Καβάλα
Καβάλα
Συγκρότηση ενότητας: Ελένη ΠετρίδουΚαπνούπολη Καπνούπολη
Στην ενότητα αυτή εξετάζεται ένα σημαντικό ζήτημα που συνδέεται με την ιστορία της Καβάλας διαχρονικά (από τα τέλη του 19ου αιώνα και μέχρι το τρίτο τέταρτο του 20ου αιώνα): το καπνικό. Στα λογοτεχνικά κείμενα που συγκαταλέγονται σ’ αυτή την ενότητα κοινός τόπος είναι οι αναφορές στους ανθρώπους του καπνού σε συνάφεια με την πόλη και τη ζωή σ’ αυτή. Συνοπτικά μπορούμε να πούμε πως το λογοτεχνικό και πολυμεσικό υλικό αυτής της ενότητας περιστρέφεται γύρω από τρεις ευδιάκριτους άξονες που αφορούν το θέμα: α. την εποχή της ευημερίας του καπνικού κόσμου της πόλης β. την εποχή της κρίσης και των συνδικαλιστικών αγώνων και γ. την σύγχρονη εποχή όπου κάθε στοιχείο του καπνικού παρελθόντος μοιάζει να έχει εκλείψει.
Γεωγραφικά το υλικό θα τοποθετηθεί στην περιοχή που περιβάλλεται από της οδούς Αριστείδη Στάνη, Αναγεννήσεως, Ρωμανού και Ρούσβελτ. Στο σημείο αυτό βρίσκονται κάποιες από τις καπναποθήκες (φυσικά, καπναποθήκες υπάρχουν διάσπαρτες και σε άλλα σημεία της πόλης). Τα κτίρια αυτά είναι διατηρητέα, ωστόσο κάποια από αυτά σήμερα έχουν αλλάξει χρήση και λειτουργούν ως χώροι διασκέδασης.
Μπαρ «Το Νησί»...
Ασθμαίνοντας ανεβαίνω την πόλη
Πετώντας ολοένα και πιο βαθιά
αίμα και πέτρες
καθώς σκύβουν τα παράξενα κίτρινα κτήρια
με την κλειστή μυρωδιά του καπνού.
Απ’ τα σκουριασμένα παράθυρα προβάλλουν στόματα,
χέρια και πόδια ερωτηματικά της μνήμης•
ανάσα δίχως πάτο κι οι πέτρες κυλούν ολοένα και
πιο μέσα μου κόβουν το σώμα ολοένα
και πιο απολαυστικά διαγράφοντας την τροχιά
Απ’ την ανάσα του αγγέλου
που κάποτε απόρησε στην ιδρωμένη πέτρα.
Το πτώμα του, λέει, το βρήκαν τσαλακωμένο
στα βράχια της Παναγίας. Δεν ξαναρώτησα ποτέ
γι’ αυτόν
Από τότε άλλωστε τα λεωφορεία σ’ αυτήν την πόλη
γυρνούν το βράδυ μοναχά μ’ έναν ή δυο γέρους
επιβάτες(από μικρός μπέρδευα τα ηλεκτροφόρα σύρματα
μ’ εκείνα που πάνω τους άπλωνε η μητέρα τα ρούχα)Πόλη
υψώνεις στήλες τσιμέντου
στις κόρες των ματιών μου
Στους δρόμους σκοτεινιάζει αργά και δύσκολα.
Σπίτι παλιό παγιδευμένο στο μπετό
παλιά πορνείο και τώρα μπαρ
και μου ’λεγες πως όλα αλλάζουν…
Όχι λοιπόν. Το προϊόν μονάχα αλλάζει. Ο εθισμός
της χρήσης
–όπως κι η αγάπη άλλωστε– «ουδέποτε εκπίπτει».
Η πώληση εξακολουθεί να μετρά με τα αισχρά
της ψηφία
το αίμα.Πουλήστε λοιπόν. Πουλήστε άφοβα και ακριβά•
όσο το δυνατό περισσότερο κέρδος απ’ τα δόντια,
τα νύχια και τις υποκλίσεις σας.
Το ξέρετε καλά πως πια δε σας μένουν και πολλά.Ασθμαίνοντας ανεβαίνω την πόλη
με φόβο μην και προλάβει στα σπλάχνα μου
και χτιστεί κάποια άλλη πόλη στη σκιά
αυτής που ανεβαίνω.Μιχαλόπουλος Χαρίλαος, «Μπαρ «Το νησί»», Γεωγραφία Δωματίου, εκδ. Στοχαστής 2000, σ. 11-12.
Μεταπολίτευση στην Καβ...
Στην πόλη τούτη πώς βρέθηκα
στην παλιά εργατούπολη
και πιο παλιά χριστεπώνυμη
κι ύστερα βαμμένη στο αίμα
με τα νώτα και τα κάστρα της έκθετα
στο έλεος των κομιτατζήδων
και πάλι αναστημένη και κόκκινη
κόντρα στα ντόπια γεράκιαΒρέθηκα να καπνίζω την πίκρα της
που απ’ το Ιμαρέτ ως τη θάλασσα κάτω
σ’ όλα τα σικέ καπνομάγαζα τώρα
γιεγιέδες κουνιούνται κι οπίσθια ανιστόρηταΔάλλας Γιάννης, «Μεταπολίτευση στην Καβάλα», Γεννήτριες, Αθήνα, Τυπωθήτω 2004, σ. 44
Ο εκχριστιανισμός των ...
Φέτος που πήγα για πρώτη φορά, έπειτα από πολλά χρόνια, να ξαναδώ το σπίτι που γεννήθηκα, στα Ποταμούδια, βρήκα μια παλιά μας γνωστή, την Εριφύλη. Με πήρε στο σπίτι που έμενε, στα Λαθραία, σπίτια που τα έχτισαν μόνοι τους άνθρωποι φτωχοί, στις παλιές Δεξαμενές του Βιξ, όπου επί Τουρκοκρατίας είχε στέρνες που μαζευόταν το νερό κι έπειτα κατέβαινε στην πόλη. Μέσα σ’ αυτή τη ρεματιά και πάνω στις πλαγιές της η Εριφύλη, νύχτα μες στις βροχές, έχτισε μια στέγη, όμοια με τους άλλους. Έπειτα, μια μέρα, κάποιοι τους προδώσαν, ήρθε η Υπηρεσία με την κορδέλα και τους τα μέτρησε. Η Αστυνομία τους έκανε μήνυση, πληρώσαν όλοι από ένα πεντακοσάρικο και μένουν πια ήσυχοι εκεί πέρα, κάτω ακριβώς από το Σανατόριο. Από το πιο ψηλό σπιτάκι των Λαθραίων μπορείς να δεις τα Πεντακόσια, το Σούγιελο, τον Αη Θανάση, τα Γιούφτικα, τον Αη Νικόλα, το Φρούριο, την Παναγία, τις Καμάρες, τον Άη Παύλο, τον Προφήτη Ηλία.
Η Εριφύλη άρχισε πρώτη τα φωναχτά παράπονα και σιγά-σιγά μαζεύτηκαν γύρω της κι άλλες γυναίκες του συνοικισμού. Όλες καπνεργάτισσες χωρίς δουλειά. Κι όλες μ’ ένα παράπονο στα χείλη: «Θέλουν μικρούλες στα καπνομάγαζα. Εκείνες που γυαλίζουν. Εμάς, τις μεγάλες, δεν μας θέλουνε».
—Δουλειά ζητάμε. Την πέτρα να πιάσουμε ζουμί θα βγάλουμε.
—Εσείς ζαρώσατε, μας λεν. Πέρασε η μπογιά σας.
—Πάμε στο Εργατικό Κέντρο και δεν μας γράφουν. Μας ρίξανε στο δρόμο.
—Είμαστε χωρίς βιβλιάρια και χωρίς δουλειά. Ξενυχτάμε έξω απ’ τα καπνομάγαζα. Αν δεν γνωρίζεις μάστορα, αφεντικό, δεν σε παίρνουν.
—Γι’ αυτήν την καλύβα γέρασα. Θέλαν να μου την γκρεμίσουν. Σκοτωνόμουν, τσίριζα στον αστυνόμο…
—Το χειμώνα δεν είχαμε ξύλα να κάψουμε. Ευτυχώς που ήταν το Δασαρχείο λίγο πιο πάνω και μας έδινε μερικά.
—Εμένα δεν μου δίνουνε δουλειά, γιατί μπήκε ο άντρας μου στη σύνταξη της αναπηρίας.
—Πέρσι κατάφερα κι έκανα 54 μεροκάματα και πιο πολλά ήταν τα δάκρυα από τα μεροκάματα.
