Καβάλα
Καβάλα
Συγκρότηση ενότητας: Ελένη ΠετρίδουΗ Καβάλα των προσφύγων Η Καβάλα των προσφύγων
Η Καβάλα, όπως και πολλές άλλες πόλεις της Β.Ελλάδας, υποδέχτηκε αμέσως μετά τη μικρασιατική καταστροφή μεγάλο αριθμό προσφύγων. Πολλοί από τους συγγραφείς που ανθολογούνται εδώ είναι προσφυγικής καταγωγής. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού και της κεντρικής θέσης του προσφυγικού ζητήματος στην ιστορία της πόλης, πλήθος λογοτεχνικά κείμενα περιστρέφονται γύρω από τον ερχομό των προσφύγων και την αποκατάστασή τους στη νέα πατρίδα. Όσον αφορά τη γεωγραφική τοποθέτηση, οι πρόσφυγες στεγάστηκαν αρχικά στην Παναγία και στον Προφήτη Ηλία, ενώ αργότερα χτίστηκαν για αυτούς προσφυγικοί συνοικισμοί στις παρυφές της πόλης: Χίλια, Πεντακόσια, Δεκαοχτώ, Δεξαμενή. Για τον λόγο αυτό προτείνεται η παρούσα ενότητα να τοποθετηθεί στην περιοχή Χίλια (οδός Βησσαρίωνος μεταξύ Αγησιλάου και Μακεδονομάχων). Σχεδόν κανείς από τους παραπάνω οικισμούς δεν αναφέρεται στα κείμενα με την ονομασία του. Ωστόσο, σε όλα τα κείμενα οι πρόσφυγες και τα σπίτια τους τοποθετούνται «στα βράχια», στα «πέτρινα σκαλοπάτια», στη «φαρδιά και έρημη πλαγιά».
Πλωτές Γυναίκες...
[Ο πόνος ξεκινάει πάντα απ’ τα ονόματα]
Όταν κατέβηκε η Ελένη κάθισε πάλι στο πιάνο. Ο Ιορδάνης που ήρθε αλαφιασμένος ανέφερε την άφιξη στο λιμάνι κι άλλου πλοίου από απέναντι.
—Τίγκα στους πρόσφυγες, είπε.
Οι αποθήκες καπνού, σιτηρών και μεταλλεύματος είχαν επιταχθεί. Εκκλησίες, τζαμιά και σχολεία ήταν γεμάτα από ανθρώπους, ζώα, κουρελούδες και εικονίσματα.
—Άλλο να σας το περιγράφω και άλλο να το βλέπετε, συμπλήρωσε.
Ο Ευγένιος είχε συστήσει στις γυναίκες του σπιτιού να μην κατέβουν στο λιμάνι, ούτε στην πλατεία. Να αποφεύγουν τους πίσω δρόμους και τις συνοικίες.
—Άγρια πράγματα, μονολογούσε. Σαρκοβόρα. Η δυστυχία δύσκολα μπορεί να υπακούσει σε νόμους.
[…] Ανοιχτά στο λιμάνι δέσποζαν ένα εμπορικό πλοίο του Αυστριακού Loyd και ένα μικρότερο τούρκικο. Το όνομα του δεύτερου ήταν γραμμένο στα ελληνικά, Φαναριώτισσα, σε αντίθεση με των υπόλοιπων που ήταν στα τούρκικα. Οι ναύτες του πρώτου παραλάμβαναν από τις μαούνες που το πλεύριζαν αγιορείτικη ξυλεία. Οι άνδρες του δεύτερου παρέδιδαν το υπόλοιπο των προσφύγων.
Στην καπναποθήκη του Κιζί Μινίν, οι πρόσφυγες ήταν κρεμασμένοι από τα παράθυρα. Ορισμένοι είχαν αναρριχηθεί στα τέσσερα στέμματα του στηθαίου.
Οι τρεις όροφοι της αποθήκης των Ιορδάνου ήταν πλημμυρισμένοι. Οι πρόσφυγες είχαν ήδη σχηματίσει τις πολίχνες τους. Κουβέρτες και κουρελούδες κάλυπταν τα μυστικά κάθε οικογένειας από τα αδιάκριτα βλέμματα και προφύλασσαν τα νεαρά κορίτσια και τα αγόρια από τους πεινασμένους για άγουρη σάρκα. Εσοχές των τοίχων και βάσεις δοκαριών δέχονταν τους ανήμπορους και τις αυτοσχέδιες κούνιες των νηπίων. Μυρωδιές σωμάτων, ανέχειας, ιδρώτα και κάτουρου αναμειγνύονταν με το άρωμα του επεξεργασμένου καπνού που ήταν ποτισμένα τα ντουβάρια. Οι αποστεωμένοι κάθε ηλικίας παρέμεναν άγρυπνοι και βουβοί, σαν να μην είχαν ανάγκη από τίποτε. Δεν άπλωναν το χέρι για ζητιανιά.
Οι επισκέπτριες δεν ήξεραν προς τα πού να στρέψουν το βλέμμα. Τι να κοιτάξουν και τι να αποφύγουν. Τα λιγοστά τρόφιμα, ρούχα και σκεπάσματα που είχαν πάρει μαζί τους, ο καβάσης που τις συνόδευε τα ακούμπησε στην αρχή της σκάλας. Τα χέρια του τώρα ήταν άδεια. Όσοι πρόλαβαν να τα μοιραστούν, τους ακολούθησαν με πλήθος ευχαριστιών στα τούρκικα. Η Πλουσία χαμογελούσε αμήχανα, χωρίς να απαντά στη γλώσσα τους. Ούτε να μεταφράζει τις ευχές τους.
