Παρίσι
Παρίσι
Συγκρότηση ενότητας: Ελένη ΠετρίδουΠεριπλάνηση στα βουλεβάρτα Παρισινά βουλεβάρτα
Η ενότητα αυτή έχει ως στόχο να παρουσιάσει τις παρισινές οδούς που είναι γνωστές με το όνομα «βουλεβάρτα» μέσα από λογοτεχνικά κείμενα, εικόνες και οπτικοακουστικό υλικό, προκειμένου να αναδειχτούν ως ιδανικοί τόποι ελεύθερης περιπλάνησης και προνομιακό πεδίο του ανέμελου περιπατητή. Για το λόγο αυτό συμπεριλήφθηκαν κείμενα, από διαφορετικές περιόδους και με διαφορετικές ιδεολογικές ορίζουσες, που όμως συναντώνται σε ένα σημείο: αναδεικνύουν τον παρισινό δρόμο ως ιδιαίτερο κόσμο και επικεντρώνονται στη ζωή των ανθρώπων που τον περιδιαβαίνουν.
Σε μια περαστική...
Η οδός πολύβουη ούρλιαζε ολόγυρά μου.
Ψηλή, λεπτή, με πένθος βαρύ, πόνε αρχοντικέ.
Μια γυναίκα διάβηκε, μ’ εντυπωσιακό χέρι
Σηκώνοντας, αιωρώντας τ’ ανθόπλεγμα και το στρίφωμα∙Ευλύγιστη κι ευγενική, με πόδι αγαλμάτινο.
Εγώ, έπινα συσπασμένος σαν παράλογος,
Μες στο βλέμμα της, ξάστερος ουρανός όπου φυτρώνει η λαίλαπα,
Με τη γλύκα που μαγεύει και την ηδονή που σκοτώνει.Μια λάμψη… έπειτα η νύχτα! –Εφήμερη ομορφιά
Που το βλέμμα της ξαφνικά μ’ έκανε να ξαναγεννηθώ,
Δε θα σε ξαναδώ παρά στην αιωνιότητα πια!Αλλού, πολύ μακριά απ’ εδώ! πολύ αργά! ίσως ποτέ!
Γιατί αγνοώ για πού φεύγεις, δεν ξέρεις που πηγαίνω,
Ω εσύ, που μπορούσα ν’ αγαπήσω, ω εσύ που το γνώριζες!Μπουβάρ και Πεκυσέ...
Όπως έκανε ζέστη τριάντα τρεις βαθμούς, το μπουλεβάρτο Μπουρντόν ήταν απόλυτα έρημο.
Πιο κάτω, το κανάλι Σαιν-Μαρτέν, κλεισμένο απ’ τους δυο υδατοφράκτες, άπλωνε σ’ ευθεία το μελανί νερό του. Στη μέση ήταν ένα πλοιάριο φορτωμένο ξύλα, και στην όχθη δυο σειρές βαρέλια.
Περ’ απ’ το κανάλι, ανάμεσα στα σπίτια που τα χωρίζουν μάντρες, ο πλατύς καθάριος ουρανός τεμαχιζόταν σε λουλακιές πλάκες, και μέσα στην αντηλιά, οι άσπρες προσόψεις, οι πλάκινες στέγες θάμπωναν τα μάτια. Μια ακαθόριστη βουή ανέβαινε μακριά, μέσα στη χλιαρή ατμόσφαιρα∙ κι όλα δείχναν χαυνωμένα απ’ την αργία της Κυριακής και τη θλίψη των καλοκαιρινών ημερών.
Φάνηκαν δυο άνθρωποι.
Ο ένας ερχόταν απ’ τη Βαστίλη, ο άλλος απ’ το Βοτανικό Κήπο. Ο πιο ψηλός, με πάνινο ρούχο, περπατούσε με το καπέλο σπρωγμένο πίσω, το γιλέκο ξεκούμπωτο και τη γραβάτα στο χέρι. Ο πιο κοντός, που το κορμί του χανόταν μέσα σε μια καφετιά ρεδιγκότα, έσκυβε το κεφάλι κάτω από ένα κασκέτο με μυτερό γείσο.
Όταν έφτασαν στη μέση του βουλεβάρτου, κάθισαν, την ίδια στιγμή, στον ίδιο πάγκο.
Για να σφουγγαρίσουν τα μέτωπά τους, έβγαλαν τα καπέλα τους, και τα’ απόθεσαν καθένας πλάι του∙ έτσι ο κοντός αντίκρισε, γραμμένο μες στο καπέλο του διπλανού του: Μπουβάρ∙ ενώ εκείνος ξεχώρισε άνετα, μες στο κασκέτο του ανθρώπου με τη ρεδιγκότα, τ’ όνομα: Πεκυσέ.
- Για δες, είπε, είχαμε την ίδια ιδέα, να γράψουμε μες στα καπέλα μας τ’ όνομά μας.
- Μα ναι, εμένα θα μπορούσαν να μου το πάρουν στο γραφείο μου!
- Το ίδιο κι εμένα∙ είμαι υπάλληλος.
Κοίταξαν τότε ο ένας τον άλλο.
Η αξιαγάπητη όψη του Μπουβάρ έθελξε αμέσως τον Πεκυσέ. Τα γαλαζωπά του μάτια, πάντα μισόκλειστα, χαμογελούσαν μες στο ζωηρόχρωμο πρόσωπό του. Ένα παντελόνι, που σούφρωνε κάτω, πάνω σε καστόρινα παπούτσια, καλούπωνε την κοιλιά του κι έκανε να φουσκώνει το πουκάμισό του στη ζώνη∙ και τα ξανθά μαλλιά του, που σγούρωναν από μόνα τους σ’ ελαφρές μπούκλες, του έδιναν κάτι παιδιάστικο.
Με τ’ ακρόχειλα έβγαζε σαν ένα αδιάκοπο σφύριγμα.
Το σοβαρό ύφος του Πεκυσέ εντυπωσίασε τον Μπουβάρ.
Θα ’λεγε κανείς πως φορούσε περούκα, τόσο τα τσουλούφια που γαρνίριζαν τ’ ανεβασμένο κρανίο του ήταν άσγουρα και μαύρα. Το πρόσωπό του έμοιαζε όλο προφίλ, εξαιτίας της μύτης που κατέβαινε πολύ χαμηλά. Οι γάμπες του, σφιγμένες με καλτσοδέτες, ήταν δυσανάλογες με το μάκρος του μπούστου του∙ κι είχε μια φωνή δυνατή, σπηλαιώδη.
Του ξέφυγε αυτή η αναφώνηση:
- Τι καλά που θα ήταν να ’μαστε στην εξοχή!
Όμως τα περίχωρα, κατά τη γνώμη του Μπουβάρ, ήταν βαρετά με τη φασαρία από τις ταβέρνες. Ο Πεκυσέ συμφωνούσε. Άρχιζε ωστόσο να νιώθει κουρασμένος απ’ την πρωτεύουσα∙ το ίδιο κι ο Μπουβάρ.
Και τα μάτια τους πλανιόνταν σε σωρούς από πέτρες, που ήταν για χτίσιμο, στο απαίσιο νερό όπου επέπλεε ένα δεμάτι σανό, στο φουγάρο ενός εργαστασίου που ορθωνόταν στον ορίζοντα. Ανέβαιναν αναθυμιάσεις από βόθρο. Γύρισαν απ’ την άλλη μεριά. Τότε είδαν μπροστά τους τους τοίχους της Σιταποθήκης.
Οπωσδήποτε (κι ο Πεκυσέ παραξενευόταν γι’ αυτό), έκανε περισσότερη ζέστη στο δρόμο, παρά στο σπίτι!
Ο Μπουβάρ τον παρακίνησε να βγάλει τη ρεδιγκότα του. Αυτός αδιαφορούσε για το τι θα ’λεγε ο κόσμος.
Ξαφνικά ένας μεθυσμένος διάβηκε τρεκλίζοντας το πεζοδρόμιο∙ κι αρχίζοντας απ’ τους εργάτες, έπιασαν μια πολιτική συζήτηση. Οι γνώμες τους συμφωνούσαν, μ’ όλο που ο Μπουβάρ δείχτηκε ίσως πιο φιλελεύθερος.
Ένας ορυμαγδός από σιδερικά αντήχησε στο λιθόστρωτο, μέσα σ’ ένα σύννεφο από σκόνη: ήταν τρεις αραμπάδες που πήγαιναν κατά το Μπερσύ, σεργιανόντας μια νύφη με το μπουκέτο της, μπουρζουάδες μ’ άσπρες γραβάτες, κυρίες χωμένες ως τις μασχάλες στις φούστες τους, δυο ή τρία κοριτσάκια, ένα κολεγιόπαιδο. Η θέα αυτού του γάμου έφερε τον Μπουβάρ και τον Πεκυσέ ν’ ανοίξουν κουβέντα για τις γυναίκες, που τις είπαν ελαφρόμυαλες, στριμμένες, πεισματάρες. Μολαταύτα, πολλές φορές ήταν καλύτερες απ’ τους άντρες∙ άλλοτε πάλι ήταν χειρότερες. Τέλος πάντων, πιο καλά ήταν να ζει κανείς χωρίς αυτές∙ γι’ αυτό κι ο Πεκυσέ είχε μείνει ανύπαντρος.
- Εγώ είμαι χήρος, είπε ο Μπουβάρ, και δεν έχω παιδιά!
- Ίσως είν’ ευτυχία για σας. Αλλά η μοναξιά γίνεται στο τέλος θλιβερή.
Ύστερα, στην άκρη της αποβάθρας φάνηκε μια κόρη της Αφροδίτης, παρέα μ’ ένα στρατιώτη. Κατάχλωμη, με μαύρα μαλλιά και βλογιοκομμένη, στηριζόταν στο μπράτσο του φαντάρου κι έσερνε τα πασούμια της, λικνίζοντας τους γοφούς της.
Όταν ξεμάκρυνε, Μπουβάρ αποτόλμησε να πει κάτι αισχρό που του κατέβηκε. Ο Πεκυσέ έγινε κατακόκκινος, και σίγουρα για ν’ αποφύγει ν’ απαντήσει του ’δειξε με το βλέμμα έναν παπά που ερχόταν.
Ο ρασοφόρος κατέβηκε αργά το δρομάκι, ανάμεσα στις ισχνές φτελιές που οριοθετούσαν το πεζοδρόμιο, κι ο Μπουβάρ, όταν πια έπαψε να βλέπει το τρίκωχό του, εκδήλωσε την ανακούφισή του, γιατί σιχαινόταν τους ιησουΐτες. Ο Πεκυσέ, χωρίς να τους δίνει άφεση, έδειξε κάποιο σεβασμό για τη θρησκεία.
Ωστόσο σουρούπωνε, κι αντίκρυ είχαν ανεβάσει τις γρίλιες. Οι διαβάτες πύκνωσαν. Σήμανε εφτά.
Τα λόγια τους κυλούσαν αστέρευτα, οι παρατηρήσεις ακολουθούσαν τ’ ανέκδοτα, οι φιλοσοφικές θεωρήσεις τις ατομικές εκτιμήσεις. Κατακρίνανε την Υπηρεσία Γεφυριών και Οδοστρωμάτων, το Μονοπώλειο Καπνού, το εμπόριο, τα θέατρα, το ναυτικό μας κι όλο το ανθρώπινο γένος, σαν άνθρωποι που έχουν υποστεί μεγάλες απογοητεύσεις. Καθένας τους, ακούγοντας τον άλλο, ξανάβρισκε λησμονημένες μεριές του εαυτού του. Και μ’ όλο που είχαν διαβεί την ηλικία των απλοΐκών συγκινήσεων, δοκίμαζαν μια καινούργια ευχαρίστηση, κάτι σα διάχυση, τη γοητεία που έχουν οι τρυφερότητες όταν πρωταρχίζουν.
Είκοσι φορές είχαν σηκωθεί, είχαν ξανακαθίσει, κι είχαν περπατήσει απάνω κάτω στο βουλεβάρτο, από τον ένα ως τον άλλο υδατοφράκτη, θέλοντας κάθε φορά να φύγουν, μη βρίσκοντας τη δύναμη, κρατημένοι από μια σαγήνη.
Ωστόσο χωρίζανε, κι είχαν σμίξει τα χέρια, όταν ο Μπουβάρ ξαφνικά είπε:
- Αλήθεια! Αν πηγαίναμε να φάμε παρέα;
- Είχα την ιδέα, απάντησε ο Πεκυσέ, αλλά δεν τολμούσα να σας το προτείνω!
Κι άφησε τον άλλο να τον οδηγήσει απέναντι απ’ το Δημαρχείο, σ’ ένα μικρό εστιατόριο, όπου ήταν καλά.
Ο Μπουβάρ έδωσε την παραγγελία.
Ο Πεκυσέ φοβόταν τα μπαχαρικά, λες και μπορούσαν να του βάλουν φωτιά στο κορμί του. Αυτό έδωσε θέμα για μια ιατρική συζήτηση. Ύστερα εγκωμίασαν τα οφέλη των επιστημών: πόσα θα μπορούσαν να μάθουν, πόσες έρευνες θα μπορούσαν να κάνουν… αν είχαν καιρό! Αλίμονο! Όλο τους το χρόνο τον απορροφούσε η βιοπάλη∙ και σήκωσαν έκπληκτοι τα χέρια, λίγο έλειψε να φιληθούν πάνω απ’ το τραπέζι, καθώς ανακάλυψαν πως ήταν κι οι δυο αντιγραφείς, ο Μπουβάρ σ’ έναν εμπορικό οίκο, ο Πεκυσέ στο υπουργείο Ναυτικών∙ πράγμα που δεν τον εμπόδιζε ν’ αφιερώνει, κάθε βράδυ, μερικές στιγμές στη μελέτη. Είχε υπογραμμίσει τα λάθη στο έργο του Τιέρ[1], και μίλησε με το μεγαλύτερο σεβασμό για κάποιον Ντυμουσέλ, καθηγητή.
