Ζάκυνθος
Ζάκυνθος
Συγκρότηση ενότητας: Κατερίνα ΔεμέτηΗ πλατεία Ρούγα Η πλατεία Ρούγα
Η Ενετοκρατία στα Εφτά...
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Κ’
Ιππικαί Γυμνασίαι. — Giostre. — Περιγραφή αυτών.
Της αριστοκρατίας ούσης βάσεως του πολιτικού συστήματος συνήδε μετά ταύτης η παρά τη ευγενεί νεολαία ανάπτυξις του ιπποτικού πνεύματος. Ένεκα τούτου εφ’ όλης σχεδόν της διαρκείας της Ενετικής κυριότητος ευρίσκομεν διατηρουμένους και κανονισμένους ιππικούς αγώνας, λείψανα ή μάλλον αναμνήσεις των περιωνύμων του μεσαίωνος ιπποδρομικών αγώνων και μονομαχιών (Carrousel, Tournois).
Επειδή οι αγώνες ούτοι, καθ’ όν τρόπον το πάλαι ετελούντο, αιματηροί και συχνάκις θανατηφόροι απέβαινον εις τους αγωνιζομένους, είχον προ πολλού απαγορευθεί, κυρίως παρά των Παπών, ψηφισάντων να μη επιτρέπεται μήτε η ταφή εις καθιερωμένην γην των εις παρομοίως αγώνας πεσόντων. Αλλά δεν ήτο δυνατόν να εξαλειφθεί και η έξις των τοσούτων εις τε τους άρχοντας και τους λαούς προσφιλών θεαμάτων· όθεν παντού της Ευρώπης αντικατεστάθησαν δια παιγνιών μάλλον, εν αις ουδαμώς διεκινδύνευεν η ζωή των αθλητών. Των τοιούτων παιγνιών είδος ήσαν και αι παρ’ ημίν πανηγυρικαί γυμνασίαι (Giostre). Ετελούντο κατά την τελευταίαν εβδομάδα της απόκρεω, ήσαν δε δύο ειδών· αι μεν (Corse dell’ annello) συνίσταντο εις το να τρέχωσιν έφιπποι οι αγωνισταί και δια της λόγχης να λαμβάνωσιν εις το τέρμα του σταδίου δακτύλιον κρεμάμενον, αι δε (Corse della Quintana) εις το να εφερμώσι προς τινα σκοπόν, ανδρείκελον σχηματίζοντα, και να κτυπώσιν αυτό δια της λόγχης· ούτως εξησκείτο η ρώμη και η ανδρεία χωρίς να μάχηται ως το πάλαι ανήρ κατ’ ανδρός.
Εν Κερκύρα εχρησίμευεν εις ιπποδρόμιον η λεγομένη Πλατεία οδός (Strada larga) επί του εξώστου της αρχαίας οικίας, ήτις εν τη αυτή οδώ εισέτι κείται διατηρούσα την μεσαιωνικήν όψιν, και έντρομος περιμένουσα να επιπέσει και επ’ αυτής η βανδαλική εκείνη χειρ η ούτε ίχνος ανεχομένη της αρχαίας Κερκύρας, επί του εξώστου, λέγω, της οικίας ταύτης εκάθηντο ο Προβλεπτής και οι Σύνδικοι, έξωθεν δε του εξώστου εκρέματο επί λόγχης χρυσούν ύφασμα (Palio), το βραβείον της νίκης. Παρίσταντο οι αγωνισταί ενώπιον των ειρημένων αρχών ίνα προ της ενάρξεως του αγώνος καταγράψωσι τα ονόματα αυτών. Ώφειλον ούτοι να είναι εκ της τάξεως των ευγενών, αποβαλλομένων των φυγοδίκων και των υπό εγγύησιν απελευθερωμένων υποδίκων. Ει και η απόκρεω επέτρεπε τον μεταμφιασμόν, ουδείς όμως εδύνατο να συναγωνισθεί μετaμφιεσμένος και φορών προσωπίδα. Την επιτήρησιν