Καβάλα
Καβάλα
Συγκρότηση ενότητας: Ελένη ΠετρίδουΗ πόλη αλλάζει Η πόλη αλλάζει
Στην ενότητα αυτή συγκεντρώνονται κείμενα και υλικό που αφορούν τις αλλαγές που υφίσταται η πόλη με την πάροδο του χρόνου και τον τρόπο με τον οποίο οι αλλαγές αυτές βιώνονται από τους ανθρώπους. Η Καβάλα είναι μια πόλη που το ιστορικό της παρελθόν αποτυπώνεται στα μνημεία της. Τα μνημεία, όμως, αυτά δεν βρίσκονται αποκομμένα από τη σύγχρονη ζωή της πόλης, αλλά λειτουργούν ως παλίμψηστα, όπου οι επάλληλες στρώσεις του παρελθόντος διαπλέκονται για να αναδείξουν το παρόν του χώρου και των ανθρώπων. Το Κάστρο, η Παναγία, το Ιμαρέτ, τα νεοκλασικά σπίτια επανέρχονται στα λογοτεχνικά κείμενα που τοποθετούνται στην Καβάλα. Προνομιακός χώρος, όσον αφορά το συγκεκριμένο θέμα, αναδεικνύεται η παλιά πόλη, όπου και θα τοποθετηθεί γεωγραφικά η παρούσα ενότητα (Κάστρο). Ωστόσο, στην ενότητα έχουν επίσης περιληφθεί κείμενα που διαπραγματεύονται την αγωνία και την αμηχανία του υποκειμένου απέναντι στην πόλη που αλλάζει, απειλώντας τη μνήμη και το παρελθόν του.
Μανία Πόλεως...
Χαλασμένες γειτονιές. Το βουνό γύρω μια καμένη προσωπίδα, χωρίς ένδυμα και κόσμημα, κάνει το φως πιο κοφτερό και φωτίζει ανελέητα τις πολυκατοικίες που πληγώνουν τον ουρανό με την ευτέλειά τους, γιατί χτίστηκαν είτε βιαστικά είτε φτηνά και, προπάντων, για να προλάβει η πόλη την ανάπτυξη, αφού τη δεκαετία του πενήντα, εποχή που οι άλλες πόλεις γνώριζαν τις λέξεις «αντιπαροχή», «γκαρσονιέρα και μπανιέρα», «θερμοσίφωνο και κοινόχρηστα», αυτή άρχισε να παρακμάζει με την εξαφάνιση του καπνεμπορίου που τη στήριζε. Μέσα σε μια δεκαετία, αυτήν του εβδομήντα, ρήμαξε και κατεδάφισε οτιδήποτε παλιό και σοφό έχτισε σιγά σιγά ο χρόνος και οι άνθρωποι, για να φορέσει αυτό το κοινό κι αδιάφορο πρόσωπο που δεν έχεις όρεξη ούτε να το κοιτάξεις, γιατί ξέρεις πως δεν κρύβει εκπλήξεις.
Όλα τώρα είναι διαμορφωμένα στην τελική τους μορφή, χωρίς την άλμη του καπνού να γλείφει δρόμους και προσόψεις και με την εντύπωση πως σύντομα θα μας εκδικηθεί το παρελθόν.
Τουλάχιστον, να βρεθεί ένας χώρος με λίγη δροσιά, να κατοικήσουν εκείνοι οι άνθρωποι με το βουϊσμένο κεφάλι και τις πληγές στο πρόσωπο που άνοιξαν η νύχτα και ο έρωτας.
Παιδί κυνηγούσα το παιχνίδι και αυτό ολοένα γλιστρούσε.
Ζούσα με εικόνες κι αναμνήσεις παιχνιδιού, σχεδόν εξορισμένες εξαιτίας της τοποθεσίας της πόλης, της πυκνής δόμησης και των στενών δρόμων. Πουθενά μια αλάνα, ένας κήπος, ένα στάδιο.
Μόνο στο Φρούριο, όπου πηγαίναμε εκδρομές με το σχολείο και τρέχαμε ανάμεσα σε θρυμματισμένα κανόνια κι ερειπωμένα δεσμωτήρια, σκουριασμένες κρεμάλες κι ανήλιαγες κρυψώνες, προσπαθούσαμε να ξεδιπλώσουμε το μικρό πανωφόρι του παιχνιδιού. Γρήγορα ξεφεύγαμε από την επιτήρηση των δασκάλων, σκαρφαλώναμε στις τάπιες κι από κει παίζαμε με την πόλη, που χανόταν σε μια γλυκιά ομίχλη από φρέσκο ψωμί, λαδομπογιά και καρνάγιο, ιώδιο και κάρβουνο.
Το βράδυ πάλι γινόμασταν συμμορίες και τρέχαμε μ’ ένα εεεεεε πίσω από σκυλιά που κουτσαίναν κι έναν τρελό που φορούσε φουρκέτες στο κεφάλι, ενώ οι μεγαλύτεροι μας τρόμαζαν με ιστορίες μακάβριες κάτω από τις σκοτεινιασμένες καμάρες.
Το παιχνίδι που ευνοούσε η πόλη ήταν το κρυφτό.
Μέσα στα σοκάκια, στις εσοχές των παλιών σπιτιών, στα υπόγεια, άνθιζε το κρυφτό, ώσπου σκοτείνιαζε κι έβγαινε στο παράθυρο η γρια- Λιλή κι έξυνε με μανία τα χέρια της. Τότε άναβαν τα φώτα της γειτονιάς και μαζί τους ο φόβος και η ανησυχία των μανάδων. Στο μπαλκόνι εμφανιζόταν νωχελικά η Κατίνα, με την κεντημένη της ρόμπα λουσμένη στο κόκκινο φως του σπιτιού, φωνάζοντας με την μπάσα φωνή της, «κούκλα κι απόψε, βρε Γιώργο, ό,τι κι αν πεις…»
Ιστορία ενός κτιρίου, ιστορία μιας πόλης.
Στην πάλαι ποτέ αστική συνοικία του Αγίου Ιωάννου ένα φάντασμα με νεοκλασικές προσόψεις.
• Μέχρι το 1950 κατοικία εύπορου καπνεμπόρου.
• Εγκαθίσταται ο ραδιοφωνικός σταθμός ενόπλων δυνάμεων.
• Μετά, η κρατική υπηρεσία πληροφοριών, με αυξημένο κύκλο εργασιών τις δεκαετίες του 1950 και 1960.
• Τη δεκαετία του 1970 μένει αδειανό, περιμένοντας τη μελλοντική του αξιοποίηση.
• Παραμένοντας οριστικά διατηρητέο τη δεκαετία του 1980, εξαργυρώνοντας την ενοχή για όσα εν τω μεταξύ γκρεμίστηκαν, μετατρέπεται σε παμπ.
• Αρχές του 2000 ανακαινίζεται ριζικά σε luxury hotel suites.
Η Βέρα του ποιητή...
Δεν κυκλοφορούσε στην παραλία της πόλης, γιατί φοβόταν να μη συναντήσει το θάνατο. Οι φίλοι, οι γνωστοί και οι συνομήλικοί του υπακούοντας στις συμβουλές των γιατρών για περισσότερη κίνηση εν όψει των καρδιοπαθειών και του κυκλοφοριακού, έτρεχαν στην κορνίς της πόλης, μόλις άρχιζε να δύει ο ήλιος και αναχωρούσαν τα ψαροκάικα, για να μεταμορφωθούν σε πολιτείες του πελάγου. Τον γέμιζαν θλίψη με το φοβισμένο βλέμμα τους και ακριβώς επειδή για χρόνια απουσίαζε άρχιζαν να τον ενημερώνουν καταλεπτώς για τους πεθαμένους φίλους και για τους άρρωστους συνομηλίκους, ενώ η μόνη συζήτηση που τους ευχαριστούσε ήταν η συζήτηση για τα φάρμακα και τις αρρώστιες. Δυσανασχετούσε γιατί ήθελε να ζήσει κι άλλο χωρίς τη σκέψη ότι ξόφλησε, γι αυτό έβαφε ξανθό το μαλλί, ντυνόταν με ρούχα ανοικτά, ποτέ σκούρο πανωφόρι, έστηνε την κορμοστασιά του και τούρλωνε το μικρό του ύψος, περπατούσε στητός, όλος καμάρι, νεανικός και φρέσκος. Πάντως δύσκολα μπορούσε να αποκρύψει τα εβδομήντα πέντε του χρόνια, μόνο να ξεγελάσει μπορούσε τους συνομηλίκους, για να τον κολακεύσουν ότι κρατιέται καλά, αφού όλοι γνώριζαν το κρυφό του μαράζι.
Στην πόλη τον λογάριαζαν πλέον ως ποιητή. Έσβησε ο απόηχος από το άχαρο επάγγελμα του ζαχαροπλάστη, που μισούσε από την πρώτη ημέρα που το άρχισε, γιατί ο πατέρας του τού άφησε παρακαταθήκη να φτιάχνει νόστιμα λουκούμια, και, καθώς δεν ηδυνήθη να σπουδάσει, αναγκάστηκε να ζήσει εμπορευόμενος τα λουκούμια που έφτιαχνε με τα ποιητικά του χέρια. Ήδη είχε εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές, γράφτηκε μέλος της Ενώσεως Λογοτεχνών, είχε αποκτήσει από αντιπαροχή τρία διαμερίσματα κι ένα κατάστημα, που του πρόσφεραν ένα παχυλό εισόδημα που, σε συνδυασμό με την πενιχρή σύνταξη του ζαχαροπλάστη, αποτελούσαν ένα ικανοποιητικό σύνολο για να ζει πλουσιοπάροχα με τη γυναίκα του Βέρα, της οποίας εκτιμούσε την φιλαργυρία και την καπατσοσύνη, αφού χάρη σ’ αυτήν (δαχτυλίδι και προίκα μοναδική στη ζωή του) έστησε μια ολόκληρη περιουσία και μπόρεσε να μορφώσει και να προικίσει τις δύο κόρες του. Βέβαια μια ζωή τσιγαριζόταν, δεν μπορούσε να διαθέσει χρήματα για να αγοράσει βιβλία και περιοδικά, γινόταν συχνά βάρος στους βιβλιοπώλες και ζητούσε δανεικά βιβλία και περιοδικά, ώστε να τα επιστρέψει μόλις τα διαβάσει. Μια ματιά ήθελε να ρίξει μόνο, γιατί συχνά είχε κατατάξει τους συγγραφείς και λίγες περιπτώσει τον άγγιζαν, γι αυτό επέμενε να τα δανείζεται για λίγο και να τα επιστρέφει χωρίς φθορές.
