Καβάλα
Καβάλα
Συγκρότηση ενότητας: Ελένη ΠετρίδουΤόπος φυγής - Τόπος επιστροφής Τόπος φυγής-Τόπος επιστροφής
Η ενότητα αυτή αφορά ένα θέμα που επανέρχεται συχνά στα λογοτεχνικά κείμενα, τα τραγούδια και τις συζητήσεις των ανθρώπων για την Καβάλα: την τάση των ανθρώπων που ζουν στην πόλη να την εγκαταλείψουν, αλλά και την νοσταλγική ή τραυματική επιστροφή αυτών που την έχουν αφήσει. Στα κείμενα και το υλικό που περιλαμβάνεται σ’ αυτή την ενότητα διακρίνονται τρία υποθέματα: α. η λυτρωτική φυγή από την πόλη β. η τραυματική επιστροφή σ’ αυτή και γ. η νοσταλγία αυτών που μένουν για όσους έφυγαν. Γεωγραφικά η ενότητα αυτή τοποθετείται στο ΚΤΕΛ της Καβάλας (οδός Μητροπολίτου Χρυσοστόμου μεταξύ Φιλικής Εταιρείας και Βασιλέως Παύλου). Το λεωφορείο αποτελεί το κύριο μέσο φυγής και επιστροφής στην πόλη από τα μεγάλα αστικά κέντρα (κυρίως τη Θεσσαλονίκη).
Η επιστροφή...
3.
Κατέβηκε από το λεωφορείο. Παρέλαβε το σάκο του. Αναζήτησε το ουρητήριο του πρακτορείου. Βγαίνοντας άκουσε: «Κύριε καθηγητά…» Γύρισε το κεφάλι, είδε το πρόσωπο ενός πρόωρα γερασμένου άντρα με λειψά δόντια, κουρεμένα μαλλιά. «Με θυμάστε;» τον ρωτάει. «Και πώς μπορώ να σε ξεχάσω, ρε Πανούλη», του λέει. Ήταν συμμαθητές στο δημοτικό. «Πέρασαν χρόνια». Γέλασε. «Πώς πάνε οι καρδερίνες», του λέει, «έχεις ακόμη δίχτυα και φίντες;» Ο άλλος διόρθωσε τις τιράντες του. «Δε βλέπεις, κύριε καθηγητά, μας κατέστρεψαν, κάψανε τα πεύκα, δεν υπάρχει πούπουλο». «Το διάβασα στις εφημερίδες», είπε. «Τι γίνεται εδώ, τη βγάζεις στο πρακτορείο;» «Ναι, εδώ, έχω χρόνια, κρατάω το ουρητήριο και την αποθήκη». «Καλύτερα εδώ παρά σε άλλα αφοδευτήρια», είπε. «Θυμάσαι τον Κολινδρό, που καθαρίζαμε μουλάρια», είπε ο Πανούλης, «και τότε καθάριζα αφοδευτήρια». Κούνησε το κεφάλι του. Σήκωσε το σάκο του. «Φεύγετε;» «Όχι, μόλις ήρθα».
4.
Περπατάει σε μια πόλη που τώρα πια δεν υπάρχει. Δεν ξέρει ακόμη πού υπάρχει και για πόσο ακόμη θα υπάρχει. Μια πόλη που τρίζει τα δόντια της. Μια πόλη που υπόσχεται τον έρωτα και την επανάσταση. Αυτοί οι δρόμοι μοιάζουν, κάτι του θυμίζουν, αλλά δεν είναι εκείνοι. Με μιαν άλλη πόλη επικάλυψαν την παλιά του πατρίδα. Άνθρωποι με διαφορετικά φερσίματα, με άλλη γλώσσα και τρόπους την κατοικούν. Δεν είναι πια οδόφραγμα, που η νύχτα το βρίσκει να μάχεται. Απ’ το λιμάνι της δεν ξεκινάνε μηνύματα για όλο τον κόσμο. Το κόκκινο επίθετο χάθηκε στον σκοτεινό ορίζοντα. Περπατάει σε δρόμους που πλήθη τούς πέρασαν οργισμένα. Καπναποθήκες που μέσα στους σκοτεινούς όγκους γενιές δούλεψαν και χρόνια πάλεψαν για το μέλλον τους. Δεκαετίες κλόνιζαν οι εργατικοί αγώνες την πόλη. Σκληρή τρομοκρατία. Έτσι, μετά τον Εμφύλιο, αρχίζει προσπάθεια αλλοίωσης των κατοίκων. Έτσι το ’53, διαλύουν το καπνεργατικό επάγγελμα, η κρίση κορυφώνεται το ’58-’60, γενικεύεται η επεξεργασία των καπνών με μηχανές. Η πόλη αιμορραγεί. Διασχίζει τα χρόνια: αυτοί που δούλευαν πεινούσαν, αυτοί που ήταν άνεργοι λιμοκτονούσαν.
1896: Η πρώτη απεργία. Έλληνες, Τούρκοι, Εβραίοι καπνεργάτες ενωμένοι, με ταξική συνείδηση, άφησαν τις αποθήκες και βγήκαν στους δρόμους, ήταν πρωτοφανές, ζητούσαν αυξήσεις, από κάπου πέσαν πυροβολισμοί, κάποιος σκοτώθηκε, ο στρατός διέλυσε τους εργάτες, αλλά, για να ησυχάσουν τα πνεύματα, τα αφεντικά δώσαν μια μικρή αύξηση.
Αυτή η πρώτη απεργία.
1908: Γεννιέται το πρώτο καπνεργατικό σωματείο. Μέλη 4.500 Έλληνες, Τούρκοι, Εβραίοι, οι Αρχές αναγκάζονται να το αναγνωρίσουν. Με απεργία καθιερώνεται το σωματείο. Μειώνονται οι ώρες εργασίας σε εννιάμισι. Ο αγώνας για ψωμί δεν άφηνε περιθώρια για φυλετικές σοβινιστικές ανοησίες.
1924: Μετά τον πόλεμο, μετά την καταστροφή της Ασίας, καλή χρονιά για τα αφεντικά, τα φτηνά εργατικά και αγροτικά χέρια δημιουργούν μεγάλες προοπτικές κερδών, αλλά η απόφαση των εμπόρων να εξαγάγουν τα καπνά χωρίς επεξεργασία στο εξωτερικό, για να χτυπήσουν τους εργάτες, δημιουργεί μεγάλη αναταραχή, άντρες, γυναίκες, παιδιά κατεβαίνουν στην παραλία, να εμποδίσουν τη φόρτωση στα πλοία, καταφθάνει η χωροφυλακή κι αρχίζει άγρια συμπλοκή με πέτρες, ξύλα, χέρια και δόντια, τέλος, δύο νεκροί και δεκάδες τραυματίες, μες στον αγώνα ντόπιοι και πρόσφυγες ενώθηκαν για πάντα, τα καπνά έμειναν στην πόλη.
1927: Έμποροι σπάζουν τη συμφωνία, που είχε γίνει μετά από αγώνες, ώστε η αμοιβή των εργατών να είναι τα 7/25 της αγγλικής λίρας, δεν πληρώνουν, απολύουν, οι εργάτες εφαρμόζουν μείωση της απόδοσής τους, οι έμποροι λοκ-άουτ, ανοιγοκλείνουν κατά βούληση τις αποθήκες με ξένους εργάτες, οι καπνεργάτες πολιορκούν τις καπναποθήκες, επεμβαίνει η χωροφυλακή και ο στρατός, άγριες συγκρούσεις.
1928: Πρόγραμμα να χτυπηθεί η ενότητα των εργατών, προσπαθούν να διαλύσουν το σωματείο, δημιουργούν αντισωματείο, να πέσουν οι αμοιβές, να βρεθούν φτηνά εργατικά χέρια, ανοίγουν σταδιακά τα μαγαζιά, δουλεύουν μικρές ποσότητες, δημιουργούν τεχνητή ανεργία, η ενότητα στο σωματείο είναι αρραγής, αρχίζουν οι απεργίες, οι απειλές δε βρίσκουν έδαφος, εργάτες πολιορκούν τα μαγαζιά, στρατοκρατούν την πόλη, δεκάδες οι τραυματίες, η χωροφυλακή με έφιππους χτυπάει με γυμνά σπαθιά τα πλήθη, τρομοκρατία και εξαθλίωση των εργατών, μετά από τριάντα ημέρες αγώνα σταματάνε, γυρίζουν στις δουλειές τους, τους ξεδιαλέγουν και ελάχιστοι βρίσκουν δουλειά, τους περιμένουν ατιμωτικές συνθήκες εργασίας κι εκμετάλλευσης.
1932: Ημέρες της μεγάλης κρίσης, ελάχιστοι δουλεύουν, θερίζει η πείνα, η φυματίωση, η αθλιότητα. Μια μικρή συγκέντρωση έξω από την αποθήκη του «Σουηδικού Μονοπωλίου» για ενημέρωση των εργατών, ξαφνικά, με την επέμβαση της χωροφυλακής, μετατρέπεται σε μακελειό, ρίχνουν στο ψαχνό, δυο χτυπήθηκαν από σφαίρες, ο Ψαρόπουλος ξεψύχησε επιτόπου, την άλλη μέρα τον έθαψαν σκεπασμένο με τα την κόκκινη σημαία και το σφυροδρέπανο.
1933: Η κρίση συνεχίζεται, οι έμποροι επιζητούν να μειώσουν κι άλλο το κόστος των καπνών, καταργούν την κλασική επεξεργασία κι εφαρμόζουν την τόγκα, που σημαίνει μεγάλη παραγωγή και τον αποκλεισμό των αντρών από τη δουλειά, αρχίζουν άγριες συμπλοκές, οι εργάτες κλείνονται μέσα στα μαγαζιά με μαύρες σημαίες, τα γυναικόπαιδα κυκλώνουν τις αποθήκες, στρατός και χωροφυλακή χτυπάνε ασταμάτητα, η πόλη γεμίζει φωνές και βόγκους, απέραντο πεδίο μάχης, εκατοντάδες τραυματίες, συλλήψεις, εκτοπίσεις, μετά από έξι ημέρες φτάνουν στο συμβιβασμό.
