Ζάκυνθος
Ζάκυνθος
Συγκρότηση ενότητας: Κατερίνα ΔεμέτηΗ πόλη της Ζακύνθου μετά το σεισμό Καρναβάλι & Γκιόστρα: Δρώμενα που αναβιώνουν και μας ταξιδεύουν από το χθες στο σήμερα
Περιγραφές Γκιόστρας σ...
Η Γκιόστρα ήταν η σημαντικότερη έκφραση του ζακυνθινού καρναβαλιού, αλλά και το μεγαλύτερο γεγονός της χρονιάς για την τότε κοινωνία του νησιού. Αυτό μας το παραδίδουν στα κείμενά τους τόσο οι διάφοροι, κατά καιρούς, ιστορικοί και ερευνητές, όσο και οι περιηγητές, οι οποίοι πέρασαν από το μεγάλο, την εποχή εκείνη, λιμάνι του φημισμένου «Φιόρου του Λεβάντε», την εσχατιά της Ευρώπης και αποθανάτισαν στα βιβλία τους τις εντυπώσεις τους γι' αυτό. Δεν είναι τυχαίο πως ο πολύς Ερμάννος Λούντζης στο πολύτιμο και περισπούδαστο μελέτημά του «Η Ενετοκρατία στα Επτάνησα» αφιερώνει σ' αυτήν ολόκληρο κεφάλαιο (το Κ΄), που έχει τον τίτλο «Ιππικαί Γυμνασίαι - Giostre - Περιγραφή αυτών» και σ' αυτό μας δίνει σημαντικές πληροφορίες για την τέλεση «των τοιούτων παιγνιών», όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά γράφει, θέλοντας ν' αντιδιαστείλει την ειρηνική περίοδο των έφιππων αγωνισμάτων από εκείνη της αιματοχυσίας, που, σύμφωνα με τις πληροφορίες του, είχε «προ πολλού απαγορευθή, κυρίως παρά των Παπών, ψηφισάντων να μη επιτρέπηται μήτε η ταφή εις καθιερωμένην γην των εις παρομοίους αγώνας πεσόντων».
Ήταν φυσικό, λοιπόν, το μεγάλο και λαοφιλές αυτό γεγονός να περάσει και στην τοπική λογοτεχνική έκφραση. Στην θεατρική «Ευγένα» του πρωτοπόρου τζαντιώτη Θεόδωρου Μοντσελέζε, που πρωτοτυπώθηκε στην μητροπολιτική Βενετία το 1646, η Γκιόστρα κατέχει κεντρική θέση. Το ίδιο συμβαίνει και με τον περίφημο «Ερωτόκριτο» του Βιτσέντζου Κορνάρου, που μπορεί ν' αποτελεί χαρακτηριστική έκφραση του κρητικού θεάτρου, αλλά, μετά την πτώση του Χάνδακα, όταν μεταφέρθηκε από τους πρόσφυγες της Μεγαλονήσου στην Ζάκυνθο, αγαπήθηκε από τους κατοίκους της, παίχτηκε, κάποτε και διασκευασμένη στο τοπικό ιδίωμα, σαν «Ομιλία» - κυρίως στο χωριό Σκουλικάδο - και η Γκιόστρα του είναι αγαπητή ακόμα και σήμερα, όπου παριστάνεται από τους σύγχρονους Σκουλικαδιώτες. Ιππικοί αγώνες, επίσης, περιγράφονται και στην «Ερωφίλη» του Γεωργίου Χορτάτση, της οποίας το κείμενο ήταν γνωστό, μα και προσφιλές στο ιόνιο νησί.
Μα και στον πεζό λόγο έχουμε εκτεταμένες αναφορές στο «ιππηλάσιον», των λογίων μας, οι οποίοι προσπάθησαν να εξελληνίσουν την ονομασία του αγωνίσματος. Έτσι ο «τελευταίος κόντες των γραμμάτων μας», ο πολυσέβαστος και πολυτάλαντος Διον. Ρώμας, στο μυθιστόρημα - ποταμό του «Περίπλους» δεν θα μπορούσε να μην συμπεριλάβει και την διεξαγωγή μιας Γκιόστρας, δίνοντάς μας έτσι, με το γνωστό γλαφυρό του ύφος, την περιγραφή και την ταυτότητά της. Συγκεκριμένα στον πρώτο τόμο του «Θρήνου της Κάντιας» πολλές σελίδες του επαναφέρουν στην Πλατεία Ρούγα την κατά τον Σπυρίδωνα Δεβιάζη «πανήγυριν», η οποία, σύμφωνα πάντα με τον εκ Κερκύρας ορμώμενο χαλκέντερο ιστοριοδίφη, τον πολιτογραφημένο, όμως, ζακύνθιο, «απέβη πασών η επισημοτέρα ως αποκτήσασα πολλήν σημασίαν και προσελκύουσα εις την πόλιν πλήθος χωρικών και εξ αυτών των μάλλον απομεμακρυσμένων χωρίων των βουνών».
Μα ας γνωρίσουμε την υπόθεση όπως διαδραματίζεται στις από την γραφίδα του Ρώμα ιστορικά δομημένες σελίδες του «Περίπλου» του. Ο Κέκος ο Νταβιτσέντσα, απόγονος μεγάλης και λιμπροντορίστικης φαμίλιας, μπαίνει, παραμονές της Τυρινής στην πολύβουη Πλατεία Ρούγα, «που ήταν φίσκα στον κόσμο», καβάλα στ' άλογό του, την «Βιτσεντίνα», που, όχι τυχαία, έχει το ίδιο όνομα μ' αυτό της γαλέρας, που κάποιος πρόγονός του πήρε μέρος στην περίφημη ναυμαχία του Λέπαντο. Βάζει την μορέτα του (μάσκα του), η οποία την εποχή εκείνη δεν ήταν μόνο σύμβολο αποκριάτικης μεταμφίεσης, αλλά είχε καθημερινή χρήση, απλά και μόνο επειδή «δεν είχε καμμιά όρεξη να δει το πόπολο την "τσέρα" του και να καταλάβει πως κάποια συφορά είχε βρει το Νταβιτσεντσέϊκο». Κι η συφορά αυτή ήταν το ψυχοράγισμα της μάνας του, της «Σόρας Σιγούρας», η οποία από μέρα σε μέρα θα τους «άφηνε χρόνους». Αυτός, όμως, ακολουθώντας τις συμβουλές του γιατρού, ο οποίος του είχε πει συμβουλευτικά πως «αν της έκαναν το χατήρι, μπόρειε να τηνε σκαπουλάρει και τούτη τη βολά», ενώ «αν την πεισμώνανε και θύμωνε θα έμενε δελέγκου στον τόπο», είχε αποφασίσει να λάβει μέρος και στην Γκιόστρα, αλλά και στη «φέστα του Ντεσύλλα». Αλλά και άλλη μια αιτία είχε σταθεί αφορμή για την τολμηρή αυτή απόφασή του: «Να πάει στην Κρήτη [να πολεμήσει] δε μπορούσε, γιατί τι θα γίνονταν οι γυναίκες μοναχές; .. Ένα μονάχα του περίσσευε: ν' αγωνιστεί στη Γκιόστρα, που γινότανε κάθε Πέφτη τση Τυρινής! Τρέχανε οι καλύτεροι καβαλάρηδες, που ήταν και τα πούλιο τρανά παλληκάρια του νησιού. Τσέρτο μονάχα οι νόμπιλοι - μα κείνοι τζα ήταν κι από γεννησιμιού τσου πολεμιστάδες.». Μ' αυτόν τον τρόπο ο συγγραφέας του «Καζανόβα στην Κέρκυρα» μας εξισώνει την νίκη στους ιππικούς αγώνες του Τζάντε, μ' αυτήν της μάχης και ταυτίζει τους δύο αθλητές. Αυτό δείχνει την αξία της Γκιόστρας, αλλά την σημασία που αυτή διαδραμάτιζε στην κοινωνία της εποχής εκείνης. Για τους ίδιους λόγους σημαντικό είναι και το κομμάτι του κειμένου στο οποίο περιγράφεται η αγωνία του θηλυκού πληθυσμού του αρχοντικού για την παρακολούθηση του δρώμενου. Ο ίδιος ο Κέκος λέει στην αδελφή του, την Μπιάνκα: «μήνυσα από τα προψές τση ξαδρέφισσας τση Μοντσενίγαινας, βγαίνοντας από το αρχοντικό τση να περάσει να σας πάρει . Θα δήτε τη γκιόστρα από του Μαρτινέγκου. Θάσαστε απίκου πάνω 'πο το πάλκο του Μαέστρο ντι Κάμπο.». Αλλά και η γηραιά κοντέσα στο κρεβάτι του πόνου της έχει την αγωνία της νίκης του γιου της λέγοντας χαρακτηριστικά: «Στο καλό και νάχεις πάντα την ευχή μου. Μην κλαις! Απόψε πρέπει η καρδιά σου νάναι ζεστή! Έχεις μπροστά σου δύο πολέμους και δύο μεγάλες νίκες. Στην γκιόστρα και στο παλκοσένικο!».