—Εμείς με 600 δραχμές περνάμε, τέσσερα άτομα.
—Ο γυιος μου είναι φαντάρος και δεν έχω ένα κατοστάρικο να του στείλω.
—Ούτε κομμουνιστές είμαστε, ούτε τίποτα. Δουλειά θέλουμε, ψωμί να φάμε.
—Κι όσες δουλεύουν, τέτοια είναι η κούραση, που τα βράδια δεν μπορούν να κοιμηθούν. Όπως οι μηχανές, έτσι θέλουν να δουλεύουν και τα χέρια τους. Λαχταράμε τη δουλειά να την δουλέψουμε, άσχετα αν μας βγάζουν την ψυχή μας.
—Εγώ δεν ξέρω να τα λέω. Αν ήταν ο άντρας μου εδώ, δουλεύει στα γκιργκίρια, θα σας τα έλεγε καλύτερα.
—Προχθές ήρθε σπίτι μου μια εργάτρια να κάνει πρόβα κι έκλαιγε η καημένη. Ήταν στο παστάλι και την βάλαν στο ξεφύλλισμα. Να δεις, μου έλεγε, που το Σάββατο θα με διώξουν. Βγάζω 18 κιλά καπνό. Ζητούνε 25…
—Ανάμεσα αφεντικά κι εργάτριες γίνονται πολλά. Πρώτα περνάν απ’ τον μάστορα, μετά απ’ τον αρχιεργάτη, στο τέλος μπαίνουν στο αυτοκίνητο του διευθυντή. Εγώ γινόμενα σας λέω, δεν μιλάω κουτουρού.
—Κι έπειτα γιατί να μη ζητάμε Γερμανία; Αλλά και για κει θέλει μέσο.
«Στις χώρες του ελευθέρου κόσμου οι εργάτες, με την δύναμη που τους έδωσε η αξία τους, έχουν κατακτήσει τη ζωή. Στις χώρες του παραπετάσματος, όπου απλώνεται η φρίκη του κόκκινου φασισμού, οι εργάτες έχουν μεταβληθεί σε άμορφη αγέλη υποζυγίων…»
>Εθνικιστική Οργάνωσις ΚΥΑΝΗ ΦΑΛΑΓΞ -από τοιχοκολλημένες προκηρύξεις-
Ο κύριος επιθεωρητής Εργασίας τρώει ήρεμος το λιωμένο παγωτό του. Μια μάνα μπαίνει στο γραφείο του, από την πλαϊνή πόρτα, ζητώντας να την τοποθετήσει σε κάποιο καπνομάγαζο.
—Να περιμένετε.
—Ως πότε παιδάκι μου;
—Τι να κάνω;
—Την ευκή μου να ’χεις, δεν έχω δραχμή…
—Περάστε αύριο.
Ένας νέος μπαίνει αναφέροντας πως σ’ ένα καπνομάγαζο τον πήραν για πατητή και τον χρησιμοποιούν για στιβαδόρο. «Να εξεταστεί η περίπτωση», λέει στον υφιστάμενό του, ψυχρά, εγκεφαλικά. Κι έπειτα γυρίζοντας προς εμένα: «Ζω αυτό το δράμα καθημερινά. Μια και μόνη λύση υπάρχει: ο εκχριστιανισμός των Μωαμεθανών».
Ξάφνου, ανεβαίνοντας τον ανήφορο για το σπίτι του παπού μου, δίπλα στη βίλλα Κούφλερ όπου μικρός πήγαινα με τα λάστιχα και κυνηγούσα δεκαοχτούρες, βλέπω τώρα το τένις-κλαμπ χορταριασμένο, με τις πεζούλες του καταστραμμένες και το σπίτι του κλειστό. Μια γίδα ανενόχλητα βόσκει εκεί που ήταν άλλοτε το γήπεδο του τέννις. Θυμάμαι, μια φορά, όταν εγώ μάζευα τις μπάλες, που ξέφυγε μια μπάλα και χτύπησε με δύναμη μια κυρία καπνεμπόρου κι όλες οι πούδρες πέσαν σαν σοβάς κι ασπρίσαν την τράπουλα του πινάκλ μπροστά της. Και την θυμάμαι, από κοντά, καθώς πήγα να γυρέψω την μπάλα, χωρίς φτιασίδια, σαν νεκροκεφαλή, ή μάσκα αφρικάνικη. «Ώστε το τένις έκλεισε», σκέφτηκα τώρα. «Οι καπνέμποροι αποφεύγουν να εμφανίζονται δημοσίως, σε χώρους ακάλυπτους, για να μην εξάπτουν την αγανάκτηση του κοσμάκη». Κάστα κλειστή, σαν τους εφοπλιστές, ζουν τη δική τους ζωή και όσο μπορούν μακριά απ’ την Καβάλα. Τουλάχιστο ν’ άφηναν λίγα χρήματα στον τόπο που τα κερδίζουν! Μόνο ένας έχτισε μέγαρο. Οι άλλοι τα κέρδη τους τα σπαταλούν αλλού. Και δεν είμαι οργισμένος. Μιλούν οι αριθμοί: το ετήσιο εισόδημα 12.000 καπνεργατών είναι ίσο με το ετήσιο εισόδημα 12 καπνεμπόρων.
Κατεβαίνοντας μετά, πέφτω σε κείνους τους άχαρους δρόμους που σε καιρούς αλλοτινούς, μετά τις έξι, όταν σχολνούσαν τα καπνομάγαζα, δεν μπορούσες να περάσεις, τόσο πυκνό ήταν το κύμα της καπνεργατιάς που όδευε για τους φτωχοσυνοικισμούς του. Ένα πολύβουο μελίσσι δίχως βασίλισσα… Τώρα, όχι μόνο η μηχανή πήρε τη θέση τους, αλλά οι νόμοι επιτρέπουν στο κάθε καπνομάγαζο να λειτουργήσει όση ώρα θέλει, κι όποτε θέλει. Ακόμα, στην εποχή της επεξεργασίας, μπορεί να δουλεύει κι ολόκληρα εικοσιτετράωρα, με βάρδιες. Ο ραντιστήρας τού Δήμου περνά καταβρέχοντας τα φλογισμένα πλακόστρωτα. Καπνομάγαζα της Κομέρσιαλ, Μοσκώφ, Παπαστράτου, Μισιριάν, Κραντονέλλη, Θεοδωρίδη, Αυστροελληνικής, Ε.Ο.Κ., Ατακτίδη, Πιελλόγλου, Ιορδάνογλου, Πετρίδη… Η μυρωδιά της τόγκας αναδίνεται έντονη από τα καγκελόφραχτα παράθυρά τους, όπου πολλοί σταυροί θυμίζουν τα Φορερμπάιτ των Γερμανών ναζί.
Όσο νυχτώνει, τόσο η καινούργια παραλία που δεν αποπερατώθηκε ακόμα –ο χώρος έχει μπαζωθεί, αλλά δεν έχει χωροσταθμιστεί– γεμίζει με κόσμο που έρχεται, δίπλα στα ακίνητα καΐκια, να βολτάρει. Άλλοτε, πριν από την επιχωμάτωση, η βόλτα γινόταν στο νυφοπάζαρο της οδού Ομονοίας. Αυτός είναι ο κεντρικός δρόμος της Καβάλας, όλο βιτρίνες, καταστήματα και ζαχαροπλαστεία. Η βόλτα πάντα άρχιζε από το φούρνο του Φέσσα ως τα Δικαστήρια. Πάνω και κάτω, κάτω και πάνω, κι έξω από το δρόμο αυτό σκοτάδι, ερημιά και βουβές καπναποθήκες. Τώρα η θάλασσα άνοιξε καινούργιο παραθύρι. Στο βάθος το τουριστικό περίπτερο του Ν.Ο.Κ. –Ναυτικού Ομίλου Καβάλας– ασπρίζει με τα φώτα του. Κι απέναντί του ακριβώς, δίπλα στο Τελωνείο, το εστιατόριο «Η Ωραία Μυτιλήνη» με τα φρέσκα θαλασσινά.
Στην πλατεία Φουάτ, όπου και το θολωτό μνήμα της μάνας του Μωχάμετ Άλυ –ιδρυτή της Αιγυπτιακής Δυναστείας– παίζει η μπάντα του Δήμου. Μια περιπλανώμενη ατμόσφαιρα Καρυωτάκη, κάτω από τρία πελώρια διαφημιστικά που πληγώνουν τον πανσέληνο ουρανό, με διαποτίζει. Λίγο πιο πέρα οι απογευματινές εφημερίδες των Αθηνών πουλιούνται σαν φρέσκα ψωμιά, μόνη επαφή της πρωτεύουσας με την επαρχία της, αν εξαιρέσουμε την προεκλογική περίοδο και τις τουρνέ των θιάσων.