Και ο αγώνας συνεχίζεται, 1934, 1935, 1936.
1946: Η πρώτη μεγάλη διαδήλωση και απεργία μετά τον πόλεμο, η χωροφυλακή και οι παρακρατικοί χτυπάνε, μπροστά στην Εμπορική Τράπεζα σκοτώνεται ο εργάτης Καραγιώργος και λίγο πιο πέρα στον Αϊ-Νικόλα σκοτώνεται ένα παιδί.
Κι έγιναν κι άλλοι αγώνες μέσα στον Εμφύλιο κι ύστερα, το 1953, και μέχρι το 1960, γιατί τίποτε δε χαρίστηκε κι ούτε χαρίζεται. Διασχίζει τα χρόνια και τους δρόμους μιας πόλης που βάφτηκε στο αίμα. Μιας πόλης που δεν υπάρχει πια πουθενά. Μιας πόλης τώρα παραδομένης στις ηδονικές απονεκρώσεις, καυλωμένης από το ρυθμό της πολιτικής οικονομίας.
[…]
6.
Το κλειδί δάγκωσε την κλειδαριά. Ένας ήχος, βαθύς αναστεναγμός, γύρισε το κλειδί στη γλώσσα της πόρτας. Μπήκε κι έκλεισε. Το φως από τις λάμπες του δρόμου έφτανε μέσα από σφαλισμένα παράθυρα. Άφησε το σάκο. Στον πίνακα πήγε του ηλεκτρικού, σήκωσε τον γενικό διακόπτη, γύρισε το διακόπτη του ηλεκτρικού λαμπτήρα του δωματίου. Ένα φως ξεψυχισμένο απλώθηκε πάνω στους σκονισμένους τοίχους. Τα λιγοστά πράγματα ήταν σκεπασμένα με παλιές κουρελούδες από την εποχή θανάτου του αδερφού του. Πέρασε στην κουζίνα, άνοιξε τη βρύση. Βήχας τράνταξε την μπρούντζινη κάνουλα κι ένα καφέ πεθαμένο νερό ξεχύθηκε. Την άφησε να τρέχει. Ο δικηγόρος είχε σεβαστεί τις επιθυμίες του. Πήγε στο τραπέζι του δωματίου. Τράβηξε κι έστρωσε ανάποδα το τραπεζομάντιλο, έβγαλε το κάλυμμα από τα την καρέκλα. Κάθισε. Απέναντι στον τοίχο, πάνω από το τραπέζι, σε μια εταζέρα, κούρνιαζε ένα μικρό αρχαίο ραδιόφωνο Φίλιπς. Γύρισε το διακόπτη, βραχνά παράσιτα μεσαίων κυμάτων ξεχύθηκαν, προχώρησε τη βελόνα, μια απροσδιόριστη μουσική βγήκε μέσ’ απ’ τη σκόνη. Στον άλλο τοίχο, ο μεγάλος καθρέφτης με την πομπώδη χρυσοβαμμένη κορνίζα.
Πήγε στο δωμάτιο του αδερφού του. Ένα καβαλέτο, μια καρέκλα, ένα μικρό ξύλινο μπαούλο. Άνοιξε το μπαούλο. Ο δικηγόρος τού είχε πει, εκεί μέσα είχε βάλει ένα ντοσιέ με σχέδια. Βρήκε τη ρόμπα του αδερφού του κοκαλωμένη από ξεραμένα χρώματα. Από κάτω το ντοσιέ. Τίποτε άλλο.
Γύρισε στο τραπέζι. Έλυσε τα κορδόνια κι από μέσα ξεχύθηκαν τα χαρτιά με τα σχέδια. Τ’ άπλωσε στο τραπέζι. Ήταν όλα σχέδια που είχαν σαν θέμα τους την ίδια γυμνή γυναίκα. Μια γυναίκα με φθαρμένο, βασανισμένο και παραμορφωμένο σώμα. Μόνο σ’ ένα σχέδιο είχε επιμείνει στο πρόσωπο, ένα πρόσωπο γεμάτο αγωνία και θυμό. Ο ζωγράφος ήθελε να αποτυπώσει τη φθορά αλλά μαζί και κάτι άλλο, που δεν ήξερες αν ήταν η άποψη του ζωγράφου ή βιολογική αντίδραση του μοντέλου, τη μη παραδοχή της εγκατάλειψης, τη μη παραδοχή της απώλειας, του συμβιβασμού με κάτι αναπόφευκτο.
Τα σχέδια πρέπει να ήταν από την Ελισάβετ, μια γυναίκα που είχε γνωρίσει και περιμαζέψει ο αδερφός του, την βρήκε παγωμένη μια μέρα στα σκουπίδια και την εγκατέστησε εδώ, ήταν αλλόκοτη και πέθανε πριν από τον αδερφό του στο νοσοκομείο αντικρίζοντας τη θάλασσα. Του είχε γράψει τότε ο ζωγράφος: «Ήμουν πάντα ένα ανυπόφορο και ύποπτο πρόσωπο, ένας που δεν του έχουν εμπιστοσύνη, γιατί καθώς ήμουν απορροφημένος από τη δουλειά μου και τις σκέψεις μου, ξεπερνούσα αδιάφορα τις κοινωνικές συμβάσεις, αυτά που θέλω κι αυτά που έχω στο μυαλό μου είναι τρομαχτικά, γιατί η τέχνη είναι η διάρρηξη της ψυχής, είχε την απόλυτη ανάγκη μου αυτή η γυναίκα και μόνο αυτό δικαιολογούσε τη συμπαντική μου παρουσία, μόνο έτσι η ζωγραφική μου είχε νόημα ύπαρξης».
Περιμάζεψε τα σχέδια.
Πέρασε στο διπλανό δωμάτιο. Εδώ ήταν το μεγάλο παλιό μπαούλο με τις μεταλλικές γωνίες, κουβαλώντας μέσα σ’ αυτό ό,τι τους είχε απομείνει, μετά την καταστροφή της Μικρασίας, έφτασαν εδώ οι γονείς του, στη νέα τους πατρίδα, με την ψυχή στο στόμα. Μέσα βρήκε πεταμένα διάφορα πράγματα, κυρίως όμως ρούχα της μητέρας και του πατέρα. Τ’ ανακάτεψε, μια μυρουδιά μούχλας τον πήρε, στον πάτο βρήκε μια μεγάλη φωτογραφία της οικογένειας. Λίγο πριν από τον πόλεμο. Από τα δεκαεφτά πρόσωπα της φωτογραφίας τώρα ζούσαν μόνο αυτός και τα δυο του ξαδέρφια. Άφησε τη φωτογραφία. Από μια τσάντα της μητέρας, γεμάτη χαρτάκια και μαντιλάκια, έβγαλε μια κάρτα, στη μια όψη ήταν ένα άγνωστο γι’ αυτόν κτίριο με φοίνικες, στην άλλη όψη έγραφε η μητέρα προς τον πατέρα από το νοσοκομείο: «…να προσέχεις τα παιδιά, τα μάτια σου και τα παιδιά». Από μια τσέπη του σακακιού τού πατέρα έβγαλε ένα χαρτάκι, έγραφε: «…8x12=98+23=132». Μια ζωή λάθη στους υπολογισμούς και στις εκτιμήσεις.
Γύρισε με τη φωτογραφία στο τραπέζι.
Στον άλλο τοίχο είχε απομείνει έκθετος ο μεγάλος καθρέφτης με τα την πομπώδη χρυσοβαμμένη κάποτε κορνίζα. Στάθηκε εκεί μπροστά και κοίταξε το είδωλό του μέσα στα θαμπά ξεφλουδισμένα φύλλα του αργύρου. Προχωρούσε αντίστροφα μέσα στο χρόνο και το νέο τοπίο φωτιζόταν τώρα από έναν άλλο καιρό. Ήταν 10 του Φλεβάρη και γιόρταζε ο πατέρας του, όλο το σόι μαζεμένο σ’ αυτό το δωμάτιο, πάνω από είκοσι άτομα, αδέρφια, ξαδέρφια από τον πατέρα και την μάνα του, πώς τους έπαιρνε ο χώρος, κουβέντιαζαν ζωηρά, πίναν ούζο, τρώγαν παστρουρμά και λουκάνικα που είχε φτιάξει ο πατέρας, με τα χέρια του, για να τους θυμίσει την πατρίδα, ήταν σόι ανάκατο από μικροαστούς εμπόρους και καπνεργάτες, μόνο ο ξάδερφος της μητέρας ήταν γιατρός, και ενώ το κέφι είχε φουντώσει κι η ζέστη από τη σόμπα ανέβαινε, καθώς έξω χιόνιζε, βλέπει τον πατέρα, λίγο πιωμένο, να γυρίζει απότομα στον μεγάλο του αδερφό και να του φωνάζει: «Τι έγινε ο Παύλος;», έπεσε βουβαμάρα, ο θείος του κοιτούσε με τέλειο ξάφνιασμα, «Εσύ τον σκότωσες», είπε ο πατέρας, «τον άφησες να πάει εξορία το 1943, όταν οι Τούρκοι σας βάλανε φόρους, για να γλιτώσεις την περιουσία σας, κι όταν γύρισε ερείπιο το 1948, εσύ είχες ξεπουλήσει τα πάντα, διέλυσες την εταιρεία, του είπες πως πτώχευσες, δεν του έδωσες τίποτε, κι έβγαλες τα χρήματά σου έξω, ήταν, έλεγες, από δικές σου συναλλαγές, τον άφησες να πεθάνει, να σκάσει από στεναχώρια χωρίς να σου πει κουβέντα, γιατί ήταν φιλότιμος και περήφανος, μου τα είπε όλα η γυναίκα του το καλοκαίρι που πήγα στην Κωνσταντινούπολη, δε γύρισες να δεις την οικογένειά του, τα κορίτσια του Παύλου έγιναν δούλες, τον εκδικήθηκες επειδή δε σ’ άκουσε και παντρεύτηκε μια φτωχιά Αρμένισσα, ενώ εσύ του είχες έτοιμη μια πλούσια δικιά μας, τον σκότωσες, του είπες ψέματα, είπες και σ’ εμάς ψέματα, για κάτι ψωροχιλιάδες». Ο πατέρας άρχισε να κλαίει με αναφιλητά, ο θείος σηκώθηκε, «Αυτά είναι συκοφαντίες», είπε, «εκείνη η Αρμένισσα τον κατέστρεψε, εγώ έκανα ό,τι μπορούσα», άρπαξε το παλτό του και βγήκε έξω.