Στο γραφείο ήρθε με τη σύζυγό του Βέρα, την οποία δεν αποχωριζόταν ποτέ, σε μια εποχή που επιχειρούσα να σταδιοδρομήσω ως δικηγόρος. Με είχαν επηρεάσει με την αρνητική τους γνώμη άνθρωποι που χρόνια εκτιμούσα μιλώντας για την προσωπικότητά του με περιφρόνηση. Από την πρώτη επαφή όμως κατόρθωσε να με κερδίσει, γιατί με την ανοικτή και φιλική συμπεριφορά του ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τη συμπεριφορά της γυναίκας του, που δεν μπορούσε να κρύψει την επιθετικότητά της. Μιλούσε σχεδόν με έξαλλο τρόπο για την κοροϊδία της πολιτείας που εννοούσε να τους εμπαίζει και δεν επέτρεπε να γκρεμισθεί το ερείπιο, που έκλεινε ένα από τα μαγαζιά της αντιπαροχής και τους εμπόδιζε να το αξιοποιήσουν πλήρως. Έχαναν λεφτά από το δήθεν παραδοσιακό και έπρεπε να βρεθεί τρόπος να το γκρεμίσουν.
Απορούσα με το θράσος της. Σε μια εποχή που είχαν απομείνει ελάχιστα αρχοντικά και σχεδόν μετρημένα απομεινάρια μιας άλλης εποχής και είχε πλέον αφυπνισθεί η περιβαλλοντική συνείδηση των Νεοελλήνων που έσπευδαν να γλυτώσουν ό,τι απόμενε, η κυρία Βέρα επεδίωκε να γκρεμίσει ένα κτίριο του δέκατου ένατου αιώνα που για χρόνια αποτέλεσε το σήμα κατατεθέν της πόλης, αφού δέσποζε για δεκαετίες πάνω στο παλιό λιμάνι. Το κτίριο είχε κηρυχθεί διατηρητέο όχι μόνο γιατί αποτελούσε κτίσμα ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής αξίας, κράμα δυτικότροπων ρυθμών και ανατολικών, αραβικών επιρροών, αλλά κυρίως γιατί είχε συνδεθεί με τις πιο ιστορικές στιγμές της πόλης, αφού δέσποζε σ’ όλες τις καρτ ποστάλ και τις λιθογραφίες που απεικόνιζαν το λιμάνι της πόλης ακόμη από την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Μπροστά σ’ αυτό το κτίριο αποβιβάσθηκε το πρώτο άγημα του ελληνικού στρατού για να απελευθερώσει την πόλη από την κυριαρχία των Βουλγάρων στις 29 Ιουνίου 1913 και ο ναύαρχος Κουντουριώτης διέσχισε την οδό που περνά ακόμη από μπροστά του για να φτάσει στο Διοικητήριο, όπου έγινε η επίσημη παράδοση της πόλης. Ακόμη μου έμενε στη μνήμη η εικόνα του Ελευθερίου Βενιζέλου στη μοναδική καρτ ποστάλ που διασώθηκε από την προπολεμική Καβάλα να μιλάει από το μπαλκόνι του επίδικου κτιρίου ανάμεσα στο δήμαρχο Ευγένιο Ιορδάνου και τον υπουργό Υγείας, όταν επισκέφθηκε την πόλη για να εγκαινιάσει το φθισιατρείο στις παρυφές της πόλης, που στέγασε πολλούς καπνεργάτες.
Η Βέρα και ο ποιητής που την άκουγε άβουλος και άφωνος με προβλημάτισαν. Μου ζητούσαν να πετύχω τον αποχαρακτηρισμό του κτιρίου από παραδοσιακό και διατηρητέο σε κατεδαφιστέο μόνο και μόνο για να αξιοποιήσουν το κατάστημά τους, που αποκτούσε ως διαμπερές μεγαλύτερη αξία. Το όνειρό τους ήταν να το χωρίσουν και να αποκομίσουν υψηλότερο ενοίκιο από δύο διαφορετικά καταστήματα. Ο ποιητής αρκέστηκε να ψελλίσει πως όταν κτιζόταν το μεγαθήριο επί της δικτατορίας αποφασίσθηκε να γκρεμισθεί το κτίριο και τότε μεν δεν έγινε, αλλά ήταν απόφαση της πολιτείας που τώρα έπρεπε να υλοποιηθεί, γιατί το κουφάρι του μόνο σαν εστία βρομιάς και δυσωδίας μπορούσε πια να χρησιμεύσει.
Το βράδυ περπάτησα μόνος στην περιοχή του λιμανιού, όπου είδα το κτίριο να ταξιδεύει στο χρόνο. Γερνούσε στη σιωπή του και τη σκοτεινιά της περιοχής, φάντασμα και απομεινάρι του παρελθόντος που έχασε την παλιά του θέση στο χείλος της παραλίας, όταν αυτή μπαζώθηκε και επεκτάθηκε για να κτιστεί λεωφόρος σαράντα μέτρων. Κάτω από τους ερειπωμένους κίονές του μύριζε άλμη και μυρωδιά ιχθυηρών, ενώ ακουγόταν ο ήχος του δέρματος και των φιλιών από παράνομα ζευγαράκια που τρέφονταν από τις κόχες και τους ερημικούς μαιάνδρους που σχηματίζονταν στο ισόγειό του.
Άκουγα καθώς το περιεργαζόμουν τις φωνές των ποιητών να ηχούν στις αίθουσές του και να προκαλούν το πατριωτικό φρόνημα των συμπατριωτών τους για τη συνέχιση των εθνικών αγώνων στην τουρκοκρατούμενη πόλη. Ανάμεσα στα τόπια των υφασμάτων των εμπορικών καταστημάτων του ισογείου ο ποιητής Ιωάννης Κωνσταντινίδης συνήθιζε να απαγγέλλει με βαλαωρίτειο ύφος και συνωμοτική διάθεση μακροσκελή ποιήματα για την ελευθερία, ενώ συγκεντρώνονταν χρήματα για να προσφερθούν στην εθνική δράση για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού.
Επιχείρησα να ερευνήσω πιο επίσημα το παρελθόν του κτιρίου, για να αντλήσω επιχειρήματα που θα με βοηθούσαν να είμαι πιο πειστικός στην οργάνωση της παρουσίασης του θέματος ενώπιον του Δημοτικού Συμβουλίου, όπου θα συζητιόταν η αναθεώρηση του σχεδίου της πόλης. Στη διάρκεια της Κατοχής το κτίριο αποτέλεσε τη μυστική έδρα των πρώτων απελευθερωτικών δυνάμεων και εδώ πρώτα υψώθηκε η ελληνική σημαία από τους πρώτους εφίππους του ΕΛΑΣ, για να απλωθεί σύντομα σ’ όλη την πόλη. Σε φωτογραφία της απελευθέρωσης μπροστά στο κτίριο λαός με βάγια, κλωνάρια, λευκά μαντίλια και γροθιές σηκωμένες υποδέχεται το πρώτο άγημα των γενειοφόρων ελασιτών που καμαρώνουν στα άλογά τους. Μετέπειτα το κτίριο στέγασε δημόσιες υπηρεσίες και αρχές, στους διαδρόμους του συνωστίζονταν υπάλληλοι με κολλημένη αξιοπρέπεια και φοβισμένο βλέμμα, ενώ στα υπόγεια η σκόνη και τα τρωκτικά ρήμαζαν όσο, ελάχιστο βέβαια, αρχειακό υλικό είχε διασωθεί από την καταστροφική μανία των Βουλγάρων που στην προσπάθειά τους να εκβουλγαρίσουν την περιοχή είχαν πυρπολήσει σχεδόν τα πάντα.
Δεν ήμουν διόλου ευχαριστημένος από την αποστολή μου. Το παρελθόν του κτιρίου άρχισε να βαραίνει τους ώμους μου και να πολιορκεί τη συνείδησή μου, η οποία αρνιόταν να υπακούσει στις εφορμήσεις της Βέρας και διατηρούσε τις σφοδρές αντιρρήσεις της για την απαξία του κτιρίου. Η Βέρα είχε παραγκωνίσει σε χρόνο ανύποπτο τον ποιητή, αντιλήφθηκε την αλλαγή της στάσης μου και άρχισε να με μπολιάζει με ενέσεις αισιοδοξίας, σαλπίζοντας επιθετικά μαρς με τους εμπρηστικούς λόγους της. Πρέπει να παλέψουμε, πρέπει να επιτεθούμε ξεχνώντας τις κουλτουριάρικες αντιρρήσεις μας, πρέπει να το γκρεμίσουμε, πρέπει να πέσει, πρέπει να αγωνιστούμε αποφασιστικά. Ο ποιητής είχε κουρνιάσει σε μια άκρη και δεν έβγαζε τσιμουδιά. Σώπαινε, υποδηλώνοντας την ανικανότητά του, ενώ άφησε όλο το πεδίο ανοικτό στη Βέρα.
Η Βέρα δεν κατόρθωσε να με εμψυχώσει μέχρι την παρουσίαση του φακέλου στο Δημοτικό Συμβούλιο, όπου παρουσίασα το θέμα εντελώς χλιαρά, επιχειρώντας να μην υπερβώ τα όρια της ευπρέπειας και να μη γελοιοποιηθώ με αστήρικτα και παιδαριώδη επιχειρήματα. Ο ποιητής πήρε το λόγο μετά από μένα και ξεκίνησε γεμάτος ορμή για να με συμπληρώσει, ήταν επιθετικός και εμπρηστικός, ίσως και λίγο προσβλητικός προς τα πρόσωπα των δημοτικών συμβούλων, ενώ κοίταζε συχνά προς τη μεριά της Βέρας ζητώντας συγκατάνευση, κουράγιο, ενθάρρυνση και αυτοπεποίθηση. Το σώμα του συμβουλίου ατένιζε παγωμένο και αδιάφορο την αγόρευση του ποιητή, ο οποίος συναισθανόταν την αποτυχία του να τους πείσει και συνέχιζε με μεγαλύτερη επιμονή να ανεβάζει τον τόνο της φωνής, να σφίγγεται, να υψώνει το ανάστημά του, να κοκκινίζει στο ανοιχτόχρωμο πρόσωπό του (οι φλέβες του λαιμού ξεπετάχτηκαν σαν χορδές βιολιού διαμαρτυρόμενες για τη σκληρή μεταχείρισή τους), ενώ, καθώς δεν ήταν μαθημένος να μιλά για ώρα, άρχισε να ραντίζει κοινό και συμβούλους με τα σάλια του.