Ο Μπουβάρ υπερείχε από άλλες πλευρές. Η αλυσίδα του ρολογιού του κι ο τρόπος που χτυπούσε τη σάλτσα με τη μουστάρδα, το λάδι και το σκόρδο μαρτυρούσαν τον πολύπειρο λεβεντόγερο κι έτρωγε με τη γωνιά της πετσέτας χωμένη στη μασχάλη, αραδιάζοντας κουβέντες που έκαναν τον Πεκυσέ να γελάει. Ήταν ένα ιδιόμορφο γέλιο, μια μονάχα, πολύ χαμηλή νότα, η ίδια πάντα, που ξεπετιόταν σ’ αραιά διαστήματα. Το γέλιο του Μπουβάρ ήταν εξακολουθητικό, ηχηρό, ξεσκέπαζε τα δόντια του, του τράνταζε τους ώμους, κι οι πελάτες που κάθονταν κοντά στην πόρτα γύριζαν και τον κοίταζαν.
Όταν τέλειωναν το φαγητό, πήγαν να πάρουν αλλού τον καφέ τους. Ο Πεκυσέ, ενώ κοίταζε τις λάμπες του γκαζιού, αναστέναξε για την υπερβολική πολυτέλεια, κι ύστερα, με περιφρονητική κίνηση, έσπρωξε πέρα τις εφημερίδες. Ο Μπουβάρ ήταν πιο επιεικής μ’ αυτές. Αγαπούσε γενικά όλους τους συγγραφείς κι είχε στα νιάτα του κλίση για ηθοποιός.
Του ήρθε να κάνει ένα κόλπο ισορροπίας με μια στέκα και δυο μπάλες του μπιλιάρδου, όπως το πετύχαινε ο Μπαρμπερού, ένας φίλος του. Όλες έπεφταν απαράλλαχτα και κυλούσαν στο πάτωμα, ανάμεσα στα πόδια των πελατών, ώσπου χάνονταν μακριά. Στο τέλος το γκαρσόνι, που κάθε φορά σηκωνόταν για να τις μαζέψει μπουσουλώντας κάτω απ’ τους πάγκους, παραπονέθηκε. Ο Πεκυσέ αρπάχτηκε μαζί του∙ μπήκε στη μέση ο καφετζής, ούτε κι αυτόν θέλησε να τον ακούσει, και μάλιστα κατηγόρησε και τους καφέδες.
Ύστερα πρότεινε να τελειώσουν ήσυχα τη βραδιά στο σπίτι του, που ήταν εκεί κοντά, στην οδό Σαιν-Μαρτέν.
Μόλις μπήκε, φόρεσε κάτι σαν πουκαμίσα από τσίτι κι έκανε την υποδοχή στο διαμέρισμά του.
Ένα γραφείο από ελατόξυλο, βαλμένο ακριβώς στη μέση του δωματίου, εμπόδιζε με τις γωνιές του∙ και γύρω γύρω, σε ράφια, πάνω στις τρεις καρέκλες, στην παλιά πολυθρόνα και στις γωνιές, βρίσκονταν ανάκατα πολλοί τόμοι της Εγκυκλοπαίδειας Ρορέ, το Εγχειρίδιον του μαγνητιστού[2] , ένας Φενελόν, άλλα βιβλία, μαζί με σωρούς από χαρτιά, δυο ινδικές καρύδες, διάφορα μετάλλια, ένα τούρκικο φέσι και κοχύλια που είχε φέρει απ’ τη Χάβρη ο Ντυμουσέλ. Μια στρώση σκόνης έντυνε τους τοίχους, που άλλοτε ήταν βαμμένοι κίτρινοι. Η βούρτσα των παπουτσιών κοιτόταν στην άκρη του κρεβατιού, που κρέμονταν τα σεντόνια του. Στο ταβάνι απλωνόταν μια πλατιά μαύρη βούλα, από τον καπνό της λάμπας.
Ο Μπουβάρ, ασφαλώς επειδή μύριζε, ζήτησε την άδεια ν’ ανοίξει το παράθυρο.
- Θα μας πάρει ο αέρας τα χαρτιά! φώναξε ο Πεκυσέ, που φοβόταν κιόλας τα ρεύματα.
Ωστόσο λαχάνιαζε μέσα σ’ αυτό το δωματιάκι, που απ’ το πρωί το ζέσταιναν οι πλάκες της σκεπής.
Ο Μπουβάρ του είπε:
- Εγώ στη θέση σας, θα έβγαζα τη φανέλα μου!
- Αστειεύεστε!
Κι ο Πεκυσέ έσκυψε το κεφάλι, γεμάτος τρομάρα με την υπόθεση πως δε θα φορούσε πια το απαραίτητο για την υγεία του εσώρουχό του.
- Δε με πηγαίνετε σπίτι μου; ξαναμίλησε ο Μπουβάρ. Ο αέρας έξω θα σας δροσίσει.
Στο τέλος ο Πεκυσέ ξαναφόρεσε τις μπότες του μουρμουρίζοντας:
- Εσείς, στην τιμή μου, μου ’χετε κάνει μάγια!
Και, παρά την απόσταση, συνόδεψε τον Μπουβάρ ως το σπίτι του, που ήταν στη γωνιά της οδού Μπετύν, απέναντι στη γέφυρα της Τουρνέλ.
Η κάμαρα του Μπουβάρ, καλά παρκεταρισμένη, με κουρτίνες από περκάλι κι έπιπλα από μαόνι, είχε το προνόμιο ενός μπαλκονιού που έβλεπε στο ποτάμι. Τα δυο κύριο στολίδια της ήταν ένας δίσκος με ποτηράκια του λικέρ, στη μέση στο κομό, και στο μάκρος του καθρέφτη, δαγκερεότυπα[3] , που παράσταιναν φίλους∙ πάνω από το κρεβάτι ήταν μια ελαιογραφία.
- Ο θείος μου! είπε ο Μπουβάρ.
Και το κερί που κρατούσε φώτισε έναν κύριο.
Κόκκινες φαβορίτες πλάταιναν το πρόσωπό του, που το επιστάγαζε ένα τσουλούφι, κατσαρό στην άκρη. Ο ψηλός λαιμοδέτης του, μαζί με τον τριπλό γιακά του πουκαμίσου, του βελουδένιου γιλέκου και της βελάδας, τον έπνιγαν. Στη δαντελένια τραχηλιά του ήταν ζωγραφισμένα διαμάντια. Είχε σκιστά μάτια και χαμογελούσε μισοπόνηρα.
Ο Πεκυσέ δεν κρατήθηκε να μην πει:
- Θα τον έπαιρνα μάλλον για τον πατέρα σας!
- Είναι ο νουνός μου, αποκρίθηκε ανέμελα ο Μπουβάρ, προσθέτοντας κιόλας πως τα βαφτιστικά του ονόματα ήταν ο Φραγκίσκος - Διονύσιος -Βαρθολομαίος[4] . Του Πεκυσέ ήταν Δίκαιος – Ρωμανός - Κύριλλος, κι είχαν κι οι δυο την ίδια ηλικία: σαράντα εφτά χρόνων. Αυτή η σύμπτωση τους ευχαρίστησε, αλλά και τους εξέπληξε, γιατί καθένας τους νόμιζε τον άλλο πιο ηλικιωμένο. Ύστερα θαύμασαν τη Θεία Πρόνοια, που καμιά φορά είναι υπέροχοι οι συνδυασμοί της.
- Γιατί στο κάτω κάτω, αν δεν είχαμε βγει τ’ απόγεμα περίπατο, μπορεί και να πεθαίναμε χωρίς να γνωριστούμε.
Κι αφού έδωσαν ο ένας στον άλλο τη διεύθυνση της δουλειάς του, καληνυχτίστηκαν.
- Μην πάτε στις γυναίκες! Φώναξε ψηλά από τη σκάλα ο Μπουβάρ.
Ο Πεκυσέ κατέβηκε τα σκαλοπάτια, χωρίς ν’ απαντήσει στο χωρατό.
Την άλλη μέρα, στην αυλή των Αδερφών Ντεκαμπός, υφάσματα Αλσατίας, οδός Ωτφέιγ, 92, μια φωνή φώναξε:
- Μπουβάρ! Κύριε Μπουβάρ!
Ο Μπουβάρ έβγαλε το κεφάλι απ’ το παράθυρο κι αναγνώρισε τον Πεκυσέ, που δυνάμωσε τη φωνή του:
- Δεν είμαι άρρωστος! Την έβγαλα!
- Ποιαν;
- Αυτήν! Είπε ο Πεκυσέ, κι έδειξε το στήθος του.
Όλα όσα είχαν πει την ημέρα, μαζί με τη ζέστη που έκανε στο δωμάτιό του και μια κάποια βαρυστομαχιά, τον είχαν εμποδίσει να κοιμηθεί, έτσι που, μην αντέχοντας πια, είχε πετάξει τη φανέλα του. Το πρωί είχε θυμηθεί τι είχε κάνει, χωρίς ευτυχώς συνέπειες, κι ερχόταν να πληροφορήσει σχετιά τον Μπουβάρ, που μ’ αυτό το περιστατικό ανέβηκε στην εκτίμησή του σε καταπληκτικό ύψος.
Ήταν γιος ενός μικρέμπορου και δεν είχε γνωρίσει τη μητέρα του, που είχε πεθάνει πολύ νέα. Δεκαπέντε χρόνων, τον είχαν βγάλει απ’ το οικοτροφείο και τον είχαν βάλει τσιράκι σ’ ενός δικαστικού κλητήρα. Είχαν έρθει χωροφύλακες, και το αφεντικό είχε σταλεί στα κάτεργα∙ άγρια ιστορία που ακόμα του ’φερνε τρομάρα. Ύστερα, είχε δοκιμάσει πολλά επαγγέλματα: μαθητευόμενος σ’ ένα φαρμακείο, παιδονόμος, λογιστής σ’ ένα απ’ τα επιβατηγά ατμόπλοια που ταξιδεύουν στο Σηκουάνα. Στο τέλος, ένας τμηματάρχης, γοητευμένος απ’ το γραφικό χαρακτήρα του, τον είχε προσλάβει στη διεκπεραίωση∙ αλλά η συνείδηση για τη λειψή του μόρφωση, μαζί με τις πνευματικές ανάγκες που του γεννούσε, τον έκανε νευρικό και δύστροπο∙ και ζούσε ολομόναχος, χωρίς συγγενείς, χωρίς ερωμένη. Η διασκέδασή του ήταν, τις Κυριακές, να επιθεωρεί τα δημόσια έργα.
Οι πιο παλιές αναμνήσεις του Μπουβάρ τον έφερναν στις όχθες του Λίγηρα[5], στην αυλή μιας αγροικίας. Ένας άντρας, που ήταν ο θείος του, τον είχε φέρει στο Παρίσι για να του μάθει το εμπόριο. Όταν ενηλικιώθηκε, του έδωσαν κάπου χίλια φράγκα. Παντρεύτηκε τότε κι άνοιξε ένα ζαχαροπλαστείο. Έξι μήνες πιο ύστερα, η γυναίκα του εξαφανιζόταν, παίρνοντας μαζί της και το ταμείο. Οι φίλοι, η καλοφαγία, και προπάντων η τεμπελιά είχαν αποτελειώσει την οικονομική καταστροφή του. Κατόπιν, σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει την καλλιγραφία του∙ και, δώδεκα χρόνια τώρα, έμενε στην ίδια θέση, στο γραφείο των Αδερφών Ντεκαμπός, υφάσματα, οδός Ωτφέιγ, 92. Όσο για το θείο του, που μια φορά του είχε στείλει γι’ ανάμνηση το περίφημο πορτραίτο του, ο Μπουβάρ δεν ήξερε ούτε τη διεύθυνσή του και δεν περίμενε τίποτα πια απ’ αυτόν. Χίλια πεντακόσια φράγκα ετήσιο εισόδημα κι ο μισθός του αντιγραφέα, του επιτρέπαν να πηγαίνει κάθε βράδυ να παίρνει ένα υπνάκο σ’ ένα καφενεδάκι.
Έτσι η συνάντησή τους είχε τη σπουδαιότητα μιας περιπέτειας. Είχαν αμέσως γαντζωθεί ο ένας με τον άλλον με μυστικές ίνες. Πώς να εξηγήσουμε άλλωστε τις συμπάθειες; Γιατί η άλφα ιδιομορφία, η βήτα ατέλεια, αδιάφορη ή αποκρουστική στον ένα, ενθουσιάζει στον άλλο; Αυτό που λέμε κεραυνοβόλο αληθεύει σ’ όλα τα πάθη. Πριν κλείσει η βδομάδα μίλησαν μεταξύ τους στον ενικό.
Συχνά, έρχονταν και ζητούσαν ο ένας τον άλλο στο γραφείο του. Μόλις παρουσιαζόταν ο ένας, ο άλλος κλείδωνε τα συρτάρια του κι έβγαιναν μαζί στους δρόμους. Ο Μπουβάρ περπατούσε με μεγάλες δρασκελιές, ενώ ο Πεκυσέ γρηγόρευε τα βήματά του και, με τη ρεδιγκότα του, που του κατέβαινε στους αστραγάλους, φαινόταν σα να τσουλούσε πάνω σε καρούλια. Το ίδιο αρμονίζονταν και τα ιδιαίτερα γούστα τους. Ο Μπουβάρ κάπνιζε τσιμπούκι, του άρεσε στο τέλος του φαγητού το τυρί, έπαιρνε κανονικά το καφεδάκι του, ο Πεκυσέ ρουφούσε ταμπάκο, στα επιδόρπια έτρωγε μόνο κομπόστες και βουτούσε ένα κομματάκι ζάχαρη στον καφέ του. Ο ένας ήταν ομιλητικός, ασυλλόγιστος, ανοιχτοχέρης∙ ο άλλος επιφυλακτικός, στοχαστικός, οικονόμος.
Για να ευχαριστήσει τον Πεκυσέ, ο Μπουβάρ θέλησε να του γνωρίσει τον Μπαμπερού. Ήταν ένας πρώην περιοδεύων παραγγελιοδόχος, χρηματομεσίτης τώρα, καλόβολος άνθρωπος, πατριώτης, γυναικάς και που συνήθιζε τη γλώσσα των λαϊκών συνοικιών. Ο Πεκυσέ τον βρήκε αντιπαθητικό, και πήγε τον Μπουβάρ στον Ντυμουσέλ. Αυτός ο συγγραφέας (γιατί είχε βγάλει μια μικρή μνημοτεχνική), έδινε μαθήματα λογοτεχνίας σ’ ένα οικοτροφείο, είχε ορθόδοξες ιδέες και ντυνόταν με σοβαρότητα. Του Μπουβάρ του έφερε πλήξη.