Ένας κοντός άντρας, με σκούρα επιδερμίδα και διασταλμένα μάτια, σηκώθηκε από εκεί που ήταν καθισμένος και κατευθύνθηκε προς τον Ιορδάνη. Όρμησε σαν αίλουρος και γαντζώθηκε από το ρούχο του, αιφνιδιάζοντας τους πάντες. Κόλλησε το στόμα στα χείλη του, λες και ζητούσε να τον φιλήσει ή να περάσει την ανάσα του στα σωθικά του άλλου. Βρομούσε. Με βίαιες κινήσεις άρχισε να τον κουνάει μπρος πίσω, παρατεταμένα.
—Πού πήγε η Πολυξένη; ρωτούσε. Πού είναι η Παρθενωπή; ο Παρασκευάς;
Ο Ιορδάνης σαστισμένος δεν ήξερε τι να απαντήσει. Υπέμενε παθητικά τους κλυδωνισμούς, έρμαιο της βίας εκείνου. Ο καβάσης που στεκόταν σε μικρή απόσταση –πανύψηλος, με παχύ μουστάκι, μακριά φουστανέλα, τσαρούχια και φέσι– τινάχτηκε, έτοιμος να παρέμβει. Η Ελένη τον συγκράτησε με μια κίνηση του χεριού της. Η κρίση του άγνωστου δεν είχε, ευτυχώς, διάρκεια. Αφού επανέλαβε, αρκετές φορές, τα ίδια ονόματα, αποτραβήχτηκε. Σύρθηκε μέχρι το σημείο από όπου είχε σηκωθεί και έβαλε το μέτωπο στον τοίχο.
—Τι δουλειά είχαμε εμείς στον Σαγγάριο, τι γυρεύαμε στο Αφιόν Καραχισάρ; αναρωτιόταν μοναχός.
Μην περιμένοντας απάντηση από κανέναν, βάλθηκε να ξύνει με τα νύχια τον τοίχο. Η ηρεμία στο σαλόνι του τρίτου ορόφου είχε επιστρέψει, παραχωρώντας σχετική ευρυχωρία στην καρτερία των προσφύγων• στη βαριά μυρωδιά των πάντων.
Σε μια κόχη, μια νέα γυναίκα είχε βγάλει από την μπλούζα που φορούσε τον έναν της μαστό και θήλαζε το βρέφος της αγκαλιάς της. Εκείνο έσφιγγε με τα χέρια του το βυζί, το ζάρωνε, δάγκωνε τη ρώγα και βύζαινε με βουλιμία.
«Μία γυναίκα, μοναχή, θήλαζε την ελπίδα της με το γάλα της στέρησης», θα περιγράψει η Έλλη στο ημερολόγιό της την εικαστική σύνθεση.
Παραδίπλα, ένα παιδί δώδεκα χρόνων περιποιόταν την άρρωστη μάνα του που ψηνόταν στον πυρετό. Βουτούσε μικρές ψίχες ψωμιού στο νερό και την τάιζε. Όταν την επομένη η Ελένη θα ενδιαφερθεί για την τύχη της, θα πληροφορηθεί πως δεν άντεξε τον πυρετό και την ασιτία και πέθανε. Για το ορφανό δεν θα ρωτήσει τίποτε. Θα συγκρίνει μόνο την ηλικία του με του Κωνσταντίνου της που πέθανε πρώτος, μακαρίζοντας την άγνωστη της Ανατολής που πρόλαβε και έφυγε εκείνη πρώτη.
Κάποιος από το βάθος της αίθουσας φώναξε ένα γέροντα «Ντελή Γιώργη». Τα κεφάλια όλων γύρισαν προς τα κει. Ένας οστεώδης γέροντας, ντυμένος στα μαύρα –κοντογούνι, πουτούρι και σαρίκι– ορμήνευε για κάτι τις δύο θυγατέρες και το γιο του.
Η Έλλη άπλωσε το χέρι να χαϊδέψει το κουρεμένο κεφάλι του αγοριού.
—Από πού έρχεσαι; δεν βρήκε τι άλλο να ρωτήσει.
Δεν πήρε απάντηση.
—Πώς σε λένε; χαμήλωσε να φτάσει στο ύψος του μικρού που δάγκωνε πεισματικά τα χείλη του.
—Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις; εξάντλησε τις προσπάθειες επικοινωνίας.
—Ιωακείμ, απάντησε στη δεύτερη ερώτηση ο μικρός, σφίγγοντας τις γροθιές του.
Η Έλλη τραβήχτηκε. Ξανάβαλε στην τσέπη το νόμισμα που επιχείρησε να του δώσει. Η Πλουσία, μέσα από την υγρασία των ματιών της, διέκρινε ένα όμορφο κορίτσι που στεκόταν αμήχανο στη μέση της σάλας. Έδειχνε τρομαγμένο, μην ξέροντας πού να ακουμπήσει. Προσπάθησε να αποσπάσει το βλέμμα της. Εκείνη τραβήχτηκε φοβισμένη. Δεν άντεχε άλλη ταπείνωση και δίπλωσε στα δύο. Η Πλουσία ερμήνευσε την αδυναμία της με κίνηση υποταγής και ντράπηκε. Προφύλαξε με τα χέρια την κοιλιά της και στράφηκε να φύγει. Η Ελένη την κράτησε.
—Έχει δικαίωμα στη δυστυχία, υπερασπίστηκε τη στάση της νέας. Αναλογίσου τον πόνο και το φόβο που της επιβλήθηκε. Την αταξία και το χάος που την περιβάλλει.
Μιλούσε ψιθυριστά, παρότι δεν γνώριζε αν η άγνωστη ήταν σε θέση να την καταλάβει ή όχι.