της ευταξίας είχε Σταδιάρχης, ο και Αγωνοδίκης (maestro di Campo), ετησίως εκλεγόμενος υπό του Συμβουλίου των 150 ομού μετά των λοιπών δημοσίων λειτουργών. Αναγνωσθέντος υπό του Κήρυκος του κανονισμού του προκειμένου συναγωνισμού, παρετάττοντο προς την ανατολικήν άκραν της οδού, λαμπροστόλιστοι και τας λόγχας προτείνοντες οι αγωνισταί· δοθέντος δε δι’ ήχου σάλπιγγος του σημείου της αναχωρήσεως, εν ακαρεί εφορμώντες μετά των σφριγώντων ίππων των, και συνοδευόμενοι υπό των ενθαρρυντικών επιφωνήσεων και των τιναγμών των μανδηλίων των εις τα παράθυρα ισταμένων Κυριών, και των κραυγών και χειροκροτήσεων του εις αμφοτέρας τας πλευράς της οδού συνθλιβομένου όχλου, έτρεχον προς το τέρμα του δρόμου, όπου επί ιστού εκρέματο το δακτύλιον· ο δια της ακμής της λόγχης διαπερνών και αποσπών αυτό ανεδεικνύετο νικητής. Κατά τον έτερον συναγωνισμόν οι ιππόται εφόρμων προς το ιστάμενον εις το τέρμα του σταδίου ανδρείκελον, ος τις δε επί τρεις αλλεπαλλήλους εκδρομάς τω επέφερε τα περισσότερα δια της λόγχης κτυπήματα, ούτος εκέρδαινε την νίκην. Τότε εν μέσω του ενθουσιώντος πλήθους, ο δια του Σταδιάρχου αναγνωρισθείς νικητής, υπερηφάνως προσήρχετο προς τας επί του εξώστου καθημένας αρχάς και παρ’ αυτών ελάμβανε το έπαθλον. Μετά ταύτα συνωδεύετο εις τον οίκον του παρά πάντων των συναγωνιστών του, ους εξένιζεν ευοχών μετ’ αυτών.
Εν Ζακύνθω όπου αι τοιαύται πανηγυρικαί γυμνασίαι μόνον κατά το 1651 ενιδρύθησαν, τα βραβεία πληρονόμενα υπό του δημοσίου ταμείου, συνίσταντο εις δύο αργυρά ξίφη μη υπερβαίνοντα την αξίαν τριάκοντα ρηαλίων.
Ερμάννου Λούντζη, Η Ενετοκρατία στα Εφτάνησα, εκδ. Κάλβος, Αθήνα 1969
Ο Αλαμάνος...
Γ’
Ο Γιάννης Αλαμάνος εγράφτηκε από τους πρώτους στους Σύντικους για να λάβει μέρος στο σπουδαιότερο αγώνισμα της Γκιόστρας, «στη λογχοβολία του φτερού». Όσο επλησίαζε η ώρα ν’ αρχίσει η Γκιόστρα τόσο ο κόσμος επλημμύριζε την Πλατεία Ρούγα και με δυσκολία τα όργανα της εξουσίας εσυγκρατούσαν μέσα στες κολόνες το λαό για να μένει ο δρόμος ελεύθερος για τους αγωνιστάς.
Δέκα λογχοφόροι ανάμεσα στους οποίους εξεχώριζε σε παράστημα ο Αλαμάνος επερίμεναν καβάλα σε άλογα εκλεκτά κοντά στην εκκλησία της Βαγγελίστρας το σύνθημα να ξεκινήσουν. Οι αγωνισταί αυτοί ήταν με πολυτέλεια ντυμένοι με μακρύ μεταξωτό φόρεμα που έφτανε ως τα γόνατά των και είχε κουμπιά εμπρός κι οπίσω. Εφορούσαν μεταξωτή στόλα κόκκινη από το δεξιό ώμο έως το αριστερό πλευρό με φιόγκο στην άκρη και κάλτσες επίσης μεταξωτές. Στο πλευρό τους ελαμποκοπούσε μακρύ σπαθί.
