Παρίσι
Παρίσι
Συγκρότηση ενότητας: Ελένη ΠετρίδουΣτα καφέ του Παρισιού Στα καφέ του Παρισιού
Τα καφέ του Παρισιού έχουν εξέχουσα θέση στη λογοτεχνία για δύο λόγους. Πρώτα, γιατί σ’ αυτά σύχναζαν και έγραφαν πολλοί σημαντικοί συγγραφείς, τόσο Γάλλοι όσο και ξένοι. Και, έπειτα, γιατί στους χώρους τους εκτυλίσσεται η πλοκή πολλών κειμένων που τοποθετούνται στο Παρίσι. Οι λόγοι αυτοί, άλλωστε, έχουν οδηγήσει και στη μυθοποίησή τους και τα έχουν καταστήσει ένα από τα τουριστικά αξιοθέατα του Παρισιού.
Ωστόσο, αυτό που ενδιαφέρει εδώ δεν είναι να αναδείξουμε την τουριστική διάσταση των café ούτε να συμβάλλουμε στη μυθοποίηση τους, αλλά μέσα από την ανάγνωση των κειμένων και την προβολή του οπτικοακουστικού υλικού να διαγραφεί η εικόνα των παρισινών καφενείων ως τόπων συνάντησης και δράσης των ανθρώπων και να αποδοθεί το κλίμα που αποπνέουν οι χώροι τους και ο τρόπος που το κλίμα αυτό επιδρά στις ανθρώπινες συμπεριφορές.
Πιασμέναι θέσεις...
Από δύο ετών ο σεβαστός μου φίλος Ζακ ευρίσκεται εν διωγμώ.
Του πήραν την θέσιν εις το καφενείον ! Γνωρίζετε τι γεγονός είναι τούτο δι’ άνθρωπον άγαμον, ο οποίος έζησεν εις το καφενείον είκοσιν έτη και τα είκοσιν εις την αυτήν θέσιν; Υπάρχουν τραπέζια καφενείων και γωνίαι καναπέδων, τα οποία διηγούνται την ιστορίαν ενός μόνον άνθρώπου. Υπάρχει εις το καφενείον, περί του οποίου ομιλώ, μία θέσις η οποία διηγείται έτη από την ζωήν του Ζακ. Υπάρχει παραπλεύρως κάποια θέσις που διηγείται ημέρας και νύκτας από την ζωήν του Βερλαίν… Εκεί έγραψε μερικά από τα θλιβερώτερα ποιήματά του. Υπάρχει εις το καφενείον του Κλουνύ μία θέσις, εις την οποίαν εσκέφθη επί δέκα έτη ο Φάγκε. Υπάρχει εις άλλο γειτονικόν καφενείον ένα τραπέζι, όπου ο δυστυχής και χαντακωμένος αλλά πάντοτε φωτεινός Ραούλ Πονσόν γράφει αιωνίως το ποίημα της Δευτέρας διά το Ζουρνάλ. Τα καφενεία μπορούν να διηγηθούν πολλά… Μία θέσις ήξευρε τα είκοσιν έτη της ζωής του Ζακ, αλλά του την επήραν. Από τότε ευρίσκεται εν διωγμώ.
Ποιος ήτο ο άρπαξ της γωνίας του Ζακ, του ειρηνικού μελετητού πτηνών και ζώων της αιγυπτιακής και ελληνικής αρχαιότητος; Ποιος του επήρε την θέσιν;
Οι Ρουμάνοι φοιτηταί. Ένα κύμα, εκείνο που ωθεί τας ομάδας σήμερον εις το ένα καφενείον και αύριον εις το άλλο, έφερε τους Ρουμάνους εκεί όπου ο γηραιός Ζακ έγραφεν ησύχως από είκοσιν ετών. Ήλθαν τέσσαροι κάποτε κατά τύχην. Την επομένην έγιναν οχτώ, την άλλην δεκαπέντε∙ από τότε δεν εξεκόλλησαν πλέον! Θα υπάρχουν πάντοτε πέντε, δέκα, δεκαπέντε Ρουμάνοι, να παίζουν εκεί χαρτιά. Αι εθνικότητες πέφτουν όπουν οι μύγες. Είναι δύσκολον κατόπιν να φύγουν.
Ένα απόγευμα, ώρα τρεις, ήρχετο ο Ζακ ταχύς φυσέκι, με την σερβιέττα υπό μάλλης γεμάτην χαρτιά, σημειώσεις, παραπομπάς, χρονολογίας, διορθώσεις. Ήρχετο διψασμένος για καφέ και εργασίαν. Αλλ’ οπισθοχώρησε. Τέσσαρες Ρουμάνοι εις το τραπέζι του έπαιζαν χαρτιά θορυβωδώς. Εφουρκίσθη, αλλ’ ενόμισε πως ήτο τυχαίον. Εκάθησεν αλλού – με τι δυσκολίαν! Την επομένην άλλοι Ρουμάνοι. Και πάντοτε κατόπιν επί εβδομάδας, μήνας, έτος, Ρουμάνοι. Ο Ζακ από τότε γυρίζει αιώνιος μετανάστης, αιώνιος νοσταλγός της γωνίας που έχασε. Εργάζεται εις άλλο τραπέζι. Αλλ’ είναι εργασία αυτή; Οι Ρουμάνοι δεν πιάνουν μόνον τας θέσεις, αλλά φωνάζουν, όπως θα εφώναζον εις τον καφενέ της πατρίδος των. Και τι γλώσσα! Χαλίκια, σκίρρα, καρφιά. Με τέτοια χοντρόγλωσσα φωνάζουν μέσα εις ένα καφενείον της χώρας του Ρακίνα, διαπληκτιζόμενοι για τον άσσο σπαθί και για τα λιμά εις επήκοον όλων των πελατών, ως αυτοί οι πελάται να μην υπάρχουν; Πώς είναι, αδερφέ, αυτοί οι λαοί των Βαλκανίων ! Όλα δικά των !
Ο καημένος ο Ζακ, εκτοπισμένος εις άλλο τραπέζι, αναγκάζεται να ζη εν μέσω του πατάγου της ρουμανικής χαρτοπαιξίας. Εκεί εργάζεται, εκεί μεταφράζει αρχαία κείμενα, εκεί γράφει την ιστορίαν των κοσσύφων, των ψιττακών και των κονίκλων της αρχαιότητος. Από ενός έτους είναι αιωνίως φουρκισμένος ! Τους βρίζει τους επιδρομείς μέσα εις τα δόντια του. Τον ακούω να ψιθυρίζη τα λέξεις barbares, brigands, bandits, sales types… Πολλάκις μιλεί μόνος του. Οι Ρουμάνοι τον ακούν. Προ πολλού ηννόησαν ότι τους βρίζει. Αλλά σιωπούν με Βαλκανικήν πονηρίαν. Και ο Ζακ είναι απαρηγόρητος.
- Α ! Εδώ, μ’ σιέ Παπαντωνιού, θα μου προσφέρετε μίαν υπηρεσίαν. Εξηγήστε μου αυτό το κομμάτι αρχαίου κειμένου: «Εγχέλεις δε λέγεται πολλάς εν εκείνοις τοις ύδασι τους αλιείς αγρεύειν τώδε τω τρόπω. Κάλαμον καταβυθίζειν…» Ah! Taisez vous, sales types, barbares, voyons ! Sacrrrre…nom à D… La peste !
Αλλ’ οι Ρουμάνοι εξακολουθούν το χαρτί και τις φωνές.
- Τι αγριάνθρωποι, τι επιδρομή ! λέγει ο Ζακ… Δεν είναι πλέον καφενείον αυτό, είναι σταύλος.
Και πρόκειται περί καφενείου με φιλολογικήν ιστορίαν, το οποίον εφιλοξένησε και δόξας ! Αλλ’ όπως όλα, εβιομηχανίσθη και αυτό. Άνθρωποι να μπουν, χαρτοπαίζοντες ή πίνοντες, για να γίνεται κατανάλωσις, αυτό αρκεί. Είναι πάντοτε ευπρόσδεκτοι. Διά τούτο και οι Ρουμάνοι θεωρούνται καλοί πελάται. Αν ενοχλούν την εργασίαν του Ζακ ή αν τον εξετόπισαν, είναι τόσον μικρά η ζημία !
Εις την αυτήν θέσιν ευρίσκεται και εντός του απέναντι καφενείου ο Ραούλ Πονσόν. Όταν πηγαίνει να γράψει το ποίημα της Δευτέρας δια το «Ζουρνάλ», βρίσκει συχνά εις το τραπέζι του ένα πελώριον και τυμπανιαίον Ανατολίτην με φέσι ! Είναι Τούρκος ζων εις το Παρίσι προ ετών, ακάθαρτος και «γνωρίζων κατά βάθος τα πράγματα». Συγκεντρώνει γύρω του και άλλους Τούρκους, με τους οποίους συζητούν πώς θα κατακτήσουν τον κόσμον, η δε Παρισινή σπίθα, η οποία φέγγει μέσα εις τον εγκέφαλον του Πονσόν, περιφέρεται εδώ κι εκεί διά να βρει τραπέζι… Και με πόσην κοιλίαν και με πόσην μεγαλοπρέπειαν και νωθρότητα κάθεται ο σοφός Τούρκος, στενοχωρημένος διά την έλλειψιν παντουφλών και ναργιλέ. Είναι, επαναλαμβάνομεν, εκ των καλώς κατεχόντων τα «πράγματα της Ανατολής». Οι άνθρωποι ενόμισαν πάντοτε ότι, με το να γνωρίζουν το αρναουτικόν ή το κουτσοβλαχικόν ζήτημα, κατέχουν κάτι σπουδαίον. Άιντε τώρα να τους πείσεις ότι αυτό δεν ενδιαφέρει πολύ τον κόσμον, ότι καλύτερα θα έκαμναν να σήπωνται αλλού, ότι οι σατιρικοί στίχοι που θα γράψει ο Πονσόν, του οποίου πιάνουν την θέσιν, είναι περισσότερον ενδιαφέροντες από το μέλλον ολοκλήρου της Τουρκίας και από τας αιματοχυσίας των Βαλκανίων !
Δεν το υποπτεύονται.
Παπαντωνίου Ζαχαρίας, Παρισινά Γράμματα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, χ.χ., σ. 83-85.
Ένα όμορφο καφέ στην π...
Κι ύστερα πλάκωνε η κακοκαιρία. Μπορεί να ’ρχόταν σε μια μερα μέσα, όταν το φθινόπωρο είχε πια τελειώσει. Αναγκαζόμασταν να κλείνουμε τα παράθυρα τη νύχτα, για να μην μπαίνει μέσα η βροχή, κι ο παγωμένος αέρας μαδούσε τα φύλλα από τα δέντρα της πλατείας Κοντρσκάρπ. Τα φύλλα μούλιαζαν στη βροχή, ο άνεμος έριχνε με φόρα τη βροχή πάνω στο μεγάλο πράσινο λεωφορείο στην αφετηρία και τα παράθυρα του Καφέ ντεζ Αματέρ, που ήταν κατάμεστο, θάμπωναν από τη ζέστη και τον καπνό στο εσωτερικό. Ήταν ένα καφέ θλιβερό, με ύποπτη διεύθυνση, όπου συνωστίζονταν οι μεθύστακες της γειτονιάς κι εγώ το απέφευγα, εξαιτίας της μυρωδιάς των βρόμικων σωμάτων και της ξινίλας του μεθυσιού. Οι άντρες και οι γυναίκες που σύχναζαν στο Αματέρ ήταν μεθυσμένοι όλη την ώρα, ή τουλάχιστον για όση ώρα τούς επέτρεπαν τα οικονομικά τους, από κρασί που αγόραζαν με το μισόλιτρο ή το λίτρο. Εκεί μέσα διαφήμιζαν πολλά απεριτίφ με εξωτικά ονόματα, όμως ελάχιστοι είχαν λεφτά να τα παραγγείλουν, εκτός από εκείνους που τα ήθελαν οπωσδήποτε στην αρχή, πριν συνεχίσουν αργότερα την κρασοκατάνυξη. Τις γυναίκες που έπιναν τις αποκαλούσαν poivrottes, δηλαδή «μπεκρούδες».
Το Καφέ ντεζ Αματέρ ήταν ο βόθρος της οδού Μουφτάρ, εκείνου του υπέροχου πολυσύχναστου εμπορικού στενοσόκακου που έβγαζε στην πλατεία Κοντρσκάρπ. Οι τούρκικες τουαλέτες των παλιών πολυκατοικιών, μία σε κάθε όροφο δίπλα στο κλιμακοστάσιο, με τα δύο τσιμεντένια σκαλοπάτια σε σχήμα παπουτσιού αριστερά και δεξιά από την τρύπα, μην τυχόν και γλιστρήσει κανένας locataire* μέσα, κατέληγαν σε βόθρους, που με τη σειρά τους αδειάζονταν από αντλίες μέσα σε ιππήλατα βυτιοφόρα τη νύχτα. Τα καλοκαίρια, τότε που όλα τα παράθυρα ήταν ανοιχτά, ακούγαμε το τρομπάρισμα και η αποφορά ήταν πολύ έντονη. Τα βυτιοφόρα ήταν βαμμένα καφέ και κροκί και, μέσα στο φεγγαρόφωτο, όταν δούλευαν στην οδό Καρντινάλ Λεμουάν, οι φτερωτοί τους κύλινδροι, έτσι όπως τους έσερναν τα άλογα, θύμιζαν πίνακες του Μπρακ. Ωστόσο κανείς δεν άδειαζε το Καφέ ντεζ Αματέρ και το κιτρινισμένο του πόστερ, όπου αναφέρονταν οι όροι και οι ποινές της πολιτείας για τη δημόσια χρήση αλκοόλ, ήταν τόσο λεκιασμένο και παραμελημένο όσο τακτική και δύσοσμη ήταν η πελατεία του.
Όλη η θλίψη της πόλης έβγαινε ξαφνικά στο προσκήνιο με τις πρώτες κρύες βροχές του χειμώνα, κι οι στέγες των ψηλών άσπρων σπιτιών, καθώς περπατούσες, έπαυαν να υπάρχουν. Υπήρχε μόνο η υγρή μαυρίλα του δρόμου και οι κλειστές πόρτες των μικρών μαγαζιών, οι πλανόδιοι που πουλούσαν βότανα, τα χαρτοπωλεία και τα εφημεριδοπωλεία, η μαμμή –δεύτερης κατηγορίας– και το ξενοδοχείο όπου πέθανε ο Βερλαίν, στον τελευταίο όροφο του οποίου είχα ένα δωμάτιο για να δουλεύω.
Ήταν έξι ή οχτώ σειρές από σκαλοπάτια ως τον πάνω όροφο κι έκανε πολύ κρύο κι εγώ ήξερα πόσο θα κόστιζε ένα μάτσο κλαράκια, τρία συρμάτινα πακέτα από κουτσουρεμένα, μικρά όσο ένα μολυβάκι κομματάκια πευκόξυλου για προσάναμμα και, τέλος, η στοίβα τα μισοξεραμένα μακρόστενα κούτσουρα που θα έπρεπε να αγοράσω για ν’ ανάψω τη φωτιά που θα ζέσταινε το δωμάτιο. Προχώρησα λοιπόν ως το τέρμα του δρόμου, για να κοιτάξω ψηλά τη στέγη μέσα στη βροχή και να δω αν υπήρχαν καμινάδες σε λειτουργία και προς τα πού πήγαινε ο καπνός τους. Καπνό δεν είδα, έτσι σκέφτηκα πως η καμινάδα θα ήταν παγωμένη και δεν θα τραβούσε κι ότι το δωμάτιο ίσως να γέμιζε κάπνα και το καύσιμο να πήγαινε στράφι, μαζί και τα λεφτά, και συνέχισα να περπατάω μέσα στη βροχή. Πέρασα μπροστά από το λύκειο Ερρίκος ο Τέταρτος και την παλιά εκκλησία του Σαιν Ετιέν ντι Μον, από την ανεμοδαρμένη πλατεία του Παντεόν έκοψα μέσα δεξιά για να προφυλαχτώ απ’ τον αέρα κι έπειτα βγήκα στην απάνεμη πλευρά της λεωφόρου Σαιν Μισέλ, προσπέρασα το Κλουνί και τη λεωφόρο Σαιν Ζερμαίν, ώσπου έφτασα σ’ ένα όμορφο, γνώριμό μου καφέ στην πλατεία Σαιν Μισέλ.