Μα είναι καιρός να δούμε το πώς παρουσιάζει ο Ρώμας την Γκιόστρα στο έργο του και να γνωρίσουμε και το εορταστικό κλίμα της ημέρας της διεξαγωγής της.
Ο Κέκος πρώτα απ' όλα ακολουθεί την προσταγή του Γραμματικού της Γκιόστρας και εγγράφεται στα βιβλία του, δηλώνοντας έτσι την συμμετοχή του. Μετά βαδίζει στο μεγάλο τραπέζι, που ήταν απλωμένα τα δόρατα και διαλέγει το δικό του. Ύστερ' απ' αυτό το γεγονός ο ζακυνθινός συγγραφέας μας δίνει παραστατικά το χρώμα του κέντρου του Τζάντε της εποχής εκείνης, την Πέμπτη της Τυροφάγου του 1667. Αξίζει, για πολλούς λόγους, να το γνωρίσουμε: Η κίνηση στο τόπο της διεξαγωγής του αγωνίσματος, όσο περνά η ώρα, ολοένα και θεριεύει. Ακόμα και από τα χωριά έχουν έρθει για να δουν το «σπετάκολο». Τα δεξιά και αριστερά βόλτα (στοές) του κεντρικού δρόμου της Χώρας έχουν μαυρίσει από το πλήθος, το ποίο μοιάζει σαν μυρμηγκοφωλιά. Αμέτρητες μάσκαρες και από τα δύο φύλα έχουν κατακλύσει τον τόπο. Υπάρχουν και πολλοί που έχουν έρθει άντυτοι, «με τσου μούτρους που τσούδωκεν ο Θεός». Όλοι μπαινοβγαίνουν στα μικρομάγαζα, που πουλούν ευκαιριακά «καρναβαλίσιες μουτσούνες, τρακατρούκες και ζαχαράκουκα».
Το κλίμα θυμίζει πανηγύρι. Σε κάθε λίγα μέτρα ένας πλανόδιος, στην πρόχειρα στημένη φουφού του, τηγάνιζε φιτούρες. Δίπλα άλλοι διαλαλούσαν το «παστέλι γλυκό σαν μέλι». Ακόμα και πατσά πουλούσαν με πλούσια «απολαδία». Πραματευτάδες διαλαλούσαν γλειφιτζούρια και άλλα γλυκίσματα. «Μεγάλη πέραση στα παιδιά», εντοπίζει ο συγγραφέας, «είχε ένας άλλος, που περιφερότανε κρατώντας ένα ψηλό καλάμι που γύρωθέ του, σαν τι φίδι του Ιπποκράτη, ήταν τυλιγμένο το δίχρωμο γλυκό μαντζούνι. Οι πατεράδες το τρατάρανε στα μυξιάρικά τους με τον πόντο». Μα και λοταρίες είχαν στηθεί για την περίσταση. Οι «έμποροι . της τύχης» πουλούσαν νούμερα στον κόσμο. Ο πελάτης τα διάλεγε στα τυφλά, βάζοντας το χέρι του σε μιαν κλεισμένη σακούλα. Ύστερα ο «μπανκιέρης» - η εύστοχη μεταφορά ανήκει στον Ρώμα - έψαχνε σε μια λίστα και σου έλεγε τι κέρδιζε το νούμερο που «σου βγήκε». «Τα κέρδητα» ήταν «λογής - λογής μπαγκατέλες: από φιόγκους για τα μαλλιά, ίσαμε φιούμπες για τα σκαρπίνια». Όλα ήταν βέβαια δεύτερης διαλογής, «ξεθωριασμένα και κακής ποιότητας». Κάποιοι τα ξαναπουλούσαν και . τα εξαργύρωναν στην ταβέρνα.
Όλα τ' αρχοντικά ανάμεσα στις εκκλησίες της Βαγγελίστρας και της Ανάληψης ήταν επίκαιρα και εορταστικά διακοσμημένα. Οι προσόψεις τους ήταν στολισμένες με γιρλάντες από μυρτιές και δάφνες. Βαριά ταπέτα και βελουδένια στρωσίδια κρέμονταν από μπαλκόνια και παράθυρα. Τόρτσες (μεγάλες λαμπάδες), φανάρια και βεγγαλικά ήταν έτοιμα για να φωτίσουν το βράδυ. Στο πλάτωμα της Ανάληψης ένα ξύλινο πάλκο ήταν στρωμένο με βαρύτιμα χαλιά, για να φιλοξενήσει τους Ελλανοδίκες, τον Μαέστρο ντι Κάμπο και τον Σταδιάρχη, «που είχανε την ευτύνη για την τάξη και την υπακουή των καβαλλαραίων στους νόμους της γκιόστρας». Στην άλλη μεριά, μπρος από την Ευαγγελίστρια ήταν στημένες οι δύο κολώνες του αγωνίσματος. Η μια είχε τους σιδερένιους κρίκους, «τρεις παλάμες φάρδος» κι η άλλη «το φτερωτό κουτσούνι», το Mascaron Moro».
Στην συνέχεια ο Διον. Ρώμας μας δίνει την περιγραφή του κυρίως αγωνίσματος. Οι καβαλάρηδες δίνουν τα ονόματά τους στον Γραμματικό, ο οποίος τα περνά στον επίσημο κατάλογο. Ο αριθμός τους θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον δώδεκα. «Αγωνίζονταν δυο αντίπαλοι την κάθε φορά. Σκοπός τους να περάσουνε το κοντάρι μέσα από τους χαλκάδες και να χτυπήσουνε το κόκκινο λοφίο του «Μασκαρόν». Στον πηγαιμό ο ένας καταπιανότανε με τους κρίκους κι ο άλλος με τη φτερωτή «κουτσούνα» . «Η αναμέτρηση γινότανε καλπάζοντας». Ο Γραμματέας κάθε φορά σημείωνε τις επιδόσεις. «Λογάριαζε πολλούς παράγοντες για να μαρκάρει τους βαθμούς: τη γρηγοράδα, τη στάση του καβαλλάρη πάνω στη σέλα, τον τρόπο που πέτυχε το στόχο, ακόμα και το πλούσιο ντύσιμο, το αρχοντικό σπαθί, τα χάμουρα και την ομορφιά του αλόγου». Οι συμμετέχοντες, όμως, μπορούσαν ν' αποκλειστούν αν τους έφευγε το πόδι από τον αναβολέα, αν τους έπεφτε το καπέλο ή αν γλιστρούσε το σπαθί από την ζώση τους.
Οι ιππότες έρχονταν στην αρένα με μάσκα. Έτσι η περιέργεια του κόσμου γινόταν περισσότερη. Όταν, όμως, ακουγόταν η φαμφάρα για το ξεκίνημα και «το σμπάρο του αφέτη», τότε αποκαλύπτονταν και η ομήγυρη γνώριζε το ποιοι συναγωνίζονταν.
Η καμπάνα της Τέρρας, πάνω απ' τον Καστρόλοφο, είχε χτυπήσει τις τρεις το απομεσήμερα, όταν ο Γραμματικός, αφού είχε ορίσει με κλήρο τα ζευγάρια των αγωνιστών, επέστρεψε στο πάλκο και ανήγγειλε στον Μαέστρο ντι Κάμπο ότι όλα ήταν έτοιμα. Αυτός σήκωσε το χέρι του και η μουσικοί έδωσαν την έναρξη της ιπποδρομίας.
Δύο - δύο οι λαμβάνοντες μέρος στο αγώνισμα, «ντυμένοι με τη σόλιτη στολή της γκιόστρα (κοντοβράκι, κάλτσες μεταξωτές, καπέλο φτερωτό, μπέρτα βελουδένια και το "σπαθί τση αρχοντιάς" στη ζώση», άρχισαν να συναγωνίζονται. Ο ένας είχε στόχο τους κρίκους και ο άλλος το Μασκαρόν Μόρο».
Στο τέλος ο Μαέστρο ντι Κάμπο, «τη χρονιά τούτη ένας Ελβετός πολεμιστής, που η Βενετία είχε διορίσει Κομμαντάντε της στρατιάς του Τζάντε», αναγγέλλει τον νικητή. Είναι ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, ο Κέκος Νταβιτσέντσα «του ποτέ Βαρθολομαίου Καντιάνου. Δεύτερος ο «Ντιοντάτος Μερκάτης του ποτέ Φραγκίσκου».
Το κλίμα που ακολουθεί είναι καθαρά πανηγυρικό. Όλα τα κτίρια φωταγωγούνται. Τρακατρούκες, σμπάρα και καμπάνες ακούγονται. Τα βεγγαλικά κάνουν την ημέρα νύχτα. «Τέτοιος ήταν ο πανζουρλισμός, που ένας απληροφόρητος θα θάρρειε σίγουρα πως οι Χριστιανοί είχανε ματακερδίσει την Αγία Σοφία, ή πως έβλεπε στ' όνειρό του ότι τον είχανε κλείσει σε φρενοκομείο».
Και μετά απ' όλα αυτά ο τροπαιούχος φεύγει για τον μπάλο που θα «πολεμούσε» και . στο παλκοσένικο, διεκδικώντας και την πρωτιά στην συγγραφή «Ομιλίας».
