Αθήνα
Μια πόλη σε μετάβαση
Συγκρότηση ενότητας: Παναγιώτης Παντζαρέλας (συνεργασία: Θ. Χιώτης)- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Θεματικοί άξονες
Περιπλάνηση στη σύγχρονη πόλη Περιπλάνηση στη σύγχρονη πόλη: από το αεροδρόμιο στον λόφο
Αυτή η νοητή περιπλάνηση στην Αθήνα είναι συγχρόνως και ένα ταξίδι στο παρελθόν, το όχι τόσο μακρινό, κάθε άλλο μάλιστα. Κι όμως· πολλές φορές οι εξελίξεις των τελευταίων αυτών είκοσι χρόνων, και κυρίως των τελευταίων πέντε, δίνουν την αίσθηση πως κάποια από τα κείμενα αναφέρονται σε μια άλλη Αθήνα, οριστικά(;) χαμένη.
Το ταξίδι αυτό θα έχει διάρκεια 24 ώρες και θα είναι κεντρομόλο: από έξω προς το μέσα. Θα καταλήξει όμως φυγόκεντρο. Σαν άλλοι Leopold Bloom θα ξεκινήσουμε από την εναερία πύλη της πόλης να οδεύουμε προς το κέντρο της, για να καταλήξουμε αργά το βράδυ να φεύγουμε μ' ένα ταξί από την Ομόνοια, «τον ομφαλό της Αθήνας». Σε αυτή τη βόλτα θα περπατήσουμε πολύ, αλλά θα ήταν αδιανόητο στον 21ο αιώνα να μην χρησιμοποιήσουμε το Ι.Χ. μας και τα μέσα μαζικής μεταφοράς ή το ταξί.
Καλό μας ταξίδι.
Ξεκινάμε λοιπόν από έναν τόπο δια-φυγής, όχι όμως για να «δραπετεύσουμε» προς τα έξω, αλλά αντίθετα για να εισέλθουμε ενδότερα στην πόλη, το καινούριο αεροδρόμιο της Αθήνας, παρέα με τον κύριο Μάρκου του μυθιστορήματος Απέραντα άδειο σπίτι. Πρώτη μας στάση, το Ο.Α.Κ.Α την εποχή που οι Έλληνες αγωνιούν αν τα στάδια θα είναι έτοιμα για τους Ολυμπιακούς αγώνες. Ο αστυνόμος Χαρίτος θα βρεθεί εκεί στην Αθήνα. Πρωτεύουσα των Βαλκανίων για να εξιχνιάσει μια δολοφονία. Ο ανώνυμος ήρωας του διηγήματος, «Αθλητής μικρών ψεμάτων», θα μπορούσε κάλλιστα να νικήσει οποιονδήποτε αθλητή του στίβου, αφού το τρέξιμο της καθημερινότητας αποτελεί την καλύτερη προπόνηση.
Δαμάζοντας το κτήνος της ασφάλτου κατεβαίνουμε με το αυτοκίνητό μας την Κηφισίας, για να ανακαλύψουμε και εμείς την πόλη-χαμαιλέοντα. Στο ραδιόφωνο ακούγεται η φωνή της Μοσχολιού να τραγουδά: «Όλα είναι ψεύτικα τα βράδια / στην πεθαμένη Κηφισίας».
Φτάνοντας στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας σταματάμε για λίγο στα Προσφυγικά, μια παραφωνία της σύγχρονης πόλης. Καθόμαστε σ' ένα παγκάκι και διαβάζουμε για την ιστορία της Όλγας και του Έκτορα από τον Περίκλειστο κόσμο. Ο Παύλος Παυλίδης μπορεί να είχε στον νου του αυτούς τους ήρωες όταν έγραφε: «γυρνάς και μου λες: πάμε ήρθε ο καιρός…»
Με τα πόδια πλέον, αρχίζουμε να ανηφορίζουμε για τον Λυκαβηττό. Ο ανώνυμος συγγραφέας από το διήγημα «Αυτός ο Άλλος» θα μας ξεναγήσει στην αγαπημένη του περιοχή, προτού συνειδητοποιήσει με οδυνηρό τρόπο το λάθος του να αφήσει την ασφάλεια του λόφου του. Από εκεί ψηλά μπορούμε να δούμε τη φωτιά που καίει τον Υμηττό. Οι στίχοι μάς καλούν «Έλα να πάμε στα καμένα», αλλά εμείς έχουμε άλλα σχέδια. Η μουσική ήδη, σαν άλλη σειρήνα, παίζει στ' αυτιά μας: «Εξάρχεια…»
Απέραντα άδειο σπίτι...
Ο Κύριος Μάρκου είχε πάρει τον ηλεκτρικό από την πλατεία Βικτωρίας και είχε αλλάξει τρένο σ' εκείνον τον καινούργιο σταθμό, που ξεφύτρωσε σαν μανιτάρι, κυριολεκτικά εν μία νυκτί, λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Άκου Νερατζιώτισσα! Μα τι τους ήρθε και έδωσαν ένα τόσο αναχρονιστικό, επαρχιώτικο όνομα, σε ένα τόσο σύγχρονο, μητροπολιτικό κατασκεύασμα; Α, όλα κι όλα. Ο κύριος Μάρκου μπορεί να γέρασε, σε λίγα χρόνια θα πατήσει τα εβδομήντα, παρακαλώ, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τα έχει χαμένα, μπορεί κάλλιστα να διακρίνει το λάθος από το σωστό.
Δεν έχει ξαναέρθει εδώ και προς στιγμήν, μόλις ο συρμός τον εγκαταλείπει στην έρημη πλατφόρμα, έχει την παρανοϊκή αίσθηση ότι βρίσκεται κάπου στο εξωτερικό, σε μια πολύ πιο ανεπτυγμένη χώρα. Φταίνε οι εγκαταστάσεις ασφαλώς που είναι απαστράπτουσες και μοντέρνες, όλο μέταλλο, γυαλί και τσιμέντο. Όσο και το γεγονός ότι ο σταθμός δημιουργήθηκε τόσο βιαστικά − σχεδόν εκ του μη όντος, θα έλεγε ίσως κάποιος −, ακριβώς στο σημείο όπου οι παλιές γραμμές του Ηλεκτρικού σιδηροδρόμου συναντούν την κάθετα διερχόμενη, επίσης νεότευκτη, λεωφόρο ταχείας κυκλοφορίας, την Αττική οδό.
Ο κόσμος αλλάζει, ο κόσμος προχωράει. Παρακάτω. Αλλά τι είναι αυτό το παρακάτω; Καλό ή κακό; Μεγάλος πονοκέφαλος. Φυσικά οι γέροι έχουν σχεδόν υποχρεωτικά, όλοι τους ανεξαιρέτως, αυτή την αίσθηση, ότι ο κόσμος πηγαίνει κατά διαόλου. Και τι άλλο θα μπορούσες να πιστεύεις ότι συμβαίνει, εφόσον εσύ κατευθύνεσαι προς το αναπότρεπτο τέλος σου; Να μη σε ακολουθήσει και ο υπόλοιπος κόσμος δηλαδή; Τι; Θα φύγεις εσύ και θα μείνουν οι άλλοι πίσω σου χωρίς κανένα πρόβλημα; Τι το κάναμε; Ο κύριος Μάρκου αυτοσαρκάζεται, ξέροντας ότι αυτή είναι η πικρή αλήθεια. Από την άλλη, ακόμη κι αν είναι προκατειλημμένοι οι ηλικιωμένοι, ακόμη κι αν βλέπουν μονίμως το ποτήρι μισοάδειο, ποιος αποκλείει την πιθανότητα να έχουν δίκιο;
Ο κύριος Θέμος, όπως τον φωνάζουν οι οικείοι του, έχει έρθει ως εδώ για πρώτη του φορά, προκειμένου να πάει με τον Προαστιακό σιδηρόδρομο ως το καινούργιο αεροδρόμιο, το «Ελευθέριος Βενιζέλος», στα Σπάτα. Όχι, δεν ταξιδεύει, ούτε και περιμένει κανέναν δικό του. Πάει για να χαζέψει απλώς, να δει και να θαυμάσει, και ίσως να κριτικάρει, γέρος ων. Για να σκοτώσει την ώρα του, που δεν ξέρει τι να την κάνει, από τότε που πήρε τη σύνταξη. Ουφ. Εντάξει, εντάξει, σύμφωνοι, δεν είναι σωστό να γκρινιάζεις, κατ' αρχάς λόγω καλών τρόπων. Κυρίως όμως δεν είναι σωστό να γκρινιάζεις, επειδή μετά γλιστράς και στραβώνεις, και τα βλέπεις από κει και πέρα όλα στραβά. Επειδή κατσουφιάζεις και μαυρίζεις μέσα σου, όχι μόνο προς τα έξω. Τότε όμως δεν θα έπρεπε να κριτικάρεις ποτέ, τίποτε και κανέναν, έτσι δεν είναι;
Ο κύριος Μάρκου σηκώνει μπερδεμένος τους ώμους.Τον περιμένει μια έκπληξη, μόλις φτάνει στην πλατφόρμα του Προαστιακού. Ο Ηλεκτρικός είναι από πάνω, και όσο κι αν ακούγεται κι εκεί η βουή του αυτοκινητοδρόμου, δεν συγκρίνεται μ' αυτό που παθαίνεις όταν βρεθείς κάτω χαμηλά, στο επίπεδο της Αττικής οδού. Ο κύριος Μάρκου ακολουθεί το σύμπλεγμα από κυλιόμενες σκάλες και έτσι όπως βυθίζεται, νιώθει σαν να κατεβαίνει μέσα σε ένα πηγάδι από δυσοίωνους, εφιαλτικούς ήχους, που σου μαστιγώνουν αλύπητα τα αυτιά. Βλέπει τα αυτοκίνητα να σκίζουν την παρακείμενη λεωφόρο ταχείας κυκλοφορίας και ακούει εκείνο το οξύ, διαπεραστικό, βάρβαρο «βρουουούμ!» που αφήνουν πίσω τους περνώντας, λες και πρόκειται για τίποτε υπερφυσικά έντομα.
Ο ηλικιωμένος νιώθει ένα ανεπαίσθητο γαργάλημα στις πατούσες και στις παλάμες του, ένα ελαφρύ μυρμήγκιασμα, από τη μεγάλη του χαρά. Α, πώς του αρέσει να βλέπει τα καινούργια, επερχόμενα πράγματα, το μέλλον! Πρόκειται για μια λεπτεπίλεπτη, σχεδόν διεστραμμένη αγαλλίαση. Να βλέπεις αυτό που θα υπάρχει και μετά από σένα, αυτό το οποίο εσύ μόλις που προφταίνεις, όχι να το γευτείς, αλλά να το υποψιαστείς απλώς. Σε λίγα χρόνια, οι νέοι θα έχουν βιώματα συνδεδεμένα με φρεσκοφτιαγμένα δημόσια έργα, όπως το Μετρό ή ο Προαστιακός. Θα τους θυμίζουν το ένα ή το άλλο που τους συνέβη εκεί. Η ζωή θα έχει προχωρήσει παρακάτω. Και ο κύριος Μάρκου, μαζί με τους υπόλοιπους επιζήσαντες από τη γενιά του, θα έχουν μείνει πίσω. Θα έχουν περιέλθει σ' εκείνο το στάδιο που έλεγε και το σύνθημα των αναρχικών στους τοίχους: ΥΠΑΡΧΕΙ ZΩH ΠΡΙΝ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ; Μμμ. Καλή ερώτηση.
Παρατηρεί με περιέργεια τον υπάλληλο με τη στολή, ένα είδος σταθμάρχη, ο οποίος κινείται προς τις πόρτες του συρμού, όταν επιτέλους ο Προαστιακός καταφθάνει και σταματάει. Τα βαγόνια είναι προκλητικά καινούργια, και άδεια τέτοια ώρα. Επί τη ευκαιρία, είναι Τρίτη πρωί, καθημερινή δηλαδή, και πόσοι θα μπορούσαν να πηγαίνουν από τον σταθμό της Νερατζιώτισσας προς το αεροδρόμιο; Για όνομα του θεού. Μη λέμε και ό,τι θέλουμε. Ο κύριος Μάρκου βολεύεται πλάι σε ένα παράθυρο, το οποίο πιάνει σχεδόν από πάνω ως κάτω, τα δύο τρίτα του τοίχου. Και το τοπίο, που διακρίνεται σε λίγο πάνω από τα προστατευτικά τειχία της Αττικής οδού, ξετυλίγεται μεγαλοπρεπώς πίσω από το τζάμι. Λες και βλέπεις σινεμασκόπ!