Βρισκόταν στον τέλειο παροξυσμό που προκλήθηκε από την αίσθηση της αδικίας και του διαχωρισμού που εφαρμοζόταν στην περίπτωσή του. Η οικονομική άνθηση του μέλλοντός του εξαρτιόταν αποκλειστικά από αυτή την απελπισμένη εμφάνιση και γι’ αυτό το λόγο επένδυσε τη μεγαλύτερη δύναμη που διέθετε, λησμονώντας προς το παρόν τον ευαίσθητο κόσμο των ποιημάτων του, που έσταζαν ανθρώπινη συγκατάβαση και ξεχείλιζαν ζεστά αισθήματα αγάπης, μελαγχολικής αναπόληση και ποιητικής μοναξιάς.
Όταν τελείωσε, η Βέρα τον πλησίασε και του πρότεινε το μαντίλι της για να σκουπιστεί. Ο ποιητής επιθεώρησε το ακροατήριό του μ’ ένα ύφος θριάμβου και με μια δόση πικαρισμένης περιφρόνησης. Μετά το πέρας της ομιλίας αποδείχτηκε πως μόνο ένας δημοτικός σύμβουλος τον είχε παρακολουθήσει, ο οποίος μάλιστα, καθηγητής φιλόλογος καθώς ήταν, παρατήρησε με ειρωνική διάθεση πως αυτός, ένας ποιητής, με την ομιλία του αυτή αντιστρατεύεται τη φύση του και τον προορισμό του, που είναι η προάσπιση του ωραίου και η διατήρηση της ιστορικής φυσιογνωμίας της γενέθλιας πόλης του. Αναρωτήθηκε γιατί επέλεξε την οδό του συμφέροντος την ώρα που έπρεπε να τον ενδιαφέρει μόνο η υστεροφημία.
Στην επιστροφή η Βέρα ήταν ευχαριστημένη και μάλιστα επιβράβευσε τον ποιητή με έναν καλό της λόγο, σε αντίθεση με τον ίδιο που δεν έκρυβε την αγανάκτησή του. Περπατούσαμε σιωπηλοί κι έβλεπα τον ποιητή να βράζει χωρίς να τολμά να εξεγερθεί. Παρέμενε παγερά σιωπηλός και δεν μετατόπιζε την κουβέντα στα ποιήματα, τη μικρή προσωπική του όαση, μέσα στην οποία ανακουφιζόταν κι απ’ όπου έδιωχνε τη Βέρα που δεν είχε θέση ως παρείσακτο πρακτικό πνεύμα.
Η Βέρα μ’ έναν τελευταίο έπαινό της (σήμερα ο Γιάννης μίλησε σαν άντρας και όχι σαν ποιητής) έδωσε χαριστική βολή στη σιωπή του ποιητή και άνοιξε τους ασκούς της οργής του. Επιτέλους τον είδα να εξοργίζεται μαζί της, της καταλόγιζε πως τον παρέσυρε σε ρόλο άχαρο, πως σκοπός της ήταν να τον εκθέτει, πως χαίρεται όταν τον εκθέτει και τον δένει με την πιο πεζή καθημερινότητα, θέλει να τον στεγνώνει, για να μη σκέφτεται τίποτα άλλο παρά μόνο το χρήμα και το κέρδος, την εξασφάλιση για τα γεράματα που ήρθαν κι ακόμη αυτοί αναλώνονται πώς να τα εξασφαλίσουν, αιχμάλωτοι των έμμονων ιδεών της και των φοβιών που του μετέδιδε όταν του υπέβαλε την ιδέα του ανήμπορου θανάτου, αχ, να μην πέσουμε στα κρεβάτια, Γιάννη, γιατί αν πέσουμε ποιος θα μας κοιτάξει, Γιάννη, οι κόρες μας είναι σκληρές, Γιάννη, μόνο τον εαυτό τους κοιτάζουν, και μ’ αυτό τον τρόπο τον υπέβαλε στην πιο εξευτελιστική οικονομία, στην πιο σκληρή στέρηση την ώρα που πίστευε πως μετά από σαράντα δύο χρόνια δουλειάς θα μπορούσε να απολαύσει λίγες ομορφιές της ζωής. Γιατί δεν τον άφηνε να παρατήσει τη δουλειά η Βέρα, χρόνια ολόκληρα πάντα έβρισκε δικαιολογίες, πάντα ζητούσε να τον στεγνώσει, να τον αφυδατώσει και μαζί να δώσει χαριστική βολή στα ποιήματά του που ποτέ δεν χώνεψε. Με στράγγισες, της καταλόγιζε, με μαράγκιασες, μαύρισες την ψυχή μου και μ’ άφησες ξερό, χωρίς λάμψη, να κλαίω μπροστά στα ρημάδια που δεν έγιναν ποτέ ποιήματα της προκοπής. Γιατί τα ποιήματα είναι η φωτογραφία της ψυχής μας, απεικονίζουν το βυθό του εαυτού μας και για μένα υπήρξαν η λάμψη που έδινε νόημα στη ζωή μου.
Η Βέρα παρέμεινε σιωπηλή όσο διάστημα μιλούσε ο ποιητής και δεν τολμούσε να τον κοντράρει, προφανώς γιατί λογάριαζε την παρουσία μου και δεν ήθελε να δίνει αφορμές για πικρόχολα σχόλια. Χωρίσαμε με παγωμένες χειραψίες, ενώ όσο απομακρυνόμουν άκουγα να ορθώνεται ο αντίλογος της Βέρας που ξεκίνησε ήπια και αύξαινε σε ένταση όσο μεγάλωνε η απόσταση που μας χώριζε.
Ο ποιητής και η Βέρα χάθηκαν για είκοσι ημέρες, ξεχνώντας εντέχνως την αμοιβή που μου όφειλαν για τις υπηρεσίες μου. Εμφανίστηκαν την ημέρα που εκδόθηκε η απορριπτική απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, το οποίο γνωμοδότησε ομοφώνως να διατηρηθεί το παραδοσιακό.
[…]
Με τον ποιητή δεν ξαναβρεθήκαμε ποτέ και απορώ πώς δέχθηκε να μη μου μιλήσει στο τηλέφωνο για να γλυτώσει τα λεφτά της αμοιβής μου. Αφού επί ημέρες βασανίσθηκα ηθικά και ψυχικά και αφού συμβουλεύθηκα μια δεκάδα φίλων και γνωστών, αποφάσισα να διεκδικήσω την αμοιβή μου τη στιγμή που οι ίδιοι φαίνεται να την είχαν ξεχάσει. Θεωρούσα πως δεν επεδίωκαν να με εκμεταλλευθούν οι δύο φίλοι, και ειδικά ο ποιητής που συνδέθηκε μαζί μου με «ακατάλυτη» φιλία. Ζήτησα τηλεφωνικά από τη Βέρα να μου στείλει τα χρήματα και εισέπραξα την άρνησή της και τελικώς την εξοργισμένη απάντησή της να μην περιμένω ούτε δραχμή, γιατί δεν κατάφερα τίποτα. Το ποσό που ζητούσα ήταν μηδαμινό, είκοσι χιλιάδες αν θυμάμαι καλά, και αυτή μου έκλεισε το τηλέφωνο κατάμουτρα. Ξαναπήρα αμέσως και ζήτησα τον ποιητή. Αρνήθηκε να μου τον δώσει υποστηρίζοντας πως δεν μπορεί να έρθει, γιατί στεναχωρέθηκε από τη συμπεριφορά μου και ήδη παρουσιάζει καρδιακή αρρυθμία. Μου ζήτησε να πάψω να τους ενοχλώ και ότι δεν είχα κανένα δικαίωμα να τους στεναχωρώ, μάλιστα μου τόνισε ότι ήμουν και αυθάδης, γιατί επεδίωκα να εξασφαλίσω αμοιβή από μια φιλική σχέση. Μπροστά στην κακία της Βέρας έμεινα εμβρόντητος και παρόλο που στην αρχή οργισμένος από τη συμπεριφορά της ετοίμασα μια αγωγή για την καταβολή της αμοιβής μου, εν τούτοις, μετά από μια πιο ψύχραιμη εξέταση, κατέληξα σε μια δηλητηριώδη επιστολή προς εκείνον, όπου του υπενθύμιζα πως η ποίηση και η ανθρωπιά χρειάζονται καρδιά και γενναιοψυχία και πως η ποίηση είναι η τέχνη του ξοδέματος, που αντιπαθεί τη μιζέρια, την τσιγκουνιά και τα φτωχά αισθήματα. Ακόμη και τότε, στην περίοδο της μεγάλη οργής μου, δεν κατέληξα με την επωδό ότι τώρα καταλαβαίνω γιατί υπάρχουν και ελάσσονες ποιητές που ποτέ δεν ξεπερνούν τα κουτσουρεμένα τους αναστήματα.
Δεν συναντήθηκα μαζί τους ποτέ πια, ενώ μάθαινα ότι έρχονταν στην πόλη για να επιμεληθούν την περιουσία τους και ότι ο ποιητής συνέχιζε να περπατά στην παραλία καταδικασμένος στην παρέα των συνταξιούχων φίλων του, αγκαλιά με τον επικείμενο θάνατό του. Θα τους είχα ξεχάσει εντελώς αν μια επιστολή του ποιητή Μιχάλη Χύτρα προς το δήμαρχο Καβάλας δεν έφερνε στο προσκήνιο το χαμένο πρόσωπο του ποιητή. Ο Χύτρας συνάντησε τον ποιητή στην Αθήνα σχεδόν ογδόντα χρονών, άρρωστο (η αιώνια καρδιά του που ποτέ δεν πάθαινε τίποτα και πάντα εμφανιζόταν για να τον σώσει και να του προσφέρει μιας πρώτης τάξεως πρόσχημα) και σχεδόν ετοιμοθάνατο με την πικρία ότι ποτέ δεν τον τίμησε η ιδιαίτερή του πατρίδα. Ζητούσε λοιπόν να οργανωθεί για λογαριασμό του μια τιμητική εκδήλωση στο Μέγαρο των Γραμμάτων και να του απονεμηθεί μια τιμητική πλακέτα για τη συνολική προσφορά του.