Κανείς δεν έκρυψε απ’ τον άλλο τη γνώμη του. Κι ο ένας κι ο άλλος την αναγνώρισαν για σωστή. Οι συνήθειές τους άλλαξαν, κι αφήνοντας κι οι δυο τις μπουρζουάδικες πανσιόν τους, κατάληξαν να δειπνούν μαζί κάθε βράδυ.
Αντάλλαζαν γνώμες για τα θεατρικά έργα που μιλούσε γι’ αυτά ο κόσμος, για την κυβέρνηση, για την ακρίβεια των τροφίμων, για τις απάτες στο εμπόριο. Κάθε τόσο, η ιστορία του Περιδέραιου ή η δίκη του Φουαλντές[6] ξανάρχονταν στις συζητήσεις τους∙ κι ύστερα, αναζητούσαν τις αιτίες της Επανάστασης.
Χάζευαν στα παλιατζίδικα. Πήγαν στο Μουσείο Τεχνών και Επαγγελμάτων, στο Σαιν-Ντενί, στο Γκομπελέν, στο Μέγαρο των Απομάχων[7] και σ’ όλες τις δημόσιες συλλογές.
Όταν τους ζητούσαν το διαβατήριό τους, καμώνονταν πως το είχαν χαμένο, και πως ήταν ξένοι, Εγγλέζοι.
Στις αίθουσες του Muséum[8], πέρασαν εκστατικοί μπροστά απ’ τα ταριχευμένα τετράποδα, χαρούμενοι μπροστά απ’ τις πεταλούδες, αδιάφοροι μπροστά απ’ τα μέταλλα∙ τ’ απολιθωμένα ζώα τούς έριξαν σ’ ονειροπόληση, η κογχυλιολογία τούς έφερε πλήξη. Εξέτασαν, μεσ’ απ’ τα τζάμια, τα θερμοκήπια, κι ανατρίχιασαν, μεσ’ απ’ τα τζάμια, τα θερμοκήπια, κι ανατρίχιασαν με τη σκέψη πως όλα αυτά τα φυτά παρήγαν δηλητήρια. Εκείνο που θαύμασαν από τον κέδρο ήταν πως ήταν τόσο μικρός, που θα μπορούσε να τον βάλει κανείς μέσα σ’ ένα καπέλο.
Στο Λούβρο, προσπάθησαν να ενθουσιαστούν με το Ραφαήλο. Στη μεγάλη βιβλιοθήκη, θα ήθελαν να μάθουν πόσα ακριβώς βιβλία είχε.
Μια φορά, μπήκαν στο μάθημα αραβικής γλώσσας του Κολλεγίου της Γαλλίας, κι ο καθηγητής παραξενεύτηκε καθώς είδε αυτούς τους δυο αγνώστους που προσπαθούσαν να κρατήσουν σημειώσεις. Χάρη στον Μπαρμπερού, τρύπωσαν στα παρασκήνια ενός μικρού θεάτρου. Ο Ντυμουσέλ τους βρήκε εισιτήρια για μια συνεδρίαση της Ακαδημίας. Ζητούσαν να πληροφορηθούν για τις καινούργιες ανακαλύψεις, διάβαζαν τις ανακοινώσεις και, μ’ αυτή την περιέργεια, ο νους τους αναπτύχθηκε. Στο βάθος ενός ορίζοντα, που κάθε μέρα ξεμάκραινε, αντίκριζαν συγκεχυμένα και μαζί θαυμαστά πράγματα.
Ενώ θαύμαζαν ένα παλιό έπιπλο, λυπούνταν που δεν είχαν ζήσει στη εποχή που χρησίμευε, μ’ όλο που αγνοούσαν όλότελα αυτή την εποχή. Από κάποια ονόματα, φαντάζονταν χώρες, ακόμα ωραιότερες, γιατί δε μπορούσαν να πουν γι’ αυτές τίποτα συγκεκριμένο. Τα βιβλία που δεν καταλάβαιναν τους τίτλους τους τούς φαίνονταν πως περιείχαν κάποιο μυστήριο.
Και, καθώς είχαν περισσότερες ιδέες, είχαν περισσότερα βάσανα. Όταν, στους δρόμους, τους προσπερνούσε μια συγκοινωνιακή άμαξα, λαχταρούσαν να ’φευγαν μ’ αυτήν. Η Προκυμαία των Ανθέων τούς έκανε ν’ αναστενάζουν για την εξοχή.
Μια Κυριακή ξεκίνησαν απ’ το πρωί και, περνώντας απ’ το Μεντόν, τη Μπελβύ, τη Συρέν, το Ωτέιγ, περιπλανήθηκαν όλη μέρα μέσα στ’ αμπέλια, έκοψαν παπαρούνες στις άκρες των χωραφιών, κοιμήθηκαν πάνω στα χόρτα, ήπιαν γάλα, έφαγαν κάτω απ’ τις ακακίες στα ταβερνάκια, και γύρισαν πολύ αργά, βουτηγμένοι στη σκόνη, ξεθεωμένοι, καταγοητευμένοι. Επανέλαβαν συχνά αυτούς τους περιπάτους. Την επομένη ήταν, κάθε φορά, τόσο λυπημένοι, που κατάληξαν να τους απαρνηθούν.
Η μονοτονία του γραφείου τούς γινόταν αφόρητη. Διαρκώς το ξυστήρι κι η σαντράχα[9], το ίδιο καλαμάρι, οι ίδιες πένες κι οι ίδιοι συνάδελφοι! Κρίνοντας τους ηλίθιους, τούς μιλούσαν όλο και λιγότερο. Αυτό τους στοίχισε πειράγματα. Έφταναν καθημερινά αργοπορημένοι κι είχαν κατσαδιάσματα.
Άλλοτε, νιώθαν σχεδόν ευτυχισμένοι∙ αλλά το επάγγελμά τους τούς ταπείνωνε, από τότε που εκτιμούσαν περισσότερο τον εαυτό τους, κι έδιναν ο ένας στον άλλο κουράγιο μέσα σ’ αυτή την αηδία, αλληλοεγκωμιάζονταν, αλληλοχαϊδεύονταν. Ο Πεκυσέ κόλλησε το απότομο ύφος του Μπουβάρ, ο Μπουβάρ πήρε κάτι απ’ την κατσουφιά του Πεκυσέ.
- Έτσι μου ’ρχεται να γίνω σαλτιμπάγκος στα πανηγύρια! έλεγε ο ένας.
- Πιο καλά ρακοσυλλέκτης! αναφωνούσε ο άλλος.
Τι απαίσια κατάσταση! Και κανένας τρόπος για να βγουν απ’ αυτήν! Ούτε καν μια ελπίδα!
Ένα απόγεμα (ήταν στις 20 του Γενάρη 1839), ο Μπουβάρ ενώ καθόταν στο γραφείο του πήρε ένα γράμμα, που το ’φερε ο ταχυδρόμος.
Ανασήκωσε τα χέρια, έγειρε λίγο λίγο το κεφάλι κι έπεσε λιπόθυμος στο πλακόστρωτο.
Οι υπάλληλοι έτρεξαν, του ’βγαλαν το λαιμοδέτη. Έστειλαν να φωνάξουν γιατρό. Εκείνος άνοιξε τα μάτια. Ύστερα, στις ερωτήσεις που του έκαναν:
- Α! ξέρετε…ξέρετε… λίγος αέρας θα με συνεφέρει! Όχι! Αφήστε με! Σας παρακαλώ!
Και μ’ όλο που ήταν εύσωμος, έτρεξε με μιαν ανάσα στο υπουργείο Ναυτικών, φέρνοντας κάθε τόσο το χέρι στο μέτωπό του, θαρώντας πως θα τρελαθεί, πολεμώντας να γαληνέψει.
Είπε να φωνάξουν τον Πεκυσέ.
Ο Πεκυσέ ήρθε.
- Πέθανε ο θείος μου! Παίρνω κληρονομιά!
- Δεν είναι δυνατό!
Ο Μπουβάρ έδειξε το πιο κάτω έγγραφο:
Συμβολαιογραφείον ΤΑΡΝΤΙΒΕΛ
Σαβινύ-αν-Σεπταίν, 14 Ιανουαρίου 1839
Κύριε,Σας παρακαλώ να έλθετε εις το συμβολαιογραφείον μου, όπως λάβετε γνώσιν της διαθήκης του φυσικού πατρός σας, κυρίου Φρανσουά-Ντενύ-Μπαρτολομέ Μπουβάρ, τέως εμπόρου εν τη πόλει Νάντη, θανόντος εν τη κοινότητι ημών την 10ην τρέχοντος. Η διαθήκη αύτη περιλαμβάνει λίαν σημαντικήν διάταξιν εις όφελός σας.
Δεχθείτε, κύριε, την διαβεβαίωσιν της εκτιμήσεώς μου.
ΤΑΡΝΤΙΒΕΛ, συμβολαιογράφος
Ο Πεκυσέ ένιωσε την ανάγκη να καθίσει σ’ ένα πεζούλι, στην αυλή. Ύστερα έδωσε πίσω το χαρτί κι είπε αργά:
- Μονάχα…να μην είναι…καμιά φάρσα!
- Λες να ’ναι φάρσα! απάντησε με πνιγμένη, σα ρόγχο ετοιμοθάνατου, φωνή ο Μπουβάρ.
Αλλά η ταχυδρομική σφραγίδα, η φίρμα του συμβολαιογραφείου με κεφαλαία, η υπογραφή του συμβολαιογράφου, όλα απόδειχναν πως η είδηση ήταν αληθινή∙ κι αλληλοκοιτάχτηκαν, ενώ το στόμα τους έτρεμε στη γωνιά και στ’ ασάλευτα μάτια τους κυλούσε ένα δάκρυ.
Οι τοίχοι τούς έπνιγαν. Τράβηξαν ως την Αψίδα του Θριάμβου, ξαναγύρισαν απ’ την ακροποταμιά, προχώρησαν πιο κάτω απ’ την Παναγία του Παρισιού. Ο Μπουβάρ ήταν κατακόκκινος. Έδωσε γροθιές του Πεκυσέ, στην πλάτη, και πέντε ολόκληρα λεπτά είχε ολότελα παλαβώσει.
Χασκογελούσαν χωρίς να το θέλουν. Αυτή η κληρονομιά σίγουρα θα ’φτανε τα…
-Αχ, θα ήταν υπέροχο! Ας μη μιλάμε πια γι’ αυτό.
Αλλά ξαναμιλούσαν. Τίποτα δεν εμπόδιζε να ζητήσουν αμέσως εξηγήσεις. Ο Μπουβάρ έγραψε στο συμβολαιογράφο.
Εκείνος έστειλε αντίγραφο της διαθήκης, που κατέληγε έτσι:
Συνεπώς, δίδω εις τον Φρανσουά-Ντενύ-Μπαρτολομέ Μπουβάρ, ανεγνωρισμένον φυσικόν υιόν μου, το εκ του νόμου διαθέσιμον μερίδιον των αγαθών μου.
Ο γεροντάκος είχε αποχτήσει αυτό το γιο στα νιάτα του, αλλά τον είχε πάντα κρατήσει με φροντίδα παράμερα, κάνοντας να τον πιστεύουν γι’ ανιψιό του∙ κι ο ανιψιός τον έλεγε πάντα θείο του, μ’ όλο που ήξερε πως είχε το πράγμα. Γύρω στα σαράντα, ο κύριος Μπουβάρ είχε παντρευτεί, κι ύστερα είχε χηρέψει. Μα επειδή οι δυο νόμιμοι γιοι του είχαν πάρει άλλο δρόμο απ’ αυτόν που ήθελε, τον είχε κυριέψει τύψη για την εγκατάλειψη, από τόσα χρόνια, του άλλου παιδιού του. Θα το είχε φέρει μάλιστα σπίτι του αν δεν τον επηρέαζε αντίθετα η μαγείρισσά του. Με τις μηχανορραφίες της οικογένειας, η μαγείρισσα αυτή τον παράτησε και, μέσα στη μοναξιά του, ενώ κόντευε να πεθάνει, αποφάσισε να επανορθώσει το άδικο, κληροδοτώντας στο καρπό των πρώτων του ερώτων ό,τι μπορούσε απ’ την περιουσία του. Είχε μισό εκατομμύριο, κι έβγαιναν έτσι, για τον αντιγραφέα, διακόσιες πενήντα χιλιάδες φράγκα. Ο πρωτότοκος απ’ τους δυο αδερφούς, ο κύριος Ετιέν, είχε δηλώσει πως θα σεβόταν τη διαθήκη.
Ο Μπουβάρ έπεσε σε μια αποβλάκωση. Όλο έλεγε με σιγανή φωνή, χαμογελώντας με το πράο χαμόγελο των μεθυσμένων:
- Δεκαπέντε χιλιάδες φράγκα εισόδημα!
Κι ο Πεκυσέ, που ωστόσο ήταν πιο στέρεος στα μυαλά του, δε μπορούσε να συνέλθει.
Τους συντάραξε ξαφνικά ένα γράμμα απ’ τον Ταρντιβέλ. Ο άλλος γιος, ο κύριος Αλέξανδρος, δήλωνε πως σκόπευε να πάει στα δικαστήρια και πως μάλιστα θα προσέβαλλε το κληροδότημα αν μπορούσε, απαιτώντας πρώτα σφραγίσματα, καταγραφή, διορισμό μεσεγγυητή, κλπ.! Ο Μπουβάρ αρρώστησε απ’ τη χολή του. Μόλις μπόρεσε να σταθεί στα πόδια του, έφυγε για το Σαβινύ, απ’ όπου ξαναγύρισε χωρίς να ’χει καταλήξει σε τίποτα και κλαίγοντας τα έξοδα του ταξιδιού του.
Ακολούθησαν αυπνίες, εναλλαγές οργής κι ελπίδας, έξαψης και κατάπτωσης. Τελικά, ύστερα από έξι μήνες, κι αφού καλμάρησε ο κύριος Αλέξανδρος, ο Μπουβάρ πήρε στα χέρια του την κληρονομιά.