Η διαδρομή κρατάει συνολικά κανένα μισάωρο. Ο ηλικιωμένος αποβιβάζεται σαν μεθυσμένος από το ξάφνιασμα. Η αίσθηση ότι βρίσκεται εκτός Ελλάδος, κάπου στο εξωτερικό, κάπου σε κάποια κεντροευρωπαϊκή πόλη μάλλον, εξακολουθεί να είναι παρούσα. Νέα συμπλέγματα από κυλιόμενους τάπητες και σκάλες. Αναγγελίες από αόρατα ηχεία, φωτεινές διαφημίσεις, χρώματα και επιγραφές. Έχει θαμπωθεί. Στο τέλος θα βρεθεί στον απέραντο χώρο της αίθουσας αναχωρήσεων του αεροδρομίου και θα αρχίσει να τον διασχίζει ρίχνοντας ματιές δεξιά κι αριστερά του.
Κόσμος πλημμυρίζει τα γκισέ κουβαλώντας τσάντες και βαλίτσες σε τρέιλερ, οι πίνακες ανακοινώσεων των πτήσεων μεταβάλλουν κάθε λίγο τα στοιχεία τους, και τόσο από τους φεγγίτες ψηλά στο πλάι, κοντά στην οροφή της αίθουσας, όσο και από τις ατελείωτες τζαμαρίες που βλέπουν προς το πάρκινγκ, εισβάλλει το λαμπρό φως της μέρας. Ο ηλικιωμένος αισθάνεται σαν να βρίσκεται σε μια απέραντη, ανατριχιαστικά μοντέρνα, σκεπαστή πλατεία της πόλης. Και βολτάρει με το πάσο του. Θα πρέπει να έχουν περάσει περίπου ένα εκατομμύριο αιώνες, όταν φτάνει επιτέλους στα καταστήματα και κάθεται να ξαποστάσει σε κάποιο καφέ.
Πίνοντάς τον παρατηρεί εξονυχιστικά τους υπόλοιπους θαμώνες. Και σκέφτεται ότι σχεδόν όλοι τους έχουν την έξαψη του ταξιδιώτη αποτυπωμένη στα πρόσωπά τους. Ένα είδος αύρας τους περιβάλλει ή την εκπέμπουν, σαν να σου λένε «είμαι και δεν είμαι εδώ, αυτή τη στιγμή». Ναι, αυτό το… υπ' ατμόν, που ασφαλώς νιώθουν όλοι τους, δεν κρύβεται. Με αποτέλεσμα ο κύριος Μάρκου να αναρωτιέται τι φαίνεται στο δικό του πρόσωπο. Έχει άραγε την όψη αυτού ακριβώς που είναι, δηλαδή του περαστικού; Του ανθρώπου που ήρθε εδώ για να χαζέψει και να περάσει την ώρα του; Ή μήπως οι ταξιδιώτες είναι τόσο απασχολημένοι με το επικείμενο ταξίδι τους, ώστε είναι ανίκανοι να παρατηρήσουν οτιδήποτε έξω από τον εαυτό τους;
Σε λίγο θα σηκωθεί και θα πάρει τον δρόμο του γυρισμού. Θα επιστρέψει στην Αθήνα, στο διαμέρισμά του. Και θα πέσει να κοιμηθεί. Σπανίως το χάνει το μεσημεριάτικο υπνάκι του. Μετά θα είναι απόγευμα, όταν σηκωθεί, κι αν έχει αρκετό κουράγιο και όρεξη, θα πάει σινεμά. Α, ναι, θα πάει όντως σινεμά, αλλά αυτό ακόμη δεν είναι σε θέση να το ξέρει μετά βεβαιότητος. Ο κύριος Μάρκου έχει μεν την πρόθεση, ίδωμεν όμως. Και ασφαλώς, δεν είναι δυνατόν να γνωρίζει ότι την ίδια εκείνη μέρα η ζωή του πρόκειται να αναποδογυρίσει, ή τουλάχιστον να βρεθεί στην κρισιμότερη καμπή της.
Εκεί μέσα στη σκοτεινή αίθουσα του κινηματογράφου.Βαγγέλης Ραπτόπουλος, Απέραντα άδειο σπίτι, Κέδρος, 2009, σ. 173-179.
Αθήνα. Πρωτεύουσα των ...
Η ιδέα να έρθει ο Φάνης για να δούμε το ματς ήταν της Αδριανής. Προσφέρθηκε μάλιστα να μαγειρέψει. Εγώ της πρότεινα να φάμε σουβλάκια, γιατί αυτό είναι το τυπικό όταν βλέπεις ματς στην τηλεόραση, όπως λένε οι βοηθοί μου. «Απόψε αραχτός, σουβλάκια και μπάλα στο γυαλί» ακούω κάθε Τετάρτη τον Δερμιτζάκη, από Σεπτέμβρη μέχρι Μάη. Η Αδριανή όμως μου το ξέκοψε. «Σιγά, μην ταΐσουμε σουβλάκια τον Φάνη. Άσε, θα φτιάξω κάτι χωρίς σάλτσες. Και τρώγεται πιο εύκολα και δε σου πέφτει βαρύ με την αγωνία του αγώνα». Έφτιαξε κεφτεδάκια και κολοκυθόπιτα. Νοστιμότατα, αλλά άλλη βαρύτητα έχει το σουβλάκι, πώς να το κάνουμε.
Ο Φάνης κοιτάζει κάθε τόσο το ρολόι του. «Άλλα πέντε λεπτά, Ελληνάκια! Άλλα πέντε λεπτά και είμαστε στον ημιτελικό!» φωνάζει.
Απέξω ακούγονται εν χορώ ρυθμικά κορναρίσματα που μας ξεκουφαίνουν.
«Τι πανηγυρίζουνε; Μηδένα προ του τέλους μακάριζε!» σχολιάζει η Αδριανή, που βλέπει στο γυαλί να κλοτσάνε ακόμα την μπάλα.
«Είναι σαν τη μαγειρίτσα, που αρχίζουμε να την τρώμε πριν ακουστεί το Χριστός Ανέστη!»
«Σφύρα, αγόρι μου! Σφύρα, λεβεντιά μου!» εκλιπαρεί ο Φάνης. «Είναι ανάγκη να εξαντλήσεις και το τελευταίο δευτερόλεπτο των καθυστερήσεων; Ψείρας Σουηδός, τι περιμένεις;» Φαίνεται πως ο Σουηδός τον άκουσε και πείσμωσε, γιατί τον βασανίζει άλλο ένα λεπτό πριν σφυρίξει.
«Περάσαμε! Περάσαμε! Είμαστε στον ημιτελικό!» Ο Φάνης όρθιος, με τα χέρια ψηλά και τις γροθιές σφιγμένες, χοροπηδάει. Άντε να πιστέψεις ότι ο άνθρωπος αυτός το πρωί έκανε καρδιογραφήματα και έγραφε συνταγές. Με πιάνει από το μπράτσο και αρχίζει να με τραβάει. «Έλα, πάμε!»
«Για πού;»
«Για Ομόνοια, για Σύνταγμα, για οπουδήποτε! Απόψε θα καεί η Αθήνα, αστυνόμε».
«Δε θα καεί, αλλά εμείς τι δουλειά έχουμε;»
Με κοιτάζει σαν να μην πιστεύει στ’ αυτιά του. «Θα μείνεις μέσα τέτοια μέρα;»
«Καλά σου λέει!» σιγοντάρει η Αδριανή. «Πότε γιορτάσαμε νίκη για τελευταία φορά; Μόνο τα χαστούκια που φάγαμε για το Κυπριακό και τα Ίμια να μετρήσω, φτάνει».
Δεν το κάνει τόσο επειδή θέλει να γιορτάσει, αλλά γιατί αντιλαμβάνεται τη συζυγική μας σχέση σαν πρέφα και παίζει πάντα με τον τρίτο εναντίον μου, λες και είμαι εγώ ο τζογαδόρος. Δίνω τόπο στην οργή και αποφασίζω με μισή καρδιά να συμμετάσχω στον εθνικό εορτασμό, πιο πολύ για να μη χαλάσω τη διάθεση του Φάνη.
Στην Πρωτεσιλάου τα πράγματα είναι ακόμα ήσυχα. Μόνο μερικά αυτοκίνητα κορνάρουν ρυθμικά. Τα κορναρίσματα αρχίζουν να ανεβάζουν στροφές από την Ιφικράτους προς τη Φιλολάου. Μαζί πληθαίνει και ο κόσμος που αλαλάζει και κουνάει σημαίες. Με τα πολλά, καταφέρνουμε να φτάσουμε ως τον κινηματογράφο Παλλάς, αλλά εκεί η κίνηση πεζών και τροχοφόρων σταματάει τελείως.
«Προσοχή, μη χαθούμε!» φωνάζει η Αδριανή και γαντζώνεται στο μπράτσο μου. Στα πέντε μέτρα μπροστά μου βλέπω τον Φάνη να μας κουνάει το χέρι.
Μερικοί νεαροί, που έχουν φορέσει την ελληνική σημαία σαν κελεμπία, περνάνε δίπλα μου φωνάζοντας: «Έστειλες τους Γάλλους για μπανάκι, Ζαγοράκη, Ζαγοράκη». Ο ένας μου δίνει μια στην πλάτη. «Κοίτα να δεις, θηρίο ο παππούς! Βγήκε κι αυτός να γιορτάσει! Μπράβο, ρε παππού!»
Ένας συνομήλικός μου, που μια τον σπρώχνουν μπρος και μια τον τραβάνε πίσω, σχολιάζει συγκινημένος: «Λαός ενωμένος, ποτέ νικημένος, κύριέ μου. Λαός ενωμένος, ποτέ νικημένος».
Δεν ξέρω αν είναι ο ενθουσιασμός του Έλληνα όταν νικάει, ακόμα και στο τάβλι, ή ο ενθουσιασμός του μπάτσου για την ειρηνική διαδήλωση, πάντως αρχίζω να διασκεδάζω. Το ’χει όμως η μοίρα μου, εννιά στις δέκα φορές η αρχή της διασκέδασης να σημαίνει και το τέλος της, γιατί νιώθω την Αδριανή να μου τραβάει το μανίκι.
«Χτυπάει το κινητό σου».
Κάτι η επιμονή της Αδριανής, κάτι τα παράπονα της υπηρεσίας και οι φωνές του Γκίκα ότι παριστάνω τον δεινόσαυρο με μπίπερ, τελικά αγόρασα ένα κινητό, για να ησυχάσω. Συνήθως το ακούν η Αδριανή ή οι βοηθοί μου. Να δεις που στο τέλος θ’ αγοράσω και Χιουντάι για να μην παριστάνω τον δεινόσαυρο με Μιραφιόρι.
Φέρνω το ακουστικό στο αυτί μου, ενώ με το δάχτυλο κλείνω το άλλο αυτί, μπας και καταφέρω ν’ ακούσω. Η φωνή του Βλασόπουλου έρχεται από το υπερπέραν.
«Κύριε αστυνόμε, πρέπει να πάτε αμέσως στο Ολυμπιακό Στάδιο. Είναι εξαιρετικά επείγον».
«Γιατί, γκρέμισε η στέγη Καλατράβα;»
«Μπορεί, δεν έχω ιδέα. Ξέρω μόνο ότι είναι εντολή του διευθυντή. Έρχεται κι αυτός».
«Έλα να με πάρεις με περιπολικό. Θα σε περιμένω γωνία Φορμίωνος και Υμηττού. Αλλιώς, δε θα φτάσω ποτέ με τόσο κόσμο».
Αφήνω την Αδριανή υπό την επίβλεψη του Φάνη και φεύγω. Η απόσταση από το «Παλλάς» στη γωνία της Φορμίωνος είναι πέντε τετράγωνα, αλλά μου παίρνει τρία τέταρτα για να φτάσω. Το περιπολικό είναι ήδη εκεί και με περιμένει.
«Πώς κι έφτασες τόσο γρήγορα;» τον ρωτάω απορημένος.
«Ζήτησα περιπολικό από την Τροχαία Καισαριανής».
Χαμογελάει και περιμένει έπαινο για την ευφυΐα του, αλλά δεν τον έχω. Ο οδηγός παίρνει τη διαδρομή προς Ζωγράφου, για να βγει ψηλά στην Κηφισίας και να πιάσει από Μαρούσι τη Σπύρου Λούη. Ευτυχώς, η άνοδος είναι σε όλο το μήκος της ανοιχτή, η Σπύρου Λούη έχει τη συνηθισμένη κίνησή της κι έτσι σε ένα τέταρτο είμαστε στο ΟΑΚΑ.