Η Καβάλα, τη νύχτα, με φεγγάρι, όταν σβήνει η φτώχεια της και οι όγκοι των καπναποθηκών, γίνεται αληθινά μια μαγική πόλη. Η αμφιθεατρική τοποθεσία της, η ευρύχωρη αγκαλιά του κόλπου της, που δεν είναι ποτέ μονότονος όπως είναι ο κόλπος της Θεσσαλονίκης, προπαντός ειδωμένη απ’ τον Φάρο, απ’ όπου μπορείς να δεις και τις δυο πλευρές, κρατά μια δικιά της γοητεία. Ο Μωχάμετ Άλυ, πάνω στο άτι του, μπροστά στο σπίτι που γεννήθηκε, δείχνει με το χέρι του στο Βορρά, μια κατεύθυνση που, δυστυχώς, πολλοί αναγκάστηκαν ν’ ακολουθήσουν.
Την άλλη μέρα. Σε μια γωνιά-σφήνα, μέσα στα μπλόκια των καπναποθηκών, τρώνε στα γρήγορα οι εργάτες.
—Η ζωή μας τζάμπα χάνεται, μου λέει ένας σπανός που δουλεύει στα λιμενικά έργα. Έπρεπε να ’μασταν αλλού… Εδώ είναι κάτεργα. 51 και μισή το μεροκάματο. Για να φας φαγητό δε σου φτάνουν. Ε, θέλεις και παπούτσια, δε θέλεις; Θέλεις να πιεις και καφέ. Στην εμπόλεμο κατάσταση δούλευα στην Γερμανία. Εδώ ήταν οι Βούλγαροι, κόπηκε η ζωή. Για να γλιτώσουμε την ομηρία πήγαμε εκεί εργάτες. Δουλεύαμε στα παλούκια, στο Σνάινμπερν, Λιμπινάουν. Γεμίζαμε με δυναμίτη τις μπόμπες. Φωτιά είχαμε μέσα στα χέρια μας, φωτιά πάνω από τα κεφάλια μας με τους βομβαρδισμούς, αλλά ήμασταν πιο ευχαριστημένοι. Ο Φραντς ο Αυστριακός μας έλεγε: «Όταν τελειώσει ο πόλεμος τι θα κάνετε;» Κι εμείς του λέγαμε: «Θα γυρίσουμε πίσω στα μέρη μας». Γυρίσαμε. Αλλά εκεί ήμασταν πιο ικανοποιημένοι. Τώρα δεν μπορώ να ξαναπάω. Με παίρνει το όριο. Αλλά αν πήγαινα, θα τραβούσα όλους τους Έλληνες εκεί… Λέγομαι Λεωνίδας Μαρκόπουλος. Να γράψεις το όνομά μου. Να γράψεις πως η μόνη μου χαρά είναι να ξαναπάω στη Γερμανία…
Στο διπλανό τραπέζι τρώνε καπνεργάτες. Τους ρωτώ:
—Οκτώ ώρες τη μέρα ανεβοκατεβαίνουμε στο τρασφέρι 100 σκαλιά φορτωμένοι τόγκες. Κάθε δυο ώρες μόνο κάνουμε τσιγάρο.
—Ισλέ γιοβάν ισλέ, τσιφλίκ σενίν, λέει μια τούρκικη παροιμία.
—Δηλαδή, εξηγεί ένας άλλος, αν δουλέψεις πολύ το τσιφλίκι μια μέρα θα γίνει δικό σου. Γι’ αυτό δουλεύουμε πολύ…
—Κισμετλέν ολμάζ, συμπληρώνει αναστενάρικα ένας τρίτος. Πάνω απ’ την τύχη σου δεν βγαίνει.
—Πάνω στο βουνό, μου λέει ο πρώτος, είδες που έχει έναν μεγάλο σταυρό; Πολλούς σταυρούς έπρεπε να έχει. Το χειμώνα προπαντός η Καβάλα γίνεται νεκροταφείο.
—Πόσους μήνες δουλεύετε;
—Εμείς οι στιβαδόροι πέντε ως έξι. Πιάνουμε δουλειά μόλις έρθουν τα καπνά απ’ τα χωριά. Οι άλλες ειδικότητες δουλεύουν μόνο τρεις με τέσσερις μήνες.
—Και τον υπόλοιπο καιρό;
—Καθόμαστε. Ψάχνουμε για δουλειά. Αν έχεις συμπληρώσει έναν ορισμένο αριθμό από μεροκάματα παίρνεις ένα δίμηνο επίδομα ανεργίας 950 δραχμές το μήνα. Και 1.030 αν έχεις δυο παιδιά.
—Οι νόμοι γίναν για να έχουν δικαιώματα μόνο αυτοί. Εμείς δεν έχουμε κανένα δικαίωμα. Λες και μόνον αυτοί είναι Έλληνες κι εμείς δεν είμαστε Έλληνες.
—Οι συνθήκες μες στα καπνομάγαζα έχουν ξεπεράσει το Νταχάου.
—Εγώ δούλευα οκτώ χρόνια στον Κρατικό Οργανισμό Καπνού. Με βγάλαν από κει χωρίς καμιά αποζημίωση. Δεν δικαιούμαστε, λεν, αποζημίωση, γιατί το επάγγελμα είναι εποχικό.
—Και το σωματείο σας;
—Το Σωματείο Στιβαδόρων δεν κάνει τίποτα. Ούτε και το Εργατικό Κέντρο. Είναι όλοι τους πουλημένα τομάρια.
—Είμαστε 2.500 άντρες και 5.000 γυναίκες που οκτώ μήνες το χρόνο σφυρίζουμε…
—Η ανεργία δεν είναι όση νομίζετε, έλεγε απόστρατος στρατηγός βολεμένος σε υπεύθυνη ημικρατική θέση. Αλλά μάθαν όλοι να σταυρώνουν τα χέρια και να λεν: δώσε μου κι εμένα μπάρμπα. Τα 80% των ανέργων είναι τεμπέληδες και τα 20% διανοητικώς ανάπηροι.
Αν δεν ήξερα ότι αυτές τις αναλογίες ακριβώς μπορεί ν’ αφήσει ο στρατός σε μερικά ανώτερα στελέχη του, τότε ίσως να τον παρεξηγούσα…
[Ο πατέρας είπε]...
ο πατέρας είπε
αγαπώ τον ξεραμένο καπνό
έγινε καπνεργάτηςη μητέρα γύρεψε παιδιά
ταίρι και σπιτικό
ζευγάρωσανο μεγάλος
έψαχνε από παιδί
τον κούρασαν οι μάχεςο μικρός
δε ζήτησε τίποτα
έφυγε σε ξένο τόποτο σπίτι μπογιατίζεται κάθε χρόνο
ο πατέρας βγήκε στη σύνταξη
η μητέρα χτίστηκε στις κάμαρες
ο μικρός γίνηκε σιδερόδρομος μακρύς
κι ο μεγάλος σκέφτηκε να πει
αγαπώ τον ξεραμένο καπνόάργησε προκόψανε οι μηχανές
χρονικό
Ξανθόπουλος Λευτέρης, «Ο πατέρας είπε», Αντίψυχα, Ανδρομέδα, 1982, σ. 26.
Καβάλα στο χρονοδιαβήτ...
ΤΟΓΚΑ
Ο Χρόνης, χωρίς να διστάσει, ζήτησε συγνώμη βιαστικά από τη θεια Κυριακούλα που ντάντευε με κανακέματα το αγουροξυπνημένο κορίτσι. Η Μαρία ήταν κι αυτή έτοιμη για αναχώρηση. Πραγματικά, δεν πρόλαβε να περάσει το κατώφλι κι άκουσε να τον φωνάζει:
—Χρόνη, Χρόνη, περίμενε• έρχομαι κι εγώ…
Ο Χρόνης κοντοστάθηκε να δέσει το κορδόνι του παπουτσιού του. Στο μεταξύ η Μαρία, σαν κάτι να σκέφτηκε, τον προσπέρασε κι έφτασε στο κεφαλόσκαλο της μεγάλης πέτρινης σκάλας. Ίσα που πρόλαβε να δει τους δυο άντρες έτοιμους να στρίψουν στην κάτω γωνία.