Νέοι αριστοκράτες εγυμνάζοντο σύμφωνα με τον κανονισμό της Γκιόστρας που τους υποχρέωνε να κρατάνε με τέχνη τη λόγχη, να προσέχουν να μη ξεφύγουν τα πόδια τους από τες σκάλες της σέλας του αλόγου και να μη τους πέσει από το τρέξιμο το σπαθί ή το καπέλο. Γιατί αν επάθαιναν ένα από αυτά, κι αν ενικούσαν, η νίκη τους θα εκρίνετο άκυρη.
Την ορισμένη ώρα εδόθηκε το σύνθημα με σάλπισμα. Ακράτητοι οι καβελλαρέοι ωρμίσανε υπό τα χειροκροτήματα και τες ζητωκραυγές του λαού, ο οποίος επλημμύριζε από τα δύο μέρη το μεγάλο δρόμο, τα μπαλκόνια και τα παράθυρα των σπιτιών.
Στο μέτωπο της εξέδρας, το τέρμα της Γκιόστρας, σε κανονισμένο ύψος ήταν τοποθετημένο μαύρο ξύλινο ανδρείκελο και στην κορφή του κεφαλιού του εσειότανε από τον αέρα ένα φτερό. Νικητής του πρώτου δυσκολότερου αγωνίσματος θα ήταν εκείνος που θα έφθανε πρώτος και θα ελογχοβολούσε με επιτυχία το φτερό σε τρεις κατά συνέχειαν διαδρομές.
Στην ίδια παράλληλη σειρά εκάλπαζαν οι τέσσεροι αγωνισταί του πρώτου αγωνίσματος. Έως τη μέση του δρόμου κανένας δεν είχε προσπεράσει τον άλλο, κι η νίκη φαινότανε αμφίβολη. Αλλά λίγα μέτρα προτού πλησιάσουν στο μέγαρο του Μιχαλίτση, μ’ επιδέξιο καλπασμό ο Αλαμάνος επροσπέρασε τους άλλους, έφθασε στο ανδρείκελο και με καταπληκτική επιτυχία ελογχοβόλησε το φτερό. Μυριόστομο ζήτω αντήχησε πέρα ως πέρα στο δρόμο, κι από τα σπίτια εχειροκροτούσαν τον νικητή, που εκοινολογήθηκε σ’ όλη την πλατεία Ρούγα τόνομά του. Και στες άλλες δύο διαδρομές πάλι ο Αλαμάνος έφθασε πρώτος και με την ίδια επιτυχία ελογχοβόλησε το φτερό, και παμψηφεί η Ελλανόδικη Επιτροπή τον ανεκήρυξε νικητή.
Μετά την εκτέλεση και των άλλων αγωνισμάτων οι νικηταί έλαβαν τα βραβεία τους. Πρώτος ο Αλαμάνος έλαβε από τα χέρια του Πρεβεδούρου το βραβείο της νίκης του, ένα ασημένιο σπαθί.
Το τέλος της Γκιόστρας ανάγγειλαν μουσικά όργανα και χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες. Ο λαός δεν συγκρατότανε πλειά στοιβαγμένος μέσα στες κολόνες και απλώθηκε στο δρόμο. Μικροί και μεγάλοι, πλούσιοι και φτωχοί, αριστοκράτες και ποπολάροι, σπρωχνόμενοι έτρεχαν προς το μέρος της εξέδρας για να ιδούν, να συχαριάσουν και να συνοδεύσουν με διαδήλωση τους νικητές στα σπίτια των.
Περισσότερο από τους άλλους αθλοφόρους ο Αλαμάνος έλκυε τον ενθουσιασμό του λαού, γιατί ήταν αγαπητός σ’ όλη την κοινωνία και γνωστοί του κι άγνωστοι έσπευδαν να τον συγχαρούν.