Η άλλη, σε λογοτεχνικό κείμενο, αναφορά για την Γκιόστρα γίνεται στο εκτεταμένο διήγημα «Ο Αλαμάνος», του Ανδρέα Α. Αβούρη. Μα πριν προχωρήσουμε στην περιγραφή, απαραίτητο είναι να γνωρίσουμε την τραγική ιστορία του Πέτρου Αλαμάνου. Ήταν απόγονος αρχοντικής οικογένειας, που από το 1498 ήταν γραμμένη στο Libro d' Οro και με την γυναίκα του, την επίσης ευγενή Δημητρούλα Δ. Μαρτελάου, είχαν αποκτήσει δώδεκα παιδιά. Έχοντας παλιά έχθρα με την οικογένεια Τρούσα, για να την εκδικηθεί πάντρεψε τον γιο του Γιάννη με την απόγονό της Μαρία. Την επομένη του γάμου την έδιωξε, διαπομπεύοντάς την, επειδή, δήθεν, δεν ήταν παρθένα. Η κόρη, αφού πρώτα αποσύρθηκε σε μοναστήρι, αυτό του Κάστρου, πέθανε από τον καημό της. Το ίδιο έγινε και με τον γιο του Αλαμάνου. Ακολούθησε ο θάνατος και των άλλων έντεκα παιδιών του. Ο εκδικητικός και σκληρός αφέντης πέθανε παντέρημος το 1685, αφήνοντας τα κτήματά του στην εκκλησία της Κεριώτισσας και την υπόλοιπη περιουσία του σε διάφορους άλλους ναούς, σαν εξιλέωση. Με την συγκινητική ιστορία του ασχολήθηκαν, εκτός από τον Ανδρέα Α. Αβούρη, και οι Αντώνης Μάτεσης, Ελισαβέτιος Μαρτινέγκος και Ανδρέας Μαρτζώκης, γράφοντας μια μπαλάντα ο πρώτος, μια ποιητική σύνθεση ο δεύτερος και ένα δράμα ο τελευταίος.
Η υπόθεση του διηγήματος του Αβούρη ξεκινά με την διεξαγωγή μιας Γκιόστρας τις Απόκριες του 1681. Σ' αυτήν γνωρίζονται ο Γιάννης Αλαμάνος και η Μαρία Τρούσα και από αυτήν ξεκινά το μεγάλο ειδύλλιο και το φοβερό δράμα. Η επιλογή δεν είναι τυχαία. Το αγώνισμα αυτό, το τόσο λαοφιλές, ήταν αφορμή για την γνωριμία πολλών ζευγαριών και σ' αυτό ξεκινούσαν πάμπολλοι έρωτες, μια και ήταν μια από τις λίγες στιγμές, που τα δύο φύλα έρχονταν σε επαφή. Ίσως, μάλιστα, όπως θα δούμε, γνωρίζοντας την υπόθεση του έργου, ήταν η μοναδική μέρα, όπου οι γυναίκες μπορούσαν να εκτεθούν στα αντρικά βλέμματα και να μπορέσουν κι αυτές, πολύ καλυμμένα βέβαια, να φλερτάρουν.
Μα ας γνωρίσουμε τον ιπποτικό διαγωνισμό κι αυτής της υπόθεσης.
Η διήγηση αρχίζει μέσα στην λαϊκή ταβέρνα «του Λουρέντζου», στην συνοικία του Αγίου Νικολάου των Γερόντων. Μια παρέα από βαστάζους έρχεται εκεί για να δειπνήσει, μετά την δουλειά της. Θέλουν να ξυπνήσουν νωρίς για να ετοιμάσουν την άλλη μέρα τις «γιορλάντες», για «νάνε ήσχιαμε το σούρπωμαα» στολισμένες οι κολώνες της Πλατείας Ρούγας και το πάρκο των κριτών. Φαίνεται μάλιστα να τους απασχολεί ιδιαίτερα η υπόθεση, όχι μόνο σαν μέσον εξοικονόμησης των απαραίτητων χρημάτων, αλλά και σαν γεγονός, μια και αναρωτιούνται για το ποιος θα κερδίσει, αλλά αγωνιούν και για τον καιρό, που με χαρά τους διαπιστώνουν πως είναι καλός, μια και «τον επήρε α λα μπόνα ψηλά και θα πετύχει η Γκιόστρα». Μιλούν, επίσης, για τ' αρχοντόπουλα, όπου θα λάβουν μέρος, λέγοντας πως είναι «πολλά σβίντα» και επαγγελματικά συζητούν για το ποιοι από αυτούς έχουν κλειστεί για να μεταφέρουν λεντίκες με «κυράδες» στον τόπο της γιορτής. Έτσι ο συγγραφέας μας μπάζει στο κλίμα του αγωνίσματος. Έξυπνα, εξάλλου, μας προετοιμάζει και για το επερχόμενο ειδύλλιο, τοποθετώντας στην ίδια σκηνή τον γιο του Αλαμάνου να μπαίνει κι αυτός, συντροφιά μ' έναν φίλο του, τον Ανδρέα, άτομο με καθοριστικό ρόλο στο δράμα, στην ταβέρνα και βάζοντας στο στόμα ενός βαστάζου την είδηση πως το αρχοντόπουλο θα λάβει μέρος στην αναμέτρηση, καθώς και με την πληροφορία πως ένας άλλος από την συντροφιά έχει ήδη κλειστεί για να μεταφέρει με την λεντίκα της «την αρχοντοπούλα του Τρούσα με τη θεία τση» σ' ένα σπίτι του κέντρου της πόλης, όπου από εκεί θα παρακολουθούσαν τα δρώμενα.
Στο δεύτερο κεφάλαιο περιγράφεται ο στολισμός του τόπου της διεξαγωγής του αγωνίσματος. Οι εργάτες διακοσμούν την κεντρική αυτή οδό της Χώρας και πάλι με γιρλάντες από δάφνες και μυρτιές. Εδώ δεν στολίζονται μόνο οι προσόψεις των αρχοντικών, όπως στον «Περίπλου», αλλά όλες οι καμάρες του ιστορικού αυτού δρόμου. Επίσης με τα ίδια υλικά σχηματίζονται στο μήκος του τόπου της διεξαγωγής της γιορτής όμορφα τόξα, που δίνουν μεγαλοπρέπεια κι αρχοντιά, κάνοντας το σκηνικό περισσότερο επιβλητικό και δοξαστικό. Κατά τ' άλλα η ίδια περιγραφή με το κείμενο του «Θρήνου της Κάντιας»: το πάλκο στην Ανάληψη, τα ταπέτα κι οι σημαίες. Χαρακτηριστική κι επιπρόσθετη η πληροφορία πως από την παραμονή της γιορτής οι εργάτες είχαν αφαιρέσει τις τζελουτζίες της γυναικείας απομόνωσης και καταπίεσης από τα παράθυρα, δίνοντας έτσι την, έστω και ολιγόωρη ελευθερία στον θηλυκό πληθυσμό, για χάρη της ιστορικής Γκιόστρας. Ένα άλλο στοιχείο του κειμένου είναι η πληροφορία για τα τοιχοκολλημένα προγράμματα, τα οποία ορίζουν την «Τρίτη μεταμεσημβρινή ώρα της Πέφτης της Τυρινής» για την διεξαγωγή των επίδοξων αγώνων.
Μια άλλη πληροφορία, που υπάρχει στο κείμενο του Αβούρη και δεν την συναντάμε στον Ρώμα, είναι η κίνηση με τις λεντίκες, που κυριολεκτικά πηγαινοέρχονται σε όλη την πόλη. Η εικόνα αυτή δείχνει μια έντονη κινητικότητα και αποδεικνύει πως η ημέρα της διεξαγωγής της Γκιόστρας είναι ένα πραγματικό πανηγύρι, στο οποίο συμμετέχει όλο το νησί και παντού κυριαρχεί αναστάτωση. Τυχαία μέσα σε μια από αυτές τις λεντίκες ο μικρός Αλαμάνος πρωτοβλέπει την Μαρία, η οποία απ' την αρχή του τραβά την προσοχή. Την ξαναβλέπει λίγο αργότερα στο αρχοντικό του Μιχαλίτση, δίπλα στο ασφυχτικά γεμάτο μπαλκόνι, να κουβεντιάζει με κάποιαν άλλη. Εκεί, καθώς κι αυτή κοιτάζει το περιφερόμενο πλήθος, πρωτοσυναντιούνται οι ματιές τους κι αυτό δείχνει την ερωτική διάσταση του ιπποτικού αγωνίσματος.
Στο τρίτο κεφάλαιο ο Γιάννης Αλαμάνος γράφεται κι αυτός στους Σύντικους για να λάβει μέρος στην αναμέτρηση. Κι ο Αβούρης μας κάνει παρόμοια περιγραφή των στολών των ιπποτών και μας δίνει και αυτός τον κανονισμό του αγώνα. Η Γκιόστρα του δικού του διηγήματος είναι μονάχα αυτή του Αγαρηνού. «Στο μέτωπο της εξέδρας», γράφει, «το τέρμα της Γκιόστρας, σε κανονισμένο ύψος ήταν τοποθετημένο μαύρο ξύλινο ανδρείκελο και στην κορφή του κεφαλιού του εσειότανε από τον αέρα ένα φτερό. Νικητής του πρώτου δυσκολότερου αγωνίσματος θα ήταν εκείνος που θα έφτανε πρώτος και θα ελογχοβολούσε με επιτυχία το φτερό σε τρεις κατά συνέχεια διαδρομές.