Ήταν ένα καφέ με ευχάριστο περιβάλλον, ζεστό, καθαρό και φιλικό. Κρέμασα το παλιό μου αδιάβροχο στον καλόγερο για να στεγνώσει, έβαλα το φθαρμένο τσόχινο καπέλο μου με το φτερό στο ράφι πάνω από τον πάγκο και παράγγειλα έναν café au lait. Ο σερβιτόρος μού τον έφερε κι εγώ έβγαλα ένα τετράδιο από την τσέπη του σακακιού μου κι ένα μολύβι και άρχισα να γράφω. Έγραφα για το Μίτσιγκαν και, μιας και ο καιρός ήταν αγριεμένος, ψυχρός και με τόσο αέρα, βάλθηκα να περιγράφω μια αντίστοιχη μέρα στην ιστορία μου. Είχα γνωρίσει ήδη το τέλος του φθινοπώρου ως μικρό αγόρι, ως έφηβος και ως νεαρός άντρας, άσε που όταν βρίσκεσαι σ’ ένα μέρος μπορείς να γράψεις για κάποιο άλλο καλύτερα. Αυτό λέγεται μεταφύτευση εαυτού, σκέφτηκα, και θα μπορούσε να είναι εξίσου απαραίτητο τόσο για τους ανθρώπους όσο και για άλλα πράγματα που αναπτύσσονται. Όμως τα αγόρια στην ιστορία μου έπιναν, κι αυτό μου έφερε δίψα, έτσι παράγγειλα ένα ρούμι Σεντ Τζέιμς. Η γεύση του ήταν απόλαυση εκείνη την κρύα μέρα και συνέχισα να γράφω και να αισθάνομαι υπέροχα, νιώθοντας το καλό ρούμι της Μαρτινίκας να θερμαίνει το σώμα και το πνεύμα μου.
Μια κοπέλα μπήκε στο καφέ και κάθισε μονάχη της σ’ ένα τραπέζι κοντά στο παράθυρο. Ήταν πολύ χαριτωμένη, μ’ ένα πρόσωπο φρέσκο σαν νεόκοπο νόμισμα∙ αν έκοβαν ποτέ νομίσματα από μαλακή σάρκα με επιδερμίδα δροσισμένη από τη βροχή –και τα μαλλιά της ήταν μαύρα σαν τα φτερά του κορακιού, κομμένα σε μια ευθεία γραμμή που έπεφτε λοξά πάνω στο μάγουλό της.
Κοιτάζοντάς την ένιωσα μια ενόχληση και μια μεγάλη έξαψη. Θα ήθελα πολύ να μπορούσα να τη βάλω κι εκείνη στην ιστορία, αλλά είχε καθίσει έτσι ώστε να έχει θέα προς το δρόμο και την είσοδο, οπότε κατάλαβα ότι περίμενε κάποιον. Έτσι, συνέχισα το γράψιμο.
Η ιστορία γραφόταν, θαρρείς, από μόνη της κι εγώ δυσκολευόμουν πολύ να παρακολουθήσω το ρυθμό της. Παράγγειλα άλλο ένα Σεντ Τζειμς και παρατηρούσα την κοπέλα όποτε σήκωνα τα μάτια μου ή καθώς έξυνα το μολύβι μου με την ξύστρα, αφήνοντας τα κατσαρά ξύσματα να πέφτουν στο πιατάκι όπου ακουμπούσα το ποτό μου.
Τώρα πια σε είδα, ομορφούλα μου, και μου ανήκεις, οποιονδήποτε κι σν περιμένεις, έστω κι αν δεν σε ξαναδώ ποτέ. Μου ανήκεις όπως μου ανήκει ολόκληρο το Παρίσι, όπως εγώ ανήκω σ’ αυτό το τετράδιο και σ’ αυτό το μολύβι.
Έπειτα αφοσιώθηκα πάλι στο γράψιμο, χώθηκα βαθιά στην ιστορία, χάθηκα μέσα της. Τώρα ήμουν εγώ που την έγραφα, δεν γραφόταν από μόνη της, και δεν σήκωνα τα μάτια μου ούτε ήξερα τι ώρα ήταν ή πού βρισκόμουν ούτε παράγγειλα άλλο ρούμι Σεντ Τζέιμς. Είχα βαρεθεί το ρούμι Σεντ Τζέιμς χωρίς να το συνειδητοποιήσω. Έπειτα η ιστορία τελείωσε κι εγώ ένιωσα πολύ κουρασμένος. Διάβασα την τελευταία παράγραφο κι ύστερα σήκωσα το βλέμμα αναζητώντας την κοπέλα, αλλά εκείνη είχε φύγει. Ελπίζω να έφυγε με κανένα καλό παιδί, σκέφτηκα. Ένιωσα όμως θλίψη.
Έκλεισα την ιστορία στο τετράδιο, το έχωσα στη μέσα τσέπη και ζήτησα από το σερβιτόρο μια ντουζίνα portugaises και μισή καράφα από το λευκό ξηρό κρασί που είχαν εκεί..
[…]
Καθώς έτρωγα τα στρείδια με το έντονο άρωμα της θάλασσας και την ελαφρώς μεταλλική γεύση που ξέπλενα κάθε τόσο με το παγωμένο λευκό κρασί, αφήνοντας μόνο τη θαλασσινή γεύση και τη σαρκώδη τους υφή, κι έτσι όπως ρουφούσα το παγωμένο υγρό από το κάθε όστρακο συνοδεύοντάς το με το πικάντικο κρασί, έπαψα να έχω την αίσθηση του κενού κι άρχισα να νιώθω ευτυχισμένος και να κάνω σχέδια.
Τώρα που είχε αρχίσει η κακοκαιρία, θα μπορούσαμε να φύγουμε για λίγο απ’ το Παρίσι και να πάμε σ’ ένα μέρος όπου αυτή η βροχή θα γινόταν χιόνι που θα έπεφτε ανάμεσα από τα πεύκα και θα σκέπαζε το δρόμο και τις ψηλές λοφοπλαγιές, σ’ ένα υψόμετρο όπου θα το ακούγαμε να τρίζει επιστρέφοντας με τα πόδια στο σπίτι μας τη νύχτα. Κάτω από το Λεζ Αβάν υπήρχε ένα σαλέ με μια θαυμάσια πανσιόν, όπου θα ήμασταν οι δυο μας και θα είχαμε τα βιβλία μας και τη νύχτα θα κοιμόμασταν μαζί σ’ ένα ζεστό κρεβάτι, με τα παράθυρα ανοιχτά και τ’ αστέρια να λάμπουν ψηλά. Εκεί θα μπορούσαμε να πάμε! Ένα ταξίδι τρίτη θέση με το τρένο δεν ήταν ακριβό. Η πανσιόν κόστιζε ελάχιστα παραπάνω απ’ όσα ξοδεύαμε στο Παρίσι.
Θα άφηνα το δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου έγραφα και θα είχα να πληρώνω μόνο το νοίκι του αριθμού 74 της οδού Καρντινάλ Λεμουάν, που ήταν ασήμαντο. Είχα γράψει κάποια άρθρα για το Τορόντο και οι επιταγές δεν θ’ αργούσαν να έρθουν. Μπορούσα να τα συνεχίσω οπουδήποτε και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, και είχαμε αρκετά χρήματα για το ταξίδι.
Ίσως μακριά από το Παρίσι θα μπορούσα να γράψω για το Παρίσι, όπως στο Παρίσι μπορούσα να γράφω για το Μίτσιγκαν. Δεν ήξερα πως ήταν πολύ νωρίς για κάτι τέτοιο, αφού δεν γνώριζα το Παρίσι αρκετά. Ωστόσο, έτσι λειτουργούσαν ενδεχομένως τα πράγματα. Τέλος πάντων, θα φεύγαμε, αν το ’θελε η γυναίκα μου, κι έτσι τελείωσα τα στρείδια και το κρασί, πλήρωσα το λογαριασμό μου στο καφέ και ακολούθησα τη συντομότερη διαδρομή σκαρφαλώνοντας το όρος Σαιν Ζενεβιέβ μέσα στη βροχή, που τώρα πια ήταν ένα συνηθισμένο τοπικό φαινόμενο και όχι κάτι που απειλούσε ν’ αλλάξει τη ζωή σου, ως το σπίτι μας, στην κορυφή του λόφου.
«Νομίζω πως θα ήταν υπέροχα, Τέιτι!» είπε η γυναίκα μου. Είχε ένα ευγενικό, καλοσχηματισμένο πρόσωπο και τα μάτια και το χαμόγελό της φωτίζονταν ακούγοντας τέτοιου είδους αποφάσεις, σαν να της έκαναν κάποιο ακριβό δώρο. «Πότε λες να φύγουμε;»
«Όποτε θέλεις».
«Ω, μα τώρα αμέσως θέλω! Δεν το ξέρεις;»
«Ίσως ο καιρός ν’ ανοίξει και να είναι χαρά Θεού όταν γυρίσουμε πίσω. Η καθαρή ατμόσφαιρα μαζί με το κρύο είναι τέλειος συνδυασμός καμιά φορά».
«Είμαι σίγουρη ότι θα καλυτερέψει», είπε. «Τι καλά που το σκέφτηκες κι εσύ να φύγουμε!».
Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Μια κινητή γιορτή, Καστανιώτης, Αθήνα, 2004, σ. 19-24.
Η λέσχη των αθεράπευτα...
Μετά το τέλος της βάρδιας, ο Ίγκόρ γύρισε στο νοσοκομείο για να πάρει τον άνδρα. Πέρασε να δει τη Σουζάν και να τη ρωτήσει ποια φάρμακα έπρεπε να πάρει μαζί του για να τον φροντίσει ή αν μπορούσε να έχει μια συνταγή. Εκείνη σήκωσε τους ώμους και είπε:
-Δεν έχει φάρμακα!
Βγήκε απ’ το δωμάτιο των νοσοκόμων, παραμερίζοντάς τον με το χέρι. Ο Ίγκόρ ετοιμαζόταν να βάλει σε μια σακούλα τα πράγματα που είχε αγοράσει για τον τραυματία, όταν κάποιος χτύπησε την πόρτα. Εμφανίστηκε ο επιθεωρητής Μαώ, κρατώντας ένα χαρτί.-Δεν μπορούσα να ησυχάσω μ’ αυτή την ιστορία. Ζήτησα να το ερευνήσουν στην υπηρεσία αγνοουμένων προσώπων στα κεντρικά. Ένας φίλος απ’ τις Αντίλλες δουλεύει εκεί. Είναι Μαρτινικέζος αλλά, όποτε μπορούμε, κάνουμε εξυπηρετήσεις ο ένας στον άλλον. Έψαχνε μια ολόκληρη νύχτα. Στο αρχείο αναφοράς των μη ανησυχητικών εξαφανίσεων, βρήκε μια ιδιοκτήτρια που είχε δηλώσει την απουσία του ενοικιαστή της, απάτριδος γερμανικής καταγωγής. Είναι το μόνο στοιχείο που έχουμε.
- Πιστεύετε ότι…
-Σκέφτηκα ότι θα μπορούσαμε να την επισκεφτούμεν. Δεν είναι μακριά. Θα κερδίσουμε χρόνο αν πάμε εμείς εκεί, αντί να την καλέσουμε στο Τμήμα. Τουλάχιστον, θα ξέρουμε.
-Πάμε λοιπόν. Πώς είπατε ότι τον λένε;
Ο επιθεωρητής Μαώ έβαλε τα γυαλιά του και πρόφερε με δυσκολία το όνομα που ήταν γραμμένο στο χαρτί.
-Βένερ Τελ… Βέρνερ Τολερ.
Ο Ίγκόρ πήρε το χέρι του άνδρα, του χαμογέλασε.
-Είστε ο Βέρνερ Τόλερ;… Έτσι σας λένε;
Ο άνδρας έμεινε για λίγο σκεπτικός.
-Βέρνερ Τόλερ;… Δεν μου λέει κάτι. Δεν γνωρίζω κανέναν Βέρνερ Τόλερ.
-Μπορεί και να μην είναι αυτός, είπε ο επιθεωρητής.
[…]
Έσπρωξε την πόρτα του μεγάλου γωνιακού μπιστρό. Ο χώρος μοσχοβολούσε βοδικνό μπουργκινιόν και κρεμμυδάκια που σιγοψήνονταν. Ήταν νωρίς το πρωί. Μερικοί θαμώνες φλυαρούσαν κοντά στο μπαρ. Τέσσερις φοιτητές τα έδιναν όλα στο ένα από τα δύο ποδοσφαιράκια του μαγαζιού. Ένας πενηντάρης με τουρλωτή κοιλιά έσπευσε να τους υποδεχτεί.
-Βέρνερ! Πού χάθηκες;
Τον έσφιξε στην αγκαλιά του, χαρούμενος που τον ξανάβλεπε. Η διαχυτικότητά του προκάλεσε αμηχανία στον Βέρνερ. Δεν τον αναγνώριζε. Ο ιδιοκτήτης του μπιστρό τον άφησε, γύρισε το κεφάλι και είπε με στεντόρεια φωνή:
-Μαντλέν… Ο Βέρνερ! Γύρισε!
Ο Ίγκορ και ο Μαώ είδαν μια εύσωμη γυναίκα με άσπρη ποδιά. Στάθηκε στην πόρτα της κουζίνας, πίσω απ’ τον πάγκο, με πρόσωπο που έλαμπε:
-Βέρνερ! Επιτέλους!
Τον αγκάλιασε με τα παχουλά χέρια της και τον ανασήκωσε λίγο, φιλώντας τον, ενθουσιασμένη και συγκινημένη μέχρι δακρύων.
-Μα, τι έχει πάθει; ρώτησε
Ο επιθεωρητής Μαώ συστήθηκε. Οι ιδιοκτήτες του «Balto» αναγνώρισαν χωρίς την παραμικρή αμφιβολία τον επονομαζόμενο Βέρνερ Τόλερ, στον οποίο νοίκιαζαν ένα στούντιο στην οδό Βαλ-ντε-Γκράς, περισσότερο από δέκα χρόνια. Κάθισαν όλοι στην πίσω αίθουσα του «Balto». Ο Βέρνερ κάθισε στον πάγκο, λίγο πιο μακριά απ’ τους άλλους˙ ένιωθε παρείσακτος. Ο Ίγκορ περιέγραψε στο ζεύγος Μαρκυζό τα στάδια της αμνησίας του και τη σοβαρότητα της κατάστασής του.
-Δεν είναι άνθρωπος που θα εξαφανιζόταν δίχως να πει κουβέντα, είπε η Μαντλέν. Δεν μας φαινόταν φυσιολογικό. Στο αστυνομικό τμήμα της Εντγκάρ-Κινέ, δεν μας πίστεψαν. Έλεγαν ότι γύρισε στη Γερμανία. Εμείς ξέραμε ότι ήταν αδύνατον. Πείτε μας, θα ξαναβρεί τη μνήμη του;
-Κανείς δεν ξέρει, απάντησε ο Ίγκορ. Η επίθεση του άφησε ένα κρανιακό τραύμα. Είναι βαθύ; Είναι σοβαρό ή μη αναστρέψιμο; Αγνωστο. Η μνήμη του μπορεί να επανέλθει αύριο το πρωί που θα ξυπνήσει, σε έξι μήνες, σε δέκα χρόνια ή και ποτέ.
Ο Ίγκορ τους είπε ότι είχαν διώξει τον Βέρνερ απ’το νοσοκομείο, επειδή ήταν Γερμανός. Ο Αλμπέρ Μαρκυζό, κατακόκκινος, έβαλε τις φωνές.