Το πρώτο που φώναξε ήταν:
Θα πάμε να ζήσουμε στην εξοχή!
[1 Adolphe Thiers (Αντόλφ Τιέρ). Εξελληνισμένα: Θιέρσος (1797- 1897). Γάλλος πολιτικός και ιστορικός. Πρωθυπουργός το 1836 και 1840, κάτω από την ιουλιανή Μοναρχία και το 1871, μετά την πτώση του Ναπολέοντα Γ’. Υπέρμαχος μιας συντηρητικής δημοκρατίας (που τελικά καθίδρυσε), αρνήθηκε κάθε συνδιαλλαγή με την Κομμούνα και την έπνιξε στο αίμα με φρικτή αγριότητα. (Σ.τ.μ.)
«Το έργο του Τιέρ…». Αν υπολογίσουμε τη χρονολογία όπου αρχίζει η δράση του μυθιστορήματος (1839), το έργο αυτό δε μπορεί να είναι παρά η Ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης, που οι δέκα πρώτοι τόμοι της είχαν εκδοθεί μεταξύ 1823 και 1830. (Ε.Μ.).[2]Εγκυκλοπαίδεια Ρορέ. Η περίφημη συλλογή από εκλαϊκευτικά βιβλία, που είχε το όνομα του ιδρυτή της, βιβλιοπώλη Νικολά Ρορέ, άρχισε να κυκλοφορεί το 1825. –Εγχειρίδιον του μαγνητιστού. Ένα ανάλογο σύγγραμμα ξαναβρίσκουμε στο κεφάλαιο VIII, όταν ο Μπουβάρ κι ο Πεκυσέ κάνουν πειράματα με στρογγυλά τραπεζάκια. Από το Γενάρη ως το Μάη του 1879, ο Φλωμπέρ είχε δανειστεί από τη Βιβλιοθήκη της Ρουέν πολλά έργα για το μαγνητισμό, τη μαγεία, τις απόκρυφες επιστήμες και τον Πνευματισμό. (Ε.Μ.).
[3]Το 1838, ο Λουΐ Νταγκέρ, τελειοποιώντας την εφεύρεση του Νιέπς, πέτυχε να σταθεροποιήσει τη φωτογραφική εικόνα πάνω σε μετάλλινη πλάκα. Η ευαίσθητη στρώση ήταν απλωμένη σε μέταλλο, το αρνητικό αντιστρεφόταν σε θετικό και τα δαγκερεότυπα (από τ’ όνομα του εφευρέτη τους), που ήταν ωστόσο μοναδικά, γιατί δεν μπορούσαν να τυπωθούν σ’ αντίτυπα, δεν ήταν χάρτινα, όπως οι σημερινές φωτογραφίες, αλλά μεταλικά. (Σ.τ.μ.).
[4]Φρανσουά – Ντενύ-Μπαρτολομέ και (πιο κάτω) Ζυστ –Ρομαίν-Συρίλ. Μεταφράζω τα ονόματα γιατί δείχνουν ένα πνεύμα θρησκευτικής μπουρζουαδικής επιστημότητας. (Σ.τ.μ.).
[5]Loire (Λουάρ). Ο μεγαλύτερος σε μήκος ποταμός της Γαλλίας (980 χλμ.). πηγάζει από τη νότια, διασχίζει όλη τη κεντρική Γαλλία και εκβάλλει στον Ατλαντικό, κοντά στη Νάντη. (Σ.τμ.)
[6]«Η ιστορία του Περιδέραιου…». Το 1867, ο Φλωμπερ έγραφε στον Μισελέ, που μόλις είχε εκδοθεί ο τόμος του της Ιστορίας της Γαλλίας ο αφιερωμένος στο 18ο αιώνα, πως ήταν ο μόνος που τον είχε κάνει να καταλάβει τη Μαρία Αντουανέτα και την υπόθεση του Περιδέραιου (Αλληλογρ. Τ. V, σελ. 335).- «Η δίκη του Φουαλντές…». Η περίφημη δικαστική υπόθεση του 1817. Ένας πρώην ανώτερος δικαστικός, ο Φουαλντές, είχε δολοφονηθεί μέσα σ’ ένα κακόφημο σπίτι του Ροντέζ∙ η υπόθεση είχε για καιρό εξάψει την κοινή γνώμη. (Ε.Μ.).
[7]Σαιν-Ντενί. Ονομαστό αββαείο στη βόρεια άκρη του Παρισιού, όπου θάβονταν οι βασιλιάδες της Γαλλίας. – Γκομπελέν. Το περίφημο εργοστάσιο (μανυφατούρα) κατασκευής ταπισερί που ίδρυσαν το 15ο αιώνα στο Παρίσι, οι Γκομπελέν, βαφείς από τη Ρέμς κι όπου, το 1601, ο Ερρίκος Δ’ εγκατέστησε ταπητουργούς. Δεν έπαψε να λειτουργεί ανά τους αιώνες, διατηρώντας πάντα την παγκόσμια φήμη του. –Μέγαρο των Απομάχων. Περίφημο μνημείο του Παρισιού, χτισμένο το 17ο αιώνα, επί Λουδοβίκου ΙΔ’, για κατοικία και περίθαλψη των απόμαχων αξιωματικών και στρατιωτικών. Κάτω απ’ το θόλο του θάφτηκε, το 1840, ο Ναπολέων. (Σ.τ.μ.).
[8]Muséum. Το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Παρισιού λεγόταν απλά Muséum. (Σ.τ.μ.).
[9]Το ξυστήρι για να ξύνουν τα λάθη κι η σαντράχα (σανταράκη), ειδικό ρετσίνι, βγαλμένο από ένα είδος κωνοφόρου, την τούγια, για να ξαναγλασάρουν το χαρτί και να γράφουν πάνω. (Σ.τ.μ.).
Φλωμπέρ Γκυστάβ, Μπουβάρ και Πεκυσέ, Ηριδανός, Αθήνα, 1982, σ. 19-33.
Ένα κλουβί άγριων θηρί...
Α’
ΚΑΠΟΙΟ ΠΡΩΙ, ένα Λιοντάρι και μία Ύαινα του Ζωολογικού Κήπου κατόρθωσαν ν’ ανοίξουν την πόρτα του κλουβιού, που δεν ήταν καλά σφαλισμένη.
Το πρωινό εκείνο ήταν λευκό κι ένας καθαρός ήλιος έλαμπε χαρούμενα στην άκρη του χλομού ουρανού. Κάτω απ’ τις μεγάλες καστανιές η δροσιά ήταν διαπεραστική, η ελαφριά δροσιά της άνοιξης που γεννιέται. Τα δύο καλοκάγαθα ζώα, που μόλις είχαν προγευματίσει πλουσιοπάροχα, περπάτησαν αργά μέσα στον Κήπο, σταματώντας όμως κάθε τόσο για να γλειφτούν και ν’ απολαύσουν ως ευπρεπή άτομα τη γλυκύτητα του πρωινού.
Συναντήθηκαν στο βάθος μιας δενδροστοιχίας και, μετά τις συνήθεις φιλοφρονήσεις, βάλθηκαν να περπατούν αντάμα, συζητώντας φιλικότατα. Ο Κήπος δεν άργησε να τους φανεί πληκτικός και πολύ μικρός. Αναρωτήθηκαν τότε σε ποιες διασκεδάσεις θα μπορούσαν ν’ αφιερώσουν τη μέρα τους.
«Έχω, μα την πίστη μου, μεγάλη διάθεση να ικανοποιήσω μια παραξενιά που με γυροφέρνει από παλιά», είπε το Λιοντάρι. «Εδώ και χρόνια έρχονται οι άνθρωποι να με χαζέψουν σαν βλάκες στο κλουβί μου, κι ανέκαθεν είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ν’ αδράξω την πρώτη ευκαιρία που θα μου παρουσιαζόταν για να πάω να τους χαζέψω κι εγώ στο δικό τους το κλουβί, ακόμα κι αν φανώ εξίσου βλάκας μ’ εκείνους… Σας προτείνω μια μικρή περιδιάβαση στο κλουβί των ανθρώπων».
Τη στιγμή εκείνη, το Παρίσι που ξυπνούσε άρχισε να βρυχάται με τέτοια δύναμη που η Ύαινα κοντοστάθηκε απότομα, στήνοντας το αυτί της με ανησυχία. Ο αχός της πόλης ανέβαινε υπόκωφος κι απειλητικός∙ κι ο αχός, που απαρτιζόταν από το θόρυβο των αμαξών, τις φωνές του δρόμου, τα κλάματά μας και τα γέλια μας, έμοιαζε με ουρλιαχτά θυμού και επιθανάτιου ρόγχου.
«Θεέ μου!» ψιθύρισε η Ύαινα. «Αλληλοσκοτώνονται για τα καλά μες στο κλουβί τους. ακούτε τι θυμωμένοι που είναι και πώς κλαίνε;»
«Είναι γεγονός ότι κάνουν τρομακτική φασαρία», αποκρίθηκε το Λιοντάρι. «Ίσως να τους ταλαιπωρεί κάποιος θηριοδαμαστής».
Ο θόρυβος μεγάλωνε, και η Ύαινα φοβόταν πραγματικά.
«Νομίζετε πως είναι φρόνιμο να το αποτολμήσουμε να μπούμε εκεί μέσα;» ρώτησε.
«Μα τι στην οργή, δε θα μας φάνε κιόλας», είπε το Λιοντάρι. «Μα ελάτε λοιπόν! Θα πρέπει να τρώγονται μεταξύ τους για τα καλά, κι αυτό θα μας κάνει να γελάσουμε».
Β’
Στο δρόμο βάδισαν συνεσταλμένα κατά μήκος των σπιτιών. Καθώς πλησίαζαν σ’ ένα σταυροδρόμι, παρασύρθηκαν από τεράστιο πλήθος. Υπάκουσαν σ’ αυτή την ώθηση που τους υποσχόταν ένα ενδιαφέρον θέαμα.
Γρήγορα βρέθηκαν σε μια τεράστια πλατεία όπου συνωστιζόταν το πλήθος. Στο κέντρο της υπήρχε κάτι σαν σκαλωσιά από κόκκινο ξύλο, κι ολονών τα μάτια ήταν προσηλωμένα σ’ αυτή την ξυλοδεσιά με αδημονία και τέρψη.
«Βλέπετε», λέει το Λιοντάρι χαμηλόφωνα στην Ύαινα, «εκείνη η εξέδρα είναι ασφαλώς ένα τραπέζι όπου θα παρατεθεί ένα καλό γεύμα σε όλους εκείνους που ήδη ξερογλείφονται. Μόνο που μου φαίνεται πολύ μικρό το τραπέζι».
Καθώς έλεγε αυτά τα λόγια, το πλήθος έβγαλε ένα βρυχηθμό ικανοποίησης, και το Λιοντάρι δήλωσε πως θα πρέπει να επρόκειτο για τα φαγώσιμα που έφταναν, πόσω μάλλον που πέρασε από μπροστά τους μία άμαξα που την έσερναν άλογα επιταχύνοντας τον καλπασμό τους. Από την άμαξα τράβηξαν έξω έναν άντρα, τον ανέβασαν στο ικρίωμα και τον αποκεφάλισαν με μεγάλη δεξιοτεχνία∙ ύστερα έβαλαν το πτώμα σε μία άλλη άμαξα, σπεύδοντας έτσι να το απαγάγουν απ’ τις άγριες διαθέσεις του πλήθους που ούρλιαζε, από την πείνα ασφαλώς.
«Για δείτε, δεν το τρώνε!» αναφώνησε το Λιοντάρι απογοητευμένο.
Η Ύαινα ένιωσε ελαφρύ ρίγος να σηκώνει το τρίχωμά της.
«Σε τι άγρια θηρία με φέρατε!» είπε. «Σκοτώνουν χωρίς να πεινάνε… Για όνομα του Θεού, ας βιαστούμε να φύγουμε μακριά απ’ αυτό το πλήθος».
Γ’
Όταν έφυγαν απ’ την πλατεία, πήραν τις εξωτερικές λεωφόρους και σιγοπερπάτησαν κατά μήκος του ποταμού. Φτάνοντας στη Σιτέ, είδαν πίσω από την Παναγία των Παρισίων ένα χαμηλό και μακρύ κτίριο όπου έμπαιναν οι περαστικοί όπως μπαίνει κανείς σε μια παράγκα πανηγυριού για να δει κάτι το αξιοπερίεργο και να ξαναβγεί από κει γεμάτος θαυμασμό. Δεν πλήρωνες άλλωστε ούτε κατά την είσοδο ούτε κατά την έξοδο. Το Λιοντάρι και η Ύαινα ακολούθησαν τον κόσμο και είδαν πάνω σε φαρδιές πλάκες ξαπλωμένα πτώματα με τη σάρκα τους διάτρητη από βόλια. Οι θεατές, βουβοί και περίεργοι, χάζευαν ήσυχα τα πτώματα.
«Τι σας έλεγα;» ψιθύρισε η Ύαινα. «Δε σκοτώνουν για να φάνε. Κοιτάξτε πως τ’ αφήνουν να χαλάσουν τα φαγώσιμα».
Άμα ξαναβρέθηκαν στο δρόμο, πέρασαν μπρος από τον πάγκο ενός χασάπη. Το κρέας που κρεμόταν απ’ τα χαλύβδινα τσιγκέλια ήταν κατακόκκινο∙ πλάι στον τοίχο υπήρχαν σωριασμένα κρέατα, και το αίμα κυλούσε σε λεπτά ρυάκια πάνω στις μαρμάρινες πλάκες. Ολόκληρο το μαγαζί λαμποκοπούσε απαίσια.
«Μα κοιτάξτε», είπε το Λιοντάρι. «Λέτε ότι δεν τρώνε. Μα εδώ υπάρχει ό,τι χρειάζεται για να τραφεί η κοινότητά μας στον Ζωολογικό Κήπο επί οκτώ ημέρες… Δεν είναι ανθρώπινο κρέας αυτό;»
Η Ύαινα, όπως το έχω πει, είχε προγευματίσει πλουσιοπάροχα.
«Πουφ!» έκανε, αποστρέφοντας το πρόσωπό της. «Είναι αηδιαστικό το θέαμα. Μού ’ρχεται να ξεράσω μ’ όλο αυτό το κρέας».