—Ευρυβιάδη, Δαμιανέ, για πού το βάλατε, περιμένετε…
Εκείνοι, χωρίς να διακόψουν το ρυθμό τους, γύρισαν, κοίταξαν βιαστικά κι ο Δαμιανός φώναξε:
Η Μαρία στάθηκε να περιμένει τον Χρόνη. Σαν ήρθε εκείνος κοντά, του είπε:
—Τώρα δεν υπάρχει πια λόγος να βιαζόμαστε. Ξέρω πού πάνε…
Κι όπως κατηφόριζαν, του είπε με λίγα λόγια την ιστορία.
Οι καπνέμποροι, μετά την οικονομική κρίση που ξέσπασε, θέλησαν να λιγοστέψουν το κόστος της επεξεργασίας των καπνών για να τα πουλάνε ευκολότερα. Έτσι σκέφτηκαν, αφού δεν μπορούσαν να τα στέλνουν έξω ανεπεξέργαστα (το Γραφείο Προστασίας Καπνού, που είχε ιδρυθεί από το 1926 από το ίδιο το κράτος με έδρα την Καβάλα, ανάμεσα στους άλλους σκοπούς του είχε την περιφρούρηση της εξαγωγής ανεπεξέργαστων καπνών), ας έκαναν μια πρόχειρη επεξεργασία. Την πρόχειρη αυτή επεξεργασία την έλεγαν «τόγκα». Ούτε χώριζαν πια τα φύλλα με κάποια σειρά ούτε τα έκαναν δέματα κατά μέγεθος. Ίσα που τα ξεχώριζαν κατά ποιότητα και τα ’ριχναν στα πατητήρια (μεγάλες κάσες όπου άντρες με πόδια γυμνά, μέσα σ’ ένα σύννεφο από σκόνη, τα πατούσαν κακήν κακώς). Ύστερα έπιαναν και τα στοίβαζαν σε δέματα. Το πρόχειρο αυτό σύστημα το έλεγαν τόγκα.
Μέχρις εδώ το πράγμα είχε τη λογική του. Αφού οι καπνέμποροι δεν μπορούσαν να τα πουλήσουν με την παλιά, την κανονική επεξεργασία, ας έκαναν κι αυτή την αβαρία. Αλλά από το ένα άκρο να φτάνεις στο άλλο άκρο, αυτό ήταν το απαράδεκτο. Ο καπνέμπορος Μπεβενίστε έκανε την αρχή: τοιχοκόλλησε ανακοίνωση που έλεγε ότι όλοι οι άντρες απολύονταν σε τρεις μέρες, μιας και οι γυναίκες θα μπορούσαν να δουλέψουν μόνες τους την τόγκα.
Και τώρα, για να τρέχουν έτσι βιαστικοί ο Ευρυβιάδης με τον Δαμιανό, κάτι το έκτακτο θα είχε συμβεί. Ας πήγαιναν να δουν.
Κατηφόρισαν προς την οδό Ευγενίου Ιορδάνου κι όταν έφτασαν ακριβώς πίσω από το αρτοποιείο του Φέσα, τι να δουν. Από τα παράθυρα κρέμονταν πένθιμα μαύρα τσόλια και σε μεγάλες χάρτινες μπλε κόλλες ήταν γραμμένα τα συνθήματα: «Και οι άντρες στην τόγκα», «Όχι στο μαύρο πίνακα», «Ψωμί, νερό». Καλά όλα τα άλλα αλλά το «νερό» τι να σήμαινε;
Έφτασαν πιο κοντά. Κόσμος πολύς ολόγυρα. Γυναίκες που στριφογύριζαν εδώ κι εκεί έτοιμες, θα ’λεγες, να εκραγούν… Χωροφύλακες ολόγυρα να σχηματίζουν κλοιό.
—Τι γίνεται, τι συμβαίνει;
—Τι να γίνεται, τι να συμβαίνει! Κλείστηκαν κι οι πεντακόσιοι κι αμπαρώθηκαν μέσα και δε θα βγουν, αν…
Η Μαρία είδε πιο κει τον Ευρυβιάδη με τον Δαμιανό. Ο Δαμιανός χτυπούσε τα στήθια του και με τα δυο του χέρια κι έκανε να προχωρήσει, μα ο Ευρυβιάδης τον έσπρωχνε προς τα πίσω σαν να του έλεγε: «Όχι, όχι». Κι ο Δαμιανός ακολουθούσε τον Ευρυβιάδη, τον έφτανε κι εκείνος κοντοστεκόταν και πάλι τον έσπρωχνε προς τα πίσω. Σε λίγο τους έφτασε κι η Μαρία. Κάτι της είπε ο Ευρυβιάδης κι άρχισε να σπρώχνει και με τα δυο της χέρια κι αυτή, θα ’λεγες τρυφερά, τον Δαμιανό. Σε λίγο κι οι δυο χάθηκαν ανάμεσα στον κόσμο. Κι ο Δαμιανός έμεινε μόνος με μια έκφραση απελπισίας στα μάτια, σ’ ένα χώρο γεμάτο από ανθρώπους αναστατωμένους.
Ο Χρόνης απόρησε. Γιατί να φύγει κι η Μαρία τόσο ξαφνικά. Τι σημαίνει αυτό το τρυφερό σπρώξιμο στον Δαμιανό, τον καλύτερό τους, θα ’λεγες, φίλο;
Ο Χρόνης δεν έχασε καιρό. Πλησίασε τον Δαμιανό που είχε αρχίσει να σέρνει τα βήματά του με μάτι θολό και, χωρίς να το καταλάβει πώς, τον έπιασε από το μπράτσο, τον κοίταξε μια στα μάτια φιλικά και μετά τον ρώτησε:
—Γιατί; Γιατί σ’ άφησαν ο Ευρυβιάδης κι η Μαρία;
Και τότε ο Δαμιανός, χωρίς να το θέλει, χωρίς να το σκεφτεί, κατέρρευσε σ’ ένα σκαλοπάτι κι άρχισε να κλαίει σαν μικρό παιδί.
—Δεν έπρεπε, λέει, να διακινδυνέψω την υγεία μου. Δεν έπρεπε. Βλέπεις, έμεινα τρεις μήνες σε αντίσκηνο ανάμεσα στα πεύκα… Στην Παναγιά της Θάσου…
Κι όπως γύρισε κι είδε τον Χρόνη να απορεί σαν να μην κατάλαβε, συνέχισε:
—Στο αναρρωτήριο του ΤΑΚ…
—Του ΤΑΚ;
—Ναι, του Ταμείου Ασφαλίσεως Καπνεργατών…
—Γιατί;
Πριν προλάβει να δώσει άλλη απάντηση ο Δαμιανός, ένα κύμα ξερόβηχα ήρθε να του ταράξει τα στήθια, λες κι ήθελε να του ξεριζώσει τα πνευμόνια…
Κι ο Χρόνης θυμήθηκε το φθισιατρείο «ΕΛΠΙΣ» κάτω από τον Κούλε του Ανδρόνικου και κατάλαβε. Ο Δαμιανός ήταν προφυματικός. Γι’ αυτό και οι φίλοι του δεν ήθελαν να τον πάρουν μαζί τους. Σίγουρα θα πήγαιναν να υποστούν κάποια δοκιμασία.
—Καλύτερα, καλύτερα που δεν πήγες, είπε ο Χρόνης. Καλύτερα να πας στο σπίτι σου να αναπαυθείς. Πού, όμως, πήγαν ο Ευρυβιάδης κι η Μαρία;
—Πήγαν να κλειστούν στο καπνομάγαζο που δούλευαν. Να αυτοαποκλειστούν μαζί με άλλους για συμπαράσταση προς τους πεντακόσιους που κλείστηκαν μόνοι τους στου Μπεβενίστε. Η ιδέα της συμπαράστασης αυτής ξεκίνησε από την απαγόρεψη να φέρνουν νερό και τρόφιμα στους πεντακόσιους έγκλειστους οι φίλοι κι οι συγγενείς. Έτσι, ύστερα από απόφαση της Επιτροπής του Αγώνα, έτρεξαν κι άλλοι να κλειστούν και σ’ άλλα καπνομάγαζα.
—Καλύτερα, Δαμιανέ. Εσύ δε θα άντεχες. Ή, τουλάχιστον, θα χειροτέρευες την κατάστασή σου.
—Δε βαριέσαι. Τι έχω πια να περιμένω από τη ζωή. Η Μερόπη σκοτώθηκε.