-Δεν είναι δυνατόν! Είναι παράλογο! Πείτε μου ότι ονειρεύομαι! Ο Βέρνερ Τόλερ είναι αντιναζιστής! Μέλος του δικτύου «Monnaie», ειδικευόταν στη διείσδυση στις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες. Είναι παρασημοφορημένος απ’ την Αντίσταση και κάτοχος ταυτότητας FFI, που την έχει υπογράψει ο Κριγκέλ-Βαλριμόν αυτοπροσώπως. Μα σε τι χώρα ζούμε;
-Δεν ήξερα ότι είχαμε και Γερμανούς στην Αντίσταση, είπε ο Μαώ.
-Τον καιρό που ξέσπασε ο πόλεμος, ζούσαν εδώ τουλάχιστον τρεις με τέσσερις χιλιάδες Αυστριακοί και Γερμανοί, οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει τη χώρα τους τη δεκαετία του ’30. Πολλοί απ’ αυτούς επιτέλεσαν τεράστιο έργο ως πληροφοριοδότες, δούλεψαν ως σύνδεσμοι και μεταφραστές, στρατολόγησαν όσους είχαν λιποτακτήσει απ’ τη Βέρμαχτ, παρείχαν πλήθος πληροφορίες στα αντιστασιακά κινήματα και παραδόθηκαν στους Γερμανούς απ’ την αστυνομία. Οι περισσότεροι ήταν Εβραίοι ή κομμουνιστές. Υπήρχαν όμως και χριστιανοί, καθώς επίσης και σοσιαλδημοκράτες ή πολίτες που απλώς διαφωνούσαν με τους ναζί. Ο Βέρνερ μπήκε στην αντίσταση προτού ακόμη ξεσπάσει ο πόλεμος. Ήξερε τι μας περίμενε. Σε αντίθεση μ’ εμάς. Θα μπορούσε να γραφτεί ολόκληρο βιβλίο για το τι έκανε και πώς κατάφερε να μην τον πιάσουν. Απαρνήθηκε τη χώρα του. Δεν ήθελε να επιστρέψει μετά το τέλος του πολέμου. Δεν είναι εύκολο να έχεις γείτονες ή συναδέλφους που να σε έχουν καταδώσει ή συλλάβει και που επευφημούσαν του δήμιους. Αρνείται να μιλήσει γερμανικά. Του έχει μείνει αυτή η αναθεματισμένη προφορά. Δεν κατάφερε να την ξεφορτωθεί. Του έχει κολλήσει. Όταν προσπαθεί, τα καταφέρνει. Κάποτε, μας σταμάτησε μια γερμανική περίπολος. Τον άκουσα να μιλάει στους συμπατριώτες του με γαλλική προφορά. Πλέον, δεν είναι ούτε Γερμανός, ούτε Γάλλος˙ είναι άπατρις.
-Τι δουλειά κάνει; ρώτησε ο Μαώ.
-Είναι μηχανικός προβολής σ’ ένα κινηματογράφο στην οδό Σαμπολιόν, απάντησε ο Αλμπέρ Μαρκυζό. Γνωρίστηκε με τον ιδιοκτήτη στην Αντίσταση και, επιπλέον, είναι ένα επάγγελμα όπου δεν χρειάζεται να μιλάει σε κανέναν. Μετά τη δουλειά, ερχεται να δειπνήσει μαζί μας. Ειναι σχεδόν μέλος τη οικογένειας. Παίζουμε ντάμα, κάθε βράδυ.
-Ο Βέρνερ είχε εχθρούς;
-Όχι, απ’ όσο γνωρίζω.
-Πριν απ’ την εξαφάνισή του, είχε μήπως μπλέξει σε κάποιον καβγά, κάποιον τσακωμό;
-Δεν μου είπε κάτι. Έσενα;
-Είναι ήσυχος άνθρωπος, δεν πάει γυρεύοντας για φασαρίες, επιβεβαίωσε η Μαντλέν.
-Ωστόσο, τον ξυλοκόπησαν και τον άφησαν να πεθάνει.
-Είναι τρομακτικό. Βλέπεις στις μέρες μας εγκλήματα που δεν συνέβαιναν παλιά. Μπορεί ο τραυματισμός του Βέρνερ να μην έχει σχέση με τον πόλεμο ή με το παρελθόν του.
-Θα ’θελα πολύ να το πιστέψω, κυρία μου. Τίποτα δεν είναι τυχαίο στο επάγγελμά μας˙ τις περισσότερες φορές, τουλάχιστον.
Όλη εκείνη την ώρα, ο Βέρνερ έμενε καθισμένος δίπλα τους, στον πάγκο, λες κι η συζήτηση δεν τον αφορούσε. Δεν πίστευες ότι ήταν ο άνδρας για τον οποίο μιλούσαν οι Μαρκυζό. Ο Ίγκορ πήγε και κάθισε απέναντί του.
-Πώς είστε, Βέρνερ;
-Καλά.
-Χαίρεστε που είμαστε σ’ αυτό το μπιστρό; Ο χώρος φαίνεται να σας είναι οικείος.
-Δεν ξέρω.
-Δεν αναγνωρίζετε κανέναν;
Έγνεψε αρνητικά με το κεφάλι. Το βλέμμα του καρφώθηκε στο διπλανό τραπέζι όπου στοιβάζονταν κακήν κακώς τραπουλες, ένα κουτί με μια σκακιέρα και πιόνια, μια ντάμα με τα λευκά και τα μαύρα πούλια τοποθετημένα ξεχωριστά το ένα πάνω στο άλλο, μια τράπουλα ταρό, ένα ταμπλό για ζάρια.
-Θέλετε να παίξουμε; ρώτησε ο Ίγκορ.
Ο Βέρνερ δεν απάντησε, παρά συνέχιζε να κοιτάζει το τραπέζι με τα παιχνίδια.
-Τι θα λέγατε για μια παρτίδα μπουρλότ;
Ο Ίγκορ περίμενε μια απάντηση που δεν ερχόταν.
-Μήπως 421;… Ξέρετε πώς παίζεται; Θα θέλατε να μου δείξετε; Ο νικητής κερνάει το απεριτίφ, τι λέτε;
Ο Βέρνερ δεν μιλούσε.
-Μια παρτίδα σκάκι, ίσως; Έχω να παίξω τέσσερα χρόνια. Κάποτε, δεν τα πήγαινα κι άσχημα.
Ο Βέρνερ, σιωπηλός, συνέχιζε να κοιτάζει το τραπέζι. Ο Ίγκορ γύρισε και κοίταξε τους άλλους, κάπως αποθαρρυμένος. Η Μαντλέν έγνεψε καταφατικά με το κεφάλι. Ο Ίγκορ πήρε τη σκακιέρα και την έβαλε ανάμεσά τους. Τοποθέτησε πάνω της τα πιόνια που βρήκε στο κουτί.
-Είστε για μια παρτίδα; Πλάκα δεν θα’χει; Λοιπόν, σας παραχωρώ τα λευκά. Είναι πλεονέκτημα. Παίζετε πρώτος.
Ο Βέρνερ κοιτούσε τη σκακιέρα, ακίνητος και αμίλητος. Ο Ίγκορ περίμενε. Στο διπλανό τραπέζι, οι υπόλοιποι, μέσα σε θρησκευτική σιγή, παρακολουθούσαν αυτή την παρτίδα που δεν έλεγε ν’αρχίσει. Στο βάθος, ακούγονταν τα ουρλιαχτά των φοιτητών που έπαιζαν ποδοσφαιράκι και ο θόρυβος της μπάλας που χτυπούσε στα μεταλλικά τέρματα. Δεν τους ενοχλούσε. Η Μαντλέν και ο Αλμπέρ είχαν μουδιάσει. Ο Ίγκορ ένιωθε την πλάτη του να πονάει. Δεν κουνιόταν κανείς. Περίμεναν τον Βέρνερ ν’ αρχίσει να παίζει, όμως εκείνος δεν έκανε καμιά κίνηση. Στεκόταν με τα μάτια καρφωμένα στη σκακιέρα, συνοφρυωμένος, με πρόσωπο σφιγμένο, ακίνητο, θυμίζοντας μαρμάρινη προτομή. Καθισμένος απέναντί του, ο Ίγκορ περίμενε υπομονετικά, δίχως να εκνευρίζεται ή να δείχνει ότι ενοχλείται, με το αχνό συνωμοτικό χαμόγελο του παίκτη που αφήνει τον αντίπαλό του να χαράξει τη στρατηγική του και να σκεφτεί λίγο προτού κάνει την πρώτη κίνηση. Με τη διαφορά ότι δεν υπήρχε αντίπαλος. Μετά από δύο ώρες και αφού είχαν ανταλλάξει αμέτρητα βλέμματα, ο Ίγκορ ένιωσε ότι οι θεατές είχαν αρχίσει να κουράζονται. Τους άκουγε να βαριαναστενάζουν, να καθαρίζουν τον λαιμό τους, να ξεροβήχουν. Ο πάγκος έτριζε κάτω απ’ τα πιασμένα τους οπίσθια. Ήταν σίγουρος ότι δεν θα συνέβαινε τίποτα. Θα μπορούσαν να μείνουν χρόνια ο ένας απέναντι στον άλλον, χωρίς ο Βέρνερ ν’ αντιδράσει. Ήταν κακή ιδέα να παίξουν σκάκι, σκέφτηκε ο Ίγκορ κουνώνας ελαφρά το κεφάλι, με σφιγμένα χέιλη και μάτια που ανοιγόκλειναν. Έκανε τότε μια απρόβλεπτη κίνηση. Προχώρησε το μαύρο πιόνι του δύο τετράγωνα στη σκακιέρα. Ήταν εξωφρενικό, παράλογο. Κανένας παίκτης, από τότε που επινοήθηκε το σκάκι, εδώ και αιώνες, δεν είχε ξεκινήσει ποτέ παρτίδα με τα μαύρα. Ήταν ιεροσυλία. Κάτι αδιανόητο. Κάτι που δεν επιτρεπόταν να κάνει ούτε καν να φανταστεί κανείς. Ήταν οργανικό μέρος, ανήκε στην ουσία του παιχνιδιού. Ο Βέρνερ σήκωσε το βλέμμα, κατάπληκτος, σαστισμένος. Κοιτούσε καλά καλά τον Ίγκορ με ανοιχτό στόμα και γουρλωμένα μάτια. Κούνησε το κεφάλι γρυλίζοντας, σαν να ‘θελε να του δώσει να καταλάβει ότι αυτό που έκανε απαγορευόταν. Ύστερα, δίχως να διστάσει, πήρε το λευκό πιόνι, το προχώρησε δύο τετράγωνα και το ακούμπησε απέναντι απ’ το μαύρο πιόνι του Ίγκορ. Η παρτίδα είχε ξεκινήσει. Ο Ίγκορ κούνησε ένα δεύτερο μαύρο πιόνι. Ο Βέρνερ μιμήθηκε την κίνηση του αντιπάλου του. Όταν ο Ίγκορ κούνησε το τρίτο μαύρο πιόνι, ο Βέρνερ κούνησε το άλογό του. Όποιον παίκτη κι αν ρωτήσετε, ακόμα και τον πιο αρχάριο, θα σας πει ότι όταν κάποιος επιλέγει το άλογο στην τρίτη κίνηση, αυτό σημαίνει ότι έχει απειλητικές διαθέσεις. Και όλοι ξέρουν ότι, όταν επιτίθεσαι, δεν είσαι και τόσο άσχημα. Μ’ αυτή την κίνηση του αλόγου του, ο Βέρνερ πήρε τρία πιόνια. Η παρτίδα συνεχίστηκε με καμιά εικοσαριά κινήσεις, μέχρι που ο Βέρνερ έκανε «ροκέ», στριμώχνοντας επικίνδυνα τον Ίγκορ και αφήνοντας έκπληκτους του πάντες.
-Κακή αρχή κάναμε, παραδέχτηκε ο Ίγκορ.
-Θα σας κάνω ματ σε τέσσερις κινήσεις.
-Δεν ξέρετε πόσο χαίρομαι που νικήσατε, απάντησε ο Ίγκορ ρίχνοντας κάτω τον βασιλιά του.
-Μου επιτρέπετε να σας κάνω μια παρατήρηση;
-Παρακαλώ.
-Δεν μπορείτε να ξεκινάτε μια παρτίδα με τα μαύρα. Απαγορεύεται.
Όλοι είχαν μείνει άναυδοι που η μνήμη του είχε επανέλθει τόσο γρήγορα, σχεδόν αστραπιαία. Τον κύκλωσαν. Του έδιναν συγχαρητήρια. Τον αγκάλιαζαν. Τον βομβάρδιζαν με ερωτήσεις. Ο Βέρνερ θυμόταν τώρα σχεδόν τα πάντα. Θυμόταν τη ζωή του πριν και μετά το κώμα. Δεν θυμόταν, όμως, τίποτα για την επίθεση που είχε δεχτεί. Ο επιθεωρητής Μαώ είχε απελπιστεί. Ο Ίγκορ προσπάθησε να του τονώσει το ηθικό:
-Το σημαντικό είναι να έχει αίσιο τέλος αυτή η υπόθεση.
-Ο Βέρνερ λέει ψέματα. Ξέρει ποιος του επιτέθηκε.
-Τι σας κάνει να πιστεύετε σε κάτι τέτοιο;
-Το γεγονός ότι διστάζει να μιλήσει για το θέμα. Γι’ αυτό μηχανεύτηκε ένα κενό μνήμης.
-Μου κάνει εντύπωση αυτό που λέτε. Ακόμη ψάχνει τα λόγια του. Κάποιος που είχε πάθει αμνησία και τώρα θυμάται, δεν κοιτάει πώς να σε ξεγελάσει.
Ο Αλμπέρ Μαρκυζό πρόσφερε κόκκινο κρασί απ’ το Ντι, ανώτερο κι απ’ την καλύτερη σαμπάνια. Ο Ζακύ, ο σερβιτόρος, άνοιξε μια ντουζίνα μπουκάλια και κέρασε καμιά εικοσαριά πελάτες. Μερικοί νόμιζαν ότι ο Αλμπέρ είχε κερδίσει τον πρώτο λαχνό και γι’ αυτό ήταν τόσο γενναιόδωρος. Δεν φημιζόταν για ανοιχτοχέρης. Ο Ίγκορ συμβούλεψε τον Βέρνερ να μην πιει. Εκείνος τον άκουσε και παρήγγειλε ένα μικρό ποτήρι μπίρα χωρίς αφρό. Η Μαντλέν έλεγε και ξανάλεγε ότι ήταν σημάδι απ’ τον Θεό, με τον οποίο είχε ανοιχτούς λογαριασμούς. Παρότι με το πέρασμα του χρόνου γινόταν όλο και πιο θρήσκα, αρνιόταν να πάει στην εκκλησία. Τα πρωινά της Κυριακής είχε πολλή δουλειά στο «Balto». Όμως, θύμωνε με τον εαυτό της που ήταν αμελής και ήταν βέβαιη ότι, αργά ή γρήγορα, θα πλήρωνε την ασυνέπεια και την αμέλειά της. Υποσχέθηκε ν’ ανάψει μια λαμπάδα στον Άγιο Αντώνιο, για να τον ευχαριστήσει για την παρέμβασή του. Κατά τον Βέρνερ, ο καλός Θεός, δεν είχε καμιά ανάμιξη στην ως εκ θαύματος θεραπεία του. Ήταν «κακός πελάτης». Δεν ήταν απ’ τους τύπους που ο Κύριος τους κάνει χάρες.
-Μη γίνεσαι βλάσφημος, Βέρνερ. Ο Θεός τα βλέπει όλα.
-Αν είναι αλήθεια, Μαντλέν, τότε δεν έχει καμιά δικαιολογία. Ο μόνος που πρέπει να ευχαριστήσω είναι ο Ίγκορ. Ασχολήθηκε μαζί μου και κατάφερε να ξεκλειδώσει τη μνήμη μου. Ευχαριστώ, Ίγκορ.