Με τη βοήθεια της Έλλης σήκωσαν τη νέα και τη στήριξαν. Δεν υπήρχε κανένας συγγενής μαζί της, ήταν μόνη και κρύωνε. Ο Σεπτέμβριος ήταν ζεστός, ιδιαίτερα στον τρίτο όροφο της πλημμυρισμένης από σώματα αποθήκης, αλλά εκείνη κρύωνε.
[…] Στην αποχώρησή τους πέρασαν πίσω από το κτίριο για να μικρύνουν το δρόμο. Έξω από τα κοινά αποχωρητήρια των εργατών είχε σχηματισθεί μια ατέλειωτη σειρά από άνδρες και γυναίκες. Η αναμονή φάνταζε οδυνηρή και ταυτοχρόνως τραγική. Τα παιδιά ανακουφίζονταν πίσω από τους πάγκους και τα τραπέζια του μεσημβρινού γεύματος. Τα πάντα βρομούσαν από τα εκτεθειμένα περιττώματα.
Η Ελένη έβγαλε από την τσάντα της ένα λευκό μαντίλι και με το πρόσχημα ότι σκουπίζει τη μύτη της, έκλεισε τις δύο διόδους και το στόμα της.
—Οι Τούρκοι έφυγαν αποδώ με τις λίρες και όλα τα καλά τους, αγανάκτησε, αθροίζοντας αναδρομικά τις εντυπώσεις της ημέρας.
Στο δρόμο ρώτησαν να μάθουν το όνομα και τον τόπο καταγωγής της ξένης.
Μόλις έφθασαν στο σπίτι η Ιουλία έπεσε λιπόθυμη.
Αξιώτης Διαμαντής, Πλωτές Γυναίκες, Αθήνα, Κέδρος 2002, σ. 113-118.
Θ΄ [Πρόσφυγες]...
Φτάσαμε σ’ αυτήν την ακτή
κολυμπώντας ακρωτηριασμένοι στα πλοία που φεύγανε
ναυάγια και ξύλα.Γαντζωθήκαμε στα βράχια σαν τις πεταλίδες
τα παιδιά μας μεγάλωσαν κοιτώντας τ’ άδικο
να μοιράσουν πάσχισαν δίκαια τα βράχια
τους σκότωσαν.Τώρα συνεχίζουμε το ρίζωμα σαν τον κοχλία
με σαράντα πυρετό ξενοπλένουμε
στ’ αλίπαστα στοιβάζουμε το σάπιο αίμα
στα καπνομάγαζα.Έτσι προσπαθούμε να περισώσουμε τους δικούς μας
κι ό,τι άλλο μας έχει απομείνει.Το Σπίτι...
Ανεβαίνω πέτρινα σκαλοπάτια. Βατόμουρα στραγγαλίζουν
κρίνα. Δεκαοχτούρες μετράνε την ανατολή κι ένας αγέρας
έρχεται απ’ τα πεύκα. Βαθυπράσινο μυστικό στόμα.Δαγκώνει το κλειδί στην πόρτα. Επιθύριο χεράκι τρυφερής
ηλικίας ανοίγει βλέφαρα μιας άλλης εποχής. Είναι όλοι εκεί
συγκεντρωμένοι. Ποντιακά, Τούρκικα, Ελληνικά, Αρμένικα
σε στόματα ξεχασμένα. Πιο μέσα σηκώνεται ο πατέρας
σκουπίζει τα μουστάκια με φιλάει κι η μάνα κλαίγοντας
αγκαλιά με οδηγεί και στρώνει το τραπέζι. Κάθεται, μιλάει
για το σπιτικό.Χρόνια μέσα στα χρόνια όνειρα ξεφλουδίζονται σα φίδια.
Ανοίγει το κλειδωμένο σπίτι. Φευγάτη η σκεπή πεσμένοι οι τοίχοι χάσκουν. Χάσκουν και πάνω από τις πέτρες το λιμάνι η θάλασσα πέρα η Θάσος πιο μακριά το Όρος. Φεύγουν τα σύννεφα σαν καπνός από χορτάρι κι η θάλασσα καλειδοσκόπιο καθώς ψαρόβαρκες γυρίζουν, λαχανιάζουν οι μηχανές σκούζουν οι γλάροι. Νύχτες του έρωτα σύννεφα παρταλιασμένα.
Καταποντίζομαι στα χρόνια που ξεφλουδίζονται σα φίδια.
Ο εκσκαφέας ο φορτωτής γεμίζουν τα ανατρεπόμενα με πέτρες
χώματα σανίδια φορέματα. Ξεριζώνουν τα δέντρα.
Πεύκα συκιές ροδακινιές μηλιές κυδωνιές καρυδιά. Ο κήπος
που χέρια στοργικά διαμόρφωσαν. Σιδερένια νύχια
εξαφανίζουν τον ουρανό.Τώρα οικόπεδο 250 τετραγωνικά. Άλλοι άνθρωποι θα χτίσουν
τα σπίτια τους.Κατεβαίνω για τη θάλασσα και περπατώ στα κύματα.
Κρατώ επιθύριο χεράκι. Δεν έχει φωνή.
Κανένα δεν μπορεί να ξυπνήσει.Ελεύθερος φεύγω.
Μάρκογλου Πρόδρομος, «Το σπίτι», Έσχατη Υπόσχεση. Ποιήματα 1958-1992, Αθήνα, Νεφέλη 1996, σ. 145-146
Μανία Πόλεως...