Φυσικό είναι νικητής αυτής της αναμέτρησης να είναι ο Γιάννης Αλαμάνος, ο οποίος κερδίζει το ασημένιο σπαθί. Η συνέχεια όμοια μ' αυτήν του προηγούμενος πεζογραφήματος. Μουσικά όργανα και κωδωνοκρουσίες πανηγυρίζουν το αποτέλεσμα. Μόνο που εδώ τα επινίκια περιγράφονται περισσότερο. Ο αθλοφόρος τραβά την προσοχή όλου του λαού, μα περισσότερο των γυναικών. Καβάλα στο υπερήφανο άτι του και περιτριγυρισμένος από τους φίλους του δέχεται ευχές και συγχαρητήρια. Περισσότερο σημαντική γι' αυτόν είναι, αναμφισβήτητα, η υποδοχή που του γίνεται από τον γυναικόκοσμο, που τον περιμένει στα μπαλκόνια και τα παράθυρα και στο πέρασμά του πετά λουλούδια και ζαχαρωτά.
Μια άλλη πληροφορία, γνωστή από ιστορικές πηγές, που υπάρχει στον «Αλαμάνο» και παραλείπεται στο «Θρήνο της Κάντιας» είναι το νικητήριο γλέντι, που περιγράφεται στο Δ΄ κεφάλαιο του διηγήματος. Όλος ο κόσμος περνά από το αρχοντικό του τροπαιούχου και μοιράζεται τη χαρά του. Στο τέλος φεύγουν οι ξένοι και μένουν μόνο οι συγγενείς και οι στενότεροι φίλοι για φαγητό και διασκέδαση. Ο πατέρας μάλιστα υπόσχεται ότι και την επόμενη μέρα θ' ακολουθήσει ένα «γκραν φεστόνι», στο οποίο τα ίδια του τα παιδιά, φιλόμουσα όπως φαίνεται, θα έπαιζαν με τα όργανά τους. Κι αυτά όλα δείχνουν την αξία και το μέγεθος, που είχε τότε η πρωτιά σε μια Γκιόστρα και το πόσο ανέβαινε το κοινωνικό κύρος του νικητή της.
Συνοψίζοντας πρέπει να επισημάνουμε πως η εκτεταμένη αναφορά και περιγραφή της Γκιόστρας στα δύο αυτά λογοτεχνικά κείμενα, αλλά και στα προαναφερόμενα θεατρικά έργα, αποδεικνύει την μεγάλη σημασία της στην εποχή της, το πόσο στενά έχει δεθεί με την ιστορία της Ζακύνθου, καθώς και τον ρόλο που έπαιξε στην κοινωνική εξέλιξη του νησιού. Αναμφίβολα είναι μια από τις πιο σημαντικές εκφράσεις του πολιτισμού μας και για κανέναν λόγο δεν μπορούμε να την αγνοήσουμε.
Η αναβίωσή της στις μέρες μας κι εύστοχη είναι και πρόταση αποτελεί. Είναι, αλήθεια, ευτύχημα, που και πάλι υπάρχει σαν μια ουσιαστική πτυχή του Ζακυνθινού Καρναβαλιού. Γιατί οι τόποι απαιτούν ταυτότητα, στερεωμένη σε δικές της και γερές ιστορικές βάσεις. Κι είναι ευλογημένοι οι λαοί που έχουν παρελθόν κι ιστορία.
Βιβλιογραφία
- Ανδρέου Α. Αβούρη, Ο Αλαμάνος και άλλα διηγήματα και πεζά, επιμέλεια - εισαγωγή Γεωργία Κόκλα - Παπαδάτου, Δημόσια Βιβλιοθήκη Ζακύνθου, Ζάκυνθος 2007.
- Ερμάννου Λούντζη, Η Βενετοκρατία στα Επτάνησα, Κάλβος, Αθήνα 1967.
- Θεόδωρου Μοντσελέζε, Τραγωδία ονομαζομένη Ευγένα, παρουσίαση Mario Vitti, φιλολογικά επιμέλεια Giuseppe Spadaro, εκδόσεις Οδυσσέας [1995].
- Διονύσης Μουσμούτης, Η Γκιόστρα στον ελληνικό χώρο, φυλλάδιο «Γκιόστρα 2006», Ζάκυνθος 2006, σ. σ. 9 - 12.
- Διον. Ρώμα, Ο θρήνος της Κάντιας, τόμος Α΄, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ι. Δ. Κολλάρου και Σιας Α. Ε., [Αθήνα 1972].
- Διονύσης Σέρρας, Ιστορικό και βιβλιογραφικό χρονολόγιο για την Γκιόστρα, φυλλάδιο «Γκιόστρα 2006» ., σ. σ. 13 - 20.
- Στέλιος Τζερμπίνος, Γκιόστρα, «Ομιλία» και χορός, ένα διαχρονικό τρίπτυχο του Ζακυνθινού Καρναβαλιού, ό.π., σ. σ. 21 - 26.
- Διονύσης Φλεμοτόμος, Η Γκιόστρα στο λαϊκό θέατρο, ό.π., σ. σ. 5 - 7.
[1] Από την επίσημη ιστοσελίδα της Αστικής μη κερδοσκοπικής Εταιρείας Giostra di Zante.
Ποίημα του Διονύση Σέρ...
1.
Θύμησης κόψη
μ’ άλλο κοντάρι κατά
στηθα στο κενό.2.
Απ’ τον Άριγκο
ηχούν χρυσοπέταλα
ως την πλατεία.3.
Άτι αγώνα
φτερώνει με φλάμπουρα
της περηφάνιας.4.
Νιόκοπες λόγχες
με Ήσκιους ιππήλατους
σμίγουν στον κρίκο.5.
Ιππότες αλκής
λαβώνουνε χίμαιρες
ή ψευδαισθήσεις.6.
Λάβαρα μνήμης
κι ανάσας γεννήματα
κλείνουν το χάσμα.7.
Κύρηκες νίκης
με αύρας δαφνόφυλλα
στέφουν την Γκιόστρα.Ποίημα του Διονύση Σέρ...
(από τη συλλογή «Οι κήποι της απόδρασης»)
Με τη μάσκα του θανάτου αθώρητη
και τη θωπεία αισθητή,
φτάνεις νωρίς και σήμερα
(την Κυριακή της Τυρινής)
στην πόρτα της Υφαντουργείων_
σα φίλου φως μες στη Σκιά
να συνοδέψεις μοναχούς
στη διαδρομή της Γκιόστρας
με κρίνου Ιππότες λιγοστούς
και περισσούς τους εκπεσόντες_
σ’ ευχής κονταροχτύπημα
για του Καλού το δαχτυλίδι.Σε αύρας ή ανάσας μουσική
και σε σαλπίσματα γιορτής
με τις Αγάπης τις αφές
τ’ ανείδωτα ζεσταίνεις _
δείχνεις απλά στους άπορους
της Άνοιξης το δρόμο
και στο λυόμενο ξαναγυρνάς.Κοιτάζεις της υπομονής την άδεια πολυθρόνα
της θαλπωρής την γκρίζα κάπα σου
με χάρης βλέμματα χαϊδεύεις
στην άκρη βάζεις θολωμένα τα γυαλιά σου
και στο γαλάζιο της Σιωπής
σαν πλάσμα θόλου αναβαίνεις
την τελετή εδώ αφήνοντας
Για θεατές συνηθισμένους.-Μ’ αυτό το Μαύρο
άτι ακίνητο
τι να χαρείς την Κυριακή;Ποίημα του π. Παναγιώτ...
Α΄
Βολές χρωμάτων
τις πλάκες της πλατείας
ξεθεμελιώνουν.Β΄
Ξεθεωμένα
στις αισθήσεις άλογα
προξενούν σεισμό.Γ΄
Για δαχτυλίδι
χύνεται τόσος κόπος
ή για το χάδι;Δ΄
Λόγχες εμπαθείς
μπήγονται ρωμαλέα
εκεί που ξέρεις…Ε΄
Στη Γκιόστρα τούτη
ίππος η λογική μας
αφηνιασμένος.ΣΤ΄
Ν’ ακούω πάντα
τον καλπασμό της αυγής
ως μόνη λύση.
Ποίημα του Διονύση Φλε...
Όλα τα μάτια τα μελιά
έχουν το προνόμιο της δημοκρατίας
των γυμνών σωμάτων.
Ακόμα και μπροστά στο περίπτερο
Μιας επαρχιώτικης κωμόπολης
θυμίζουν άλογα που καλπάζουν περήφανα
ισοψηφώντας τη νίκη
μες στην απόλυτη δικαιοσύνη τους.
Η Γκιόστρα στη σύγχρον...