Το Μέγαρο των Γραμμάτων είχε αποκτήσει αίγλη που ξεπερνούσε τα όρια της πόλης, αφού αναπαλαιώθηκε υποδειγματικά από το δήμο και αποτέλεσε χώρο πνευματικών εκδηλώσεων. Ο δήμαρχος θυμήθηκε την παρέμβαση και την προσπάθεια του ποιητή που επιχείρησε πριν έξι χρόνια να πετύχει τον αποχαρακτηρισμό του και να το κατεδαφίσει. Αναρωτήθηκε πώς παρασύρθηκε τότε από τη Βέρα ο ποιητής και πώς εκτέθηκε στην κοινή συνείδηση. Μου επέστρεψε την επιστολή λέγοντας ειρωνικά πως η βέρα δεν είναι πάντα η καλύτερη προίκα για έναν ποιητή.
Τα τείχη...
«Τα πριν φθαρέντα και πεπτωκότα τείχη
ίστησι στερρώς Βασίλειος ο Κλάδων
στρατηγός Στρυμόνος ανδρείος…»
μας πληροφορεί ενεπίγραφη βυζαντινή στήλη,
τείχη γνωστά της πόλεως που από μικρός κατοικώ
μόνον που τότε ο λόγος της ύπαρξής των μου διέφευγε
τα περιεργαζόμουν απλώς η γραφικότητα τους μ’ έθελγε
καθώς επιβλητικά εδέσποζαν της θαλάσσης.
Τώρα που μεγάλος τα ζω
σκέπτομαι τη χρησιμότητά τους την άδεια,
τι τα ’θελαν και τα ξανάχτισαν
πάλιωσαν που πάλιωσαν ας τ’ άφηναν να πέσουν
αφού ο καθένας φροντίζει για τα δικά του τείχη
έτσι που ο ένας τον άλλον να μη εννοεί
ο ένας τον άλλον να μη κατακτά
ανδρείοι μέσα στην ερημιά τους.Στογιαννίδης Γ.Ξ., «Τα τείχη», Αφήγηση Ξεναγού, Θεσσαλονίκη 1979, εκδ. Σκαπτή Ύλη, σ. 57
Ο χώρος της Ιωάννας κα...
ΚΛΕΙΔΩΣΕ την πόρτα. Βγήκαν στο δρόμο. Έβρεχε. Μια ψιλή βροχή. Τα φώτα του δρόμου αναμμένα. Στο βάθος απέναντι οι πολυκατοικίες. Το κάστρο φωτισμένο. Το έβλεπαν καθώς κατέβαιναν τις σκάλες μέσα από ένα άνοιγμα που άφηναν τα σπίτια.
— Χαμήλωσε το κεφάλι, θα χτυπήσεις στα κλαδιά του πεύκου. Στον ορίζοντα, πέρα στη θάλασσα, τα γρι–γρι ψαρεύουν. Οι πολυκατοικίες κλείνουν τώρα τη θάλασσα που άλλοτε φαινόταν από δω ψηλά.
Οδός Θεσσαλονίκης. Η στάση των λεωφορείων έρημη. Το τελευταίο λεωφορείο από ώρα έχει φύγει. Οδός Υψηλάντου. Χαράλαμπος Γιολδάσογλου: Ποτά-τρόφιμα, φιάλες υγραερίου. Οδός Αιμιλιανού. Stayer, βυτιοφόρο για τη μεταφορά πετρελαίου, κήποι, σπίτια χαμηλά, η εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, το κάστρο και το παλιό υδραγωγείο. Πεύκα στους κήπους. Ακόμα οι πολυκατοικίες δεν εξαφάνισαν τον ορίζοντα.
— Από δω πού πάμε;
— Κατεβαίνουμε στη θάλασσα.
— Σε ποια θάλασσα;
— Κάτω στο παλιό Φάληρο, στις παλιές Μπανιέρες. Εκεί που κολυμπούσαμε τα καλοκαίρια.
— Δεν κολυμπούσα εγώ.
— Κατέβαινα από δω για τη θάλασσα, αυτές οι σκάλες είναι καινούριες, παλιότερα ήταν στενός δρόμος, σχεδόν μονοπάτι. Εδώ που βρίσκεται ο κήπος ήταν αγκάθια και δίπλα μονοπάτι.
— Τι οδός είναι αυτή;
— Δεν ξέρω, δε θυμάμαι, δεν έχεις έρθει άλλη φορά από δω;
— Όχι, το σπίτι μου είναι στην Παναγία. Στο γυμνάσιο πήγαινα από την οδό Ρούσβελτ.
— Αυτές οι πέτρες απαγορεύουν την κάθοδο των αυτοκινήτων. Οδός Χαριλάου Τρικούπη. Αυτό το παλιό κτίριο με τον τρούλο στην κορυφή είναι ο παλιός Ραδιοφωνικός Σταθμός, το είχε χτίσει παλιά ένας καπνέμπορος, τώρα στεγάζεται η ΚΥΠ. Οδός Ηρακλείου. Όπως βλέπεις σου περιγράφω όλη τη διαδρομή για να τη θυμάσαι. Τα αντικείμενα βαστάνε τη μνήμη μας. Εσύ τι βλέπεις;
— Δε θυμάμαι παρά ελάχιστα πράγματα. Σχεδόν δεν μπορώ να σου περιγράψω το δωμάτιό μου.
— Από δω βγαίνουμε στην οδό VII Μεραρχίας. Δίπλα τώρα είναι η Μασωνική Στοά.
— Κάτι έχω ακούσει.
— Ναι, οι μπάσταρδοι. Εδώ είναι η στάση των λεωφορείων για τη Δεξαμενή. Αυτές οι σκάλες που τώρα κατεβαίνουμε, δίπλα από τη Σχολή Πυθαγόρας, θα μας βγάλουν στις Μπανιέρες.
— Όταν πηγαίναμε εκδρομή για την Καλαμίτσα αυτές οι σκάλες δεν υπήρχαν, αλλά από δω περνούσαμε.
Κατέβαιναν τις σκάλες. Στάθηκαν στο τέλος.
Ο δρόμος έμοιαζε αδιέξοδος καθώς τεράστια πολυκατοικία τον έφραζε αφήνοντας στο πλάι μικρό στενό δρομάκι.
— Δε θα σε ξαναδώ.
— Πίσω απ’ αυτή την πολυκατοικία είναι η θάλασσα. Εδώ μ’ έφερνε η μητέρα μου για κολύμπι, είχε ξύλινα παραπήγματα όπου γδύνονταν χωριστά οι γυναίκες από τους άντρες, και στην αμμουδιά υπήρχε ένα διαχωριστικό σύρμα όπου ένας ναύτης περιπολούσε.
— Αστείο.
— Ναι, τώρα είναι.
Πέρασε το λεωφορείο της γραμμής Νο 4. Η θάλασσα ακουγόταν. Πέρασαν την άσφαλτο και ακούμπησαν στον τοίχο. Από τη θάλασσα ερχόταν μια αίσθηση αλμύρας. Η βροχή είχε σταματήσει.
— Αυτά είναι υπολείμματα σκάλας, από δω κατεβαίναμε στην άμμο.
— Δεν υπήρχε αυτό το ντουβάρι;
— Όχι, είναι καινούριο, έγινε τελευταία με το δρόμο. Εκεί κάτω, βλέπεις, είναι υπολείμματα από σπίτι χτισμένο πάνω στη θάλασσα, κάηκε στην Κατοχή. Η αμμουδιά διαμορφώθηκε διαφορετικά με τον καινούριο δρόμο.
— Ναι, εδώ είδαμε κάποτε ένα πτώμα, μια γυναίκα πνιγμένη, την έβγαλε το κύμα έξω, ναι, έχει αλλάξει η αμμουδιά.
— Πώς;
— Είχε αυτοκτονήσει, έτσι λέγαν, για ερωτικούς λόγους.
— Πέρασε καιρός.
— Ναι.
— Βγάλε τη μαντίλα σου, δε βρέχει πια.
Την τράβηξε σιγά, την κατέβασε στο λαιμό της. Τα μάτια της πέσαν σ’ ένα παράθυρο φωτισμένο. Περπατούσαν για το κέντρο της πόλης. Δε μιλούσαν.
— Εδώ είναι το Φάληρο, πριν ήταν κέντρο διασκέδασης, μάζευε πολύ κόσμο, εδώ στη γωνία, μετά έγινε Μουσείο κι ύστερα Ωδείο, τώρα όλα αυτά έχουν χαθεί, έγιναν προσχώσεις τεχνητές στη θάλασσα, νέοι τοίχοι να συγκρατούν το χώμα και οι δρόμοι για την έξοδο από την πόλη και την είσοδο…
Προσπάθησε να την κοιτάξει στα μάτια, αλλά η Ιωάννα είχε γυρίσει το πρόσωπό της από την άλλη πλευρά.
— Αυτό εκεί είναι το καινούριο Μουσείο, εδώ που περπατάμε λίγο πιο εκεί ήταν το παλιό, η θάλασσα έφτανε εδώ μέχρι τα πόδια μας, εδώ που δημιούργησαν τις προσχώσεις.
— Εδώ μας έφερνε βόλτα ο πατέρας μου τις Κυριακές.
— Τι άλλο θυμάσαι;
— Τίποτε, ήμασταν πιτσιρίκια.
— Κι εμείς φεύγαμε από το σχολείο και παίζαμε εδώ, ήταν κλειστή θάλασσα και αμμουδιά.
— Είχε βράχια.
— Όχι, δεν είχε.
— Όταν μας έφερνε ο πατέρας μου είχε βράχια.
