Προβαίνει ο ποιητής στο ωραίο νησί του
που άφησε νιος, φτωχός, λησμονημένος’
γονατιστούς μπροστά στην προτομή του
κοιτάει τους δυο λαούς του δακρυσμένος.
Προβαίνουνε, κι ως βλέπουνε κι οι εχθροί του
τα’ άσημο σπίτι πού ‘ναι γεννημένος
να το’ χει ο κόσμος σήμερα τιμή του,
καθένας απ’ αυτούς φεύγει σκιασμένος.
Αλλά κι εκεί που οι φθονεροί χωρούνε
βαθειά στα μνήματά τους δειλιασμένοι
λαμπρότερη τη δόξα του θωρούνε.
Ωστόσο εκείνος προχωρεί και μπαίνει
στο χτίριο που ως κ’ οι αράχνες τού μιλούνε
κι όλην εκεί καλεί την οικουμένη.