Κι από τα μπαλκόνια και τα παράθυρα των σπιτιών ζωηρότατος εκδηλωνότανε ο ενθουσιασμός για τους νικητάς κι η περιέργεια των γυναικών ήταν μεγαλύτερη να τους ιδούν και προπάντων να ιδούνε τον πρωταθλητή άρχοντα Αλαμάνο.
Αριστοκράτισσες κυρίες και χαριτωμένες κοπέλες με μπουκέτα γιούλια και δίσκους με ζαχαρωτά και παντεσπάνιες επερίμεναν να ράνουν τους νικητές.
Όσο επλησίαζε η στιγμή να ξεκινήσουν οι αθλοφόροι από το πλάτωμα της Αναλήψεως για να πάνε με διαδήλωση από την Πλατεία Ρούγα στα σπίτια των που τους περίμενε ενουσιωδέστατη υποδοχή συγγενών και φίλων και θα ακολουθούσαν γεύματα και χοροί έως τα μεσάνυχτα, τόσο η ανυπομονησία του λαού αύξανε.
Καβάλα στο υπερήφανο άτι του ο Αλαμάνος και τριγυρισμένος από τους φίλους του εδεχότανε τα γενικά συγχαρητήρια. Με όλη όμως τη χαρά του για τη νίκη και τη συγκίνηση για του λαού τον ενθουσιασμό, εάν κανένας τον κοίταζε προσεκτικά, θάβλεπε κάποια μελαγχολία στην ωραία και συμπαθητική μορφή του.
Σαν κάποια σκέψη να βάραινε το νου του, σαν κάποιος κρυφός πόνος νάσφιγγε την καρδιά του, σαν κάποια ανησυχία να τον βασάνιζε, έστρεφε ασύσταγα τα μάτια του στα σημαιοστόλιστα σπίτια, που τα μπαλκόνια τους και τα παράθυρα ήταν γεμάτα γυναίκες περιμένοντας το πέρασμα των νικητών.
Στην πληθώρα των γυναίκειων κεφαλιών μάταια επροσπαθούσε ο Αλαμάνος να ξεχωρίσει συμπαθητική μορφή, κάποια άγνωστή του νέα που εσκλάβωσε το νου και την καρδιά του με μια τυχαία συνάντηση των ματιών των.
Μολονότι αρκετή κάπως απόσταση τον χώριζε από τ’ αρχοντικό του Μιχαλίτση, ενόμιζε πως ολοένα η ψυχή του εξεχώριζε εκείνη που με λαχτάρα εσκεφτότανε και πως το συμπαθητικό της βλέμμα τον κοίταζε στοργικά.
Δύναμη μαγνητική τον έσπρωχνε να μπλεχθεί στα δίχτυα του πεπρωμένου. Ισχυρή προαίσθηση κι επίμονη τον κατείχε πως νέα αρχινά γι’ αυτόν ζωή, πως η καρδιά του έχει ανάγκη να ζευγαρωθεί με μια άλλη καρδιά αγνή σαν τη δική του, και μ’ ενωμένους τους παλμούς των να ζήσουν την αρμονική ζωή αμοιβαίας αγάπης και λατρείας.
Και στο ακάθεκτο ριζοβόλημα τέτοιου αισθήματος η ψυχή του όλο και ανέβαινε στα αθέατα εκείνα ύψη που πλάθουνται και μορφώνουνται τα γλυκύτερα όνειρα που ντένονται τον αιθέριο μανδύα της αγνότητος οι πόθοι κι οι ελπίδες.
Το βλέμμα της άγνωστης ωραίας εξύπνησε στα στήθη του αισθήματα που ως τώρα εκοιμόντανε και στο φύσημα ορμητικού ανέμου ετράνταξε το λογικό του η σκέψη: «Τάχα ό,τι εξύπνησε μέσα μου η ματιά της, εξύπνησε τέτοιο και για με στη δική της καρδιά;»
Και για να καταπνίξει στην ερώτηση αυτή κακή ενδόμυχη απάντηση, ελησμόνησε πού ήταν κι εσπιρούνισε δυνατά τα πλευρά του αλόγου του, το οποίον ξαφνισμένο εσήκωσε τα μπροστινά του πόδια κι άρχισε να στριφογυρίζει ακανόνιστα με κίνδυνο να τον ρίξει χάμου.