Δε γεννήθηκα σε αρχοντικό της συνοικίας του Αϊ-Γιάννη, ούτε σε κάποιο που μετακομίσαμε μετέπειτα της Δεξαμενής. Οι γηγενείς δε μας καταδέχονταν, μας θεωρούσαν πρόσφυγες από τη Μυτιλήνη, κι εμείς, για να τους πάμε κόντρα, εκθειάζαμε το νησί μας, τους άρχοντες καραβοκύρηδες, τους νοικοκυραίους λαδέμπορους, που ήξεραν να γλεντάν και έφτιαχναν τσίπουρα και ούζα, μεζέδες ανατολίτικους. Βέβαια όλα αυτά ήταν υπερβολικά, αλλά θέλαμε να παραστήσουμε τους σπουδαίους, να υπερηφανευτούμε. Στη Μυτιλήνη δε μας έλειπε η τροφή, αλλά αυξηθήκαμε, γεννοβολούσαμε, ήμασταν καλά βολεμένοι. Αυτό ήταν και το αδύνατο σημείο μας. Εξαιτίας του υπερπληθυσμού μας γίναμε πρόσφυγες.
Και να πώς: το 1928 στην Καβάλα είχαν προστεθεί είκοσι χιλιάδες πρόσφυγες στον πληθυσμό της πόλης και στοιβάχτηκαν οι περισσότεροι στη συνοικία της Παναγίας, σε ανταλλάξιμα σπίτια των Τούρκων. Σε κάθε στενάχωρο σπιτάκι εγκαταστάθηκαν τρεις και, πολλές φορές, τέσσερις οικογένειες προσφύγων. Αποτέλεσμα ήταν να πνιγεί η περιοχή στα λύματα, στις ακαθαρσίες, και σε ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς, χωρίς τρεχούμενο νερό και αποχέτευση. Δύσκολα χρόνια. Τα ποντίκια θέριεψαν, αποθρασύνθηκαν, έμπαιναν στα σπίτια και ενώ κοιμόνταν οι άνθρωποι ροκάνιζαν τα πιο μαλακά μέλη τους, το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού, τη μύτη, την απόληξη των αυτιών, γλυκά και, μάλιστα, χωρίς να το παίρνουν είδηση. Έγιναν ο εφιάλτης του κόσμου, θέριζαν οι μολυσματικές ασθένειες.
Ο τότε δήμαρχος της Καβάλας κατάλαβε πως, επειδή δεν υπήρχαμε στην πόλη σε μεγάλους πληθυσμούς, το πρόβλημα της υγείας διογκωνόταν. Γι’ αυτό επέμεινε να έρθουμε, επειδή έμαθε πως στη Μυτιλήνη περισσεύαμε. Όταν τα συνεργεία του μας εγκλώβισαν, έπεσε κλάμα και οδυρμός στις ρούγες. Χωρίζονταν οικογένειες, οι ηλικιωμένοι παρακαλούσαν «αφήστε μας να τελειώσουμε ειρηνικά τις μέρες μας εδώ, μη μας τραβολογάτε», οι γονείς παρακαλούσαν «πάρτε και τα παιδιά μας, μη μας χωρίζετε», οι γυναίκες έκλαιγαν που άφηναν έτοιμα σπιτικά, στρωμένα και ξενιτεύονταν στο άγνωστο, οι γριές μοιρολογούσαν. Αυτοί ήταν ανένδοτοι. Μας πέταξαν στα αμπάρια του φορτηγού πλοίου χωρίς έλεος. Υποφέραμε στο ταξίδι, ζάλη κι εμετός στην ημερήσια διάταξη, έκλαιγαν τα μικρά, άσε την πείνα και το κρύο, δε μας άφησαν να πάρουμε το παραμικρό σαν τους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, το ίδιο και χειρότερα.
Στην Καβάλα μάς άδειασαν σε μια μαούνα που μύριζε καπνό, γιατί μετέφερε τα δέματα στα μεγάλα φορτηγά που έδεναν αρόδο — η πόλη δεν είχε ακόμη λιμάνι. Μας μάντρωσαν σε κλούβες και με αραμπάδες μας ανέβασαν στη συνοικία της Παναγίας, όπου μας απελευθέρωσαν. Δυσκολευτήκαμε να βρούμε κρυψώνες, παντού παστωμένοι, κάτισχνοι και απελπισμένοι πρόσφυγες, που ωστόσο μας καλοδέχτηκαν σαν σωτήρες.
Οι πρόγονοί μου χτύπησαν υπερωρίες για να καθαρίσουν τη συνοικία, θυσιάστηκαν γενιές ολόκληρες, πού να σκεφτούν τη λούφα και το καθισιό. Δούλεψαν με την ψυχή τους, δεν πρόλαβαν να ξεκουραστούν, κάποιοι θυσιάστηκαν στο κυνήγι του εχθρού.
Χάρη σ’ αυτούς μπορώ να τεντώνω σήμερα το λεοπαρδαλί κορμί μου, τα ζεστά απογεύματα του καλοκαιριού, και να μην κυνηγώ πια ποντίκια. Μ’ αρέσει το χουζούρι, το αραλίκι, αρκούμαι στα ψαροκέφαλα από τις ταβέρνες της συνοικίας, αλλά και σε ό,τι μου τρατάρουν οι γιαγιάδες της Παναγίας, που έμαθαν να μας αγαπούν, γιατί σώσαμε κάποτε την πόλη και τους κατοίκους από τα ποντίκια και τις αρρώστιες τους.
Ύστερα από τον ερχομό ...
Και κείνη την περίοδο δούλευα στα σπίτια που χτίζονταν για τους πρόσφυγες της Ανατολής. Πρέπει να ήταν λίγο έπειτ’ απ’ τον ερχομό μας στην Ελλάδα. Δουλειές δεν είχε, σκολειό δε μπορούσα να πάγω κι ο δρόμος που μ’ έμεινε να πάρω ήταν κατά τα έξω της πολιτείας. Εκεί χτίζονταν τα σπίτια.