Δ’
«Βλέπετε», συνέχισε η Ύαινα λίγο παραπέρα, «βλέπετε τις βαριές αυτές πόρτες με τις πελώριες κλειδαριές; Οι άνθρωποι βάζουν σίδερο και ξύλο ανάμεσά τους για ν’ αποφεύγουν τον ολέθριο αλληλοσπαραγμό. Σε κάθε γωνιά του δρόμου υπάρχουν άνθρωποι με ξίφη που διαφυλάσσουν τη δημόσια ευγένεια. Τι θηριώδη ζώα!»
Τη στιγμή εκείνη, κάποιο περαστικό αγοραίο αμάξι παρέσυρε ένα παιδία, που το αίμα του τινάχτηκε ως το μουσούδι του Λιονταριού.
«Μα είναι αηδιαστικό!» αναφώνησε, σκουπίζοντάς το με το μπροστινό πόδι του. «Δεν μπορείς να κάνεις ούτε δυο βήματα ήσυχος. Βρέχει αίμα σε τούτο το κλουβί».
«Όχι παίζουμε», συμπλήρωσε η Ύαινα. «Οι άνθρωποι έχουν εφεύρει τις κυλιόμενες αυτές μηχανές για ν’ αποκτούν όσο το δυνατόν περισσότερο αίμα, κι αυτές είναι τα πατητήρια του πιο ελεεινού τρύγου. Εδώ και λίγη ώρα παρατηρώ σε κάθε βήμα μας κάτι βρομερά σπήλαια όπου στο βάθος τους οι άνθρωποι πίνουν μεγάλα ποτήρια γεμάτα κοκκινωπό λικέρ που θα πρέπει να είναι αίμα. Και πίνουν πολύ απ’ αυτό το λικέρ για να ενδυναμώνουν την εγκληματική τους τρέλα, αφού σε πολλά σπήλαια είδα τους πότες να σκοτώνονται με γρονθοκοπήματα».
«Τώρα καταλαβαίνω τη χρησιμότητα του μεγάλου ρυακιού που διασχίζει το κλουβί», συνέχισε το Λιοντάρι. «Ξεπλένει τις βρομιές και παρασύρει όλο το χυμένο αίμα. Οι άνθρωποι θα πρέπει να το έφεραν έτσι προς τα σπίτια τους από το φόβο της πανούκλας. Ρίχνουν σ’ αυτό τους ανθρώπους τους οποίους δολοφονούν…»
«Δε θα ξαναπεράσουμε από τα γεφύρια», το διέκοψε η Ύαινα ανατριχιάζοντας. «Δε κουραστήκατε; Θα ήταν ίσως φρόνιμο να επιστρέψουμε».
Ε’
Δεν μπορώ ν’ ακολουθήσω βήμα προς βήμα αυτά τα δύο καλοκάγαθα ζώα. Το Λιοντάρι ήθελε να επισκεφθεί τα πάντα∙ και η Ύαινα, που ο τρόμος της μεγάλωνε σε κάθε της βήμα, αναγκαζόταν να το ακολουθεί, γιατί δεν θα τολμούσε ποτέ να επιστρέψει στο σπίτι της μονάχη της.
Σαν πέρασαν μπροστά απ’ το Χρηματιστήριο, κατάφερε με τα επίμονα παρακάλια της να πείσει το Λιοντάρι να μην μπουν μέσα. Απ’ αυτό το άντρο έβγαιναν τέτοιοι στεναγμοί, τέτοιες αγριοφωνάρες, που παρέμενε στην πόρτα τρέμοντας και με σηκωμένο το τρίχωμά της.
«Ελάτε, ελάτε», έλεγε η Ύαινα, προσπαθώντας να παρασύρει το Λιοντάρι. «Εδώ είναι ίσως η σκηνή της γενικής σφαγής. Ακούτε τα βογκητά των θυμάτων και τις κραυγές μανιασμένης χαράς των δημίων; Να ένα σφαγείο που θα πρέπει να προμηθεύει όλα τα κρεοπωλεία της γειτονιάς. Να χαρείτε, ας απομακρυνθούμε από δω».
Το Λιοντάρι, που άρχισε να το πιάνει φόβος και να έχει την ουρά του στα σκέλια του, απομακρύνθηκε ευχαρίστως. Το γιατί δεν το’ βαλε στα πόδια οφείλεται στο ότι ήθελε να διαφυλάξει ακέραιη τη φήμη πως ήταν θαρραλέο. Κατά βάθος όμως μεμφόταν τον εαυτό του για έλλειψη τόλμης και σκεφτόταν πως οι βρυχηθμοί του Παρισιού, το πρωί, θα ’πρεπε να το είχαν αποτρέψει να μπει σ’ ένα τόσο άγριο θηριοτροφείο.
Τα δόντια της Ύαινας έτριζαν από φρίκη, και οι δυο τους προχωρούσαν με περίσκεψη, αναζητώντας το δρόμο τους για να επιστρέψουν στο σπίτι τους, έχοντας κάθε τόσο την αίσθηση πως οι κυνόδοντες των περαστικών μπήγονταν στο λαιμό τους.
Και να που ξαφνικά υπόκωφη βοή υψώνεται από τις διάφορες γωνιές του κλουβιού. Τα καταστήματα κλείνουν, ο συναγερμός θρηνεί με ασθμαίνουσα κι ανήσυχη φωνή.
Ομάδες οπλισμένων αντρών πλημμυρίζουν τους δρόμους, ξεριζώνουν τους κυβόλιθους, στήνουν οδοφράγματα με βιάση. Οι βρυχηθμοί της πόλης σταμάτησαν∙ βαθιά και θλιβερή σιωπή βασιλεύει. Τ’ ανθρώπινα κτήνη σωπαίνουν∙ έρπουν κατά μήκος των σπιτιών έτοιμα να χυμήξουν.
Και σε λίγο χυμούν. Το ντουφεκίδι ξεσπάει, ενώ το συνοδεύει ο βαρύς ήχος του κανονιού. Το αίμα ρέει, οι νεκροί συνθλίβουν το πρόσωπό τους μέσα στα χαντάκια, οι τραυματίες ουρλιάζουν. Στο κλουβί των ανθρώπων σχηματίστηκαν δύο στρατόπεδα, και τα ζώα αυτά το διασκεδάζουν κάπως να σφάζονται οικογενειακώς.
Όταν το Λιοντάρι κατάλαβε τι συνέβαινε, αναφώνησε:
«Θεέ μου, σώσε μας από τη σύρραξη! Αρκετά τιμωρήθηκα που υπέκυψα στη βλακώδη επιθυμία μου να επισκεφτώ τα τρομερά αυτά σαρκοβόρα. Πόσο πιο ήμερα δεν είναι τα ήθη μας σε σύγκριση με τα δικά τους! Ποτέ δεν αλληλοσπαραζόμαστε εμείς».
Κι απευθυνόμενος στην Ύαινα, συνέχισε:
«Πάμε γρήγορα, ας λακίσουμε από δω. Μην κάνουμε πια τους γενναίους. Εμένα, τ’ ομολογώ, μου κόπηκαν τα ήπατα απ’ την τρομάρα. Πρέπει να πάρουμε δρόμο απ’ τη βάρβαρη τούτη χώρα».
Και τότε το ’βαλαν στα πόδια ντροπιασμένα και φοβισμένα. Το τρέξιμό τους έγινε όλο και πιο ξέφρενο, γιατί ο τρόμος τούς έτρωγε τα σωθικά, και οι τρομακτικές αναμνήσεις της μέρας ήταν σαν ισάριθμα βούκεντρα που τους κέντριζαν τα πλευρά.
Έτσι έφτασαν στον Ζωολογικό Κήπο λαχανιασμένα, κοιτάζοντας τρομοκρατημένα πίσω τους. Αφού ξαναβρήκαν την ανάσα τους έτρεξαν να λουφάξουν σ’ ένα άδειο κλουβί, κλείνοντας με δύναμη την πόρτα του. Εκεί συγχάρηκαν το ένα το άλλο με θέρμη για την επιστροφή τους.
«Τι καλά!» είπε το Λιοντάρι. «Δεν πρόκειται να μου ξανάρθει η διάθεση να βγω απ’ το κλουβί μου για να κάνω βόλτα στο κλουβί των ανθρώπων. Η μόνη δυνατή ειρήνη κι ευτυχία βρίσκεται μόνο σε τούτο εδώ το γλυκό και πολιτισμένο κελί».
Ζ’
Και καθώς η Ύαινα ψηλάφιζε ένα προς ένα τα κάγκελα του κλουβιού, το Λιοντάρι τη ρώτησε:
«Μα τι κοιτάζετε λοιπόν;»
«Κοιτάζω», απάντησε η Ύαινα, «αν τα κάγκελα είναι γερά κι αν μπορούν να μας προστατέψουν επαρκώς από την αγριότητα των ανθρώπων».
Remy de Gourmont[...
Έχουν περάσει ένδεκα χρόνια, κάποιον Απρίλιο είχα έλθει από την επαρχία και κάθε μέρα, μετά τις 5 το απόγευμα, έκοβα βόλτες στις αποβάθρες, ψάχνοντας στους πάγκους των παλαιοβιβλιοπωλών. Δεν γνώριζα κανέναν στο Παρίσι και κάθε περαστικός μου κινούσε την περιέργεια, κι αναρωτιόμουν αν ήταν ένας από εκείνους τους ανθρώπους των οποίων η φήμη μεταξύ των ομοίων τους προηγείται της γνώσης που έχουν οι τελευταίοι για το έργο τους.
Κάθε μέρα, φανταζόμουν ότι συναντούσα τον έναν ή τον άλλον αγαπημένο μου ποιητή, τον τάδε πεζογράφο που θαύμαζα, κάποιο δογματιστή που απεχθανόμουν, κι η τρέλα μου να θέλω να δίνω ονόματα σε αγνώστους με ώθησε να διαπράξω διασκεδαστικά λάθη. Ένας μικρόσωμος γέροντας, που τον πετύχαινα συχνά στη Γέφυρα των Τεχνών, έγινε για μένα ο Maurice Barrès. Νόμισα ότι ανεγνώρισα το φιλόσοφο Tarde στο πρόσωπο ενός μακρυμάλλη άνδρα που βάδιζε αργά κάνοντας να κροταλίζουν τα βότσαλα στην αλλέα του πάρκου Μονσώ. Μια νύχτα, κάποιος έγραφε κάτι ορνιθοσκαλίσματα κάτω από μια λάμπα του δρόμου, και τον έπαιρνα για τον Moréas ή τον Henri de Régnier.
Στις αποβάθρες, κάθε σούρουπο, κάποιος με προσπερνούσε. Ήταν ένας άνδρας εύρωστος, σε πλήρη ακμή. Έφερε ένα μαύρο πανωφόρι, ψηλό καπέλο και λευκό φουλάρι, δεμένο ατημέλητα γύρω από το λαιμό. Βάδιζε γοργά, με διάφορα χαρτιά υπό μάλης, έστεκε μια στιγμή εμπρός από κάθε πάγκο, έπαιρνε πότε-πότε ένα βιβλίο και, αφού το ξεφύλλιζε στα γρήγορα, το έβαζε στη θέση του.
Κάποιες φορές τον είδα να καλεί τον βιβλιοπώλη και να πληρώνει για το βιβλίο… Από καιρού εις καιρόν, ο άγνωστος σταματούσε, στρεφόταν προς το δρόμο και παρατηρούσε χαμογελαστός την κίνηση σε μια γέφυρα. Κάποτε, ένας ακροβάτης που έκανε διάφορα κόλπα κοντά στο Ινστιτούτο τράβηξε για ένα λεπτό την πρόσοχή του. Μιαν άλλη φορά, ατένιζε μακαρίως κάτι σκυλιά που καβγάδιζαν.
Τις πρώτες φορές που είδα αυτόν τον άγνωστο, δεν του έδωσα όνομα, αλλά τον έλεγα «παραμυθά», συγκρίνοντάς τον με τον La Fontaine, στον οποίο υπέθετα ότι έμοιαζε.
Ένα βράδυ, πριν πέσει η νύχτα, ενώ ο ουρανός πήγαινε να σκοτεινιάσει, λιγάκι συννεφιασμένος, και, σαν άλλος Αλσέστ[2], ήταν εδώ κι εκεί στολισμένος με πράσινες κορδέλλες, είδα τον άγνωστο παραμυθά, τον περιπατητικό φιλόσοφο, τον εραστή των βιβλίων και των θεαμάτων του δρόμου, να κοιτάζει τον ασθενικό εκείνον ουρανό.
Το πρώτο άστρο πρόβαλε, ορατό, μα ελάχιστα λαμπρό. Ο άγνωστος έκαμε μια χειρονομία, και κατόπιν έφυγε, βαδίζοντας πολύ γοργά. Τι χειρονομία;… Μου φαίνεται ότι έστειλε ένα φιλί στο άστρο. Τότε λοιπόν έδωσα όνομα στον άγνωστο. Έγινε για μένα ο Remy de Gourmont.
[1] Μείζων κριτικός, ποιητής και πεζογράφος του γαλλικού συμβολισμού (1858-1915)[2] Αναφορά στον Μισάνθρωπο του Μολιέρου.
Ο δρόμος...
1
Οι πολυκατοικίες στέκονται η μία δίπλα στην άλλη. Είναι ευθυγραμμισμένες. Έτσι πρέπει: να είναι ευθυγραμμισμένες∙ αν δεν είναι, παρουσιάζουν σοβαρότατη ατέλεια, και τότε λέμε ότι «υπόκεινται σε ευθυγράμμιση», κάτι που σημαίνει ότι έχουμε κάθε λόγο να τις κατεδαφίσουμε και να τις ξαναχτίσουμε, έτσι ώστε να ευθυγραμμίζονται με τις άλλες.