—Η Μερόπη;
—Ναι, η αρραβωνιαστικιά μου• η κοπέλα που είδες τότε με τη Μαρία στο Δημοτικό Κήπο, τότε με τη Μαρία και τα Τίμια Δώρα…
—Ναι, σαν να την θυμάμαι. Μα πού, πότε, πώς σκοτώθηκε;
—Στη Θεσσαλονίκη, πέρσι, την ώρα που ξεκίναγε το τραμ• έτρεξε να ανεβεί και γλίστρησε και χτύπησε στον κρόταφο…
—Δεν έχεις κανέναν άλλο δικό σου;
—Μια αδελφή, τη Σεβαστή, τώρα πια Βιβή, που βρίσκεται εδώ και δυο χρόνια παντρεμένη στην Αμερική. Οι γονείς μου δε ζουν. Το όνειρό μου ήταν να γίνω τραγουδιστής στην Όπερα…
Γκουχ, γκουχ, ξανάρθε ο βήχας, ήρεμος τώρα, μόνο δυο φορές, λες κι ήθελε να υπογραμμίσει τα τελευταία του λόγια.
Αν δεν είχε τον Ευρυβιάδη και τη Μαρία, δεν ήξερε αν θα άντεχε τη ζωή. Τους αισθανόταν καλύτερα κι από συγγενείς.
Ο Δαμιανός σταμάτησε να μιλά• θαρρείς και ηρέμησε. Έκανε μια προσπάθεια να σταθεί στα πόδια του ξανά. Από την όλη του προσπάθεια, το τρέξιμο, την προθυμία του για συμπαράσταση στον αγώνα και τη συγκίνηση που του προκάλεσε η άρνηση κι η ανημπόρια, ένιωθε τσακισμένος.
—Καλύτερα να πάω να ξεκουραστώ. Και το απόγευμα θα πάω να συμπαρασταθώ απ’ έξω.
—Σε ποιο καπνομάγαζο πήγαν να κλειστούν;
—Στου Κούφλερ… Α, ξέχασα να σου πω. Μου είπαν να περάσεις από τη θεια τους, την Κυριακούλα, να της πεις ότι μπορεί να λείψουν μια και δυο ή και περισσότερες μέρες. Ας μην ανησυχεί. Αυτοί δε θα ανησυχούν, γιατί ξέρουν ότι η Σοφία τους βρίσκεται σε καλά χέρια• στα χέρια της αγάπης της. Εγώ δε θα μπορέσω, στην κατάσταση που βρίσκομαι, να ξανανέβω προς τα εκεί.
—Θα πάω, μην ανησυχείς. Και θα ξανακατέβω να παρακολουθήσω την εξέλιξη.
Ιωαννίδης Ι.Δ., Καβάλα στο χρονοδιαβήτη, Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη, σ. 108-112.
Επιστροφή...
3.
Κατέβηκε από το λεωφορείο. Παρέλαβε το σάκο του. Αναζήτησε το ουρητήριο του πρακτορείου. Βγαίνοντας άκουσε: «Κύριε καθηγητά…» Γύρισε το κεφάλι, είδε το πρόσωπο ενός πρόωρα γερασμένου άντρα με λειψά δόντια, κουρεμένα μαλλιά. «Με θυμάστε;» τον ρωτάει. «Και πώς μπορώ να σε ξεχάσω, ρε Πανούλη», του λέει. Ήταν συμμαθητές στο δημοτικό. «Πέρασαν χρόνια». Γέλασε. «Πώς πάνε οι καρδερίνες», του λέει, «έχεις ακόμη δίχτυα και φίντες;» Ο άλλος διόρθωσε τις τιράντες του. «Δε βλέπεις, κύριε καθηγητά, μας κατέστρεψαν, κάψανε τα πεύκα, δεν υπάρχει πούπουλο». «Το διάβασα στις εφημερίδες», είπε. «Τι γίνεται εδώ, τη βγάζεις στο πρακτορείο;» «Ναι, εδώ, έχω χρόνια, κρατάω το ουρητήριο και την αποθήκη». «Καλύτερα εδώ παρά σε άλλα αφοδευτήρια», είπε. «Θυμάσαι τον Κολινδρό, που καθαρίζαμε μουλάρια», είπε ο Πανούλης, «και τότε καθάριζα αφοδευτήρια». Κούνησε το κεφάλι του. Σήκωσε το σάκο του. «Φεύγετε;» «Όχι, μόλις ήρθα».
4.
Περπατάει σε μια πόλη που τώρα πια δεν υπάρχει. Δεν ξέρει ακόμη πού υπάρχει και για πόσο ακόμη θα υπάρχει. Μια πόλη που τρίζει τα δόντια της. Μια πόλη που υπόσχεται τον έρωτα και την επανάσταση. Αυτοί οι δρόμοι μοιάζουν, κάτι του θυμίζουν, αλλά δεν είναι εκείνοι. Με μιαν άλλη πόλη επικάλυψαν την παλιά του πατρίδα. Άνθρωποι με διαφορετικά φερσίματα, με άλλη γλώσσα και τρόπους την κατοικούν. Δεν είναι πια οδόφραγμα, που η νύχτα το βρίσκει να μάχεται. Απ’ το λιμάνι της δεν ξεκινάνε μηνύματα για όλο τον κόσμο. Το κόκκινο επίθετο χάθηκε στον σκοτεινό ορίζοντα. Περπατάει σε δρόμους που πλήθη τούς πέρασαν οργισμένα. Καπναποθήκες που μέσα στους σκοτεινούς όγκους γενιές δούλεψαν και χρόνια πάλεψαν για το μέλλον τους. Δεκαετίες κλόνιζαν οι εργατικοί αγώνες την πόλη. Σκληρή τρομοκρατία. Έτσι, μετά τον Εμφύλιο, αρχίζει προσπάθεια αλλοίωσης των κατοίκων. Έτσι το ’53, διαλύουν το καπνεργατικό επάγγελμα, η κρίση κορυφώνεται το ’58-’60, γενικεύεται η επεξεργασία των καπνών με μηχανές. Η πόλη αιμορραγεί. Διασχίζει τα χρόνια: αυτοί που δούλευαν πεινούσαν, αυτοί που ήταν άνεργοι λιμοκτονούσαν.
1896: Η πρώτη απεργία. Έλληνες, Τούρκοι, Εβραίοι καπνεργάτες ενωμένοι, με ταξική συνείδηση, άφησαν τις αποθήκες και βγήκαν στους δρόμους, ήταν πρωτοφανές, ζητούσαν αυξήσεις, από κάπου πέσαν πυροβολισμοί, κάποιος σκοτώθηκε, ο στρατός διέλυσε τους εργάτες, αλλά, για να ησυχάσουν τα πνεύματα, τα αφεντικά δώσαν μια μικρή αύξηση.
Αυτή η πρώτη απεργία.
1908: Γεννιέται το πρώτο καπνεργατικό σωματείο. Μέλη 4.500 Έλληνες, Τούρκοι, Εβραίοι, οι Αρχές αναγκάζονται να το αναγνωρίσουν. Με απεργία καθιερώνεται το σωματείο. Μειώνονται οι ώρες εργασίας σε εννιάμισι. Ο αγώνας για ψωμί δεν άφηνε περιθώρια για φυλετικές σοβινιστικές ανοησίες.
1924: Μετά τον πόλεμο, μετά την καταστροφή της Ασίας, καλή χρονιά για τα αφεντικά, τα φτηνά εργατικά και αγροτικά χέρια δημιουργούν μεγάλες προοπτικές κερδών, αλλά η απόφαση των εμπόρων να εξαγάγουν τα καπνά χωρίς επεξεργασία στο εξωτερικό, για να χτυπήσουν τους εργάτες, δημιουργεί μεγάλη αναταραχή, άντρες, γυναίκες, παιδιά κατεβαίνουν στην παραλία, να εμποδίσουν τη φόρτωση στα πλοία, καταφθάνει η χωροφυλακή κι αρχίζει άγρια συμπλοκή με πέτρες, ξύλα, χέρια και δόντια, τέλος, δύο νεκροί και δεκάδες τραυματίες, μες στον αγώνα ντόπιοι και πρόσφυγες ενώθηκαν για πάντα, τα καπνά έμειναν στην πόλη.
1927: Έμποροι σπάζουν τη συμφωνία, που είχε γίνει μετά από αγώνες, ώστε η αμοιβή των εργατών να είναι τα 7/25 της αγγλικής λίρας, δεν πληρώνουν, απολύουν, οι εργάτες εφαρμόζουν μείωση της απόδοσής τους, οι έμποροι λοκ-άουτ, ανοιγοκλείνουν κατά βούληση τις αποθήκες με ξένους εργάτες, οι καπνεργάτες πολιορκούν τις καπναποθήκες, επεμβαίνει η χωροφυλακή και ο στρατός, άγριες συγκρούσεις.