Ανατολικά τα σπίτια είχαν τελειώσει και πολλές οικογένειες, απ’ αυτές που πρώτες - πρώτες φτάσανε στη Μακεδονία, αποκαταστάθηκαν. Ήταν μεγάλη ελπίδα η αποκατάσταση που γένηκε κι οι καρδιές φτερούγισαν. Οι νεοφερμένοι άρχισαν να σηκώνουν τα κεφάλια και μια μικρή λάμψη γέμισε τα μάτια.
Όμως ακόμα ήμασταν στην αρχή.
Δεν είχανε καλά - καλά τελειώσει οι ανατολικοί συνοικισμοί σαν άρχισε η δουλειά για τους άλλους. Δυτικά τώρα ξάπλωνε η πολιτεία, γεμίζανε οι ερημοτοπιές. Τρεις συνοικισμοί θα γίνονταν και σ’ όλη τη φαρδιά κι έρημη πλαγιά, ένας ανασκαμμός της γης κι ένα ατελείωτο σούρτα - φέρτα, που ποτέ δεν ξανάδε η απερπάτητη γη, κυριαρχούσε.
Αμέτρητα πρόσωπα πηγαινοέρχονταν, μετρούσαν κάρα, κουβαλούσαν υλικά, φκιάχνονταν στέρνες και φουρνέλα, φωλιές - φωλιές φουρνέλα, αντηχούσαν σ’ όλο τον τόπο.
Τα σπίτια θα γίνονταν, έπρεπε να τελειώσουνε το γρηγορότερο, νάμπει μέσα ο κόσμος που κείτονταν μες στους δρόμους. Σχολεία, αποθήκες, εκκλησίες, χρειάζονταν.
Και με τη βιασύνη αυτή μαζεύτηκε πολύς κόσμος στα σπίτια. Ήρθαν να δουλέψουν τεχνίτες παλιοί, π’ ανέβασαν γκιαβγκίργια στην Πόλη και το Βόσπορο, με πείρα, μα και μισογινωμένοι. Χοντροτεχνίτες που ξέραν ν’ ανεβάσουν χαμηλά ντουβάρια, με λάσπη ή ξερολιθιά, να ρίξουν στέγες από πλάκες και δοκάρια, να στρώσουν πατώματα από φαρδιές τάβλες, μα πέρα από κει τίποτα.
Και οι βιαστικές οικοδομές των συνοικισμών δε θέλαν τίποτα παραπάνω.
Είχε μεγάλο περιθώριο για πολλά χέρια, δεύτερα και τρίτα.
Και δεν ήμουνα μονάχα εγώ που πιάστηκα και μάθαινα. Πρωτόμπαιναν κι άλλοι που δεν είχαν ψωμί και λαχταρούσαν για δουλειά, γεωργοί στις παλιές πατρίδες και ναυτικοί και σερβιτόροι και πραματευτάδες ακόμα. Η ξαφνική μετανάστευση τους ανάγκαζε όλους ν’ ανασκουμπώνουνται και να συνηθίζουν σε καινούργιες δουλειές.
Το μεροκάματό μας δεν ήταν καλό, μα μας αποζημίωνε που μαζί μαθαίναμε και μια τέχνη. Μας ζέσταινε την καρδιά που θα είχαμε δουλειά δυο ολόκληρα χρόνια, τόσο λέγαν να βαστάξουν οι συνοικισμοί. Μας ζέσταινε που τ’ ανθρώπινα χέρια όλο ζητιούνταν.
Μα και κάτι άλλο. Όσοι δουλεύαμε στα σπίτια είμασταν νεοφερμένοι. Όλοι σχεδόν οι δεύτεροι τεχνίτες ήταν εσωτερικοί, απ’ τη Μακεδονία και μεις οι άλλοι από πιο μακριά. Και παλιοί και καινούργιοι, πάνω στη δουλειά, γνωριζόμασταν.
Δεν είναι παράξενο να το θυμηθούμε. Όλοι ρωμιοί κι ήμασταν τόσο διαφορετικοί. Αλλιώς μιλούσαμε, αλλιώς ντυνόμασταν, αλλιώς τρώγαμε. Το συζητούσαμε. Πώς γίνεται σε μια τόσο μικρή απόσταση η μια πατρίδα απ’ την άλλη κι οι άνθρωποι, εμείς οι ρωμιοί, νά 'χουμε ένα καθημερινό τρόπο τόσο διαφορετικό!
Οι μαστόροι απ’ την Ανατολή, στα φράγκικα ντυμένοι, σακάκι, παντελόνι, γιλέκο, μπαίνανε τα μεσημέρια στο μαγέρικο των σπιτιών, στην παράγκα και τρώγαν ασυλλόγιστα. Χωρίς να λογαριάζουν την ξόδεψη. Πίναν του σκασμού, χαχάνιζαν, κουβέντιαζαν κι όταν χορτασμένοι ξανάβγαιναν, ήταν μες στη διάθεση. Μιλόυσαν για γυναίκες, για πιοτό, το χασάπικο, τη λατέρνα. Κάπνιζαν αβέρτα και τράταιρναν έτοιμο τσιγάρο. Οι άλλοι, απ’ τη Μακεδονία, πάντα συλλογισμένοι. Με τις φορεσιές του τόπου τους, από ύφασμα χοντρό, τσόχινο, φαμένο τις πιο πολλές φορές απ’ τους ίδιους, τρώγανε έξω απ’ την παράγκα, φτηνά, με ψωμί που τους το 'στελναν απ’ τα χωριά τους και τύλιζαν τσιγάρο. Σπάνια να περάσουνε μες στην παράγκα και να πιούνε κρασί.
Μπροστά τους σα να στέκονταν ο χειμώνας, το παρακάτω.