Στην είσοδο με περιμένει ένας ψηλός πενηντάρης με ηλιοκαμένο πρόσωπο. Είναι τόση η αγωνία του, που τρέχει και μου ανοίγει την πόρτα του περιπολικού σαν θυρωρός ξενοδοχείου.
«Καλαβρύτης, μηχανικός».
«Αστυνόμος Χαρίτος. Εσείς μας ειδοποιήσατε;»
«Ναι. Ελάτε να σας δείξω γιατί».
Με μπάζει προπορευόμενος στις ολυμπιακές εγκαταστάσεις και στο σκοτάδι διακρίνω τον όγκο του σταδίου και από πάνω το σκέπαστρο του Καλατράβα. Αριστερά μας είναι κάτι πρόχειρες κατασκευές στη σειρά που μοιάζουν λιγάκι με σκοπευτήρια των λούνα παρκ.
«Αυτά προορίζονται για καντίνες» μου εξηγεί ο Καλαβρύτης. Μετά μου δείχνει κάτι σαν τεράστιο φράχτη. «Αυτός είναι ο τοίχος των εθνών. Πάνω του θα πέφτουν προβολές και θα μοιάζει σαν να μετακινείται».
«Δεν αφήνουμε την ξενάγηση γι’ αργότερα;» του λέω.
Συνέρχεται αμέσως από το κατασκευαστικό παραλήρημά του.
«Έχετε δίκιο. Φτάσαμε».
Μπροστά μου απλώνεται μια τεράστια λίμνη με πίδακες στη μέση. Είναι άδεια και γύρω γύρω σκαμμένη. Απότομα, οι προβολείς στον πυθμένα ανάβουν και ο χώρος φωτίζεται.
«Κοιτάξτε» μου λέει ο Καλαβρύτης και μου δείχνει ένα σημείο έξω από τη λίμνη.
Μέσα από το σκαμμένο χώμα εξέχει ένα χέρι, όρθιο και με την παλάμη ανοιχτή, σαν να μας μουτζώνει.
«Κάλεσε τη σήμανση» λέω στον Βλασόπουλο που στέκεται δίπλα μου. «Και την ιατροδικαστική». Ο Βλασόπουλος φεύγει τρέχοντας κι εγώ γυρίζω στον Καλαβρύτη. «Ποιος τον βρήκε;»
«Οι αλβανοί εργάτες που σκάβουν για να φυτέψουν τα δέντρα». Και μου δείχνει μερικά τζούφια δέντρα μέσα σε στρογγυλά στόμια σαν να έχουν φυτέψει δέντρα σε πηγάδια. «Είδαν το χέρι να βγαίνει από το νερό και με φώναξαν αμέσως. Αύριο θα ρίχναμε μπετόν για να φτιάξουμε τη γύρω πλατεία, απέναντι από τον τοίχο των εθνών, που σας έλεγα. Σταμάτησα αμέσως τη δουλειά, τους κλείδωσα σε ένα τροχόσπιτο, για να μη μιλήσουν σε άλλους, και σας ειδοποίησα».
«Κάνατε πολύ καλά. Φέρτε τώρα δύο εργάτες για να σκάψουν».
«Δε θέλετε να περιμένετε τον διευθυντή σας; Είπε ότι έρχεται».
«Γιατί να τον περιμένω; Σας είπε ότι θέλει να σκάψει αυτός;»
«Όχι, αλλά… μήπως θα ήθελε να είναι παρών όταν θα βγει το πτώμα».
«Πού ξέρετε ότι θα βρούμε πτώμα;» Με κοιτάζει ξαφνιασμένος. «Μπορεί να φύτεψαν μόνο το χέρι και από κάτω να μην υπάρχει τίποτα» του εξηγώ.
Η σκέψη τον ανακουφίζει εμφανώς και το «μακάρι» του βγαίνει σαν βαθιά ανάσα. Ξεκινάει για να φέρει τους εργάτες, αλλά τον σταματάω.
«Προτιμώ εργάτες που να μη μιλάνε ελληνικά».
Βάζει τα γέλια. «Κανείς δε μιλάει ελληνικά. Τους κουβαλάμε νύχτα με πούλμαν από την Αλβανία και το πρωί πιάνουν δουλειά, για να προλάβουμε τα ολυμπιακά έργα. Πότε να μάθουν ελληνικά;»
Τώρα που έμεινα μόνος εξετάζω το χέρι πιο προσεκτικά. Η πρώτη μου σκέψη δε φαίνεται να επιβεβαιώνεται. Γύρω το χώμα είναι σκαμμένο αρκετά βαθιά και, αν ήταν φυτεμένο μόνο το χέρι, μάλλον θα είχε πέσει ή, τουλάχιστον, θα είχε γείρει. Πολύ φοβάμαι πως, όταν σκάψουμε λίγο ακόμα, θα βρούμε και το σώμα που στηρίζει το χέρι. Φέρνω μια γύρα τη λίμνη. Η απέναντι πλευρά της συνορεύει με μια μεταλλική αψίδα που απλώνεται παράλληλα με το σκέπαστρο Καλατράβα, κάτι σαν μακρύς σκεπαστός περίπατος. Τα έργα στην άλλη πλευρά φαίνεται να έχουν τελειώσει. Ξαφνικά, μου περνάει η σκέψη ότι αυτοί που φύτεψαν το χέρι δεν το άφησαν να εξέχει κατά λάθος, αλλά επειδή ήθελαν να το ανακαλύψουμε. Γιατί όμως; Γιατί θέλεις να τραβήξεις την προσοχή σε κάποιον που πιθανότατα έχεις σκοτώσει και σίγουρα έχεις θάψει παράνομα; Ίσως μάθω περισσότερα όταν ξεθάψουμε τον νεκρό.
Ο Καλαβρύτης ξεφυτρώνει μέσα από τη μεταλλική αψίδα ακολουθούμενος από δυο Αλβανούς με αξίνες και φτυάρια. Τους δείχνω πώς να σκάψουν γύρω από το χέρι, για να μη χτυπήσουν κατά λάθος με την αξίνα το σώμα και το σμπαραλιάσουν. Μετά από λίγο αρχίζει να σκάει μύτη ένα σώμα που εκ πρώτης όψεως μοιάζει με ανδρικό.
«Ατυχήσαμε!» μου λέει απογοητευμένος ο Καλαβρύτης. «Υπάρχει πτώμα».
Δεν του απαντώ, γιατί εγώ είχα αλλάξει στο μεταξύ γνώμη και το περίμενα. Παίρνω ένα φτυάρι και δείχνω στους δυο Αλβανούς πώς να φτυαρίσουν το χώμα πάνω από το πτώμα χωρίς να το πειράξουν. Φτάνουμε έτσι στα αποκαλυπτήρια ενός ολόγυμνου άντρα γύρω στα τριάντα πέντε, με μαύρα σγουρά μαλλιά. Τα μάτια του είναι κλειστά και το αριστερό μπράτσο του είναι κολλημένο στον μηρό του. Αυτό που είχαμε δει να μας μουτζώνει είναι το δεξί.
Πάνω στη γυμνή κοιλιά του νεκρού έχουν γράψει με μαύρη μπογιά: «AL-QAIDA».
«Όχι!» ψιθυρίζει δίπλα μου ο Καλαβρύτης. «Θε μου, όχι αυτό!»
Εγώ δε λέω τίποτα. Εξακολουθώ να κοιτάζω ένα γυμνό θύμα της Αλ Κάιντα που μας μουτζώνει.Αθλητής μικρών ψεμάτων...
Ποτέ δεν έχω ονειρευτεί ότι παίρνω μέρος σε κάποιο αγώνα, σκέφτηκε ο Π. Περνούσε μπροστά από το Ολυμπιακό Στάδιο και για μια στιγμή φαντάστηκε τον εαυτό του να μπαίνει στον στίβο, με το κορμί χαλαρό και την ψυχή στο στόμα, ή μάλλον το αντίθετο, με την καρδιά να χτυπάει ήρεμα στη γνωστή θέση και τους μυς τσιτωμένους να δείχνουν τα δόντια τους. Για λίγα λεπτά οδήγησε αφηρημένος στην αριστερή λωρίδα. Το υλικό των ονείρων του τον είχε απορροφήσει εντελώς. Κάποιος πίσω του άρχισε να κορνάρει.
Ποτέ δεν έχω φορέσει Adidas και Nike στον ύπνο μου, σκέφτηκε πάλι ο Π., ούτε έχω τρίψει τα χέρια μου με κιμωλία. Αυτή η διαπίστωση για κάποιο λόγο ήταν δυσάρεστη. Προσπάθησε να αλλάξει λωρίδα για να στρίψει στο επόμενο φανάρι. Ένα Πεζώ του μπήκε από δεξιά και του έκλεισε τον δρόμο. Γιατί δεν βλέπω αθλητικά όνειρα; αναλογίστηκε και πάτησε επίμονα την κόρνα. Δεν έφταιγε το γεγονός ότι ήταν καθιστικός τύπος κι είχε περάσει τη μισή ζωή του πίσω από γραφείο, γιατί παραδείγματος χάριν, έβλεπε συχνά στον ύπνο του ότι οδηγούσε αεροπλάνο, ακόμα και διαστημόπλοιο χωρίς κανένα πρόβλημα, ενώ στην ξύπνια του ζωή τον έλουζε κρύος ιδρώτας κάθε φορά που έπρεπε να παρκάρει. Στα όνειρά του είχε δοκιμάσει όλα τα επαγγέλματα, είχε ταξιδέψει σε απρόσιτες χώρες, είχε ριψοκινδυνέψει και είχε πεθάνει αντιμετωπίζοντας ψύχραιμα τις πιο δύσκολες καταστάσεις. Γιατί όχι αθλητής; αναρωτήθηκε. Ούτε μια φορά δεν είχε ζήσει την τρέλα του δρομέα, την απόλυτη έκσταση του μαραθωνοδρόμου που πλησιάζει το τέρμα, είναι όρθιος αλλά νομίζει ότι προχωρεί έρποντας, βλέπει μπροστά του ένα νοερό σημείο στην ομιχλώδη ζέστη κι ακούγοντας τις ιαχές του πλήθους κάτω απ’ τον ήλιο, το στομάχι του μυρμηγκιάζει στην πρώτη αίσθηση της νίκης, στη γεύση ενός θριάμβου που μοιάζει σχεδόν βέβαιος και ξαφνικά κάποιος τον προσπερνάει και χάνει τα πάντα την τελευταία στιγμή, αλλά τίποτα δεν είναι ακόμα σίγουρο γιατί όλα συμβαίνουν σε αργή κίνηση μέσα σ’ ένα όνειρο τρομαχτικής εξουθένωσης.
Στη γειτονιά που έμενε ο Π. όλοι είχαν ξεσαλώσει με την υπόθεση των αγώνων. Το καλοκαίρι είχε ξεκινήσει με το σύνθημα «Σήκωσέ το, το τιμημένο» που τώρα βρισκόταν στα στόματα όλων στην πιο χυδαία του εκδοχή. Η γυναίκα του και η κόρη του το χρησιμοποιούσαν σαν φράση πασπαρτού για όλες τις περιπτώσεις. Το ίδιο και η ψιλικατζού και ο αόμματος γέρος με το ακορντεόν που στεκόταν κοντά στο παρκάκι μόλις νύχτωνε κι έπαιζε αξιοθρήνητα τραγούδια.
«Ξέρεις να κάνεις γέφυρα;» έλεγαν τα παιδάκια στο πάρκο.
Ο αόμματος μειδιούσε πίσω από τα μαύρα γυαλιά.
«Κάνε μας γέφυρα», ζητούσαν.
Αυτό το καλοκαίρι ο Π. μισούσε τα παιδάκια.
Και ο τυφλός φαινόταν ότι έβλεπε καλύτερα από λαγό.
Εκείνο που θα προτιμούσε μέσα σε όνειρο ήταν οι αγώνες κολύμβησης. Τα μαγικά σώματα με τις τεντωμένες φτέρνες που σκίζουν το νερό, αυτές οι υδάτινες φιγούρες με τις ψαρίσιες συσπάσεις που χτυπούν στιγμιαία το κράσπεδο της πισίνας, παίρνουν μια γρήγορη ανάσα και βυθίζονται ξανά σαν πλάσματα ενός άλλου κόσμου. Σε τέτοιο αγώνα θα ήθελε να συμμετάσχει στον ύπνο του. Μόνο στη συγχρονική κολύμβηση δεν θα ήθελε ποτέ να λάβει μέρος. Όχι μόνο επειδή ήταν γυναικείο άθλημα, αλλά του φαινόταν τόσο γελοίο, τόσο άχαρο, που θα πέθαινε από ντροπή, ακόμα και κοιμισμένος, αν βρισκόταν έστω μια φορά ανάμεσα σ’ αυτές τις κουρδισμένες πάπιες με το μανταλάκι στη μύτη που πασχίζουν να είναι χαριτωμένες.