— Ναι, είχε βράχια εδώ κάτω στο Φάληρο, όμως πιο μέσα ήταν αμμουδιά και νεκροταφείο παλιών καϊκιών, φτιάχναμε καραβάκια από ξύλα και βάζαμε ένα χαρτί για πανί.
— Από πιτίκες.
— Και από σανίδες, είχε πολλά παλιά ξύλα εδώ.
Προχωρούσαν στο πεζοδρόμιο. Τ’ αυτοκίνητα περνούσαν μουγκρίζοντας δίπλα τους.
— Αυτός ο δρόμος ήταν θάλασσα, έφτανε μέχρι τα καπνομάγαζα, με μαούνες φόρτωναν καπνά, βλέπεις τις σκάλες από τις πόρτες της αποθήκης. Τα πλοία μένανε μακριά, δεν υπήρχε λιμάνι τότε, με τις μαούνες κουβαλούσαν εμπορεύματα και ανθρώπους. Δες εκεί ψηλά στο καπνομάγαζο γράφει Αφοί Μισσιριάν.
— Να περάσουμε από τον άλλο δρόμο. Mercedes Benz. Εδώ δεν έρχεται το καλοκαίρι το τσίρκο;
— Ναι, εκεί στήνουν τη μεγάλη τέντα τους. Σου πονάει το πόδι;
— Ναι, με χτυπάει το παπούτσι.
Ο ουρανός καθάριζε. Αυτοκίνητα. Πολυκατοικίες. Λεωφορεία. Φορτηγά. Ψυγεία. Εκδρομικά. Θέση για τουριστικά πλοία. Φόρτωναν στο λιμάνι. American Export Line. Τμήμα Ασφαλείας Καβάλας. Από κάτω Ασφαλιστικές Εταιρίες. Olympic Air Ways.
— Θέλεις να καθίσουμε;
— Όχι. Κρυώνω.
— Εκεί στο ΝΟΚ, που βλέπεις, η προβλήτα ήταν πριν χρόνια άδεια κι έμπαινε η θάλασσα. Σα μια πισίνα με πέτρες. Ήμουν παιδί, είχαν πιάσει ένα δελφίνι και το ρίξαν εκεί μέσα. Πήγαινα και το χάζευα, έτρεχε σ’ όλες τις κατευθύνσεις, προσπαθούσε να βρει έξοδο, έφτιαχνε τεράστια άλματα, έπεφτε στα βράχια και φώναζε. Πέθανε.
— Ψόφησε.
— Πέθανε.
— Ψόφησε. Για τα ζώα λένε ψόφησε.
Καΐκια στη σειρά. Το καΐκι «Αγία Κυριακή». Το καΐκι «Ναυσικά». Το καΐκι «Αγία Τριάδα». Texaco. Μπισκότα Παπαδοπούλου. Και τσιμέντα. Ματσάγγος. Καΐκι «Ταξιάρχης». Ναυς-Νηός. F/B «Θάσος». Χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων.
— Κρυώνω. Φυσάει και κουράστηκα.
Στάθηκαν.
— Τι βλέπεις;
— Τίποτε.
— Κοίταξε καλά. Πίσω από τη νύχτα είναι η θάλασσα, υπάρχει, είναι τα νησιά, πιο πέρα είναι ο ήλιος που σε λίγο θα προβάλει. Στις 6.55’. Αναπότρεπτα.
Η Ιωάννα κοιτούσε, πέρα από τους ηλεκτρικούς λαμπτήρες της παραλίας, το βαρύ κατακάθι της νύχτας, τώρα σιγά-σιγά γινόταν πιο ελαφρύ από το φεγγάρι που περνούσε σα σαΐτα αργαλειού μέσα από τα αραιά σύννεφα. Γύρισε και κοίταξε τον Ιωάννη στα μάτια. Ένα αχνό χαμόγελο φάνηκε στα χείλη της. Γύρισαν την πλάτη στη θάλασσα κι άρχισαν ν’ ανεβαίνουν το λιθόστρωτο.
Μάρκογλου Πρόδρομος, Ο χώρος της Ιωάννας και ο χρόνος του Ιωάννη, Αθήνα, Στιγμή, 1985, σ. 76-85
Αγάθος...
Ο ΑΓΑΘΟΣ, παρά το άγαρμπο σουλούπι του, ήτανε πάντα ελαφροπάτητος. Γι’ αυτό και δεν αντιλήφθηκα την άφιξή του, παρά μόνον όταν στάθηκε απέναντί μου προσπαθώντας, με βαθιά κατάπληξη, να διακρίνει κάποιον ειρμό σε όσα έβλεπε. Όμως, πάντα ευγενικός και ήρεμος, σύντομα ανέβαλε την προσπάθεια γι’ αργότερα και είπε απλούστατα «Βρε, βρε, σαν τα χιόνια… Πώς από δω;» λες και ήταν το φυσικότερο των πραγμάτων ν’ ανέβω για μια καλημέρα, καθώς περνούσα κάτω από το σπίτι του μόνο με το σώβρακο. Και κάθισε στην καρέκλα ρωτώντας τα νέα μου.
Στην άνεσή του αυτή προσπάθησα κι εγώ ν’ ανταποκριθώ και να εξηγήσω ανέμελα τα της καταστάσεώς μου, αλλά κατάφερα μόνο να αρθρώσω μερικές ασυνάρτητες φράσεις, όπου συμφύρονταν ασύντακτες οι λέξεις «λάσπη», «μπατζάκι» και «δεσποινίς Κλαίρη». Δυστυχώς, παρά την πρόθεσή μου, ένα βαρύ, ολοστρόγγυλο κουρσούμι έκλεινε σταθερά τον λαιμό μου και στο στόμα μου, αντί για σάλιο, ελίμναζε ματζούνι. Κι έτσι παράτησα ξαφνικά την μάταια προσπάθειά μου κι έσκυψα βιαστικά, δαγκώνοντας τα χείλια μου για να μη βγουν οι λυγμοί που, απροσδόκητα, με συγκλόνισαν.
Ο Αγάθος δεν μίλησε, μόνον έμεινε για μια στιγμή σκεφτικός κι έπειτα σηκώθηκε και, χωρίς να σείσει τίποτε, χάθηκε προς το βάθος της σάλας, αφήνοντάς με διακριτικά στον θρήνο μου. Όταν επέστρεψε, μου μέναν ακόμη κάτι λίγοι, εντελώς δευτερεύοντες λυγμοί, τους οποίους και εύκολα κατάπια. Στάθηκε μπροστά μου κρατώντας το παντελόνι μου και με κοίταζε με μιαν αναποφάσιστη έκφραση. «Έλα», μου είπε, «Φρέσκο φρέσκο…», αλλά τότε ακριβώς ξεκαθάρισε τη διάθεσή του κι αφήνοντας τη φράση του μισή ξέσπασε σε γέλιο τρανταχτό, σε καγχασμό, που ποτέ μου δεν τον είχα ξαναδεί έτσι. Σαστισμένος εγώ, με το παντελόνι στο χέρι, δεν ήξερα πώς να εκλάβω αυτή του την εκδήλωση και προς στιγμήν θεώρησα τον εαυτό μου βαθύτατα θιγμένο και πήρα το πρέπον ύφος. Αλλά το γέλιο του Αγάθου ήταν ξέφρενο, ισοπεδωτικό και αναντίρρητο. Και, χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα να γελάω κι εγώ, εις πείσμα των πληγωμένων αισθημάτων μου. Όταν δε από το τράνταγμα μου έφυγε το πεσκίρι, τότε ο Αγάθος αποχαλινώθηκε, τίναξε το κεφάλι ψηλά εκθέτοντας διάπλατη την ημιονική του μασέλα κι εγώ τον ακολούθησα σπαρταριστά, διπλωμένος στα δυο. «Βρε τον Μπούλη!…» εκραύγαζε ο Αγάθος μεταξύ των κυμάτων γέλιου που τον συνέθλιβαν, «Α, την Κλαίρη!…» και ξεσπούσε πάλιν ακράτητος σε νέο χαχανητό, το οποίο έδινε νέα ορμή και στο δικό μου.
Τέλος, κάποτε ξεδώσαμε κι ανάμεσα στις τελευταίες, άτονες εκρήξεις μου κατάφερα να ντυθώ. «Δεν πάμε», μου λέει ο Αγάθος με μάτια ακόμη δακρυσμένα, «έναν περίπατο να τα πούμε;». Και καθώς η καρδιά μου ήταν πια βαθύτατα ξαλαφρωμένη, μια με το θρήνο και μια με το γέλιο, φρέσκια φρέσκια και καθαρή σαν το λευκό μου παντελόνι, η πρότασή του, που με ξανάφερνε σε περασμένες εποχές, έγινε δεκτή με ενθουσιασμό.
Ούτε στη σάλα ούτε στη σκάλα συναντήσαμε ίχνος των δύο φοβερών θηλυκών του σπιτιού. Η μαντάμ Ρενέ και η Δις Κλαίρη είχαν εξαφανιστεί, πράγμα που διευκόλυνε πολύ την διέλευσή μου. Και είχαμε πια κατεβεί στην αυλή έτοιμοι για να βγούμε στο δρόμο, όταν από το πίσω μέρος του σπιτιού υψώθηκε κυματιστό ένα τραγούδι. Ήταν τραγούδι περιπαθές, όλο αίσθημα και η φωνή γλυκύτατη, λυρική, μ’ έναν ελαφρό λαρυγγισμό στις χαμηλές νότες, που κάτι μου θύμιζε… Σταματήσαμε και στο απορημένο βλέμμα μου ο Αγάθος κούνησε το κεφάλι καταφατικά και κοίταξε μ’ ένα μειδίαμα σχεδόν τρυφερό προς τους ξεφτισμένους τοίχους που ανέδιδαν αυτή την παθητική μελωδία. Σιγομουρμούρισε το σκοπό:
«Μμμμ… ραράμ… ραμ… ράρα… Τίαραρόμ….»
