Παρίσι
Παρίσι
Συγκρότηση ενότητας: Ελένη ΠετρίδουΠαρισινό μετρό Παρισινό μετρό
Σχεδόν σε κάθε κείμενο της νεότερης γραμματείας (ελληνικής ή μεταφρασμένης) που έχει ως τόπο δράσης το Παρίσι συναντούμε αναφορές στο μετρό της πόλης. Οι ήρωες καταδύονται στις στοές του ή αναδύονται από αυτές, ζουν και δρουν στον υπόγειο κόσμο του. Τα κείμενα και το οπτικοακουστικό υλικό που επελέγησαν επιδιώκουν να αναδείξουν τους χώρους του παρισινού μετρό – τρένα, στάσεις, αποβάθρες – ως τόπους δράσης και να αποκαλύψουν τους αστικούς κώδικες συμπεριφοράς που υιοθετούνται σ’ αυτούς.
Η μικρή Μπιζού...
Γύρω στα δώδεκα χρόνια είχαν περάσει από τότε που δε μ’ έλεγαν πια «Μικρή Μπιζού», και βρισκόμουν στη στάση του μετρό Σατλέ, σε ώρα αιχμής. Ήμουν ανάμεσα στο πλήθος που βάδιζε πάνω στον ατελείωτο κυλιόμενο διάδρομο. Μια γυναίκα φορούσε ένα κίτρινο παλτό. Το χρώμα του παλτού της είχε τραβήξει την προσοχή μου, και την έβλεπα από πίσω, πάνω στον κυλιόμενο διάδρομο. Ύστερα πήρε το διάδρομο με την ένδειξη «Κατεύθυνση: Σατό-ντε-Βενσέν». Τώρα ήμαστε ακίνητοι, στριμωγμένοι στη μέση της σκάλας, περιμένοντας ν’ ανοίξει το πορτάκι. Εκείνη στεκόταν δίπλα μου. Τότε είδα το πρόσωπό της. Η ομοιότητά του με το πρόσωπο της μητέρας μου ήταν τόσο χτυπητή, που σκέφτηκα ότι ήταν αυτή.
Μια φωτογραφία ήρθε στη μνήμη μου, μια από μερικές φωτογραφίες που είχα κρατήσει απ’ τη μητέρα μου. Το πρόσωπό της είναι σαν να τη φωτίζει προβολέας και την κάνει να ξεπροβάλει από τη νύχτα. Πάντα ένιωθα περίεργα μπροστά σ’ αυτή τη φωτογραφία. Στα όνειρά μου, κάθε φορά, ήταν μια ανθρωποκεντρική φωτογραφία που μου έδειχνε κάποιος –ένας επιθεωρητής της αστυνομίας, ένας υπάλληλος του νεκροτομείου– για ν’ αναγνωρίσω αυτό το πρόσωπο. Αλλά εγώ έμενα βουβή. Δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτήν.
Κάθισε σ’ ένα απ’ τα παγκάκια του σταθμού, μακριά απ’ τους άλλους που στριμώχνονταν στην αποβάθρα, περιμένοντας το συρμό. Δεν υπήρχε κενή θέση στο παγκάκι δίπλα της, κι έτσι έμεινα όρθια, λίγο πιο πίσω, ακουμπισμένη σ’ έναν αυτόματο πωλητή. Το σχέδιο του παλτού της πρέπει να ήταν κάποτε της μόδας, και το ζωηρό του χρώμα τού έδινε μια νότα φαντεζί. Όμως το κίτρινο είχε ξεθωριάσει κι είχε γίνει σχεδόν γκρι. Εκείνη έδειχνε ν’ αδιαφορεί εντελώς για ό, τι γινόταν γύρω της, κι αναρωτήθηκα αν θα έμενε εκεί, στο παγκάκι, ώσπου να περάσει το τελευταίο μετρό. Το ίδιο προφίλ με της μητέρας μου, η τόσο χαρακτηριστική μύτη, ελαφρά ανασηκωμένη. Τα ίδια ανοιχτόχρωμα μάτια. Το ίδιο ψηλό μέτωπο. Τα μαλλιά ήταν πιο κοντά. Όχι, δεν είχε αλλάξει πολύ. Τα μαλλιά δεν ήταν πια τόσο ξανθά, αλλά κι εγώ αγνοούσα αν η μητέρα μου ήταν αληθινή ξανθιά. Στο στόμα, μια ζαρωματιά πίκρας. Ήμουν σίγουρη ότι ήταν αυτή.
Άφησε να περάσει ένας συρμός. Η αποβάθρα έμεινε άδεια για λίγα λεπτά. Κάθισα στο παγκάκι, δίπλα της. Μετά, ξανά, η αποβάθρα γέμισε μ’ ένα πυκνό πλήθος. Θα μπορούσα να της πιάσω κουβέντα. Δεν ήξερα τι να της πω, κι ήταν πολύς κόσμος γύρω μας.
Εκεί που πήγαινε να την πάρει ο ύπνος στο παγκάκι, σηκώθηκε, ενώ ακόμα ο ήχος του συρμού ήταν ένα μακρινό βουητό. Μπήκα στο ίδιο βαγόνι, πίσω της. Μας χώριζαν μια παρέα άντρες που μιλούσαν πολύ φωναχτά μεταξύ τους. Οι πόρτες ξανάκλεισαν, και τότε σκέφτηκα ότι έπρεπε να έχω πάρει το μετρό προς την αντίθετη κατεύθυνση. Στην επόμενη στάση, μ’ έσπρωξαν έξω οι επιβάτες που έβγαιναν, αλλά μετά ξαναμπήκα στο βαγόνι και πήγα κοντά της.
Στο σκληρό φως, φαινόταν πιο γερασμένη απ’ ό,τι στο σταθμό. Είχε μια ουλή στον αριστερό της κρόταφο, οριζόντια, που έπιανε και λίγο μάγουλο. Πόσων ετών μπορεί να ήταν; Καμιά πενηνταριά; Και πόσο στις φωτογραφίες; Είκοσι πέντε; Το βλέμμα της ήταν ίδιο μ’ αυτό που είχε στα είκοσι πέντε της, καθαρό, να εκφράζει την έκπληξη ή έναν ακαθόριστο φόβο, και σκλήραινε απότομα. Κάποια στιγμή, το βλέμμα της έπεσε πάνω μου, αλλά δε μ’ έβλεπε. Έβγαλε απ’ την τσέπη του παλτού της μια πουδριέρα, την άνοιξε, πλησίασε το καθρεφτάκι στο πρόσωπό της κι έπιασε να περνάει το μικρό δαχτυλάκι του αριστερού της χεριού στην άκρη του βλεφάρου της, σαν να ήθελε να βγάλει ένα σκουπιδάκι από το μάτι της. Το μετρό ανέπτυξε ταχύτητα, τρανταχτήκαμε, εγώ κρατήθηκα απ’ τη μεταλλικά μπάρα, αλλά εκείνη δεν έχασε την ισορροπία της. Στεκόταν ατάραχη και κοιταζόταν στην πουδριέρα της. Στη Βαστίλη, κουτσά-στραβά κατάφεραν και μπήκαν όλοι, κι οι πόρτες ξανάκλεισαν με δυσκολία. Εκείνη πρόλαβε να βάλει μέσα την πουδριέρα της πριν μπουν οι άλλοι στο βαγόνι. Σε ποιο σταθμό θα κατέβαινε; Θα την ακολουθούσα ως το τέλος; Ήταν ανάγκη; Θα έπρεπε να συνηθίσω στην ιδέα ότι μέναμε στην ίδια πόλη. Μου είχαν πει ότι πέθανε, πριν πολλά χρόνια, στο Μαρόκο, και δεν το είχα ψάξει καθόλου. «Πέθανε στο Μαρόκο»: μια απ’ αυτές τις φράσεις που ακούς όταν είσαι παιδί, και δεν τις καταλαβαίνεις απόλυτα. Απ’ αυτές τις φράσεις, μόνος ο ήχος τους σας μένει στη μνήμη, σαν κάτι λόγια τραγουδιών που με γέμιζαν φόβο. «Ήταν ένα μικρό καράβι…» «Πέθανε στο Μαρόκο».