Είχε φτάσει στο τετράγωνο του σπιτιού του κι άρχιζε ο αγώνας του παρκαρίσματος. Μια θέση άδειαζε εκείνη τη στιγμή μπροστά στην είσοδο της πολυκατοικίας του κι αντί να χαρεί, βλαστήμησε μέσα του. Θα προτιμούσε να κάνει μερικούς γύρους και να παρκάρει σε κάποιο απόμερο σημείο, μακριά από αδιάκριτα βλέμματα. Στάθηκε δίπλα στην κενή θέση κι επανέλαβε μέσα του τις βασικές οδηγίες. 1 2 3… Προχώρησε μισό μέτρο κι έβαλε αργά όπισθεν.
«Πάρε όλο το τιμόνι αριστερά», φώναξε η ψιλικατζού που είχε εντωμεταξύ πεταχτεί έξω από το μαγαζί της. Κάθε φορά που έπρεπε να παρκάρει, όλη η γειτονιά συμμετείχε στον άθλο του.
Πήρε όλο το τιμόνι αριστερά. Το αυτοκίνητο κλότσησε και η μηχανή έσβησε.
«Τράβα το χειρόφρενο. Στρίψε όλο το τιμόνι. Βάλε μπρος κι άρχισε ν’ αφήνεις αργά το χειρόφρενο.»
Είμαι για κλάματα, σκέφτηκε. Η ψιλικατζού είχε κάνει τον γύρο του αυτοκινήτου κι έσκυψε στο παράθυρο κοιτάζοντάς τον. Έμεινε ακίνητος κι εκείνη τη στιγμή, σαν ελαφρός καταδύτης που τινάζεται αέρινα και βουτάει στο νερό, μια φαεινή ιδέα γλίστρησε στο μυαλό του.
«Πρέπει ν’ ανέβω σπίτι να πάρω κάτι και ξαναφεύγω αμέσως», είπε.
Άνοιξε την πόρτα, έσπρωξε ευγενικά τη γυναίκα κι έτρεξε στην πολυκατοικία.
Στον καθρέφτη του ασανσέρ χαμογέλασε στον εαυτό του. Αθλητής μικρών ψεμάτων, σκέφτηκε με ικανοποίηση.
Η γυναίκα του και η κόρη του έβλεπαν τηλεόραση θωρακισμένες στο σαλόνι με το αναμμένο αιρ κοντίσιον.
«Έχει πίτσα», φώναξε η γυναίκα του πίσω από την κλειστή πόρτα.
Αυτό ήταν το καλοκαίρι της πίτσας.
Από το σαλόνι ακούστηκε μουσική, ύστερα ομιλίες, ύστερα ανάκατες φωνές και κάτι σαν ποδοβολητό αλόγων σε πλακόστρωτο.
«Σήκωσέ το, το γαμημένο!» ούρλιαξαν κι οι δύο γυναίκες μαζί.
Ο Π. βγήκε στο μπαλκόνι και κοίταξε κάτω.
Η ψιλικατζού στεκόταν ακόμα δίπλα στο σταματημένο αυτοκίνητο που έκλεινε τον μισό δρόμο.
«Μπαμπά», φώναξε η κόρη του κι ύστερα πιο δυνατά, «τι κάνεις, μπαμπά;»
Ο Π. μπήκε πάλι στο σπίτι και στάθηκε κοντά στην πόρτα εξόδου.
«Πρέπει να γυρίσω στο γραφείο», είπε.
«Η πίτσα είναι στο φούρνο», είπε η γυναίκα του.
«Έλα να σου πω, ρε μπαμπά», είπε η μικρή.
«Δεν θ’ αργήσω», είπε ο Π.
Από το τζαμωτό της πόρτας μπορούσε να διακρίνει τις σκιές τους, σκούρες και ρευστές σαν φτερούγες σε μακρινό ορίζοντα.
«Έχω δουλειά», είπε περισσότερο στον εαυτό του.
Αντί να φύγει βγήκε πάλι έξω στο μπαλκόνι.
Η ψιλικατζού είχε γυρίσει στο μαγαζί της. Ο δρόμος είχε σκοτεινιάσει, βυθισμένος σε λήθαργο. Μόνο το αυτοκίνητό του με την άσπρη σκεπή και τη μουσούδα να κλείνει τον δρόμο φαινόταν έτοιμο να ξεκινήσει.
Κοίταξε το απέναντι κτίριο. Ήταν ακόμα σκεπασμένο με λινάτσες. Πίσω απ’ αυτές, υπήρχαν εξέδρες και σκαλωσιές, πάνω στις οποίες δούλευαν την ημέρα σκαρφαλωμένοι άνθρωποι, χωρίς να φαίνονται. Τώρα υπήρχε απόλυτη σιωπή. Τα πρωινά ακουγόταν θόρυβος από σφυριά, αξίνες, κομπρεσέρ. Ο Π. συχνά τους άκουγε να τσακώνονται σε άγνωστες γλώσσες. Καμιά φορά όταν πέρναγε ένα κορίτσι σφύριζαν. Ποτέ δεν τους έβλεπε. Άλλοι δούλευαν τις νύχτες σκάβοντας δρόμους. Άνοιγαν τρύπες και περνούσαν καλώδια. Το πρωί τα πεζοδρόμια ήταν ξηλωμένα κι η παχιά σκόνη σηκωνόταν σαν σύννεφο. Αναρωτήθηκε τι θα συνέβαινε όταν τα έργα τελείωναν. Πού θα πήγαιναν αυτοί οι άνθρωποι, αν θα τους κατάπιναν οι μεγάλες τρύπες.Έρση Σωτηροπούλου, «Αθλητής μικρών ψεμάτων», Αχτίδα στο σκοτάδι, Κέδρος, 2005, σ. 191-196.
Δαμάζοντας το κτήνος...
Κόκκινα μαύρα γρήγορα κόκκινα. Κλοπ κλοπ. Κόκκινα, μαύρα. Κλοπ κλοπ, ξεροκατάπιε, κλοπ κλοπ. Ήταν μια τέλεια μέρα. Ξάστερη, χλιαρή. Αφημένη στην τύχη της, στην ελεύθερη ροή της λεωφόρου. Όλα τα φανάρια ήταν πράσινα και το αυτοκίνητο γλιστρούσε φτερωτό την Κηφισίας κατεβαίνοντας στον βούρκο της Αθήνας. Ήπιε μια γουλιά καφέ και κοίταξε το ανοιχτό έγγραφο στον υπολογιστή του. Χωρίς γυαλιά οι χαρακτήρες σχημάτιζαν μυρμηγκοφωλιές στις γωνίες της οθόνης, οι λέξεις μεταλλάσσονταν σε γκρίζες κηλίδες.
[…]
Αγαπούσε την Αθήνα, τη σύγχυση, τις πατημένες κουράδες στους δρόμους, άει γαμήσου, μαλάκα, κλπ. Άσχημη πόλη, κάθε μέρα πιο άσχημη κι αυτός ανυπομονούσε να βρεθεί στα σωθικά της. Όλοι φώναζαν, κανείς δεν άκουγε κανέναν. Γουρουνίσια πόλη, υπέροχη. Κλοπ κλοπ. Και η Ακρόπολη, το κερασάκι πάνω στην τούρτα. Κλοπ κλοπ. Με τις θλιμμένες κολονίτσες, ετοιμόρροπες, εκεί ψηλά στον ιερό βράχο, για πόσο καιρό ακόμη; Πόλη χαμαιλέοντας. Το Μέγαρο Μουσικής και το Μετρό, τα νέα σύμβολα της εθνικής περηφάνιας. Ριγούσε στη σκέψη πόσο θα καμάρωναν όλοι τους για τα έργα των Ολυμπιακών αγώνων. Και το αεροδρόμιο στα Σπάτα, ακόμα υπήρχε κόσμος που το επισκεπτόταν όχι για να ταξιδέψει αλλά για να θαυμάσει τις εγκαταστάσεις! Βρωμοέλληνες. Γριούλες, μικρά παιδιά και μάγκες με λαδωμένο μαλλί που περιεργάζονταν τις κυλιόμενες σκάλες και τα counters περήφανοι, μιλώντας στους ρεπόρτερ σαν να εκθειάζουν το καινούργιο τους αυτοκίνητο.
Αυτή η πόλη είχε απίστευτη ενέργεια. Τα βράδια ήταν λιώμα αλλά είχε γεμίσει τις μπαταρίες του, και καθώς το αυτοκίνητο λοξοδρομούσε μέσα από μπλοκαρισμένους δρόμους και πορείες, και τελικά ξέφευγε και γλιστρούσε ανεμπόδιστο στην Κηφισίας, οδηγώντας τον στην κρυφή όαση του σπιτιού του, αντιλαμβανόταν πόσο τυχερός ήταν. Ήταν μια απόλαυση εντελώς προσωπική που δεν θα ομολογούσε εύκολα σε άλλον, το πέρασμα από τη γλύκα του βούρκου στο καθαρτήριο της μποτιλιαρισμένης λεωφόρου και τελικά η ησυχία, ο καταπράσινος κήπος, ο καναπές του κι η γυναικούλα του να τον περιμένει με κάποιο ωραίο φαγητό.
Στη μυστική μου ζωή είμαι πολύ περισσότερο ζωώδης, σκέφτηκε με ικανοποίηση. Συνήθως στη διαδρομή δούλευε στον υπολογιστή, διάβαζε εφημερίδες, δεν πρόσεχε τι γινόταν έξω. Αλλά υπήρχαν πρωινά σαν σήμερα, πρωινά που ένιωθε έτσι. Ο κόσμος κυλούσε μαζί του. Όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν. Το δέρμα του ήταν χλιαρό, οι χτύποι της καρδιάς κανονικοί. Χωρίς να υπάρχει στόχος, χωρίς να το επιδιώξει, όλα συνηγορούσαν υπέρ του. Αρκούσε η καλή διάθεση για να νιώθει έτσι; Δεν ήταν σίγουρος. Όμως αυτό το κάτι υπήρχε, ο λαμπρός προορισμός του. Ήταν σαν όλες οι λεπτομέρειες, ακόμα και οι πιο ασήμαντες, από την καλημέρα του οδηγού ως την κίνηση των δρόμων, να συντονίζονται για να τον συνοδεύσουν αρμονικά στο γραφείο του. Ο λαμπρός προορισμός του δεν ήταν στόχος, δεν ήταν αποτέλεσμα στρατηγικής. Ήταν μάλλον μια ουδέτερη διάταξη πραγμάτων, μια ευνοϊκή συγκυρία. Κλοπ κλοπ.Έρση Σωτηροπούλου, Δαμάζοντας το κτήνος, Κέδρος, 2003, σ. 32-34.
Περίκλειστος κόσμος...
Πίστεψαν ότι έφυγαν στο ίδιο ταξίδι
Είναι φθινόπωρο πια, των καρπών που πέφτουν στο χώμα
και του μεγάλου ταξιδιού προς τη λησμονιά.