Σε λίγο είχαν φύγει όλοι.
«Μέρα που βρήκες να ξεσπάσεις», είπε η μητέρα. Ο πατέρας βγήκε στο μπαλκόνι, χιόνιζε, έκλαιγε. «Έλα μέσα, θα πουντιάσεις», είπε η μητέρα, αλλά εκείνος έμενε εκεί έξω και γέμιζαν τα μαλλιά κι η πλάτη του χιόνι.
Άναψε τσιγάρο, περπατώντας έκανε ένα μικρό κύκλο στο δωμάτιο. Γύρισε πάλι μπροστά στον καθρέφτη.
Μέσα στον σκοτεινό χρόνο ο Αντώνης, ξάδερφος της μητέρας, 1948, άρρωστος, να τον κρύβουν, καπνεργάτης, στέλεχος του Κόμματος στην παρανομία, να αιμορραγεί τώρα από την παλιά φυματίωση, να τρέμουν τα φυλλοκάρδια τους, ούτε η μητέρα του ήξερε πού βρίσκεται ο Αντώνης, ήταν κρυμμένος σε μια μεγάλη άδεια στέρνα στο πίσω μέρος του πλυσταριού, ψηλός, γεροδεμένος κάποτε, γεμάτος ζωή, ακόμη και τώρα γεμάτος αισιοδοξία, είχε ωραία φωνή, όταν ήταν κορίτσι η μάνα, την συνόδευε σε χορούς και γλέντια, γι’ αυτό είχαν με την μητέρα σχέσεις στενές, γι’ αυτό είχε το θάρρος να ζητήσει να τον κρύψουν τώρα που ήταν στα τελευταία του κι αιμορραγούσε, δεν κράτησε πολύ, την άνοιξη πέθανε, δεν ήξεραν τι να κάνουν, τέλος, φώναξαν τον πατέρα του Αντώνη, αφού τον πότισαν ρακί, του είπαν όλη την ιστορία, έκλαιγε για ώρα, τέλος, αποφάσισαν, για να αποφύγουν μπλεξίματα, τον έθαψαν κρυφά στη γωνιά του κήπου, κουβάλησαν και πέτρες, τάχα θα ψήλωναν τον τοίχο, τις στοίβιασαν στο φρεσκοσκαμμένο χώμα, ένας μικρός τύμβος στη γωνιά του κήπου, η μητέρα του Αντώνη δεν έμαθε ποτέ τίποτε, όλοι τον είχαν για αγνοούμενο, όταν όλα πέρασαν, δεν είχε μείνει πια κανένας από τη μεριά του χαμένου, κι όταν κάποτε ο πατέρας είπε να τον βγάλουν, η μητέρα αντέδρασε, «Τώρα δεν έχει κανένα νόημα», είπε, «καλύτερα εκεί που είναι, κοντά μας».
Κοίταξε το πρόσωπό του στον καθρέφτη, τώρα που θα γκρέμιζαν το σπίτι, τι θα έπρεπε να κάνει με τον Αντώνη, τίποτε δεν μπορούσε να κάνει, κι ύστερα πάντα κάποιοι μπαίνουν στα θεμέλια δρόμων και γεφυριών.
Γύρισε προς το τραπέζι, στο ραδιόφωνο μια φωνή πνιγμένη στα παράσιτα διάβαζε κάποιο δελτίο ειδήσεων, συγκράτησε μόνο πως ο καιρός θα ήταν αίθριος.
Έπρεπε όμως τώρα να κατεβεί στο υπόγειο. Κάτι που χρόνια γύριζε στο μυαλό του και το ανέβαλλε, έπρεπε να γίνει. Ο χρόνος είχε πια εξαντληθεί. Άνοιξε το ντοσιέ κι έβαλε μέσα τη φωτογραφία και τα σχέδια. Έβγαλε από το σάκο του ένα φακό. Πήγε στην κουζίνα, άνοιξε την καταπακτή που οδηγούσε στο υπόγειο. Βόγκηξαν τα σανίδια, η σκόνη του βούλωσε τα ρουθούνια. Κατέβηκε κάτω στο πλυσταριό. Αράχνες του έφραζαν το δρόμο. Γύρισε πίσω, βρήκε μια εφημερίδα, κατέβηκε πάλι κάτω, άναψε την εφημερίδα, έτσι άνοιξε δρόμο μέσα από τα πέπλα των εντόμων, έφτασε εκεί που στοίβιαζαν τα ξύλα. Έψαξε στην απέναντι γωνία. Με το πόδι καθάρισε το δάπεδο που ήταν από χώμα και υπολείμματα από τα παλιά ξύλα που τώρα η υγρασία τα είχε λιώσει. Βρήκε την πέτρα που ήταν το σημάδι, μ’ ένα ξύλο την ξεκόλλησε από τη βάση της, την παραμέρισε, το χώμα υγρό και μαλακό, έσκαψε με το ξύλο, βρήκε το τενεκεδένιο κουτάκι, καθώς το τραβούσε έξω διαβρωμένο από την υγρασία διαλύθηκε. Βρήκε το δεματάκι με το κηρόχαρτο μέσα στο κουτί. Γύρισε και βγήκε έξω σχεδόν τρέχοντας. Του είχε κοπεί η αναπνοή, σαν να είχε κάνει μακροβούτι σε βρόμικα νερά. Κάθισε κι ακούμπησε στο τραπέζι, να πάρει μιαν ανάσα. Σκέφτηκε πάλι τον Νίκο, στο δωμάτιο πάνω από το φούρνο, όταν εκείνη την ημέρα, λίγο πριν από το θάνατό του, του παρέδωσε το γράμμα του για να το δώσει, όταν αποκατασταθεί, όπως είπε, η κομματική νομιμότητα, στον γραμματέα της πόλης. Ο σπάγκος έσπασε, ξεδιπλώνοντας το δέμα, το κηρόχαρτο διαλυόταν, μέσα στις δίπλες βρήκε ένα άλλο χαρτί, που κάποτε πρέπει να ήταν γραμμένο με μελανί μολύβι, αλλά τώρα ήταν ένας πολτός μούχλας.
Ποια δικαίωση άραγε περίμενε ο Νίκος; Διαγραμμένος από το 1946, μέχρι που πέθανε εκείνη την άνοιξη του 1951, δεν το επικαλέστηκε ποτέ στις διώξεις που του επιβάλλανε. Δεν παραδέχτηκε ποτέ τη διαγραφή. Κι αν τώρα θα μπορούσε να υπάρξει αποκατάσταση, μετά από σαράντα χρόνια, ποιον θα ενδιέφερε; Ποιος τον θυμόταν; Ποιοι να τον υπερασπιστούν κι από ποιον; Τώρα που όλα αλλάζουν και προβάλλει, στο βάθος του ουρανού, γυμνή μια πελώρια κι άδικη τραγωδία.
Άνοιξε την μπαλκονόπορτα, βγήκε στην ταράτσα. Ένα ανεπαίσθητο αεράκι ερχόταν από τη θάλασσα. Στη γωνιά του κήπου ήταν ακόμη ο σωρός από τις πέτρες πνιγμένες στις βατομουριές. Η νύχτα έλαμπε, διάστικτος ο ουρανός κυλούσε γαλαξίες, θάλασσα σελήνης κράμα, σγουρή ανάσα αύρας, δροσίζει το φως του σκοταδιού, φωνές, συνομιλίες δήλωναν χειρονομίες, ένα πλοίο στο δρόμο του φεγγαριού, τα πρόσωπα του δράματος φύγανε, δεν είναι πια στον κόσμο τούτο, ποιος ουρανός ποια θάλασσα ποια γη, σελήνη του Ιούλη στον κήπο δέντρα, έτσι κι αλλιώς γνώση απόγνωση ίδια κόψη, έδωσαν στο σπέρμα του έναν κώδικα, επαληθεύει ο κώδικας τον εαυτό του, απάντηση δε δίνει, καμιά απάντηση, εξάλλου όλα θα χαθούν κι όλα θα μεταλλάξουν, κιμωλία του φεγγαριού, φως της σελήνης άσπρο.
7.
Μπήκε στο λεωφορείο. Ήταν σχεδόν άδειο. Η ζέστη ανυπόφορη. Κάθισε στα τελευταία καθίσματα, έτσι για να έχει περισσότερο αέρα από τα’ ανοιχτά παράθυρα.
Καθώς το αυτοκίνητο έτρεχε στους στενούς δρόμους για την έξοδο της πόλης, αφίσες που πουλούσαν προϊόντα αδιάφορα και παρότρυναν σε πλασματικές ανάγκες, κολακεύοντας αισθήματα υπεροχής και διάκρισης, ψάρευαν στα θολά, έτσι κι αλλιώς, νερά του συνειδητού κι ασυνείδητου. Σε μιαν άλλη κοινωνία η διαφήμιση έπρεπε να καταδικαστεί ως η πλέον αντικοινωνική πράξη.
Έκλεισε την πόρτα του σπιτιού, κλείδωσε για τελευταία φορά, έχωσε το κλειδί στη ρίζα της ροδοδάφνης, όπως έκανε πάντα για να το βρίσκουν τα άλλα μέλη της οικογένειας, ο ήλιος μόλις είχε φανεί, κατέβηκε στη θάλασσα, κάθισε στο καφενεδάκι, πήρε καφέ κι άκουσε το δελτίο ειδήσεων, κάπου συγκράτησε πως ο καιρός θα ήταν αίθριος, μετά από λίγο τράβηξε για το σταθμό λεωφορείων, έξω από την είσοδο του σταθμού είδε τον Σίμο τον βουβό να μαζεύει φραγκοδίφραγκα από τους ταξιδιώτες, εκείνος δεν τον γνώρισε, διασχίζοντας το πεζοδρόμιο για να μπει στο λεωφορείο, έβαλε στο χέρι του Σίμου ένα χαρτονόμισμα, ξαφνιάστηκε, αλλά στο βλέμμα του δεν υπήρχε η αναγνώριση.