Αγκαλιάστηκαν. Μπορεί να έφταιγε το κρασί ή η συγκίνηση, πάντως ο Ίγκορ ένιωθε λίγο ζαλισμένος.
-Δεν έκανα τίποτα εξαιρετικό. Τα εύσημα ανήκουν στον επιθεωρητή Μαώ.
Αυτή η εύφημος μνεία συνοδεύτηκε από ομοβροντία χειροκροτημάτων και χάρισε στον Μαώ την αιώνια ευγνωμοσύνη των παρευρισκομένων. Εκείνος συγκινήθηκε αφάνταστα. Δεν τον χειροκροτούσαν κάθε μέρα. Συνήθως συνέβαινε το αντίθετο. Την περίοδο εκείνη, η αστυνομία και οι αστυνομικοί ήταν μάλλον ανεπιθύμητοι. Ο Ίγκορ πρότεινε να κάνουν μια πρόποση. Η ιδέα άρεσε σε όλους. Ο Ζακύ γέμισε τα ποτήρια μέχρι πάνω.
-Στην υγειά του Βέρνερ! φώναξε ο Ίγκορ, πριν κατεβάσει μονοκοπανιά το ποτό του και ρίξει με φόρα το ποτήρι στο πάτωμα.
Όλοι τον μιμήθηκαν, ήπιαν το ποτό τους «άσπρο πάτο» και πέταξαν το ποτήρι με μια μεταδοτική ορμή. Τα ποτήρια έπεφταν στο πάτωμα και γίνονταν χίλια κομμάτια. Ο Αλμπέρ, η Μαντλέν και ο Ζακύ παρακολουθούσαν, έντρομοι, την ντάνα με τα γυαλικά τους να γίνεται θρύψαλα. Από εκείνη τη μέρα, τα μεγάλα γεγονότα εξακολουθούν να γιορτάζονται στο «Balto», όμως οι ιδιοκτήτες έχουν απαγορεύσει τις προπόσεις α λά ρωσικά.
Οι θαμώνες, χωρισμένοι σε μικρές παρέες, κουβέντιαζαν παθιασμένα. Υπήρχαν δύο αντίπαλα στρατόπεδα: οι μυστικιστές, που απέδιδαν τη γιατρειά του Βέρνερ σε κάποια θεϊκή παρέμβαση, και οι άθεοι, που τη θεωρούσαν ένα ακόμα μυστήριο του ανθρώπινου σώματος. Η ανεξήγητη αυτή θεραπεία ήταν, άραγε, κάτι το υπερφυσικό; Ή μήπως ήταν τρανταχτή απόδειξη της αμάθειάς μας; Υπήρχε, άραγε, ένας φυσικό, δηλαδή σωματικός υλισμός, όπως υπήρχε ο ιστορικός υλισμός; Ο τόνος της συζήτησης ανέβαινε. Ο ένας διέκοπτε τον άλλον. Αρπάζονταν. Και οι δυο πλευρές είχαν ουκ ολίγα επιχειρήματα και διαφωτιστικά παραδείγματα να αντιτάξουν. Μολαταύτα, ήταν θλιβερό να διαπιστώνεις ότι καμιά από αυτές τις λαμπρές αποδείξεις δεν είχε αποτέλεσμα. Η αδυναμία μας να πείσουμε τον άλλο αποδεικνύει περίτρανα πόσο χρήσιμα είναι τα μέσα όπως η προσβολή, η γροθιά, το μαχαίρι, το πιστόλι, ο εκρηκτικός μηχανισμός και η πυρηνική βόμβα. Τα δεινά μας έχουν μία και μόνη αιτία: θεωρούμε τις απόψεις μας ιερές. Όσοι αρνούνται ν’ αλλάξουν γνώμη είναι βλάκες και όσοι μεταπείθονται, το ίδιο.
Καθισμένοι στον πάγκο, ο Ίγκορ και ο Βέρνερ μιλούσαν για το παρελθόν, απέχοντας απ’ τους διαξιφισμούς.
-Πρέπει να περάσατε δύσκολα, του είπε ο Ίγκορ.
-Το ίδιο κι εσείς.
-Αυτό που μετράει είναι ότι είμαστε ζωντανοί, έτσι δεν είναι;
-Ναι, πρέπει να σκεφτόμαστε το μέλλον.
-Αν δεν είμαστε εμείς αισιόδοξοι, τότε ποιος θα είναι;
Guenassia Jean-Michel, Η Λέσχη των Αθεράπευτα Αισιόδοξων, Αθήνα, Πόλις, 2011, σ. 188-199.
Στο café της χαμένης ν...
Ήμουν τυχερός που στο διπλανό μου τραπέζι, στο Condé, καθόταν εκείνος ο νεαρός, με τον οποίο, πολύ φυσικά πιάσαμε κουβέντα. Ήταν η πρώτη φορά που πήγαινα σ’ αυτό το μαγαζί, και θα μπορούσα να είμαι πατέρας του. Το τετράδιο στο οποίο κάθε μέρα, κάθε νύχτα επί τρία χρόνια, καταχώριζε τους πελάτες τού Condé, με διευκόλυνε στην εργασία μου. Λυπάμαι που του απέκρυψα για ποιον ακριβώς λόγο ήθελα να συμβουλευτώ αυτό το έγγραφο που είχε την καλοσύνη να μου δανείσει. Όμως, έλεγα ψέματα όταν του είπα ότι ήμουν καλλιτεχνικός εκδότης;
Με πίστευε – το διαπίστωσα αμέσως. Αυτό είναι το πλεονέκτημα να είσαι είκοσι χρόνια μεγαλύτερος από τους άλλους: αγνοούν το παρελθόν σου. ακόμα κι αν σου κάνουν ανώδυνες ερωτήσεις για την ως τώρα ζωή σου, μπορείς να τα επινοήσεις όλα. Μια καινούργια ζωή. Δεν πρόκειται να ψάξουν. Κι όσο εσύ θα διηγείσαι αυτή τη φανταστική ζωή, ριπές δροσάτου αέρα θα διασχίσουν ένα χώρο κλειστό όπου ασφυκτιούσες εδώ και καιρό. Ένα παράθυρο ανοίγει απότομα, τα παντζούρια χτυπάνε στον δυνατό αέρα. Το μέλλον είναι πάλι μπροστά σου.
Καλλιτεχνικός εκδότης. Μου ’ρθε χωρίς να το σκεφτώ. Αν πριν από είκοσι χρόνια με είχαν ρωτήσει τι ήθελα να γίνω, θα ψέλλιζα: καλλιτεχνικός εκδότης. Ε, λοιπόν, το είπα σήμερα. Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Όλα αυτά τα χρόνια είναι σαν να μην υπήρξαν.
Μόνο που δε διέγραψα ολοκληρωτικά το παρελθόν. Μένουν κάποιοι μάρτυρες, κάποιοι επιζώντες απ’ αυτούς που υπήρξαν σύγχρονοί μας. Ένα βράδυ, στο Montana, ρώτησα τον γιατρό Βαλά την ημερομηνία γέννησής του. είχαμε γεννηθεί την ίδια χρονιά. Του υπενθύμισα ότι είχαμε συναντηθεί και παλιά στο ίδιο μπαρ, όταν η περιοχή κρατούσε ακόμα όλη της τη λάμψη. Άλλωστε, η εντύπωσή μου ήταν πως είχαμε συναντηθεί και πιο παλιά, σε άλλες γειτονιές του Παρισιού, στη Δεξιά Όχθη. Ήμουν σχεδόν βέβαιος. Ο Βαλά παρήγγειλε με βραχνή φωνή ένα μικρό Vittel, διακόπτοντάς με τη στιγμή που κινδύνευα ν’ ανακαλέσω δυσάρεστες αναμνήσεις. Σώπασα. Ζούμε στο έλεος κάποιων σιωπών. Ξέρουμε πολλά ο ένας για τον άλλον. Οπότε, προσπαθούμε ν’ αποφεύγουμε ο ένας τον άλλον. Το καλύτερο, βέβαια, είναι να χάνεσαι οριστικά.
Τι παράξενη σύμπτωση… Ξανάπεσα πάνω στον Βαλά εκείνο το απόγευμα που πέρασα για πρώτη φορά το κατώφλι του Condé. Καθόταν σ’ ένα τραπέζι στο βάθος, μαζί με δύο ή τρία νεαρά άτομα. Μου ’ριξε το ανήσυχο βλέμμα του καλοζωισμένου στη θέα ενός φαντάσματος. Του χαμογέλασα. Του ’σφιξα το χέρι χωρίς να πω τίποτα. Κατάλαβα ότι η παραμικρή λέξη μου κινδύνευε να τον φέρει σε δύσκολη θέση μπροστά στους καινούργιους φίλους του. Φάνηκε ανακουφισμένος από τη σιωπή και τη διακριτικότητά μου όταν κάθισα στον πάγκο, στην άλλη άκρη της αίθουσας. Από εκεί, μπορούσα να τον παρατηρώ χωρίς να με βλέπει. Τους μιλούσε χαμηλόφωνα, γέρνοντας προς το μέρος τους. Άραγε φοβόταν μην ακούσω τι έλεγε; Έτσι, για να περάσει η ώρα μου, φαντάστηκα όλες τις καθωσπρέπει φράσεις που θα μπορούσα να του πω και που θα έκαναν το μέτωπό του να ιδρώσει; «Είστε ακόμα γιατρός;». Και, μετά από μια μικρή παύση: «Πείτε μου: ασκείτε πάντα το επάγγελμά σας στην Αποβάθρα Λουί-Μπλεριό; Εκτός αν έχετε κρατήσει εκείνο το ιατρείο στην οδό Μοσκού… Κι εκείνη η διαμονή στη Φρεν πριν από πολύ καιρό, ελπίζω να μην είχε πολύ σοβαρές επιπτώσεις…». Κόντεψα να σκάσω στα γέλια, ολομόναχος εκεί, στη γωνιά μου. Δε γερνάμε. Με τα χρόνια που περνούν, πολλοί άνθρωποι και πολλά πράγματα καταλήγουν να σου φαίνονται τόσο κωμικά και καταγέλαστα, που τα βλέπεις με παιδικό μάτι.
Εκείνη την πρώτη φορά, έμεινα πολλή ώρα περιμένοντας στο Condé. Δεν την είδα. Έπρεπε να δείξω υπομονή. Θα ’ρχόταν άλλη μέρα. Παρατήρησα τους θαμώνες. Οι περισσότεροι δεν ήταν πάνω από είκοσι πέντε, κι ένας μυθιστοριογράφος του 19ου αιώνα θα τους χαρακτήριζε: «οι σπουδάζοντες μποέμ». Όμως, ελάχιστοι απ’ αυτούς, κατά τη γνώμη μου, ήταν γραμμένοι στη Σορβόνη ή στη Σχολή Μεταλλειολόγων. Πρέπει να ομολογήσω πως, παρατηρώντας τους από κοντά, άρχισα ν’ ανησυχώ για το μέλλον τους.
Δύο άνδρες μπήκαν, με μικρή διαφορά ο ένας απ’ τον άλλον: ο Ανταμόφ κι εκείνος ο μελαχρινός με το λυγερό βάδισμα που είχε υπογράψει κάποια βιβλία ως Μορίς Ραφαέλ. Γνώριζα εξ όψεως τον Ανταμόφ. Παλιά ήταν σχεδόν κάθε μέρα στο Old Navy, και το βλέμμα του δεν το ξεχνά κανείς εύκολα. Νομίζω ότι του είχα κάνει μια εξυπηρέτηση όταν είχε κάτι προβλήματα με τα χαρτιά του, την εποχή που γνώριζα ακόμα κάποιους στην Υπηρεσία Πληροφοριών. Όσο για τον Μορίς Ραφαέλ, σύχναζε κι αυτός στα μπαρ της περιοχής. Έλεγαν ότι κι αυτός είχε προβλήματα μετά τον πόλεμο, με κάποιο άλλο του όνομα. Εκείνη την εποχή, δούλευα για τον Μπλεμάν. Ήρθαν και οι δύο κι ακούμπησαν στον πάγκο: ο Μορίς Ραφαέλ στεκόταν όρθιος, ευθυτενής· ο Ανταμόφ σκαρφάλωσε σ’ ένα σκαμπό μ’ ένα μορφασμό πόνου. Δε με είχε προσέξει. Από την άλλη, υπήρχε περίπτωση το πρόσωπό μου να του θύμιζε ακόμα κάτι; Τους πλησίασαν τρία νεαρά άτομα, ανάμεσα στα οποία ένα ξανθό κορίτσι με φράντζα που φορούσε ένα παλιό αδιάβροχο. Ο Μορίς Ραφαέλ τούς πρόσφερε τσιγάρα, κοιτάζοντάς τους μ’ ένα φιλικό χαμόγελο, ενώ ο Ανταμόφ κρατούσε κάποια απόσταση. Βλέποντας το έντονο βλέμμα του, θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι νεαροί, κάπως τον φόβιζαν.
Στην τσέπη μου είχα δύο φωτογραφίες της Ζακλίν Νταλάνκ… Ο Μπλεμάν, τότε που δούλευα γι’ αυτόν, πάντα εντυπωσιαζόταν από το ταλέντο μου ν’ αναγνωρίζω οποιονδήποτε. Μία φορά να έβλεπα ένα πρόσωπο, αυτό αποτυπωνόταν στη μνήμη μου, ο δε Μπλεμάν με πείραζε για το ταλέντο μου ν’ αναγνωρίζω αμέσως ένα πρόσωπο από μακριά, ακόμα κι αν ήταν στραμμένο τρία τέταρτα ή και με τελείως γυρισμένη την πλάτη. Οπότε, δεν ανησυχούσα καθόλου. Με το που θα έμπαινε στο Condé, αμέσως θα την αναγνώριζα.
Ο γιατρός Βαλά στράφηκε προς τον πάγκο, και τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν. Έκανε ένα φιλικό νεύμα. Ξαφνικά, μου ’ρθε να πάω μέχρι το τραπέζι του και να του πω ότι είχα να του υποβάλω μια εμπιστευτική ερώτηση. Θα τον έπαιρνα παράμερα και θα του έδειχνα τις φωτογραφίες: «Την ξέρετε;». Ειλικρινά, θα μου ήταν χρήσιμο να μάθω περισσότερα γι’ αυτή την κοπέλα από έναν θαμώνα του Condé.
Μόλις έμαθα τη διεύθυνση του ξενοδοχείου της, έτρεξα. Διάλεξα τις νεκρές ώρες του απομεσήμερου. Έτσι, είχα περισσότερες πιθανότητες να μην τη βρω – ή έστω, το έλπιζα. Θα μπορούσα επίσης να κάνω μερικές ερωτήσεις γι’ αυτήν στη ρεσεψιόν. Ήταν μια ηλιόλουστη φθινοπωρινή μέρα, κι αποφάσισα να περπατήσω. Έφυγα απ’ το ποτάμι και προχώρησα αργά προς την καρδιά της πόλης. Στην οδό Σερς-Μιντί, είχα τον ήλιο φάτσα. Μπήκα στο Au Chien qui fume και παράγγειλα ένα κονιάκ. Είχα άγχος. Μέσα από το τζάμι, κοίταζα τη λεωφόρο Μεν. Θα ’παιρνα το αριστερό πεζοδρόμιο και θα ’φτανα. Κανένας λόγος να αγχώνομαι. Όσο ήμουν στη λεωφόρο, όλο και πιο πολύ ηρεμούσα. Ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι εκείνη θα έλειπε, και, άλλωστε, αυτή τη φορά δε θα ’μπαινα στο ξενοδοχείο για να κάνω ερωτήσεις. Θα ’κοβα βόλτες γύρω γύρω, σαν να ’κανα ρεπεράζ. Είχα όλο το χρόνο μπροστά μου. Γι’ αυτό με πλήρωναν.
