακόσμηση «εποχής» για απαιτητικούς και ιδιότροπους πελάτες.
Φακός στο στόμα...
Ανοίγω μια παρένθεση στη μνήμη. Συνάντησα τον Α. πριν από μερικές ημέρες στο αμαξοστάσιο των λεωφορείων. Καθόμασταν σε διπλανά παγκάκια περιμένοντας για το ίδιο δρομολόγιο. Ήταν περίπου στα πενήντα και τα μαλλιά του απέκρυπταν το πρόσωπο καθώς έσκυβε πάνω στο καρότσι με τα υπάρχοντά του. Φορούσε ένα μπλε πουκάμισο. Ισχνός και ταλαιπωρημένος. Τα χέρια του ήταν λεπτόκαμωμένα, σημαδεμένα από χαρακιές και μώλωπες. Κοιτούσε την άσφαλτο μιλώντας σιγανόφωνα με κάποιον υπάλληλο που έμοιαζε να τον γνωρίζει και να ανέχεται την παρουσία του στον σταθμό. Μόλις απομακρύνθηκε ο συνομιλητής του, ο Α. σηκώθηκε με αργές κινήσεις για να κοιτάξει μέσα στον κοντινό σκουπιδοτενεκέ. Βρήκε ένα κύπελλο φαστφουντάδικου που περιείχε μόνο πάγο. Επέστρεφε στη θέση του και άρχισε να μασά με νευρικές κινήσεις τα παγάκια, αγνοώντας τους γύρω του.
Κάποια στιγμή με κοίταξε πάνω από τον ώμο. Είχε γένια δύο ημερών. Το ζωηρό βλέμμα ερχόταν σε αντίθεση με το παρουσιαστικό του. Ανέδινε εκείνη την οξεία δυσάρεστη μυρωδιά του άπλυτου ανθρώπινου σώματος.
«Τι κάνεις;» είπα.
«Εντάξει» αποκρίθηκε μονολεκτικά κοιτώντας με.
Δεν περίμενα να μου απαντήσει.Μεταφέρω ό,τι θυμάμαι από την κουβέντα μας. Έχει χαθεί από τη μνήμη η προφορικότητα της ομιλίας, πάντως μιλούσε με λόγια στρωτά και κατανοητά. Δεν ήταν από τις χειρότερες των περιπτώσεων. Συζητήσαμε για τον καιρό και από πότε βρισκόταν στον δρόμο. Με ρώτησε τι έκανα και -με επιφύλαξη- του είπα την αλήθεια: έγραφα. Δεν τον πείραζε να μιλήσει με έναν συγγραφέα. Δεν ρώτησε τίποτε περισσότερο.
«Έχω έναν χρόνο» συνέχισε. «Είμαι 53, αλλά έχω χρόνιο εμφύσημα. Δυσκολεύομαι ν' αναπνεύσω. Όταν πέσεις έξω, είναι δύσκολο να ξανασηκωθείς. Δεν μπορείς να βγεις απ' το πεζοδρόμιο».
«Πόσο καιρό είσαι έξω;»
«Έναν χρόνο, είπα. Από τότε που ήρθα».
«Ναι. Από πού έρχεσαι;»
«Ε, από την επαρχία… Αποφάσισα να έρθω στην Αθήνα γιατί ήμουν και πριν εδώ, κατάλαβες; Είναι άσχημο να είσαι στον δρόμο εδώ. Αλλά τουλάχιστον μπορείς να βρεις κάτι να φας μια φορά στο τόσο».
«Τι δουλειά έκανες;»
«Υδραυλικά».
«Και είσαι καλά εδώ;»
«Ναι. Η αστυνομία τις περισσότερες φορές δεν νοιάζεται. Και να σε μαζέψουν σε πετάν' έξω. Τους ζήτησα μια φορά να με κρατήσουν. Δεν έχουμε χώρο για σας εδώ, λέει».
«Η αστυνομία;»
«Ναι. "Δεν μ' αφήνετε να περάσω μερικές ώρες τη νύχτα;" είπα. "Όχι" μου λένε».
«Πού μένεις συνήθως;»
«Στον δρόμο. Χαρτόνια… Στο πάρκο… Κοιμόμουν και στα παγκάκια κι έτρωγα στο συσσίτιο. Ολόκληρους μήνες δεν μπορούσα καν να πλυθώ. Κανείς δεν παίρνει έναν πενηντάρη για δουλειά. Πόσο μάλλον όταν βρωμάει απ' την απλυσιά. Μετά άρχισα να μαζεύω και χαρτί για ανακύκλωση. Πήρα μια γνωμάτευση από έναν γιατρό ότι είμαι χρόνια άρρωστος».
Καθώς ανέφερε τη γνωμάτευση παρατήρησα μέσα από το πουκάμισο έναν λευκό αυτοκόλλητο επίδεσμο ψηλά στο στέρνο. Άρχισε να βήχει.
«Καλά μιλάμε».
«Αλήθεια;» είπα έκπληκτος.
«Ναι. Είναι καλό να μιλάς σε κάποιον».
Απλώς κούνησα το κεφάλι αφήνοντας τον να πει ό,τι είχε στον νου.
«Λοιπόν, πολλοί είναι καινούργιοι στον δρόμο. Παίρνουν μια μικρή σύνταξη και δεν μπορούν να κάνουν τίποτα, απλά δεν μπορούν να κάνουν τίποτα, οπότε κάθονται έξω στον δρόμο και μένουν εδώ. Δεν μπορούν να πληρώσουν ενοίκιο. Και προσπαθούν να σε ρίξουν. Αν προσπαθήσεις να μοιραστείς ένα δωμάτιο μια στο τόσο, δεν θα πληρώσουν, κατάλαβες;»
«Τι εννοείς; Να μοιραστείτε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου;»
«Ναι, κάποια νύχτα για να κάνεις ένα μπάνιο και να κοιμηθείς».
«Ναι, ξέρω. Πες μου για το τι συνέβη όταν αρρώστησες. Έχεις οικογένεια;»
«Δεν έχω οικογένεια ούτε συγγενείς. Θέλω να βγω απ' τον δρόμο, αλλά δεν υπάρχει κανένας τρόπος».
Σταμάτησε για μερικά δευτερόλεπτα.
«Παίρνω προνοιακό 260 ευρώ, αλλά δεν πήρα την επιταγή μου αυτό το δίμηνο. Δεν ξέρω τι συνέβη. Άλλοι με περισσότερα μένουν κι αυτοί στον δρόμο».
«Από πού την εισπράττεις;»
«Σε θυρίδα».
«Ο.Κ.» είπα.
«Δεν πήρα την επιταγή μου κι όλα ήρθαν άνω-κάτω».
«Γιατί δεν ήρθε;»
«Δεν ξέρω, την έχασα».
«Περνάς πολύ καιρό εδώ;»
«Ναι. Όσο έρχονται τα λεωφορεία».
«Εντάξει» απάντησα.
«Είναι δύσκολο, γερνάς, πεθαίνεις, δεν έχεις οικογένεια και είσαι άστεγος και δεν μπορείς να βγεις απ' τον δρόμο. Άσε… Ειλικρινά, δεν θέλω να ζήσω άλλο. Αλλά δεν θέλω να σκοτωθώ. Ακόμα και σήμερα σκέφτηκα, απλώς θα πέσω μπροστά σε ένα από αυτά τα λεωφορεία, κατάλαβες; Αλλά να βγεις απ' τον δρόμο είναι σχεδόν αδύνατον».
«Δεν υπάρχει κανείς εκεί έξω να βοηθήσει;»
Η απάντηση του ήταν ένας βραχνός καγχασμός. Ξαφνικά σηκώθηκε και πλησίασε έναν περαστικό που μόλις πέταξε το τσιγάρο του. Στάθηκε όρθιος ανάμεσα στον κόσμο και έριξε πίσω το κεφάλι τραβώντας μια ρουφηξιά.