D.H. LAWRENCE, «Ship of Death»Το συγκρότημα των προσφυγικών κατοικιών είναι μια δαιδαλώδης, άναρχη, άσχημη κυψέλη. Ογκώδεις πολυκατοικίες συμπλέκονται σε έναν τυφλό λαβύρινθο στενών δρόμων. Στεγνό, άνυδρο αστικό τοπίο, που βασανίζεται αλύπητα από τον ήλιο. Διαμερίσματα στενά, παραταγμένα το ένα δίπλα στο άλλο, απαγορεύουν την ιδιωτική ζωή. Δεν υπάρχουν μυστικά εδώ. Δεν υπάρχουν φωνές αγνώστων. Όλοι έχουν όνομα. Στον προσφυγικό οικισμό όλοι γνωρίζουν…
ΟΛΓΑ
Ένα κορίτσι ήσυχο και ευγενικό. Κρατούσε το βλέμμα χαμηλά και μιλούσε με ψιθύρους. Απαντούσε λακωνικά στις ερωτήσεις των γειτόνων και απομακρυνόταν γρήγορα, σαν φοβισμένο μικρό ζώο. Κρυβόταν. Ζούσε σε ευαίσθητη ισορροπία με την πραγματικότητα, κινδύνευε διαρκώς να απορροφηθεί από τη μουσική που τη συνόδευε σε κάθε της βήμα. Η Όλγα δεν αποχωριζόταν ποτέ το μικροσκοπικό κασετόφωνο με τα ακουστικά και, όποτε έβρισκε ευκαιρία, αποσυρόταν στον δικό της ιδιωτικό κόσμο των ήχων. Χωνόταν σε κάποια κόγχη του ισογείου και γονάτιζε κλείνοντας τα μάτια, για να κρυφτεί μέσα στο αγαπημένο της τραγούδι. Έβγαινε μόνη τα μεσημέρια στη μικρή πλατεία και καθόταν δίπλα στο σιντριβάνι κουνώντας ρυθμικά το κεφάλι, σιγοψιθυρίζοντας ένα αγγλικό ρεφρέν. Ήταν ένα μελαχρινό δεκαεξάχρονο κορίτσι, χλομό και μοναχικό. Αμίλητο.
Ζούσε με τους γονείς της στον τρίτο όροφο μιας πολυάνθρωπης κυβόσχημης πολυκατοικίας. Δεν είχε δικό της δωμάτιο, κοιμόταν στο στενάχωρο μικρό χολ, σε έναν πτυσσόμενο καναπέ-κρεβάτι. Δεν είχε αδέρφια. Ήταν κακή μαθήτρια. Ήταν διαρκώς αφηρημένη και αποθαρρυνόταν εύκολα. Τη γνώριζαν όλοι στον συνοικισμό. Τη χαιρετούσαν με ένα συγκαταβατικό χαμόγελο και η φωνή τους χρωματιζόταν από οίκτο. Δεν είχε φίλους η Όλγα. Περπατούσε μόνη για το σχολείο ακούγοντας μουσική. Και ήταν φορές που περπατούσαν στον δρόμο με τον πατέρα της και εκείνος επέμενε να κρατάει επιδεικτικά την κόρη του από το χέρι.
Τον χειμώνα που έκλεισε τα δεκαεπτά την είδαν ένα πρωί να σπρώχνει έναν καναπέ στον εξωτερικό διάδρομο του τρίτου ορόφου. Ψύχραιμα, χωρίς να βιάζεται, έσυρε το έπιπλο ως το πλάτωμα της σκάλας. Κατόπιν άνοιξε το πτυσσόμενο κρεβάτι, έστρωσε με φροντίδα τα σεντόνια, τέντωσε το πάπλωμα και ακούμπησε απαλά στο κεφαλάρι το μαξιλάρι της. Ώσπου να τελειώσει, είχαν βγει όλοι στον διάδρομο και την παρακολουθούσαν απορημένοι. Η Όλγα όμως δεν απάντησε στις ερωτήσεις τους. Είχε στα αυτιά της τα ακουστικά και κρατούσε στα χέρια ένα πλαστικό μπουκάλι.
Την επόμενη στιγμή το κρεβάτι τυλιγόταν στις φλόγες. Τα στρωσίδια λαμπάδιασαν έξαφνα. Υψώθηκε μια κατακόκκινη φωτιά που λικνιζόταν και σάλευε χορευτικά. Οι φλόγες γιγαντώθηκαν, έγλειφαν το ταβάνι και πυκνός καπνός ελισσόταν στο κλιμακοστάσιο, μαυρίζοντας τα πολύχρωμα γκράφιτι που απλώνονταν στους ραγισμένους τοίχους. Η Όλγα στεκόταν παρέκει και κοιτούσε με ολάνοιχτα μάτια που αντανακλούσαν το φέγγος της πυράς. Τα μάγουλά της κοκκίνισαν από τη θερμότητα. Η αναπνοή της κοβόταν από τον καπνό που γλιστρούσε πικρός μέσα στο μισάνοιχτο στόμα της. Ήταν ευτυχισμένη με έναν τρόπο μυστηριακό και απόκοσμο. Κουνούσε το δεξί πόδι στον ρυθμό που υπαγόρευε η μουσική στα αυτιά της. Είχε τις γροθιές σφιγμένες. Πλημμυριζόταν από ένα αίσθημα ανακούφισης, λες και τιμωρούσε το άσπλαχνο έπιπλο για συνενοχή. Θαρρείς ότι έβλεπε τα σημάδια στο στρώμα να καίγονται. Μυρωδιές, γνώριμα βουλιάγματα, κηλίδες.
Η πολυκατοικία αναστατώθηκε. Αλαφιασμένη κάποια γειτόνισσα έτρεξε να ειδοποιήσει τους γονείς του κοριτσιού. Οι συγκεντρωμένοι διαγκωνίζονταν για να κοιτάξουν καλύτερα το παράλογο αυτό θέαμα. Ένα κρεβάτι να φλέγεται στον διάδρομο και γύρω του να στέκουν αποσβολωμένα πρόσωπα, φωτισμένα από το απαύγασμα της φωτιάς, σιωπηλά, μαγεμένα, έκθαμβα. Δεν ακουγόταν ψυχή, παρά μόνον ο τριγμός του ξύλου που καιγόταν. Κανείς δεν τολμούσε να πλησιάσει το εκστασιασμένο κορίτσι. Τρία μικρά αγόρια άρχισαν να χορεύουν, μιμούμενα τον στροβιλισμό του καπνού. Ήταν ένα μουντό, υγρό πρωινό. Σύννεφα κάλυπταν τον ασθενικό ήλιο και το άρωμα του καμένου ξύλου ταίριαζε όμορφα με το νοτισμένο χώμα που μύριζε γλυκά εκείνον τον Δεκέμβρη. Ο καπνός απλωνόταν στο ταβάνι σαν ένα αντεστραμμένο, παχύ, ολόμαυρο χαλί…
Σαστισμένος όπως όλοι, ο Έκτορας στεκόταν ακίνητος με τα μάτια ορθάνοιχτα και χόρταινε το χρυσό λαμπύρισμα στους τοίχους. Ξαφνικά πέρασε τον κλοιό των σιωπηλών γειτόνων, πλησίασε την Όλγα και κάθισε στο πάτωμα, δίπλα της. Εκείνη δεν γύρισε να τον κοιτάξει. Μόνο παρέμεινε ασάλευτη, όρθια στη θέση της, χτυπώντας ρυθμικά το πόδι στο τσιμέντο.
Όταν έφτασαν οι γονείς της, οι συγκεντρωμένοι έκαναν χώρο σιγοψιθυρίζοντας. Η μητέρα της ούρλιαξε και σωριάστηκε στα γόνατα, κρύβοντας το πρόσωπο μέσα στα χέρια της. Ο πατέρας της Όλγας έχασε το μυαλό του. Κοίταξε πανικοβλημένος την απίστευτη σκηνή που εκτυλισσόταν μπροστά στα μάτια του, κοντοστάθηκε για λίγο και τράβηξε βίαια το κορίτσι από το μπράτσο χωρίς να πει λέξη. Η μητέρα έτρεξε πίσω τους σε απόγνωση. Κλείστηκαν στο διαμέρισμα αδιαφορώντας για το λαμπαδιασμένο έπιπλο. Κάποιοι γείτονες ανέλαβαν, αδιαμαρτύρητα, να σβήσουν τη φωτιά.ΕΚΤΟΡΑΣ
Όταν κρύωσαν τα αποκαΐδια, ο Έκτορας έσκυψε προσεκτικά και ξεδιάλεξε μια γωνιά του μαξιλαριού της που είχε απομείνει άθικτη ανάμεσα στις στάχτες –ένα μικρό κεντητό λουλούδι της γαλάζιας μαξιλαροθήκης. Έκρυψε το καψαλισμένο ύφασμα στην τσέπη του παντελονιού του και κατέβηκε τις σκάλες γελώντας τρανταχτά.
Ο Έκτορας, στα τριάντα του πλέον, εξακολουθούσε να γυρίζει όλο τον κόσμο. Είχε φωτογραφίες από τα πιο μακρινά μέρη. Από τις πυραμίδες της Αιγύπτου. Από τα ερείπια της πόλης Ουρ. Είχε δει τις κορυφές του Μάτσου-Πίκτσου, τους κοραλλιογενείς υφάλους της Πολυνησίας. Μπορούσε να εξηγήσει με λεπτομέρειες την ιαπωνική τελετή του τσαγιού.
Βέβαια, ο Έκτορας δεν είχε περάσει ποτέ τον περίβολο του προσφυγικού οικισμού. Ούτε απέδρασε ποτέ από την άγρυπνη, αμείλικτη επιτήρηση αυτής της άτεγκτης κλειστής κοινωνίας. Όσο για τις φωτογραφίες; Καρτ-ποστάλ και εικόνες που ξεσήκωνε από περιοδικά. Είχε κι ένα δικό του μικρό ενσταντανέ, το είχε κόψει ακολουθώντας άτσαλα το περίγραμμα, και κολλούσε με σελοτέιπ τον εαυτό του πάνω στο εξωτικό φόντο. Και ήταν πάντα το ίδιο είδωλο του Έκτορα, με κοντομάνικο κόκκινο μπλουζάκι και γκρίζο παντελόνι. Μια παλιά φωτογραφία που είχε ξεφτίσει στις άκρες και είχε τσαλακωθεί από τη χρήση. Ένας παχύς άντρας με αφελές χαμόγελο, πεταχτό στομάχι και κυρτούς ώμους. Με τα μαλλιά του αχτένιστα να πέφτουν στο μέτωπο. Μόνο το φόντο άλλαζε. Ο Έκτορας στη Φινλανδία. Ο Έκτορας στον Καναδά. Και έτσι όπως εμφανιζόταν απαράλλαχτος παντού, ήταν σαν να γύρισε τον κόσμο μέσα σε μια στιγμή.
Δεν ήταν καθόλου αληθοφανείς οι «φωτογραφίες» του Έκτορα. Ήταν τσαπατσούλης. Έτσι όπως στραβοκολλούσε τον εαυτό του πάνω στα εξωτικά τοπία, ποιον μπορούσε να ξεγελάσει; Οι διηγήσεις του εντούτοις είχαν το πάθος του αληθινού ταξιδευτή. Τον ανέχονταν στα προσφυγικά, διασκέδαζαν με την αφέλεια και το πείσμα του. Και εκείνος πολλές φορές κατάφερνε να τους παρασύρει με τις ιστορίες του. Κάποια απογεύματα οι περίοικοι αναζητούσαν τη συντροφιά του: «Πες μας, Έκτορα, για τότε που ταξίδεψες στην Αμερική».
Ο Έκτορας δεν έμοιαζε με την Όλγα. Εκείνος βρισκόταν πάντοτε ανάμεσα σε κόσμο. Τα απογεύματα, όταν η μικρή τετράγωνη πλατεία πλημμύριζε από αργόσχολους νεαρούς, από ομάδες γερόντων που μαζεύονταν στα παγκάκια, από γιαγιάδες που βολτάριζαν τα εγγόνια τους, ο Έκτορας γυρνούσε από παρέα σε παρέα κρατώντας τα τσαλακωμένα χαρτιά του. Είχε μόλις γυρίσει από ένα ακόμα ταξίδι. Μιλούσε για κάποιον μακρινό προορισμό και την ίδια στιγμή ο νους του ταξίδευε. Ο Έκτορας ακροβατούσε. Αν και τα πόδια του παρέμεναν καρφωμένα στην πόλη που δεν άφησε ποτέ, η φαντασία του ψηλαφούσε την ελευθερία μιας ιδανικής φυγής. Ο Έκτορας ζούσε εδώ και αλλού. Συγχέοντας τα μονοπάτια του χρόνου. Όταν τον συναντούσες στον δρόμο, σε αποχαιρετούσε γιατί θα έφευγε σύντομα για ένα ακόμα ταξίδι. Έλεγε στη μάνα του: «Μη μου στρώσεις τραπέζι, θα φάω στο λιμάνι» και πήγαινε να περπατήσει πάνω κάτω στο πεζοδρόμιο της πολύβουης λεωφόρου πίσω από τις προσφυγικές πολυκατοικίες. Έμενε εκεί όλη τη νύχτα. Κοιτώντας τα φώτα των αυτοκινήτων, ο Έκτορας έβλεπε τα φανάρια περαστικών καραβιών.Η ζωή εδώ, στον τόπο όπου έζησαν οι πρόσφυγες, είναι ζωή ελεγχόμενη. Εδώ οι οικογένειες είναι στρατόπεδα ασφαλή και περίκλειστα και οι πύλες τους φυλάσσονται νυχθημερόν. Δεν υπάρχουν μυστικά εδώ, υπάρχει όμως σιωπή. Οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τα πάντα, μα αποστρέφουν πρόθυμα το βλέμμα. Υπάρχουν ιεραρχίες εδώ. Οι κώδικες της επιβολής παραμένουν άθικτοι και οι ηθικοί νόμοι απαράβατοι. Τα κορίτσια παίζουν ξέχωρα από τα αγόρια. Τα παιδιά δεν ξεμακραίνουν στη φωτισμένη πόλη που περιβάλλει αυτή τη γειτονιά. Οι πόρτες των διαμερισμάτων είναι, θαρρείς, διάφανες, μα παραμένουν ερμητικά κλειστές. Οι γυναίκες εδώ μιλούν αναμεταξύ τους στα μπαλκόνια και κάνουν βιαστικά τον σταυρό τους όποτε περνούν έξω από την εκκλησία. Οι νεαροί οδηγούν μηχανάκια. Οι άντρες παίζουν λαχεία και καπνίζουν. Το πρώτο κόσμημα των κοριτσιών είναι ένα χρυσό σταυρουδάκι. Όλοι ξέρουν, μα κανείς δεν μιλά.