Όταν έφτασα στην οδό Σελ, αποφάσισα να σιγουρευτώ. Ήταν ένας δρόμος ήσυχος και μουντός, που δε μου ’φερε στο νου ούτε χωριό ούτε προάστιο, αλλά αυτές τις μυστηριώδεις ζώνες που ονομάζονται «ενδοχώρα». Τράβηξα γραμμή για τη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου – ψυχή. Περίμενα καμιά δεκαριά λεπτά, ελπίζοντας να μην εμφανιστεί κανείς. Άνοιξε μια πόρτα, κι εμφανίστηκε μια μελαχρινή με κοντά μαλλιά, ντυμένη στα μαύρα από πάνω ως κάτω. Είπα ευγενικά:
«Ήρθα για τη Ζακλίν Ντελάνκ».
Φαντάστηκα ότι θα είχε καταχωρηθεί με το πατρικό της.
Η γυναίκα μου χαμογέλασε και πήρε ένα φάκελο από μια θυρίδα πίσω της.
«Είστε ο κύριος Ρολάν;»
Ποιος ήταν αυτός; Για καλό και για κακό, έκανα μια αόριστη κίνηση με το κεφάλι. Εκείνη μου έδωσε το φάκελο, πάνω στον οποίο ήταν γραμμένο με μπλε μελάνι: Για τον Ρολάν. Ο φάκελος δεν ήταν σφραγισμένος. Πάνω σ’ ένα μεγάλο φύλλο χαρτί διάβασα:
Ρολάν, έλα να με συναντήσεις μετά τις 5 στο Condé. Αν όχι, πάρε με στο AUTEUIL 15-28 κι άσε μου μήνυμα.
Υπογραφή: Λουκί. Υποκοριστικό του Ζακλίν;
Ξαναδίπλωσα το χαρτί, το ξανάβαλα στο φάκελο κι επέστρεψα το φάκελο στη μελαχρινή.
«Με συγχωρείτε… Έγινε κάποιο μπέρδεμα… Αυτό δεν είναι για μένα.»
Εκείνη δεν αντέδρασε και, μηχανικά, ξανάβαλε το γράμμα στη θυρίδα.
«Μένει πολύ καιρό εδώ η Ζακλίν Ντελάνκ;»
Η γυναίκα δίστασε για μια στιγμή και μου απάντησε με προσήνεια:
«Περίπου ένα μήνα».
«Μόνη;»
«Μάλιστα»
Κατάλαβα ότι ήταν αδιάφορη και έτοιμη ν’ απαντήσει σ’ όλες μου τις ερωτήσεις. Με κοίταξε μ’ ένα βλέμμα αφάνταστα βαριεστημένο.
«Σας ευχαριστώ» της είπα.
«Τίποτα»
Καλύτερα να μην καθυστερούσα άλλο. Ο Ρολάν μπορεί να ’ρχόταν από στιγμή σε στιγμή. Ξαναπήρα τη Λεωφόρο Μεν – αυτή τη φορά, προς την αντίθετη κατεύθυνση. Στο Au Chien qui fume, παράγγειλα ξανά κονιάκ. Έψαξα στον τηλεφωνικό κατάλογο για τη διεύθυνση του Condé. Βρισκόταν στην περιοχή του Οντεόν. Ήταν τέσσερις το απόγευμα· είχα ακόμα λίγο χρόνο. Οπότε, τηλεφώνησα στο AUTEUIL 15-28. Μια ουδέτερη φωνή μού θύμισε εκείνην που λέει την ώρα στο τηλέφωνο: «Γκαράζ La Fontaine… Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;». Ζήτησα τη Ζακλίν Ντελάνκ. «Απουσιάζει αυτή τη στιγμή… Θέλετε να της πούμε κάτι;». Μπήκα στον πειρασμό να το κλείσω, αλλά αναγκάστηκα ν’ απαντήσω: ‘Όχι τίποτα. Ευχαριστώ».
Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να προσδιορίζεις με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια τις διαδρομές που ακολουθούν οι άνθρωποι, για να τους καταλάβεις καλύτερα. Έλεγα και ξανάλεγα με χαμηλή φωνή: «Ξενοδοχείο όδου Σελ. Γκαράζ La Fontaine. Café Condé. Λουκί»· και μετά, αυτό το κομμάτι του Νεϊγί ανάμεσα στο Δάσος της Βουλόνης και τον Σηκουάνα, εκεί όπου αυτός ο τύπος μού είχε δώσει ραντεβού για να μου μιλήσει για τη γυναίκα του, ονόματι Ζακλίν Σουρό, το γένος Ντελάνκ.
Ξέχασα ποιος τον είχε συμβουλέψει ν’ απευθυνθεί σ’ εμένα. Δεν έχει σημασία. Σίγουρα θα ’χε βρει τη διεύθυνσή μου στον κατάλογο. Πήρα το μετρό πολύ νωρίτερα απ’ την ώρα του ραντεβού. Δεν θα χρειαζόταν ν’ αλλάξω γραμμή. Κατέβηκα στο Σαμπλόν κι έκανα βόλτες για σχεδόν μισή ώρα. Συνήθιζα να κάνω πρώτα μια κατόπτευση των χώρων, πριν μπω στο θέμα. Παλιά, ο Μπλεμάν με κατηγορούσε γι’ αυτό· θεωρούσε ότι έχανα την ώρα μου. Να βουτάς στο νερό, μου έλεγε, αντί να γυροφέρνεις την πισίνα. Εγώ, όμως, πρέσβυα το αντίθετο. Όχι απότομες κινήσεις, αλλά απάθεια και βραδύτητα, χάρη στις οποίες αφήνεσαι να σε εμποτίσει το πνεύμα των χώρων.
Στον αέρα πλανιόταν μια ευωδιά εξοχής και φθινοπώρου. Είχα πάρει τη λεωφόρο κατά μήκος του Βοτανικού Κήπου, αλλά από το αριστερό πεζοδρόμιο απ’ την πλευρά του δάσους και της πίστας ιππασίας, και πολύ θα προτιμούσα να ’χα βγει για έναν απλό περίπατο.
Ο Ζαν-Πιερ Σουρό μού είχε τηλεφωνήσει για να μου κλείσει ραντεβού με μιαν άχρωμη φωνή. Το μόνο που μου έδωσε να καταλάβω, είναι ότι επρόκειτο για τη γυναίκα του. Όσο πλησίαζα στο σπίτι του, τον έβλεπα να περπατάει όπως κι εγώ κατά μήκος της πίστας ιππασίας και να προσπερνάει το ιππευτήριο του Βοτανικού Κήπου. Πόσων χρονών ήταν; Η χροιά της φωνής του μου φάνηκε νεανική, αλλά οι φωνές πάντα ξεγελάνε.
Σε ποιο δράμα ή σε ποια συζυγική κόλαση θα με οδηγούσε; Ένιωθα να χάνω το θάρρος μου, και δεν ήμουν πια πολύ σίγουρος ότι ήθελα να πάω σ’ αυτό το ραντεβού. Ήδη διέσχιζα το Δάσος προς την κατεύθυνση της λίμνης Σεντ-Τζέιμς και της λιμνούλας που ήταν η αγαπημένη των παγοδρόμων. Ήμουν ο μόνος διαβάτης κι είχα την εντύπωση ότι δε βρισκόμουν στο Παρίσι, αλλά μακριά, κάπου στη Σολόν. Γι’ άλλη μια φορά κατάφερα να ξεπεράσω την αποθάρρυνση. Μια ακαθόριστη επαγγελματική περιέργεια μ’ έκανε να διακόψω τον περίπατό μου στο δάσος και να ξαναγυρίσω στις παρυφές του Νεϊγί. Σολόν. Νεϊγί. Φανταζόμουν κάτι ατελείωτα βροχερά απογεύματα γι’ αυτούς τους Σουρό στο Νεϊγί. Και εκεί, στη Σολόν, κάθε σούρουπο, ακούγαμε το κυνηγετικό κέρας. Άραγε η σύζυγός του ίππευε σαν αμαζόνα; Έσκασα στα γέλια όταν θυμήθηκα την παρατήρηση του Μπλεμάν: «Εσείς, Κεσλέ, παίρνετε αμέσως μπρος. Θα ’πρεπε να γράφετε μυθιστορήματα».
Έμενε στην Πορτ Μαντρίντ, σε μια μοντέρνα πολυκατοικία με μεγάλη γυάλινη είσοδο. Μου είχε πει να πάω στο βάθος του χολ και να στρίψω αριστερά. Θα ’βλεπα τ’ όνομά του στην πόρτα. «Είναι ένα διαμέρισμα στο ισόγειο.» Με είχε ξαφνιάσει η θλίψη με την οποία είπε «ισόγειο». Μετά απ’ αυτό, μακρά σιωπή, σαν να ’χε μετανιώσει για την ομολογία του.
«Και η ακριβής διεύθυνση;» τον είχα ρωτήσει.
«Λεωφόρος Μπρετέιγ 11. Το σημειώσατε; 11… Στις τέσσερις. Μπορείτε;»
Η φωνή του ήταν σταθερή πια· είχε σχεδόν πάρει μια χροιά καθωσπρεπισμού.
Πάνω στην πόρτα, μια χρυσή πινακίδα: Ζαν-Πιερ Σουρό· από κάτω, πρόσεξα ένα «ματάκι». Χτύπησα. Περίμενα. Εκεί, μέσα στο άδειο και αθόρυβο χολ, σκέφτηκα ότι είχα πάει πολύ αργά· ότι είχε αυτοκτονήσει. Ντράπηκα μ’ αυτή τη σκέψη, και μου ξανάρθε να τα παρατήσω, να φύγω από εκείνο το χολ και να συνεχίσω τον περίπατό μου στον καθαρό αέρα, στη Σολόν… Ξαναχτύπησα – αυτή τη φορά, τρία κοφτά χτυπήματα. Η πόρτα άνοιξε αμέσως, θαρρείς κι εκείνος στεκόταν πίσω της, κοιτάζοντας με απ’ το «ματάκι».
Μελαχρινός, γύρω στα σαράντα, κοντά μαλλιά, πολύ ψηλότερος απ’ το κανονικό. Φορούσε ένα κοστούμι μπλε-μαρέν κι ένα πουκάμισο σιελ με ανοιχτό γιακά. Με οδήγησε σ’ αυτό που θα μπορούσαμε να το πούμε καθιστικό, χωρίς να πει λέξη. Μου έδειξε έναν καναπέ, πίσω από ένα χαμηλό τραπεζάκι, και καθίσαμε δίπλα δίπλα. Δυσκολευόταν να μιλήσει. Για να τον κάνω να αισθανθεί άνετα, του είπα, όσο πιο γλυκά μπορούσα: «Ώστε πρόκειται για τη γυναίκα σας…».
Προσπαθούσε να το παίξει άνετος. Μου ’ριξε ένα ξεθυμασμένο χαμόγελο. Ναι· η γυναίκα του είχε εξαφανιστεί πριν από δύο μήνες, μετά από ένα συνηθισμένο καβγαδάκι. Ήμουν το πρώτο πρόσωπο στο οποίο μιλούσε μετά από την εξαφάνισή της; Τα μεταλλικά στόρια μιας από τις τζαμαρίες ήταν κατεβασμένα, κι αναρωτήθηκα αν αυτός ο άνδρας είχε μείνει κλεισμένος στο διαμέρισμά του αυτούς τους δύο μήνες. Όμως, αν εξαιρέσεις τα στόρια, κανένα σημάδι ακαταστασίας κι εγκατάλειψης σ’ εκείνο το καθιστικό. Κι ο ίδιος, μετά από μια στιγμιαία ταλάντωση, ανακτούσε κάπως την αυτοπεποίθησή του.
«Εύχομαι αυτή η κατάσταση να ξεκαθαρίσει αρκετά γρήγορα» μου είπε στο τέλος.
Τον παρατηρούσα από πιο κοντά. Μάτια πολύ ανοιχτόχρωμα κάτω από μαύρα φρύδια, ψηλά ζυγωματικά, συνηθισμένο προφίλ. Στο όλο παρουσιαστικό και τις κινήσεις, ένα αθλητικό σφρίγος που το τόνιζαν τα κοντά μαλλιά. Εύκολα τον φανταζόσουν πάνω σ’ ένα ιστιοπλοϊκό, γυμνόστηθο, μοναχικό θαλασσοπόρο. Να, όμως, που, παρά την τόσο εμφανή σφριγηλότητα και γοητεία, η γυναίκα του τον είχε παρατήσει.
Ρώτησα αν, όλο αυτό το διάστημα, είχε κάνει προσπάθειες να την ξαναβρεί. Όχι. Του είχε τηλεφωνήσει τρεις-τέσσερις φορές, διαβεβαιώνοντάς τον ότι δε θα ξαναγύριζε. Τον είχε αποθαρρύνει επίμονα απ’ το να την ψάξει, χωρίς να του δώσει καμία εξήγηση. Η φωνή της είχε αλλάξει. Δεν ήταν πια το ίδιο πρόσωπο. Μια φωνή πολύ ήρεμη, πολύ σίγουρη, που τον ανησυχούσε πολύ. Είχαν καμιά δεκαπενταριά χρόνια διαφορά. Εκείνη, είκοσι δύο. Εκείνος, τριάντα έξι. Όσο μου έδινε λεπτομέρειες, ένιωθα μια συστολή, ίσως και ψυχρότητα, που δεν μπορεί παρά να ήταν καρπός της λεγόμενης καλή αγωγής. Τώρα, έπρεπε να του κάνω όλο και πιο συγκεκριμένες ερωτήσεις, και δεν ήξερα πια αν άξιζε τον κόπο. Τι ήθελε ακριβώς; Να γυρίσει η γυναίκα του; Ή απλώς, έψαχνε να καταλάβει γιατί τον είχε παρατήσει; Και του αρκούσε αυτό; Εκτός από τον καναπέ και το τραπεζάκι, κανένα άλλο έπιπλο στο καθιστικό. Η τζαμαρία έβλεπε στη λεωφόρο όπου η κίνηση των αυτοκινήτων ήταν αραιή, ευχής έργον όταν μένεις στο ισόγειο. Βράδιαζε. Ο Σουρό άναψε το επιδαπέδιο φωτιστικό και το κόκκινο αμπαζούρ στον καναπέ, δεξιά μου. Το φως μ’ έκανε ν’ ανοιγοκλείσω τα μάτια – ένα φως λευκό, που έκανε τη σιωπή ακόμα πιο βαθιά. Νομίζω ότι περίμενε τις ερωτήσεις μου. Είχε σταυρώσει τα πόδια. Για να κερδίσω χρόνο, έβγαλα από την εσωτερική τσέπη του σακακιού μου το σπιράλ σημειωματάριό μου και το στιλό διαρκείας, και κράτησα μερικές σημειώσεις. «Εκείνος, 36 ετών. Εκείνη, 22. Νεϊγί. Διαμέρισμα ισόγειο. Λίγα έπιπλα. Τζαμαρίες που βλέπουν στη Λεωφόρο Μπρετβίλ. Αραιή κυκλοφορία. Μερικά περιοδικά στο τραπεζάκι.» Εκείνος, αμίλητος, περίμενε, σαν να ’μουν γιατρός που έγραφε μια συνταγή.
«Το πατρικό της συζύγου σας…;»
«Ντελάνκ. Ζακλίν Ντελάνκ.»
Ρώτησα τον τόπο και την ημερομηνία γεννήσεως αυτής της Ζακλίν Ντελάνκ· επίσης, την ημερομηνία του γάμου τους. Είχε άδεια οδήγησης; Σταθερή δουλειά; Όχι. Είχε συγγενείς; Στο Παρίσι; Στην επαρχία; Μπλοκ επιταγών; Ενώ εκείνος μου απαντούσε με θλιμμένη φωνή, εγώ σημείωνα όλες αυτές τις λεπτομέρειες που, συχνά, είναι οι μόνες μαρτυρίες για το πέρασμα ενός όντος απ’ τη Γη – με την προϋπόθεση ότι, μια μέρα, θα βρεθεί το σπιράλ σημειωματάριο όπου κάποιος θα τις έχει καταγράψει με πολύ μικρά και δυσανάγνωστα γράμματα όπως τα δικά μου.