Στη ληξιαρχική πράξη γεννήσεώς μου ήταν γραμμένη και η δική της χρονολογία γεννήσεως: 1917, και, την εποχή των φωτογραφιών, η ίδια έλεγε ότι ήταν είκοσι πέντε ετών. Όμως, θα έπρεπε από τότε να κρύβει τα χρόνια της και να παραποιεί τα χαρτιά της για να φαίνεται νεότερη. Είχε σηκώσει το γιακά του παλτού της, σαν να κρύωνε μέσα σ’ αυτό το βαγόνι όπου ήμαστε ο ένας πάνω στον άλλον. Πρόσεξα ότι ο γιακάς ήταν τελείως τριμμένος. Από πότε το είχε αυτό το παλτό; Από την εποχή των φωτογραφιών; Να γιατί το κίτρινο είχε ξεθωριάσει. Θα φτάναμε στο τέρμα της γραμμής, κι από κει, ένα λεωφορείο θα μας πήγαινε σ’ ένα μακρινό προάστιο. Τότε θα την πλησίαζα. Μετά τη στάση Γκαρ–ντε–Λιόν, είχε λιγότερο κόσμο μέσα στο βαγόνι. Το βλέμμα της ξανάπεσε πάνω μου, αλλά ήταν αυτό το βλέμμα που οι επιβάτες ανταλλάσουν μηχανικά μεταξύ τους. «Θυμάστε που μ’ έλεγαν Μικρή Μπιζού; Κι εσείς, τότε, είχατε πάρει ψεύτικο επίθετο. Κι ένα ψεύτικο όνομα που ήταν Σόνια.»
Τώρα, ήμαστε καθισμένες η μία απέναντι στην άλλη, στα καθίσματα που είναι κοντά στην πόρτα. «Προσπάθησα να σας ξαναβρώ απ’ τον τηλεφωνικό κατάλογο, και μάλιστα, πήρα στο τηλέφωνο τέσσερα-πέντε άτομα που είχαν το ίδιο επίθετο με το πραγματικό σας, αλλά δε σας ήξεραν καθόλου. Έλεγα πως, μια μέρα, θα έπρεπε να πάω στο Μαρόκο. Ήταν ο μόνος τρόπος να εξακριβώσω αν είχατε πεθάνει στ’ αλήθεια.»
Μετά τη στάση Νασιόν, το βαγόνι ήταν άδειο, αλλά εκείνη, πάντα καθισμένη απέναντί μου, τα χέρια πλεγμένα, και τα μανίκια του γκριζωπού παλτού ν’ αφήνουν ακάλυπτους τους καρπούς της. Χέρια γυμνά, χωρίς το παραμικρό δαχτυλίδι, το παραμικρό βραχιόλι, χέρια σκασμένα. Στις φωτογραφίες, φορούσε βραχιόλια και δαχτυλίδια – κοσμήματα μασίφ, όπως τα φορούσαν εκείνη την εποχή. Σήμερα, όμως, τίποτα πια. Είχε κλείσει τα μάτια. Άλλοι τρεις σταθμοί, και φτάναμε στο τέρμα. Το μετρό θα σταματούσε στο Σατό-ντε-Βενσέν, κι εγώ θα σηκωνόμουν όσο μπορούσα πιο αθόρυβα και θα έβγαινα από το βαγόνι, αφήνοντάς την κοιμισμένη πάνω στο κάθισμα. Ύστερα θα έπαιρνα το άλλο μετρό, προς την αντίθετη κατεύθυνση: Πον-ντε-Νεϊγί, όπως θα είχα κάνει αν δεν είχα προσέξει αυτό το κίτρινο παλτό, πριν λίγη ώρα στο διάδρομο.
Ο συρμός σταμάτησε αργά αργά στη στάση Μπερό. Εκείνη είχε ανοίξει τα μάτια της που ξανάπαιρναν τη σκληρή τους λάμψη. Έριξε μια ματιά στην αποβάθρα, κι ύστερα σηκώθηκε. Την ακολουθούσα και πάλι στο διάδρομο, αλλά αυτή τη φορά ήμαστε μόνες. Τότε πρόσεξα ότι φορούσε αυτά τα πλεχτά σοσονάκια που τα ’λεγαν πάντσο, κι αυτό τόνιζε περισσότερο το βάδισμά της, βάδισμα πρώην μπαλαρίνας.
Μια φαρδιά λεωφόρος, δεξιά κι αριστερά πολυκατοικίες, στα όρια Βενσέν και Σεν-Μαντέ. Νύχτωνε. Εκείνη διέσχισε τη λεωφόρο και μπήκε σ’ έναν τηλεφωνικό θάλαμο. Άφησα ν’ ανάψουν και να σβήσουν κάμποσα πράσινα φανάρια, και μετά πέρασα κι εγώ απέναντι. Εκείνη, μες στον τηλεφωνικό θάλαμο, έψαξε αρκετή ώρα για να βρει κέρματα ή μια μάρκα. Έκανα πως κοίταζα τη βιτρίνα του καταστήματος που ήταν πιο κοντά στο θάλαμο, ενός φαρμακείου όπου στην πρόσοψή του ήταν εκείνη η αφίσα που με τρόμαζε στα παιδικά μου χρόνια: ένας διάβολος που ξερνούσε φωτιά. Στράφηκα. Εκείνη σχημάτιζε στο καντράν έναν αριθμό – τόσο αργά, σαν να ήταν κάτι που το έκανε πρώτη φορά στη ζωή της. Κρατούσε το ακουστικό και με τα δυο της χέρια, κολλημένο στ’ αφτί της. Μα ο αριθμός δεν απαντούσε. Κρέμασε το ακουστικό, έβγαλε από μια τσέπη του παλτού της ένα κομμάτι χαρτί, κι όσην ώρα το δάχτυλό της έκανε το καντράν να γυρίζει, δεν έπαιρνε τα μάτια της απ’ το χαρτί. Εκείνη τη στιγμή διερωτήθηκα αν έμενε σε κάποιο σπίτι.
Αυτή τη φορά, κάποιος της είχε απαντήσει. Πίσω απ’ το τζάμι, ανοιγόκλεινε τα χείλη της. Κρατούσε πάντα το ακουστικό και με τα δύο χέρια, και κάπου κάπου κουνούσε το κεφάλι, σαν να ήθελε να συγκεντρωθεί. Κρίνοντας απ΄την κίνηση των χειλιών, μιλούσε όλο και πιο δυνατά, αλλά αυτή η ένταση, στο τέλος, έπεφτε. Μα σε ποιον μπορεί να τηλεφωνούσε; Ανάμεσα στα λίγα πράγματα που μου είχαν μείνει απ’ αυτήν, μέσα στο μεταλλικό κουτί από μπισκότα, μια ατζέντα κι ένα καρνέ με διευθύνσεις ήταν από την εποχή των φωτογραφιών, την εποχή που μ’ έλεγαν Μικρή Μπιζού. Όταν ήμουν πιο μικρή, δεν είχα ποτέ την περιέργεια να διαβάσω την ατζέντα ή το καρνέ, αλλά εδώ και λίγο καιρό, τα βράδια, τα ξεφύλλιζα. Ονόματα. Αριθμοί τηλεφώνου. Ήξερα καλά ότι ήταν ανώφελο να τους καλέσω. Εκτός αυτού, δεν το ήθελα κιόλας.
Εκείνη μες στο θάλαμο, εξακολουθούσε να μιλάει. Φαινόταν τόσο απορροφημένη απ’ αυτή τη συζήτηση, που θα μπορούσα να την πλησιάσω χωρίς ν’ αντιληφθεί την παρουσία μου. Μπορούσα ακόμα να προσποιηθώ ότι περίμενα τη σειρά μου για να τηλεφωνήσω, κι έτσι να πιάσω πίσω από το τζάμι καμιά κουβέντα που θα με βοηθούσε να καταλάβω καλύτερα τι είχε απογίνει αυτή η γυναίκα με το κίτρινο παλτό και τα πάντσο. Αλλά δεν άκουγα τίποτα. Ίσως τηλεφωνούσε σε κάποιον απ’ αυτούς που ήταν στο καρνέ με τις διευθύνσεις, τον μόνο με τον οποίο δεν είχε χάσει επαφή, ή που δεν είχε πεθάνει. Συχνά, κάποιος μένει παρών σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής σας, χωρίς να καταφέρνετε ποτέ να τον αποθαρρύνετε. Θα σας έχει γνωρίσει στις καλές σας, αλλά αργότερα, θα είναι μαζί σας και στα δύσκολα, πάντα γεμάτος θαυμασμό, ο μόνος που θα σας κάνει ακόμα πίστωση, που θα σας είναι προσηλωμένος τυφλά. Ένας ζητιάνος σαν κι εσάς. Ένας καλός, πιστός σκύλος. Ένα παντοτινό κλοτσοσκούφι. Προσπαθούσα να φανταστώ με τι μπορεί να έμοιαζε αυτός ο άντρας (ή αυτή η γυναίκα) στην άλλη άκρη της γραμμής.