του Φιλόλογου Γιώργου Φιορεντίνου [1]
Η Ζάκυνθος, όπως και τα υπόλοιπα Εφτάνησα, όπως και η Κρήτη, η Ρόδος, η Κύπρος, από πάρα πολύ νωρίς ήρθε σε επαφή με το δυτικό πολιτισμό, επαφή που κράτησε πολλούς αιώνες. Ένα χαρακτηριστικό αυτού του πολιτισμού, που είναι συνδυασμός ανθρωπισμού και χριστιανικής παράδοσης, υπήρξε το πνεύμα της ιπποσύνης. Πολιτισμός στον οποίον το αίσθημα της ιππικής τιμής γνώρισε ιδιαίτερη έξαρση.
Όμως από τα άγρια μεσαιωνικά ήθη, έμεινε μόνο μια σχηματική επιβίωση, η οποία πραγματοποιήθηκε σ’ έναν κόσμο εξευγενισμένο, που γοητεύτηκε από την επίδειξη της ιπποτικής δεξιοσύνης πολύ περισσότερο από ό,τι από τους πολεμικούς αγώνες.
Αυτό το ιδανικό ήρθε σε επαφή με το δικό μας νησιώτικο κόσμο και η συνάντηση μιας τέτοιας νοοτροπίας με την ψυχική διάθεση του νησιώτη ήταν δύσκολο να πάρει το χαρακτήρα μαχητικής σύγκρουσης. Ο φιλόκαλος και ήμερος νησιώτης θέλγεται από έναν τέτοιον πολιτισμό και τον κάνει δικό του σε μεγάλο ποσοστό. Και αυτό το σμίξιμο πραγματοποιείται σ’ ένα εξαιρετικά ευνοϊκό και δεκτικό περιβάλλον, όπως είναι ο νησιώτικος ψυχισμός.
Ένα από τα αποτελέσματα αυτής της πολιτισμικής ένωσης υπήρξε και η διεξαγωγή του ιππικού αγωνίσματος της Γκιόστρας, που μοιραία παρουσιάζεται ως καρπός των πολιτιστικών επιρροών και επαφών με τη Δύση. Και με δεδομένη την άποψη που διατυπώνεται στο πρόγραμμα της Γκιόστρας 2010 από το Διονύση Φλεμοτόμο ότι «η Γκιόστρα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μικρογραφία της ιστορίας της Ζακύνθου», θεωρώ ότι αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον ερευνητή, το ενδεχόμενο να εξεταστεί η Γκιόστρα και ως δομικό στοιχείο στη σύγχρονη ζακυνθινή ποίηση. -Σε μια εποχή μάλιστα που σημαδεύεται από οδυνηρές αμφισβητήσεις και ανακατατάξεις, η ανάγκη να προβληθούν δραστηριότητες και αξίες -με τις όποιες αντιρρήσεις για την πολιτιστική τους γνησιότητα- που χαρακτήριζαν μία συγκεκριμένη εποχή και ένα συγκεκριμένο κόσμο, γίνεται αποδεκτή, ώστε ο σημερινός άνθρωπος αποπροσανατολισμένος στον κυκεώνα της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων, να ξαναβρεί τα κοινά σημεία αναφοράς συλλογικού χαρακτήρα, που διαμορφώνουν την αυτογνωσία του και διατηρούν την πολιτιστική του ταυτότητα.
Στοιχείο της ζακυνθινής παράδοσης -αρχικά της αστικής και στη συνέχεια της λαϊκής- με τη μορφή του έθιμου και το χαρακτήρα του παιχνιδιού, που συνδέθηκε στο πέρασμα του χρόνου με τη γιορτή του καβαλάρη Αγίου Γεωργίου, είναι η Γκιόστρα, άθλημα εφίππων, κονταροχτύπημα, που διεξαγόταν μεταξύ των ευγενών, αλλά τελικά επικράτησε με τη μορφή ενός καθαρά λαϊκού αγωνίσματος.
Όπως μας πληροφορεί ο Διονύσιος Ρώμας[2], αρχικά επρόκειτο για κονταρομαχίες πραγματικές, αργότερα όμως, και βέβαια μετά από θανατηφόρο επεισόδιο, μεταβληθήκανε σε ιππικούς αγώνες επιδεξιότητας αναίμακτους. Αρχαιότατο ιπποτικό μεσαιωνικό έθιμο το συναντάμε και στον «Ερωτόκριτο».
Στη Ζάκυνθο οι Γκιόστρες εγίνοντο κάθε χρόνο την εβδομάδα των Απόκρεω και είχαν κρατικό χαρακτήρα, αφού τα αποτελέσματά τους αναφέρονται στα επίσημα πρακτικά της Κοινότητας. Είχαν λαϊκό και κοινωνικό χαρακτήρα, όπως συμβαίνει και με τις σύγχρονες ιπποδρομίες και, τελικά, δίνανε μια ευκαιρία στους κομψούς δανδήδες και elegantes του καιρού, να επιδείξουνε τις τουαλέτες τους. Το γεγονός ότι λαβαίνανε χώρα κατά το καρναβάλι δείχνει ότι η γιορτή κατά βάθος δεν ήταν τίποτα περισσότερο από έναν χορό μεταμφιεσμένων.
Τρεις σύγχρονοι Ζακυνθινοί ποιητές χρησιμοποιούν το δρώμενο της Γκιόστρας ως βασικό δομικό στοιχείο στα σώματα των ποιημάτων τους, λέγοντας, ο καθένας με το δικό του τρόπο, ότι η ποίηση και το παρελθόν είναι δυο σκοποί που συγχωνεύονται, ταυτίζονται και αλληλοσυμπληρώνονται στη συνείδησή τους.
Πρόθεσή μου δεν είναι η ανάλυση του περιεχομένου των ποιημάτων τους, αλλά η επισήμανση των σημείων εκείνων ή αλλιώς των αναφορών εκείνων που δείχνουν και την πηγή έμπνευσης, αλλά και τον παραλληλισμό της με καταστάσεις και βιώματα και στοχασμούς πάνω στη σύγχρονη και τη δική τους πραγματικότητα.
Κάθε ποιητικό κείμενο που πρέπει να το θεωρούμε ως ένα κρυπτογραφημένο μήνυμα που ξεκινάει από έναν αποστολέα, χρησιμοποιεί ένα συγκεκριμένο κώδικα γραφής και απευθύνεται σ’ έναν αποδέκτη, που οφείλει να αποκρυπτογραφήσει το μήνυμα, αντλώντας και από τα δικά του βιώματα και βασικά από εκείνα που είναι επίκοινα με του πομπού.
Το ποίημα «Ιππηλάσιον», δηλ. ιπποδρομία, του πατέρα Παναγιώτη Καποδίστρια, γραμμένο τέλη του 2009, αρχές 2010, περιέχεται στο πρόγραμμα «Γκιόστρα 2010», στη σελίδα 11, εκτείνεται σε έξι τρίστιχες στροφές με τη στιχουργική μορφή «Χαϊκού», σύμφωνα με την οποία κάθε στροφή αποτελείται από τρεις στίχους των πέντε, επτά και πέντε συλλαβών αντίστοιχα και με χαρακτηριστικό ότι υποβάλλει πολλά με όσο το δυνατό λιγότερες λέξεις. Παρουσιάζει το δρώμενο της Γκιόστρας με τρόπο που παρόλο που οι έξι στροφές έχουν νοηματική ενότητα, μπορεί κάθε στροφή να διαβαστεί και ως ανεξάρτητη και αυτόνομη από τις άλλες, έχοντας ολοκληρωμένη νοηματική ανεξαρτησία.
Α΄
Βολές χρωμάτων
τις πλάκες της πλατείας
ξεθεμελιώνουν.Β΄
Ξεθεωμένα
στις αισθήσεις άλογα
προξενούν σεισμό.Γ΄
Για δαχτυλίδι
χύνεται τόσος κόπος
ή για το χάδι;Δ΄
Λόγχες εμπαθείς
μπήγονται ρωμαλέα
εκεί που ξέρεις…Ε΄
Στη Γκιόστρα τούτη
ίππος η λογική μας
αφηνιασμένος.ΣΤ΄
Ν’ ακούω πάντα
τον καλπασμό της αυγής
ως μόνη λύση.Με όμορφη ποιητική γλώσσα, απομακρυσμένη από τη λογική της εκκλησιαστικής εκσφοράς, που παλιότερα χαρακτήριζε εμφανώς τον ποιητή, διοχετεύει, στην παλιά στατική αφήγηση ανάλογου περιεχομένου, μια καινούργια ευαισθησία, διαμορφώνει και δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην έννοια του λογοτεχνικού δρώμενου και φέρνει τη δράση από τις απροσδιόριστες και απίθανες περιοχές του ιπποτικού μεσαίωνα, σ’ ένα συγκεκριμένο περιβάλλον, στη σύγχρονη εποχή, στην καθημερινή πραγματικότητα, στην ιδιωτική ζωή και κατορθώνει με λέξεις και εκφράσεις φορτισμένες δυναμικά, όπως: «ξεθεμελιώνουν», «προξενούν σεισμό», «ξεθεωμένα άλογα», να μεταδώσει την υπεροχή της δύναμης, την πραγματικότητα της κατοχής, την υποταγή σε μια απρόσωπη εξουσία, αλλά και την αντίσταση που γεννά η χρησιμοποίηση της λογικής και της κριτικής ικανότητας, που οδηγούν τον άνθρωπο στην άρνηση αυτής της ματωμένης πραγματικότητας και στην προσήλωση σ’ έναν άλλον αγώνα, σε άλλες αξίες ζωής, χώρες όπλα κα άλογα, όπως προσδιορίζεται από τις εκφράσεις «αφηνιασμένος ίππος η λογική», «λύση ο καλπασμός της αυγής».