[…]
«Έχεις φίλους εδώ; Σε είδα πριν να μιλάς με εκείνον εκεί τον τύπο με την γκρίζα γενειάδα».
«Είναι άστεγος. Έμενε στο πάρκο. Οι μπάτσοι τελικά πήραν περίπου καμιά πενηνταριά και τους μάζεψαν. Μου είπε ότι τώρα μένει πίσω από τη δημοτική βιβλιοθήκη, στο πίσω μέρος της βιβλιοθήκης».
«Ναι, ξέρω. Έχεις μείνει κι εσύ εκεί πέρα;»
«Μια νύχτα. Είναι πολύ υγρό το χώμα και κρύο. Σηκώνεσαι πιασμένος».
Σώπασα για λίγο. Ο Α. κατσούφιασε, δεν έβγαλε άχνα, μόνο κράτησε το βλέμμα στυλωμένο στις μανούβρες των λεωφορείων.
«Λοιπόν, πώς τα βγάζεις πέρα; Από φαγητό;»
«Κοίτα, τώρα είμαι πεινασμένος σαν διάολος. Είμαι πολύ αδύναμος αυτήν τη στιγμή, μετά βίας σέρνω τα πόδια μου. Αλλά θα μου πάρεις κάτι να φάω, ε; Και μερικές φορές πρέπει απλά να τη βγάλω πεινασμένος, φίλε. Ψάχνω στα σκουπίδια. Δεν μπορώ να πάω σε αυτά τα μέρη για φαγητό, δεν ξέρω πού είναι και αλλάζουν όλη την ώρα…»
«Εννοείς τα κέντρα σίτισης;»
«Ναι, αλλά είναι μακριά και δεν μπορώ να περπατήσω. Όταν κατεβείς από το λεωφορείο είναι περίπου τρία τετράγωνα. Και δεν μπορώ καν να πάρω τα πόδια μου» αναστέναξε.
«Οι οδηγοί σε αφήνουν ν' ανέβεις στο λεωφορείο;»
«Πολύ σπάνια. Μία φορά ίσως, και μοναδική».
Μετά από μια σύντομη παύση, ο Α. άλλαξε θέμα.
«Είμαι άρρωστος. Χέζομαι πάνω μου, γυρνάω με σκατά στο παντελόνι μου, τα βγάζω με το χέρι, είναι απαίσιο, καταλαβαίνεις;»
Και πάλι η ίδια σκέψη στον νου: πόσο δυσάρεστη μπορεί να είναι η μυρωδιά του ανθρώπινου σώματος. Αυτήν τη φορά δεν αντιμετώπιζε το πρόβλημα που μου εξομολογήθηκε, αλλά το άπλυτο κορμί του ανέδινε μια οσμή που έμοιαζε με διαβρωτικό οργανικό οξύ.
«Δεν θέλω να συνεχίσω, αυτό δεν είναι ζωή».
«Ναι, εγώ…» ψέλλισα προσπαθώντας να βρω μια κατάλληλη απάντηση.Έχουν περάσει κάμποσες μέρες. Διαβάζω τώρα τις σημειώσεις που κράτησα με βιασύνη μετά την κουβέντα μας και δεν ξαφνιάζομαι από τις αντιφάσεις του Α. Από τη μια πλευρά, ήταν ένας άνθρωπος που βρισκόταν σε απόλυτη ανάγκη, που έμοιαζε να είναι θύμα των αντίξοων συνθηκών της σημερινής πραγματικότητας, δίχως κοινωνική ασφάλιση, δίχως στέγη και οικογένεια που θα μπορούσε να τον βοηθήσει. Από την άλλη, η κατάστασή του καθιστούσε σχεδόν αδύνατη οποιαδήποτε επικοινωνία με τις όντως ισχνές κοινωνικές υπηρεσίες για τους αστέγους. Την ίδια στιγμή εισέπραττε -για πόσο ακόμη; - ένα μικρό επίδομα που του εξασφάλιζε το ελάχιστο της επιβίωσης. Εξακολουθούσε να καπνίζει παρά το εμφύσημα. Σίγουρα θα έπινε σε κάθε ευκαιρία. Κατρακυλούσε ολοένα και περισσότερο. Ο Α., όμως, δεν ήταν ολοκληρωτικά εξαθλιωμένος. Βρισκόταν ακριβώς στο όριο της εξαθλίωσης. Σε εκείνο το μεταιχμιακό σημείο όπου θα μπορούσε να σωθεί αν η ζωή γύρω μας ήταν διαφορετική. Δυστυχώς για εκείνον ήταν ήδη καταδικασμένος.
«Ναι» είπα, επειδή δεν μπορούσα να προσθέσω κάτι ελπιδοφόρο για εκείνον.
Χρήστος Χρυσόπουλος, Φακός στο στόμα. Ένα χρονικό για την Αθήνα, Πόλις, 2012, σ. 34-38 & 44-46.
The story...
0,1643 +0,4778i
Γραμμές, σκέφτηκα, όρθιος
Καθώς με ανακάτευε το βαγόνι ρυθμικά
Επάνω στις γυαλιστερές του ράγες
Καθίσματα, κεφάλια στη σειρά, παράθυρα
Που στρίμωχναν στο κάδρο τους ένα τοπίο επιγραφών
Διατρέχοντας μιαν έρημο τσιμέντου, εκτείνοντας
Στιγμές ιστοριών που δεν τις έβλεπα
Τροχιές ερώτων που δεν διασταυρώθηκαν ποτέ
Χαϊδεύοντας από μακριά σε μηνυματική μορφή
Κλισέ περιγραφές συντετμημένες
Περιελιγμένες επαναληπτικά σε
Σύρματα, καλώδια, τηλεφωνικές γραμμές
Που ενώνουν ατελείωτα
Διαδρόμους με παραταγμένες πόρτες
Μοναχικών ανθρώπων - δωματίων - ποιητών
(Σε οριστική σύνδεση με τον σωλήνα του γκαζιού)
Λεωφορεία, τρόλλεϋ, ταξί
Διαβάσεις με φανάρια να διακόπτουν ολοένα τη ροή
Και να την ξαναρχίζουν πάλι σταυρωτά
Μια πόλη-πλέγμα δίχως συναντήσεις
Σε έψαχνα μέρες
Διεύθυνση οδηγία καμιά
Στην τύχη οδηγούσα έστριβα γωνίες έλπιζα
Να δω το βλέμμα σου
Να σπάει το γραμμικό μου πεπρωμένο
Να με κοιτάζει να έρχομαι
Ή έστω να φεύγω
Τη γραμμή της ματιάς σου να συν-
Τρέξει τη δική μου ή
Να της αντισταθεί
Τυχαία όμως συνέβη;
Ένα SMS υπερακόντισε τον δορυφόρο του
Ανακάτεψε ηλεκτρομαγνητισμούς
Χώθηκε σε πολυκατοικίες με κεραίες παράνομες
Αντάρτικος τηλέγραφος συναισθημάτων
Άλλων εποχών, το σήμα δόθηκε
Ως εδώ
Ως τις γραμμές του ΗΣΑΠ που οδηγούσαν
Στο εργαστήριό σου
(Όπως μου έγραψες).
Γλίστρησαν πλάγια οι πόρτες
Τα μάτια μου ακολούθησαν και βγήκα
Μπροστά σε μια μικρή προθήκη
Με ολοστρόγγυλα
Ψωμιά.Γιάννης Ζέρβας, «The story», Τζούλια 2, Άγρα, 2010, σ. 50-51.
Παγκόσμια ημέρα ποίηση...
Κόσμος πολύς μαζώχτηκε ν' ακούσει
την ποίηση στο Αττικό Μετρό·
λογής λογής πολιτικοί και καλλιτέχνες,
ακόμη και ποιητές - ανάμεσό τους
και μια γυναίκα που χωρίς τα χάλκινα
λωρία της Σιωπής εκατρακύλα.Τουλάχιστο μας αποζημιώνει
το βιολοντσέλο κι η φτερούγα που το κάνει
να βγάζει βόγκο ερωτικό, την ώρα
που ανεβοκατέβαιναν ωτακουστές
οι επιβάτες και ρυθμίζαν τα ρολόγια τους
οι χελιδόνες της ισημερίας.