Βγήκε από το θάλαμο. Μου έριξε ένα αδιάφορο βλέμμα, το ίδιο βλέμμα μ’ εκείνο που μου είχε ρίξει στο μετρό. Άνοιξα την τζαμόπορτα. Χωρίς να ρίξω μάρκα στη σχισμή, σχημάτισα έτσι, στην τύχη, έναν αριθμό τηλεφώνου, περιμένοντάς την ν’ απομακρυνθεί λίγο. Κράτησα το ακουστικό κολλημένο στ’ αφτί μου, και δεν είχε καν σήμα. Η σιωπή. Σαν να είχα παραλύσει και δεν μπορούσα να κλείσω.
Μπήκε στο café, δίπλα στο φαρμακείο. Δίστασα πριν την ακολουθήσω αλλά μετά σκέφτηκα ότι δε θα με πρόσεχε. Τι ήμαστε εμείς οι δύο; Μια γυναίκα ακαθορίστου ηλικίας και μια κοπέλα, χαμένες ανάμεσα στο πλήθος του μετρό. Απ’ αυτό το πλήθος, κανείς δε θα τα κατάφερνε να μας χωρίσει. Κι όταν ξαναβγήκαμε στον καθαρό αέρα, μοιάζαμε με τους χιλιάδες ανθρώπους που γυρίζουν κάθε βράδυ στο σπιτάκι τους.
Κάθισε σ’ ένα τραπέζι στο βάθος. Ένας μαγουλάς, ξανθός, της έφερε ένα κιρ. Θα χρειαζόταν να εξακριβώσω αν ερχόταν εδώ κάθε βράδυ, την ίδια ώρα. Ορκίστηκα να συγκρατήσω το όνομα του café: Calcia, Λεωφόρος Παρί 96. Το όνομα ήταν γραμμένο πάνω στο τζάμι της πόρτας, σε κυκλικό τόξο και με λευκά γράμματα. Μέσα στο μετρό, στο δρόμο της επιστροφής, επαναλάμβανα το όνομα και τη διεύθυνση για να τα γράψω μόλις θα είχα τη δυνατότητα. Δεν πεθαίνεις στο Μαρόκο. Συνεχίζεις να ζεις μια ζωή παράνομη μετά τη ζωή σου. Πίνεις κάθε βράδυ ένα κιρ στο Café Calcia, και στο τέλος οι θαμώνες συνηθίζουν την παρουσία αυτής της κυρίας με το κίτρινο παλτό. Ποτέ δεν τη ρώτησαν τίποτα.
Κάθισα σ’ ένα τραπέζι όχι πολύ μακριά από το δικό της. Παράγγειλα κι εγώ ένα κιρ, φωναχτά, για να τ’ ακούσει, ελπίζοντας ότι θα έβλεπε σ’ αυτό ένα σημάδι αλληλοσυνεννόησης. Αλλά εκείνη έμεινε απαθής. Είχε το κεφάλι ελαφρά γερμένο, το βλέμμα της πότε σκληρό και πότε λυπημένο, τα χέρια σταυρωμένα κι ακουμπισμένα στο τραπέζι, στην ίδια στάση που είχε και στον πίνακα. Τι να είχε απογίνει αυτός ο πίνακας; Με είχε ακολουθήσει σ’ όλη μου την παιδική ηλικία. Ήταν κρεμασμένος στον τοίχο της κάμαράς μου, στο Φοσομπρόν-λα-Φορέ. Μου είχαν πει: «Είναι το πορτρέτο της μητέρας σου». Το είχε ζωγραφίσει στο Παρίσι κάποιος που τον έλεγαν Τόλα Σουνγκούροφ. Το όνομα και η πόλη ήταν γραμμένα στην κάτω αριστερή γωνιά του πίνακα. Τα χέρια ήταν σταυρωμένα, όπως τώρα, με τη διαφορά ότι γύρω από τον έναν καρπό ήταν ένα βαρύ βραχιόλι με κρίκους. Ωραίο πρόσχημα για να πιάσω κουβέντα: «Μοιάζετε με μια γυναίκα που είδα το πορτρέτο της την περασμένη εβδομάδα, στα παλιατζίδικα της Πορτ-ντε-Κλινιανκούρ. Ο ζωγράφος λεγόταν Τόλα Σουνγκούροφ». Όμως, δεν έβρισκα το θάρρος να σηκωθώ και να σκύψω προς το μέρος της. Κι ας υποθέσουμε ότι τα κατάφερνα να την πω τη φράση χωρίς να κάνω λάθος: «Ο ζωγράφος λεγόταν Τόλα Σουνγκούροφ, κι εσάς σας λέγαν Σόνια, αλλά αυτό ήταν ψεύτικο∙ το πραγματικό, αυτό που είναι γραμμένο στη ληξιαρχική πράξη γεννήσεώς μου, ήταν Σουζάν». Εντάξει, θα την έλεγα τη φράση, γρήγορα γρήγορα – και λοιπόν; Τι θα έβγαζα; Θα έκανε πως δεν καταλάβαινε, ή οι λέξεις θα σκάλωναν στα χείλη της, κι όταν θα έβγαιναν, θα έβγαιναν ανακατωμένες, γιατί είχε πολύ καιρό να μιλήσει σε κάποιον. Θα έλεγε ψέματα, όμως, θα κοίταζε να θολώσει τα νερά, όπως είχε κάνει και την εποχή του πίνακα και των φωτογραφιών, τότε που έκρυβε την ηλικία της και πήρα ψεύτικο όνομα. Και ψεύτικο επίθετο. Ακόμα και ψεύτικο τίτλο ευγενείας. Άφηνε να νομίζουν ότι καταγόταν από μια οικογένεια της ιρλανδικής αριστοκρατίας. Θα πρέπει να είχε γνωρίσει κάποτε κάποιον Ιρλανδό, αλλιώς πώς να της έμπαινε αυτή η ιδέα. Έναν Ιρλανδό. Τον πατέρα μου, ίσως, που θα πρέπει να της ήταν πολύ δύσκολο να τον ξαναβρεί, και τον ξέχασε. Θα πρέπει να είχε ξεχάσει κι όλα τ’ άλλα, και θα ξαφνιαζόταν που θα της μιλούσα γι’ αυτά. Δεν ήταν αυτή – την είχα πάρει για άλλην. Τα ψέματα είχαν διαλυθεί με τον καιρό. Εκείνη την εποχή, όμως, ήμουν σίγουρη ότι όλα αυτά τα ψέματα τα είχε πιστέψει.
Ο ξανθός τής έφερε άλλο ένα κιρ. Τώρα ήταν πολύς κόσμος μπροστά στον πάγκο. Κι όλα τα τραπέζια ήταν πιασμένα. Δε θα μπορούσαμε ν’ ακουστούμε μέσα σ’ αυτή την οχλοβοή. Είχα την εντύπωση ότι ήμουν ακόμα μέσα στο βαγόνι του μετρό ή, μάλλον, στην αίθουσα αναμονής ενός σταθμού, χωρίς να ξέρω ποιο τρένο έπρεπε να πάρω. Γι’ αυτήν, όμως, δεν υπήρχε πια τρένο. Καθυστερούσε να γυρίσει σπίτι της. Δε θα πρέπει να έμενε μακριά από κει. Μ’ έτρωγε η περιέργεια να δω πού. Δε λαχταρούσε πολύ να της μιλήσω, δεν έτρεφα προς το πρόσωπό της κανένα ιδιαίτερο συναίσθημα. Οι συνθήκες το είχαν φέρει έτσι να μην υπάρχει πια ανάμεσα μας αυτό που λέγεται «γάλα της ανθρώπινης τρυφερότητας». Το μόνο που ήθελα να μάθω, ήταν πού είχε ξεπέσει, δώδεκα χρόνια μετά το θάνατό της στο Μαρόκο.
[…]
Της είχα δώσει ραντεβού στις 8 το βράδυ, στο café της Πλατείας Μπλανς. Είναι αυτό που μοιάζει με σπιτάκι. Υπάρχει και αίθουσα στον πρώτο όροφο, αλλά της είχα πει ότι θα ήμουν σ’ ένα απ’ τα τραπέζια του ισογείου.
Έφτασα μισή ώρα νωρίτερα και διάλεξα ένα τραπέζι στην τζαμαρία που βλέπει στην οδό Μπλανς. Το γκαρσόνι με ρώτησε αν ήθελα να πιω κάτι, και παραλίγο να παραγγείλω ένα ποτήρι σκέτο ουίσκι. Αλλά ήταν χαζό, δεν το είχα ανάγκη. Δεν αισθανόμουν το βάρος που συνήθως με πλάκωνε. Του είπα ότι περίμενα κάποιον, κι αυτές οι δύο απλές λέξεις που ξεστόμισα μου έκαναν τόσο καλό όσο κι αν είχα παραγγείλει ένα οποιοδήποτε αλκοόλ.