«Νόρμα. Του Μπελίνι…» με πληροφόρησε. Κι έτσι, ξεκινώντας για τον περίπατο, έμαθα πως η Δις Κλαίρη ήταν γνωστή πολύ πέραν των συνόρων της γειτονιάς της για την ωραιότατη φωνή της και μάλιστα παλαιότερα είχε τραγουδήσει με μεγάλη επιτυχία σε κάμποσες λυρικές εσπερίδες του «Συλλόγου Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών». Όμως οι ευοίωνες προοπτικές μιας μουσικής καριέρας έσβησαν γι’ αυτήν σταδιακά, όταν επαρουσίασε κάποιες νευρικές διαταραχές (και με κοίταξε με νόημα) αλλά και από την γενικότερη, όχι πολύ εγκρατή ροπή της προς τα ερωτικά (και με κοίταξε με περισσότερο νόημα). Τώρα πια μόνο της ακροατήριο, εκόν άκον, ήταν η γειτονιά, τις φορές που την έπιανε το μεράκι της και τραγουδούσε με τις ώρες κλεισμένη στην κουζίνα.
Παρά τα εχθρικά μου αισθήματα, ομολογουμένως με είχε εντυπωσιάσει η γλυκύτητα της φωνής της, όπως και το απροσδόκητο ταλέντο της. Όμως ταυτόχρονα μου έκανε εντύπωση, και μάλιστα οδυνηρή, ο τρόπος που ο Αγάθος μιλούσε γι’ αυτήν. Ο τόνος της φωνής και η έκφραση του προσώπου του επρόδιδαν σαφώς μία συμπάθεια γι’ αυτό το, εν κατακλείδι, ανήθικο παχύδερμο που τόσο πολύ με είχε ταπεινώσει. Αν μη τι άλλο, περίμενα από τον Αγάθο τουλάχιστον μια στάση πιο αυστηρή, μιαν ηθική καταδίκη τελοσπάντων.
Αλλ’ εν τω μεταξύ, στην διάρκεια αυτής της ενημερώσεως, είχαμε πάρει δρόμους που ποτέ μου δεν είχα ξαναπεράσει. Ανηφορίζαμε από ώρα καλντερίμια στρωμένα όχι με τους γνωστούς κυβολίθους της Νεαπόλεως, αλλά με πέτρα κοινή, ακατέργαστη, λειασμένη από μακρότατη χρήση. Διασχίζαμε δρομάκια στενά, στριφογυριστά, τα οποία εντελώς ιδιότροπα σταματούσαν αίφνης σε κάποιαν αυλόπορτα ή παίρναν μια ξαφνική στροφή και κάτω, σε μέγα βάθος, πάνω από στέγες άτακτες, μπλεγμένες σε σχήματα αναπάντεχα και πέραν κάθε ορθοτομικής λογικής, στραφτάλιζε η θάλασσα. Βρισκόμασταν στο Μεγάλο Κάστρο.
Από τα δύο κάστρα της Νεαπόλεως το ανατολικό ήταν το Μεγάλο – όνομα και πράμα. Ολόκληρη η χερσόνησος που έκλεινε τον κόλπο απ’ αυτή τη μεριά περιεβάλλετο από τείχος γεροδεμένο, βυζαντινό, με πύργους στιβαρούς κάθε τόσο και επάλξεις οδοντωτές. Η σημαντική αυτή οχυρωμένη έκτασις, πυρήνας της μετέπειτα επεκτάσεως της Νεαπόλεως, έβριθε κυριολεκτικώς μέχρι σκασμού από σπίτια κάθε μεγέθους και σχήματος, που με αλλόκοτες συστροφές και συσπάσεις κατελάμβαναν και το τελευταίο εκατοστό διαθέσιμου χώρου, μετά βίας αφήνοντας κάποια φειδωλά περάσματα για τα σοκάκια. Τα οποία, ακολουθώντας τα καπρίτσα του βράχου και των παροδίων ιδιοκτητών, στριφογυρνούσαν ασταμάτητα, ασφυκτιώντας ανάμεσα σ’ εξώστες, σαχνισιά και χαμηλές στοές. Δρόμοι άναρχοι, παράλογοι και παράτολμοι, μισοσκότεινοι και σχεδόν σκεπαστοί από τις προβολές των άνω ορόφων, με μάντρες ψηλές που έκρυβαν με ζήλο μικροσκοπικές αυλές, απ’ όπου ξεχύνονταν κουβέντες, κουζινίλα και αγιόκλημα. Ήταν ένας άλλος κόσμος εδώ, κλειστός κι ακατανόητος για μένα, που είχα έως τότε εντρυφήσει μόνο στην καμπίσια άπλα της Αργυρουπόλεως, στην στεγνή ομοιομορφία του προσφυγικού συνοικισμού της θείας και στην ευφάνταστη μεγαλοπρέπεια της αρχοντικής συνοικίας του Αγίου Νικολάου.
Ο Αγάθος εκινείτο σ’ αυτόν τον λαβύρινθο με μιαν άνεση που επρόδιδε μεγάλην εξοικείωση και με μαεστρία καλλιτέχνη έπαιρνε άλλοτε κάποιο δυσδιάκριτο πέρασμα κι άλλοτε μια ξαφνική στροφή και μ’ έβγαζε πότε μπροστά σ’ ένα αρχοντόσπιτο που δέσποζε πάνω σε κάποιο βράχο, πότε σε μία κρήνη τουρκική στη μέση μιας ελάχιστης πλατείας με το μοναχικό πλατάνι της και πότε σε κάποιο βυζαντινό εκκλησάκι στριμωγμένο ανάμεσα στα φουρούσια που τεντώνονταν άπληστα πάνω από τον μικρό του περίβολο. Είχε πολύ ύφος αυτή η περιήγηση, κάτι το ταχυδακτυλουργικό και, παρά τις σαφείς προτιμήσεις μου προς τα αρχοντικά της κάτω πόλης, είχα ενδομύχως γοητευτεί.
Στη διάρκεια αυτού του μακρού περιπάτου ο Αγάθος δεν έπαυε να μου εξηγεί, με φωνή χαμηλή, γεμάτη σχεδόν από μιαν ευλάβεια, την προέλευση και το σκοπό των μνημείων, τη ζωή και την ιστορία αυτού του τόπου. Και σε κάποια σημεία, προφανώς ειδικώς επιλεγμένα κατόπιν εμβριθούς ενασχολήσεως με την τοπογραφία της περιοχής, σταματούσε και μου έδειχνε ψηλά με το μακρύ, κοκκαλιάρικο δάχτυλό του: «Η Ακρόπολις!». Σήκωνα κι εγώ τότε συνεπαρμένος το κεφάλι και θαύμαζα τον κατακόρυφο βράχο που κρεμόταν από πάνω μας τριγυρισμένος από το τείχος της Ακροπόλεως. Ήταν τόσο υποβλητική, τόσο μυσταγωγική όλη αυτή η περιήγηση, ώστε κάποια φορά που ατενίζαμε από μια μικρή πλατεία την πύλη της Ακροπόλεως, πάνω στην οποία κυμάτιζε πλατιά η γαλανόλευκη, μ’ έπιασε η έξαρση και σιγοτραγούδησα με συγκίνηση και περίπου σε στάση προσοχής το πατριωτικό τραγουδάκι που μας μάθαινε άλλοτε στο Δημοτικό η κυρία Κική:
«Πάντα κι όπου σ’ αντικρίζω
με λαχτάρα σταματώ
υπερήφανα δακρύζω
ταπεινά σε χαιρετώ…»
Όταν έστρεψα το βλέμμα μου γλαρό στον Αγάθο, τον βρήκα να με κοιτάζει βλοσυρά και μάλλον επιτιμητικά. «Πίσω μας», απάντησε στην έκπληξή μου, «βρίσκεται το Ιμαρέτ!».
Έστρεψα μηχανικά, μη καταλαβαίνοντας το νόημα της παρατηρήσεώς του. Πίσω μας, τω όντι, εξετείνετο μέχρι το βάθος του δρόμου τοίχος μακρός και ουδέτερος, γερασμένος σημαντικά, του οποίου το αξιοσημείωτο για την περιοχή μήκος διέκοπταν μόνο δύο - τρία κιγκλιδόφρακτα παράθυρα και δύο ευμεγέθεις πύλες, κλεισμένες ερμητικά με βαρύτατα ξύλινα πορτόφυλλα. Υπεράνω δε έκαστης, εν είδει αετώματος, απλώνονταν φαρδιά πλατιά δαιδαλώδεις αραβικές επιγραφές περιπεπλεγμένες σε ξεφτισμένο βαθυπράσινο φόντο. Και πάνω απ’ την οδοντωτήν επίστεψη του περιβόλου τρούλοι υψώνονταν ποικίλων διαστάσεων, μολυβδοσκεπείς, περιβάλλοντες δύο ογκωδεστέρους που εδέσποζαν του συνόλου. Το κτίσμα ήταν επιβλητικό στις διαστάσεις του και συνάμα υποβλητικό με το περίκλειστο και μυστικοπαθές του ύφος και, καθώς δεν το είχα αντιληφθεί αμέσως, εφάνταζε τώρα στα μάτια μου σαν να είχε εμφανιστεί πίσω μου μυστηριωδώς, με κάποιον απατηλό τρόπο.