Κάποιος από το λαό έτρεξε, εσυγκράτησε από το χαλινό το ξαφνισμένο άλογο και το ανάγκασε να ξεκινήσει αργά και κανονικά.
Από τα μπαλκόνια και τα παράθυρα επέφτανε σαν βροχή τ’ άνθη και τα ζαχαρωτά, προ πάντων επάνω στον Αλαμάνο που προπορευότανε της πομπής.
Ο ωραίος καβαλάρης κρατώντας το βραβείο της νίκης του ευχαριστούσε τες γυναίκες με χαμόγελα και γύρσιμο του κεφαλιού.
Όταν η διαδήλωση εσίμωσε στο μέγαρο του Μιχαλίτση που τα μπαλκόνια και τα παράθυρα ήταν γεμάτα από γυναίκες της αριστοκρατίας, που επερίμεναν με άνθη και κουφέτα να ράνουν τους νικητές της Γκιόστρας, εξεχώρισε ο Αλαμάνος σ’ ένα παράθυρο του κάτω πατώματος την άγνωστή του. Με χτυπόκαρδο την εκοίταξε. Την είδε να στηρίζει τ’ αριστερό της χέρι στον ώμο μιας νέας που κρατούσε δίσκο με άνθη και παντεσπάνιες, ενώ με το άλλο εχάδευε απαλά άσπρη καμέλια που στόλιζε τα στήθια της. Τη στιγμή που σκεπάσανε τον Αλαμάνο τάνθη, οι παντεσπάνιες και τα κουφέτα που μονομιάς επέσανε επάνω του από όλα τα παράθυρα κι από εκείνο που ήτο η άγνωστή του, που δεν έπαυε να την κοιτάζει, αυτή με γρήγορη κίνηση του χεριού της ξεσκαλώνει από το μεταξωτό της φόρεμα την καμέλια και με χαμόγελο που έκρυβε πολλά μα τίποτα δεν εφανέρωνε, επέταξε επάνω του το ευγενικό άνθος. Κατά σύμπτωση η καμέλια εσκάλωσε σε μια δίπλα της στόλας του. Την πήρε αμέσως ο Αλαμάνος, την έφερε στα χείλη του και μ’ ελαφρή κλίση του κεφαλιού ευχαρίστησε τη νέα, η οποία συγκρατώντας την ταραχή και τη συγκίνησή της εχαμήλωσε με χαμόγελο τα μάτια.
Α. Αβούρη, «Ο Αλαμάνος»
Giostra di Zante...
Η Ιστορία της Γκιόστρας της Ζακύνθου[1]
Γκιόστρα είναι ένα από τα παλιότερα δρώμενα του ζακυνθινού καρναβαλιού. Μαζί με τους χορούς, που διεξάγονταν κυρίως στις πολυτελείς αίθουσες των δύο Καζίνων (Ρωμιάνικο και Λομπαρδιανό) και τις πασίγνωστες και λαοφιλείς «Ομιλίες» (θέατρο δρόμου), οι οποίες παριστάνονταν από τον λαό σε υπαίθριους χώρους, αποτελούσαν (και αποτελούν) τις κυριότερες εκφράσεις της αποκριάτικης διασκέδασης του φημισμένου ιόνιου νησιού.ρόκειται για έφιππους αγώνες, στους οποίους οι συμμετέχοντες λάβαιναν μέρος, διεκδικώντας το έπαθλο, όπου ήταν ένα αργυρό σπαθί, για τον πρώτο και ένα ζευγάρι ασημένια σπιρούνια για τον δεύτερο, αλλά και για την τιμή μιας γυναίκας, προς χάριν της οποίας αγωνίζονταν.