Ο Διονύσης Φλεμοτόμος χρησιμοποιεί τη Γκιόστρα ως δομικό στοιχείο σε δυο ποιήματα του. Το πρώτο, με τίτλο «Στη Giostra της Sulmona» και χρόνο γραφής 6.11.2009, με όρους ποιητικούς που αναφέρονται στα ιδιαιτέρα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου δρώμενου, όπως αυτό παρουσιάζεται στη Sulmona και με διαφορετική συμβολική, δίνει χρώμα, κίνηση και ήχο στον τρόπο με τον οποίο το έθιμο της Giostra αναβιώνει ή επιβιώνει στη Sulmona, με πρωταγωνιστές τα τύμπανα και τις σημαίες και σκαλίζει μνήμες του αγωνίσματος σε χρόνους βαθύτερους, με όρους πολεμικούς και όχι παιχνιδιού, ως μέσο αναμέτρησης, αλλά και επιβολής του δικαίου σε έναν κόσμο άδικο από τον ανώνυμο μαχητή που πιστεύει ότι η εκμετάλλευση του αδύνατου πρέπει να εξαλειφθεί από την ανθρώπινη ζωή και παραλληλίζει τον αγώνα και τη νίκη με την επικράτηση της χριστιανικής αλήθειας.
Από τη Ρωμαϊκή αρένα, όπου ο αδύναμος μονομαχεί για να ζήσει, ως το μαρτυρικό Γολγοθά και από το κονταροχτύπημα του Ερωτόκριτου και τους ιππικούς αγώνες για το έπαθλο και το ιππικό αγώνισμα ταχύτητας και λιθοβολίας για ένα δάφνινο στεφάνι ή μια καλοζυμωμένη κουλούρα, η Γκιόστρα είναι παρούσα στην τεθλασμένη στο χρόνο σκέψη του ποιητή, που με υπαινιγμούς και αναγωγές παρακολουθεί τη μετεξέλιξη του δρώμενου σε πολιτιστικό σημείο αναφοράς του τόπου μας. Το ποίημα «Στη Giostra της Sulmona» πρωτοδημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό του Παναγιώτη Καποδίστρια «Στον Ίσκιο του Ίσκιου», στις 13 Οκτωβρίου 2008.
«Στη Giostra της Sulmona»
Ήταν τα τύμπανα πρώτα
αν όχι της ακοής αφύπνιση
σίγουρα
των άλλων τεσσάρων του κορμιού εισόδων
πρωινό επισκεπτήριο.Μετά κάτι λυμένα μαλλιά
οι πόθοι μιας ανικανοποίητης σάλπιγγας
τα στημένα σώματα
Και του ιδρώτα το κάλεσμα
να κάνει τις σημαίες να σκιρτούν
σε κυματισμούς επιθυμίας.Απ’ τους αιώνες του κοιτούσε ο Οβίδιος
δίχως να νοιάζεται στην αγωνία της μετάφρασης
ούτε και δίνοντας στις κόρες των ματιών σημασία
όταν διεκδικούσαν με την ιπποτική της περιέργεια
δύο στήθη γυμνά
που έδιναν αιτίες για ακύρωση.Ίσως για αυτό
σαν οδηγήθηκε ο νικητής
κατά το λόφο της Μαρίας του Μνήματος
ξεπέζεψε απαρατήρητος
και με το λεωφορείο των κρατούμενων
έφτασε νύχτα στο υπερσύγχρονο ερημητήριο
να καταθέσει το έπαθλοΜε οκτώ ανισοσύλλαβους και ανομοιοκατάληκτους στίχους το δεύτερο ποίημα του Διονύση Φλεμοτόμου, με τίτλο «Palio» και χρονική ένδειξη γραφής 6/11/2009 και αδημοσίευτο, αναφέρεται στην επαναφορά και την επικράτηση του εθίμου, στην λαϊκή, αποδοχή του, που το κατέστησε δημοφιλές θέαμα, και μας υπενθυμίζει ανάλογο δρώμενο που διεξάγεται στη Σιένα της Τοσκάνης, υμνώντας τη σωματική ρώμη και ομορφιά με αρχαιοελληνικό λυρισμό.
«Palio»
Όλα τα μάτια τα μελιά
έχουν το προνόμιο της δημοκρατία
των γυμνών σωμάτων.
Ακόμα και μπροστά στο περίπτερο
Μιας επαρχιώτικης κωμόπολης
θυμίζουν άλογα που καλπάζουν περήφανα
ισοψηφώντας τη νίκη
μες στην απόλυτη δικαιοσύνη τους.Με δύο ποιήματά του και ο Διονύσης Σέρρας μας θυμίζει ότι η Γκιόστρα είναι ανάμεσα μας, παρεμβαίνει στη σύγχρονη ιστορία μας και ως δρώμενο συμβαίνει συχνά στην καθημερινότητα μας.
Το πρώτο ποίημα, με τίτλο «Κρίκος», σύγχρονο με τη διεξαγωγή του αγωνίσματος της Γκιόστρας το Φλεβάρη του 2010, και αφιερωμένο στο Διονύση Φλεμοτόμο, τον κυρίως νικητή, όπως τον προσφωνεί, προφανώς για τον επιτυχή τρόπο που αναβίωσε μια παλιά ιστορία, γραμμένο και αυτό με τη στιχουργική μορφή Χαϊκού, αποτελείται από εφτά τρίστιχες στροφές, που σε ιστορικό ενεστώτα μας φέρνουν την αίσθηση του παρελθόντος και δημιουργούν την εντύπωση ότι ζούμε σε μιαν άλλη εποχή, ακαθόριστη, όπως τη σηματοδοτεί η λέξη «Ήσκιοι», με κεφαλαίο, που σημαίνει μορφές που δεν είναι ευδιάκριτες, δημιουργήματα της φαντασίας, ή στην ποιητική εκφορά τους μνήμες φευγαλέες και αναπαριστάνουν ένα ειδικό περιβάλλον του ζακυνθινού χτες, που προσδιορίζεται με την επιλογή της λέξης Αρίγκο - τοποθεσία στην Μπόχαλη, στη θέση που βρισκόταν ο ρωμαϊκός ιππόδρομος- και φωτογραφίζει το θέμα της Γκιόστρας στη σημερινή μετάπτωσή του σε γιορτή, αγώνισμα δεξιοτεχνίας, επίδειξης και αίγλης, όλα στεφανωμένα με τα δαφνόφυλλα της μνήμης και της συνέχειας.
1.
Θύμησης κόψη
μ’ άλλο κοντάρι κατά
στηθα στο κενό.2.
Απ’ τον Άριγκο
ηχούν χρυσοπέταλα
ως την πλατεία.3.
Άτι αγώνα
φτερώνει με φλάμπουρα
της περηφάνιας.4.
Νιόκοπες λόγχες
με Ήσκιους ιππήλατους
σμίγουν στον κρίκο.5.
Ιππότες αλκής
λαβώνουνε χίμαιρες
ή ψευδαισθήσεις.6.
Λάβαρα μνήμης
κι ανάσας γεννήματα
κλείνουν το χάσμα.7.
Κύρηκες νίκης
με αύρας δαφνόφυλλα
στέφουν την Γκιόστρα.Το δεύτερο ποίημα με τίτλο «ΤΕΛΕΤΗ», από τη συλλογή «Οι κήποι της απόδρασης», που περιέχει ποιήματά του της περιόδου 1992-2007 έχει ως μότο τη φράση «Θύμηση για τη μητέρα, Έτσι αντίστροφα τ’ ακόντιο κρατώντας για ποιο σημάδι να κριθείς;» Και κάνει ακριβείς παραλληλισμούς της τελετής της Γκιόστρας μια της Τελετής θανάτου της μητέρας του.
Με στίχο ελεύθερο και που λειτουργεί χωρίς ισοσυλλαβία, συμμετρία και ομοιοκαταληξία και σε δυο στροφές με ποιητική ενότητα σε ποικιλία μεγέθους, με συνειρμική λειτουργία της μνήμης, που επιτρέπει την εναλλαγή χρονικών και τοπικών σημείων αναφοράς, αφήνει έναν ποιητικό κόσμο ανοιχτό όπου όλα υπάρχουν και λειτουργούν μέσα σε όλα.