Μπήκε στο εστιατόριο στις 8 ακριβώς. Φορούσε το ίδιο γούνινο παλτό και ίσια παπούτσια. Με είδε αμέσως. Όταν προχώρησε προς το τραπέζι, μου φάνηκε ότι είχε έναν αέρα χορεύτριας, αλλά εμένα πιο πολύ με καθησύχαζε το ότι ήταν φαρμακοποιός. Με φίλησε στο μέτωπο και κάθισε δίπλα μου, στον πάγκο.
«Είστε καλύτερα από τις προάλλες;».
Μου χαμογελούσε. Υπήρχε κάτι προστατευτικό σ’ εκείνο το χαμόγελο και σ’ εκείνο το βλέμμα. Τώρα πρόσεχα ότι τα μάτια της ήταν πράσινα. Τα ’χα τελείως χαμένα εκείνη την Κυριακή, πάνω στην πολυθρόνα τού φαρμακείου, κι αργότερα, στο δωμάτιό μου, το φως δεν ήταν τόσο δυνατό όσο στο εστιατόριο.
«Σας έφερα αυτό για να σας τονώσω.»
Κι έβγαζε από μια τσέπη του παλτού της, που το είχε απλώσει στον πάγκο, δύο κουτιά φάρμακα.
«Αυτό είναι σιρόπι για το βήχα σας… Πρέπει να το παίρνετε τέσσερις φορές την ημέρα… Αυτά είναι χάπια για να σας βοηθούν να κοιμάστε… Παίρνετε ένα το βράδυ, και κάθε φορά που αισθάνεστε κάπως περίεργα…»
Έβαζε τα κουτιά μπροστά μου, πάνω στο τραπέζι.
«Και πιστεύω ότι θα σας έκαναν καλό ενέσεις Βιταμίνης Β12».
Της είπα απλώς ευχαριστώ. Θα ήθελα να της πω περισσότερα, αλλά δεν είχα συνηθίσει να με φροντίζουν από τότε που οι καλόγριες, τη μέρα που με είχε χτυπήσει το φορτηγάκι, είχαν την καλοσύνη να μου δώσουν να εισπνεύσω αιθέρα.
Μείναμε για μια στιγμή χωρίς να λέμε τίποτα. Παρά την αποφασιστικότητά της, είχα την εντύπωση ότι ήταν κι αυτή ντροπαλή όπως εγώ.
«Υπήρξατε χορεύτρια;»
Εξεπλάγη απ’ την ερώτησή μου, και μετά έσκασε στα γέλια:
«Γιατί;»
«Προηγουμένως, σκέφτηκα ότι έχετε ένα βάδισμα χορεύτριας.
Μου είπε ότι είχε πάρει μαθήματα χορού ως τα δώδεκά της χρόνια, όπως τα περισσότερα κορίτσια. Αλλά τίποτα περισσότερο. Μου ήρθε στο μυαλό μια άλλη φωτογραφία, στον πάτο του κουτιού από μπισκότα. Δύο δωδεκάχρονα κορίτσια με στολή μπαλαρίνας. Και πίσω απ’ τη φωτογραφία ήταν γραμμένο με παιδικό χαρακτήρα και βιολετί μελάνι: «Ζοζέτ Νταγκορί και Σουζάν» - Σουζάν ήταν το πραγματικό όνομα της μητέρας μου. Ο Ζαν Μπορί είχε κρεμασμένη την ίδια φωτογραφία στον τοίχο του γραφείου του, στο γκαράζ. Όλα πήγαιναν ακόμα καλά την εποχή αυτής της φωτογραφίας. Μα πότε έγινε το ατύχημα στους αστραγάλους ή τελοσπάντων το όποιο ατύχημα; Πόσων ετών ήταν; Τώρα πια ήταν αργά για να το μάθουμε. Κανένας δεν μπορούσε πια να μου το πει.
Όταν το γκαρσόνι ήρθε στο τραπέζι μας, εκείνη παραξενεύτηκε που δεν παράγγελνα τίποτα.
«Η όψη σας δεν είναι καθόλου καλή. Πρέπει να τρώτε, να δυναμώσετε…»
Τα ίδια μου είχε πει κι ο Μορό-Μπαντμαέφ, αλλά εκείνη ήταν πιο αποφασιστική.
«Δεν πεινάω πολύ.»
«Τότε θα πάρω κάτι και θα το μοιραστούμε.»
Δεν τόλμησα να της φέρω αντίρρηση. Μου σέρβιρε το μισό απ’ το πιάτο της, και κατάπινα με το ζόρι, κλείνοντας τα μάτια και μετρώντας τις μπουκιές.
«Έρχεστε συχνά εδώ;»
Ερχόμουν συνήθως το πρωί, πολύ νωρίς, όταν άνοιγε το café, τη στιγμή της ημέρας όπου αισθανόμουν καλύτερα. Τι ανακούφιση όταν έχεις ξεμπερδέψει με τον βαρύ ύπνο και τα κακά όνειρα…
«Έχω τόσον καιρό να έρθω σ’ αυτή τη γειτονιά…» μου είπε.
Και μου έδειχνε, πίσω απ’ την τζαμαρία, το φαρμακείο, στο απέναντι πεζοδρόμιο της οδού Μπλανς.
«Δούλεψα εδώ, όταν άρχισα να εξασκώ το επάγγελμά μου… Ήταν λιγότερο ήσυχα απ’ τη γειτονιά όπου είμαι τώρα.»
Μπορεί να είχε γνωρίσει τη μητέρα μου, μετά το «ατύχημά» της, όταν ήταν χορεύτρια στα πέριξ κι έμενε ακόμα σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου. Οι χρονιές μπερδεύονταν μες στο κεφάλι μου.
«Νομίζω ότι, εκείνο τον καιρό, ζούσαν αρκετές χορεύτριες εδώ γύρω» της είπα. «Γνωρίσατε καμία;»
Έσμιξε τα φρύδια.
«Ω, ξέρετε…απ’ όλα είχε η γειτονιά…»
«Δουλεύατε νύχτα;»
«Ναι. Συχνά.»
Εξακολουθούσε να σμίγει τα φρύδια.
«Δε μου πολυαρέσει να μιλώ για το παρελθόν… Μα εσείς δεν τρώτε σχεδόν τίποτα. Δεν κάνετε καλά…»
Κατάπια μια τελευταία μπουκιά για να την ευχαριστήσω.
«Υπολογίζετε να μείνετε γι’ αρκετό καιρό ακόμα σ’ αυτή τη γειτονιά; Γιατί δε νοικιάζετε ένα δωμάτιο πιο κοντά στη Σχολή Ανατολικών Γλωσσών;»
Μα ναι! Τις προάλλες τής είχα πει ότι σπούδαζα στη Σχολή Ανατολικών Γλωσσών. Είχα ξεχάσει ότι γι’ αυτήν ήμουν φοιτήτρια.
«Υπολογίζω ν’ αλλάξω γειτονιά μόλις μπορέσω…»
Ήθελα να της εκμυστηρευτώ ότι σ’ αυτό το παγκάκι στο οποίο καθόμουν, στην Πλατεία Μπλανς, σίγουρα καθόταν κι η μητέρα μου πριν είκοσι χρόνια. Και πως, όταν γεννήθηκα, έμενε όπως κι εγώ σ’ ένα δωμάτιο στο 11 της οδού Κουστού, ίσως το δικό μου,
«Με βολεύει, πάντως, για να πάω στη Σχολή» της είπα. «παίρνω το μετρό στην Μπλάνς κι είναι απευθείας μέχρι τη στάση Σεβρ-Μπαμπιλόν.»
Πάλι χαμογελούσε ειρωνικά, σαν να μην το είχε χάψει αυτό το ψέμα. Κι εγώ το είπα έτσι. Ούτε ήξερα πού βρισκόταν η Σχολή Ανατολικών Γλωσσών».
«Μου φαίνεστε τόσο ανήσυχη…» μου είπε. «Θα ήθελα να μάθω τι σας απασχολεί…»
Είχε πλησιάσει το πρόσωπό της στο δικό μου. Πάντα αυτά τα πράσινα μάτια κολλημένα πάνω μου. Ήθελε να διαβάσει τη σκέψη μου, θα έπεφτα σε μια γλυκιά νάρκη και θα μιλούσα χωρίς σταματημό και θα της τα έλεγα όλα. Και δε θα είχε ανάγκη να κρατάει σημειώσεις όπως ο Μορό-Μπαντμαέφ.