Στιγμή όπου το φως ισορροπεί
με το σκοτάδι. Τούτο μαρτυρεί
και τη μεγάλη προσοχή με την οποία
ο πιο καλός ακροατής (άγρυπνο μάτι)
τ' απορροφούσε όλα· όνομα: κιονόκρανο.
Χειροποίητη πόλη: Η Αθ...
Πλατεία χιλιοπατημένη από γενιές που ήρθαν, άκουσαν τους ηγέτες τους κι έφυγαν αναβάλλοντας για την επόμενη φορά την οριστική τους κρίση. Το μέρος όμως καταφέρνει να μην ξεπέφτει πολύ στις συνειδήσεις, επειδή απευθύνεται πάντα στην προσδοκία της συμμετοχής. Όταν σας διαψεύδουν οι συγκεντρώσεις με τα συνθήματα που αντηχούν στον αέρα, μένουν οι δημόσιες τελετές, η αίσθηση πως βρίσκεται κανείς εκεί όπου αναπαρίστανται τα μεγάλα και τα σπουδαία. Η αντιπρόταση δεν είναι και πολύ πειστική για τους ενήλικες, σαγηνεύει όμως τα παιδιά και μαζί μ’ αυτά παρασύρονται κάποτε κι εκείνοι. Ανεβαίνοντας αργά τα σκαλιά προς τη Βασιλίσσης Όλγας, γύριζα πίσω, πολύ πριν απ’ τις διακηρύξεις και τους αλαλαγμούς και το δίλημμα της ψήφου. Στεκόμουν στο πεζοδρόμιο, αβέβαιος για την ηλικία με την οποία βρισκόμουν εδώ, όταν ξαφνικά μια δύναμη παλινδρομική μ’ έσπρωξε απαλά απέναντι, στους ευζώνους, ακούνητους κι αγέλαστους, στις λιακάδες των παιδικών περιπάτων και σε κάποιες μέρες ξεχωριστές που δεν τις έχανα ποτέ. Στις παρελάσεις ένα παιδί σήκωνε ψηλά το σημαιάκι του κι απελπιζόταν που το χαρτί τα έβλεπε όλα, πάνω απ’ τα κεφάλια των μεγάλων, ενώ εκείνο τίποτα, ώσπου να το σηκώσουν και να το βάλουν σε κάποιον τράχηλο· τότε επιτέλους βρισκόταν στο ύψος των περιστάσεων. Καμιά ανησυχία για τον ορυμαγδό των μηχανών. Περνούσαν πάνω στην άσφαλτο τα πυροβόλα και τα αεροπλάνα στον ουρανό, μόνο για να συνθέσουν μια συμφωνία από κρουστά και γρανάζια, συνοδεία για τις χαμηλές πτήσεις των περιστεριών που έσπευδαν να πάρουν την τροφή τους πιο πίσω, στο πλάτωμα, όπου τα περίμεναν μ’ ανοιχτές τις παλάμες τους παιδιά ακίνητα και σοβαρά. Τα τάιζαν και μεγάλωναν μ’ αυτή την ευθύνη που είχαν αναλάβει, μελλοντικοί κηδεμόνες κι άγνωστοι στρατιώτες, που τη μια κοιτούσαν έκθαμβοι τους αιθέρες με τα μαύρα γεράκια σε σχηματισμούς και την άλλη τα πετούμενα που ’χαν κατέβει στη γη για να επιζήσουν. Άσφαιρη μέρα, όλο φτεροκοπήματα. Αποχωρούσε πιο πέρα ο Άρης στιβαρός, έπαυαν τα εμβατήρια, έμελπε ο αέρας, λόχοι μητέρων ετοίμαζαν κοκκινιστό. Πέρασαν, έτσι, κάποιες επέτειοι σαν Κυριακές.
Σήμερα όλη η πόλη με αναγκάζει να ξεχνώ τις αργίες. Όπως κάθε μεγαλούπολη, έτσι κι αυτή ευνοεί την ασταμάτητη κίνηση κι απεχθάνεται τις ανακοπές. Μία απ’ αυτές θα μπορούσε να εξαρθρώσει τον μηχανισμό της και θα ’πρεπε τότε να μπουν απ’ την αρχή τα μέρη, ένα προς ένα, στη σωστή τους θέση. Γι’ αυτό, ακόμη και η Πλατεία Συντάγματος, επιστρέφει στα γρήγορα στη συνηθισμένη κατάσταση, ύστερα από κάθε της έξαρση. Αφήνοντάς την, απομακρύνομαι από τον χώρο των κορυφώσεων –πραγματικών ή μη, δεν μ’ ενδιαφέρει– και παρασύρομαι απ’ την ισόπεδη κίνηση πεζών και οχημάτων. Οδεύω προς το κέντρο. Στη γωνία της «Μεγάλης Βρετανίας» ένας τροχονόμος σταυρωνόταν για χάρη της κυκλοφορίας. Ήταν προμήνυμα για το τι θα ακολουθούσε· δίστασα. Αν έπαιρνα τη Βασιλίσσης Σοφίας θα ξέφευγα απ’ το μαρτύριο και θα βάδιζα κάτω απ’ το βλέμμα των πρεσβειών, αδιάφορων για το παίδεμα των κατοίκων. Αυτό όμως, όχι, Θα πήγαινα αντίθετα, εκεί όπου η αναπνοή λιγοστεύει.
Η Πανεπιστημίου με ωθούσε κιόλας προς τον σκοπό μου. Τουλάχιστον εδώ τα κτίρια συμμερίζονται τα πάθη των πνευμόνων, σημαδεμένα τα ίδια από ανεξίτηλες φθορές. Όλοι είναι θύματα των αερίων, κτίρια, πεζοί κι οδηγοί. Οι τελευταίοι όμως το αρνούνται. Τους βλέπεις να πιάνουν το τιμόνι γεμάτοι σιγουριά για τα πενήντα επόμενα μέτρα, με το μονό ή ζυγό τους πλεονέκτημα έναντι των υπολοίπων που την άλλη μέρα θα το έχουν αυτοί. Ένας ξένος θ’ αργούσε πολύ να καταλάβει γιατί αποστρέφονται με τόσο πείσμα το γεγονός ότι το απόκτημά τους έπαψε ήδη να είναι εγγύηση ευκινησίας. Αν το σκέφτονταν, θα ήταν μια πρώιμη καταστροφή. Σ’ άλλες μεγαλουπόλεις η συμφόρηση της κυκλοφορίας αποτελεί τη χρόνια ασθένεια ενός κουρασμένου οργανισμού. Στην Αθήνα είναι το έμφραγμα που χτυπά ξαφνικά όσους άρχισαν μόλις να χαίρονται τις καταχρήσεις.