Με τη μάσκα του θανάτου αθώρητη
και τη θωπεία αισθητή,
φτάνεις νωρίς και σήμερα
(την Κυριακή της Τυρινής)
στην πόρτα της Υφαντουργείων_
σα φίλου φως μες στη Σκιά
να συνοδέψεις μοναχούς
στη διαδρομή της Γκιόστρας
με κρίνου Ιππότες λιγοστούς
και περισσούς τους εκπεσόντες_
σ’ ευχής κονταροχτύπημα
για του Καλού το δαχτυλίδι.Σε αύρας ή ανάσας μουσική
και σε σαλπίσματα γιορτής
με τις Αγάπης τις αφές
τ’ ανείδωτα ζεσταίνεις _
δείχνεις απλά στους άπορους
της Άνοιξης το δρόμο
και στο λυόμενο ξαναγυρνάς.Κοιτάζεις της υπομονής την άδεια πολυθρόνα
της θαλπωρής την γκρίζα κάπα σου
με χάρης βλέμματα χαϊδεύεις
στην άκρη βάζεις θολωμένα τα γυαλιά σου
και στο γαλάζιο της Σιωπής
σαν πλάσμα θόλου αναβαίνεις
την τελετή εδώ αφήνοντας
Για θεατές συνηθισμένους .-Μ’ αυτό το Μαύρο
άτι ακίνητο
τι να χαρείς την Κυριακή;Ο ποιητής αγαπά την εορταστική όψη του κόσμου, αλλά η απώλεια αγαπημένων αλλάζει το ψυχικό πεδίο και έρχεται σα «συνείδηση του βάθους των πραγμάτων». Και η γνώση του βάθους δεν είναι παρά η προοπτική του χρόνου, οι καταβολές της ιστορίας, οι εξαρτήσεις από τον περίγυρο, το θερμό ανθρώπινο περιβάλλον. Το ποίημα γίνεται στίγμα ζωής και η απήχηση μιας λεπτομέρειας και της απήχησής της, ή έκφραση της ζωής όπως την κατέγραψε ο ποιητής στη γλώσσα της ποίησης και στη δική του γλώσσα. Πρέπει, λοιπόν, να ξέρουμε αυτή τη ζωή που στο ποίημα βλέπουμε το στίγμα της και να μπορούμε μέσα από τις νύξεις του ποιήματος να την ανασυνθέσουμε. Και πρέπει να ξέρουμε ότι στην ποίηση και κυρίως στη σύγχρονη ο κώδικας και τα κλειδιά ταυτίζονται με τις λέξεις, Οι νύξεις άλλοτε είναι ολοφάνερες, άλλοτε κώδικας και αποτελούν κλειδιά. Οι λέξεις έχουν ένα νόημα και συχνά έχουν και άλλα, εκτός από το ένα, και προκαλούν, επίσης, πολλούς συνειρμούς και πρέπει να εμπιστευτούμε τις λέξεις και να τις αφήσουμε να συναγείρουν μέσα μας τους συνειρμούς που μπορούν.
Η «ΤΕΛΕΤΗ» γίνεται πολυώνυμο- αγώνας, αναμέτρηση, συναγωγισμός, χαρά, δοξολογία, νίκη, απονομή, θάνατος-. Όλες οι αποχρώσεις της ζωής αντανακλούν τη λειτουργία του εθίμου της Γκιόστρας στο πέρασμα του χρόνου και κορυφώνεται στην ήττα και τη αποχώρηση από τη ζωή ενός αγαπημένου προσώπου.
Η ζωή δεν είναι μόνο θαύμα, αλλά και θάνατος και απόγνωση για ό,τι γύρω μας και μέσα μας είναι περιορισμός.
Ανιχνεύοντας το δρώμενο της Γκιόστρας στη σύγχρονη Ζακυνθινή ποίηση, διαπιστώνουμε ότι η ύπαρξή του δεν πέρασε απαρατήρητη, αλλά ερέθισε τους σύγχρονους ποιητές, οι οποίοι μέσα από τους στίχους τους μας κάνουνε να αισθανθούμε ότι ο τρόπος που η παλαιότερη εποχή ανασταίνεται, δε φαίνεται ούτε απίθανη, ούτε παράξενη στον αναγνώστη. Με τα ποιήματά τους δε ζήτησαν να μας θαμπώσουν με τη λεπτομερή περιγραφή μιας άγνωστης και ασυνήθιστης πραγματικότητας, μήτε να μας διδάξουν με την αυτούσια περιγραφή των τρόπων ζωής μιας παρωχημένης περιόδου. Κάνουν μια επιτυχημένη πρόσμιξη του ιστορικού με το πλασματικό, με τρόπο που το παρελθόν γίνεται το μέσο για τη μετάδοση στάσεων και διασκεδάσεων των προγόνων μας με τη μορφή που δίνει η ποίηση.
Με συνεχείς καθόδους στα βάθη της ιστορικής μνήμης μετασχηματίζουν το δρώμενο σε αφορμή για παραλληλισμούς σε σύγχρονα βιώματα και προβληματισμούς. Φύσεις λυρικές και μουσικά αναθρεμμένες χαριεντίζονται με το τραγικό και, τελικά, σε γλώσσα ποιητική μας παρουσιάζουν τη ζωή σαν ένα άθροισμα εικόνων που διασταυρώνονται στα μάτια μας και απελευθερώνουν όλες τις μαγικές εικόνες των παιδικών μας ακουσμάτων, θησαυρίζοντας στοιχεία από την παράδοση και εντάσσοντάς τα σε μια σύγχρονη αντίληψη._
[1] Ανακοίνωση για την Ημερίδα: «Η Γκιόστρα στη Ζάκυνθο», 25 Απριλίου 2010, που συνδιοργάνωσαν το Μουσείο Σολωμού & Επιφανών Ζακυνθίων και η Αστική μη κερδοσκοπική Εταιρεία «Giostra di Zante», από τα Πρακτικά: Εκδόσεις Τρίμορφο, Ζάκυνθος 2011.
[2] Διονύσιος Ρώμας, Τα Ζακυνθινά, Αθήνα 1937, σελ. 274-278.
Το Καρναβάλι στη Ζάκυν...
Οι γιορτές των Απόκρεω ήρθαν στη Ζάκυνθο επί Ενετοκρατίας. Αρχικά το «προσωπιδοφορείν» επιτρεπόταν σε όλη τη διάρκεια του έτους, αλλά εξαιτίας κάποιων σκανδάλων, απαγορεύτηκε αυστηρά. και περιορίστηκε από την επομένη των Θεοφανείων μέχρι την Κυριακή της Τυρινής. Η Ιόνιος Κυβέρνηση εξαιτίας των οργίων, που γίνονταν στη διάρκεια των Απόκρεω, τις περιόρισε στις δύο τελευταίες εβδομάδες. Μετά την Ένωση προστέθηκε μία ακόμα εβδομάδα, η εβδομάδα του Ασώτου, αλλά η απόπειρα αυτή απέτυχε. Το Καρναβάλι τελικά διαρκεί δεκαπέντε μέρες που ορίζονται ανάμεσα στις Κυριακές του Ασώτου ή Γουρουνοκυριακή, των Απόκρεω και της Τυρινής.
Κατά τη διάρκεια του Καρναβαλιού η διαστρωματωμένη κοινωνία της εποχής καταρρίπτει όλους τους περιορισμούς. Άντρες και γυναίκες, ποπολάροι και ευγενείς γίνονται όλοι ίσοι και διασκεδάζουν με κοινό παρονομαστή, όπως λέει ο Ρώμας την όπερα, τη μάντσια και τις σερενάτες.
Φορώντας τη μπαρμπούτα (είδος προσωπίδας, πέπλου, καλύπτρας), τη μπαούτα (είδος μαύρου μανδύα, μακριού και μεταξωτού με μπέρτα και κουκούλα στο κεφάλι, που σκέπαζε το τρικαντό) και τη μωρέττα (μάσκα), γυναίκες και άντρες, οι «μάσκαρες» και οι «ντετόροι», ξεχύνονται στους δρόμους της πόλης, επισκέπτονται τα φιλικά σπίτια, διασκεδάζουν στα φεστίνια ή παριστάνουν καθ’ οδόν θεατρικά έργα. Οι θεατρικές αυτές παραστάσεις λέγονταν ομιλίες.
Στις ομιλίες, στήνονταν πρόχειρες σκηνές στις πλατείες και στα πλατώματα, με λιόπανα, κλαριά και λουλούδια και διακωμωδούσαν κοινωνικά επεισόδια ή αναπαρίσταναν χαρακτηριστικές γιορτές του νησιού. Οι πιο συνηθισμένες ήταν ο Ερωτόκριτος, η Ερωφίλη, η θυσία του Αβραάμ, η Χρυσαυγή, ο Κρίνος και η Ανθία, σκηνές από το Χάση, ο Γάμος του Κοντογιαννάκη μετά της Αγγελικούλας Μότση, η Κακκάβα κ.ά. Επίσης αναπαριστούσαν τον Κινέζικο Γάμο σε κάρα, το Πανηγύρι του Αγίου Λύπιου, το Φαβραρείο, την Τράτα, τους Γαμπρούς και άλλα.