Η Γκιόστρα της Ζακύνθου είχε δύο μορφές αγωνίσματος. Η πρώτη ήταν αυτή του δαχτυλιδιού. Σ' αυτήν ο αγωνιζόμενος ιππότης θα έπρεπε να αποσπάσει μικρό κρίκο, ο οποίος ήταν κρεμασμένος από μια ξύλινη κατασκευή. Η δεύτερη ήταν η Γκιόστρα του Mascaron Moro. Σ' αυτήν ο ιππότης είχε σκοπό να κόψει με τη λόγχη του φτερό, το οποίο βρισκόταν τοποθετημένο στο κεφάλι ενός ανθρώπινου ομοιώματος, μελαψού χρώματος (για το λόγο αυτό λεγόταν και Γκιόστρα του Σαρακηνού). Ακολουθούσε μεγάλο, συχνά πολυήμερο γλέντι, στο σπίτι του νικητή και το όνομά του γραφόταν σε ειδικό, τιμητικό βιβλίο.
Στην Γκιόστρα λάβαιναν μέρος ευγενείς μόνο, που το όνομα της οικογένειάς τους ήταν καταχωρημένο στη Χρυσόβιβλο των Ευγενών (Libro d' Oro). Την παρακολουθούσε, όμως, πλήθος κόσμου. Χαρακτηριστικά διασώζεται από τους διάφορους ιστορικούς ότι για να την δουν κατέβαιναν στην πόλη ακόμα και οι κάτοικοι των πιο απομακρυσμένων χωριών. Έτσι η εκδήλωση αποκτούσε και λαϊκό χαρακτήρα. Δεν είναι τυχαίο, μάλιστα, που η Γκιόστρα από νωρίς πέρασε στο λόγιο και το λαϊκό θέατρο του νησιού (Ερωτόκριτος, Ευγένα), καθώς και στην λογοτεχνία του (Διον. Ρώμας, Ανδρ. Αβούρης).
Είναι άγνωστο το πότε ακριβώς ξεκίνησε. Πιστεύεται, όμως, πως είναι μια πανάρχαια συνήθεια. Επίσημα την πρωτοσυναντάμε το 1656, όταν στις 29 Ιανουαρίου αυτής της χρονιάς, διερχόμενος από το νησί ο Γενικός Προβλεπτής την Ιόνιων Νησιών (Capitan General) Λάζαρος Μοτσενίγος επικύρωσε την από 20 Απριλίου 1651 διάταξη του Γενικού Προβλεπτή (Provvediore Generale) Ιωάννου Αντωνίου Ζένζια, σύμφωνα με την οποία η Κοινότητα θα έπρεπε να λαμβάνει για τους αγώνες τριάντα δύο ρεάλια από το δημόσιο ταμείο, τα οποία θα διέθετα για τα έπαθλα των νικητών. Η πληροφορία αυτή, η οποία δημοσιεύεται από τον χαλκέντερο ιστορικό Σπ. Δε Βιάζη, μας κάνει να πιστέψουμε πως η Γκιόστρα ήταν πολλή παλιότερη, πως ήταν ιδιαίτερα αγαπητή από τον ζακυνθινό λαό και για τον λόγο αυτό από την χρονιά εκείνη αποκτά και επίσημο (κρατικό) χαρακτήρα. Χαρακτηριστικό είναι πως με αυτήν ασχολήθηκαν και όλοι οι άλλοι ιστορικοί του νησιού, αλλά και οι περισσότεροι από τους ξένους περιηγητές, που μας παραδίδουν πως αυτή ήταν το μεγαλύτερο γεγονός της χρονιάς για τον τόπο.
Οι ιππικοί αγώνες της Γκιόστρας στην αρχή γίνονταν στην θέση Αρίγκος της Μπόχαλης, δίπλα στην πρώτη πόλη, η οποία ήταν χτισμένη, για λόγους ασφάλειας, μέσα στο Κάστρο. Αργότερα, όταν η πρωτεύουσα του νησιού κατέβηκε στον Αιγιαλό, ακολούθησαν και αυτοί την πορεία της και διεξάγονταν στην κεντρική οδό της Πλατείας Ρούγας (σήμερα Αλεξάνδρου Ρώμα) και μεταξύ των εκκλησιών της Ανάληψης και της Ευαγγελίστριας. Ημέρα διεξαγωγής τους ήταν η Πέμπτη της Τυροφάγου.