Όμως αυτοί οι τελευταίοι είχαν άλλα και σαν ανοίγανε το στόμα, τα συννεφιασμένα πρόσωπά τους, παίρνανε μια παράξενη ζωηράδα. Όχι τ’ ανέμελου ανθρώπου μα τ’ άλλου, που πολύ στοχάζεται.
Κουβέντιαζαν για τη γη και τα καπνά της Μακεδονίας, την προετοιμασία και το εμπόριό τους έξυπνα και κοφτά. Σαν παλιοί ειδικοί, που από χρόνια ήταν γερμένοι σ’ αυτήν τη δουλειά.
Ξέρανε το δρόμο που παίρνει ο καπνός απ’ το χωράφι και κατόπι που μπαίνει στις αποθήκες της Καβάλας κι από κει στο ξένο πλεούμενο, ως τη φάμπρικα του Αμβούργου και γίνεται τσιγάρο. Μιλούσαν με νούμερα, χρήματα, ώρες δουλειάς και πολλά άλλα, που στους ξενιτεμένους μαστόρους και τους βοηθούς τους, θύμιζαν τους σαράφηδες της Πόλης και της Πάνορμος. «Μονάχα οι Εβραίοι έτσι λογάριαζαν»!
Τους άκουαν μ’ ανοιχτό στόμα και δεν ήταν μπορετό να καταλάβουν πώς οι άπλυτοι κι ανάλαγοι αυτοί εσωτερικοί, που δεν ξέρανε να μπήξουν σωστά μια καρφοβελόνα. ξέρανε τόσα και τα ξέταζαν τόσο βαθιά.
Με τον καιρό βρήκα μια εξήγηση. Καθώς όλοι αυτοί, οι δεύτεροι τεχνίτες, απ’ τα μέσα της Μακεδονίας, δεν είχαν όλον τον καιρό δουλειά, και δεν ικανοποιούνταν απ’ την οικοδομική, το επάγγελμα, το ρίχναν και στη γη. Να οικονομηθούν και να συμπληρώσουν από κει το ψωμί τους. Γίνονταν καπνοπαραγωγοί ή τραβούσαν στα καπνεργοστάσια, να δουλέψουν σαν καπνοδουλευτάδες.
Η σπουδή τους λοιπόν, είχε αυτού τη ρίζα, στον καθημερινό αγώνα.
Έτσι εκεί οι ντόπιοι δίδασκαν και οι καινούργιοι άκουγαν. Τις πολλές φορές δεν τους άκουγαν. Το ντέρτι τους ανέβαινε στην επιφάνεια και η νοσταλγία, για τον κόσμο των πατέρων που χάθηκε, γινόταν τραγούδι.
Ένα τραγούδι της Ανατολής, συρτό, αμανές, που γέμιζε λυπητεράδα όλη την άδεντρη κατωφεριά που δουλεύαμε. Και δεν ήταν σπάνιο τεχνίτες πρώτοι, πνιγμένοι στις θύμησες να παρατούν τη δουλειά και να δένουν δυο και τρεις μέρες στην παράγκα – καπηλειό των σπιτιών!
Μέσα από τέτοια γνωρίσματα οι δουλευτάδες σμίγανε. Και το σμίξιμο δε γινόταν μόνο τα μεσημέρια στη διακοπή, μα κι ύστερα απ’ τη δουλειά. Τα βράδια. Όταν τα μάζευαν και παίρνανε το δρόμο για την καπνούπολη, την Καβάλα, ή μέσα στα μισοτελειωμένα σπίτια, που πολλοί τα είχανε και στέγη τους.
Ένα πρωί, Ιούνης μήνας, μια-δυο ώρες ύστερα απ’ τη στιγμή που πιάσαμε δουλειά, ένας χτίστης απ’ την Τένεδο – κορμί ντροπαλό και στενόμακρο – θωρώντας αντίκρυ, τη Θάσο, να πλέει μεσ’ στο ήσυχο πέλαγο, μας ξεσήκωσε:
— Κοιτάτε την, φώναξε. Είναι σαν ξέτσιδη κοπέλα που ρίχτηκε στο νερό και φεύγει μπρούμυτα. Με τα τιναχτά πισινά της απ’ όξω. Σα να πηγαίνει για την πατρίδα!
Γυρίσαμε και στην αρχή, κοιτάζοντας απρόσεκτα, γελάσαμε. Μα γρήγορα συμμαζευτήκαμε. Στα πρόσωπα έσβησε το χάχανο καθώς αντιληφθήκαμε πως ο τεχνίτης είχε δέσει τ’ αντικρινό νησί με την πατρίδα του.
Κι η Τένεδο, συλλογιστήκαμε, είναι μπροστά στα Στενά, στον Ελλήσποντο, κι εδώ, στα σπίτια, δουλεύουνε πολλοί απ’ τη Μάδυτο και την Κριθιά, τεχνίτες χτίστες και μαραγκοί.
Το γλυκό φως του πρωινού, με τον ήλιο λίγο ψηλά και πίσω, η αλήθεια, στρογγύλευε το κορμί του νησιού, τη στεργιά του και το 'δειχνε σαν κορμί γυναίκειο, μιας κοπέλας ώριμης, που μόλις ρίχτηκε στη θάλασσα και ταξίδευε. Μα με το δεύτερο κοίταγμα δεν ήταν το ίδιο.
Ο Τενέδιος ονειροφανταζόταν, ταξίδευε, έμνησκε μονάχα με τ’ όμορφο που είπε!