«Θα μείνω λίγο ακόμα σ’ αυτή τη γειτονιά, και μετά, θα τελειώσει.»
Όσο περισσότερο με κοίταζε με τα πράσινα μάτια της, τόσο καλύτερα έβλεπα μέσα μου. Μου φαινόταν ακόμα σαν ν’ απομακρυνόμουν απ’ τον ίδιο τον εαυτό μου. Ήταν απλό: ένα κορίτσι με καστανά μαλλιά, δεν έχει κλείσει καλά καλά τα δεκαεννιά, κάθεται αυτό το βράδυ σ’ έναν πάγκο του café της Πλατείας Μπλάνς. Είσαι ένα κι εξήντα, και φοράς ένα ζαχαρί πουλόβερ, μάλλινο, με πλεξίδες. Θα μείνεις λίγο ακόμα εκεί, και μετά, θα τελειώσει. Είσαι εκεί γιατί ήθελες ν’ ανατρέξεις για μια τελευταία φορά τα χρόνια που πέρασαν, μήπως και καταλάβεις. Γιατί εδώ, κάτω απ’ το φως του ηλεκτρικού, στην Πλατεία Μπλανς, εδώ άρχισαν όλα. Ήρθες για μια τελευταία φόρα στη Γενέτειρά σου, στην αφετηρία, για να μάθεις αν μπορούσες να πάρεις διαφορετικό δρόμο απ’ αυτόν που πήρες, κι αν τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά.
«Τι θα τελειώσει;» με ρώτησε.
«Τίποτα.»
Και κατάπια άλλη μια μπουκιά για να την ευχαριστήσω.
Μοντιανό Πατρίκ, Η μικρή Μπιζού, Αθήνα, Πόλις, 2002, σ. 9-18, 131-136.
Το χρυσόψαρο...
Το Παρίσι στην αρχή ήταν καταπληκτικό. Κυκλοφορούσα στους δρόμους. Δε σταματούσα. Η Χουρίγια έμενε κλεισμένη στο διαμέρισμα, μαγείρευε, παρατηρούσε. Φοβόταν τα πάντα. Όπως άλλοτε στο χάνι, εγώ ψώνιζα, εγώ πήγαινα παντού. Έβγαινα το πρωί γύρω στις επτά οκτώ η ώρα με πλαστικές τσάντες, αγόραζα πατάτες (τρώγαμε κυρίως πατάτες βραστές), ψωμί, ντομάτες, γάλα. Το κρέας ήταν πολύ ακριβό, κι έπειτα η Χουρίγια δεν είχε εμπιστοσύνη. Φοβόταν μήπως της δώσουν να φάει χοιρινό.
Έπρεπε να κάνουμε οικονομίες. Το δωμάτιο κόστιζε πεντακόσια φράγκα την εβδομάδα, εκτός από το ηλεκτρικό. Δεν είχαμε θέρμανση. Η κουζίνα ήταν κοινή για όλους τους ενοικιαστές. Ήταν όλοι μαύροι, κι η δεσποινίς Μάγερ τούς βόλευε ανά τέσσερις στο ίδιο δωμάτιο. H ίδια κατοικούσε στο ισόγειο κι ερχόταν κάθε στιγμή να επιθεωρήσει τι συνέβαινε. Ύστερα από μερικές μέρες γνώρισα τη Μαρί-Ελέν, μια Γουαδελουπιανή που δούλευε στο νοσοκομείο Μπουσικό, και το φίλο της Ζοζέ που ήταν κι αυτός από τις Αντίλλες, κι όλους τους Αφρικανούς, τον Νεμπάγε, τον Μάντι, τον Αντουάν, τον Νονό που ήταν πιο μικρός από μένα, πολύ μαύρος κι έπαιζε μποξ. Τους αγαπούσα πολύ, ήταν αστείοι, διασκέδαζαν με τα πάντα και μιλούσαν για την ιδιοκτήτρια, τη δεσποινίδα Μάγερ, αποκαλώντας την «παλιόγρια». Ή την έλεγαν «Σιμπάνια», γιατί ήταν τ’ όνομα που η Φάτιμα, που ζούσε πριν από εμάς στο δωμάτιο, της είχε δώσει. Η δεσποινίς Μάγερ είχε πει βλέποντάς μας: «Κατά βάση, δε νοικιάζω ποτέ σε Άραβες». Είχε κάνει όμως μια εξαίρεση, ίσως εξαιτίας του χρώματός μου.
Τον πρώτο καιρό μού άρεσε πολύ αυτή η πόλη. Με φόβιζε λιγάκι γιατί ήταν τόσο μεγάλη, ήταν όμως γεμάτη καταπληκτικά πράγματα, μ’ ασυνήθιστους ανθρώπους. Εντέλει, έτσι την έβλεπα εγώ.
Αρχικά μ’ εξέπληξαν οι σκύλοι.
Ήταν παντού.
Μεγάλοι, χοντροί, μικροί κοντοπόδαροι, με τόσο μακρύ τρίχωμα, που δεν ήξερες πού ήταν το κεφάλι τους, πού ήταν η ουρά τους, ολόσγουροι σαν να είχαν βγει από τον κομμωτή, άλλοι κουρεμένοι σαν λιοντάρια, σαν ταύροι, σαν πρόβατα, σαν φώκιες. Μερικοί ήταν τόσο μικροί, που θα τους έλεγες ποντίκια, και τρεμάμενοι σαν ποντίκια και με κακό ύφος σαν ποντίκια. Άλλοι ήταν μεγάλοι, σαν μοσχάρια, σαν γαϊδούρια με κρεμαστά ματωμένα χείλη και μάγουλα που κρέμονταν, κι όταν κουνούσαν το κεφάλι τους, πιτσιλούσαν τα πάντα με το σάλιο τους. Μερικοί ζούσαν σε διαμερίσματα των καλών συνοικιών και κυκλοφορούσαν μέσα σ’ αμερικάνικα, αγγλικά, ιταλικά αυτοκίνητα. Μερικοί έβγαιναν μες στην αγκαλιά των κυριών τους, καταστόλιστοι, με κορδέλες και ντυμένοι με μικρά καρό γιλέκα. Είδα μάλιστα κι έναν που έκανε βόλτα δεμένος στην άκρη ενός μακριού λουριού που η κυρία του το είχε δέσει στο αυτοκίνητό της.
Δε θέλω να πω ότι εμείς δεν είχαμε σκύλους. Υπήρχαν πολλοί, αλλά έμοιαζαν όλοι μεταξύ τους, σταχτί χρώμα με κίτρινα μάτια, κοιλιά τόσο άδεια που θα μπορούσαν να είναι σφήκες. Εκεί κάτω είχα μάθει να τους προσέχω. Όταν έβλεπα ένα σκύλο που πλησίαζε πολύ ή μάλλον που δεν έβγαινε αρκετά γρήγορα από το δρόμο μου, διάλεγα μια πολύ αιχμηρή πέτρα και σήκωνα το χέρι πάνω από το κεφάλι μου, και, γενικά, αυτό αρκούσε για ν’ απομακρύνει το ζώο. Το έκανα αυτό χωρίς καν να το σκεφτώ. Ήμουν τόσο συνηθισμένη, που την πρώτη φορά που, στο Ζαρντέν ντε Πλαντ, ένας μεγάλος αδύνατος σκύλος, δεμένος στην άκρη ενός πολύ μακριού λουριού που έμοιαζε εφοδιασμένο μ’ ελατήριο, πλησίασε για να μυρίσει τις φτέρνες μου, έκανα την κίνηση. Δεν είχα πέτρα, γιατί στο Παρίσι δε βρίσκεις εύκολα χαλίκια στους δρόμους. Ο σκύλος με κοίταξε μ’ έκπληξη, σαν να έπαιζα με μπάλα. Μα η αφεντικίνα του κατάλαβε και μ’ έβρισε, σαν να ήθελα να ρίξω σε κείνη την πέτρα.
Αργότερα, δε συνήθισα στ’ αλήθεια, αλλά έδινα λιγότερη προσοχή στους σκύλους. Ανήκαν όλοι σε ανθρώπους που τους κρατούσαν από το λουρί και κατά συνέπεια δεν ήταν επικίνδυνοι, εκτός από τα κόπρανά τους, που πάνω τους μπορούσες να γλιστρήσεις και να σπάσεις τα κόκαλά σου.