Έφευγε κουβαλώντας ένα βιβλιάριο τραπέζης με κάτι εκατομμύρια, το φάκελο με τα σχέδια του αδερφού του και μια οικογενειακή φωτογραφία. Έχοντας στο μυαλό του αυτή την αποχώρηση είχε καθυστερήσει την επιστροφή. Ήταν άδικο, γιατί αυτοί που είχαν χτίσει το σπίτι, απέβλεπαν σε μια ζωή με δικαιοσύνη, ούτε στιγμή δεν είχε περάσει από το μυαλό τους ότι η ενέργεια αυτή κάποτε θα μεταφραζόταν σε χρήμα. Σκέφτηκε τις δύσκολες μέρες που είχαν περάσει, τον αδερφό του που έζησε τις μέρες του σε έσχατη ένδεια. Τώρα ήταν σαν να τα καρπώθηκε όλα αυτός, όλα για τον εαυτό του, όλη τη στέρηση των άλλων. Καθόλου δεν τον αλάφρωνε η σκέψη πως τα χρήματα θα πήγαιναν στα παιδιά του, που, φυσικό ήταν, ζητούσαν όλο και νέα προϊόντα για κατανάλωση, αφού όλα γρήγορα χάναν τον προορισμό τους και καταλήγαν στα σκουπίδια. Ζούσαν τη δική τους ζωή με τα δικά τους σφάλματα και τις δικές τους δημιουργίες.
Το λεωφορείο έτρεχε διασχίζοντας καινούργιους δρόμους, νέους οικισμούς, ο ήλιος φώτιζε ξανθιές αμμουδιές, γαλάζιες θάλασσες, πράσινους βυθούς. Πόσες φορές δεν είχε επιθυμήσει να ζήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια παρόμοια ακρογιαλιά.
Θέλησε να έρθουν διαφορετικά τα πράγματα για τη γενιά του, αλλά το τι ήθελε αυτός, μαζί με άλλους, δεν είχε τώρα κανένα νόημα. Η ιστορία πήρε δικούς της δρόμους. Η ζωή συνθέτει καινούργιες μορφές. Ό,τι πέρασε παραμένει μια εν δυνάμει παρακαταθήκη γι’ αυτούς που θα ακολουθήσουν.
Ό,τι πέρασε, σκέφτηκε, πέρασε σωστά, διαφορετικά οι απώλειες θα ήταν αβάσταχτες.
Πρόδρομος Μάρκογλου, «Επιστροφή», Σταθερή Απώλεια: διηγήματα, εκδ. Νεφέλη 2001, σ. 171-175, 179-188.
Οι φωτογραφίες...
Ι
Ο Λάζαρος περπατά στο δρόμο και δεν μπορεί να σηκώσει στους ώμους του το βάρος του πρώτου θανάτου. Το κορμί του ξαφνικά του γίνεται άχρηστο, κι ολόκληρος είναι ένα δέντρο από δάκρυα. Δεν περπατά. Τρεκλίζει. Τα ξένα πόδια του τον οδηγούν στο πάρκο που συνορεύει με τη θάλασσα. Περνά το πάρκο προσπαθώντας να στηρίξει το κορμί του σε αδύναμα κλαδιά νεαρών δέντρων. Φτάνει στη θάλασσα κ’ εκεί σκύβει κλαίγοντας επάνω της. Θέλει να πνίξει μέσα της τα δάκρυά του. Όμως τα βλέπει να επιπλέουν σαν τις λαδιές. Έτσι εγκαταλείπει τη μάταιη αυτή προσπάθεια και συνεχίζει το δρόμο του κοντά στην παραλία. «Μπροστά μας απλωνόταν η θάλασσα, ένα μαύρο πανί που φιλτράριζε το γάλα της ομίχλης. Φιλέρημα φώτα σε όλο το μάκρος της. Τέτοια η πόλη, μου έλεγες, καταχνιασμένη, μυστηριακή, δυσπρόσιτη, μ’ αρέσει. Έπειτα καθίσαμε σ’ ένα ερημικό καφενείο κι ακούσαμε ρεμπέτικα, δίπλα στο κύμα». Μα τώρα η θάλασσα είναι γκρίζα κι αναίσθητη. Δεν μπορεί να τον καταλάβει. Κι ο Λάζαρος έχει ανάγκη συμπόνιας. Γι’ αυτό και όταν βλέπει μια γνωστή του να περνά στο αντικρινό πεζοδρόμιο, τρέχει να τη χαιρετήσει με την κρυφή ελπίδα πως θα εισπράξει λίγο οίκτο. Ζητά τον οίκτο ο νέος ποιητής. Δεν τον ζητιανεύει. Κρατά μια δική του αξιοπρέπεια που σε λίγο υποχωρεί, και τότε μπαίνει στο κατάστημα ενός φίλου του για να του πει «τελειώσαν τα ψέματα, χωρίσαμε σήμερα, χωρίσαμε για πάντα». Όμως δεν του λέει τίποτα. Μόνο ότι έχει πάρει την απόφαση να φύγει απ’ την πόλη τους για λίγο καιρό, γι’ αυτό και πέρασε να τον αποχαιρετήσει. Όχι, δεν ξέρει από τώρα να του πει πότε ακριβώς θα γυρίσει. Δεν θέλει να σκέφτεται την επιστροφή στην πόλη αυτή, την άδεια και την έρημη, τη σκληρή με τις γωνιές της, την ύπουλη με τα σταυροδρόμια της, την προδοτική με τα πάρκα της, την ενοχλητική με τους ανθρώπους της, που ο καθένας ξεχωριστά είναι και λίγο υπεύθυνος για το θάνατό του. Το μόνο που μπορεί να σκεφτεί τώρα είναι ότι θα φύγει, γιατί δεν αντέχει άλλο μες τα ερείπιά του. Ζητά ν’ αλλάξει σκηνικό, ατμόσφαιρα, αέρα. Απόψε κιόλας, απόψε, ναι, θα πάρει το υπεραστικό λεωφορείο της γραμμής και θα πάει στην άλλη πόλη όπου γεννήθηκε, εκεί όπου μεγάλωσε μέσα στην πρώτη αθωότητά του, ενώ εδώ στο κάτω-κάτω έμεινε πάντα ένας πρόσφυγας, ένας αναφομοίωτος με τους γηγενείς που, πρόσφυγες κι αυτοί, είχαν φροντίσει από πιο νωρίς για το βόλεμά τους. Επιστρέφει στην κάμαρά του, κι ανίκανος να βρει γιατριά αλλού, πίνει, ζαλίζεται, γράφει, και με τα χαρτιά του νωπά ακόμη απ’ το αίμα που δεν πρόφτασε να ξεραθεί, παίρνει το μικρό βαλιτσάκι του με δυο αλλαξιές εσώρουχα, τις πυτζάμες του, παίρνει και λίγα χρήματα δανεικά απ’ το περίπτερο της γειτονιάς του και φεύγει. Στο δρόμο το ρευστό τοπίο του δίνει τη χαρά να συνειδητοποιεί το χαμό του, το χαμό της, μπορεί κ’ εντοπίζει καλύτερα το θάνατό του, το θάνατό της, στο σκηνικό των βουνών που αλλάζει συνεχώς, της μιας λίμνης που ακολουθεί την άλλη, του ενός μικρού χωριού που έρχεται μετά το άλλο, χάντρες κομπολογιού περασμένες στο κορδόνι της ασφάλτου που ολοένα μπουλντόζες τη στρώνουν κι ολοένα είναι χαλασμένη. Παραπόταμοι του θυμίζουν τ’ ανατιναγμένα γεφύρια στο αντάρτικο, δρόμους παρακαμπτήριους όπου οι βοδάμαξες σέρνονταν μες τη σκόνη, και στο Στρυμώνα τώρα είναι η καινούργια γέφυρα, δίπλα στην άλλη, την παλιά, που έμεινε για πάντα έτσι, με σίδερα στραμπουληγμένα και χυμένο μπετόν, σαν πετρωμένος καταρράχτης. Το «σάλι» που τους περνούσε με τη μανιβέλα απ’ τον ποταμό, τότε σύνορο της Βουλγάρικης και της Γερμανικής Κατοχής, είναι δεμένο τώρα στη μια όχθη του, σαν μικρό πλωτό εργοστάσιο για να μαζεύει το χρυσάφι απ’ την ιλύ. Κ’ ύστερα έρχεται η φθινοπωρινή θάλασσα που ακροφιλά την κροκαλένια παραλία. Το σκηνικό αλλάζει συνεχώς, δέντρα και πλαγιές μ’ ενδημικά τρυγόνια, αλλάζουν όλα, κι αυτός κολλημένος εκεί, σ’ εκείνη τη στιγμή που έφευγε μες τα σύνορα του πόνου της, στα σύνορα του κορμιού της, δεν ξέφευγε τίποτε από πάνω της, κανένας καπνός δεν έβγαινε απ’ την τσιμινιέρα, κανένας ατμός απ’ τους αρμούς της, κανένα σύννεφο δεν αυλάκωνε το πέρασμά της, περπατούσε ήρεμα, αποφασισμένα, έγκλειστη στον πόνο της, κι αυτό τον αρρώσταινε ακόμα πιο πολύ, «το μόνο που δε θα συνηθίσω ποτέ είναι η σκέψη ότι θάμαστε στην ίδια πόλη», κ’ έπειτα αυτή απομάκρυνση, η τελευταία σιωπή της, η άφθογγη παραδοχή, «ή όλα ή τίποτα μαζί σου», το γλίστρημά της μέσα από το πάρκο που τα φώτα του ήταν υγρά απ’ την ομίχλη και τα σπίτια μέσα στην καταχνιά έμοιαζαν με πρύμες καραβιών που έδεσαν για πάντα στο λιμάνι. Ο ελεγκτής ανεβαίνει, κ’ είναι ο κάμπος ξανά, αδιέξοδος σαν όλους τους κάμπους, σπαρμένος ευγενή καπνά και πικρό ρύζι. Σκυφτοί οι χωρικοί μες τα βαλτόνερα. Η κούρσα κάποιου μεγαλοκαπνά. Γυναίκες ετοιμόγεννες, ετοιμοθάνατες. Πόσες φορές, αλήθεια, πόσες; «Αυτό που κάνω λέγεται απάτη». Μουσθένη, Αυλή, Ποδοχώρι, Δωμάτια, Ροδολείβος, Ξεχασμένη, Δοξάτο. Η κότα κάτω απ’ τα πόδια του διαμαρτύρεται: ούτε ένα μνημείο για τους εκτελεσμένους. «Όταν πλένω τα χέρια μου πάντα σε θυμάμαι. Γιατί;» Τι κι αν τα δαχτυλίδια έπεσαν, αφού τα δάχτυλα μένουν ακόμα; «Κοντά σου μόνο την ευτυχία μπορώ να σκέφτομαι. Μαζί σου αλητεύω Ο άλλος δεν μ’ αφήνει ούτε να…» «Πότε θα παντρευτείτε;» «Μετά από τρία χρόνια». «Κι ως τότε;» «Θα γίνω από τώρα γυναίκα του μόνο και μόνο για να λυτρωθώ από σένα». «Θα το κατορθώσεις;» «Όσο να πεις, θάναι κάποια ανακούφιση». Μια γριά ξερνάει μες το νάιλον σακουλάκι που της προμήθευσε ο εισπράκτορας. Μα πόσα ξεζεμένα άροτρα; Πόσα υνιά χωρίς αλέτρι; «Φίλοι δεν μας εμποδίζει να μείνουμε κανείς». «Ή όλα ή τίποτα μαζί σου». Το λεωφορείο σταματά. Κατεβαίνει. Έχει στενούς συγγενείς στην πόλη αυτή, αλλά αυτός τραβά γραμμή για το σπίτι του φίλου του που είναι πάνω στο λόφο. Περνά έτσι μέσα απ’ τα μπλόκια των καπνομάγαζων. Βαριά η μυρωδιά της τόγκας βγαίνει απ’ τα καγκελόφραχτα παράθυρά τους. Κοιτάζοντας μέσα βλέπει γυναίκες στο παστάλι, στο ξεφύλλισμα, μαστιγοφόρους αρχιεργάτες και στιβαδόρους στο τρασφέρι ν’ ανεβοκατεβαίνουν τα εκατό σκαλιά, ολόκληρο τ’ οκτάωρο, φορτωμένοι τόγκες. Προχωρά μέσα από δρόμους άχαρους και στενούς, δεν έχει ούτε νερό στα σπίτια, και στα «λαθραία», μες τη ρεματιά, βλέπει γυναίκες που είναι χωρίς δουλειά, γιατί στα καπνομάγαζα θέλουν τις μικρούλες, εκείνες που γυαλίζουν στ’ αφεντικά. Κισμετλέν ολγάζ: όπου φτωχός κ’ η μοίρα του. Το παλιό τένις-κλαμπ είναι χορταριασμένο. Μια γίδα ανενόχλητη βόσκει στο χώρο του τερέν. Μα σε ποιο κλαμπ οι κυρίες του πινάκλ σκοτώνουν τώρα την πλήξη τους; Βίλλες, ήσυχα σπίτια, μέσα σε κήπους, δέντρα που απλώνονται σα δίχτυ στον ουρανό όπου λιθρίνια σύννεφα ξεψυχούν ματωμένα, μεγάλα σκυλιά, μικρά παιδιά μ’ εκείνη την προφορά από νταντά ελβετίδα, λακέδες, αυτοκίνητα, Ι.Χ., Ξ.Α., C.D., κ’ έπειτα οι γειτονιές, το Σούγιελο, τα Πεντακόσια, τα Χίλια, όπου η φυλή της ανθρώπινης φτώχειας κρέμεται απ’ τα προσφυγικά μπαλκόνια και τα γερμανικά παράθυρα. Μικρά παιδιά, όλο μύξες κ’ αίματα, μπερδεύονται στα πόδια του, καθώς τα πετραδάκια της άμμου. Χώνονται μέσα στα δάχτυλά του, τον πονούν. «Τσίριε, μια βοήθεια σας παρακαλώ, έχω παιδί παράλυτο στο νοσοκομείο». Στο σπίτι του φίλου του, πάνω απ’ τα βακούφικα του Μωχάμετ Άλυ, ζητά άσυλο για μερικές μέρες. Υπάρχει ευτυχώς ένα δωμάτιο ελεύθερο κ’ εκεί, μόλις εξασφαλίζονται οι δυο τους, χωρίς χρονοτριβή, ανοίγει το βαλιτσάκι του, βγάζει τα χαρτιά του, κι αρχίζει να του διαβάζει, χωρίς ωστόσο να τελειώσει, γιατί στο μεταξύ τον πνίγουν τα δάκρυα και τότε — όπως όταν αδειάζουν τα νερά από έναν κόλπο ή μια στέρνα και φανερώνεται ο βυθός με τα μυστήρια κι απόκρυφα ευρήματά του, που δεν είναι τα κατακάθια του, όπως όταν οι βάνες ανοίγουν και το αίμα γίνεται νερό που τρέχει ακατάπαυστα κι ορμούν χείμαρροι, αφρίζουν ξεπηδώντας, χαρούμενοι για την απελευθέρωσή τους απ’ το φράγμα μας, και γινόμαστε οι θεατές του βυθού μας, ξαφνιασμένοι μ’ αυτά που κρύβαμε, τρομαγμένοι με κάτι καβούρια τεράστια που χώνονται σε χαραμάδες, σκιαγμένοι απ’ το φως, έκπληκτοι με κάτι κλαδιά που βλάστησαν σε μικρά δέντρα, με κάτι χρυσόψαρα που παλεύουν στη λάσπη, κι ανακουφισμένοι που έφυγαν τα περισσεύματα, άδειοι, χωρίς κανένα κενό, σαν καβαλάρηδες πεσμένοι κατάχαμα, ενώ τ’ άλογά μας τρέχουν αχαλίνωτα στον πλατύ κάμπο και χάνονται στη θάλασσα και γίνεται η χαίτη τους αφρός του πελάγου — λέει στο φίλο του συγκεκριμένα γεγονότα και περιστατικά, πράγματα που θα τον βοηθήσουν να καταλάβει την κατάστασή του, την απώλειά του, μ’ ένα λόγο την τελική ήττα του. Ο φίλος του , γνώστης παρόμοιων θανάτων κι αυτός, — είναι εκείνος που έγραψε το στίχο «όταν ο χωρισμός γίνεται ατέλειωτη αντάμωση κ’ η αντάμωση αναζήτηση παντοτινή» — τον ακούει προσεκτικά, με κατανόηση, αφήνοντάς τον ελεύθερο να ξεσπάσει, και μόνο στο τέλος του λέει κάτι για το μελόδραμα που υπάρχει σε κάθε μελλοθάνατο, και για το χρόνο που απαλύνει τις πληγές, δίχως βέβαια να τις επουλώνει. Κ’ ύστερα, ακολουθώντας τη συνταγή της ανάρρωσης, τον οδηγεί σ’ ένα δωμάτιο με μονωτικό σαν στούντιο ηχογράφησης, κ’ εκεί τον αφήνει μόνο του να ξημεροβραδιάζεται ακούγοντας αχόρταστα τόνους μουσικής από δίσκους. Κι ο Λάζαρος ανακαλύπτει έτσι χαρές που δεν τις γνώριζε, αγαπά κομμάτια κλασικά που ως τότε μόνο εκνευρισμό του έφερναν, και καταλαβαίνει ότι ο πρώτος θάνατός του δεν πήγε ολότελα χαμένος μια που τον βοήθησε να βρει μέσα του πηγές άγνωστες, να γνωρίσει κόσμους που δεν θα τους άγγιζε αλλιώς ποτέ. Και ηρεμεί, γαληνεύει. Ετοιμάζεται να γυρίσει στην πόλη του αλλαγμένος. Μα τώρα είναι κάτι άλλο που τον βασανίζει: αν την δει στο δρόμο καμιά φορά, τυχαία βέβαια, τι θα κάνει; Θα την χαιρετήσει ή θα προσποιηθεί τον αδιάφορο; Κι αν της μιλήσει, τι να της πει; «Για τα τραγούδια κάποιας πληθωρικής εποχής;» Καλύτερα να κάνει πως δεν την είδε καθόλου. Μα τότε δεν θάναι σα να επαληθεύει τα λόγια της, «θα συναντιόμαστε στο δρόμο σα δυο ξένοι»; Και τέτοια χαρά, ότι μάντεψε από πριν ό,τι θ’ ακολουθούσε, δεν θέλει να της δώσει. Τότε; Μες το υπεραστικό λεωφορείο της επιστροφής αγωνίζεται ν’ αποφασίσει ποια θάναι η στάση του απέναντί της από δω και πέρα. Κ’ η φιλία, το ξέρει, είναι πάντα ένα ημίμετρο. «Καλύτερα ν’ αφήσω τα πράγματα να έρθουν μοναχά τους», σκέφτεται. «Όπως έρθουν θα είναι καλά, γιατί θα πει πως δεν γινόταν αλλιώς. Κι όμως πόσο πιο εύκολα θάταν και για τους δυο μας, αν έλειπε μόνο εκείνη η μερική ευτυχία που γευτήκαμε και που μας εμποδίζει τώρα να πάρουμε μια τελική απόφαση!» Τελική! Θυμάται με τι γλύκα πρόφερε άλλοτε αυτή η λέξη! Μπορούσε να της πει «να φάμε μια τελική πάστα, να πάμε σ’ ένα τελικό σινεμά». Μα να που ακόμα δεν έφτασε στην πόλη του κι απ’ τα προπύλαιά της τον υποδέχονται όλα τα προβλήματά του. «Στο τέλος δεν ξέρω. Τι θα κάνω; Τι να κάνω; Ποιος θα μου το πει;» Η δεκαήμερη παραμονή κοντά στο φίλο του της άλλης πόλης του φαίνεται κιόλας τόσο μακρινή, σα να μη μεσολάβησε τίποτα ανάμεσα στον πηγαιμό και στο γυρισμό του, σα να μην άκουσε όλη εκείνη τη μουσική, μπάλσαμο και στήριγμα στην ευάλωτη καρδιά του. «Πρέπει νάμαι εγώ ο δυνατός, λέει μέσα του. Εκείνος που ορίζει. Ο Ρυθμιστής. Ο Παντοκράτωρ». Σε λίγο μπαίνει στην πόλη του σαν μέσα σ’ ένα καμίνι όπου πρόκειται κι αυτός να ψηθεί, να βάψει με το αίμα του τις γωνιές της, να κάνει με την πτώση του την άσφαλτο να δακρύσει. Πώς θάναι αύριο ο ποιητής της, αν δεν την χρωματίσει τώρα με το αίμα του που μοσκοβολά ακόμα αγιόκλημα και βασιλικό;
Βασιλικός Βασίλης, Οι φωτογραφίες, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1964, σ. 11-16.