Ο Αγάθος εμφανώς απολάμβανε την εντύπωση που μου είχε προξενήσει. Και με την ικανοποίηση του γνώστη και εραστή με οδήγησε, μέσα από κάποιο αφανές παραπόρτι, στο εσωτερικό του. Εκεί, στέκοντας στον ανώτερο από τους δύο εξώστες που περιέβαλλαν την εσωτερική αυλή, άκουγα αφηρημένος, τον Αγάθο να μου εξηγεί με θέρμη για το πάλαι ποτέ περιβόητο ίδρυμα που έδρευε εδώ, το Μέγα Ιμαρέτ, ιεροδιδασκαλείον μαζί και πτωχοκομείον, όπου οι νεαροί μοναχοί (κι έδειξε τα κελιά τους πίσω μας) μελετούσαν το Κοράνι και προσέφεραν την ιερήν υπηρεσία της ελεημοσύνης…
Η αφαίρεσίς μου ωφείλετο στο ότι απροσδοκήτως και στα ξαφνικά είχε αποκαλυφθεί μπροστά μου αυτή η μυστική Παράδεισος που τόσο ευσυνείδητα και ζηλόφθονα φρουρούσε από τα μάτια των αδαών ο τυφλός τοίχος του δρόμου: οι ανάλαφρες τοξοτές κιονοστοιχίες των δύο επαλλήλων εξωστών περιέτρεχαν τον ανοιχτό κεντρικό χώρο και κάτω, στον βυθό του, τέσσερα κυπαρίσσια όριζαν λυγερά τις γωνίες της σκιερής αυλής, κι ένα μαρμάρινο σιντριβάνι σημείωνε τον ομφαλό της. Ο ήλιος, που είχε γείρει πια σημαντικά προς τη δύση του χρυσώνοντας μόνο τις κορυφές των κυπαρισσιών και το ανώτερο διάζωμα, άφηνε την αυλή στο ημίφως και τον υπόβλητο νου μου ν’ αποκαθιστά τους σπασμένους μαρμάρινους κρουνούς, ν’ απομακρύνει τα σκουπίδια, τα καφάσια και τα λοιπά βέβηλα σημάδια της ερημώσεως, να παρακολουθεί τους σιωπηλούς μοναχούς να περιδιαβαίνουν ή να στοχάζονται στον χώρο αυτό της περισυλλογής ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός… Είχα δηλαδή και πάλι, κατά την προσφιλή μου συνήθεια, βουλιάξει στις φαντασιώσεις μου και χρειάστηκε ο Αγάθος να επαναλάβει την προτροπή του για να προχωρήσουμε προς το τζαμί, όπου και με εισήγαγε από ένα ανασφάλιστο παράθυρο.
Εδώ μέσα βασίλευε σκότος εσπερινό και πλήρης εγκατάλειψις. Πλην εγκατάλειψις, θα έλεγα, ζώσα. Γιατί ήταν εμφανέστατο πως τίποτε δεν είχε διαταράξει αυτήν την μοναξιά αφ’ ότου εγκαταστάθηκε εδώ, κάτω από τον μεγάλο τρούλο, και μόνο η σκόνη που κατεκάλυπτε το παν, κάποια πεσμένα επιχρίσματα της οροφής και ο γερμένος πολυέλαιος του κέντρου μαρτυρούσαν πως ο χώρος είχε μείνει έρημος προ πολλού. Κατά τα άλλα, τα δύο πελώρια κεριά, διαμέτρου ανθρωπίνου μηρού, έστεκαν ακόμη εκατέρωθεν της ιεράς κόγχης, σ’ ένα κούφωμα του τοίχου περίμεναν ακόμη τους αναγνώστες τους δερματόδετα Κοράνια κι ένα τριμμένο πράσινο λάβαρο κρεμόταν στον νότιο τοίχο. Εδώ πλέον ήταν σαφή, απτά τα ίχνη των ανθρώπων που είχαν άλλοτε περάσει κι ίσως εκεί, στις σκοτεινότερες γωνιές, στις κόγχες που μόλις διακρίνονταν ψηλά στο διάζωμα, ίσως εκεί ακόμη αιωρούνταν οι προσευχές τους…
Παρατηρούσα τους ποικιλόσχημους σταλακτίτες που είχε σχηματίσει το λιωμένο κερί γύρω από τον κορμό του, το καμένο χοντρό φυτίλι, που έγερνε ακόμη ελαφρά από το τελευταίο άγγισμα που το ’σβησε. Η φωνή του Αγάθου είχε σωπάσει. Κινήθηκα προς το μέρος του κι ο ξερός κρότος των γυαλιών από κάποιο πεσμένο καντήλι, που θρυμματίστηκαν κάτω από τα πόδια μου, ράπισε τους τοίχους και γύρισε ενισχυμένος και κοφτερός. Τινάχτηκα τότε αλαφιασμένος με τις τρίχες ορθές, κακάρισα παράφωνα σε μιαν ατυχή απόπειρα να γελάσω και, προσπαθώντας να βάλω τάξη στον σφυγμό μου ζήτησα να φύγουμε. Με την σύμφωνη γνώμη δε του Αγάθου, έσπευσα προς το παραπόρτι αποφεύγοντας επιμελώς να κοιτάξω κάτω, προς τους σιωπηλούς ίσκιους της αυλής.
Πήραμε το δρομάκι δίπλα από τον τοίχο του Ιμαρέτ. Με τη διάθεση κατά πολύ βελτιωμένη έξω στο φως ρώτησα τον Αγάθο πώς συμβαίνει να γνωρίζει τόσο καλά αυτά τα μέρη κι έμαθα πως πάντα, όταν κάποιο θέμα τον απασχολεί έντονα, το βρίσκει πολύ αποδοτικό να συλλογίζεται περπατώντας μέσα σ’ αυτήν την ομορφιά και ησυχία. «Όλα εδώ είναι ιστορικά», είπε, «και ξέρεις πόσο η Ιστορία με απασχολεί». Η επιβεβαίωση αυτή του συνεχιζομένου ιστορικού του ενδιαφέροντος με χαροποίησε, μια και μου έδινε λαβή να μιλήσω επιτέλους κι εγώ για τις ιστορικές μου αναζητήσεις, οι οποίες άλλωστε με είχαν ωθήσει σ’ αυτήν την συνάντηση. Άνοιξα, λοιπόν, το στόμα μου να του πω, αλλά την ίδια στιγμή ο δρόμος πήρε μιαν ακόμη στροφή και έμεινα ως είχα. Γιατί, με την πιο απροσδόκητη και παράλογη τροπή των πραγμάτων, ο αδιάσπαστος συμφυρμός σπιτιών, τοίχων και μαντροτοίχων που τόσην ώρα μας περιέσφιγγε, όλως αιφνιδίως κόπηκε με το μαχαίρι και μπροστά μας απλώθηκε απρόσκοπτη μια πλατεία αληθινή, φαρδιά και πλατιά, ελεύθερη κι αδέσμευτη από παντού κι απαλλαγμένη όχι μόνον από κτίσματα, αλλά και απ’ αυτό τούτο το τοπίο. Ήταν μια πλατεία μετέωρη, ήταν μια σχεδία που έπλεε ολομόναχη στο αδιατάρακτο και αχανές γαλάζιο του ουρανού. Ή μήπως ήταν η πελώρια σκηνή ενός θεάτρου φανταστικού, καθ’ όλα έτοιμου να παίξει εντός ολίγου το συναρπαστικό του έργο; Το σκηνικό ήταν ήδη στημένο στην εντέλεια: τις δυο συγκλίνουσες πλάγιες πλευρές, άκρη άκρη στο χάος, έκλεινε παραπέτο ανάλαφρο, με κομψά μαρμάρινα κολονάκια, απ’ όπου μεριές μεριές θαλερά αναρριχητικά ξεχείλιζαν και χύνονταν στο άπειρον. Την κύρια όψη, στο πίσω μέρος, έφραζε τοίχος αρχαιοπρεπής, από ορθογώνιους καλοπελεκημένους πλίνθους, που ανέβαινε κλιμακωτά προς το κέντρο του και απ’ τα δυο του άκρα ξεπετάγονταν ντελικάτοι δυο φοίνικες με λυτή την πλούσιά τους κόμη. Το ημικύκλιο του τοίχου παρακολουθούσε, ψηλαφώντας τη βάση του, πάγκος μαρμάρινος, σαν τελετουργικός, με ποδαράκια τορνευτά. Και υπεράνω του υψηλοτέρου μεσιανού σημείου, πίσω από τον τοίχο, υψωνόταν ένας φάρος λευκός, στηριγμένος ποιος ξέρει σε ποιο συννεφάκι. Τέλος, στη μέση ακριβώς της σκηνής, πάνω σε βάθρο υψηλό και περίτεχνο, ένας ιππεύς φοβερός, με την σπάθα ψηλά και τα πλούσια ρούχα ν’ ανεμίζουν, έσπευδε προς τα εκεί που ατένιζε ο φάρος.
«Μα τι είναι αυτό;!» είπα εμβρόνητος. «Καλό… Καλό…» είπε ο Αγάθος επιδοκιμαστικά, με την ικανοποίηση του καλλιτέχνη που επιτέλους θαυμάζει το έργο του τελειωμένο. Κι αφού το βλέμμα του περιήλθε το σύνολον ερευνητικά και βεβαιώθηκε πως όλα ήταν στη θέση τους, καλώς και εν σοφία καμωμένα, μου απάντησε: «Η πλατεία Καραμανόλη».