Κάθε τόσο μια ξαφνική παρέκκλιση ή στάθμευση αναστατώνει τη ροή, όλοι αγανακτούν κι έπειτα η τάξη αποκαθίσταται το ίδιο παράνομα όπως ανατράπηκε. Οι οδηγοί παίζουν όπως τα νήπια, ταλαιπωρώντας με τα χέρια τους εκείνα τα παιγνίδια που αγαπάνε περισσότερο. Με τα αμαξάκια τους βγαίνει περίπατο η περιέργεια, που δεν λέει να εξαντληθεί. Όλο και κάτι θα συναντήσουν και δεν το ’χουν σε τίποτα να το αναζητήσουν στο κέντρο, σ’ ένα προάστιο ή σε μια λεωφόρο προς την εξοχή, τρέχοντας βιδωμένοι στο κάθισμά τους. Περιεργάζονται ακόμη την πόλη τους ξεφυλλίζοντας τις εικόνες της εν κινήσει κι αυτό σημαίνει πως δεν κυλάνε στους δρόμους όπως μια μάζα σε σωλήνες. Με το παραμικρό ανοίγει μια τρύπα στον αγωγό και τα φρένα στριγγλίζουν. Από εκείνο το αυτοκίνητο που σταμάτησε απότομα πετάγονται έξω δύο άνδρες, λες και είδαν ξαφνικά τον ισόβιο οφειλέτη τους λίγο πριν στρίψει στη γωνία. Δεν είναι αυτός, ένας γνωστός τους φαίνεται πως είναι. Λίγο παρακάτω δεν αποκλείεται κι άλλο σταμάτημα, αν θυμηθούν πως ξέχασαν κάτι ακόμη για το σπίτι, η τελευταία αγοραστική έμπνευση πριν τους βρει η άθλια και στεγνή νύχτα, κι ενώ η μηχανή τους περιμένει αναμμένη και πιστή σαν αγροίκος σωματοφύλακας, αδιάφορη για τους οδηγούς που ακολουθούν και διαολίζονται. Φαίνεται περίεργο που δεν δείχνουν κάποια κατανόηση. Όλοι μπορούν να σταματήσουν σε οποιοδήποτε σημείο, θα έρθει κι εκείνων η σειρά. Εξάλλου γιατί να μην το κάνουν; Το αυτοκίνητο δεν αγοράστηκε για να τηρεί τους κώδικες, αλλά για να αυξάνει τα συμβάντα. Όπου περνά ξεσηκώνει πιθανότητες αλλαγής· υπάρχουν κι άλλοι τόποι για να τους δει κανείς και να τους παραβάλει με το δικό του, αποφασίζοντας ίσως μια μετακίνηση προς το καλύτερο. Όσοι μένουν πίσω μακαρίζουν εκείνους που σ’ ένα λεπτό πολλαπλασιάζουν τις ευκαιρίες τους να δουν και να ’χουν να λένε γι’ αυτά που είδαν. Είχα ακούσει πριν από καιρό μια γριά που εκμυστηρευόταν στη γειτόνισσά της τη μεγαλύτερη επιθυμία της: να ’ρχεται, λέει, κάθε απόγευμα μια κούρσα με τον γιο της να την παίρνει για βόλτα. Οι τιμές της επιβίβασης υπό συνοδείαν, το γόητρο να μεταφέρεται κανείς από κει που βρίσκεται καθηλωμένος κάπου αλλού, από δυνάμεις που δεν υπακούουν στο σώμα, αλλά στον νου και στην ακόρεστη δίψα για το σεργιάνι, το άσκοπο και αποκαλυπτικό. Ποιος αγνοεί πως αυτές οι ανάγκες δίνουν ακόμη κάποια προστάγματα στις μηχανές; Για να γίνει το αυτοκίνητο απλό «μέσον» κυκλοφορίας πρέπει πρώτα να ξεθωριάσουν μερικές μνήμες. Ακόμα θυμούνται οι άνδρες οδηγοί τις σόλες που έλιωσαν στο πατίνι –πρώτο τροχοφόρο για αγόρια ξαναμμένα από το όνειρο του τιμονιέρη– κι είναι περήφανοι που τώρα πατάνε το γκάζι. Όσο για τις γυναίκες, είναι πολύ ευχαριστημένες που περνάνε ανάμεσα στους άνδρες θωρακισμένες σ’ ένα δικό τους όχημα, κάνοντας μερικούς οδηγούς να απορούν ή να ερεθίζονται, με το ένα χέρι τους κρεμασμένο απ’ το παράθυρο σαν περισσευούμενο όργανο, ανίκανο να τις πιάσει και να τις επαναφέρει στο σπίτι.Ωστόσο, μέρα με τη μέρα τα πράγματα χειροτερεύουν στην άσφαλτο. Όσο περισσότερο οι μηχανοκίνητοι ίπποι δυσκολεύονται να τρέξουν τόσο οι κάτοχοί τους τους παροτρύνουν ανήσυχοι, καθώς βλέπουν τους ανταγωνιστές τους ν’ αυξάνουν. Σε παράλληλες πορείες με τα τροχοφόρα οι διαβάτες αλληλοϋποβλέπονται κι αυτοί, προσπαθώντας με σκουντήματα να ανοίξουν δίοδο ανάμεσα σ’ εκείνους που προπορεύονται και που, σαν να το κάνουν επίτηδες, μπαίνουν διαρκώς μπροστά τους ή παραμερίζουν ξαφνικά, οπότε έρχονται κατά πάνω τους οι πεζοί από το αντίθετο ρεύμα και σημειώνονται οι πιο ψυχροί εναγκαλισμοί μεταξύ ανθρώπων. Αυτά τα προβλήματα όμως πρέπει κάπως να μετριάζονται, δεν μπορεί η πόλη ν’ αφήνει τους διαβάτες να αποχωρούν απ’ το κέντρο της με τόσο κακές εντυπώσεις. Με κάποια σήματα προσπαθεί να τους κάνει να δουν τα πράγματα λίγο διαφορετικά. Να, εκεί πάνω, οι αστέρες στις γιγαντοαφίσες που σκεπάζουν τους τοίχους απέναντι απ’ του «Λαμπρόπουλου», χαμογελούν και σήμερα, βλέποντας απ’ το ύψος τους τα μικρά εργαζόμενα πλάσματα να τρέχουν κατσούφικα για ν’ ανέβουν στο τρόλλεϋ. Θα ’ταν καλό γι’ αυτά να κοίταγαν για μια στιγμή προς τα πάνω. Δεν θα ’πρεπε όμως να ξανακοιτάξουν καθώς θα προχωρούσαν, γιατί τότε θα πρόσεχαν από διαγώνια θέση πόσο αλλοιώθηκαν οι φυσιογνωμίες των ειδώλων τους, οι τυπωμένες ειδικά για να τους φτιάχνουν τη διάθεση. Έγιναν μορφασμοί τα τεράστια χαμόγελα, απολιθωμένες γκριμάτσες, έφυγε η επιτυχία, πέταξε. Οι δισδιάστατοι γίγαντες αρρώστησαν απ’ τη στιγμή που το βλέμμα τους προσπέρασε. Χάρτινα σκιάχτρα, περίλυπα, που περιμένουν το επόμενο κύμα από ανθρωπάκια να περάσει από κάτω και να τους προσέξει για λίγο, όσο να ετοιμάσει το λαμπερό προσωπείο του ο ανταγωνιστής. Ένα πρωί θα τα επικαλύψουν, θ’ αρχίσει η διαμάχη για το ποιος θα μείνει πάνω στα ταμπλό κι ο διαβάτης θα δει τη φωτογραφία κάποιου διάσημου τραγουδιστή ξεσκισμένη. Ένα κομμάτι του φρυδιού έχει αφαιρεθεί κατεβάζοντας την ανιούσα της αυτοπεποίθησης σε κατιούσα δαρμένου ανθρώπου, φαίνεται η άσπρη και κρύα του σάρκα, το φριχτό «από πίσω» της ζωντάνιας. Διακρίνεται ακόμη, πιο μέσα, ένα κομμάτι χαρτιού που αναγγέλλει μια παλιά συναυλία κι ένα ακόμη που δείχνει μονόφθαλμη την αισιοδοξία ενός γνωστού πολιτευτή. Αποκαλυπτήρια δημόσια και τερατώδη.
Οι φυλές της νεολαίας...
Έχουν μια λάμψη στα μάτια και μια λάμψη στα μαλλιά… Κοντομάνικοι το καλοκαίρι με το κροκοδειλάκι στη θέση της καρδιάς, τυλιγμένοι με ανοράκ, τζάκετ και μπουφάν τους χειμώνες. Μπουλούκια μπουλούκια διασχίζουν τα Χαυτεία που είναι το κέντρο, ο ομφαλός της πόλης.