Από τις υπαίθριες διασκεδάσεις ξεχωριστή θέση είχαν το Γαϊτάνι και η Γαϊδουροκαβάλα. Το γαϊτανάκι ήταν ένας ξύλινος ιστός από τον οποίο ξεκινούσαν μακριές χρωματιστές ταινίες, τις άκρες των οποίων κρατούσαν προσωπιδοφόροι, οι οποίοι χόρευαν μέχρι οι ταινίες να πλεχτούν και τανάπαλιν. Στη γαϊδουροκαβάλα προσωπιδοφόροι καθισμένοι πάνω σε γαϊδούρια περιφέρονταν στην πόλη παριστάνοντας χωριάτικους γάμους.
Τόποι ξεφαντώματος για τους ευγενείς ήταν οι «Λέσχες», ενώ για τους ανθρώπους του λαού οι «Καβαλκίνες ή Καβαρκίνες» και τα «Βελλιόνια».
Η ίδρυση των Λεσχών αυτών χρονολογείται από την εποχή που νέες ιδέες για τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα άρχισαν να κλονίζουν τα θεμέλια της μοναρχίας. Η δράση τους, εκδηλώθηκε όταν η Ζάκυνθος καταλήφθηκε από τους Δημοκρατικούς Γάλλους. Όταν τέθηκε υπό αγγλική προστασία η Επτάνησος, άρχισαν να ιδρύονται εταιρείες ή σύλλογοι, μερικές από τις οποίες μετέβαλαν με το πέρασμα των χρόνων τον αρχικά φιλολογικό τύπο τους σε πολιτικό για την ανάπτυξη των πολιτικών κομμάτων.
Η Λέσχη «ο Ζάκυνθος», που ιδρύθηκε το 1839 στεγαζόταν και ήταν το Πάνω Καζίνο, το Ρωμιάνικο, ενώ ο πολιτικός Σύλλογος «Λομβάρδος», που ιδρύθηκε το 1842, στεγαζόταν και ήταν το Κάτω Καζίνο, το Λομβαρδιανό.
Όσοι πήγαιναν να διασκεδάσουν στα Καζίνα, θα έπρεπε να είναι συνδρομητές τους και άψογα ντυμένοι, με σκούρο κοστούμι ή με σμόκιν, παπιγιόν και λουστρίνια παπούτσια.
Το πρόγραμμα της ορχήστρας ήταν πάντα αναρτημένο, θυμάται ο Κοριατόπουλος: βαλς, μποστόν, πόλκα, μαζούρκα, τετράχοροι, λογχισταί, δηλαδή λανσιέρηδες.
Την Πέμπτη των Απόκρεω γιορταζόταν και γιορτάζεται η Τσικνοπέμπτη. Την ημέρα αυτή τρώνε ψημένο στα κάρβουνα κρέας («τσικνισνό») και «τσουκνίζονται» τα παιδιά με τσουκνίδες.
Την Πέμπτη της Τυρινής γινόταν ο χορός του Πρασίνου, που τον διοργάνωνε η Φιλοδασική Εταιρεία, η οποία έβαζε πάντα σε λαχειοφόρο ένα αρνί. Οι γυναίκες φορούσαν μεγάλα χάρτινα πράσινα λουλούδια στα ντόμινά τους. Τώρα, που καίνε τα δάση, δεν υπάρχει φαίνεται και η Φιλοδασική για να διοργανώνει χορό!
Την τελευταία Κυριακή δε γινόταν απογευματινός χορός. Ήταν όμως «ελευθέρα» η είσοδος του κόσμου στα Καζίνα, που μπαινόβγαινε στα σαλόνια τους, μασκαρεμένος ή όχι, έπαιρνε το γλυκό του, συζητούσε, κουτσομπόλευε. Την Κυριακή αυτή, κατ’ εξαίρεση, μπορούσαν να πάνε στο βραδινό χορό τα παιδιά των συνδρομητών, αφού έδινε άδεια ο Πρόεδρος της Λέσχης. Εκτός των Λεσχών δίδονταν εσπερίδες και σε σπίτια αρχοντικά και σε μερικά των αστών.
Οι μη εγγεγραμμένοι στις Λέσχες, οι άνθρωποι του λαού, διασκέδαζαν στις λεγόμενες «Καβαλκίνες», δηλαδή σε μεγάλες αίθουσες τροποποιημένες κατάλληλα και στολισμένες αποκριάτικα, με υπέροχες ορχήστρες, μπουφέδες με ποτά, αλλά και τραπέζια με μεζέδες.
Τέτοιες «Καβαλκίνες» ο Ντίνος Θεοδόσης θυμάται μία στη μεγάλη αίθουσα του Μαρτινέγκειου Ιδρύματος στην πλατεία Ρούγα, μία άλλη στην οδό Φωσκόλου, και μια τρίτη δίπλα στην εκκλησία των Αγίων Πάντων.
Τόσο στις Λέσχες όσο και στις Καβαλκίνες υπήρχαν ιδιαίτερες αίθουσες για χαρτοπαιξία. Άλλες μικρότερες αίθουσες που χόρευαν και γλεντούσαν οι άνθρωποι του λαού, υπήρχαν επίσης στον Άμμο, στον Άγιο Λάζαρο και στην Αγία Τριάδα.
Μετά το σεισμό, άρχισαν οι αποκριάτικοι χοροί πρώτα μέσα σε τολλ, στους οικισμούς του Ξιφίτα και της Παναγούλας. Όταν κατασκευάστηκε το Πνευματικό Κέντρο, άρχισαν να γίνονται εκεί καρναβαλικές εκδηλώσεις με χοροεσπερίδες.
Οι Αποκριές έπαυαν την Κυριακή της Τυρινής. Στις 6 μ.μ. σήμαινε η μεγάλη καμπάνα του κωδωνοστασίου των Αγίων Πάντων, ενώ συγχρόνως στα σιδερένια κάγκελα του μπαλκονιού κρεμούσαν ένα παράξενο στεφάνι φτιαγμένο από λίγα μάτσα μαρούλι, σκόρδο, κρεμμύδια, και ρουμάνες, δηλωτικό της έναρξης της νηστείας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Το βράδυ γινόταν το Πόβερο Καρναβάλι, δηλαδή η κηδεία του Καρνάβαλου. Μπροστά πήγαινε η μουσική παίζοντας πένθιμα, ακολουθούσε πλήθος μαυροφορεμένων μασκαράδων και φέρετρο πάνω στο οποίο ήταν ξαπλωμένη μάσκα. Τις ταινίες του φερέτρου κρατούσαν τέσσερις άρχοντες και ακολουθούσε αυτός που παρίστανε το Βασιλιά με την ακολουθία του, κρατώντας λαμπάδες και φανούς. Άντρες και γυναίκες, μέσα στο συνοστιζόμενο πλήθος, χτυπώντας κουδουνάκια, φώναζαν Povero carnavale. Η πένθιμη ακολουθία της κηδείας του Καρνάβαλου περνούσε από τους κυριότερους δρόμους της πόλης και κατέληγε στην Πλατεία του Ποιητή (σημερινή Αγίου Μάρκου), όπου και ο κόσμος διαλυόταν μέσα σε ευχές και ευθυμία.
Τα μεσάνυχτα ακριβώς τελείωνε η περίοδος των Απόκρεω, ενώ οι καμπάνες των μεγαλύτερων κωδωνοστασίων της πόλης χτυπώντας πένθιμα και μονότονα ανήγγειλαν την έναρξη της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Ο Ρώμας θυμάται με νοσταλγία τα διαφορετικά σημάματα των καμπάνων: το βουβάτο, το αμυγδαλάτο, το χήρεμα, το κομμάτι, το τέμπο-σπαλιάτο, το κουτσό.
Το μεσημέρι της ημέρας αυτής έτρωγαν, και κάποιοι ζακυνθινοί που θέλουν να διατηρήσουν την παράδοση, τρώνε και σήμερα ψάρι με σκορδαλιά (αλιάδα) και το βράδυ ψητό στο φούρνο με μακαρόνια χοντρά και ένα αυγό σφιχτό, που στο τσόφλι του πίνουν κρασί.
Ο Ζώης αναφέρει ότι το βράδυ της Κυριακής της Τυρινής προς την Καθαρά Δευτέρα, όταν καθίσουν στο τραπέζι, ο οικοδεσπότης ή κάποιος άλλος, παραγγέλλει να φάνε τρεις πιρουνιές από τα παραδοσιακά για το βράδυ εκείνο μακαρόνια και να κρατήσουν κατόπιν το τραπεζομάντιλο, και ρωτά τρεις φορές τους παρισταμένους: «Εφάγατε;» Και κείνοι απαντούν «Εφάγαμε». «Εχορτάσατε;» «Εχορτάσαμε». Κατόπιν λέει: «τον Κύριον δοξάσατε» και εξακολουθεί η πανδαισία. Τη νύχτα αυτή, δεν ξεστρώνουν το τραπέζι και αφήνουν σ’ αυτό τ’ αποφάγια γιατί λένε ότι «έρχονται οι ψυχές των νεκρών και τρώνε».
Το Καρναβάλι γιορτάζεται με πολύ ξεχωριστό τρόπο ακόμα και σήμερα.
Μετάβαση στο σημείο: Η πόλη της Ζακύνθου μετά το σεισμό