Αποκοτιά...
Οι φίλοι μου όλοι φύγαν
Οι περισσότεροι χωρίς μια δικαιολογία
Έτσι για τους τύπους τουλάχιστον• τίποτα.Η πόλη που κάποτε ύμνησα
θα μ’ αρνηθεί σε λίγο
Το βλέπω που μ’ εγκαταλείπει
Βέβαια, λίγο πιο διακριτικά
Αλλά το ίδιο σταθερά• μ’ αποξενώνειΤο σπίτι μου –και πώς μπορούσε
να γίνει αλλιώς– μ’ αποκήρυξε.
Ακολουθεί το ρεύμα.Και μ’ όλ’ αυτά και τόσα άλλα
Αθεράπευτα πιστός εγώ
–μπορεί κι αποκοτιά μου–
Δέκα φορές γκρεμίζω τους Ναούς μου
Για να τους χτίσω, δέκα φορές.Αξιώτης Διαμαντής, «Αποκοτιά», Ποσοστό ευθύνης, Καβάλα 1974, σ. 16
[Καβάλα, 1939]...
[Καβάλα, 1939]
Από την Καβάλα, όπου γεννήθηκα, έφυγα τριών χρονών, όταν όλη η οικογένεια εγκαταστάθηκε οριστικά στην Θεσσαλονίκη. Από αυτήν την σύντομη πρώτη μου ζωή κράτησα τέσσερις αισθήσεις που αργότερα αναπτύχθηκαν σε μόνιμες συγκινησιακές λειτουργίες. Αυτές, πιστεύω, όρισαν τους τρόπους μου να ζω ως σήμερα.
1) Η φαντασμαγορία• άνοιξα με κόπο το παλιό ντουλάπι του τοίχου. Κάτω, χαμηλά, ανάμεσα σε άχρηστα σκοτεινά υφάσματα, είδα να λάμπει, να φωτίζει βαθειά την όρασή μου μια παράξενη, πολύτιμη χοντρή ζώνη. Είχε εκτυφλωτικά κίτρινα και ιώδη χρώματα σαν κεντημένα πάνω σ’ ένα ιδρωμένο κυανό. Την ακούμπησα και η αφή της μου έδωσε ανάλογα αισθήματα που ακόμα υπάρχουν στα δάχτυλά μου, μια υγρασία που την προκάλεσαν τρυφερές, βασιλικές, πεθαμένες θωπείες. Ξαφνικά η ζώνη χάθηκε μπροστά στα μάτια μου και ποτέ ξανά δεν την βρήκα, όσο κι αν έψαξα.
Το είπα στην γριά Άρτεμις, που μας φρόντιζε εμάς τα παιδιά. Η γριούλα άρχισε να ξεφωνίζει τρομαγμένη: «Φίδι!» «Φίδι!» φώναξε κι έψαχνε και φιλούσε τα δάχτυλά μου. Δίπλα στο σπίτι μας ήταν ερείπια και άγριοι θάμνοι κι εκεί υπήρχαν πολλά φίδια.
2) Ο φόβος• στο τελευταίο, μπαίνοντας αριστερά στο σπίτι, δωμάτιο ακουγόταν συνέχεια, όταν φυσούσε αέρας τον χειμώνα, ένας βόγγος, βασανισμένος και άγριος. Το δωμάτιο ήταν πάντα κλειδωμένο. Ήταν σαν μια αποθήκη. Αλλά εγώ ήξερα ότι εκεί μέσα ήταν φυλακισμένο, δεμένο, ένα άγνωστο πληγωμένο ζώο που ποτέ δεν έπρεπε να ελευθερωθεί. Γι’ αυτό, το δωμάτιο εκείνο έπρεπε να είναι πάντα κλειστό.
Όλα τα σπίτια, όλες οι οικογένειες έχουν πάντα ένα τέτοιο δωμάτιο και κρατούν εκεί, ως το τέλος, αφανέρωτο το μεγάλο τρομαχτικό ζώο, γεννημένο κι αυτό μέσα στην οικογένεια.
3) Ο έρωτας• το σπίτι μας ήταν απέναντι από το Ιμαρέτ κι από το μεγάλο παράθυρο της κάμαράς μου έβλεπα το λιμάνι, την θάλασσα. Κυρίως πρόσεχα τις βάρκες. Τα πλαγιασμένα ακίνητα σώματά τους λικνίζονταν ελαφριά, με ένα ήμερο χορτασμένο άφημα επάνω στα στερεά βαθειά νερά. Αισθανόμουν την διαρκή, ατέλειωτη ηδονή που ρουφούσαν από την θάλασσα, μέχρι να σαπίσουν και να πεταχθούν ψόφιες στην ακτή οι βάρκες.
4) Ο κλέφτης• μια ταραχή είχε απλωθεί σ’ όλα τα σπίτια, επειδή κυκλοφορούσε ένας κλέφτης που ήξερε πολλούς και μυστικούς τρόπους να μπαίνει από τις κλειδωμένες εξώθυρες και τα παράθυρα τις νύχτες. Ήξερα τι μορφή είχε αυτό το πλάσμα: Το σώμα του ήταν εντελώς επίπεδο, από μαύρο χαρτόνι, και το κεφάλι του τριγωνικό. Γλιστρούσε εύκολα μέσα από τις χαραμάδες και έκλεβε σιωπηλά από την ζωή μας. Ολόκληρη η ζωή μας γλιστράει και φεύγει πάνω σε φτυάρια από μαύρο χαρτόνι, τους ανθρώπους.
Χειμωνάς Γιώργος, «Καβάλα 1939», Πεζογραφήματα, εκδ. Καστανιώτη, 2005, σ. 493
(Ύστερη Όψη)...
μήτρα τσιμέντινη
η πόλη που σε γέννησε
δίχως δυνατότητα συστολής ή διαστολής
ή χωράς ακριβώς
ή σε ξερνάει ανεπιθύμητο στα σκουπίδια.Μιχαλόπουλος Χάρης, «22. Καβάλα», Πιο νύχτα: ποιήματα, Αθήνα, εκδ. Μανδραγόρας, 2007, σ. 35.
Η γλυκιά Μπονόρα...
Βράδυ και το ρολόι του Άγιου Παύλου διαλάλησε την ώρα σ’ ολόκληρη την πόλη. Πολλοί υποστήριζαν ότι οι κωδωνοκρουσίες του ναού ακούγονταν μέχρι τη Νέα Πέραμο, ακόμα κι ως τη Θάσο, επρόκειτο όμως μάλλον για υπερβολή. Σε βεβαιωμένες περιπτώσεις πάντως, και μέσα από πυκνή ομίχλη, η μεταλλική φωνή του Αγίου είχε οδηγήσει με ασφάλεια ψαράδες πίσω στο λιμάνι.
Ο Θανάσης Μ., καθώς προχωρούσε, έστρεψε τα μάτια του προς το καμπαναριό κι έκανε το σταυρό του. Την ίδια στιγμή το πόδι του βούτηξε μέσα σε μια λακκούβα και το παπούτσι του γέμισε νερό. Αμέσως έσκυψε κι ανέβασε το ρεβέρ του παντελονιού του ως πάνω από το γόνατο. Έπειτα, ρίχνοντας μία ματιά απογοήτευσης προς την κατεύθυνση του Πολιούχου, του γύρισε την πλάτη και συνέχισε την περιπλάνησή του.
Ήδη αισθανόταν κουρασμένος και στον κατήφορο κόντεψε δυο φορές να σωριαστεί μέσα στις λάσπες. Αν κάποιος τον έβλεπε από ψηλά έτσι που τρέκλιζε, θα έβγαζε το συμπέρασμα ότι τα βήματά του ήταν μπερδεμένα με τα νήματα των σκέψεών του. Ένας οδηγός όμως, στη στροφή του καπνομάγαζου, του το φώναξε δυνατά μ’ αλλιώτικο τρόπο: «Ν’ αυτοκτονήσεις θέλεις, ρε σουράκλα;». Αυτός τον έβρισε, μα η φωνή του ξέψυχη χάθηκε στον αέρα.
Σε λίγο έφτασε στην Πλατεία των Ηρώων και στάθηκε στη στάση του αστικού λεωφορείου. Ψάχνοντας το μαντίλι του έβγαλε από την τσέπη του μια τσαλακωμένη τσίχλα. Την έβαλε στο στόμα του, είχε δυο δόντια χαλασμένα κι η αναπνοή του μύριζε απαίσια…
Όταν το λεωφορείο σταμάτησε μπροστά του, ο Θανάσης ούτε κουνήθηκε απ’ τη θέση του. Ο οδηγός έκλεισε την πόρτα κι έφυγε, παρατηρώντας τον επίμονα απ’ το πλαϊνό καθρεφτάκι του αυτοκινήτου. Τότε μια αστραπή έσκισε τον ουρανό και χιλιάδες βαρέλια κατρακύλησαν με θόρυβο παίρνοντας θέση για την επερχόμενη νεροποντή. Αυτός συνήλθε, χώθηκε κάτω απ’ το μεταλλικό στέγαστρο και κάθισε στο βρόμικο παγκάκι. Έβγαλε το παπούτσι του και το γύρισε ανάποδα, κάτω απ’ τη σόλα του ανακάλυψε μία μεγάλη τρύπα. «Ο ξεπεσμός μου απέκτησε και σήμα», σκέφτηκε και με την ανάστροφη του χεριού του σκούπισε τα θολωμένα μάτια του. Στο πλάι του είδε έναν υπαίθριο κρουνό. Σηκώθηκε και πήγε κι έχωσε το κεφάλι του κάτω απ’ το νερό. Προς στιγμήν ένιωσε μια γλυκιά ανακούφιση, τον τελευταίο καιρό ανέβαζε πίεση αλλά, παρ’ όλες τις συστάσεις των γιατρών, δεν έπαιρνε χάπια. Έπειτα αισθάνθηκε να μουσκεύεται ο γιακάς τού πουκαμίσου του κι αποτραβήχτηκε με το κεφάλι σκυμμένο. Όταν σήκωσε τα μάτια του, αντίκρισε στο βάθος τα φώτα του Σταθμού των Υπεραστικών Λεωφορείων.