Οι δρόμοι του Παρισιού μού φαίνονταν ατελείωτοι. Και μερικοί ήταν πράγματι ατελείωτοι, λεωφόροι, βουλεβάρτα που χάνονταν στη ροή των αυτοκινήτων, που εξαφανίζονταν ανάμεσα στα κτίρια. Για μένα που είχα γνωρίσει μόνο τον κόσμο του Μελλάχ και την ντενεκεδούπολη του Ταμπρικέ ή τους μικρούς δρόμους τους πλαισιωμένους με γιασεμί της συνοικίας του Ωκεανού αυτή η πόλη ήταν τεράστια, ανεξάντλητη. Σκεφτόμουν πως, ακόμη κι αν ήθελα να διασχίσω όλους τους δρόμους, τον ένα μετά τον άλλο, η ζωή μου δε θ’ αρκούσε. Θα μπορούσα να δω μόνο ένα μικρό μέρος, έναν περιορισμένο αριθμό προσώπων.
Τα πρόσωπα κοιτούσα κυρίως. Όπως και στους σκύλους, υπήρχαν όλα τα είδη. Χοντροί, γέροι, νέοι, με μακρόστενο πρόσωπο, κατάχλωμοι, με κάτασπρο χρώμα και πολύ σκούροι, πιο μαύροι κι από μένα, με μάτια που έμοιαζαν να φωτίζονται από το εσωτερικό.
Τον πρώτο καιρό δε σταματούσα ν’ ατενίζω. Καμιά φορά είχα την εντύπωση πως το βλέμμα μου ήταν αιχμαλωτισμένο, ρουφηγμένο από το βλέμμα του άλλου και πως δεν μπορούσα πια να ξεφύγω απ’ αυτό. Δοκίμασα λοιπόν τα μαύρα γυαλιά σαν μια μάσκα, μα δεν υπήρχε αρκετός ήλιος και δε μου άρεσε η ιδέα πως θα μπορούσα να χάσω μια λεπτομέρεια, μια έκφραση, τη λάμψη ενός βλέμματος.
[…]
Συνέχισα να εξερευνώ το Παρίσι όλο το καλοκαίρι. Ο καιρός ήταν καταπληκτικός, ο ουρανός γαλανός χωρίς κανένα σύννεφο, τα δέντρα ήταν ακόμη καταπράσινα, λαμπερά. Οι αυγουστιάτικες μπόρες είχαν φουσκώσει το Σηκουάνα. Τ’ απομεσήμερο, βγαίνοντας από το νοσοκομείο, περπατούσα κατά μήκος του ποταμού, πήγαινα μέχρι τις γέφυρες που ενώνουν τις δύο όχθες μπροστά από τη μεγάλη εκκλησία. Δεν είχα ακόμη χορτάσει να περπατώ στους δρόμους, στις λεωφόρους. Τώρα, πήγαινα πιο μακριά. Έπαιρνα καμιά φορά το μετρό, πιο συχνά το λεωφορείο. Δεν κατάφερνα να συνηθίσω το μετρό. Η Μαρί-Ελέν με κορόιδευε, μου έλεγε: «Είσαι χαζή, είναι καλά, το καλοκαίρι έχει δροσιά, το χειμώνα κάνει ζέστη. Δεν έχεις παρά να καθίσεις σε μια γωνιά μ’ ένα βιβλίο, κανείς δε θα σε προσέξει». Δεν ήταν όμως εξαιτίας των ανθρώπων. Βρισκόμουν κάτω από τη γη, κι αυτό μου προκαλούσε ίλιγγο. Παραμόνευα το φως της μέρας, είχα ένα βάρος στο στήθος. Άντεχα μόνο την εναέρια γραμμή, δίπλα στο σταθμό του Οστερλίτζ ή προς την Καμπρόν. Έπαιρνα το λεωφορείο στην τύχη, πήγαινα μέχρι το τέρμα. Δε διάβαζα τα ονόματα των οδών. Έψαχνα να δω, όσο πιο πολύ μπορούσα, τους ανθρώπους, τα πράγματα, τα κτίρια, τα μαγαζιά, τους μικρούς δημόσιους κήπους.
Κι έπειτα, περπατούσα σ’ όλες αυτές τις συνοικίες: στη Βαστίλλη, στη Φαιντέρμπ Σαλινύ, στη Σοσέ ντ’ Αντέν, στην Όπερα, στη Μαντλέν, στη Σεμπαστοπόλ, στην Κοντρσκάρπ, στην Ντανφέρ Ροσερό, στη Σαιν Ζακ, στη Σαιντ Αντουάν, στη Σαιν Πολ. Υπήρχαν αστικές, ευπρεπείς συνοικίες που κοιμόντουσαν στις τρεις η ώρα τ’ απόγευμα, λαϊκές συνοικίες, θορυβώδεις συνοικίες, μακριοί τοίχοι από κόκκινο τούβλο, όμοιοι με τον περίβολο μιας φυλακής, σκαλιά, κουπαστές, άδειες πλατείες, σκονισμένοι κήποι γεμάτοι με παράξενους ανθρώπους, μικροί δημόσιοι κήποι, που κολάτσιζαν τα παιδιά, γέφυρες σιδηρόδρομου, ύποπτα ξενοδοχεία που κατοικούνταν από κορίτσια με μαύρα δερμάτινα ρούχα, πολυτελή μαγαζιά που επιδείκνυαν ρολόγια, κοσμήματα, τσάντες, αρώματα. Είχα φτάσει με δερμάτινα πέδιλα. Το φθινόπωρο είχαν γίνει κομμάτια. Σ’ ένα μαγαζί δίπλα στην πύλη της Ιταλί αγόρασα άσπρα πλαστικά αθλητικά παπούτσια, πολύ άσχημα, αλλά μ’ αυτά μπορούσα να κάνω χιλιόμετρα.
Ζ. Μ. Γκ. λε Κλεζιό, Το χρυσόψαρο, Αθήνα, Πατάκης, 1998, Το χρυσόψαρο, σ. 79-81 και 86-87.
Εγκώ μιλήσει καλά κάπο...
ΗΤΑΝ ΙΟΥΛΙΟΣ, και με τον Χιου είχαμε πάρει το παρισινό μετρό από τη γειτονιά μας για να πάμε σε ένα μαγαζί όπου θέλαμε να αγοράσουμε λινάτσες. Το μαγαζί βρισκόταν στην άλλη άκρη της πόλης, και για να πάμε μέχρι εκεί έπρεπε να αλλάξουμε τρένο. Κατά τους καλοκαιρινούς μήνες πάρα πολλοί Αμερικανοί σε διακοπές παίρνουν το μετρό, και οι φωνές τους αντηχούν. Είναι κάτι που δεν είχα προσέξει πριν φύγω από την Αμερική, αλλά κάνουμε πολλή φασαρία σαν λαός. Οι θριαμβευτικοί ελέφαντες της ανθρώπινης φυλής. Ερωτήσεις, παρατηρήσεις, τα σημεία όπου έχουμε βγάλει φουσκάλες και συγκάματα – όλα προφέρονται λες και είναι σημαντικές ανακοινώσεις.
Στο πρώτο από τα δύο τρένα άκουγα ένα κουαρτέτο από νεαρούς Τεξανούς που κάθονταν κάτω από ένα σήμα που καλούσε τους επιβάτες να εγκαταλείψουν τις πτυσσόμενες θέσεις τους και να σταθούν όρθιοι αν το τρένο γέμιζε υπερβολικά. Το βαγόνι σύντομα γέμισε υπερβολικά, κι ενώ οι υπόλοιποι σηκώθηκαν όρθιοι για να ελευθερώσουν λίγο χώρο, οι νεαροί Τεξανοί παρέμειναν καθισμένοι και ύψωσαν τις φωνές τους προκειμένου να συνεχίσουν τη συζήτησή τους με θέμα «Ποια είναι καλύτερη πόλη, το Χιούστον ή το Παρίσι;» Ήταν ένα ζεστό απόγευμα, κι έτσι μπήκε στο παιχνίδι το θέμα του κλιματισμού. Στο Χιούστον είχαν κλιματιστικά παντού, στο Παρίσι όχι. Στο Χιούστον είχαν επίσης παγάκια, τάκος, άφθονο δωρεάν πάρκινγκ και κάτι που λεγόταν Σόνικ Μπέργκερ. Τα πράγματα δεν έμοιαζαν καλά για το Παρίσι, το οποίο έχανε πολύτιμους πόντους κάθε φορά που το τρένο σταματούσε και έμπαιναν μέσα κι άλλοι επιβάτες. Τα πλήθη στριμώχνονταν, περικυκλώνοντας τους καθισμένους Τεξσνούς και μετατρέποντάς τους σε ασώματες φωνές. Από τη μια άκρη του βαγονιού, ένας από τους Τεξανούς φώναζε ότι ήταν κουρασμένοι και βρόμικοι και έτοιμοι να πάρουν το επόμενο αεροπλάνο για την πατρίδα. Η φωνή ήταν κουρασμένη και απελπισμένη, και ταυτίστηκα απόλυτα. Είχα νιώσει ακριβώς το ίδιο στην τελευταία μου επίσκεψη στο Χιούστον.