Στον διάδρομο του τρίτου ορόφου είχε μείνει μια μαύρη κηλίδα να υπενθυμίζει εκείνο το πρωινό του Δεκεμβρίου. Η Όλγα παρέμεινε κλεισμένη στο διαμέρισμα για κάμποσες μέρες. Ο πατέρας της συμπεριφερόταν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Η μάνα της σιωπούσε και κλείδωνε την πόρτα πίσω της κάθε φορά που έβγαινε από το σπίτι. Ένα πυκνοϋφασμένο πέπλο σιωπής κάλυψε την οικογένειά τους. Ίδιο σαν το πέπλο που σκίαζε ολόκληρη την προσφυγούπολη. Κάποιο απόγευμα ένα φορτηγό σταμάτησε μπροστά στο κλιμακοστάσιο και δυο άντρες ανέβασαν στον τρίτο όροφο έναν καναπέ τυλιγμένο σε διάφανο πλαστικό.
Δεν κράτησε για πολύ ο εγκλεισμός της Όλγας. Σύντομα την άφησαν να βγει και πάλι από το σπίτι. Ήταν σιωπηλή, όπως πάντα, και απέφευγε να μιλήσει. Την έβλεπαν να περιφέρεται σαν ξωτικό στα τσιμεντένια υπόστεγα για να προστατευτεί από τις τελευταίες μπόρες του χειμώνα. Στεκόταν με τα ακουστικά στ’ αυτιά, κοιτώντας τη βροχή να ξεπλένει τα πεζοδρόμια. Διέσχιζε τα στενά ανάμεσα στις πολυκατοικίες με γοργό αθόρυβο βήμα. Τα μαλλιά της είχαν μακρύνει και τα χρησιμοποιούσε σαν πέπλο για να κρύβει το πρόσωπό της. Ήταν σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα. Της χαμογελούσαν και πάλι με συμπάθεια και με ένα υποκριτικό ίχνος οίκτου στα χείλη. «Τι κάνει ο μπαμπάς σου, Όλγα;» τη ρωτούσαν οι πιο θαρραλέοι.
Ο Έκτορας επέστρεψε από ένα ακόμα ταξίδι και έφυγε πάλι την ίδια μέρα, για να γυρίσει την επομένη. Γυρνούσε και αυτός σαν αλυσοδεμένο σκυλί σε αυτόν τον τόπο των προσφύγων, όπως και η Όλγα. Δυο έγκλειστοι σε διαφορετικά κελιά. Δυο δορυφόροι με ασύμπτωτες τροχιές. Δυο φυγάδες που κανείς τους δεν άφησε ποτέ τον γενέθλιο τόπο του.
Ο χειμώνας τελείωνε, οι βροχές αραίωσαν, οι μπουγάδες άστραφταν στον ήλιο. Ένα καθάριο μεσημέρι του Μαρτίου, ψίθυροι απλώθηκαν από παράθυρο σε παράθυρο. Χωρίς αναταραχή. Μια μικρή στακάτη πρόταση. Αναπάντεχη και γαλήνια. Σαν να εκπληρώνεται ευκολονόητος οιωνός. Σαν αναμενόμενη είδηση. Όπως ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη.
Η Όλγα ξεψύχησε αδειασμένη από αίμα και ζωή. Ο πατέρας της βρήκε αυτό το παγωμένο σώμα που γνώριζε τόσο καλά να επιπλέει μέσα σε μια κατακόκκινη λίμνη από νερό και αίμα. Είχε γεμίσει την μπανιέρα με νερό. Είχε ξαπλώσει μέσα με τα ρούχα. Είχε ανοίξει τις φλέβες και των δυο χεριών με τρεις βαθιές ξυραφιές σε κάθε μπράτσο. Επέπλεε νεκρή μέσα στο αίμα της, με τα ακουστικά στ’ αυτιά. Η κασέτα είχε φτάσει στο τέλος και το κασετόφωνο μούγκριζε σιγανά, ακουμπισμένο στο πάτωμα, προσπαθώντας μάταια να προχωρήσει την τυλιγμένη ταινία. Έτσι έφυγε από εδώ η Όλγα. Αυτόν τον τρόπο βρήκε για να ξεφύγει από τα χέρια και τα χείλη του πατέρα της.Την είχαν κηδέψει μόλις το προηγούμενο πρωί. Το αγγελτήριο της κηδείας πετάριζε πρόχειρα κολλημένο στον τσιμεντένιο στύλο των ηλεκτρικών συρμάτων. Στον μικρό, σιδερένιο κάδο απορριμμάτων ήταν σφηνωμένη μια εφημερίδα, ανοιγμένη στη σελίδα των κοινωνικών αναγγελιών. Κάποιος είχε κόψει το ασπρόμαυρο πορτρέτο από το νεκρώσιμο και μια τετράγωνη οπή έχασκε τώρα πάνω από το όνομα της νεκρής.
Ο Έκτορας επέστρεψε από ένα ακόμα ταξίδι. Στεκόταν, με το ίδιο κοντομάνικο μπλουζάκι του και το γκρίζο παντελόνι, στις όχθες ενός μακρινού ποταμού. Το νερό ήταν ακίνητο, σαν αστραφτερή ασημένια λωρίδα. Στο βάθος υψωνόταν ένα θεόρατο τείχος από ουρανοξύστες. Κάποια μαούνα κατέβαινε προς τη θάλασσα. Σε μια γωνιά, πίσω από την ατσαλένια γέφυρα που δρασκέλιζε το ποτάμι, ξεπρόβαλε το ασπρόμαυρο πρόσωπο της νεκρής Όλγας. Σοβαρό, αγέλαστο. Κολλημένο πρόχειρα πάνω στην τσαλακωμένη φωτογραφία του Έκτορα. Αυτήν τη φορά είχαν ταξιδέψει μαζί.Χρήστος Χρυσόπουλος, Περίκλειστος κόσμος, Καστανιώτης, 2003, 53-62.
Αυτός ο άλλος...
Μα είναι ρεαλισμός να δείχνεις
το Τείχος του Βερολίνου σαν τείχος;»
E.L. DOCTOROW, Το βιβλίο του ΝτάνιελΕίναι συγγραφέας, δουλειά του είναι να γράφει, να διερευνά και να στοχάζεται ζητήματα γλωσσικού ύφους και αφήγησης. Δουλειά του είναι επίσης να επινοεί ιστορίες, όχι οποιεσδήποτε ιστορίες, αλλά ιστορίες που να υπαινίσσονται κάτι περισσότερο από την πλοκή τους, να φλερτάρουν με την αιωνιότητα.
Εδώ και λίγο καιρό ωστόσο, κι αφού ούτε με το τελευταίο του βιβλίο κατάφερε να αγγίξει το πλατύ κοινό, έχει εισέλθει σε φάση αυτοκριτικής, «ενός κριτικού αναστοχασμού», σύμφωνα με την αγαπημένη φράση του αγαπημένου του κριτικού. Τα μέχρι τώρα βιβλία του τού φαντάζουν περίκλειστα, ο εαυτός του και τα διάφορα υπαρξιακά του προβλήματα καταλαμβάνουν υπερβολικά μεγάλο μέρος τους. Η κοινωνία, οι άνθρωποι που τον περιβάλλουν, ο κόσμος που αλλάζει δεν έχουν τραβήξει την προσοχή του όσο θα όφειλε. Αναζήτησε την πρωτοτυπία σε μορφολογικές αναζητήσεις ή στις βαθύτερες διεργασίες που πίστευε (και πιστεύει) ότι μεταλλάσσουν την ανθρώπινη συνείδηση. Ωστόσο, ο απλός άνθρωπος, ο «καθημερινός άνθρωπος», δεν έχει καταφέρει να διαπεράσει την πανοπλία του, να τον αγγίξει βαθύτερα: είναι ένας εστέτ, κλεισμένος στον γυάλινο κόσμο των αριστουργημάτων του. Οι αληθινοί άνθρωποι, ο πραγματικός κόσμος που δονείται κάπου εκεί έξω, του διαφεύγουν. η χλιαρή ανταπόκριση του κοινού είναι, ίσως, η δίκαιη τιμωρία του.
Τούτη την εποχή γράφει ένα βιβλίο με αθηναϊκές ιστορίες. Η δράση τους επικεντρώνεται κυρίως στα πέριξ του Λυκαβηττού, όπου και διαμένει. Τα γνωρίζει αυτά τα μέρη, γνωρίζει ένα μέρος της ανθρώπινης πανίδας τους, πιστεύει ότι έχει «πιάσει» την ατμόσφαιρά τους – «το έχει», που λέει και η έκφραση του συρμού. Άλλωστε, τα μέχρι τώρα βιβλία του λίγο πολύ διαδραματίζονται εκεί γύρω. Κουκιά τρώει, κουκιά μολογάει. Έστω κι αν τα ψωνίζει από την Αγροτική Γωνιά…
Έχει μάλιστα αναπτύξει ολόκληρη θεωρία για τη σημασία του λόφου στη φυσιογνωμία της σύγχρονης πόλης. Ο Λυκαβηττός είναι –θα έλεγε ο συγγραφέας– ο ομφαλός της σύγχρονης Αθήνας, ή, γιατί όχι, και της Ελλάδας. το αληθινό της Κέντρο, γύρω από το οποίο οργανώνεται πραγματικά αλλά και συμβολικά η χώρα. Αριστερά, η Νεάπολη και τα Εξάρχεια, τόπος ιδεολογικών ζυμώσεων, μικροεξεγέρσεων, μα και συγχρωτισμού διαφόρων φυλών της πόλης, τόπος κατοικίας συγγραφέων και εικαστικών. Ακριβώς απέναντι, στην άλλη πλευρά του λόφου, δεσπόζουν τα δύο πιο εμβληματικά κτίρια της σύγχρονης Αθήνας: το Μέγαρο Μουσικής, σύμβολο του πολιτιστικού εκσυγχρονισμού της πόλης. και δίπλα του, στα λίγες δεκάδες μέτρα, η Αμερικανική Πρεσβεία, ένα αρχιτεκτονικό επίτευγμα που δίνει τροφή σε κάθε λογής φαντασιοπληξίες, συνωμοσίες, ίντριγκες, σημείο εκβολής κάθε διαδήλωσης που σέβεται το όνομά της. Επίσης, στην πίσω πλευρά του λόφου, δεσπόζει ακόμη, μα όχι για πολύ, το γήπεδο του Παναθηναϊκού, που όσο κι αν η ύπαρξή του αποτελεί πρόβλημα για την ομαλή λειτουργία της πόλης τις μέρες των ματς, άλλο τόσο είναι αλήθεια ότι εκεί, κι εκεί μόνο, πίσω δηλαδή από τον Λυκαβηττό, είναι η φυσική έδρα της μεγαλύτερης ομάδας της Αθήνας. Τέλος, το Κολωνάκι, με τους νεόπλουτους, τα παλαιά τζάκια, τους ανθρώπους της εξουσίας, μα και τους διανοούμενους, τους συγγραφείς, τους μόδιστρους, τη Δεξαμενή και το Φίλιον, το Da Capo και την Πλατεία, μοιάζει να χύνεται από τον λόφο, όταν δεν χώνεται μέσα σ’ αυτόν· κέντρο εξουσίας (η Βουλή, το Μαξίμου και το Προεδρικό Μέγαρο απέχουν μόλις μερικές εκατοντάδες μέτρα), μα και μήτρα ανεξάντλητων λαϊκών ή τηλεοπτικών φαντασιώσεων.