Με βήμα αργό προχώρησε προς την κεντρική είσοδο. Πλησίασε την τζαμαρία της πρόσοψης κι είδε μέσα μια ηλικιωμένη καθαρίστρια, που σφουγγάριζε το πάτωμα. Στο βάθος, στο μοναδικό φωτισμένο εκδοτήριο εισιτηρίων, ένας υπάλληλος σκυμμένος φαινόταν να κάνει λογαριασμούς. Έσπρωξε μια από τις γυάλινες πόρτες και μπήκε διστακτικά μέσα στην αίθουσα. Προχώρησε και στάθηκε ακίνητος μπροστά του. Ξερόβηξε και μόλις ο άλλος σήκωσε τα μάτια του, αυτός, χωρίς περιστροφές, τον ρώτησε: «Τι ώρα φεύγει το επόμενο λεωφορείο;».
Ο υπάλληλος περιέφερε το βλέμμα του στην αίθουσα, η γριά είχε πάει στ’ αποχωρητήριο να γεμίσει τον κουβά της με νερό. Έπειτα ξανακοίταξε κατάφατσα τον άγνωστο, προσπαθώντας να κρατήσει την ψυχραιμία του. Για μια στιγμή σκέφτηκε να του πει ότι το Πρακτορείο είχε κλείσει κι ο ίδιος τυχαία είχε απομείνει μέχρι αργά. Μα τ’ ανακατωμένα μαλλιά του Θανάση και προπαντός τα θολωμένα μάτια του τον έκαναν να πιστέψει ότι ήταν τύπος αποφασισμένος για όλα.
«Το επόμενο λεωφορείο για πού;», ψέλλισε, ενώ με τρόπο έσπρωχνε τα χρήματα και τα χαρτιά του μέσα στο συρτάρι. «Για όπου να ’ναι», είπε αυτός και στο λαιμό του ανέβηκε ένας λυγμός.
Ο ταμίας κλείδωσε το συρτάρι κι έβαλε το κλειδί στην τσέπη του. «Το μόνο λεωφορείο από δω και πέρα είναι η ανταπόκριση των δύο και τέταρτο γι’ Αθήνα», απάντησε.
Αυτός κοίταξε το ρολόι του, η ώρα ήταν δώδεκα παρά είκοσι. «Σε παρακαλώ, μου κόβεις ένα εισιτήριο;», μουρμούρισε.
Ο άλλος είπε: «Μπορείτε να βγάλετε και μέσα στο λεωφορείο…» αλλά ο Θανάσης δεν του έδωσε σημασία, γιατί κάτι έψαχνε μέσα στις τσέπες του. Τότε ο ταμίας πήρε στα χέρια του μια μεταλλική κασετίνα, την άνοιξε κι έκοψε δύο χρωματιστά χαρτάκια. Έπειτα είπε διστακτικά: «Χίλιες εφτακόσιες δραχμές». Ο Θανάσης έβγαλε από το φάκελο, που του είχε δώσει το πρωί η «γλυκιά Μπονόρα», δύο κολλαρισμένα χιλιάρικα και τ’ άφησε πάνω στο μάρμαρο που τους χώριζε.
«Στη φυλακή ο ταμίας μας περνούσε τις νύχτες του σιδερώνοντας χαρτονομίσματα», είπε, κι ο άλλος χαμογέλασε τρέμοντας. «Χρόνια ολόκληρα έκανε στην Αθήνα τον παραχαράκτη και τα νταλαβέρια με τα χρήματα ήταν η μόνη δουλειά που ήξερε!», συνέχισε. «Βέβαια, αν σκότωνε την πεθερά του, θα έτρωγε το πολύ είκοσι χρόνια φυλακή, ενώ αυτόν τον έβαλαν ισόβια, τάχα με τις ενέργειές του θα γκρέμιζε το σύστημα… δεν ξέρω αν καταλαβαίνεις!». Ο άλλο έκανε μια αστεία γκριμάτσα κι είπε: «Ε, πώς!». «Ο μάγειράς μας, πάλι», ρούφηξε τη μύξα του, «ήτανε σεφ σ’ ένα μεγάλο ξενοδοχείο της Ρόδου, ώσπου έπιασε τη γυναίκα του στα πράσα…».
«Είναι βλακεία να καταλήγεις στη φυλακή για μια γυναίκα», έτριψε ο ταμίας με τα δάχτυλά του τα δυο χαρτονομίσματα, προσπαθώντας να ελέγξει τη γνησιότητά τους.
[…]
Έβαλε τα εισιτήρια στην τσέπη του κι ύστερα μέτρησε τα ρέστα. Χωρίς να πει καληνύχτα βγήκε απ’ το σταθμό κι ο άλλος έτρεξε ξοπίσω του και κλείδωσε την πόρτα…
Η οδός Βενιζέλου περνούσε φαρδιά πλατιά μπροστά απ’ το Δημαρχείο. Από μακριά είδε την πρόσοψη της Δημοτικής Λέσχης, που πρόσφατα είχε αναπαλαιωθεί. Δε σκόπευε ν’ ανέβει επάνω, γιατί δεν ήθελε να παραβεί τον όρκο που είχε δώσει, ότι δε θα ξανάπιανε τράπουλα στα χέρια του. Από την άλλη, ήθελε οπωσδήποτε να χαιρετήσει τους φίλους του, αν και σ’ όλη τη διάρκεια της περιπέτειάς του τού είχαν φερθεί απαίσια. Θα μπορούσε βέβαια να πήγαινε επάνω και να μην έπαιζε, αλλά δεν ήταν σίγουρος ότι είχε το επιβάλλον να το κάνει.
Μ’ αυτές τις σκέψεις έστριψε να φύγει, την ώρα που κάτι σταγόνες χοντρές σαν δαμάσκηνα άρχισαν να πέφτουν από τον ουρανό. Θέλοντας και μη ανέβηκε τα μαρμάρινα σκαλοπάτια κι έσπρωξε τη βαριά ξύλινη πόρτα.
Ο Μάρκος, όπως πάντα, καθόταν στο μικρό γραφείο του και φύλαγε τσίλιες. Μόλις είδε τον Θανάση τον υποδέχτηκε μ’ ένα ψυχρό χαμόγελο. «Άργησες», του είπε μετά απ’ τα προκαταρκτικά. «Τέτοια ώρα έχουν φύγει όλοι». Αυτός αναγκάστηκε να βγάλει απ’ την τσέπη του το φάκελο και να του μοστράρει τα λεφτά του. «Τελικά», χαμογέλασε ο άλλος αμήχανα, «καλά λένε ότι είσαι εφτάψυχος! Είναι στο ιδιαίτερο», άλλαξε το τροπάρι του, «αλλά δε μ’ αφήνουν να βάζω όποιον κι όποιον, καταλαβαίνεις…».
Αυτός χαμογέλασε συγκαταβατικά κι έπειτα, διασχίζοντας το μεγάλο σαλόνι, πήγε στο μέσα δωμάτιο, όπου πέντε άτομα έπαιζαν πόκα. Τη στιγμή της εισόδου του όλοι ήταν αφοσιωμένοι σ’ ένα κόλπο χτυπημένο άγρια και δεν του έδωσαν σημασία.
Κάθισε δίπλα στο μόνο της παρέας που είχε κάνει πάσο. «Γεια σου, Νίκο», τον χαιρέτησε κι εκείνος το μόνο που βρήκε να πει ήταν: «Απόψε θα μας πάρουν και τα σώβρακα». Έπειτα τον πρόσεξε καλύτερα και ξαναείπε: «Τι έγινε, βρέχει έξω;», και δικαιολογήθηκε: «Παίζουμε από τις πέντε το απόγευμα χωρίς σταματημό!»…
Τελικά το κόλπο το κέρδισε ο Αντώνης κι η τσόχα μπροστά του γέμισε μάρκες και χιλιάρικα. Την ίδια στιγμή ο «Αλβανός» στράφηκε προς το μέρος του και του ευχήθηκε: «Θανάση,… άντε, ρε, και καλός πολίτης!». Στη συνέχεια και οι υπόλοιποι τον στόλισαν με κάτι παρόμοιο κι αυτός αισθάνθηκε σαν ν’ απολύθηκε πρόσφατα απ’ το στρατό και αντί για υποσχέσεις μάζευε ευχές. Μόνον ο Παναγιώτης, που απ’ τη χασούρα είχε μια μάπα μπλε, τον ρώτησε: «Θα κάτσεις να παίξεις;».
«Πρώτα να φάω κάτι, να συνέλθω…», απάντησε αυτός και χωρίς να σηκωθεί απ’ την καρέκλα του, έγειρε το σώμα του και πάτησε το κουδούνι υπηρεσίας. Οι άλλοι ξανάρχισαν να παίζουν κι ο Μάρκος κατέφτασε βαριεστημένος. «Θα μου φέρεις μια ομελέτα και μια μπίρα», είπε, κι ο καφετζής, με μια εύγλωττη γκριμάτσα, μουρμούρισε: «Στις δώδεκα το βράδυ ομελέτα… ούτε εστιατόριο να ήμασταν!».
Έφυγε τσατισμένος και τότε ο «Αλβανός», κάνοντας πάσο απανωτά δύο φορές, τον ρώτησε: «Είσαι μέρες έξω;».
«Βγήκα σήμερα μ’ αναστολή του υπολοίπου της ποινής μου», του απάντησε αυτός. «Κι ήρθα… να μετρήσω τους φίλους μου και τους εχθρούς μου!».