Η Γκιόστρα είχε, τέλος, και κοινωνικό χαρακτήρα. Την ημέρα της τέλεσής της αφαιρούνταν από τα παράθυρα οι τζελουτζίες, τα κάγκελα, δηλαδή, που κρατούσαν φυλακισμένες τις γυναίκες στα σπίτια τους. Με τον τρόπο αυτό αρχίζει η ισότητα των δύο φύλων και η γυναίκα ξεκινά να παίρνει μέρος στα κοινά.
Τα τελευταία χρόνια η Γκιόστρα της Ζακύνθου αναβιώνει από την Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρεία «Giostra di Zante», η οποία έχει έδρα στο νησί και σκοπό της την ουσιαστική επαναφορά του δρώμενου στο Ζακυνθινό Καρναβάλι, καθώς και την επιστημονική έρευνα της ιστορίας του και της εξέλιξής του. Για τον σκοπό αυτό, κάθε χρόνο, εκτός από την διεξαγωγή του αγωνίσματος, εκδίδει και ειδικό φυλλάδιο, με κείμενα - ανακοινώσεις πνευματικών ανθρώπων της Επτανήσου και όχι μόνο, φωτίζοντας, έτσι, σημαντικές πτυχές της αξιοπρόσεχτης αυτής έκφρασης της αποκριάτικης διασκέδασης του τόπου.
Η εκδήλωση πραγματοποιείται το τελευταίο Σαββατοκύριακο της Αποκριάς (Τυρινής). Ξεκινά με παρέλαση, η οποία αρχίζει από το ιστορικό Πλάτωμα του Αγίου Παύλου και, αφού διασχίσει το κέντρο της πόλης, καταλήγει στην κεντρική πλατεία Διονυσίου Σολωμού, όπου διεξάγεται το αγώνισμα.
Στην πομπή συμμετέχουν εκατοντάδες φίλοι του Σωματείου, αλλά και άλλοι ζακυνθινοί ή επισκέπτες του νησιού μας, ντυμένοι με χαρακτηριστικές στολές εποχής, οι οποίες έχουν κατασκευαστεί με μεράκι και ύστερα από ιστορική έρευνα, βασισμένη σε κείμενα ερευνητών, πορτραίτα οικογενειών και κυρίως στους πίνακες των μεγάλων Ζακυνθινών ζωγράφων, που απεικονίζουν λιτανείες της εποχής της Βενετικής περιόδου.
Στην πομπή υπάρχουν και όλες οι χαρακτηριστικές σκηνές της τζαντιώτικης ιστορίας. Προηγούνται οι παντιέρες (σημαίες), τα καπίτουλα (λάβαρα) και έπονται η λεντίκα (μεταφερόμενο από ανθρώπους φορείο), η ουρανία (βελούδινο πανί, στηριζόμενο σε κοντάρια, για την μεταφορά επισήμων προσώπων), οι άμαξες, τα μουσικά σχήματα και πολλά άλλα. Σ' αυτήν συμμετέχουν και όλοι οι πρωταγωνιστές της Γκιόστρας: ο κήρυκας, η κυρία προστάτης, οι γραμματείς, οι κριτές, ο Maestro di Campo (ελλανοδίκης), οι δεσποσύνες, που για χάρη τους θα διεξαχθεί η αναμέτρηση, ο Προβλεπτής Θαλάσσης, ο Πρεβεδούρος (βενετσιάνος διοικητής) κ. ά. Πρωταγωνιστές στην πομπή είναι οι ιππότες, έφιπποι πάντοτε και συνοδευόμενοι από φίλους και γνωστούς, αλλά και τους ιπποκόμους τους, οι οποίοι κρατούν περήφανα τα οικόσημά τους.