Τέτοιες σκέψεις, βέβαια, απ’ αυτές που συχνά πυκνά συζητιούνται στα καφενεία, ειδικότερα πέριξ του Λυκαβηττού, δεν έχουν θέση στη λογοτεχνία. Ακόμη χειρότερα, ο συγγραφέας μας δεν είναι πια σίγουρος αν οι σκέψεις του ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα. Η ανθρωπογεωγραφία της πόλης έχει τα τελευταία χρόνια αλλάξει. Χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδες αλλοδαποί έχουν εισρεύσει στην πρωτεύουσα, καταλαμβάνοντας γειτονιές, γεμίζοντάς τες με χρώματα και αρώματα άγνωστα μέχρι πρότινος. Συνοικίες που τη μέρα μοιάζουν έρημες, μεταμορφώνονται τη νύχτα σε κόμβους μιας καινούργιας, πολύμορφης και σε διαρκή εξέλιξη ζωής: μπαρ, φαγάδικα, κλαμπ, στέκια, θέατρα ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια, αλλάζοντας διαρκώς τη φυσιογνωμία της πόλης και –κυρίως– μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους της μακριά από τον αγαπημένο του Λυκαβηττό. Τι να κάνει; Τι μπορεί να κάνει ώστε να μην αποκοπεί από την πραγματικότητα; Τι πρέπει να κάνει ώστε να αφουγκραστεί τους χτύπους της καρδιάς της πόλης;
Το πρόβλημά του μοιάζει με εξίσωση που δεν έχει λύση. Πιστεύει –κι εμείς δε θα διστάζαμε να συμφωνήσουμε μαζί του– ότι το υλικό της καλής λογοτεχνίας είναι πάντοτε, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, βιωματικό. Η λογοτεχνία βγαίνει από τα σπλάχνα του συγγραφέα, μέσα από τις έξεις του, τα πάθη, τις εμμονές του. Τότε και μόνον τότε καταφέρνουν να μιλήσουν στην καρδιά του άλλου. Ο «Άλλος». Λέξη-κλειδί πια στη σύγχρονη ζωή, στη σύγχρονη πόλη. Πώς λοιπόν θα καταφέρει να μιλήσει γι’ αυτόν τον άλλον, ο οποίος έχει αλλάξει διά παντός τη φυσιογνωμία της αγαπημένης του πόλης, παραμένοντας ο ίδιος; Πώς να μιλήσει «βιωματικά» για κάτι που αγνοεί;
Σιγά σιγά, μέρα τη μέρα, κι ενώ τέτοια κι άλλα παρόμοια δημιουργικά διλήμματα βασάνιζαν τον συγγραφέα μας, άρχισε να μορφοποιείται μέσα του η απάντηση, που όσο κι αν φαντάζει απλή κι αυτονόητη, αποτέλεσε για τη δική του ψυχή το τέκνο τρομερών ωδίνων: ο Μωάμεθ δεν θα ερχόταν στον λόφο του, έπρεπε ο ίδιος να πάει στον Μωάμεθ. Με άλλα λόγια, αν ήθελε να γράψει για το σημερινό πρόσωπο της πόλης του, όφειλε να αλλάξει τρόπο ζωής, να αλλάξει δέρμα. Έπρεπε να γίνει κι ο ίδιος ένας «άλλος».
Ένα από τα πρώτα μέτρα που πήρε ήταν να αλλάξει καθημερινές συνήθειες. Τέρμα οι καφέδες στο Φίλιον, στο Σκουφάκι και στο Rosebud. Τέρμα οι ώρες καλοκαιρινής χαύνωσης και οι μπιροποσίες στη Δεξαμενή. Κομμένα μαχαίρι τα νυχτερινά σουλατσαρίσματα στον πεζόδρομο της Χάριτος, ειδικότερα το καλοκαίρι, οπόταν ορδές από τα βόρεια προάστια αλλοιώνουν ακόμη περισσότερο την πληθυσμιακή σύνθεση. Ποτέ ξανά φαγητό στου Φιλίππου, κι όσο για το Rockn’ Roll, εννοείται πως ούτε απέξω δεν θα ξαναπερνούσε.
Επρόκειτο βέβαια για τα πρώτα μέτρα. Υπήρχαν και άλλα: Το Carrefour-Μαρινόπουλος στην Ξενοκράτους αλλά και το Bazaar λίγο παραπέρα ήταν αληθινοί παραμορφωτικοί φακοί μέσα από τους οποίους έφτανε σ’ αυτόν μια εξωραϊσμένη εικόνα της σύγχρονης Αθήνας. Πότε άλλωστε ήταν η τελευταία φορά που συνάντησε Αλβανό στην Αγροτική Γωνιά; Ή Πακιστανό; Ή έστω ένα φιλήσυχο Νιγηριανό; Μονάχα τίποτε Αμερικανάκια από κείνα που μένουν στα ισόγεια της Κλεομένους, άντε και καμιά κομψευόμενη Γαλλίδα από το Ινστιτούτο. Όχι, στο εξής τα ψώνια του θα τα έκανε από κάποιο σουπερμάρκετ της πραγματικής Αθήνας, από το Champion-Μαρινόπουλος της Αθηνάς, για παράδειγμα. Θα ήταν βέβαια υποχρεωμένος να τα κουβαλά όλο αυτόν το δρόμο, αλλά μήπως θα ήταν ο μόνος που υποχρεώνεται καθημερινά να περπατάει στους αφιλόξενους δρόμους της μεγαλούπολης;
Στο μοναδικό ζήτημα που δεν ένιωθε έτοιμος για παραχωρήσεις ήταν της κατοικίας. Το δυάρι του στη Δεινοκράτους, λίγα μέτρα από τη Δεξαμενή, ήταν η μοναδική του κληρονομιά, το τελευταίο του αποκούμπι. Εκεί, στους τέσσερις τοίχους τού ασφυκτικά γεμάτου από βιβλία γραφείου του, είχε συγγράψει όλα του τα έργα. ήταν το λημέρι, η φωλιά του. Σε τελική ανάλυση, αν αγνοούσε κανείς τους δρόμους που διέσχιζε μέχρι να βγει από τα όρια του Κολωνακίου, το διαμέρισμά του, ανήλιαγο και γερασμένο, βρόμικο και υγρό, δεν είχε τίποτε να ζηλέψει από αντίστοιχα διαμερίσματα στην Κυψέλη ή στα Κάτω Πατήσια.
Αλλά και σε ό,τι αφορούσε τους γύρω δρόμους, εκείνους που διέσχιζε καθημερινά μέχρι να βρεθεί στο «νέο κέντρο», υπήρχαν περιθώρια βελτίωσης. Πρώτα απ’ όλα, μπορούσε να χαράξει καινούργια διαδρομή. Η μέχρι πρότινος πορεία του, να διασχίζει δηλαδή τη Δεξαμενή, να κατεβαίνει την Ηρακλείτου και στη συνέχεια να πιάνει τη Σκουφά, με κατεύθυνση είτε κάποιο από τα καφέ είτε τον εκδοτικό του οίκο λίγο παρακάτω, θα άλλαζε. Στο εξής, θα ανέβαινε ένα δρόμο πιο πάνω, μέχρι το Σεντ Τζορτζ Λικαμπέτους, κι από εκεί θα έπαιρνε τον περιφερειακό προς τη Νεάπολη. Στην αρχή της Δοξαπατρή θα κατηφόριζε προς τα αριστερά, έτσι που σύντομα θα πάταγε την Ασκληπιού, κι από εκεί θα πορευόταν είτε ευθεία προς Εξάρχεια, είτε διαγωνίως προς Ομόνοια. Ο «άλλος» μέσα του είχε αρχίσει να γεννιέται. ήταν ώρα για δράση!
Μια μεγάλη βόλτα στις καινούριες συνοικίες με τα αθλητικά του, ελαφρό ντύσιμο και λίγα ψιλά στην μπροστινή τσέπη –δεν υπάρχει λόγος να προκαλούμε–, στάθηκε αρκετή για να εντοπίσει μερικούς πρώτους σταθμούς της νέας γεωγραφίας του. Δεξιά της Πειραιώς, όταν πέφτει το σκοτάδι, είχε εντοπίσει, πέρα από ορισμένα μοδάτα εστιατόρια, μερικά αυθεντικά καφενεία στα οποία έμοιαζε να συχνάζουν αποκλειστικά μετανάστες. Το ίδιο και στις παρόδους της Ευριπίδου, ή στα στενά πίσω από την Αθηνάς, στο ύψος του Δημαρχείου. Αλλά και η πλατεία Κουμουνδούρου, ως ακραία εκδοχή πολιτισμικών ανταλλαγών, έπρεπε να είναι καθημερινός σταθμός. Λίγα μέτρα πιο πάνω, άλλωστε, έχει πια την έδρα της η «Εστία», ο παλιότερος εκδοτικός οίκος της χώρας. Ήταν μήπως τυχαίο που ακόμη κι ένας τόσο παραδοσιακός οίκος είχε αφήσει τις ευκολίες της Σόλωνος και είχε μεταφέρει τα γραφεία του στο νέο κέντρο της πόλης; Δεν ήταν κι αυτό δείγμα, ένα ακόμη, της μεγάλης ροής που οδηγούσε το παιχνίδι μακριά από τον δικό του λόφο προς τα πεδινά πέριξ της Ομόνοιας;
Λίγες μόλις μέρες μετά τις πρώτες εξορμήσεις του, δέχτηκε κιόλας την επίσκεψη της μούσας. Ένα διήγημα είχε ήδη αρχίσει να μορφοποιείται μέσα του, επηρεασμένο εμμέσως από τις νέες του παραστάσεις. Το στόρι είχε περίπου ως εξής: νέος συγγραφέας, μαθημένος στη φωτεινή πλευρά της πόλης, σε φάση δημιουργικής κρίσης, επισκέπτεται μέρη όπου συχνάζουν μετανάστες. Εκεί, σ’ ένα μπαρ όπου υπάρχει η υποψία πως διακινείται ηρωίνη, ερωτεύεται νεαρή Ιρανή –προτιμά να αφήσει το ζήτημα της ηλικίας της ελαφρώς φλου, πάντως θα είναι πολύ νεαρή– κι ένας άλλος κόσμος τού αποκαλύπτεται. ένας κόσμος ζεστασιάς και βαθιάς σοφίας, κρυμμένος πίσω από τον παραπλανητικό μανδύα της φτώχειας και της ανέχειας.
Τώρα το διήγημα βρίσκεται στη φάση που ο ήρωας, έχοντας επιτέλους ξεμοναχιάσει την Αζάρ (στην πορεία ίσως αλλάξει το όνομα, τώρα δεν του έρχεται δυστυχώς τίποτε άλλο), στην πίσω πλευρά ενός καταστήματος μπαχαρικών, ετοιμάζεται να κάνει έρωτα μαζί της ανάμεσα σε τεράστια τσουβάλια με μεθυστικά μπαχάρια και μυρωδικά. Σ’ αυτό το σημείο έχει όμως κολλήσει ελαφρώς. φοβάται μήπως είναι λιγάκι νωρίς για σεξ, μήπως η ερωτική επαφή με την Αζάρ –που σίγουρα θα έχει κάτι το πρωτόγονα αποκαλυπτικό και συνάμα απείρως τρυφερό– θα ήταν καλύτερα να προκύψει ως επιστέγασμα κάποιου κατορθώματος, για παράδειγμα της εξάρθρωσης μιας σπείρας κινεζικής μαφίας που λυμαίνεται την περιοχή. Να σώσει ενδεχομένως την Αζάρ από τα νύχια ενός κιτρινιάρη. κάτι που ταυτόχρονα θα αποτελούσε και σχόλιο για την επέλαση του «κίτρινου πυρετού».