Μένης Κουμανταρέας
Η νέα γένια των παίδων, των κορασίδων και των έφηβων της Αθήνας είναι σαφώς ωραιότερη και υγιέστερη από τις προηγούμενες, ίσως εξαιτίας της γαλούχησής της με βιομηχανικές κρέμες και υποκατάστατα του μητρικού γάλακτος. Οι νέοι, ντυμένοι απλά, τζιν παντελόνι και αθλητικά σινιέ παπούτσια, μπουφανάκια το χειμώνα και τι-σερτ το καλοκαίρι, βαδίζουν ανέμελοι, γεμάτοι σιγουριά. Στις τσέπες τους υπάρχει ικανό χαρτζιλίκι, χάρη στη γενναιοδωρία των μαμάδων και των μπαμπάδων τους. Σε αντίθεση με τους γονείς τους, που είχαν βιώσει την καταπίεση εντός του σπιτιού και την καταστολή έξω από αυτό, απολαμβάνουν απεριόριστη ελευθερία στους χώρους που κινούνται. Τόση που μπορούν να καταλαμβάνουν, για λόγους χαβαλέ, τα σχολεία τους και τους δρόμους, χωρίς καμιά συνέπεια.
Βλέπω συχνά τους νεολαίους στην Ομόνοια. Τα απογεύματα πηγαίνουν στα φροντιστήρια, διασχίζοντας τις διασταυρώσεις, κατεβαίνοντας τις κυλιόμενες σκάλες του υπογείου, λοξοδρομώντας ενίοτε προς τα φαστ φουντ. Τα βράδια, μετά τις δέκα, σχολάνε και οδεύουν προς τις αφετηρίες των λεωφορείων που κατευθύνονται στις μακρινές συνοικίες. Φυλάνε τα βιβλία τους σε μοντέρνα σακίδια που κρέμονται στην πλάτη. Δεν τα κρατάνε στο χέρι, όπως συνέβαινε παλαιότερα. Βαδίζοντας, φλερτάρουν, αστειεύονται, χαριεντίζονται, χειρονομούν, χαχανίζουν, τελούν σε μια σχεδόν μόνιμη κατάσταση ευθυμίας. Οι γονείς τους, οι στερημένοι τόσο πολλά, τους παρέχουν κάθε δυνατή διευκόλυνση Έκτος από τα φροντιστήρια, τους στέλνουν και σε γυμναστήρια για να ασκηθούν, για να διατηρούν σε φόρμα το σώμα τους. Κάμποσα κορίτσια πηγαίνουν σε ωδεία και χοροδιδασκαλεία, όχι επειδή έχουν έφεση στη μουσική ή το μπαλέτο αλλά για να είναι σικ. Κάποιοι κρατούν στο χέρι το κινητό τους τηλέφωνο, το τελευταίο δείγμα ευμάρειας και ευδαιμονισμού.
[…]
Δεν είναι καθόλου παράξενο που στις κατ' ιδίαν συζητήσεις τους οι σημερινοί νέοι της Αθήνας μιλάνε τη δική τους διάλεκτο. Ωστόσο, από τις καινοφανείς, τις άγνωστες στους παλαιότερους λέξεις που χρησιμοποιούν, ελάχιστες θα μείνουν για να εμπλουτίσουν την ελληνική γλώσσα. Είναι θνησιγενείς και επομένως αδύνατον να λεξικογραφηθούν ώστε να διασωθούν. Η διάλεκτος αυτή, ούσα τεχνητή, φτιαγμένη από εξυπνάδες και ευφυολογήματα, είναι καταδικασμένη να πεθάνει. Ο Ηλίας Πετρόπουλος, πάντως, έχει εξαγγείλει την έκδοση ενός λεξικού με τίτλο Τα φλωράδικα. Θα περιέχει τις λέξεις που χρησιμεύουν ως κώδικες επικοινωνίας ανάμεσα στους νέους των «καλών» περιοχών και των «καλών» σχολείων. «Φλώροι», κατά τον συγγραφέα, είναι οι μεγαλωμένοι στα πούπουλα, οι βουτυρομπεμπέδες. (Στη δεκαετία του '60, εμείς τα παιδιά της εργατικής τάξης αποκαλούσαμε φλώρους τους γόνους των ανωτέρων τάξεων, τους κομψευόμενους και εντέλει τους θηλυπρεπείς.) Κατ' ατυχία, ο αριθμός των ελληνικών λέξεων που χρησιμοποιούνται στην καθημερινή κουβέντα των εφήβων μειώνεται συνεχώς, ενώ αυξάνεται ο αριθμός των εκ της αγγλικής προερχόμενων: κουλάρω, τριπάρω, φρικάρω, σερφάρω, κάνω ζάπινγκ. Εξυπακούεται πως δεν κινδυνεύει καθ' οιονδήποτε τρόπο η ελληνική γλώσσα — απλώς εμπλουτίζεται.
Καθώς οι φραγμοί ανάμεσα στις τάξεις έχουν καταργηθεί, απαξάπαντες οι νέοι συγχρωτίζονται στους ίδιους χώρους, στα μέρη όπου πλάθεται η καινούργια γλώσσα, η καταδικασμένη να είναι εφήμερη: σχολεία, καφετέριες, μπαράκια, φαστφουντάδικα, κλαμπ. Η Ομόνοια δεν είναι πλέον το καμίνι στο οποίο ψήνονται οι νέες λέξεις. Ύστερα από την οιονεί εξαφάνιση των σφαιριστηρίων, δεν ευδοκιμούν στις παρόδους της στέκια νεολαίας. Οι έφηβοι στην πλειονότητα τους δεν ξέρουν να παίζουν μπιλιάρδο, ποδοσφαιράκι, τάβλι. Αποφεύγουν τα παιγνίδια με την τράπουλα, το κλότσημα της μπάλας στις γειτονιές, την πολιτική ένταξη, οτιδήποτε ομαδικό, συλλογικό. Προτιμούν την κατ' οίκον ψυχαγωγία και την πνευματική απόλαυση που τους παρέχουν τα cd players, τα videogames και οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές.
Μερικές δεκαετίες πριν, η περιοχή συγκέντρωνε τον ανθό της νεολαίας. «Καμιά φορά, αυτοί οι νέοι έπαιρναν τον Λεωνή σε κάτι μπιλιάρδα στα Χαυτεία, εκεί άναβαν μεγάλες αγγλικές πίπες, έβγαζαν το σακάκι τους κι αρχίζανε και παίζανε με το γελέκι, έτσι ήταν η τάξη», μας πληροφορεί ο Γιώργος Θεοτοκάς στον Λεωνή του. Κι ο Μένης Κουμανταρέας στα Μηχανάκια του μιλάει για τα καφενεία με τα εξ Αμερικής μεταχειρισμένα «μηχανάκια» ή «φλιμπεράκια» που καταβρόχθιζαν ασίγαστα δραχμές.
[…]
Ένα και μοναδικό σφαιριστήριο, υπό το όνομα «Καφέ-μπαρ "New Point"», παραμένει στην Ομόνοια, στο υπόγειο της στοάς του Πρωτοδικείου. Η ύπαρξή του είναι απαραίτητη για να θυμίζει παρωχημένες νεανικές συνήθειες και να δείχνει με ενάργεια τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί στο κοινωνικό πεδίο. Η ευρύχωρη αίθουσα με τα ποδοσφαιράκια, τα μπιλιάρδα και τα τραπέζια του πινγκ-πονγκ είναι συνήθως άδεια, αφού ελάχιστοι νοιάζονται να προπονηθούν, να δείξουν τις ικανότητές τους και να στοιχηματίσουν με τους αντιπάλους τους. Αντίθετα, στη γύρω περιοχή, στις οδούς Δώρου και Σατωβριάνδου, επί παραδείγματι, κυριαρχούν οι αίθουσες με τα αμερικάνικης προέλευσης ηλεκτρονικά μηχανήματα. Μπροστά σ' αυτά κάθονται προσηλωμένοι πλήθος νέοι. Διασκεδάζουν παίζοντας κατά μόνας, τραβώντας μοχλούς ή σκοπεύοντας στόχους στην οθόνη των videogames.