Η παράλληλη παράταξη δύο σειρών ευθυγραμμισμένων πολυκατοικιών καθορίζει αυτό που αποκαλούμε δρόμο: δρόμος είναι ένας χώρος πλαισιωμένος (συνήθως, κατά μήκος) από σπίτια∙ δρόμος είναι αυτό που χωρίζει το ένα σπίτι από το άλλο, αλλά κι αυτό που μας επιτρέπει να πηγαίνουμε από το ένα σπίτι στο άλλο, είτε στην ίδια πλευρά, είτε στην απέναντι. Επιπλέον, δρόμος είναι κι αυτό που μας επιτρέπει να εντοπίσουμε ένα σπίτι. Υπάρχουν διάφορα συστήματα εντοπισμού∙ το πιο διαδεδομένο, στην εποχή μας και στα μέρη μας, συνίσταται στο να δίνεις όνομα στο δρόμο και αριθμούς στα σπίτια: η ονοματοδοσία των δρόμων είναι κάτι εξαιρετικά σύνθετο (συχνά, μάλιστα, ακανθώδες), περί του οποίου θα μπορούσαν να γραφτούν τόμοι ολόκληροι∙ όσο για την αρίθμηση, δεν είναι τόσο απλή: κατ’ αρχάς, αποφασίστηκε να μπαίνουν οι ζυγοί αριθμοί απ’ τη μια πλευρά κι οι μονοί απ’ την άλλη (αλλά, όπως αναρωτιέται –και με το δίκιο του- ένας χαρακτήρας του Raymond Queneau στην Πτήση του Ικάρου, «το 13 bis είναι μονός ή ζυγός αριθμός;»)∙ δεύτερον, σε σχέση με την κατεύθυνση του δρόμου, οι ζυγοί αριθμοί να μπαίνουν δεξιά (και οι μονοί, αριστερά)∙ και τρίτον, η εν λόγω κατεύθυνση του δρόμου να καθορίζεται κατά κανόνα (γνωρίζουμε, εντούτοις, ουκ ολίγες εξαιρέσεις) από τη θέση του εν λόγω δρόμου ως προς έναν δεδομένο άξονα∙ εν προκειμένω, τον Σηκουάνα: η αρίθμηση των δρόμων που είναι παράλληλοι προς τον Σηκουάνα, πηγαίνει αντίθετα προς το ρεύμα του∙ οι αριθμοί των καθέτων ξεκινούν απ’ τον Σηκουάνα και απομακρύνονται. (Οι ρυθμίσεις αυτές αφορούν, φυσικά, στο Παρίσι∙ φαντάζομαι ότι ανάλογες λύσεις θα επινοήθηκαν και για άλλες πόλεις.)
Αντίθετα με τις πολυκατοικίες που (συνήθως) ανήκουν σε κάποιον, οι δρόμοι (κατ’ αρχήν) δεν ανήκουν σε κανέναν. Χωρίζονται (μάλλον ακριβοδίκαια) σε μια ζώνη αποκλειστική για τα αυτοκίνητα («οδόστρωμα») και δύο ζώνες, εμφανώς στενότερες, για τους πεζούς («πεζοδρόμια»). Ορισμένοι δρόμοι (οδόστρωμα + πεζοδρόμια) προορίζονται για αποκλειστική χρήση από τους πεζούς – είτε μονίμως («πεζόδρομοι») είτε προσκαίρως, σε έκτακτες περιστάσεις. Οι ζώνες όπου το οδόστρωμα εφάπτεται του πεζοδρομίου, επιτρέπουν στους οδηγούς που δεν θέλουν πια να κυκλοφορούν, να σταθμεύσουν. Επειδή, όμως, ο αριθμός των οδηγών που δεν θέλουν πια να κυκλοφορούν, είναι πολύ μεγαλύτερος των διαθέσιμων θέσεων, οι δυνατότητες στάθμευσης περιορίστηκαν, είτε εντός κάποιων περιμέτρων που ονομάστηκαν «ζώνες στάθμευσης» (με αντίστοιχο περιορισμό του χρόνου στάθμευσης), είτε, γενικότερα, με την εγκατάσταση ενός συστήματος στάθμευσης επί πληρωμή.
Δεν είναι σύνηθες να υπάρχουν δέντρα στους δρόμους. Κι όταν υπάρχουν, το κάτω μέρος του κορμού τους προστατεύεται από ένα κιγκλίδωμα. Αντίθετα, οι περισσότεροι δρόμοι είναι εφοδιασμένοι με ειδικές διευθετήσεις που καλύπτουν διάφορες ανάγκες: έτσι, π.χ., υπάρχουν φανοστάτες που ανάβουν αυτομάτως μόλις ελαττωθεί σημαντικά το φως της ημέρας∙ υπάρχουν στάσεις όπου ο κόσμος μπορεί να περιμένει το λεωφορείο ή ταξί∙ τηλεφωνικοί θάλαμοι και παγκάκια∙ κουτιά μέσα στα οποία οι πολίτες μπορούν να ρίχνουν επιστολές τις οποίες έρχεται να περισυλλέξει η υπηρεσία των ταχυδρομείων σε καθορισμένες ώρες∙ ωρολογιακοί μηχανισμοί, προγραμματισμένοι να δέχονται το χρηματικό ποσό που απαιτείται για μια στάθμευση περιορισμένου χρόνου∙ καλάθια για παλιόχαρτα και άλλα σκουπίδια, στα οποία πολλοί διαβάτες, περνώντας, ρίχνουν μια φευγαλέα, κρυφή ματιά∙ φωτεινοί σηματοδότες. Υπάρχουν επίσης διάφορες άλλες πινακίδες, όπως, π.χ., αυτές που δείχνουν σε ποια πλευρά του δρόμου μπορούμε να σταθμεύσουμε ανάλογα με το αν βρισκόμαστε στο πρώτο ή στο δεύτερο ήμισυ του μήνα (το αποκαλούμενο «σύστημα εναλλασσόμενης μονόπλευρης στάθμευσης»), ή ότι πρέπει να τηρηθεί ησυχία, δεδομένης της εγγύτητας κάποιου νοσοκομείου, ή, τέλος και κυρίως, ότι ο δρόμος είναι μονόδρομος: έχει αυξηθεί τόσο πολύ ο αριθμός των αυτοκινήτων, ώστε θα ήταν σχεδόν αδύνατον να κυκλοφορήσει κανείς αν δεν είχε επικρατήσει η συνήθεια, εδώ και αρκετά χρόνια, στις περισσότερες πυκνοκατοικημένες πόλεις, να επιβάλλεται στους οδηγούς να κυκλοφορούν μόνο προς μία κατεύθυνση, κάτι που, όπως είναι φυσικό, τους υποχρεώνει πολλές φορές να κάνουν ολόκληρους γύρους.
Σε ορισμένες διασταυρώσεις που θεωρούνται ιδιαιτέρως επικίνδυνες, η (συνήθως απερίσπαστη) επικοινωνία πεζοδρομίων και οδοστρώματος εμποδίζεται από μεταλλικούς πασσάλους που συνδέονται μεταξύ τους με αλυσίδες∙ παρόμοιοι πάσσαλοι, εμπεπηγμένοι στα πεζοδρόμια, χρησιμεύουν πολλές φορές προκειμένου να εμποδίσουν τα αυτοκίνητα απ’ το να σταθμεύσουν πάνω στα πεζοδρόμια, κάτι που, αν δεν τους εμπόδιζαν, θα το έκαναν με πολλή ευχαρίστηση. Τέλος, σε ορισμένες περιπτώσεις (στρατιωτικές παρελάσεις, υποδοχή αρχηγών κρατών κ.λπ.), μεγάλα τμήματα του οδοστρώματος μπορούν να αποκλειστούν για τους οδηγούς, μέσα από ελαφρά μεταλλικά εμπόδια που εφαρμόζουν το ένα μέσα στο άλλο.
Σε ορισμένα σημεία, το πεζοδρόμιο υποχωρεί, σχηματίζοντας ένα κοίλωμα, το αποκαλούμενο «πλοίο», εξαιτίας του σχήματός του, που δείχνει ότι υπάρχουν σταθμευμένα αυτοκίνητα μέσα στην πολυκατοικία κι ότι καλό είναι να τους αφήνουμε τη δυνατότητα να βγουν∙ σε άλλα σημεία, πλακάκια από φαγιάντσα, ένθετα στο κράσπεδο του πεζοδρομίου, δείχνουν ότι σ’ εκείνο το τμήμα της ζώνης δικαιούνται να σταθμεύσουν μόνο ενοικιαζόμενα αυτοκίνητα.
Το σημείο τομής του οδοστρώματος με το πεζοδρόμιο λέγεται «ρείθρο»: είναι μια ζώνη ελαφρώς επικλινής, χάρη στην οποία τα νερά της βροχής μπορούν να κυλήσουν στον υπόνομο που είναι κάτω από το δρόμο, αντί να πλημμυρίσουν το οδόστρωμα, κάτι που θα έφερνε σοβαρά προσκόμματα στην κυκλοφορία των αυτοκινήτων. Για πολλούς αιώνες, υπήρχε μόνο ένα ρείθρο, στο κέντρο του οδοστρώματος, αλλά θεωρείται ότι το σημερινό σύστημα είναι πιο πρακτικό. Αν επικρατεί ανομβρία, η συντήρηση των οδοστρωμάτων και των πεζοδρομίων εξασφαλίζεται χάρη σε κρουνούς που είναι εγκατεστημένοι σχεδόν σε κάθε γωνία και ανοίγουν με κάτι μεγάλα κλειδιά, σχήματος Τ, με τα οποία είναι εφοδιασμένοι οι δημοτικοί υπάλληλοι οι επιφορτισμένοι με την καθαριότητα των δρόμων.
Κατ’ αρχήν, δεν υπάρχει κανένα κώλυμα ως προς το να περάσεις από τη μια πλευρά του δρόμου στην άλλη, αρκεί να χρησιμοποιείς τις διαβάσεις για τους πεζούς, από τις οποίες τα αυτοκίνητα οχήματα πρέπει να διέρχονται με εξαιρετική προσοχή. Αυτές οι διαβάσεις σηματοδοτούνται είτε από δύο σειρές μεταλλικά καρφιά (διαμέτρου γύρω στα δώδεκα εκατοστά), παράλληλες και κάθετες προς τον άξονα του δρόμου, είτε από φαρδιές, άσπρες λωρίδες, βαμμένες πλαγίως καθ’ όλο το πλάτος του δρόμου. Κανένα από τα δύο αυτά συστήματα διαβάσεων δε φαίνεται να έχει την αποτελεσματικότητα που είχε κάποτε, και χρειάζεται συχνά να ενισχυθεί μ’ ένα σύστημα φωτεινής σηματοδότησης με τρία χρώματα (κόκκινο, πορτοκαλί, πράσινο), η οποία, εξαπλούμενη, κατέληξε να προκαλεί εξόχως σύνθετα προβλήματα συγχρονισμού, που κάποιοι από τους πιο ισχυρούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές του κόσμου και κάποια από τα πιο λαμπερά μαθηματικά μυαλά της εποχής μας πασχίζουν αδιαλείπτως να τα λύσουν.
Σε διάφορα σημεία της πόλης, τηλεχειριζόμενες κάμερες κατοπτεύουν την κίνηση: υπάρχει μία στη στέγη τού Κοινοβουλίου, ακριβώς κάτω απ’ τη μεγάλη γαλλική σημαία∙ μια άλλη, στην Πλατεία Εντμόν Ροστάν∙ άλλες, στο Αλεζιά, στο Κλισί, στο Σατλέ, στην Πλατεία Βατίλης κ.α.
2
Είδα δύο τυφλούς στην οδό Λινέ. Περπατούσαν πιασμένοι αγκαζέ. Κρατούσαν και οι δύο μακριά μπαστούνια, πολύ ελαστικά. Η γυναίκα ήταν γύρω στα πενήντα∙ ο άντρας, πολύ νέος. Η γυναίκα ψηλαφούσε με την άκρη του μπαστουνιού της όλα τα κάθετα εμπόδια που υψώνονταν κατά μήκος του πεζοδρομίου, και, οδηγώντας το μπαστούνι του νεαρού, τον βοηθούσε να τ’ αγγίξει κι αυτός, λέγοντάς του, πολύ γρήγορα και χωρίς ποτέ να κάνει λάθος, τι ήταν, ένα ένα, τα εμπόδια: ένας φανοστάτης, μια στάση λεωφορείου, ένας τηλεφωνικός θάλαμος, ένα καλάθι αχρήστων, ένα ταχυδρομικό κουτί, μια πινακίδα της τροχαίας (φυσικά, δεν μπόρεσε να του πει και τι έγραφε…), ένας φωτεινός σηματοδότης…
3
Πρακτικές ασκήσεις
Καμιά φορά, παρατήρησε το δρόμο, ίσως με κάποια συστηματικότητα.
Βολέψου. Μη βιάζεσαι.
Σημείωσε τον τόπο : το πεζοδρόμιο ενός café, κοντά
στη διασταύρωση των οδών Ντι
Μπακ και Σεν-Ζερμέν
την ώρα : επτά το βράδυ
την ημερομηνία : 15 Μαΐου 1973
τον καιρό : αίθριοςΣημείωσε ό,τι βλέπεις∙ ό,τι αξιοσημείωτο συμβαίνει. Ξέρεις να διακρίνεις τα αξιοσημείωτα; Υπάρχει κάτι που σου κάνει εντύπωση;
Τίποτα δε σου κάνει εντύπωση. Δεν ξέρεις να βλέπεις.Καν’ το ακόμα πιο αργά, σχεδόν χαζά. Υποχρεώσου να καταγράψεις ό,τι δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον, ό,τι είναι προφανέστερο, ό,τι είναι πιο κοινότυπο και ανούσιο.
Ο δρόμος: προσπάθησε να περιγράψεις το δρόμο∙ πώς είναι, σε τι χρησιμεύει∙ τους περαστικούς∙ τα αυτοκίνητα (τι είδους αυτοκίνητα;)∙ τις πολυκατοικίες: σημείωσε ότι είναι μάλλον άνετες, μάλλον πολυτελείς∙ ξεχώρισε τις κατοικίες απ’ τα γραφεία.
Τα καταστήματα. Τι πωλείται στα καταστήματα; Δεν υπάρχουν καταστήματα τροφίμων. Α, ναι: υπάρχει ένα αρτοπωλείο! Αναρωτήσου από πού ψωνίζουν οι άνθρωποι της γειτονιάς.