1928: Πρόγραμμα να χτυπηθεί η ενότητα των εργατών, προσπαθούν να διαλύσουν το σωματείο, δημιουργούν αντισωματείο, να πέσουν οι αμοιβές, να βρεθούν φτηνά εργατικά χέρια, ανοίγουν σταδιακά τα μαγαζιά, δουλεύουν μικρές ποσότητες, δημιουργούν τεχνητή ανεργία, η ενότητα στο σωματείο είναι αρραγής, αρχίζουν οι απεργίες, οι απειλές δε βρίσκουν έδαφος, εργάτες πολιορκούν τα μαγαζιά, στρατοκρατούν την πόλη, δεκάδες οι τραυματίες, η χωροφυλακή με έφιππους χτυπάει με γυμνά σπαθιά τα πλήθη, τρομοκρατία και εξαθλίωση των εργατών, μετά από τριάντα ημέρες αγώνα σταματάνε, γυρίζουν στις δουλειές τους, τους ξεδιαλέγουν και ελάχιστοι βρίσκουν δουλειά, τους περιμένουν ατιμωτικές συνθήκες εργασίας κι εκμετάλλευσης.
1932: Ημέρες της μεγάλης κρίσης, ελάχιστοι δουλεύουν, θερίζει η πείνα, η φυματίωση, η αθλιότητα. Μια μικρή συγκέντρωση έξω από την αποθήκη του «Σουηδικού Μονοπωλίου» για ενημέρωση των εργατών, ξαφνικά, με την επέμβαση της χωροφυλακής, μετατρέπεται σε μακελειό, ρίχνουν στο ψαχνό, δυο χτυπήθηκαν από σφαίρες, ο Ψαρόπουλος ξεψύχησε επιτόπου, την άλλη μέρα τον έθαψαν σκεπασμένο με τα την κόκκινη σημαία και το σφυροδρέπανο.
1933: Η κρίση συνεχίζεται, οι έμποροι επιζητούν να μειώσουν κι άλλο το κόστος των καπνών, καταργούν την κλασική επεξεργασία κι εφαρμόζουν την τόγκα, που σημαίνει μεγάλη παραγωγή και τον αποκλεισμό των αντρών από τη δουλειά, αρχίζουν άγριες συμπλοκές, οι εργάτες κλείνονται μέσα στα μαγαζιά με μαύρες σημαίες, τα γυναικόπαιδα κυκλώνουν τις αποθήκες, στρατός και χωροφυλακή χτυπάνε ασταμάτητα, η πόλη γεμίζει φωνές και βόγκους, απέραντο πεδίο μάχης, εκατοντάδες τραυματίες, συλλήψεις, εκτοπίσεις, μετά από έξι ημέρες φτάνουν στο συμβιβασμό.
Και ο αγώνας συνεχίζεται, 1934, 1935, 1936.
1946: Η πρώτη μεγάλη διαδήλωση και απεργία μετά τον πόλεμο, η χωροφυλακή και οι παρακρατικοί χτυπάνε, μπροστά στην Εμπορική Τράπεζα σκοτώνεται ο εργάτης Καραγιώργος και λίγο πιο πέρα στον Αϊ-Νικόλα σκοτώνεται ένα παιδί.
Κι έγιναν κι άλλοι αγώνες μέσα στον Εμφύλιο κι ύστερα, το 1953, και μέχρι το 1960, γιατί τίποτε δε χαρίστηκε κι ούτε χαρίζεται. Διασχίζει τα χρόνια και τους δρόμους μιας πόλης που βάφτηκε στο αίμα. Μιας πόλης που δεν υπάρχει πια πουθενά. Μιας πόλης τώρα παραδομένης στις ηδονικές απονεκρώσεις, καυλωμένης από το ρυθμό της πολιτικής οικονομίας.
[…]
6.
Το κλειδί δάγκωσε την κλειδαριά. Ένας ήχος, βαθύς αναστεναγμός, γύρισε το κλειδί στη γλώσσα της πόρτας. Μπήκε κι έκλεισε. Το φως από τις λάμπες του δρόμου έφτανε μέσα από σφαλισμένα παράθυρα. Άφησε το σάκο. Στον πίνακα πήγε του ηλεκτρικού, σήκωσε τον γενικό διακόπτη, γύρισε το διακόπτη του ηλεκτρικού λαμπτήρα του δωματίου. Ένα φως ξεψυχισμένο απλώθηκε πάνω στους σκονισμένους τοίχους. Τα λιγοστά πράγματα ήταν σκεπασμένα με παλιές κουρελούδες από την εποχή θανάτου του αδερφού του. Πέρασε στην κουζίνα, άνοιξε τη βρύση. Βήχας τράνταξε την μπρούντζινη κάνουλα κι ένα καφέ πεθαμένο νερό ξεχύθηκε. Την άφησε να τρέχει. Ο δικηγόρος είχε σεβαστεί τις επιθυμίες του. Πήγε στο τραπέζι του δωματίου. Τράβηξε κι έστρωσε ανάποδα το τραπεζομάντιλο, έβγαλε το κάλυμμα από τα την καρέκλα. Κάθισε. Απέναντι στον τοίχο, πάνω από το τραπέζι, σε μια εταζέρα, κούρνιαζε ένα μικρό αρχαίο ραδιόφωνο Φίλιπς. Γύρισε το διακόπτη, βραχνά παράσιτα μεσαίων κυμάτων ξεχύθηκαν, προχώρησε τη βελόνα, μια απροσδιόριστη μουσική βγήκε μέσ’ απ’ τη σκόνη. Στον άλλο τοίχο, ο μεγάλος καθρέφτης με την πομπώδη χρυσοβαμμένη κορνίζα.
Πήγε στο δωμάτιο του αδερφού του. Ένα καβαλέτο, μια καρέκλα, ένα μικρό ξύλινο μπαούλο. Άνοιξε το μπαούλο. Ο δικηγόρος τού είχε πει, εκεί μέσα είχε βάλει ένα ντοσιέ με σχέδια. Βρήκε τη ρόμπα του αδερφού του κοκαλωμένη από ξεραμένα χρώματα. Από κάτω το ντοσιέ. Τίποτε άλλο.
Γύρισε στο τραπέζι. Έλυσε τα κορδόνια κι από μέσα ξεχύθηκαν τα χαρτιά με τα σχέδια. Τ’ άπλωσε στο τραπέζι. Ήταν όλα σχέδια που είχαν σαν θέμα τους την ίδια γυμνή γυναίκα. Μια γυναίκα με φθαρμένο, βασανισμένο και παραμορφωμένο σώμα. Μόνο σ’ ένα σχέδιο είχε επιμείνει στο πρόσωπο, ένα πρόσωπο γεμάτο αγωνία και θυμό. Ο ζωγράφος ήθελε να αποτυπώσει τη φθορά αλλά μαζί και κάτι άλλο, που δεν ήξερες αν ήταν η άποψη του ζωγράφου ή βιολογική αντίδραση του μοντέλου, τη μη παραδοχή της εγκατάλειψης, τη μη παραδοχή της απώλειας, του συμβιβασμού με κάτι αναπόφευκτο.
Τα σχέδια πρέπει να ήταν από την Ελισάβετ, μια γυναίκα που είχε γνωρίσει και περιμαζέψει ο αδερφός του, την βρήκε παγωμένη μια μέρα στα σκουπίδια και την εγκατέστησε εδώ, ήταν αλλόκοτη και πέθανε πριν από τον αδερφό του στο νοσοκομείο αντικρίζοντας τη θάλασσα. Του είχε γράψει τότε ο ζωγράφος: «Ήμουν πάντα ένα ανυπόφορο και ύποπτο πρόσωπο, ένας που δεν του έχουν εμπιστοσύνη, γιατί καθώς ήμουν απορροφημένος από τη δουλειά μου και τις σκέψεις μου, ξεπερνούσα αδιάφορα τις κοινωνικές συμβάσεις, αυτά που θέλω κι αυτά που έχω στο μυαλό μου είναι τρομαχτικά, γιατί η τέχνη είναι η διάρρηξη της ψυχής, είχε την απόλυτη ανάγκη μου αυτή η γυναίκα και μόνο αυτό δικαιολογούσε τη συμπαντική μου παρουσία, μόνο έτσι η ζωγραφική μου είχε νόημα ύπαρξης».
Περιμάζεψε τα σχέδια.