«Εμμανουήλ Μπαλάφας», είπε, καθώς τα βήματά μας ηχούσαν στο γρανιτένιο πλακόστρωτο, «Ήρως και Μάρτυρας του Έθνους, οπλαρχηγός της Νεαπόλεως. Ληστής και Κλέφτης των βουνών, είδε αίφνης μέσα του το φως, το 21. Φόβος και τρόμος των Τουρκών, που τον ονόμασαν Καρά Μανόλη. Δύο φορές πάτησε τη Νεάπολη. Έσφαξε τον πασά και το χαρέμι του μες στο κονάκι». Έκανε παύση. «Τον εκτελέσανε πανδήμως, επίσημα κι ιεροτελεστικά σ’ αυτήν εδώ την πλατεία», πρόσθεσε χαμηλόφωνα. Ο ρυθμός του γινόταν αργός κι ο τόνος του ονειροπόλος. Ένα αεράκι ξαφνικό, απ’ τη μεριά της θάλασσας, αναστάτωσε τις φοινικιές. «Το κονάκι του πασά», είπε, δείχνοντας από τον πάγκο που καθίσαμε στην απέναντι μεριά. Την πλευρά απ’ όπου μπήκαμε κάλυπτε, σχεδόν εξ ολοκλήρου, μέγα τούρκικο αρχοντικό με τους καφασωτούς εξώστες να προέχουν πάνω απ’ το κενό. Παρατεταμένη σιγή. Ένα γέλιο εκ βαθέων, γυναικείο, έφθασε από τη μεριά των σπιτιών. Το ακροάσθηκε προσεκτικά, μέχρι που έσβησε. «Τι γέλια… Πόσα γλέντια και χαρές…» είπε κοιτώντας με σηκωμένο το ένα φρύδι το κατάκλειστο κονάκι. «Πόση ευτυχία… Δύναμη και πλούτος!». Έκανε παύση μεγαλύτερη, κοιτώντας το τουρκόσπιτο ερευνητικά. «Πόσες φορές να ένιωσε ο πασάς τη μέθη της ευτυχίας του; Την αλαζονεία της επιτυχίας;», αναρωτήθηκε. «Πόσο άραγε να επαναπαύθηκε στην καλοτυχία του;», συμπλήρωσε. Συλλογίστηκε λίγο. «Τον σκότωσε ο ληστής», διαπίστωσε, χωρίς ίχνος χαιρεκακίας. Το φως που έλαμπε στην άκρη της σπάθας έσβησε κι ο ήλιος βυθίστηκε πίσω από το απέναντι κάστρο. Σηκώθηκε κάπως κουρασμένα, έβαλε τα χέρια στις τσέπες και κοίταξε παρατεταμένα και στοχαστικά το χάλκινο άγαλμα. Τον ακολούθησα σιωπηλός μέχρι το παραπέτο. «Σκέψου τον Καραμανόλη», είπε σκυφτός πάνω από τα κάγκελα, προς τα βράχια που κρημνίζονταν σχεδόν κατακόρυφα στη σκουροπράσινη θάλασσα, και συλλογίστηκε αρκετά. «Πόσες φορές απελπίστηκε μέχρι θανάτου χάνοντας ένα παλικάρι, μια καλή λεία, μια μάχη…». Οι παύσεις μάκραιναν αισθητά. «Σκέψου τον τη μεγάλη στιγμή, με το φοβερό σπαθί υψωμένο πάνω από τον πασά. Σκέψου τους Νεαπολίτες να τον ανεβάζουν στα ουράνια, να του φιλούν κλαίγοντας τα πόδια μέσα στον καλόν όντα, και το κομμένο κεφάλι καρφωμένο στην αυλόπορτα…». Το σκέφτηκε με τα μάτια ανοιγμένα περισσότερο του κανονικού. «Τι έξαρση! Τι μέθη!», είπε προς το καχεκτικό πευκάκι που επέμενε ν’ ακροβατεί στον βράχο. «Πότε να ξεψύχησε άραγε, ποια στιγμή, στο κόψιμο ποιου μέλους του; Συχνά αναρωτιέμαι.», είπε κι έδειξε πίσω του, προς την πλατεία, χωρίς να στραφεί. Το τζιτζίκι που τόσην ώρα επέμενε αδιάλλακτο, εγκατέλειψε. Γυρίσαμε στον πάγκο. Σουρούπωνε ραγδαία κι η θαλάσσια αύρα έσερνε ένα χαρτί στο πλακόστρωτο. Κάπου επαίζαν ελαφρά τραγούδια. Σ’ ένα νεύμα του κάθισα υπάκουα. «Δεν θέλω να πω ματαιότης ματαιοτήτων, όχι αυτό!», είπε ορθός, επεξηγώντας τα λόγια του με χειρονομίες θεατρικές. «Όμως η γνώση τέτοιων και παρομοίων περιστατικών, η αποφορτισμένη θεώρηση της αενάου διαδοχής τους και η εμβάθυνση στο νόημά της είναι μια φιλοσόφηση αναπόφευκτη, όσο και αναγκαία, σε κάποια στιγμή της ζωής, για ορισμένους, τουλάχιστον, ανθρώπους». Παύση με τα χέρια ανοιχτά. «Μακάρι για όλους…», επηύξησε. Έχωσε τα χέρια στις τσέπες και συνέχισε αποφασιστικά, αρχίζοντας να βηματίζει ζωηρά δεξιά και αριστερά μου: «Η Ιστορία είναι Φιλοσοφία! Ναι, είναι Φιλοσοφία και Ηθική και καταφύγιον παρηγορίας! Το είπαν και οι Αρχαίοι: “όλβιος όστις έσχεν ιστορίης μάθησιν”. Σκέψου πόσο ανόητα κάθε στιγμή στριφογυρνάμε και αγωνιούμε γύρω από τον εαυτό μας, πόσο ανιστόρητα τον κάνουμε κέντρο του Σύμπαντος. Σκέψου πόσο μοναδικές θεωρούμε τις απελπισίες μας, σκέψου τους σπαραγμούς και τους θρήνους μας, τις αμέτρητες φοβερές στιγμές που αγγίζουμε τον πάτο της δυστυχίας, απεγνωσμένοι από τη βεβαιότητα πως κανείς ποτέ άλλοτε δεν κακόπαθε έτσι.» Το ισχνό, μακρύ χέρι του χαμήλωσε με μια σύνθετη καμπύλη. «Και συλλογίσου πόσο απερίσκεπτα δεχόμαστε ως δεδομένο αυτό που έχουμε και πόσο εύπιστα προσκολλώμαστε στην βεβαιότητα πως αύριο θα είναι ακόμη καλύτερα και πως με τα χρόνια πάντα θα ξεπερνάμε τις ελλείψεις, τις αδυναμίες, τις ανικανότητες κι όλο θα προχωράμε βαθύτερα και βαθύτερα στην ευτυχία. Σκέψου ακόμη, πόσο αυτονόητα πιστεύουμε στη μοναδικότητά μας, πόσο πρόθυμα αλαζονευόμαστε. Και πόσο εύκολα γι’ αυτό γκρεμιζόμαστε την άλλη στιγμή στην πιο μαύρη δυστυχία. Σκέψου ακόμη», είπε σταματώντας ξαφνικά μπροστά μου, «με πόσο ασυλλόγιστη βεβαιότητα κι υπεροψία καταδικάζουμε τις αδυναμίες, τα λάθη των λιγότερο ευνοημένων, των αδυνάτων, των πεπλανημένων, με πόσην αυταρέσκεια διαπιστώνουμε τις αμαρτίες τους, με πόσο ρηχήν ηθική τις καυτηριάζουμε. Κι ακόμη πόσο αφιλοσόφητα κάνουμε το εφήμερο κτήμα μας αιώνιο, πόσο αξιοθρήνητα λησμονούμε αυτούς που το κατείχαν εξ ίσου αναντίρρητα λίγο πριν –και που το έχασαν εξ ίσου αναντίρρητα». Σταμάτησε γεμάτος ένταση για να πάρει ανάσα και να μου δώσει τον χρόνο ν’ αναλογιστώ ένοχα την Κλαίρη και τις πατριωτικές μου εξάρσεις. Αλλά σιγά σιγά χαλάρωσε, το τσιτωμένο λιγνό κορμί του μαλάκωσε κι ήρθε και κάθισε δίπλα μου. «Γι’ αυτό σου λέω», συνέχισε μετά από λίγο με φωνή ήπια, «πως η Ιστορία είναι Φιλοσοφία. Σκέψου πως βρίσκεται κάπου ψηλά, μετέωρος πάνω από την πόλη. Κάθεσαι εκεί και η ματιά σου καταργεί τις αποστάσεις και τα εμπόδια κι ακοή σου συλλαμβάνει τα πάντα. Πόσες εξάρσεις ευτυχίας θα έχεις δει σ’ έναν αιώνα; Πόσες σπαρακτικές κραυγές θα ‘χεις ακούσει; Πόσες αμαρτίες αναμαρτήτων θα έχεις διαπιστώσει; Πόσες ατέλειωτες αλλαγές χεριών πάνω στα πράγματα; Πόσες βεβαιότητες, πόσες επάρσεις, πόσες καταβαραθρώσεις;». Έσκυψε το κεφάλι με ελαφρό χαμόγελο. «Και πόσο να βαρύνει άραγε το καθένα απ’ αυτά στον τελικό ισολογισμό;», είπε προς τις μαλτεζόπλακες. «Σκέφτομαι τις πέτρες, τη γη, τον αέρα… Όλα τα αιώνια. Πρέπει ν’ αντιμετωπίζουν με συγκατάβαση και χαμόγελο συμπάθειας την εγωπαθή υπερβολή μας…», είπε σχεδόν εύθυμα. Το συλλογίστηκα στη διάρκεια μιας μεγάλης παύσεως. «Αυτή είναι η ιστορική αντίληψη του παρόντος», είπε τέλος με μιαν βαθιάν ανάσα, «Όταν την κατακτήσεις, τότε θα έχεις γίνει ήρεμος και ήπιος, σεμνός και ταπεινός, φιλάνθρωπος κι επιεικής, έτοιμος και ικανός να ζήσεις ουσιαστικά… Θα είσαι πια…». Έπεσε σιγή. Περίμενα να συμπληρώσει «Φιλόσοφος», αλλ’ αυτός μουρμούρισε κάτι άλλο που δεν κατάλαβα κι έπειτα σηκώθηκε ήσυχα και πήγε κι έκατσε στη άλλη άκρη του πάγκου, ολομόναχος, κοιτώντας κατά την πόλη.
Και με το τέλος του μονολόγου άναψαν τα φώτα της πλατείας, τέσσερις φανοστάτες γύρω από τον Καραμανόλη και μια γιρλάντα ανάμεσα στους φοίνικες. Άναψαν και τα φώτα κάτω στην πόλη και λαμπύριζαν ζεστά μέσα στην βαθυκύανη αμφιλύκη.
Νέον...
Επιγραφές νέον
τα μάτια σου.
Τα μάτια σου μέσα στη νύχτα.
Πού το παλιό και πώς το καινούργιο;in mediae sidera noctis
Παίρνω την Ερυθρού ως τη Ραψάνη.
Αφισοκολλημένη
στους κοχλίες του εγκεφάλου μου
με την ίδια βουλιμία
εσύ
καταπίνοντας όνειρα και αστρική σκόνη
την ίδια νύχτα, χρόνια τώρα(σκληρή και αναπότρεπτη η άσφαλτος μνήμη)
τα σπλάχνα της πόλης που κοιμάται
τα άδεια
τα πάλι
τα πάντα
βαραίνοντας εγώ μες στο πρόστυχο, πλαστικό φως
το φουξ το μπλε το πράσινο.Επιγραφές νέον
θαμπώνουν στο πρώτο φως της μέρας
στις εννιά
σβήνουν ολότελατα μάτια σου.
Μιχαλόπουλος Χάρης, «Νέον», Πιο νύχτα: ποιήματα, Αθήνα, εκδ. Μανδραγόρας, 2007, σ. 34
Μετάβαση στο σημείο: Η πόλη αλλάζει