Τα cafés. Πόσα cafés υπάρχουν; Ένα, δύο, τρία, τέσσερα. Γιατί διάλεξες αυτό το συγκεκριμένο; Γιατί έχεις ξανάρθει, γιατί το βλέπει ο ήλιος, γιατί πουλά και τσιγάρα. Τα άλλα καταστήματα: αντίκες, ρούχα, hi-fi κ.λπ. Μη λες, μη γράφεις «κ.λπ.» Προσπάθησε πάση θυσία να εξαντλείς το θέμα, ακόμα κι αν σου φαίνεται γκροτέσκο ή μάταιο ή ηλίθιο. Τίποτα ακόμα δεν έχεις κοιτάξει∙ το μόνο που έχεις κάνει, είναι να εντοπίσεις κάτι που είχες εντοπίσει προ καιρού.
Μάθε να βλέπεις πιο επιφανειακά.
Ανακάλυψε ένα ρυθμό: τα αυτοκίνητα που περνούν. Τα αυτοκίνητα περνούν κατά ομάδες, γιατί, πιο κάτω ή πιο πάνω, τα «πιάνει» το κόκκινο φανάρι.
Μέτρησε τα αυτοκίνητα.
Πρόσεξε τις πινακίδες των αυτοκινήτων. Ξεχώρισε τις παρισινές από τις άλλες.
Τα ταξί: ενώ φαίνεται να υπάρχουν πολλοί που περιμένουν, σημείωσε πόσο αραιά εμφανίζονται.
Διάβασε ό,τι υπάρχει γραμμένο στο δρόμο: στήλες Μορίς, αφίσες καλλιτεχνικών εκδηλώσεων, εφημερίδες στα περίπτερα, διαφημίσεις, πινακίδες της τροχαίας, γκράφιτι, φείγ-βολάν, επιγραφές καταστημάτων.
Ωραίες γυναίκες. Στη μόδα τα πολύ ψηλά τακούνια.
Αποκρυπτογράφησε ένα τμήμα της πόλης∙ προσπάθησε να συναγάγεις τα αυτονόητα: π.χ. την ιδεοληψία της ιδιοκτησίας. Κατάγραψε όλες ανεξαιρέτως τις κινήσεις που κάνει ο οδηγός ενός αυτοκινήτου όταν σταθμεύει, έστω και μόνο για να ψωνίσει εκτατό γραμμάρια φρουί-γκλασέ:
-παρκάρει μετά από κάμποσες μανούβρες
-σβήνει τη μηχανή
-βγάζει το κλειδί από τη μίζα, ενεργοποιώντας έτσι αυτομάτως τον πρώτο αντικλεπτικό μηχανισμό
- εξέρχεται του οχήματος
- ανεβάζει το τζάμι της μπροστινής αριστερής πόρτας
- κλειδώνει την πόρτα
- ελέγχει αν είναι κλειδωμένη η πίσω αριστερή πόρτα∙ αν δεν είναι:
την ανοίγει
πατάει από μέσα την ασφάλεια
κλείνει την πόρτα
βεβαιώνεται ότι τώρα, ναι: είναι κλειδωμένη
- κάνει το γύρο του αυτοκινήτου∙ ανάλογα με την περίπτωση, ελέγχει αν είναι κλειδωμένο το πορτ-μπαγκάζ
- ελέγχει αν είναι κλειδωμένη η πίσω δεξιά πόρτα∙ αν δεν είναι, επαναλαμβάνει το σύνολο των κινήσεων που πραγματοποίησε ήδη προκειμένου περί της πίσω αριστερής πόρτας
- ανεβάζει το τζάμι της μπροστινής δεξιάς πόρτας
- κλείνει την μπροστινή δεξιά πόρτα
- την κλειδώνει
- πριν απομακρυνθεί, ρίχνει ένα πανοραμικό βλέμμα, για να σιγουρευτεί ότι το αμάξι είναι ακόμα εκεί κι ότι δε θα ’ρθει κανείς να του το πάρει.Αποκρυπτογράφησε ένα τμήμα της πόλης∙ τις διαδρομές των λεωφορείων: γιατί τα λεωφορεία πηγαίνουν από το σημείο Α στο σημείο Β; Ποιος αποφασίζει τις διαδρομές και σε συνάρτηση με τι; Θυμήσου πως το δρομολόγιο ενός παρισινού λεωφορείου «εντός των τειχών» καθορίζεται από έναν διψήφιο αριθμό: το πρώτο από τα δύο ψηφία προσδιορίζει την αφετηρία∙ το δεύτερο, το τέρμα. Βρες παραδείγματα, βρες εξαιρέσεις: όσα λεωφορεία έχουν αριθμό που αρχίζει με το ψηφίο 2, ξεκινούν απ’ τον σιδηροδρομικό σταθμό Σεν-Λαζάρ, ενώ όσα λεωφορεία έχουν αριθμό που τελειώνει με το ψηφίο 2, τερματίζουν είτε στο 16ο Διαμέρισμα είτε στο Δάσος της Βουλόνης.
(Παλιά, αντί γι’ αριθμούς είχαν γράμματα: το S, που τόσο αγάπησε ο Queneau, έγινε το 84∙ νοστάλγησε τα λεωφορεία με πλατφόρμα, το σχήμα των εισιτηρίων, τον εισπράκτορα με το μηχανάκι που ήταν περασμένο στη ζώνη του…)
Οι περαστικοί. Από πού έρχονται; Πού πάνε; Ποιοι είναι;
Βιαστικοί. Αργόσχολοι. Πακέτα. Συνετοί, με καμπαρντίνες. Σκυλιά: κανένα άλλο ζώο στον ορίζοντα. Πουλιά: ούτε φαίνονται (κι όμως, πρέπει να υπάρχουν πουλιά), μα ούτε κι ακούγονται. Θα μπορούσε να πάρει το μάτι σου ένα γάτο τη στιγμή που γλιστράει κάτω από ένα αυτοκίνητο, αλλά κάτι τέτοιο δε συμβαίνει.
Σε γενικές γραμμές, ούτε τίποτ’ άλλο συμβαίνει.
Δοκίμασε να κατατάξεις τους ανθρώπους: όσους είναι απ’ αυτή τη γειτονιά κι όσους δεν είναι απ’ αυτή τη γειτονιά. Δεν πρέπει να υπάρχουν τουρίστες. Η εποχή δεν προσφέρεται, μα ούτε κι η γειτονιά είναι ιδιαιτέρως τουριστική. Ποια είναι τα αξιοθέατα της γειτονιάς; Το μέγαρο του Salomon Bernard; Η εκκλησία του αγίου Θωμά Ακινάτου; Το κτίριο στο Νο. 5 της οδού Σεμπαστιέν Μποτέν;
Η ώρα περνάει. Πιες την μπίρα σου. Περίμενε.
Σημείωσε ότι δεν έχει δέντρα γύρω (δέντρα έχει πιο κάτω, στη Σεν-Ζερμέν, στη Ρασπάιγ), ότι δεν υπάρχουν κινηματογράφοι, ούτε θέατρα, ούτε καμία οικοδομή, ότι οι περισσότεροι ιδιοκτήτες έχουν συμμορφωθεί κι έχουν ανακαινίσει τις προσόψεις των σπιτιών τους.
Ένα σκυλί σπάνιας ράτσας (αφγανικό; σλούγκι;)
Ένα Land Rover που θα ’λεγε κανείς ότι είναι εξοπλισμένο για να διασχίσει τη Σαχάρα (χωρίς να το θέλεις, σημειώνεις μόνο το αξιοπερίεργο, το ασύνηθες, το θλιβερά εξωτικό, ενώ θα ’πρεπε να κάνεις το ακριβώς αντίθετο).
Συνέχισε ώσπου το τοπίο να γίνει εντελώς αλλόκοτο ώσπου να νιώσεις, για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, ότι είσαι σε μια ξένη πόλη, ή, ακόμα καλύτερα, ώσπου να μην καταλαβαίνεις πια τι συμβαίνει ή τι δεν συμβαίνει, ώσπου να μην αναγνωρίζεις πια το μέρος όπου βρίσκεσαι, ώσπου να μην ξέρεις πια ούτε κι ότι αυτό λέγεται πόλη, δρόμος, πολυκατοικίες, πεζοδρόμια…
Σπάστ’ τα όλα, κάνει να ρίξει βροχές κατακλυσμιαίες, να φυτρώσει χορτάρι, να πάρουν αγελάδες τη θέση των ανθρώπων, κι εκεί, στη διασταύρωση των οδών Ντι Μπακ και Σεν-Ζερμέν, να ξεπροβάλει, εκατό μέτρα πάνω από τις στέγες των σπιτιών, ο Κινγκ Κονγκ ή ο Super Mouse του Tex Avery!
Ή ακόμα: προσπάθησε να φανταστείς κάτω απ’ τους δρόμους, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια, το πλέγμα των υπονόμων, τις γραμμές του μετρό, το αόρατο και υπόγειο δίκτυο των αγωγών (ηλεκτρισμός, φωταέριο, τηλεφωνικά καλώδια, σωληνώσεις νερού και πεπιεσμένου αέρα) χωρίς τους οποίους ο βίος στην επιφάνεια θα ’ταν αβίωτος.
Κι από κάτω, ακριβώς από κάτω, αναβίωσε την ηώκαινο: ο ασβεστόλιθος, η μάργα και η κρητίς, ο γύψος, ο λιμναίος ασβεστόλιθος του Σεντ-Ουέν, η άμμος του Μποσάν, ο τραχύς ασβεστόλιθος, η άμμος και ο λιγνίτης του Σουασονέ, η πλαστική άργιλος, η κιμωλία.
4
Ή, πάλι:
Σχεδίασμα επιστολής
Σε σκέφτομαι, συχνά
καμιά φορά μπαίνω σ’ ένα café, κάθομαι κοντά στην πόρτα, παραγγέλνω έναν καφέ
βγάζω τα τσιγάρα μου, ένα κουτί σπίρτα, ένα σημειωματάριο, το στιλό μου – τ’ αφήνω πάνω στη φορμάικα
ανακατεύω για πολλή ώρα τον καφέ με το κουταλάκι (κι ωστόσο, δε βάζω ζάχαρη στον καφέ μου∙ τον πίνω αφήνοντας να λιώσει η ζάχαρη στο στόμα μου, όπως οι βόρειοι λαοί, όπως οι Ρώσοι και οι Πολωνοί όταν πίνουν τσάι)
κάνω ότι κάτι με απασχολεί, ότι στοχάζομαι, ότι είμαι στα πρόθυρα σημαντικής απόφασης
πάνω και δεξιά σε μια λευκή σελίδα γράφω την ημερομηνία, καμιά φορά και τον τόπο, καμιά φορά και την ώρα, κάνω ότι γράφω ένα γράμμαγράφω αργά, πολύ αργά, όσο πιο αργά μπορώ, χαράζω, σχεδιάζω κάθε γράμμα, κάθε τόνο, ελέγχω τα σημεία στίξεως
κοιτάζω προσεκτικά μιαν αφισέτα, τον τιμοκατάλογο των παγωτών, μια σιδηροκατασκευή, ένα στόρι, το κίτρινο εξαγωνικό σταχτοδοχείο (στην πραγματικότητα, πρόκειται για ισόπλευρο τρίγωνο, στις κοφτές γωνίες του οποίου έχουν τοποθετηθεί οι ημικυλινδρικές υποδοχές για τα τσιγάρα)
έξω έχει λίγο ήλιο το café είναι σχεδόν άδειο δυο εργάτες πίνουν ρούμι στην μπάρα, το αφεντικό λαγοκοιμάται πίσω απ’ το ταμείο του, η σερβιτόρα καθαρίζει τη μηχανή του καφέ
σε σκέφτομαι βαδίζεις στο δρόμο του σπιτιού σου, είναι χειμώνας, έχεις σηκώσει το γιακά του παλτού σου, είσαι χαμογελαστή και απόμακρη
[…]
5
Οι τόποι (Σημειώσεις για ένα έργο εν προόδω)
Το 1969 διάλεξα 12 τόπους στο Παρίσι (δρόμους, πλατείες, σταυροδρόμια, μια στοά), είτε γιατί έζησα σ’ αυτούς, είτε γιατί με συνέδεαν μ’ αυτούς ιδιαίτερες αναμνήσεις.
Έχω (αυτό)δεσμευτεί να περιγράφω, κάθε μήνα, δύο απ’ τους δώδεκα τόπους. Η μία απ’ αυτές τις περιγραφές γίνεται επί τόπου και στοχεύει στο να είναι όσο το δυνατόν πιο ουδέτερη: καθισμένος σ’ ένα café ή βαδίζοντας στο δρόμο, κρατώντας ένα στιλό κι ένα μπλοκάκι, προσπαθώ να περιγράψω τα σπίτια, τα καταστήματα, τους ανθρώπους που συναντώ, τις αφίσες και, γενικά, όλες τις λεπτομέρειες που προσελκύουν το βλέμμα μου. Η άλλη περιγραφή γίνεται εκτός (του συγκεκριμένου) τόπου: προσπαθώ να περιγράψω τον τόπο από μνήμης και να ανακαλέσω ό,τι θυμάμαι απ’ αυτόν, είτε από γεγονότα που διαδραματίστηκαν εκεί, είτε από ανθρώπους που συνάντησα εκεί. Όταν τελειώσουν αυτές οι περιγραφές, τις βάζω σ’ ένα φάκελο που τον σφραγίζω με βουλοκέρι. Αρκετές φορές, ζήτησα ένα ή μία φίλο/η φωτογράφο να με συνοδέψει στους τόπους, και οι φωτογραφίες που τραβήχτηκαν (είτε κατ’ απόλυτη επιλογή του/της φωτογράφου είτε βάσει οδηγιών μου), μπήκαν κι αυτές, χωρίς να τις δω (με μία μόνο εξαίρεση) στους αντίστοιχους φακέλους∙ μερικές φορές, πάλι, έβαλα σ’ αυτούς τους φακέλους διάφορα στοιχεία που αργότερα θα μπορούσαν να συνεισφέρουν τη μαρτυρία τους, όπως, π.χ., εισιτήρια του μετρό ή του σινεμά, λογαριασμοί εστιατορίων και cafés, διάφορα προσπέκτους κ.λπ.)