«Πάντως από μας δεν πρέπει να έχεις κανένα παράπονο!», είπε ο Νίκος ενώ ανακάτευε την τράπουλα.
«Ούτε παράπονο έχω ούτε χρωστάω σε κανέναν ευγνωμοσύνη», τον αποστόμωσε ο Θανάσης.
Ο Παναγιώτης πήρε τα χαρτιά του κι είπε: «Πέντε». Όλοι πήγαν πάσο κι εκείνος πήρε μόνο τα δικά του φράγκα.
«Οι αρχαίοι έλεγαν πως το μεγαλύτερο ελάττωμα στον κόσμο είναι η αχαριστία!», πέταξε ο Δημοσθένης και καμάρωσε σαν να είχε πει καμιά σοφία.
«Πραγματικά!», συμφώνησε κι αυτός μαζί του. «Μετά από τόσα χρήματα που μου φάγατε, ούτε ένα επισκεπτήριο ή ένα γράμμα να με ρωτήσετε πώς τα έβγαζα πέρα!».
«Πάντως δε διεκδικήσαμε και όσα είχαμε να λαμβάνουμε από σένα!», εξήγησε ο Νίκος τι εννοούσε προηγουμένως.
Ο «Αλβανός» μοίρασε μια «εξάφυλλη», αλλά όλοι πήγαν πάλι πάσο.
«Κι από την άλλη, τι έγινε που έχασες τόσα λεφτά;» τον πείραξε ο Αντώνης. «Μήπως δικά σου ήτανε;».
«Η Εταιρεία Ύδρευσης να ’ναι καλά!», κορόιδεψε κι ο Δημοσθένης.
«Εσύ, κυρ Αντωνάκη,… να κρεμόμασταν από την πάρτη σου, να μας έσωζες και τη ζωή!», τον δάγκωσε αυτός. Ο Αντώνης, που ήθελε όλοι να τον σέβονται, από τη σαστιμάρα του δεν απάντησε. «Όταν ήρθε η κόρη μου να σου ζητήσει δανεικά…», συνέχισε ο Θανάσης…
«Της έδωσα δύο “γραμμάτια” δικά σου κι είπα ότι σου χαρίζω όσα μου χρωστούσες!», ξαναβρήκε γρήγορα την ψυχραιμία του.
«Και τι θα έδινα, ρε, στους δικηγόρους; Τις χαρτοπετσέτες με την υπογραφή μου;», απάντησε αυτός αηδιασμένος.
«Ένας καταχραστής του Δημοσίου», τον κορόιδεψε ο Δημοσθένης, «πάντα κρατάει μια πισινή για τέτοιες ώρες!».
«Εσύ, δηλαδή, ένα μέρος απ’ τα λαδώματα το βάζεις σε χωριστό λογαριασμό;», τον ειρωνεύτηκε ο Θανάσης. Ο άλλος έκανε να κινηθεί εναντίον του, από παλιά οι δυο τους δε χωνεύονταν, μα χώθηκαν ανάμεσά τους οι υπόλοιποι.
«Τελικά, ήρθες για να μας χαλάσεις το παιχνίδι;», τον αποπήρε ο Παναγιώτης. «Από την ώρα που ξεκινήσαμε παίρνω πεντάρια και δυο φορές που είχα άσσο όλοι πήγαν πάσο εξαιτίας σου».
«Εγώ, μωρέ, τους επηρέασα;», διαμαρτυρήθηκε αυτός.
«Εσύ όταν έπαιζες, δεν ήθελες ούτε οι μύγες να πετούν!», γέλασε πρόστυχα ο «Αλβανός».
«Εγώ εκείνο που ξέρω είναι ότι… έχετε κάνει κόμμα εναντίον μου!», τους πρόσβαλε ομαδικά. «Κι αυτό που σας ενώνει είναι οι τύψεις σας!». Οι άλλοι θίχτηκαν απ’ την κουβέντα του, αλλά δεν τον σιχτίρισαν, γιατί εκείνη τη στιγμή κατέφτασε ο Μάρκος, που ήξερε να χειρίζεται κατάλληλα τις δύσκολες καταστάσεις. Ο καφετζής πήγε κι άφησε το δίσκο στο παραδιπλανό τραπέζι κι είπε με ύφος περιφρονητικό: «Το εστιατόριο είναι εδώ, κύριε αποτέτοιε…»
Ο Θανάσης κοκκίνισε ολόκληρος, αλλά σηκώθηκε και πήγε κι έκατσε μπροστά στο πιάτο του χωρίς αντίρρηση. Το κατασκεύασμα που θα έτρωγε είχε τα μαύρα του τα χάλια. Έπιασε το ψωμί κι ήταν ξερό, ενώ η μπίρα θύμιζε κατουρλιό. Έκοψε μια μπουκιά, μόλις τελείωνε το φαγητό του θα έφευγε αμέσως.
Ο Αντώνης μοίρασε «δύο τετράφυλλες παικτές» και το παιχνίδι άρχισε και πάλι. Ο Παναγιώτης έριξε τα ρέστα του απ’ το δεύτερο φύλλο κι οι άλλοι ακολούθησαν αδίστακτα. Ο Μάρκος τάχα μάζευε τ’ άδεια ποτήρια αλλά καθυστερούσε για να δει την εξέλιξη του κόλπου.
Ο Αντώνης άνοιξε τα δύο τελευταία φύλλα και την ίδια στιγμή όρμησαν μέσα στο δωμάτιο τρεις άντρες της Ασφάλειας. «Ακίνητοι εκεί που βρίσκεται ο καθένας!», φώναξαν και με μεγάλα βήματα πλησίασαν προς την παρέα.
[…]
Την ίδια στιγμή μπήκαν μέσα στην αίθουσα δύο αξιωματικοί της αστυνομίας. Ο ένας είχε στην επωμίδα του δυο άστρα κι ο άλλος πάνω απ’ το κοστούμι του φορούσε μία σκούρα καμπαρντίνα. Χωρίς να πουν κουβέντα εξέταζαν μια τις φάτσες και μια τα τραπουλόχαρτα και τα χρήματα, που ήταν σκόρπια στο πάτωμα.
Έπειτα ο υπομοίραρχος έσκυψε, σήκωσε την τσόχα, και την ξανάβαλε στο τραπέζι. «Βάλτε όλα τα αντικείμενα στη θέση τους!», είπε ξερά. Με μισή καρδιά οι παίχτες έσκυψαν και πέταξαν ό,τι μπορούσε ο καθένας πάνω στην τσόχα. «Βγάλτε κι ό,τι έχετε στις τσέπες σας κι αφήστε τα κι εκείνα πάνω στο τραπέζι», συμπλήρωσε ο ανώτερος.
«Με συγχωρείτε, κύριε αστυνόμε», προσπάθησε ο Αντώνης να τον καλοπιάσει. «Τα χρήματα που έχουμε στις τσέπες μας δε μετείχαν στο παιχνίδι… Εγώ…», χαμογέλασε αμήχανα, «αύριο το πρωί έχω να πληρώσω γραμμάτιο και κουβαλάω μαζί μου όλα τα λεφτά του μαγαζιού…».
«Μάρκο…», φώναξε ο αστυνομικός τον καφετζή. Εκείνος ήρθε μπροστά του με ύφος βρεγμένης γάτας. «Από τι ώρα παίζουν οι κύριοι;».
«Τώρα μόλις αρχίσαμε, κύριε διοικητά», πρόλαβε κι είπε ο Παναγιώτης.
Ο Μάρκος τα έχασε και δεν ήξερε τι να πει.
«Αν θέλεις να πέσεις στα μαλακά, πες την αλήθεια!», τον φοβέρισε ο δεύτερος, με τη στολή.
«Έπαιξαν όλες κι όλες… πέντε ώρες, κύριε διοικητά», είπε, και ο Θανάσης θαύμασε πόσο εύκολα ένα γαϊδούρι γίνεται από το ζόρι καναρίνι.
«Άρα, τα κερδισμένα χρήματα στο τέλος κάθε σεάνς έμπαιναν στις τσέπες σας!», στράφηκε ο αξιωματικός προς το μέρος της παρέας. «Και τα χαμένα έβγαιναν μέσα απ’ αυτές. Λοιπόν, κάνετε αυτό που σας είπα, αν θέλετε να σας αντιμετωπίσουμε με κάποια κατανόηση… Κι εσείς κύριε…», γύρισε προς το μέρος του Θανάση. «Μην κάνετε τον κουφό!».
Ο Θανάσης προς στιγμήν τα έχασε. «Με συγχωρείτε, κύριε μοίραρχε…», ξεκίνησε να λέει, αλλά ο αξιωματικός τον κοίταξε βλοσυρά και είπε: «Κάνε αυτό που σου λέω κι άσε τα παραπανίσια λόγια!».
«Μα εγώ δεν έπαιζα χαρτιά!», διαμαρτυρήθηκε ο Θανάσης και τότε οι δύο της Ασφάλειας τον άρπαξαν απ’ τους αγκώνες και μαλακά τον οδήγησαν μπρος στο τραπέζι.
«Εγώ ήρθα εδώ να φάω μια ομελέτα και να δω τους φίλους μου!», τσίριξε αυτός, τη στιγμή που ο ένας της Ασφάλειας του αναποδογύρισε τις τσέπες του σακακιού του κι άδειασε το περιεχόμενό τους πάνω στην τσόχα. «Τα εισιτήριά μου!», πήγε ο Θανάσης να τ’ αρπάξει και τότε ο ασφαλίτης του έδωσε μία σπρωξιά και τον έστειλε τρία μέτρα παραπέρα. «Σε μία ώρα θα έφευγα στην Αθήνα…», κλάφτηκε κι ο διοικητής του απάντησε: «Αύριο το πρωί, αν θέλεις, σε στέλνουμε τζάμπα στην Κομοτηνή!».
Τσιαμπούσης Βασίλης, Η γλυκιά Μπονόρα: διηγήματα, εκδ. Κέδρος, 2000, σ. 173-177, 179-184, 185-187
Μετάβαση στο σημείο: Τόπος φυγής - Τόπος επιστροφής