[…]
Ενίοτε και καιρού επιτρέποντος πηγαίνω στην παρέλαση της μαθητιώσας νεολαίας που γίνεται την 28η Οκτωβρίου. Κορίτσια κι αγόρια δημοτικών σχολείων, γυμνασίων και λυκείων του Δήμου Αθηναίων (άλλα και πρόσκοποι, οδηγοί και λυκόπουλα) περνούν καμαρωτά μπροστά από τον υπουργό Παιδείας και τις δημοτικές αρχές της πόλης, που στέκονται σε ειδικές εξέδρες είτε έξω από το Πανεπιστήμιο είτε απέναντι από τη Βουλή. Φορώντας στολές στις οποίες κυριαρχούν το μπλε και το άσπρο, επιδεικνύουν τα σωματικά τους προσόντα, το κάλλος και την αλκή τους. Δεν είναι βέβαια όλα τα κορμιά λυγερά και κυπαρισσένια. Οι ευτραφείς δεν λείπουν από τις γραμμές τους, ούτε εκείνοι που με τον ασυντόνιστο βηματισμό τους αποκαλύπτουν ότι βρέθηκαν εκεί παρά τη θέλησή τους. Στην παρέλαση του 1999 είδα για πρώτη φορά ανάμεσα στα κορίτσια και μια νέγρα μαθήτρια, ή, καλύτερα, κατά την πολιτικώς ορθή έκφραση, μιαν Αφροελληνίδα. Παρατήρησα επίσης και το φαινόμενο της παρουσίας μαθητών με μακριά μαλλιά, αλογοουρές και σκουλαρίκια, κάτι αδιανόητο σε παλαιότερες εποχές. Μετά το πέρας της παρέλασης, ορισμένοι από αυτούς κατευθύνθηκαν προς την Ομόνοια για να επιβιβαστούν σε κάποιο συγκοινωνιακό μέσο. Τότε, οι πιο ψυχωμένοι, αψηφώντας τους γονείς που πήγαν να απαθανατίσουν τα βλαστάρια τους με φωτογραφικές μηχανές και βιντεοκάμερες, επιδοθήκανε στην εκφώνηση χαβαλετζίδικων συνθημάτων. Επί παραδείγματι κραυγάζανε εν χορώ "Patissia City! Patissia City!" Σε άλλες εποχές, πρόσφατες σχεδόν, πριν από την κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, οι ίδιοι νέοι πιθανότατα να φώναζαν επαναστατικά συνθήματα. Ίσως να είχαν τα χέρια υψωμένα σε γροθιές και να κρατούσαν κόκκινες σημαίες, ένα σπάνιο είδος σήμερα στους δρόμους της Αθήνας.
Τσικλάμα...
Μάντευα τους συλλογισμούς του. Υπέθετε πως η Τσικλάμα είχε μπλεχτεί με κάποιον ματσωμένο, πως πούλησε την ανεξαρτησία της για άνεση και χλιδή και τώρα περιφερόταν σε βελούδα ήττας. Θύμωνα, πρόσβαλλε την αγάπη μου, αλλά δεν τολμούσα να διαμαρτυρηθώ.
Ώσπου μια νύχτα βρεθήκαμε στο υπαίθριο ζαχαροπλαστείο της Πλατείας Μαβίλη. Δεν ήταν σημείο γοητευτικό, η κίνηση των αυτοκινήτων πρόσφερε δυσοσμία και θόρυβο, οι αστυφύλακες που προσκυνούσαν τη διπλανή πρεσβεία προκαλούσαν εμετό, και ο φωτισμός ήταν υποτονικός – η Τσικλάμα μπορούσε να μας προσπεράσει αθέατη. Δεν παραπονέθηκα για το άδοξο περιβάλλον, ωστόσο αναρωτήθηκα γιατί άφηνε την ώρα να κυλά χωρίς δράση και κίνηση – βρισκόταν σε διαδικασία παραίτησης, παραδεχόταν την αρχή του τέλους;
Εκεί, κάτω από το καυσαέριο της Μαβίλη, άρχισε την ανακεφαλαίωση. Είπε πως συμπληρώναμε σχεδόν δυο μήνες κυνηγώντας μια γυναίκα στα σκοτάδια. Όμως, κάναμε ένα λάθος σοβαρό. Παραστήσαμε τις άναρχες μπάλες του μπιλιάρδου που τρέχουν σε μια επιφάνεια σπασμωδικά, με αποτέλεσμα να μη συγκρούονται ποτέ, ακριβώς όπως δεν συναντιούνται στον αιώνα των αιώνων δυο άνθρωποι με άτακτες κινήσεις επάνω στον χάρτη, ακόμη και αν το επιθυμούν.
«Εννοώ», κατέληξε, «πως τη γυναίκα αυτή θα τη βρούμε μόνο αν μείνουμε απολύτως στατικοί και περιμένουμε να πέσει εκείνη επάνω μας».
Ήπιε την τελευταία γουλιά του καφέ και συμπλήρωσε:
«Αρκεί το σημείο που θα σταθούμε να είναι ιδανικό».
Κόντεψα να λιποθυμήσω, γιατί κατάλαβα ποιο θεωρούσε ιδανικό σημείο: Την Ομόνοια που λατρεύουν οι μετανάστες όλης της Αθήνας είτε για να προμηθευτούν εφημερίδες της πατρίδας τους είτε για να συναντήσουν συμπατριώτες αγαπητούς είτε για να σχηματίσουν ένοχες παρέες. Δηλαδή, μετά από τόσες εβδομάδες αυτοσχεδιασμού έπρεπε να στραφούμε στα κοινότοπα; Η φαντασία μας ήταν από την αρχή καταδικασμένη και εμείς απλώς εθελοτυφλούσαμε – ποντικοί κρυμμένοι στο χώμα;
«Μη λυπάσαι», με παρηγόρησε. «Οι στρατηγοί, όταν χρειάζεται, αλλάζουν τακτική».
Ναι, αλλά εγώ δεν ήμουν στρατηγός, ήμουν ερωτευμένος, και προτιμούσα να κυνηγάω την Τσικλάμα σε γαλαξίες και αστερισμούς, παρά να κάθομαι στην Ομόνοια και να προσδοκώ να πέσει η Ανδρομέδα επάνω μου. Πάλι, αν με τη στατικότητα η Τσικλάμα γινόταν πραγματικότητα, δεν θα άξιζε η θυσία;
Και η αναζήτηση πήρε τη χειρότερη μορφή της. Δεν διασχίζαμε τον αέρα, δεν περιπλανιόμασταν σε ποικιλίες, αποχρώσεις και ατμούς νυκτερινούς. Εκ περιτροπής στεκόμασταν, στήλες άλατος, στη μια γωνιά της ζωηρής πλατείας ή στην άλλη και παρακολουθούσαμε τους περαστικούς. Και όπως ζηλεύαμε την κίνησή τους, τη ρωμαλέα ή μυστηριακή, κάναμε κύκλους γύρω από τον εαυτό μας ή σπρώχναμε ο ένας τον άλλον σε αδέξιες συμπλοκές.
Ένα βράδυ πίστεψα πως την είδα. Περπατούσε στην άκρη του πεζοδρομίου και λικνιζόταν υπερήφανα και τα μαλλιά τής χάιδευαν τους ώμους και ο κόσμος γύρω της υποχωρούσε έκθαμβος, συγκρατώντας φωνές, αναπνοές και ψιθύρους.
«Τη βρήκα», φώναξα έξαλλος στον Ντίνο και προσπάθησα να τον παρασύρω προς το μέρος της.
Αντιστάθηκε με περιφρόνηση:
«Βλάκα, δεν είναι αυτή».
Και η γοητεία της άγνωστης απότομα λύγισε, πουλί χτυπημένο από βόλι, και τότε αντίκρισα μια ασήμαντη, ψηλή ξανθιά, ακόμη πρόσεξα πως οι ομάδες γύρω της συνέχιζαν αδιάφορα τα λόγια, τα στοιχήματα και τα γελοία τζόκερ.