Τώρα έπρεπε να περάσω σε πιο λεπτές ερωτήσεις, απ’ αυτές που σου επιτρέπουν να διεισδύσεις στα προσωπικά ενός ανθρώπου χωρίς να του ζητήσεις την άδεια. Με ποιο δικαίωμα;
«Έχετε φίλους;»
Ναι· κάποιους με τους οποίους βλεπόταν αρκετά τακτικά. Τους είχε γνωρίσει σε μια εμπορική σχολή. Με μερικούς απ’ αυτούς, μάλιστα, ήταν και συμμαθητής, στο Λύκειο Ζαν-Μπατίστ-Σε.
Επίσης, με τρεις από τους φίλους του είχε επιχειρήσει ν’ ανοίξει ένα μαγαζί, πριν πιάσει δουλειά στο μεσιτικό γραφείο Ζανετατσί, σε διευθυντική θέση.
«Εργάζεστε ακόμα εκεί;»
«Ναι. Οδός Ντε λα Πε 20.»
Με ποιο μεταφορικό μέσο πήγαινε στο γραφείο; Κάθε λεπτομέρεια, ακόμα και η πιο φαινομενικά ασήμαντη, είναι διαφωτιστική. Με το αυτοκίνητο. Κατά καιρούς, έκανε ταξίδια για λογαριασμό του γραφείου. Λιόν. Μπορντό. Κυανή Ακτή. Γενεύη. Και η Ζακλίν Σουρό, το γένος Ντελάνκ, έμενε μόνη στο Νεϊγί; Την είχε πάρει μαζί του μερικές φορές στην Κυανή Ακτή. Κι όταν ήταν μόνη, με τι ασχολούνταν τον ελεύθερο χρόνο της; Μα στ’ αλήθεια δεν υπήρχε κανείς που θα μπορούσε να του δώσει μια πληροφορία για την εξαφάνιση της Ζακλίν, συζύγου Σουρό, το γένος Ντελάνκ, και να του παράσχει την παραμικρή ένδειξη; «Δεν ξέρω… Ας πούμε, κάτι που μπορεί να εκμυστηρεύτηκε σε κάποιον, μια μέρα που θα ’ταν στα κάτω της…» Όχι. Η Ζακλίν δεν ανοιγόταν σε κανέναν. Συχνά, πάντως, του κατηγορούσε τους φίλους του για έλλειψη φαντασίας. Ας πω εδώ ότι ήταν κατά δεκαπέντε χρόνια μικρότερη απ’ όλους.
Είχα φτάσει τώρα σε μια ερώτηση που μ᾽επνιγε από πριν, αλλά ήμουν υποχρεωμένος να του την κάνω:
«Πιστεύετε πως είχε εραστή;»
Ο τόνος της φωνής μου μου φάνηκε λίγο απότομος και λίγο χαζός. Αλλά τι να κάνω… Εκείνος έσμιξε τα φρύδια.
«Όχι»
Δίστασε, κοιτάζοντάς με στα μάτια, σαν να περίμενε να του δώσω κουράγιο, ή σαν να μην έβρισκε τα λόγια. Ένα βράδυ, ένας από τους παλιόφιλους της εμπορικής σχολής είχε έρθει να δειπνήσει εδώ με κάποιον Γκι ντε Βερ, έναν άνδρα μεγαλύτερης ηλικίας απ’ αυτούς. Ο Γκι ντε Βερ ασχολούνταν ένθερμα με τις απόκρυφες επιστήμες κι είχε προτείνει να τους φέρει κάποια βιβλία επί του θέματος. Η γυναίκα του είχε παραστεί σε πολλές συγκεντρώσεις, αλλά και σε διαλέξεις που έδινε τακτικά ο Γκι ντε Βερ. Ο ίδιος δεν είχε μπορέσει να τον συνοδεύσει, γιατί η δουλειά στο γραφείο είχε αυξηθεί πολύ. Η γυναίκα του, όμως, εκδήλωνε ενδιαφέρον γι’ αυτές τις συγκεντρώσεις και τις διαλέξεις, και του μιλούσε συχνά γι’ αυτές, χωρίς εκείνος να καταλαβαίνει περί τίνος επρόκειτο. Του ’χε δανείσει ένα απ’ τα βιβλία που της είχε συστήσει ο Γκι ντε Βερ, αυτό που της φαινόταν πιο ευκολοχώνευτο. Το βιβλίο είχε τίτλο Χαμένος Ορίζοντας. Είχε έρθει σε καμιά επαφή με τον Γκι ντε Βερ μετά την εξαφάνιση της γυναίκας του; Ναι· του είχε τηλεφωνήσει πολλές φορές, αλλά ο άλλος δεν ήξερε τίποτα. «Είστε σίγουρος γι’ αυτό;» Ο Σουρό σήκωσε τους ώμους και μου ’ριξε ένα κουρασμένο βλέμμα. Ο Γκι ντε Βερ ήταν όλο υπεκφυγές, κι ο Σουρό είχε καταλάβει ότι δε θα ’παιρνε καμία πληροφορία απ’ αυτόν. Το πραγματικό όνομα και η διεύθυνση αυτού του ανθρώπου…; Τη διεύθυνσή του δεν τη γνώριζε. Δεν ήταν στον κατάλογο.
Έψαχνα τι άλλες ερωτήσεις να του κάνω. Σιωπή ανάμεσά μας, αλλά αυτό δεν έδειχνε να τον ενοχλεί. Καθισμένοι δίπλα, δίπλα στον καναπέ, βρισκόμασταν στην αίθουσα αναμονής ενός γιατρού ή οδοντιάτρου. Τοίχοι άσπροι και γυμνοί. Ένα γυναικείο πορτρέτο κρεμασμένο πάνω από τον καναπέ. Παραλίγο να πάρω ένα περιοδικό από το τραπεζάκι. Με κυρίευσε μια αίσθηση κενού. Πρέπει να πω ότι, εκείνη τη στιγμή, συναισθανόμουν την απουσία της Ζακλίν Σουρό, το γένος Ντελάνκ, σε σημείο που να μου φαίνεται οριστική. Όμως δεν έπρεπε να είμαι εξαρχής απαισιόδοξος. Κι έπειτα, το καθιστικό δε θα έδινε την ίδια εντύπωση του κενού, ακόμα κι όταν αυτή η γυναίκα ήταν παρούσα; Εδώ έτρωγαν; Τότε, σίγουρα θα έτρωγαν πάνω στο τραπέζι του μπριτζ, που θα το άνοιγαν και θα το ’κλειναν μετά. Θέλησα να μάθω αν είχε φύγει μετά από μια ξαφνική παρόρμηση, αφήνοντας πράγματά της πίσω της. Όχι. Είχε πάρει τα ρούχα της και κάτι βιβλία που της είχε δανείσει ο Γκι ντε Βερ, και τα ’χε βάλει όλα μέσα σε μια γκρενά δερμάτινη βαλίτσα. Δεν είχε μείνει το παραμικρό ίχνος της. Ακόμα και οι φωτογραφίες της –κάτι λίγες φωτογραφίες από διακοπές- είχαν εξαφανιστεί. Το βράδυ, μόνος στο διαμέρισμα, αναρωτιόταν αν είχε ποτέ παντρευτεί αυτή τη Ζακλίν Ντελάνκ. Η μόνη απόδειξη ότι όλο αυτό δεν ήταν όνειρο, ήταν το οικογενειακό βιβλιάριο που τους είχε δοθεί μετά το γάμο τους. Οικογενειακό βιβλιάριο. Έλεγε και ξανάλεγε αυτές τις λέξεις, σαν να μην καταλάβαινε πια το νόημά τους.
Ήταν άσκοπο να επισκεφθώ τους άλλους χώρους του διαμερίσματος. Άδεια δωμάτια. Άδειες ντουλάπες. Και η σιωπή, μόλις που ταραζόταν απ’ το πέρασμα ενός αυτοκινήτου από τη Λεωφόρο Μπρετβίλ. Τα βράδια θα πρέπει να ήταν ατελείωτα.
«Πήρε το κλειδί μαζί της όταν έφυγε;»
Έγνεψε αρνητικά με το κεφάλι. Δεν είχε καν την ελπίδα ότι μια νύχτα θ’ άκουγε τον ήχο του κλειδιού στην κλειδαριά που θα σήμαινε το γυρισμό της. Άσε που πίστευε πως δε θα του ξανατηλεφωνούσε ποτέ.
«Πώς τη γνωρίσατε;»
Την είχαν προσλάβει στο γραφείο Ζανετατσί για ν’ αντικαταστήσει μια υπάλληλο. Θέση προσωρινής γραμματέως. Της είχε υπαγορεύσει κάτι επιστολές για τους πελάτες, κι έτσι γνωρίστηκαν. Συναντήθηκαν εκτός γραφείου. Του είχε πει ότι σπούδαζε στη Σχολή Ανατολικών Γλωσσών, όπου παρακολουθούσε μαθήματα δύο φορές την εβδομάδα, αλλά εκείνος δεν έμαθε ποτέ για ποια ακριβώς γλώσσα επρόκειτο. Ασιατικές γλώσσες, του έλεγε. Και μετά από δύο μήνες, ένα Σάββατο πρωί, παντρεύτηκαν στο δημαρχείο του Νεϊγί, με μάρτυρες δύο συναδέλφους τους απ’ το γραφείο. Κανείς άλλος δεν παραβρέθηκε σ’ αυτό που για κείνον δεν ήταν παρά μια τυπική διαδικασία. Πήγαν να γευματίσουν με τους μάρτυρες πολύ κοντά στο σπίτι του, στις παρυφές του Δάσους της Βουλόνης, σ’ ένα εστιατόριο όπου σύχναζαν πελάτες από το γειτονικό ιππευτήριο.
Με κοίταζε σαν να ντρεπόταν. Έδειχνε ότι πολύ θα ήθελε να μου δώσει περισσότερες εξηγήσεις γι’ αυτόν το γάμο. Του χαμογέλασα. Δεν είχα ανάγκη από εξηγήσεις. Έκανε μια προσπάθεια και, σαν να βουτούσε στα βαθιά:
«Προσπαθούμε να δημιουργήσουμε δεσμούς… καταλαβαίνετε…»
Ασφαλώς και καταλάβαινα. Σ’ αυτή τη ζωή που καμιά φορά μάς φαίνεται σαν χερσότοπος χωρίς κατευθυντήριες πινακίδες, ανάμεσα σ’ όλες αυτές τις γραμμές φυγής και τους χαμένους ορίζοντες, πολύ θα θέλαμε να βρούμε σημεία αναφοράς, να καταστρώσουμε κάτι σαν κτηματολόγιο, για να μην έχουμε πια την εντύπωση ότι αρμενίζουμε ακυβέρνητοι. Οπότε, δημιουργούμε δεσμούς, προσπαθώντας να σταθεροποιήσουμε ριψοκίνδυνες γνωριμίες. Σώπαινα, με το βλέμμα καρφωμένο στη στοίβα των περιοδικών. Στο κέντρο του χαμηλού τραπεζιού, ένα μεγάλο κίτρινο σταχτοδοχείο που έγραφε: Cinzano· κι ένα χαρτόδετο βιβλίο με τίτλο Αντίο, Φοκολαρά. Ζανετατσί. Ζαν-Πιερ Σουρό. Cinzano. Ζακλίν Ντελάνκ. Δημαρχείο του Νεϊγί. Φοκολαρά. Άντε να βρεθεί ένα νόημα σ’ όλα αυτά…
«Έπειτα, ήταν πολύ γοητευτική γυναίκα… Την ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα…»
Με το που ξεστόμισε ψιθυριστά αυτή την εκμυστήρευση, φάνηκε σαν να το ’χε μετανιώσει. Τις τελευταίες μέρες πριν από την εξαφάνισή της, είχε δει τίποτα περίεργο στη συμπεριφορά της; Ε, ναι: τον κατηγορούσε όλο και πιο συχνά για θέματα της καθημερινότητάς τους. Δεν είναι αυτή η αληθινή ζωή, του έλεγε. Κι όταν τη ρωτούσε πώς ακριβώς είναι η ΑΛΗΘΙΝΗ ΖΩΗ, εκείνη σήκωνε τους ώμους και δεν απαντούσε, σαν να ’ξερε πως, ό,τι και να του ’λεγε, δε θα την καταλάβαινε. Μετά, ξανάβρισκε το χαμόγελο και την ευγένειά της, και σχεδόν ζητούσε συγγνώμη για την κακή της διάθεση. Έπαιρνε ένα καρτερικό ύφος και του ’λεγε ότι, κατά βάθος, όλα αυτά δεν είχαν και πολλή σημασία. Ίσως μια μέρα εκείνος καταλάβαινε τι είναι η ΑΛΗΘΙΝΗ ΖΩΗ.
«Στ’ αλήθεια δεν έχετε καμία φωτογραφία της;»
Ένα απόγευμα, περπατούσαν κατά μήκος του Σηκουάνα. Εκείνος υπολόγιζε να πάρει το μετρό στο Σατλέ για να πάει στο γραφείο του. Στη Λεωφόρο Ντι Παλέ, πέρασαν μπροστά από ένα αυτόματο φωτογραφείο. Εκείνη χρειαζόταν φωτογραφίες για να βγάλει καινούργιο διαβατήριο. Την περίμενε στο πεζοδρόμιο. Όταν εκείνη βγήκε απ’ το μηχάνημα, του έδωσε τις φωτογραφίες, λέγοντάς του ότι φοβόταν μην τις χάσει. Εκείνος επιστρέφοντας στο γραφείο του, τις έβαλε σ’ ένα φάκελο και ξέχασε να τις πάει στο Νεϊγί. Μετά την εξαφάνιση της γυναίκας του, θυμήθηκε ότι ο φάκελος ήταν πάντα εκεί, πάνω στο γραφείο του, ανάμεσα σε άλλα υπηρεσιακά έγγραφα.
«Περιμένετε μια στιγμή;»
Μ’ άφησε μόνο μου στον καναπέ. Είχε νυχτώσει. Κοίταξα το ρολόι μου και ξαφνιάστηκα όταν είδα ότι ήταν μόνο έξι παρά τέταρτο. Είχα την εντύπωση ότι ήμουν εκεί πολύ περισσότερη ώρα.
Δύο φωτογραφίες μέσα σ’ έναν γκρίζο φάκελό που, πάνω αριστερά, είχε τυπωμένο: «Μεσιτικό Γραφείο Ζανετατσί (Γαλλία), οδός Ντε λα Πε 20, Παρίσι, Πρώτο Διαμέρισμα». Μία φωτογραφία ανφάς και μία προφίλ, όπως ζητούσε πιο παλιά η αστυνομία για τους αλλοδαπούς. Κι όμως, τόσο το επίθετό της –Ντελάνκ– όσο και τ’ όνομά της –Ζακλίν– ήταν σαφώς γαλλικά. Δύο φωτογραφίες που τις κρατούσα μεταξύ αντίχειρα και δείκτη, και τις κοίταζα σιωπηλός. Μελαχρινή, ανοιχτόχρωμα μάτια κι ένα απ’ αυτά τα τόσο καθαρά προφίλ, που προσδίδουν γοητεία ακόμα και σε ανθρωπομετρικές φωτογραφίες. Κι αυτές οι δύο είχαν όλη τη μουντάδα και την ψυχρότητα των ανθρωπομετρικών φωτογραφιών.
«Μπορώ να τις κρατήσω λίγο καιρό;» τον ρώτησα.
«Βεβαίως»
Έβαλα το φάκελο σε μια τσέπη του σακακιού μου.