Ο Χιου κι εγώ κατεβήκαμε υπό τους ήχους του «Τέξας, αγαπημένο μας Τέξας» και μπήκαμε στο δεύτερο τρένο, όπου ένα ζευγάρι Αμερικανών κοντά στα πενήντα στεκόταν αγκαλιάζοντας το στύλο στη μέση του βαγονιού. Δεν υπάρχει καμιά ταμπέλα που να το λέει, αλλά αυτοί οι στύλοι δεν θεωρούνται ιδιωτικοί. Βρίσκονται εκεί για όλους. Δεν τους αντιμετωπίζεις σαν τους στύλους των πυροσβεστών. Αντιθέτως, κρατιέσαι με το ένα χέρι και διατηρείς μια κάποια απόσταση. Δεν είναι δύσκολο να το καταλάβει κανείς, ακόμη κι αν έρχεται από μια πόλη χωρίς μέσα μαζικής μεταφοράς.
Το τρένο έφυγε από το σταθμό, και μια που έπρεπε κάπου να στηριχτώ, στρίμωξα το χέρι μου ανάμεσα στο ζευγάρι των Αμερικανών και πιάστηκα από το στύλο στο ύψος της μέσης. Ο άντρας στράφηκε προς τη γυναίκα λέγοντας «Πουουουφ, το μυρίζεις αυτό; Γνήσιος Γάλλος, μωρό μου». Τράβηξε το ένα του χέρι από το στύλο και το κούνησε μπρος πίσω μπροστά στη μύτη του. «Όντως» είπε. «Αυτός ο βάτραχος έχει σαπίσει».
Μου χρειάστηκε λίγη ώρα για να συνειδητοποιήσω ότι μιλούσε για μένα.
Η γυναίκα ζάρωσε τη μύτη της. «Θεούλη μου!» είπε. «Όλοι τους τόσο άσχημα μυρίζουν;»
«Είναι πολύ συνηθισμένο» είπε ο άντρας. «Θα έβαζα στοίχημα ότι ο φιλαράκος μας από δω δεν έχει πλυθεί εδώ και δύο εβδομάδες τουλάχιστον. Χριστέ μου, κάποιος θα έπρεπε να του κρεμάσει ένα αποσμητικό στο λαιμό».
Η γυναίκα γέλασε, λέγοντας «Αχ, αυτό το χιούμορ σου, βρε Μάρτιν. Πώς με κάνεις και γελάω».
Είναι ένα κοινό λάθος των Αμερικανών να θεωρούν ότι όλοι γύρω τους είναι Γάλλοι και άρα κανείς τους δεν καταλαβαίνει ούτε μία λέξη αγγλικά. Αυτοί οι δυο δεν φαίνονταν ιδιαίτερα κακοί άνθρωποι. Πίσω στην πατρίδα σίγουρα θα τα έλεγαν όλα αυτά ψιθυριστά, αλλά εδώ ένιωθαν ελεύθεροι να λένε ό,τι ήθελαν, πρόσωπο με πρόσωπο μαζί μου και με φυσιολογική ένταση. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που κάποιος θα μιλούσε μπροστά σε ένα κτίριο ή έναν πίνακα που έβρισκε εξαιρετικά άσχημο. Ένα έμπειρος ταξιδιώτης θα μπορούσε να καταλάβει ότι δεν ήμουν Γάλλος κοιτώντας τα παπούτσια μου. Αλλά ακόμη και να ήμουν Γάλλος, τα αγγλικά δεν είναι κάποια μυστηριώδης διάλεκτος που μιλιέται μόνο από κάποιους ανθρωπολόγους και μια χούφτα κανίβαλους. Διδάσκουν αγγλικά στα σχολεία όλου του κόσμου. Δεν υπάρχουν κριτήρια επιλογής για τους μαθητές. Όλοι μπορούν να μάθουν αγγλικά. Ακόμη και άνθρωποι που υποτίθεται ότι μυρίζουν άσχημα, παρά το γεγονός ότι μόλις έχουν κάνει μπάνιο και φοράνε καθαρά ρούχα.
Επειδή είχαν χρησιμοποιήσει τον ηλίθιο χαρακτηρισμό βάτραχος και είχαν παραπονεθεί για τη μυρωδιά μου, είχα τώρα το δικαίωμα να μισώ αυτό το ζευγάρι όσο ήθελα. Αυτό με έκανε χαρούμενο, γιατί ήθελα να τους μισήσω από τη στιγμή που μπήκα στο βαγόνι και τους είδα να αγκαλιάζουν το στύλο. Χάρη στις προσβολές τους, ήμουν τώρα ελεύθερος να κριτικάρω τα ρούχα του Μάρτιν: το τζιν σορτσάκι με την τσάκιση, το καπέλο του μπέιζμπολ, το μπλουζάκι που διαφήμιζε μια πιτσαρία του Σαν Ντιέγκο. Γυαλιά ηλίου κρέμονταν από το λαιμό του με ένα φωσφοριζέ κορδόνι, και τα ολοκαίνουργια αθλητικά παπούτσια του ζεύγους μαρτυρούσαν ότι μάλλον πήγαιναν σε κάποιο κομψό εστιατόριο. Η άνεση είναι σημαντική, αλλά μου φαίνεται αγενές να επισκέπτεσαι μια χώρα ντυμένος λες και έχεις έρθει να κουρέψεις το γκαζόν.
Ο άντρας που λεγόταν Μάρτιν έδειχνε στη γυναίκα το «Παρίσι μου», όπως έλεγε. Κοίταξε το χάρτη του μετρό και ανακοίνωσε ότι, κάποια στιγμή, θα την πήγαινε ίσως στο Λούβρο, το οποίο πρόφερε σαν να είχε δεκαπέντε γράμματα. Λούου-βρααα. Δεν είμαι σε θέση να κοροϊδεύω την προφορά κάποιου άλλου, αλλά πήγαινε γυρεύοντας, έτσι όπως το έπαιζε ειδικός. «Ναι» είπε εκπνέοντας δυνατά, «σκέφτηκα ότι μπορεί να πάμε κάποια μέρα αυτή την εβδομάδα και να κοιτάξουμε λίγο τριγύρω. Δεν είναι για όλους, αλλά κάτι μου λέει ότι μπορεί να σου αρέσει».
Πολλοί άνθρωποι νιώθουν κάποιο φόβο για τους Παριζιάνους, αλλά ένας Αμερικανός στο Παρίσι δεν θα βρει αυστηρότερο κριτή από έναν άλλο Αμερικανό. Η Γαλλία δεν είναι καν η χώρα μου, αλλά να που αποφάσιζα ότι αυτοί οι άνθρωποι έπρεπε να επιστρέψουν στην πατρίδα τους το συντομότερο, ει δυνατόν αλυσοδεμένοι. Με την απέχθεια που μου προκαλούσαν, με ανάγκαζαν να δω και τη δική μου εκζήτηση, και αυτό με έκανε να τους απεχθάνομαι ακόμη περισσότερο. Το τρένο πήρε μια στροφή, και καθώς κούνησα το χέρι μου υψηλότερα στο στύλο, ο άντρας στράφηκε στη γυναίκα, λέγοντας «Κάρολ –έι, Κάρολ, πρόσεχε. Ο τύπος πάει να σου πάρει το πορτοφόλι».
«Τι;»
«Το πορτοφόλι σου» είπε ο Μάρτιν. «Αυτός ο γελοίος προσπαθεί να σου πάρει το πορτοφόλι. Φέρε μπροστά την τσάντα σου ώστε να μην μπορεί να την πιάσει».
Εκείνη πάγωσε, κι αυτός επανέλαβε τις οδηγίες, γαβγίζοντας «Μπροστά. Φέρε την τσάντα σου μπροστά σου. Τώρα. Ο τύπος είναι πορτοφολάς».
Η γυναίκα που λεγόταν Κάρολ άρπαξε το λουρί στον ώμο της και γύρισε την τσάντα έτσι που τώρα ακουμπούσε στην κοιλιά της. «Θεέ μου» είπε. «Χαμπάρι δεν πήρα».