Μυστήρια, αλήθεια, πράγματα για όλους μας, τους πρόσφυγες και τους εσωτερικούς, αυτά που είπε ο Τενέδιος. Τόσον καιρό εδώ κι έτσι να μη γυρίσει ο νους και να μη σοφιστεί κανένας μας! Το νησί να μοιάζει με μια πεσμένη στη θάλασσα κοπέλα, που δεν έρχεται κατά μας, κατά την Καβάλα, μιαν απόσταση δέκα μίλια, παρά να ξανοίγει κατά την Τένεδο, σ’ ένα πέλαγο άπιαστο!
Το νησί για μας τους άλλους, που δουλεύαμε στα σπίτια, ήταν μονάχα νησί. Βλέπαμε τα βουνά και τις ακρογιαλιές του και τ’ απόγευμα που ο ήλιος το τύλιζε μες στη λαμπράδα του και το διπλοφώτιζε, το ξεχωρίζαμε ως τ’ ακρόποδά του.
Δείχναμε, με το ηλιοβασίλεμα, τους πευκώνες του, τις βαθιές λαγκαδιές του, τα νερά και τα λιβάδια του, όλη τη βορεινή γραμμή του, σα να δείχναμε εδώ σιμά στα πόδια μας. Ξεχωρίζαμε τα μοναχικά σπιτάκια και τις ερημοτοπιές του, τα δέντρα στην ακροθαλασσιά, μισά στη στεργιά και μισά στη θάλασσα.
Τόσο τ’ απογευματινό ηλιοφώς μίκραινε την απόσταση και μας το 'φερνε κοντά μας!
Και μερικοί που είχανε κάμει στο σκολειό κουβέντιαζαν τα μεσημέρια για τους Θεούς του. Γιατί το νησί στα παλιά χρόνια είχε τους δικούς του Θεούς!
Πολλές φορές αυτήν την ώρα οι δουλευτάδες, πάνω στις σκαλωσιές κι από κάτω, κόβανε τη δουλειά και δείχναν αντίκρυ, το πανόραμα.
— Κοιτάτε! λέγαν.
Άνοιγαν τα κουτιά και παίρναν τσιγάρο ή τις ταμπακέρες τους και τύλιζαν. Σήκωναν τα κεφάλια κι αλάργευαν. Περνούσαν παν’ απ’ το νησί και φεύγαν. Πίσω βρίσκονταν οι χαμένες πατρίδες!
Ο στενόμακρος Τενέδιος αλληθώριζε κι ένας γέρος απ’ την Καισάρεια, κουβαλητής, έβγαζε το καλπάκι του, σα να πει προσευχή. Μέσα κει φύλαγε το μαντήλι του. Και μόνο γι’ αυτήν την ώρα το φύλαγε.
Στην Ανατολή είχανε μείνει οι δικοί του, η γυναίκα και τα τρία κορίτσια, «πού να πλανιούνται τώρα, έλεγε τούρκικα, οι θυγατέρες μου!». Τη γριά δεν τη λογάριαζε, ήταν σίγουρος γι’ αυτήν πως χάθηκε, πως τη σφάξανε.
Μοιρολογούσε μονάχα για τα κορίτσια! Αυτά ζούσαν.
Μπορεί και να μην έγιναν έτσι, όπως τα έλεγε. Οι δικοί του να πέρασαν στην Ελλάδα και τώρα από μέρος ελληνικό να τον αναζητούσαν!
Όμως ο γέρος μόλις βράδιαζε πάντα έβγαζε το καλπάκι και το μαντήλι του!
Η λιγόστιγμη διακοπή έπιανε όλο σχεδόν το μέρος της κομπανίας μας, πού και πού ακουγόταν κανένα σφυρί, να πέφτει πάνω στην πέτρα.
Κι οι ντόπιοι, οι εσωτερικοί, το καταλάβαιναν και περίμεναν.
Μόλις ο ήλιος σηκώνονταν απ’ αντίκρυ, άκουγα τη φωνή:
— Κυριάκο, νερό!
Και γω που ταξίδευα μαζί τους, στα Στενά, στον αφημένο κει πατέρα μου, με τη φωνή ξυπνούσα και τιναχτός τους πήγαινα τον τενεκέ να ξεδιψάσουν!
Η κλήση για το νερό ήταν το σημάδι πως είχανε ξαναγυρίσει. Πως η δουλειά ξανάπαιρνε τον κανονικό ρυθμό της!
Σίγουρα ο χτίστης απ’ την Τένεδο, μες στη λαχτάρα του για την πατρίδα, είχε παρομοιάσει τη Θάσο με γυναίκα!
Μα κι ώρες άλλες, οι άνθρωποι των σπιτιών κόβαν ή λιγόστευαν το ρυθμό της δουλειάς και παράξενα βυθίζονταν αντίκρυ. Και κουβέντιαζαν. Αυτή την άλλη ώρα, δε μπάιναν στη μέση οι χαμένες πατρίδες, μα η καινούργια ζωή.
Δεν το χωρούσε το μυαλό τους, σε μιαν απόσταση τόσο μικρή απ’ τη γυμνή πλαγιά που δουλεύαμε, δέκα όλα-όλα μίλια, όσο ήταν η Θάσο απ’ την πολιτεία, να 'χει τέτοια ευλογία εκεί, στη Θάσο, νερά, δέντρα, ίσκιους, λαγκαδιές! Κι εδώ να 'ναι έτσι ερημιά, χωρίς νερό και δέντρο. Να μην ακούγεται φωνή πουλιού.
Το βουνό να μην έχει μια βρυσούλα. Ν’ ανεβάζουν το νερό απ’ τα χαμηλά, τα ισιώματα κοντά στη θάλασσα, με βενζινομηχανές. Και πότε, το νερό, να 'ρχεται γλυκό, μα τις πιότερες φορές άρρωστο. Να φτάνει γλυφό κι αρμυρό, σκέτη θάλασσα!