Κάθε χρόνο, ξαναπιάνω αυτές τις περιγραφές, φροντίζοντας, χάρη σ’ έναν αλγόριθμο τον οποίο έχω ήδη αναφέρει (ορθογώνιο λατινικό δι-τετράγωνο, αλλά, αυτή τη φορά, δωδεκάτης τάξεως), πρώτον: να περιγράψω καθέναν απ’ αυτούς τους τόπους σε διαφορετικό μήνα του χρόνου, και, δεύτερον: να μην περιγράψω ποτέ στον ίδιο μήνα το ίδιο ζεύγος τόπων.
Αυτό το εγχείρημα, λοιπόν (που η αρχή του δεν απέχει πολύ από αυτήν που διέπει τις ωρολογιακές βόμβες), θα διαρκέσει δώδεκα χρόνια: ωσότου, δηλαδή, όλοι οι τόποι περιγραφούν δύο φορές επί δώδεκα. Πέρσι, πολύ απασχολημένος με το γύρισμα της ταινίας Ένας άνθρωπος που κοιμάται (στην οποία, ειρήσθω εν παρόδω, εμφανίζονται οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους τόπους), έχασα όλο το 1973, κι έτσι, μόνο το 1981 θα έχω στην κατοχή μου (αν δεν προκύψει κι άλλο εμπόδιο στο μεταξύ…) τα 288 κείμενα που θα μου αποδώσει αυτή η εμπειρία. Και τότε θα μάθω αν άξιζε τον κόπο: αυτό που περιμένω, πράγματι, δεν είναι τίποτ’ άλλο από την ένδειξη μιας τριπλής γήρανσης: των ίδιων των τόπων, των αναμνήσεών μου και της γραφής μου.
Περέκ Ζορζ, «Ο δρόμος», Χορείες χώρων, ύψιλον/βιβλία, Αθήνα, 2000, σ. 66-79.
Το χρυσόψαρο...
Το Παρίσι στην αρχή ήταν καταπληκτικό. Κυκλοφορούσα στους δρόμους. Δε σταματούσα. Η Χουρίγια έμενε κλεισμένη στο διαμέρισμα, μαγείρευε, παρατηρούσε. Φοβόταν τα πάντα. Όπως άλλοτε στο χάνι, εγώ ψώνιζα, εγώ πήγαινα παντού. Έβγαινα το πρωί γύρω στις επτά οκτώ η ώρα με πλαστικές τσάντες, αγόραζα πατάτες (τρώγαμε κυρίως πατάτες βραστές), ψωμί, ντομάτες, γάλα. Το κρέας ήταν πολύ ακριβό, κι έπειτα η Χουρίγια δεν είχε εμπιστοσύνη. Φοβόταν μήπως της δώσουν να φάει χοιρινό.
Έπρεπε να κάνουμε οικονομίες. Το δωμάτιο κόστιζε πεντακόσια φράγκα την εβδομάδα, εκτός από το ηλεκτρικό. Δεν είχαμε θέρμανση. Η κουζίνα ήταν κοινή για όλους τους ενοικιαστές. Ήταν όλοι μαύροι, κι η δεσποινίς Μάγερ τούς βόλευε ανά τέσσερις στο ίδιο δωμάτιο. H ίδια κατοικούσε στο ισόγειο κι ερχόταν κάθε στιγμή να επιθεωρήσει τι συνέβαινε. Ύστερα από μερικές μέρες γνώρισα τη Μαρί-Ελέν, μια Γουαδελουπιανή που δούλευε στο νοσοκομείο Μπουσικό, και το φίλο της Ζοζέ που ήταν κι αυτός από τις Αντίλλες, κι όλους τους Αφρικανούς, τον Νεμπάγε, τον Μάντι, τον Αντουάν, τον Νονό που ήταν πιο μικρός από μένα, πολύ μαύρος κι έπαιζε μποξ. Τους αγαπούσα πολύ, ήταν αστείοι, διασκέδαζαν με τα πάντα και μιλούσαν για την ιδιοκτήτρια, τη δεσποινίδα Μάγερ, αποκαλώντας την «παλιόγρια». Ή την έλεγαν «Σιμπάνια», γιατί ήταν τ’ όνομα που η Φάτιμα, που ζούσε πριν από εμάς στο δωμάτιο, της είχε δώσει. Η δεσποινίς Μάγερ είχε πει βλέποντάς μας: «Κατά βάση, δε νοικιάζω ποτέ σε Άραβες». Είχε κάνει όμως μια εξαίρεση, ίσως εξαιτίας του χρώματός μου.
Τον πρώτο καιρό μού άρεσε πολύ αυτή η πόλη. Με φόβιζε λιγάκι γιατί ήταν τόσο μεγάλη, ήταν όμως γεμάτη καταπληκτικά πράγματα, μ’ ασυνήθιστους ανθρώπους. Εντέλει, έτσι την έβλεπα εγώ.
Αρχικά μ’ εξέπληξαν οι σκύλοι.
Ήταν παντού.
Μεγάλοι, χοντροί, μικροί κοντοπόδαροι, με τόσο μακρύ τρίχωμα, που δεν ήξερες πού ήταν το κεφάλι τους, πού ήταν η ουρά τους, ολόσγουροι σαν να είχαν βγει από τον κομμωτή, άλλοι κουρεμένοι σαν λιοντάρια, σαν ταύροι, σαν πρόβατα, σαν φώκιες. Μερικοί ήταν τόσο μικροί, που θα τους έλεγες ποντίκια, και τρεμάμενοι σαν ποντίκια και με κακό ύφος σαν ποντίκια. Άλλοι ήταν μεγάλοι, σαν μοσχάρια, σαν γαϊδούρια με κρεμαστά ματωμένα χείλη και μάγουλα που κρέμονταν, κι όταν κουνούσαν το κεφάλι τους, πιτσιλούσαν τα πάντα με το σάλιο τους. Μερικοί ζούσαν σε διαμερίσματα των καλών συνοικιών και κυκλοφορούσαν μέσα σ’ αμερικάνικα, αγγλικά, ιταλικά αυτοκίνητα. Μερικοί έβγαιναν μες στην αγκαλιά των κυριών τους, καταστόλιστοι, με κορδέλες και ντυμένοι με μικρά καρό γιλέκα. Είδα μάλιστα κι έναν που έκανε βόλτα δεμένος στην άκρη ενός μακριού λουριού που η κυρία του το είχε δέσει στο αυτοκίνητό της.
Δε θέλω να πω ότι εμείς δεν είχαμε σκύλους. Υπήρχαν πολλοί, αλλά έμοιαζαν όλοι μεταξύ τους, σταχτί χρώμα με κίτρινα μάτια, κοιλιά τόσο άδεια που θα μπορούσαν να είναι σφήκες. Εκεί κάτω είχα μάθει να τους προσέχω. Όταν έβλεπα ένα σκύλο που πλησίαζε πολύ ή μάλλον που δεν έβγαινε αρκετά γρήγορα από το δρόμο μου, διάλεγα μια πολύ αιχμηρή πέτρα και σήκωνα το χέρι πάνω από το κεφάλι μου, και, γενικά, αυτό αρκούσε για ν’ απομακρύνει το ζώο. Το έκανα αυτό χωρίς καν να το σκεφτώ. Ήμουν τόσο συνηθισμένη, που την πρώτη φορά που, στο Ζαρντέν ντε Πλαντ, ένας μεγάλος αδύνατος σκύλος, δεμένος στην άκρη ενός πολύ μακριού λουριού που έμοιαζε εφοδιασμένο μ’ ελατήριο, πλησίασε για να μυρίσει τις φτέρνες μου, έκανα την κίνηση. Δεν είχα πέτρα, γιατί στο Παρίσι δε βρίσκεις εύκολα χαλίκια στους δρόμους. Ο σκύλος με κοίταξε μ’ έκπληξη, σαν να έπαιζα με μπάλα. Μα η αφεντικίνα του κατάλαβε και μ’ έβρισε, σαν να ήθελα να ρίξω σε κείνη την πέτρα.
Αργότερα, δε συνήθισα στ’ αλήθεια, αλλά έδινα λιγότερη προσοχή στους σκύλους. Ανήκαν όλοι σε ανθρώπους που τους κρατούσαν από το λουρί και κατά συνέπεια δεν ήταν επικίνδυνοι, εκτός από τα κόπρανά τους, που πάνω τους μπορούσες να γλιστρήσεις και να σπάσεις τα κόκαλά σου.
Οι δρόμοι του Παρισιού μού φαίνονταν ατελείωτοι. Και μερικοί ήταν πράγματι ατελείωτοι, λεωφόροι, βουλεβάρτα που χάνονταν στη ροή των αυτοκινήτων, που εξαφανίζονταν ανάμεσα στα κτίρια. Για μένα που είχα γνωρίσει μόνο τον κόσμο του Μελλάχ και την ντενεκεδούπολη του Ταμπρικέ ή τους μικρούς δρόμους τους πλαισιωμένους με γιασεμί της συνοικίας του Ωκεανού αυτή η πόλη ήταν τεράστια, ανεξάντλητη. Σκεφτόμουν πως, ακόμη κι αν ήθελα να διασχίσω όλους τους δρόμους, τον ένα μετά τον άλλο, η ζωή μου δε θ’ αρκούσε. Θα μπορούσα να δω μόνο ένα μικρό μέρος, έναν περιορισμένο αριθμό προσώπων.
Τα πρόσωπα κοιτούσα κυρίως. Όπως και στους σκύλους, υπήρχαν όλα τα είδη. Χοντροί, γέροι, νέοι, με μακρόστενο πρόσωπο, κατάχλωμοι, με κάτασπρο χρώμα και πολύ σκούροι, πιο μαύροι κι από μένα, με μάτια που έμοιαζαν να φωτίζονται από το εσωτερικό.
Τον πρώτο καιρό δε σταματούσα ν’ ατενίζω. Καμιά φορά είχα την εντύπωση πως το βλέμμα μου ήταν αιχμαλωτισμένο, ρουφηγμένο από το βλέμμα του άλλου και πως δεν μπορούσα πια να ξεφύγω απ’ αυτό. Δοκίμασα λοιπόν τα μαύρα γυαλιά σαν μια μάσκα, μα δεν υπήρχε αρκετός ήλιος και δε μου άρεσε η ιδέα πως θα μπορούσα να χάσω μια λεπτομέρεια, μια έκφραση, τη λάμψη ενός βλέμματος.
[…]
Συνέχισα να εξερευνώ το Παρίσι όλο το καλοκαίρι. Ο καιρός ήταν καταπληκτικός, ο ουρανός γαλανός χωρίς κανένα σύννεφο, τα δέντρα ήταν ακόμη καταπράσινα, λαμπερά. Οι αυγουστιάτικες μπόρες είχαν φουσκώσει το Σηκουάνα. Τ’ απομεσήμερο, βγαίνοντας από το νοσοκομείο, περπατούσα κατά μήκος του ποταμού, πήγαινα μέχρι τις γέφυρες που ενώνουν τις δύο όχθες μπροστά από τη μεγάλη εκκλησία. Δεν είχα ακόμη χορτάσει να περπατώ στους δρόμους, στις λεωφόρους. Τώρα, πήγαινα πιο μακριά. Έπαιρνα καμιά φορά το μετρό, πιο συχνά το λεωφορείο. Δεν κατάφερνα να συνηθίσω το μετρό. Η Μαρί-Ελέν με κορόιδευε, μου έλεγε: «Είσαι χαζή, είναι καλά, το καλοκαίρι έχει δροσιά, το χειμώνα κάνει ζέστη. Δεν έχεις παρά να καθίσεις σε μια γωνιά μ’ ένα βιβλίο, κανείς δε θα σε προσέξει». Δεν ήταν όμως εξαιτίας των ανθρώπων. Βρισκόμουν κάτω από τη γη, κι αυτό μου προκαλούσε ίλιγγο. Παραμόνευα το φως της μέρας, είχα ένα βάρος στο στήθος. Άντεχα μόνο την εναέρια γραμμή, δίπλα στο σταθμό του Οστερλίτζ ή προς την Καμπρόν. Έπαιρνα το λεωφορείο στην τύχη, πήγαινα μέχρι το τέρμα. Δε διάβαζα τα ονόματα των οδών. Έψαχνα να δω, όσο πιο πολύ μπορούσα, τους ανθρώπους, τα πράγματα, τα κτίρια, τα μαγαζιά, τους μικρούς δημόσιους κήπους.
Κι έπειτα, περπατούσα σ’ όλες αυτές τις συνοικίες: στη Βαστίλλη, στη Φαιντέρμπ Σαλινύ, στη Σοσέ ντ’ Αντέν, στην Όπερα, στη Μαντλέν, στη Σεμπαστοπόλ, στην Κοντρσκάρπ, στην Ντανφέρ Ροσερό, στη Σαιν Ζακ, στη Σαιντ Αντουάν, στη Σαιν Πολ. Υπήρχαν αστικές, ευπρεπείς συνοικίες που κοιμόντουσαν στις τρεις η ώρα τ’ απόγευμα, λαϊκές συνοικίες, θορυβώδεις συνοικίες, μακριοί τοίχοι από κόκκινο τούβλο, όμοιοι με τον περίβολο μιας φυλακής, σκαλιά, κουπαστές, άδειες πλατείες, σκονισμένοι κήποι γεμάτοι με παράξενους ανθρώπους, μικροί δημόσιοι κήποι, που κολάτσιζαν τα παιδιά, γέφυρες σιδηρόδρομου, ύποπτα ξενοδοχεία που κατοικούνταν από κορίτσια με μαύρα δερμάτινα ρούχα, πολυτελή μαγαζιά που επιδείκνυαν ρολόγια, κοσμήματα, τσάντες, αρώματα. Είχα φτάσει με δερμάτινα πέδιλα. Το φθινόπωρο είχαν γίνει κομμάτια. Σ’ ένα μαγαζί δίπλα στην πύλη της Ιταλί αγόρασα άσπρα πλαστικά αθλητικά παπούτσια, πολύ άσχημα, αλλά μ’ αυτά μπορούσα να κάνω χιλιόμετρα.
Ζ. Μ. Γκ. λε Κλεζιό, Το χρυσόψαρο, Αθήνα, Πατάκης, 1998, σ. 79-81 και 86-87.
Μετάβαση στο σημείο: Περιπλάνηση στα βουλεβάρτα