Πέρασε στο διπλανό δωμάτιο. Εδώ ήταν το μεγάλο παλιό μπαούλο με τις μεταλλικές γωνίες, κουβαλώντας μέσα σ’ αυτό ό,τι τους είχε απομείνει, μετά την καταστροφή της Μικρασίας, έφτασαν εδώ οι γονείς του, στη νέα τους πατρίδα, με την ψυχή στο στόμα. Μέσα βρήκε πεταμένα διάφορα πράγματα, κυρίως όμως ρούχα της μητέρας και του πατέρα. Τ’ ανακάτεψε, μια μυρουδιά μούχλας τον πήρε, στον πάτο βρήκε μια μεγάλη φωτογραφία της οικογένειας. Λίγο πριν από τον πόλεμο. Από τα δεκαεφτά πρόσωπα της φωτογραφίας τώρα ζούσαν μόνο αυτός και τα δυο του ξαδέρφια. Άφησε τη φωτογραφία. Από μια τσάντα της μητέρας, γεμάτη χαρτάκια και μαντιλάκια, έβγαλε μια κάρτα, στη μια όψη ήταν ένα άγνωστο γι’ αυτόν κτίριο με φοίνικες, στην άλλη όψη έγραφε η μητέρα προς τον πατέρα από το νοσοκομείο: «…να προσέχεις τα παιδιά, τα μάτια σου και τα παιδιά». Από μια τσέπη του σακακιού τού πατέρα έβγαλε ένα χαρτάκι, έγραφε: «…8x12=98+23=132». Μια ζωή λάθη στους υπολογισμούς και στις εκτιμήσεις.
Γύρισε με τη φωτογραφία στο τραπέζι.
Στον άλλο τοίχο είχε απομείνει έκθετος ο μεγάλος καθρέφτης με τα την πομπώδη χρυσοβαμμένη κάποτε κορνίζα. Στάθηκε εκεί μπροστά και κοίταξε το είδωλό του μέσα στα θαμπά ξεφλουδισμένα φύλλα του αργύρου. Προχωρούσε αντίστροφα μέσα στο χρόνο και το νέο τοπίο φωτιζόταν τώρα από έναν άλλο καιρό. Ήταν 10 του Φλεβάρη και γιόρταζε ο πατέρας του, όλο το σόι μαζεμένο σ’ αυτό το δωμάτιο, πάνω από είκοσι άτομα, αδέρφια, ξαδέρφια από τον πατέρα και την μάνα του, πώς τους έπαιρνε ο χώρος, κουβέντιαζαν ζωηρά, πίναν ούζο, τρώγαν παστρουρμά και λουκάνικα που είχε φτιάξει ο πατέρας, με τα χέρια του, για να τους θυμίσει την πατρίδα, ήταν σόι ανάκατο από μικροαστούς εμπόρους και καπνεργάτες, μόνο ο ξάδερφος της μητέρας ήταν γιατρός, και ενώ το κέφι είχε φουντώσει κι η ζέστη από τη σόμπα ανέβαινε, καθώς έξω χιόνιζε, βλέπει τον πατέρα, λίγο πιωμένο, να γυρίζει απότομα στον μεγάλο του αδερφό και να του φωνάζει: «Τι έγινε ο Παύλος;», έπεσε βουβαμάρα, ο θείος του κοιτούσε με τέλειο ξάφνιασμα, «Εσύ τον σκότωσες», είπε ο πατέρας, «τον άφησες να πάει εξορία το 1943, όταν οι Τούρκοι σας βάλανε φόρους, για να γλιτώσεις την περιουσία σας, κι όταν γύρισε ερείπιο το 1948, εσύ είχες ξεπουλήσει τα πάντα, διέλυσες την εταιρεία, του είπες πως πτώχευσες, δεν του έδωσες τίποτε, κι έβγαλες τα χρήματά σου έξω, ήταν, έλεγες, από δικές σου συναλλαγές, τον άφησες να πεθάνει, να σκάσει από στεναχώρια χωρίς να σου πει κουβέντα, γιατί ήταν φιλότιμος και περήφανος, μου τα είπε όλα η γυναίκα του το καλοκαίρι που πήγα στην Κωνσταντινούπολη, δε γύρισες να δεις την οικογένειά του, τα κορίτσια του Παύλου έγιναν δούλες, τον εκδικήθηκες επειδή δε σ’ άκουσε και παντρεύτηκε μια φτωχιά Αρμένισσα, ενώ εσύ του είχες έτοιμη μια πλούσια δικιά μας, τον σκότωσες, του είπες ψέματα, είπες και σ’ εμάς ψέματα, για κάτι ψωροχιλιάδες». Ο πατέρας άρχισε να κλαίει με αναφιλητά, ο θείος σηκώθηκε, «Αυτά είναι συκοφαντίες», είπε, «εκείνη η Αρμένισσα τον κατέστρεψε, εγώ έκανα ό,τι μπορούσα», άρπαξε το παλτό του και βγήκε έξω.
Σε λίγο είχαν φύγει όλοι.
«Μέρα που βρήκες να ξεσπάσεις», είπε η μητέρα. Ο πατέρας βγήκε στο μπαλκόνι, χιόνιζε, έκλαιγε. «Έλα μέσα, θα πουντιάσεις», είπε η μητέρα, αλλά εκείνος έμενε εκεί έξω και γέμιζαν τα μαλλιά κι η πλάτη του χιόνι.
Άναψε τσιγάρο, περπατώντας έκανε ένα μικρό κύκλο στο δωμάτιο. Γύρισε πάλι μπροστά στον καθρέφτη.
Μέσα στον σκοτεινό χρόνο ο Αντώνης, ξάδερφος της μητέρας, 1948, άρρωστος, να τον κρύβουν, καπνεργάτης, στέλεχος του Κόμματος στην παρανομία, να αιμορραγεί τώρα από την παλιά φυματίωση, να τρέμουν τα φυλλοκάρδια τους, ούτε η μητέρα του ήξερε πού βρίσκεται ο Αντώνης, ήταν κρυμμένος σε μια μεγάλη άδεια στέρνα στο πίσω μέρος του πλυσταριού, ψηλός, γεροδεμένος κάποτε, γεμάτος ζωή, ακόμη και τώρα γεμάτος αισιοδοξία, είχε ωραία φωνή, όταν ήταν κορίτσι η μάνα, την συνόδευε σε χορούς και γλέντια, γι’ αυτό είχαν με την μητέρα σχέσεις στενές, γι’ αυτό είχε το θάρρος να ζητήσει να τον κρύψουν τώρα που ήταν στα τελευταία του κι αιμορραγούσε, δεν κράτησε πολύ, την άνοιξη πέθανε, δεν ήξεραν τι να κάνουν, τέλος, φώναξαν τον πατέρα του Αντώνη, αφού τον πότισαν ρακί, του είπαν όλη την ιστορία, έκλαιγε για ώρα, τέλος, αποφάσισαν, για να αποφύγουν μπλεξίματα, τον έθαψαν κρυφά στη γωνιά του κήπου, κουβάλησαν και πέτρες, τάχα θα ψήλωναν τον τοίχο, τις στοίβιασαν στο φρεσκοσκαμμένο χώμα, ένας μικρός τύμβος στη γωνιά του κήπου, η μητέρα του Αντώνη δεν έμαθε ποτέ τίποτε, όλοι τον είχαν για αγνοούμενο, όταν όλα πέρασαν, δεν είχε μείνει πια κανένας από τη μεριά του χαμένου, κι όταν κάποτε ο πατέρας είπε να τον βγάλουν, η μητέρα αντέδρασε, «Τώρα δεν έχει κανένα νόημα», είπε, «καλύτερα εκεί που είναι, κοντά μας».
Κοίταξε το πρόσωπό του στον καθρέφτη, τώρα που θα γκρέμιζαν το σπίτι, τι θα έπρεπε να κάνει με τον Αντώνη, τίποτε δεν μπορούσε να κάνει, κι ύστερα πάντα κάποιοι μπαίνουν στα θεμέλια δρόμων και γεφυριών.
Γύρισε προς το τραπέζι, στο ραδιόφωνο μια φωνή πνιγμένη στα παράσιτα διάβαζε κάποιο δελτίο ειδήσεων, συγκράτησε μόνο πως ο καιρός θα ήταν αίθριος.