Την ίδια μέρα με το ταξίδι του Τενέδιου πάλι αναστατώθηκαν. Ήθελε μιαν ώρα να γίνει μεσημέρι, όταν ξαφνικά ακούσανε να χτυπά το καμπανάκι. Κοίταξαν τα ρολόγια.
Πάιντος, μιαν ώρα νωρίτερα.
— Γιατί; φώναξαν.
— Νερό δεν ανεβαίνει, τους αποκρίθηκαν.
Στα χαμηλά πηγάδια δε μάζευαν γλυκό νερό, οι μηχανές τραβούσαν θάλασσα. Και με θάλασσα, το ξέρανε, λάσπη δε γίνονταν. Με την πρώτη υγρασία, θα ξερνούσαν.
Με το νερό που έπαψε ν’ ανεβαίνει ήρτε ξανά στη μέση τ’ αντικρινό νησί. Το πώς γίνεται η γη που κτίζουνε να 'ναι χωρίς νερό. Μια πολιτεία να υδρεύεται από μακριά, με τα γαϊδουράκια. Κι αντίκρυ, το νερό, να μονολογεί όλη τη μέρα και να κυλά αδιαφόρετα στη θάλασσα!
Τέτοιες ανακατεμένες ώρες καθησύχαζε τις καρδιές τους και τους έδινε κουράγιο και τις έδειχνε ένα δρόμο ο πρώτος μάστορας, ο επικεφαλής της κομπανίας μας. Ο Μαστρονικήτας.
Μεσ’ στη σύναξή μας ο μάστορας αυτός, σ’ όλα είχε κάτι να τους πει, θηλυκό πάντα, βγαλμένο απ’ το φως της μέρας.
Τους είπε:
— Εδώ σ’ αυτό το μέρος που είμαστε ο άνθρωπος δεν έμεινε ήσυχος. Δεν τον άφησαν ν’ ανοίξει μάτι. Πόλεμοι και διωγμοί και πείνα. Κάθε δέκα-δώδεκα χρόνια όλα απ΄την αρχή. Όσοι είσαστε από δω τα ζήσατε, τα ξέρετε. Εμείς που ήρθαμε εδώ απ’ την Ανατολή, τα διαβάζαμε στα φύλλα. Είναι η Μακεδονία π’ ακούγαμε. Γι’ αυτό δε βρίσκεις δέντρο, δεν έχει νερό! Μη λοιπόν παραξενεύεστε. Όμως από δω και πέρα το ελπίζω.
— Τι ελπίζεις; τον ρωτήσανε πολλοί.
—Λέγω πως οι άνθρωποι που θα μείνουνε στα σπίτια που χτίζουμε, θα φέρουνε και τα δέντρα και το νερό. Θα γίνει, μια μέρα το μέρος όπως αντίκρυ.
Είμασταν μαζεμένοι, σαν τόσες άλλες φορές όταν γινόταν διακοπή νερού, πίσω απ’ τη σκιερή μεριά της ξυλοπαράγκας που αποθηκεύαμε τα υλικά και το διπλανό μισοσηκωμένο σπίτι.
Ανάμεσό τους ανέβαινε πολύ θαλασσινό αεράκι και μας δρόσιζε.
Η παρέα άκουσε με προσοχή τα λόγια του Μαστρονικήτα και τώρα σιωπούσε. Όλοι σκέφτονταν. Όσο που ένας μας, παλιός κι αυτός χτίστης, γέννημα της τέχνης, που δούλευε αντικριστά στο ντουβάρι με το Μαστρονικήτα, μίλησε.
Δεν είχε την ίδια γνώμη με το μάστορα και το είπε:
— Θα τα κάμουνε όλα αυτά που λες, ως την ώρα που θα νομίσουν ότι στήνουν αληθινή, παντοτινή ζωή. Της πατρίδας. Ότι ρίζωσαν. Όμως πολύ το φοβούμαι, ότι οι πόλεμοι και η πείνα δε θα σταματήσουν. Θα διαβούν και το κατώφλι των καινούργιων σπιτιών. Μην ξεχνάς πως είναι δεύτερη φορά, μέσα σε δέκα χρόνια, που γινόμαστε πρόσφυγες! Κι από δω θα φύγουμε!
Τα τελευταία λόγια τους πάγωσαν όλους. Ένα σύγκρυο διάβηκε τα κορμιά τους. Ο διωγμός που δεν είχε ξεχαστεί φάνηκε ξανά μπροστά τους. Ο Μαστρονικήτας τα 'χασε, μα γρήγορα συνήρθε.
— Όχι, φώναξε, όχι. Δεν είναι τέτοια η ζωή. Κανένας μας βέβαια δεν ξέρει το αύριο. Τι θα γίνει. Και το ξέρω από δικού μου. Κι αυτό θα σε πω, για να δεις, ότι δεν έχεις δίκιο. Γύρισε καλά στο μάστορα και συνέχισε.
— Άκουσε. Είχα φτάσει το δεκαοχτώ στην Πόλη, φευγάτος απ’ τους δρόμους της Ανατολής. Από κει που σπάζαμε χαλίκι, που ζούσαμε με λίγη κουραμάνα και λίγο νερό. Ε, πίστεψέ με ούτε το είχα βάλει στο νου μου πως θα γλίτωνα. Πως μια μέρα θα γύριζα ζωντανός. Όχι μόνο γύρισα ζωντανός, τα κατάφερα και το 'σκασα, αλλά πήγα κι ως τη Γαλλία, κι από κει στην Αμερική. Βέβαια, ξαναγύρισα στην Ελλάδα. Αυτό είναι όλο. Εγώ λοιπόν είμαι το παράδειγμα. Όλα θα πάνε καλά, θα στερεώσουμε…
Μετάβαση στο σημείο: Η Καβάλα των προσφύγων