Γιατί εγώ αγαπούσα την Τσικλάμα που γλίστρησε από τον Ντίνο ευέλικτα και σιωπηλά, ακολουθώντας αυτόνομη πορεία – λάτρευα μια στάση ζωής, όχι μια εικόνα, αλλιώς θα ξεφύλλιζα πορνό περιοδικά.
Και η πλήξη μου στην πλατεία διπλασιάστηκε. Έχασα το δικαίωμα να ψάχνω με το βλέμμα στο πλήθος με τη συνεχή ροή, τώρα έπρεπε να κλειστώ σε γυάλα και να κατασκοπεύω αποκλειστικά την έκφραση του Ντίνου, εκείνη που θα έδινε το καίριο σύνθημα: «Ας τρέξουμε, η Τσικλάμα είναι εδώ». Και συχνά, ξεκινώντας για το ραντεβού των εννέα στο μετρό, προσπαθούσα να συμφιλιωθώ με τη ματαιότητα, γιατί σύμφωνα με τον νόμο των πιθανοτήτων μπορούσε να ενταφιασθεί στην Ομόνοια ολόκληρη η ζωή μας και η Τσικλάμα να κρύβεται πάντα σε άλλο ουρανό.
Η αλήθεια είναι πως η ακινησία μάς ανάγκασε να γνωριστούμε καλύτερα οι δυο μας. Ξεχάσαμε τα ουδέτερα θέματα περί κοινωνικής πολιτικής και διεθνούς οικονομίας που επιπόλαια αγγίζαμε ως τώρα και μιλήσαμε για τους εαυτούς μας. Του περιέγραψα τα παιδικά μου χρόνια στο Παγκράτι που με έκαναν εσωστρεφή και ευφάνταστο, μου εξομολογήθηκε πως η μητέρα του ζούσε ακόμη εξόριστη σε ένα χωριό της Μάνης και πως η φτώχεια έστειλε τα αδέλφια του σύσσωμα στην Αμερική.
Και καμιά φορά, καθώς κουβεντιάζαμε όρθιοι στην Ομόνοια τρώγοντας σπανακόπιτα ή σουβλάκι, είχα την αίσθηση πως την Τσικλάμα δεν την αγαπούσαμε ούτε εγώ ούτε εκείνος, η Τσικλάμα ήταν το διαλυτικό της μοναξιάς μας και εμείς δυο άνθρωποι που ήθελαν να κολυμπούν στις αθηναϊκές νύχτες με συντροφιά. Μα ήταν αίσθηση, όχι διαπίστωση, και σε δυο στιγμές υποχωρούσε.
Πώς ακριβώς γνωριστήκαμε το βράδυ εκείνο με επτά Ρουμάνους και τους ρωτήσαμε για τις νομιμοποιήσεις και το ΙΚΑ και όλα τα άθλια γραφειοκρατικά; Δεν θυμάμαι, όμως στη μνήμη μου χαράχτηκε ανεξίτηλα η δαιμονική έκφραση του Ντίνου καθώς άφηνε ένα κομμάτι λουκανικόπιτας να του γλιστρά από τα χείλη. Και δεν πίστεψα στα αυτιά μου, όταν τον άκουσα να φωνάζει με έξαψη:
«Να την!»
Και άρχισε ξαφνικά να τρέχει και έτρεξα πίσω του και εγώ, αδιαφορώντας που οι Ρουμάνοι με ακολουθούσαν έξαλλοι, γιατί μου είχαν δώσει τις πράσινες κάρτες τους με τις σφραγίδες των Αρχών για επίδειξη και εγώ δεν τις επέστρεψα, τις κρατούσα σφιχτά στο χέρι. Με πρόλαβαν στην αρχή της 3ης Σεπτεμβρίου, κολλημένο σε ένα Βόλβο με ευέξαπτο οδηγό που με έβριζε χυδαία, γιατί είχα παραβιάσει το κόκκινο των πεζών και αυτός «δεν σκόπευε να πληρώσει χρυσή την απόπειρα αυτοκτονίας μου, παρά τρίχα θα με έλιωνε σαν κουνούπι». Και οι Ρουμάνοι μού άρπαξαν τις πράσινες κάρτες βίαια και με στόλισαν με τη σειρά τους – σε γλώσσα που δεν καταλάβαινα, ευτυχώς.
Με την αναστάτωση έχασα τον Ντίνο, αλλά υπέθεσα πως αν έκανα τον γύρο της πλατείας κάπου θα τον συναντούσα με μια πανύψηλη ξανθιά. Η πορεία μου ήταν δύσκολη, γινόμουν βραδυκίνητος από άγχος και ολοένα σκόνταφτα σε καρότσια με περιοδικά και εφημερίδες, σε πολύχρωμες ομάδες αλλοδαπών, σε αυτάρεσκους Αθηναίους που τελείωναν τη νύχτα ή την ξεκινούσαν – αν και κυρίαρχο εμπόδιο παρέμεναν τα αυτοκίνητα που έτρεχαν άναρχα και εκνευρισμένα για το κέρδος δυο δευτερολέπτων ή για ένα υπεροπτικό ηθικό.
Τον διέκρινα στην αρχή της Σταδίου να κρατά μια γυναίκα που αντιστεκόταν και πάσχιζε να γλιστρήσει στο άπειρο, μακριά… Και αμέσως μετά πρόσεξα πως δυο αστυνομικοί τούς πλησίαζαν με καλπασμό αλόγων. Κατάλαβα πως το νευρικό σύστημα του Ντίνου είχε διαλυθεί και αντίκριζε οπτασίες. Γιατί δεν είχε ανακαλύψει την Τσικλάμα, η γυναίκα που αιχμαλώτισε ήταν ασυνήθιστα κοντή με μαλλιά σε χρώμα κάρβουνου, άρα δικαιολογημένα αντιδρούσε και ορθώς τους τριγύρισε η εξουσία – η άγνωστη έπρεπε να λυτρωθεί.
Λαχανιασμένος, στάθηκα πίσω από την πλάτη του και τον παρότρυνα με τρόμο:
«Άφησέ την, δεν είναι αυτή!»
Δεν μου έδωσε σημασία, νομίζω μάλιστα πως με έσπρωξε με τον αγκώνα του ασυναίσθητα, όπως τινάζουν από επάνω τους οι άνθρωποι αόρατες μύγες. Ύστερα αντάλλαξε συνωμοτικές φράσεις με την αστυνομία, φράσεις χωρίς κανένα οικείο κωδικό. Και τότε χάθηκα στο πανικόβλητο βλέμμα της κοντής γυναίκας που πια δεν προσπαθούσε να απομακρυνθεί, γιατί το χέρι της ήταν εγκλωβισμένο σε έναν μεταλλικό κρίκο που έστελνε ασημένιες αστραπές στη νύχτα – κύκλος ενωμένων αστεριών.
Έπεσα επάνω του με όλη τη δύναμή μου.
«Δεν είναι αυτή η Τσικλάμα», φώναξα, «σε παραπλάνησε η νύχτα».
Στράφηκε ενοχλημένος και διέκρινα πως ένα μικρό κομμάτι από λουκάνικο στεκόταν ακόμη κάτω από το στόμα του, εκδικητικό.
«Ποια Τσικλάμα;» ρώτησε απότομα.
«Για την Τσικλάμα δεν ψάχνουμε δυο μήνες τώρα; Για την παλιά σου αγάπη;»
Δεν είπε λέξη, αλλά από το βάθος άκουσα σειρήνες περιπολικών να καταφθάνουν και είδα τους αστυνομικούς να ανταλλάζουν βλέμματα αγανάκτησης.