Είναι κάτι στιγμές που δεν πρέπει ν’ ακούς κανέναν. Εκείνος, ο Ζαν-Πιερ Σουρό, τι ακριβώς ήξερε για τη Ζακλίν Ντελάνκ; Όχι πολλά. Ούτε καν ένα χρόνο δεν είχαν ζήσει μαζί στο ισόγειο του Νεϊγί. Κάθονταν δίπλα δίπλα σ’ αυτόν τον καναπέ, έτρωγαν ο ένας απέναντι στον άλλον και, κάπου κάπου, με παλιούς συμμαθητές απ’ την εμπορική σχολή και το Λύκειο Ζαν Μπατίστ-Σε. Φτάνει αυτό για να μαντέψεις ό,τι περνά απ’ το νου ενός ανθρώπου; Εκείνη, συνέχιζε να βλέπει συγγενείς της; Κατέβαλα μια ύστατη προσπάθεια για να του υποβάλω αυτή την ερώτηση.
«Όχι. Δεν είχε πια συγγενείς.»
Σηκώθηκα. Μου ’ριξε ένα ανήσυχο βλέμμα. Εκείνος έμεινε καθισμένος στον καναπέ.
«Πρέπει να φύγω» του είπα. «Είναι αργά.»
Του χαμογελούσα, αλλά φαινόταν πράγματι έκπληκτος που ήθελα να τον αφήσω.
«Θα σας τηλεφωνήσω το συντομότερο» του είπα. «Ελπίζω να μπορέσω να σας έχω νέα σύντομα.»
Σηκώθηκε κι εκείνος, με τις ίδιες κινήσεις του υπνοβάτη με τις οποίες πριν από λίγο με είχε οδηγήσει στο καθιστικό. Μια τελευταία ερώτηση μου ΄ρθε στο νου:
«Είχε χρήματα πάνω της όταν έφυγε;».
«Όχι.»
«Κι όταν σας τηλεφωνούσε, μετά τη φυγή της, δε σας έδινε καμία πληροφορία για το πώς ζει;»
«Όχι.»
Βάδιζε προς την εξώπορτα με το άχαρο βήμα του. Άραγε ήταν σε θέση ν’ απαντήσει και σ’ άλλες ερωτήσεις μου; Άνοιξα την πόρτα. Εκείνος στεκόταν πίσω μου, άκαμπτος. Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε, ποια έκρηξη πικρίας, και του είπα με επιθετικό ύφος:
«Δηλαδή…ελπίζατε να γεράσετε μαζί της;»
Το ’κανα για να τον ξυπνήσω από το λήθαργο και τη συντριβή του; Γούρλωσε τα μάτια και με κοίταξε με φόβο. Ήμουν στο κούφωμα της πόρτας. Τον πλησίασα κι έβαλα το χέρι μου στον ώμο του:
«Μη διστάσετε να μου τηλεφωνήσετε. Ό,τι ώρα να ’ναι».
Το πρόσωπό του χαλάρωσε. Βρήκε τη δύναμη να χαμογελάσει. Πριν κλείσει πίσω μου την πόρτα, με αποχαιρέτησε μ’ ένα νεύμα. Έμεινα για αρκετή ώρα στο πλατύσκαλο, ώσπου έσβησε το φως της σκάλας. Τον φανταζόμουν να κάθεται ολομόναχος στον καναπέ, στην ίδια θέση όπου καθόταν πριν. Με μια μηχανική κίνηση, έπαιρνε ένα περιοδικό απ’ αυτά που ήταν στοιβαγμένα πάνω στο τραπεζάκι.
Μοντιανό Πατρίκ, Στο café της χαμένης νιότης, Αθήνα, Πόλις, 2008, σ. 29-43, 44-47, 48-64.
Στο café της χαμένης ν...
Έξω είχε νυχτώσει. Το μυαλό μου δεν μπορούσε να ξεκολλήσει απ’ αυτόν τον άνδρα στο ισόγειό του, κάτω απ’ το ψυχρό φως της λάμπας. Θα τσιμπούσε κάτι πριν πέσει για ύπνο; Αναρωτιόμουν αν υπήρχε κουζίνα εκεί μέσα. Θα ’πρεπε να τον καλέσω σε δείπνο. Ίσως τότε, χωρίς να του κάνω ερωτήσεις, θα ξεστόμιζε μια λέξη, μια εξομολόγηση που θα μ’ έβαζε πιο γρήγορα στα χνάρια της Ζακλίν Ντελάνκ. Ο Μπλεμάν μού έλεγε και μου ξανάλεγε ότι έρχεται κάποια στιγμή για κάθε άτομο, ακόμα και το πιο ξεροκέφαλο, όπου «τα ξερνάει»: ήταν η συνηθισμένη του έκφραση. Εμείς πρέπει να περιμένουμε αυτή τη στιγμή με απέραντη υπομονή, προσπαθώντας, βεβαίως, να την προκαλέσουμε, αλλά σχεδόν ανεπαίσθητα ή, όπως έλεγε ο Μπλεμάν, «με μικρές σπόντες». Ο τύπος πρέπει να έχει την εντύπωση ότι βρίσκεται απέναντι σ’ έναν εξομολογητή. Είναι δύσκολο. Είναι το επάγγελμα. Είχα φτάσει στην Πορτ Μαγιό κι ήθελα να περπατήσω λίγο ακόμα στο χλιαρό βράδυ. Δυστυχώς, όμως, τα καινούργια μου παπούτσια με χτυπούσαν στο κουντεπιέ. Έτσι, όταν έφτασα στη λεωφόρο, μπήκα στο πρώτο café και διάλεξα ένα τραπέζι κοντά στην τζαμαρία. Έλυσα τα παπούτσια μου κι έβγαλα το αριστερό, αυτό που με πονούσε περισσότερο. Όταν ήρθε ο σερβιτόρος, δεν μπόρεσα ν’ αντισταθώ στη στιγμιαία λήθη και τη στιγμιαία γλυκύτητα που θα μου χάριζε ένα πράσινο ιζαρά.
Έβγαλα απ’ την τσέπη μου το φάκελο και κοίταξα για πολλά ώρα τις δύο φωτογραφίες. Πού να ’ταν τώρα; Σε κάποιο café, όπως εγώ, καθισμένη ολομόναχη σ’ ένα τραπέζι; Το δίχως άλλο, την ιδέα μού την έδωσε μια φράση που είχε πει ο Σουρό πριν από λίγο: «Προσπαθούμε να δημιουργήσουμε δεσμούς…». Γνωριμίες στο δρόμο, σ΄ένα σταθμό του μετρό σε ώρα αιχμής. Θα ’πρεπε και οι δύο ν’ αλυσοδεθούμε μ’ αυτή τη στιγμή. Ποιος δεσμός θ’ αντιστεκόταν σ’ αυτό το ρεύμα που σε παρασέρνει και σε κάνει ν’ αλλαξοδρομήσεις; Ένα ανώνυμο γραφείο όπου υπαγορεύουμε ένα γράμμα σε μια προσωρινή δακτυλογράφο, ένα ισόγειο διαμέρισμα στο Νεϊγί που οι λευκοί και άδειοι τοίχοι του φέρνουν στο νου αυτό που λέμε «διαμέρισμα μοντέλο» κι όπου δε θ’ αφήσει κανένα ίχνος απ’ το πέρασμά της… Δύο φωτογραφίες –μία ανφάς, μία προφίλ… Και μ’ αυτό περιμένουμε να δημιουργηθούν δεσμοί; Υπήρχε κάποιος που μπορούσε να με βοηθήσει στην έρευνά μου: ο Μπερνόλ. Δεν τον είχα ξαναδεί από τότε, με τον Μπλεμάν, εκτός από ένα απόγευμα πριν από τρία χρόνια. Πήγαινα να πάρω το μετρό, και διέσχιζα το προαύλιο της Παναγίας των Παρισίων. Ένας με παρουσιαστικό κλοσάρ βγήκε από το Οτέλ-Ντιέ, και διασταυρωθήκαμε. Φορούσε ένα αδιάβροχο με σκισμένα μανίκια, ένα παντελόνι μέχρι τους αστραγάλους, παλιά σανδάλια στα γυμνά του πόδια. Ήταν αξύριστος κι είχε αφήσει μακριά τα μαύρα του μαλλιά. Παρ’ όλα αυτά, τον αναγνώρισα. Ο Μπερνόλ. Τον πήρα από πίσω, με σκοπό να του μιλήσω. Αλλά εκείνος περπατούσε γρήγορα. Πέρασε την πύλη της Διεύθυνσης της Αστυνομίας. Κοντοστάθηκα. Δεν υπήρχε περίπτωση να τον προλάβω. Έτσι, αποφάσισα να τον περιμένω εκεί, στο πεζοδρόμιο. Στο κάτω κάτω, υπήρξαμε μαζί νέοι.
Βγήκε από την ίδια πόρτα μ’ ένα παλτό μπλε-μαρέν, ένα φανελένιο παντελόνι και μαύρα δετά παπούτσια. Δεν ήταν πια ο ίδιος άνθρωπος. Φάνηκε να ενοχλείται όταν τον πλησίασα. Ήταν φρεσκοξυρισμένος. Προχωρήσαμε κατά μήκος της όχθης χωρίς να μιλάμε. Λίγο πιο πέρα, μόλις καθίσαμε στο Soleil d’ Or, μου ανοίχτηκε. Τον χρησιμοποιούσαν ακόμα στις πληροφορίες, μπα, όχι πολλά πράγματα, μια δουλειά πληροφοριοδότη όπου έκανε τον κλοσάρ για να βλέπει και ν’ ακούει καλύτερα ό,τι συνέβαινε γύρω του: αραχτός έξω από πολυκατοικίες, σε παλιατζίδικα, στην Πιγκάλ, γύρω απ’ τους σταθμούς, ακόμα και στο Καρτιέ Λατέν. Είχε ένα θλιμμένο χαμόγελο. Έμενε σ’ ένα στούντιο, στο 16ο Διαμέρισμα. Μου ’δωσε τον αριθμό του τηλεφώνου του. Ούτε στιγμή δε μιλήσαμε για το παρελθόν. Είχε ακουμπήσει το σακ βουαγιάζ του στον καναπέ, δίπλα του. Θα τον εξέπληττε πολύ αν του έλεγα τι περιείχε: ένα παλιό αδιάβροχο, ένα πολύ κοντό παντελόνι, δύο σανδάλια.
Το ίδιο βράδυ που γύρισα από εκείνο το ραντεβού στο Νεϊγί, του τηλεφώνησα. Από τότε που ξανασυναντηθήκαμε, είχα προστρέξει μερικές φορές σ’ αυτόν για πληροφορίες που χρειαζόμουν. Του ζήτησα να μου βρει κάτι λεπτομέρειες που αφορούσαν την ονομαζόμενη Ζακλίν Ντελάνκ, σύζυγο Σουρό. Δεν είχα να του πω και πολλά πράγματα γι’ αυτό το πρόσωπο, παρά μόνο την ημερομηνία γεννήσεώς της και αυτήν του γάμου της με κάποιον Σουρό, Ζαν-Πιέρ, Λεωφόρος Μπρετβίλ, στο Νεϊγί, διευθυντικό στέλεχος στο μεσιτικό γραφείο Ζανετατσί. Κράτησε σημειώσεις. «Αυτό είν’ όλο;» Φαινόταν απογοητευμένος. «Να ψάξω για κοριούς στο στρώμα;» είπε με μια φωνή όλο περιφρόνηση. Στρώμα. Προσπάθησα να φανταστώ την κρεβατοκάμαρα των Σουρό στο Νεϊγί, αυτή την κάμαρα όπου θα ’πρεπε να ρίξω μια ματιά από επαγγελματική ευσυνειδησία. Μια κάμαρα άδεια για πάντα, ένα κρεβάτι όπου είχε μείνει μόνο το ΣΤΡΩΜΑ.
Τις επόμενες εβδομάδες, ο Σουρό μού τηλεφώνησε αρκετές φορές. Μιλούσε πάντα με μιαν άχρωμη φωνή, και πάντα στις επτά το βράδυ. Ίσως, την ώρα αυτή, μόνος στο ισόγειό του, είχε ανάγκη να μιλήσει σε κάποιον. Του έλεγα να κάνει υπομονή. Μου έδινε την εντύπωση ότι είχε χάσει τις ελπίδες του κι ότι, σιγά σιγά, θα συμφιλιωνόταν με την ιδέα ότι η γυναίκα του είχε εξαφανιστεί. Πήρα ένα γράμμα απ’ τον Μπερνόλ:
Αγαπητέ Κεσλέ,
Τίποτα στο στρώμα. Ούτε στο Σουρό ούτε στο Ντελάνκ.
Κοίτα, όμως, πώς τα φέρνει η τύχη: μια βαρετή στατιστική δουλειά που μου ανέθεσαν στα αρχεία των αστυνομικών Τμημάτων του 9ου και του 18ου Διαμερίσματος, μου επέτρεψε να σου βρω κάποιες πληροφορίες.
Δύο φορές έπεσα πάνω στο «Ντελάνκ, Ζακλίν, ετών 15». Την πρώτη, στα αρχεία του Τμήματος της συνοικίας Σεν-Ζορζ πριν από επτά χρόνια∙ τη δεύτερη, λίγους μήνες αργότερα, στο Τμήμα της Γκράντ-Καριέρ. Αιτιολογία: αλητεία ανηλίκου.
Ρώτησα τη Λεονί αν είχε τίποτα για τα ξενοδοχεία. Πριν από δύο χρόνια, η Ντελάνκ Ζακλίν έμεινε στο Ξενοδοχείο San Remo, οδός ντ’ Αρμαγιέ 8 (17ο) και στο Ξενοδοχείο Μétropole, οδός ντε λ’ Εκόλ 13 (17ο). Στα αρχεία της Σεν-Ζορζ και της Γκραντ-Καριέρ έγραφε ότι έμενε στις μητέρας της, Λεωφόρος Ράσελ 10 (18ο Διαμέρισμα).
Τώρα μένει στο ξενοδοχείο Savoie, οδός Σελ 8, στο 14ο Διαμέρισμα. Η μητέρα της απεβίωσε πριν από τέσσερα χρόνια. Στο πιστοποιητικό γεννήσεώς της στο Δημαρχείο του Φοντέν-αν-Σολον (Λουάρ-ε-Σερ), του οποίου σου στέλνω αντίγραφο, αναγράφεται ως αγνώστου πατρός. Η μητέρα της δούλευε ταξιθέτρια στο Moulin-Rouge κι είχε έναν φίλο, κάποιον Γκι Λαβίν, ο οποίος εργαζόταν στο Γκαράζ La Fontaine, οδός Λα Φοντέν 98 (16ο) και τη βοηθούσε οικονομικά. Η Ζακλίν Ντελάνκ δε φαίνεται να έχει κάποια σταθερή δουλειά.
Ιδού, αγαπητέ μου Κεσλέ, όλα όσα μπόρεσα να σου μαζέψω. Ελπίζω να σε ξαναδώ σύντομα, αλλά με την προϋπόθεση να μη φοράω τα ρούχα της δουλειάς μου. Ο Μπλεμάν θα γελούσε πολύ αν μ’ έβλεπε έτσι, μεταμφιεσμένο σε κλοσάρ. Εσύ, φαντάζομαι, λιγότερο. Κι εγώ, καθόλου.