Στο μεταξύ, η πραγματική ζωή για άλλη μια φορά μιμούνταν τη μυθοπλασία. Σε μια από τις νυχτερινές εξορμήσεις του στη σκοτεινή πλευρά της πόλης, κι ενώ έπινε το τρίτο του μοχίτο στο Guru (όπου κατέφυγε για να μελετήσει τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουν οι νεαροί Έλληνες τις κουλτούρες της Ανατολής, μέσω της μουσικής αλλά και του φαγητού), τον πλησίασε μια εξαίσια θηλυκή ύπαρξη – αφρικανικής καταγωγής, όπως μαρτυρούσε το εβένινο δέρμα της και οι έντονες καμπύλες της. Ασυνήθιστος καθώς ήταν σε τέτοιες συναλλαγές, δεν παραξενεύτηκε ούτε από την αμεσότητα ούτε από το ύφος της συνομιλίας. Δίχως καλά καλά να καταλάβει πώς, βρέθηκε να ερωτοτροπεί μαζί της στον πρώτο όροφο του κλαμπ. Όταν τα πράγματα ζόρισαν, και ζόρισαν γρήγορα, βγήκαν έξω για να συνεχίσουν σε διπλανό ξενοδοχείο – ακόμη μια ευκαιρία να ανακαλύψει ο συγγραφέας μας το άλλο πρόσωπο της Αθήνας, τα στέκια του εφήμερου έρωτα.
Το ίδιο απόγευμα είχε πάρει τις αποφάσεις του για τη σειρά των γεγονότων στο διήγημά του (για το οποίο είχε τώρα βρει και προσωρινό τίτλο: «Η μαύρη καρδιά της πόλης»). Ο ήρωάς του θα έκανε τελικά αμέσως έρωτα με την Αζάρ, ανάμεσα στα τσουβάλια με τα μπαχάρια και τα μυρωδικά, διότι στο διήγημα αυτό η αληθινή κορύφωση δεν ήταν το σεξ. Η αδιαμφισβήτητη κορύφωση θα προέκυπτε στο τέλος της ιστορίας και θα ήταν βέβαια η αγάπη και η αμοιβαία αναγνώριση που θα ερχόταν ως συμπλήρωμα του σαρκικού έρωτα. Το δε κατόρθωμα του ήρωα δεν θα αφορούσε κάτι κοινότοπο, όπως η εξάρθρωση κάποιου παράνομου δικτύου πορνείας, αλλά την υπέρβαση των προκαταλήψεων ανάμεσα σ’ εκείνον και τα αδέλφια της Αζάρ, που ήταν φυσικά μουσουλμάνοι. Και μάλιστα, θα έριχνε το βάρος του στις προκαταλήψεις του ήρωά του, για τα ήθη και τη νοοτροπία των μουσουλμάνων, έναντι των οποίων αισθάνεται –αδικαιολόγητη, πράγματι– πολιτισμική ανωτερότητα. Έτσι, το διήγημά του, που πια φαινόταν ότι θα μπορούσε να λάβει την έκταση νουβέλας ή, γιατί όχι, μικρού μυθιστορήματος, δεν θα αναλωνόταν σε ανώφελες σκηνές δράσης, που παραπέμπουν σε αμερικάνικες ταινίες και φτηνά νουάρ, αλλά θα ήταν μια πανανθρώπινη αλληγορία. ένα σταυροδρόμι, γιατί όχι, συνάντησης πολιτισμών τόσο διαφορετικών και ταυτόχρονα τόσο κοινών. Μήπως Χριστιανισμός και Ισλάμ δεν έχουν την ίδια ρίζα; Δεν είναι παραπόταμοι του ενός και μεγάλου ποταμού, παιδιά του ενός και μοναδικού Θεού;
Όλα αυτά είχαν λοιπόν αποφασιστεί το απόγευμα, και το ίδιο βράδυ, μετά τη νυχτερινή του εξόρμηση, θα γίνονταν πράξη στο εργαστήρι του συγγραφέα μας, αν τα γεγονότα που ακολούθησαν την έξοδό του από το Guru δεν άλλαζαν τον ρου των πραγμάτων. Διότι, βγαίνοντας από το πολυπολιτισμικού ύφους κλαμπ συνοδεία της νεαρής Αφρικανής, ο συγγραφέας μας βρέθηκε να ακούει σε σπαστά ελληνικά τρεις νεαρούς να διατείνονται ότι είναι αδέρφια της. Με μια πρώτη ματιά, οι μαντραχαλάδες όχι απλώς ανήκαν σε διαφορετική tribe από τη νεαρή, ούτε ήταν απλώς από άλλη χώρα, αλλά προφανώς προέρχονταν από διαφορετική ήπειρο. Οι νεαροί, ινδικής ή πακιστανικής προέλευσης (αν όχι έλληνες αθίγγανοι, σκέφτηκε κάποια στιγμή), δεν ήταν δυνατόν να έχουν την παραμικρή συγγένεια εξ αίματος με το κορίτσι που ’χε παχιά χείλη και πεταχτά οπίσθια. Όμως, ακόμη κι αν ήταν αδέλφια εξ αγχιστείας, ποιοι ήταν εκείνοι που θα εμπόδιζαν την ελεύθερη συνεύρεση δύο νέων ανθρώπων, αποφασισμένων να υπερβούν σύνορα και φραγμούς;
Την πρώτη κλωτσιά τη δέχτηκε λίγο κάτω από το στομάχι και είχε ως άμεσο αποτέλεσμα να του κοπεί εντελώς η αναπνοή. Ακολούθησαν μερικές ακόμη, προειδοποιητικές, καθώς εκείνος λύγιζε στα δυο. Με την άκρη του ματιού του διέκρινε τη νεαρή να τον κοιτά, μάλλον αδιάφορα και καθόλου πανικόβλητη. Οι αθίγγανοι (ή Ινδοί ή Πακιστανοί) συνέχιζαν το τροπάρι τους περί αδελφής, που είχε δήθεν ατιμαστεί, και τον προέτρεπαν να τους δώσει ό,τι είχε πάνω του για να μην πάθει χειρότερα. Εκείνος, δυστυχώς, δεν είχε παρά καμιά τριανταριά ευρώ, τα οποία και τους παραχώρησε ολοπρόθυμα, καθώς και το κινητό του, αλλά δεν αρκούσαν για να επανορθώσουν το κακό που είχε προξενήσει στη μαύρη αδελφή τους. Εκείνη έμοιαζε να συμφωνεί ότι 30€ + Sony Ericsson K810 δεν ήταν τιμή για την τιμή της και αργοκουνούσε το κεφάλι της όπως κάτι ράπερ σε βίαια βίντεο κλιπ. Λίγες δεκάδες μέτρα παραπέρα, ένα τσούρμο μαύρες κοπέλες περιφέρονταν ημίγυμνες στο πεζοδρόμιο, κάνοντας την κατάστασή του να φαντάζει ακόμη πιο παράδοξη.
Τώρα ακουγόταν ξανά και ξανά η λέξη «κάρτα», κάτι που δυστυχώς είχε την απρονοησία να κουβαλάει στην τσέπη του, για την περίπτωση που… Και πάλι όμως, τα οκτακόσια ευρώ που ήταν το όριο της κάρτας του δεν τους ήταν αρκετά, οι νεαροί τον πίεζαν να τραβήξει κι άλλα, και δυστυχώς έμοιαζαν να μην σκαμπάζουν γρυ από ΑΤΜ, όρια ανάληψης και τα συναφή. Ήθελαν μονάχα λεφτά, λεφτά, τα λεφτά του, κάτι που επαναλάμβαναν με ικανοποιητική προφορά καθώς κοπανούσαν το κεφάλι του στο ΑΤΜ της Εμπορικής. Η περιπέτειά του έλαβε τέλος με την είσοδο στη σκηνή ενός περιπολικού που σταμάτησε λίγα μέτρα μακριά του αναβοσβήνοντας τους φάρους, ενώ από το εσωτερικό του ακούστηκαν βαριεστημένες αντρικές φωνές που αναρωτιόνταν αν –ο ήρωάς μας– ήταν Έλληνας ή όχι. Κάπου εκεί, προσπαθώντας να δώσει ένα νόημα στο ερώτημα, έχασε τις αισθήσεις του.
Το περιστατικό βέβαια έμελλε να έχει επιπτώσεις στο διήγημά του, με πρώτη και σημαντικότερη –δεν το είχε ακόμη αποφασίσει οριστικά– να «λερώσει» ελαφρώς το αμόλυντο μέχρι εκείνη τη στιγμή προφίλ της αισθησιακής Αζάρ. Ως νέος και άκαπνος στον πραγματικό κόσμο, είχε αναμφίβολα εξωραΐσει την ηρωίδα του, όμως τώρα θα της προσέθετε στοιχεία που θα την έκαναν πιο αληθινή, πιο γήινη… Όλα αυτά βέβαια θα είχε τον χρόνο να τα σκεφτεί με την ησυχία του καθώς θα ανάρρωνε. Για την ώρα, μετρούσε φίλους στο επισκεπτήριο του Ευαγγελισμού –αποδείχθηκαν εντυπωσιακά λίγοι για κάποιον που ζει τριάντα πέντε χρόνια σε τούτη την πόλη–, ενώ ακόμη κι ο εκδότης του, ιδιαίτερα θερμός σε άλλες περιστάσεις, αρκέστηκε σε ένα κουτί γλυκά και μια κάρτα με τις ευχές του για ταχεία ανάρρωση.
Προς το παρόν, πράγματι, προείχε η ανάρρωση, καθώς και η διεξαγωγή ορθών συμπερασμάτων από την περιπέτειά του. Δεν έπρεπε, αναμφίβολα, μια ατυχής στιγμή να τον οδηγήσει σε οπισθοδρόμηση, συντηρητισμό ή, ακόμη χειρότερα, ξενοφοβία. Τα βασικά του συμπεράσματα για τη μετάλλαξη της σύγχρονης Αθήνας ήταν σωστά, και δεν έπρεπε να κλονιστούν. Ίσως έπρεπε να επέλθουν ορισμένες βελτιώσεις στον τρόπο με τον οποίο χωνεύονται τα γεγονότα της ζωής του στα κείμενά του, στο πώς δηλαδή επεξεργάζεται λογοτεχνικά το βιωματικό του υλικό. Κι άρα, για άλλη μία φορά, τα συμπεράσματα οδηγούσαν στην ίδια αιώνια προτροπή: δουλειά, δουλειά, δουλειά…
Το επόμενο πρωί, κουτσαίνοντας και με το πρόσωπο ακόμη πρησμένο, βάλθηκε να ανηφορίζει τη Μαρασλή. Εντούτοις, μια μικρή παράκαμψη μέχρι το Libro, στην Πατριάρχου Ιωακείμ, κρίθηκε απαραίτητη. Με το Στρίψιμο της βίδας του Χένρι Τζέιμς ανά χείρας πήρε πια οριστικά τον δρόμο για τη Δεινοκράτους. Η τεχνοτροπία με την οποία ο αμερικανός στυλίστας κατάφερνε στο συγκεκριμένο έργο να συγκεράσει τον κόσμο των ζωντανών με τον κόσμο των νεκρών θα αποδεικνυόταν ίσως χρήσιμος μπούσουλας στις αναζητήσεις του. Χρειαζόταν μεγαλύτερη λεπτότητα στους χειρισμούς, βαθύτερη επεξεργασία του υλικού, περισσότερο «κέντημα». Τα βασικά συμπεράσματα ήταν όμως ορθά. δεν έπρεπε επουδενί να κλονιστούν.Στα καμένα...
Έλα να πάμε στα καμένα,
στον Υμηττό και στην Αυλώνα,
πουλιά και πεύκα συλλογίσου
ενός καμένου παραδείσου,
δέντρα που ήτανε φαντάσου
και στη σκιά τους ξεκουράσου.Έλα και πάρε με μαζί σου
στην κυριακάτικη εκδρομή σου,
βγάλε με στο χλωρό κορμί σου,
στις εκβολές του παραδείσου.Έλα να πάμε στα καμένα,
δε μας χωράει πια το σπίτι,
έρχονται δύσκολες ημέρες
μουτζουρωμένες σαν Δευτέρες,
έρχονται φλόγες απ’ τα δάση
και μια φωτιά να μας δικάσει,
μέσα στο πύρινό της χνότο,
από τον έσχατο ως τον πρώτο.Έλα να βγούμε απ’ το σπίτι
ξανά σε δρόμους και πλατείες,
πάρε και τα παιδιά μαζί σου
εδώ, στο χείλος της αβύσσου,
κι άφησε μόνη στο τραπέζι
την τηλεόραση να παίζει,
να δείχνει έγχρωμο τον πόνο
δίπλα σ’ ένα φιλέτο τόνο,
να δείχνει φονικά και φλόγες,
τσόντες, πολιτικούς και ρώγες,
ενώ εμείς θα ’χουμε φτάσει
στο σταυροδρόμι του εξήντα
με τα παιδάκια μας στον ώμο,
για να μας δείχνουνε τον δρόμο.
Μετάβαση στο σημείο: Περιπλάνηση στη σύγχρονη πόλη