«Φίλε», έκανε εχθρικά ένας από τους δυο, ο άσχημος, «η κυρία με τα βραχιόλια είναι η περίφημη Δαβάκη. Κατηγορείται για πορνεία, μαστροπεία, φόνους και εμπόριο ναρκωτικών και λιώσαμε τρία χρόνια μέχρι να τη μαγκώσουμε. Δεν στρίβεις να μας αφήσεις στη δουλειά μας;»
Βοήθησαν τον Ντίνο να βγάλει από το χέρι του τις χειροπέδες, εκείνες που τον ένωναν με την καταζητούμενη, σιαμαία άτυχης γέννας, της πέρασαν καινούργιες, ατομικές, και την έχωσαν σε ένα από τα περιπολικά που έριχναν στην πλατεία Ομονοίας γαλάζιες φλόγες, σε στροφές ρυθμικές και βάρβαρες.
«Τελικά τα κατάφερες», συγχάρηκαν τον Ντίνο πριν από την αλαζονική τους αναχώρηση, και τότε πρόσεξα πως εκείνος έκρυψε τις χειροπέδες στην τσέπη και πως στη ζώνη είχε ένα εξόγκωμα που θύμιζε περίστροφο – τουλάχιστον από ό,τι είχα δει στο σινεμά.
Μείναμε οι δυο μας χωρίς να αναζητάμε πια κανέναν και η παράφορη Ομόνοια σταδιακά άδειασε, ώσπου έγινε έρημος χωρίς όαση ή ψευδαισθήσεις, πλανητικό τοπίο εντελώς γυμνό.
«Δηλαδή, είσαι μπασκίνας;» ρώτησα κάποτε.
«Ναι», απάντησε αδιάφορα. «Πού βρίσκεις το κακό;»
«Και η Τσικλάμα;» επέμεινα άσκοπα.
Άπλωσε το χέρι του στον ώμο μου και με παρέσυρε προς την Πανεπιστημίου.
«Δεν θυμάμαι τι όνομα σου ανέφερα τότε», ομολόγησε ήπια. «Όμως, γιατί ασχολείσαι; Εγώ έκανα τη δουλειά μου και κυνηγούσα τη Δαβάκη και εσύ ξεσκούριασες στην Αθήνα της νύχτας, εκείνη που σου έκρυβε η κυριλέ αρραβωνιαστικιά. Λογικά δεν πρέπει να ενοχλείσαι, εκτός και αν ανήκεις στα αναρχικά φρικιά…»
«Εννοείς πως η Τσικλάμα δεν υπάρχει;» ρώτησα πάλι, κουραστικά και ανόητα.
Ούτε μου απάντησε, μόνο μου πρότεινε να πάμε στο Ιντεάλ και να γιορτάσουμε τη νίκη. Κερνούσε εκείνος, φυσικά.
Δεν πήγα, εμποδίστηκα από βασανιστικούς σπασμούς στο στομάχι. Και από την επόμενη πρόδωσα και τον Ντίνο και τα νυχτερινά μας ραντεβού και πέταξα και το κινητό μου σε ένα σκουπιδοτενεκέ της Έσλιν, ώστε να μη με ταράξει ο ήχος της φωνής του πια ποτέ.
Για ένα τρίμηνο κλείστηκα πεισματικά στο σπίτι και αρνιόμουν να κοιτάξω ακόμη και το φεγγάρι, ιδιαίτερα το βράδυ που έκαψα τα νυχτικά και τα σανδάλια της Τσικλάμα τελετουργικά.
Κάποια μεσάνυχτα θυμήθηκα την Ντέπυ. Της τηλεφώνησα και της είπα πως συμβιβαζόμουν στα εκατόν τριάντα τετραγωνικά του ρετιρέ που θα φωτίζονται από τη Μικρή και τη Μεγάλη Άρκτο. Αλλά για πραγματικότητες ήταν αργά. Η Ντέπυ τώρα ύφαινε τα όνειρά της με κάποιον άλλον.Νένη Ευθυμιάδη, «Τσικλάμα», Η Αθήνα τη νύχτα, Intrabooks, Αθήνα 2006, σ. 52-59.
Η επινόηση της πραγματ...
Αυτές οι βόλτες με το ταξί, οι νυχτερινές περιπλανήσεις τους, της δίνουν τόσα πολλά, ώστε τις θεωρεί πραγματικά ανεκτίμητες. Πρώτα πρώτα ξαναβλέπει την πόλη, την Αθήνα. Βλέπει τις κολοσσιαίες αλλαγές, τα πλήθη των ξένων μεταναστών, παραδείγματος χάριν. Τα βλέπει διά ζώσης, όχι στα περιοδικά και στις εφημερίδες και στην τηλεόραση.
Βράδυ, καλοκαίρι, να περιφέρονται στην Κυψέλη με το ταξί, και να ακούει τις ομιλίες στα ρώσικα, στα πολωνέζικα, στα ρουμάνικα και στα αλβανικά, να ακούει τα ξέφτια από τις ακατανόητες, τραγουδιστές ή βάρβαρες εκείνες φράσεις, να μπαίνουν από τα ανοιχτά τζάμια. Ή στο Μπουρνάζι, στο Περιστέρι, εκεί που παλιά, πριν από τριάντα, σαράντα χρόνια, ήταν σκέτα χωράφια. Και σήμερα έχει γεμίσει με νυχτερινά μαγαζιά, κλαμπ και καφετέριες. Λας Βέγκας των Αθηνών, το λέει η Ματούλα, μολονότι δεν υπάρχουν ούτε τυχερά παιχνίδια ούτε εγκληματικότητα στην περιοχή. Λας Βέγκας, με την έννοια των πολύχρωμων πινακίδων και των επιγραφών, με την έννοια του συνωστισμού τόσων μαγαζιών που προσφέρουν ψυχαγωγία στη νεολαία.
Όμως, χτες, στη Νίκαια, και πολύ περισσότερο στη Δραπετσώνα και στο Πέραμα, οι εικόνες, η φτώχεια, η ζωή που έβλεπε πίσω από το τζάμι του ταξί, την είχαν επαναφέρει στο ακόμη πιο μακρινό παρελθόν. Τότε που είχαν πρωτοέρθει στον Πειραιά, με τον Διονυσάκη βρέφος, στα χρόνια του ’60. Κι ακόμη πιο πίσω, στα εφηβικά και στα παιδικά της χρόνια στην επαρχία, στην Καλαμάτα… Ναι, οι λαϊκές συνοικίες την βοηθούν να μεταφερθεί νοερά στο παρελθόν, της το θυμίζουν σχεδόν αυτομάτως. Και χτες ειδικά, είχε γλυκάνει η ψυχή της. Οι άνθρωποι στους δρόμους τής φαίνονταν πιο ταπεινοί, και ταυτόχρονα πιο αληθινοί. Ενώ στο Κολωνάκι, ας πούμε, έχει την αίσθηση ότι συναντάει μόνο νευρόσπαστα, μόνο μέτριους ηθοποιούς που υποδύονται ότι ζουν. Και ξαφνικά, της είχαν έρθει όλα εκείνα τα στιγμιότυπα με τον Ιάσονα, τα ερωτικά στιγμιότυπα με τα θαλασσινά τους παιχνίδια, και η Ματούλα είχε χαθεί.
Αχ, αυτό θέλει να κάνει, να μπορέσει να κάνει, και τώρα. Να χαθεί στις σκέψεις της, να χαθεί μέσα στον εαυτό της. Όχι μόνο δεν την ενοχλεί που δεν μιλάνε με τον Χρήστο, και κατ’ ουσίαν τίποτε δεν έκαναν εδώ πέρα, στο 611. Αυτό δεν σημαίνει ότι ήρθαν τσάμπα. Επ’ ουδενί. Αφού η διάθεσή της έφτιαξε, πέτυχε εκατό τοις εκατό τον στόχο της. Και μόνον οι λίγες εκείνες λαμπρές στιγμές, προηγουμένως, κάτω, όταν δέχτηκε την επιφοίτηση, όχι του Αγίου Πνεύματος, αλλά της Χαράς της Ζωής – της είναι αρκετές.Βαγγέλης Ραπτόπουλος, Η επινόηση της πραγματικότητας, Πατάκης, 2003, σ. 579-581.
Μετάβαση στο σημείο: Περιπλάνηση στη σύγχρονη πόλη