Καλό κουράγιο,
ΜΠΕΡΝΟΛ
Δε μου έμενε παρά να τηλεφωνήσω στον Ζαν-Πιερ Σουρό και να του πω ότι το μυστήριο είχε λυθεί. Προσπαθώ να θυμηθώ ποια στιγμή ακριβώς αποφάσισα να μην κάνω τίποτα. Είχα σχηματίσει στο τηλέφωνο τα πρώτα ψηφία του αριθμού του, όταν το ’κλεισα απότομα. Πνιγόμουν στην ιδέα ότι θα χρειαζόταν να ξαναπάω στο ισόγειο του Νεϊγί απόγευμα, όπως την άλλη φορά, και να περιμένω μαζί του, κάτω απ’ το κόκκινο αμπαζούρ, να βραδιάσει. Άνοιξα έναν παλιό χάρτη τού Παρισιού που είναι πάντα πάνω στο γραφείο μου για να τον έχω πρόχειρο. Απ’ το πολύ να τον ανοίγω, τον έχω σκίσει λίγο στις άκρες, και κάθε φορά τού έβαζα σελοτέιπ, όπως μπαντάρουμε μια πληγή. Το Condé. Το Νεϊγί. Η περιοχή γύρω απ’ την Ετουάλ. Η Λεωφόρος Ρασέλ. Για πρώτη φορά στην επαγγελματική μου ζωή, ένιωθα την ανάγκη να κάνω τις έρευνές μου ανάποδα. Και πραγματικά, έκανα αντίστροφα τη διαδρομή που είχε ακολουθήσει η Ζακλίν Ντελάνκ. Όσο για τον Ζαν-Πιερ Σουρό, δε μετρούσε πια. Δεν υπήρξε παρά ένας κομπάρσος, και τον έβλεπα, μ’ έναν μαύρο χαρτοφύλακα στο χέρι, να τραβάει για το γραφείο Ζανετατσί και να χάνεται για πάντα. Κατά βάθος, το μόνο ενδιαφέρον πρόσωπο ήταν η Ζακλίν Ντελάνκ. Υπήρξαν πολλές Ζακλίν στη ζωή μου… Εκείνη θα ήταν η τελευταία. Πήρα το μέτρο, τη γραμμή Βορράς-Νότος, όπως τη λέγαμε, αυτήν που συνέδεε τη Λεωφόρο Ρασέλ με το Condé. Όσο περνούσαν οι σταθμοί, ανέτρεχα στο παρελθόν. Κατέβηκα Πιγκάλ. Κι εκεί, περπάτησα στη νησίδα της λεωφόρου με βήμα ανάλαφρο. Ένα ηλιόλουστο φθινοπωρινό απόγευμα, απόγευμα, απ’ αυτά που κάνεις σχέδια για το μέλλον και ξαναρχίζεις τη ζωή σου απ’ το μηδέν. Στο κάτω κάτω, σ’ αυτή τη γειτονιά είχε ξεκινήσει τη ζωή της και η Ζακλίν Ντελάνκ… Ήταν σαν να ’χα ραντεβού μαζί της. Στο ύψος της Πλατείας Μπλανς, η καρδιά μου χτυπούσε λίγο δυνατά, κι ένιωθα μια συγκίνηση και κάποιο δέος. Είχα να νιώσω έτσι πολύ καιρό. Συνέχισα να βαδίζω στη νησίδα με όλο και πιο γρήγορο βήμα. Θα μπορούσα να περπατώ με κλειστά μάτια σ’ αυτή την οικεία γειτονιά: το Moulin-Rouge, το Le Sanglier Bleu… Ποιος ξέρει; Θα ’χα διασταυρωθεί μ’ αυτή τη Ζακλίν Ντελάνκ πριν από πολύ καιρό, στο δεξί πεζοδρόμιο, όταν πήγαινε να βρει τη μητέρα της Moulin-Rouge, ή στο αριστερό, όταν σχολούσε από το Λύκειο Ζιλ-Φερί. Και ξαφνικά, έφτασα. Είχα ξεχάσει το σινεμά στη γωνία της λεωφόρου. Λεγόταν Mexico –και όχι τυχαία. Τ’ όνομά αυτό σε γέμιζε λαχτάρα να ταξιδέψεις, να φύγεις, να το σκάσεις… Είχα ξεχάσει επίσης τη σιωπή και τη γαλήνη τής Λεωφόρου Ρασέλ που οδηγεί στο νεκροταφείο, αλλά το νεκροταφείο δεν το σκεφτόμαστε, λέμε ότι ο δρόμος θα καταλήξει στην εξοχή, κι αν είμαστε και λίγο τυχεροί, σ’ έναν περίπατο στην ακροθαλασσιά.
Σταμάτησα στο 10 και, μετά από έναν στιγμιαίο δισταγμό, μπήκα στην πολυκατοικία. Πήγα να χτυπήσω το τζάμι της θυρωρού, αλλά κρατήθηκα. Τι θα ωφελούσε; Σε μια πινακιδούλα κολλημένη σ’ ένα από τα τζάμια της πόρτας ήταν γραμμένα με μαύρα γράμματα τα ονόματα των ενοίκων και ο όροφος καθενός. Έβγαλα απ’ τη μέσα τσέπη του σακακιού μου το σημειωματάριο και το στιλό διαρκείας μου, και σημείωσα τα ονόματα:
Βαν Μποστερό (Ιγκέτ)
Γκραβιέ (Αλίς)
Ενό (Ιβέτ)
Ζαζανί (Οντέτ)
Μανουρί (Αλμπίν)
Μαρίσκα
Ντερλόρ (Κριστίν)
Ντιξ (Ζιζέλ)
Ντιπουί (Μαρτ)Το επίθετο Ντελάνκ (Ζενεβιέβ) είχε διαγραφεί και αντικατασταθεί από το Βαν Μποστερό (Ιγκέτ). Μαμά και κόρη είχαν μείνει στον πέμπτο όροφο. Αλλά την ώρα που έκλεινα το σημειωματάριο, ήξερα ότι όλες αυτές οι πληροφορίες θα μου ήταν τελείως άχρηστες.
Έξω, στο πεζοδρόμιο, ένας άνδρας στεκόταν στο κατώφλι ενός καταστήματος υφασμάτων με την επιγραφή La Licorne. Όπως σήκωνα το κεφάλι προς τον πέμπτο όροφο, τον άκουσα να μου λέει με μια ψιλή φωνή:
«Ψάχνετε τίποτα, κύριε;».
Θα μπορούσα να του κάνω καμιά ερώτηση για τη Ζενεβιέβ και τη Ζακλίν Ντελάνκ, αλλά ήξερα ότι δε θα μου ’δινε παρά επιφανειακές λεπτομέρειες –«επιπόλαιες», όπως έλεγε ο Μπλεμάν-, χωρίς να μπει ποτέ στην ουσία. Σου έφτανε ν’ ακούσεις την ψιλή φωνή του και να προσέξεις το σκληρό του βλέμμα και το κεφάλι του που ήταν σαν του κουναβιού: όχι∙ τίποτα δεν μπορούσα να περιμένω απ’ αυτόν, εκτός από «πληροφορίες» που θα μου ’δινε κι ένας απλός καταδότης. Ή μπορεί και να μου ’λεγε ότι δε γνώριζε ούτε τη Ζενεβιέβ ούτε τη Ζακλίν Ντελάνκ. Μια ψυχρή οργή με κατέκλυσε μπροστά σ’ αυτόν τον τύπο με το πρόσωπο νυφίτσας. Ίσως, ξαφνικά, εκπροσωπούσε όλους εκείνους τους δήθεν μάρτυρες που είχα ρωτήσει σε όλες μου τις έρευνες και που ποτέ δεν είχαν καταλάβει τι είδαν – από βλακεία, από κακία ή από αδιαφορία. Έκανα ένα βαρύ βήμα και στήθηκα μπροστά του. Τον περνούσα καμιά εικοσαριά πόντους και ζύγιζα τα διπλά κιλά.
«Δηλαδή δεν έχουμε το δικαίωμα να κοιτάμε;»
Με κοίταξε με κάτι μάτια σκληρά και φοβισμένα. Θα ’θελα να τον κάνω να φοβηθεί ακόμα πιο πολύ.
Μετά, για να ηρεμήσω, κάθισα σ’ ένα παγκάκι τής νησίδας, στο ύψος της αρχής τής λεωφόρου, απέναντι από το σινεμά Mexico. Έβγαλα το αριστερό μου παπούτσι.
Ήλιος. Ήμουν βυθισμένος στις σκέψεις μου. Η Ζακλίν Ντελάνκ μπορούσε να υπολογίζει στην εχεμύθειά μου: ο Σουρό δε θα μάθαινε ποτέ τίποτα για το Ξενοδοχείο Savoie, για το Condé, για το Γκαράζ La Fontaine και γι’ αυτόν τον Ρολάν που δεν πρέπει να ήταν άλλος από εκείνον τον μελαχρινό με το καστόρινο σακάκι που έγραφε το τετράδιο. «Λουκί. Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου, ώρα 23. Λουκί, 28 Απριλίου, ώρα 14. Η Λουκί με τον μελαχρινό με το καστόρινο σακάκι.» Στις σελίδες εκείνου του τετραδίου, κάθε φορά που εμφανιζόταν τ’ όνομά της, το υπογράμμιζα με μπλε μολύβι και αντέγραφα σ’ ένα χαρτί όλες τις εγγραφές που την αφορούσαν. Με την ημερομηνία τους. Και με την ώρα τους. Εκείνη, όμως, δεν είχε κανένα λόγο ν’ ανησυχεί. Δε θα ξαναπήγαινα στο Condé. Στ’ αλήθεια υπήρξα τυχερός, τις δυο-τρεις φορές που την περίμενα σ’ ένα τραπέζι του café, που εκείνη τη μέρα δεν είχε έρθει. Θα μ’ ενοχλούσε ότι την κατασκόπευα εν αγνοία της, ναι, θα ντρεπόμουν για το ρόλο μου. Με ποιο δικαίωμα μπαίνουμε σαν διαρρήκτες στη ζωή των ανθρώπων, με ποιο θράσος βυθομετρούμε τα νεφρά και την καρδιά τους –και τους ζητάμε και λογαριασμό; Με ποια ιδιότητα; Είχα βγάλει την κάλτσα μου κι έτριβα το κουντεπιέ μου. Ο πόνος υποχωρούσε. Βράδιασε. Πιο παλιά, φαντάζομαι, ήταν η ώρα που Ζενεβιέβ Ντελάνκ πήγαινε να πιάσει δουλειά στο Moulin-Rouge. Η κόρη της έμενε μόνη, στον πέμπτο όροφο. Ένα βράδυ –θα ’ταν γύρω στα δεκατρία, δεκατέσσερα-, περίμενε να φύγει η μητέρα της, κι ύστερα βγήκε από την πολυκατοικία φροντίζοντας να μην τραβήξει την προσοχή του θυρωρού. Όταν βρέθηκε έξω, δεν πήγε πιο μακριά από τη γωνία. Τον πρώτο καιρό, αρκούνταν στην προβολή των δέκα στο σινεμά Mexico. Μετά, η επιστροφή στην πολυκατοικία, το ανέβασμα της σκάλας χωρίς ν’ ανάψει το φως, η πόρτα που κλείνει όσο γίνεται πιο αθόρυβα. Μια νύχτα, βγαίνοντας από το σινεμά, προχώρησε λίγο πιο πέρα, μέχρι την Πλατεία Μπλανς. Και κάθε νύχτα, όλο και πιο μακριά. Αλητεία ανηλίκου, όπως ήταν γραμμένο στα αρχεία των Τμημάτων της Σεν-Ζορζ και της Γκραντ-Καριέρ, κι αυτές οι δύο τελευταίες λέξεις μού θύμιζαν ένα λιβάδι φεγγαρόφωτο, μετά τη Γέφυρα Κολενκούρ, πίσω απ’ το νεκροταφείο – ένα λιβάδι όπου, επιτέλους, εισπνέεις καθαρό αέρα. Η μητέρα της είχε έρθει να την πάρει από το Τμήμα. Από κει και πέρα, είχε πάρει τη φόρα της, και κανείς δεν μπορούσε να τη σταματήσει. Νυχτερινή αλητεία στα δυτικά, αν έκρινα από μερικές ενδείξεις που είχε συγκεντρώσει ο Μπερνόλ. Στην αρχή, η περιοχή της Ετουάλ και, ακόμα πιο δυτικά, Νεϊγί και Δάσος της Βουλόνης. Μα γιατί, τότε, παντρεύτηκε τον Σουρό; Και πάλι φυγή∙ αυτή τη φορά, όμως, προς την Αριστερή Όχθη, θαρρείς και η διάσχιση του ποταμού την προστάτευε από έναν επερχόμενο κίνδυνο. Μα ο ίδιος ο γάμος δεν ήταν κι αυτός μια προστασία; Αν είχε την υπομονή να μείνει στο Νεϊγί, κανείς με τον καιρό δε θα θυμόταν ότι πίσω από μια κυρία Ζαν-Πιερ Σουρό κρυβόταν μια Ζακλίν Ντελάνκ που τ’ όνομά της εμφανιζόταν στα αρχεία δύο φορές.
Μα την αλήθεια, ήμουν ακόμα αιχμάλωτος των παλιών μου επαγγελματικών αντανακλαστικών, αυτών που έκαναν τους συνεργάτες μου να λένε ότι συνέχιζα τις έρευνές μου και στον ύπνο μου. Ο Μπλεμάν με παρομοίαζε μ’ εκείνον τον κακοποιό, αμέσως μετά τον πόλεμο, που τον έλεγαν «Ο άνθρωπος που καπνίζει στον ύπνο του». Είχε μόνιμα στην άκρη του κομοδίνου του ένα σταχτοδοχείο, πάνω στο οποίο υπήρχε ένα αναμμένο τσιγάρο. Τον έπαιρνε αμέσως ο ύπνος, και σε κάθε του σύντομο ξύπνημα, άπλωνε το χέρι προς το σταχτοδοχείο και τραβούσε μια ρουφηξιά. Και μόλις τελείωνε αυτό το τσιγάρο, άναβε άλλο ένα με μια κίνηση υπνοβάτη. Το πρωί, όμως, δε θυμόταν τίποτα κι ήταν πεπεισμένος ότι είχε κοιμηθεί πολύ βαθιά. Κι εγώ τώρα καθισμένος στο παγκάκι, τώρα που νύχτωνε, είχα την εντύπωση ότι ήμουν μέσα σ’ ένα όνειρο όπου συνέχιζα ν’ ακολουθώ τα ίχνη της Ζακλίν Ντελάνκ.
Ή, μάλλον, ένιωθα την παρουσία της σ’ εκείνη τη λεωφόρο που τα φώτα της έλαμπαν σαν σινιάλα, χωρίς να μπορώ καλά καλά να τα αποκωδικοποιήσω και, κατά βάθος, χωρίς να ξέρω από ποιες χρονιές μού αποστέλλονταν. Κι αυτά τα φώτα μού φαίνονταν ακόμα πιο έντονα, επειδή η νησίδα ήταν μισοσκότεινη. Ταυτόχρονα έντονα και μακρινά.
Είχα ξαναφορέσει την κάλτσα μου, είχα ξαναβάλει το αριστερό μου παπούτσι κι είχα αφήσει το παγκάκι όπου θα μπορούσα κάλλιστα να περάσω όλη τη νύχτα. Και βάδιζα κατά μήκος της νησίδας όπως εκείνη, στα δεκαπέντε της, πριν την πιάσουν. Πού και ποια στιγμή είχε τραβήξει πάνω της την προσοχή;
Ο Ζαν-Πιερ Σουρό, κάποτε θα κουραζόταν. Θα του απαντούσα μερικές φορές ακόμα στο τηλέφωνο, δίνοντάς του ακαθόριστες ενδείξεις – όλες ψεύτικες, εννοείται. Είν’ εύκολο ν’ αποπροσανατολίσεις κάποιον στο Παρίσι που είναι αχανές. Όταν θα καταλάβαινα ότι τον είχα βάλει σε λάθος δρόμο, θα σταματούσα ν’ απαντώ στα τηλεφωνήματά του. Η Ζακλίν μπορούσε να βασίζεται πάνω μου. Θα της άφηνα το χρόνο να γίνει οριστικά απρόσιτη.
Αυτή την ίδια στιγμή, κάπου, σε κάποιο άλλο σημείο της πόλης, θα περπατούσε κι εκείνη. Ή μπορεί να ’ταν καθισμένη σε κάποιο τραπέζι, στο Condé. Όμως δεν είχε να φοβηθεί τίποτα. Δε θα πήγαινα στο ραντεβού.
Μοντιανό Πατρίκ, Στο café της χαμένης νιότης, Αθήνα, Πόλις, 2008.
Μετάβαση στο σημείο: Στα καφέ του Παρισιού