Στην πλατεία Σολωμού γίνεται το αγώνισμα της Γκιόστρας. Προηγείται η εγγραφή των ιπποτών και η ανακοίνωση της συμμετοχής τους στο πλήθος, από τον κήρυκα. Ακολουθεί η εκλογή της εκλεχτής τους, όπου για χάρη της θα αγωνιστούν, η ανάρτηση των οικοσήμων τους και η ορκωμοσία τους, για την τήρηση όλων των ιππικών κανονισμών. Στην συνέχεια, μετά την κήρυξη του Πρεβεδούρου, διεξάγεται το αγώνισμα. Οι έφιπποι αγωνιστές προσπαθούν να πάρουν τον κρίκο και να τον επιδείξουν στην επιτροπή των κριτών. Το πλήθος συμμετέχει και στοιχηματίζει. Επευφημεί τους ανδρείους και αποδοκιμάζει τις αποτυχίες.
Τέλος ο νικητής παίρνει το έπαθλο και φεύγει έφιππος, έχοντας πισωκάπουλα στο άλογό του την κοπέλα που για χάρη της πήρε μέρος στην Γκιόστρα.
Ακολουθεί ο νικητήριος χορός και οι γιορτές της νίκης.
Στην Γκιόστρα της Ζακύνθου, η οποία έχει διεθνή χαρακτήρα, λαμβάνουν μέρος και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες ή διεξάγουν και αυτές παρόμοια αγωνίσματα ή αναβιώνουν άλλα μεσαιωνικά δρώμενα. Μέχρι τώρα συμμετέχουν η Ιταλία, με τους χαρακτηριστικούς σημαιοφόρους της και τις φαντασμαγορικές επιδείξεις τους και η Σλοβακία, με τους περίφημους Γερακάρηδες και της επιδείξεις με τις φωτιές τους. Το Σωματείο έχει έρθει σε επαφή και με όλες τις χώρες και πόλεις της Ευρώπης, στις οποίες πραγματοποιούνται Γκιόστρες και σκοπό του έχει την μελλοντική συνεργασία τους, επιδιώκοντας η Γκιόστρα της Ζακύνθου να πάρει πανευρωπαϊκό χαρακτήρα.
Ήδη η Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρεία «Giostra di Zante» έχει εκπροσωπήσει δύο φορές την Ελλάδα στην ιταλική πόλη Sulmona, όπου διεξάγεται κάθε καλοκαίρι η Ευρωπαϊκή Γκιόστρα, κερδίζοντας και τις δύο φορές την τρίτη θέση. Με την πόλη αυτή έχει αναπτύξει ιδιαίτερος δεσμούς και έχουν αρχίσει οι ενέργειες για την αδελφοποίηση των δύο δήμων.
Η Γκιόστρα της Ζακύνθου είναι μια άλλη πρόταση για το ζακυνθινό καρναβάλι, βασισμένη στην ιστορία και την ιδιοσυγκρασία του νησιού και στηριγμένη στην έρευνα των σημαντικότερων ερευνητών του. Πρέπει ν' αγκαλιαστεί απ' όλους τους φορείς και τα σωματεία του τόπου. Είναι, επίσης, υπόθεση όλων των Ζακυνθινών, είτε κατοικούν στο νησί, είτε όχι. Η συμμετοχή τους είναι απαραίτητη.
Έχει προοπτικές και εξέλιξη. Μπορεί και πάλι, όπως παλιά, ν' αποτελέσει το μεγαλύτερο γεγονός της χειμωνιάτικης περιόδου της Ζακύνθου. Κι όλα αυτά γιατί είναι ένα κομμάτι της ιστορίας μας, που δεν μπορεί εύκολα να σβήσει.
[1] Κείμενο από την ιστοσελίδα της Αστικής μη κερδοσκοπικής Εταιρείας Giostra di Zante.
Μετάβαση στο σημείο: Η πλατεία Ρούγα