Έπρεπε όμως τώρα να κατεβεί στο υπόγειο. Κάτι που χρόνια γύριζε στο μυαλό του και το ανέβαλλε, έπρεπε να γίνει. Ο χρόνος είχε πια εξαντληθεί. Άνοιξε το ντοσιέ κι έβαλε μέσα τη φωτογραφία και τα σχέδια. Έβγαλε από το σάκο του ένα φακό. Πήγε στην κουζίνα, άνοιξε την καταπακτή που οδηγούσε στο υπόγειο. Βόγκηξαν τα σανίδια, η σκόνη του βούλωσε τα ρουθούνια. Κατέβηκε κάτω στο πλυσταριό. Αράχνες του έφραζαν το δρόμο. Γύρισε πίσω, βρήκε μια εφημερίδα, κατέβηκε πάλι κάτω, άναψε την εφημερίδα, έτσι άνοιξε δρόμο μέσα από τα πέπλα των εντόμων, έφτασε εκεί που στοίβιαζαν τα ξύλα. Έψαξε στην απέναντι γωνία. Με το πόδι καθάρισε το δάπεδο που ήταν από χώμα και υπολείμματα από τα παλιά ξύλα που τώρα η υγρασία τα είχε λιώσει. Βρήκε την πέτρα που ήταν το σημάδι, μ’ ένα ξύλο την ξεκόλλησε από τη βάση της, την παραμέρισε, το χώμα υγρό και μαλακό, έσκαψε με το ξύλο, βρήκε το τενεκεδένιο κουτάκι, καθώς το τραβούσε έξω διαβρωμένο από την υγρασία διαλύθηκε. Βρήκε το δεματάκι με το κηρόχαρτο μέσα στο κουτί. Γύρισε και βγήκε έξω σχεδόν τρέχοντας. Του είχε κοπεί η αναπνοή, σαν να είχε κάνει μακροβούτι σε βρόμικα νερά. Κάθισε κι ακούμπησε στο τραπέζι, να πάρει μιαν ανάσα. Σκέφτηκε πάλι τον Νίκο, στο δωμάτιο πάνω από το φούρνο, όταν εκείνη την ημέρα, λίγο πριν από το θάνατό του, του παρέδωσε το γράμμα του για να το δώσει, όταν αποκατασταθεί, όπως είπε, η κομματική νομιμότητα, στον γραμματέα της πόλης. Ο σπάγκος έσπασε, ξεδιπλώνοντας το δέμα, το κηρόχαρτο διαλυόταν, μέσα στις δίπλες βρήκε ένα άλλο χαρτί, που κάποτε πρέπει να ήταν γραμμένο με μελανί μολύβι, αλλά τώρα ήταν ένας πολτός μούχλας.
Ποια δικαίωση άραγε περίμενε ο Νίκος; Διαγραμμένος από το 1946, μέχρι που πέθανε εκείνη την άνοιξη του 1951, δεν το επικαλέστηκε ποτέ στις διώξεις που του επιβάλλανε. Δεν παραδέχτηκε ποτέ τη διαγραφή. Κι αν τώρα θα μπορούσε να υπάρξει αποκατάσταση, μετά από σαράντα χρόνια, ποιον θα ενδιέφερε; Ποιος τον θυμόταν; Ποιοι να τον υπερασπιστούν κι από ποιον; Τώρα που όλα αλλάζουν και προβάλλει, στο βάθος του ουρανού, γυμνή μια πελώρια κι άδικη τραγωδία.
Άνοιξε την μπαλκονόπορτα, βγήκε στην ταράτσα. Ένα ανεπαίσθητο αεράκι ερχόταν από τη θάλασσα. Στη γωνιά του κήπου ήταν ακόμη ο σωρός από τις πέτρες πνιγμένες στις βατομουριές. Η νύχτα έλαμπε, διάστικτος ο ουρανός κυλούσε γαλαξίες, θάλασσα σελήνης κράμα, σγουρή ανάσα αύρας, δροσίζει το φως του σκοταδιού, φωνές, συνομιλίες δήλωναν χειρονομίες, ένα πλοίο στο δρόμο του φεγγαριού, τα πρόσωπα του δράματος φύγανε, δεν είναι πια στον κόσμο τούτο, ποιος ουρανός ποια θάλασσα ποια γη, σελήνη του Ιούλη στον κήπο δέντρα, έτσι κι αλλιώς γνώση απόγνωση ίδια κόψη, έδωσαν στο σπέρμα του έναν κώδικα, επαληθεύει ο κώδικας τον εαυτό του, απάντηση δε δίνει, καμιά απάντηση, εξάλλου όλα θα χαθούν κι όλα θα μεταλλάξουν, κιμωλία του φεγγαριού, φως της σελήνης άσπρο.
7.
Μπήκε στο λεωφορείο. Ήταν σχεδόν άδειο. Η ζέστη ανυπόφορη. Κάθισε στα τελευταία καθίσματα, έτσι για να έχει περισσότερο αέρα από τα’ ανοιχτά παράθυρα.
Καθώς το αυτοκίνητο έτρεχε στους στενούς δρόμους για την έξοδο της πόλης, αφίσες που πουλούσαν προϊόντα αδιάφορα και παρότρυναν σε πλασματικές ανάγκες, κολακεύοντας αισθήματα υπεροχής και διάκρισης, ψάρευαν στα θολά, έτσι κι αλλιώς, νερά του συνειδητού κι ασυνείδητου. Σε μιαν άλλη κοινωνία η διαφήμιση έπρεπε να καταδικαστεί ως η πλέον αντικοινωνική πράξη.
Έκλεισε την πόρτα του σπιτιού, κλείδωσε για τελευταία φορά, έχωσε το κλειδί στη ρίζα της ροδοδάφνης, όπως έκανε πάντα για να το βρίσκουν τα άλλα μέλη της οικογένειας, ο ήλιος μόλις είχε φανεί, κατέβηκε στη θάλασσα, κάθισε στο καφενεδάκι, πήρε καφέ κι άκουσε το δελτίο ειδήσεων, κάπου συγκράτησε πως ο καιρός θα ήταν αίθριος, μετά από λίγο τράβηξε για το σταθμό λεωφορείων, έξω από την είσοδο του σταθμού είδε τον Σίμο τον βουβό να μαζεύει φραγκοδίφραγκα από τους ταξιδιώτες, εκείνος δεν τον γνώρισε, διασχίζοντας το πεζοδρόμιο για να μπει στο λεωφορείο, έβαλε στο χέρι του Σίμου ένα χαρτονόμισμα, ξαφνιάστηκε, αλλά στο βλέμμα του δεν υπήρχε η αναγνώριση.
Έφευγε κουβαλώντας ένα βιβλιάριο τραπέζης με κάτι εκατομμύρια, το φάκελο με τα σχέδια του αδερφού του και μια οικογενειακή φωτογραφία. Έχοντας στο μυαλό του αυτή την αποχώρηση είχε καθυστερήσει την επιστροφή. Ήταν άδικο, γιατί αυτοί που είχαν χτίσει το σπίτι, απέβλεπαν σε μια ζωή με δικαιοσύνη, ούτε στιγμή δεν είχε περάσει από το μυαλό τους ότι η ενέργεια αυτή κάποτε θα μεταφραζόταν σε χρήμα. Σκέφτηκε τις δύσκολες μέρες που είχαν περάσει, τον αδερφό του που έζησε τις μέρες του σε έσχατη ένδεια. Τώρα ήταν σαν να τα καρπώθηκε όλα αυτός, όλα για τον εαυτό του, όλη τη στέρηση των άλλων. Καθόλου δεν τον αλάφρωνε η σκέψη πως τα χρήματα θα πήγαιναν στα παιδιά του, που, φυσικό ήταν, ζητούσαν όλο και νέα προϊόντα για κατανάλωση, αφού όλα γρήγορα χάναν τον προορισμό τους και καταλήγαν στα σκουπίδια. Ζούσαν τη δική τους ζωή με τα δικά τους σφάλματα και τις δικές τους δημιουργίες.
Το λεωφορείο έτρεχε διασχίζοντας καινούργιους δρόμους, νέους οικισμούς, ο ήλιος φώτιζε ξανθιές αμμουδιές, γαλάζιες θάλασσες, πράσινους βυθούς. Πόσες φορές δεν είχε επιθυμήσει να ζήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια παρόμοια ακρογιαλιά.
Θέλησε να έρθουν διαφορετικά τα πράγματα για τη γενιά του, αλλά το τι ήθελε αυτός, μαζί με άλλους, δεν είχε τώρα κανένα νόημα. Η ιστορία πήρε δικούς της δρόμους. Η ζωή συνθέτει καινούργιες μορφές. Ό,τι πέρασε παραμένει μια εν δυνάμει παρακαταθήκη γι’ αυτούς που θα ακολουθήσουν.
Ό,τι πέρασε, σκέφτηκε, πέρασε σωστά, διαφορετικά οι απώλειες θα ήταν αβάσταχτες.
Πρόδρομος Μάρκογλου, «Επιστροφή», Σταθερή Απώλεια: διηγήματα, εκδ. Νεφέλη 2001, σ. 171-175, 179-188.
Μετάβαση στο σημείο: Καπνούπολη