«Δεν έχεις ξανάρθει στο Παρίσι, αλλά αυτό να σου γίνει μάθημα». Ο Μάρτιν με κοίταξε άγρια, με τα μάτια του σαν σχισμές. «Αυτή η πόλη είναι γεμάτη κατακάθια σαν τον φιλαράκο μας από ’δω. Αν χαλαρώσεις για μια στιγμή, θα σου τα πάρουν όλα».
Τώρα ήμουν κατακάθι και κλέφτης. Σκέφτηκα να πω κάτι, αλλά αποφάσισα ότι θα ήταν καλύτερα να περιμένω για να δω τι άλλο θα βρει. Μερικά λεπτά ακόμη και μπορεί να αποφάσιζε ότι ήμουν έμπορος ναρκωτικών ή νταβατζής. Εκτός αυτού, αν έλεγα κάτι εκείνη τη στιγμή θα ζητούσε πιθανότατα συγγνώμη, κι εγώ δεν ενδιαφερόμουν για τη συγγνώμη του. Η ντροπή του θα με ευχαριστούσε, αλλά μόλις συνερχόταν λίγο θα ακολουθούσε αυτή η άβολη χρονική περίοδος που μερικές φορές καταλήγει σε χειραψία. Δεν ήθελα να αγγίξω τα χέρια αυτών των ανθρώπων ή να δω τα πράγματα από τη μεριά τους, ήθελα μόνο να συνεχίσω να τους μισώ. Έτσι κράτησα κλειστό το στόμα μου και κοίταξα στο κενό.
Το τρένο σταμάτησε στον επόμενο σταθμό. Κάποιοι επιβάτες κατέβηκαν και η Κάρολ με τον Μάρτιν μετακινήθηκαν για να καθίσουν σε δύο πτυσσόμενες θέσεις δίπλα στην πόρτα. Σκέφτηκα ότι μπορεί να άλλαζαν θέμα, αλλά ο Μάρτιν είχε πάρει φόρα τώρα, και δεν γινόταν να σταματήσει. «Ένας βρομιάρης σαν αυτόν μου έκλεψε το πορτοφόλι στο τελευταίο μου ταξίδι στο Παρίσι» είπε, κουνώντας το κεφάλι του προς το μέρος μου. «Μου την έφερε στο μετρό – ήρθε από πίσω μου, και δεν ένιωσα τίποτα. Μετρητά, πιστωτικές κάρτες, άδεια οδήγησης: παφ, πάνε όλα, με τη μία».
Φαντάστηκα ένα ταμπλό να γράφει ΚΑΤΑΚΑΘΙΑ 1- ΜΑΡΤΙΝ 0, και έσφιξα τις γροθιές μου υποστηρίζοντας την ομάδα που έπαιζε στην έδρα της.
«Πρέπει να καταλάβεις ότι αυτοί οι αλήτες είναι επαγγελματίες» είπε. «Εννοώ, έχουν αναγάγει την κλεψιά σε τέχνη, αν θα μπορούσαμε ποτέ να το πούμε τέχνη».
«Δεν θα το έλεγα τέχνη» είπε η Κάρολ. «Η τέχνη είναι κάτι όμορφο, αλλά να κλέβεις τον κόσμο, αυτό… είναι άθλιο κατά τη γνώμη μου».
«Έτσι είναι» είπε ο Μάρτιν. «Το θέμα είναι ότι αυτοί οι γελοίοι δουλεύουν συνήθως δύο δύο». Κοίταξε εξεταστικά την άλλη πλευρά του βαγονιού. «Κατά πάσα πιθανότητα έχει κάποιον συνεργάτη σε αυτό το βαγόνι».
«Έτσι λες;»
«Το ξέρω» της είπε. «Συνήθως συγχρονίζονται έτσι ώστε ένας από τους δύο σου κλέβει το πορτοφόλι τη στιγμή που το τρένο σταματάει. Η δουλειά του συνεργάτη είναι να σε αποπροσανατολίσει αν τυχόν πάρεις χαμπάρι τι γίνεται. Το τρένο σταματάει, οι πόρτες ανοίγουν και εξαφανίζονται μέσα στο πλήθος. Αν ο βρομιάρης από κει τα είχε καταφέρει θα έτρεχε για το Τιμπουκτού τώρα. Να είσαι σίγουρη, αυτοί οι τύποι είναι πολύ γρήγοροι».
Δεν είμαι το είδος του ανθρώπου που θα θεωρούσε κανείς γρήγορο και με καλό συντονισμό, και γι’ αυτό η κατηγορία του Μάρτιν μου φάνηκε κατά έναν περίεργο τρόπο κολακευτική. Δεν θα μπορούσα να είμαι περήφανος επειδή κλέβω πορτοφόλια, αλλά μου άρεσε να με σκέφτονται ως πονηρό και επαγγελματία. Είχα μείνει ξύπνιος μέχρις τις τέσσερις το πρωί το προηγούμενο βράδυ, διαβάζοντας ένα βιβλίο για αράχνες-ερημίτες, αλλά γι’ αυτόν οι κύκλοι κάτω από τα μάτια μου φανέρωνα μάλλον μια βραδιά όπου άρπαζα μύγες στον αέρα, ή οτιδήποτε κάνουν οι πορτοφολάδες για να εξασκηθούν.
«Το γιουβαρλάκι» είπε. «Κοίτα τον, στέκεται εκεί και περιμένει το επόμενο θύμα. Αν εξαρτιόταν από μένα θα έκλεβε πορτοφόλια με τα δόντια του. Οφαθλμός αντί οφθαλμού, αυτό λέω. Κάποιος θα έπρεπε να κόψει τα χέρια συτού του τύπου και να τα ρίξει στα σκυλιά».
Ω, σκέφτηκα, πρώτα όμως θα πρέπει να με πιάσεις.
«Μου σπάει τα νεύρα» είπε, «επιτέλους, πού είναι ένας πολιτσιόνι όταν τον χρειάζεσαι;»
Πολιτσιόνι; Πού νόμιζε ότι βρισκόταν; Προσπάθησα να φανταστώ τη συζήτηση του Μάρτιν με έναν Γάλλο αστυνομικό και τον σκέφτηκα να κουνάει πάνω κάτω τα χέρια του, φωνάζοντας «Αυτός ο τύπος προσπάθησε να μου κλέψει το πορτοφολόνι!» Ήθελα πάρα πολύ να ακούσω μια τέτοια συζήτηση, και αποφάσισα ότι θα έπαιρνα το πορτοφόλι από την πίσω τσέπη του Χιου καθώς κατεβαίναμε από το τρένο. Ο Μάρτιν θα με έβλεπε να κλέβω από έναν ξένο και πιθανότατα θα ανακατευόταν. Θα μου έκανε κεφαλοκλείδωμα ή θα ούρλιαζε για βοήθεια, και όταν θα μαζευόταν το πλήθος, θα έλεγα «Τι πρόβλημα υπάρχει; Είναι παράνομο να δανείζομαι χρήματα από τον φίλο μου;» Αν ερχόταν η αστυνομία, ο Χιου θα εξηγούσε την κατάσταση σε τέλεια γαλλικά, ενώ εγώ θα πετούσα κάποια από τις φράσεις που προφέρω καλύτερα. «Αυτός ο άνθρωπος είναι τρελός» θα έλεγα, δείχνοντας τον Μάρτιν. «Νομίζω πως είναι μεθυσμένος. Κοιτάξτε πόσο πρησμένο είναι το πρόσωπό του». Έκανα εξάσκηση σε αυτές τις φράσεις όταν ο Χιου ήρθε από πίσω μου και με χτύπησε στον ώμο, λέγοντάς μου πως κατεβαίναμε στην επόμενη στάση.
«Ορίστε» είπε ο Μάρτιν. «Αυτός είναι, αυτός είναι ο συνεργός του. Δεν σου έλεγα ότι ήταν κάπου εδώ γύρω; Δουλεύουν πάντα δύο δύο. Ο καθένας το ξέρει αυτό».
Ο Χιου διάβαζε την εφημερίδα και δεν είχε ιδέα για το τι είχε συμβεί. Ήταν πολύ αργά τώρα για να προσποιηθώ ότι του κλέβω το πορτοφόλι και είχα μείνει χωρίς κανένα καλό εναλλακτικό σχέδιο. Καθώς σταματήσαμε στο σταθμό, θυμήθηκα ένα απόγευμα πριν από δέκα χρόνια. Ήμουν στο Σικάγο, στο τρένο μαζί με την αδελφή μου την Έιμι, που κατέβαινε τρεις ή τέσσερις στάσεις πριν από μένα. Οι πόρτες άνοιξαν, και καθώς έβγαινε από το γεμάτο βαγόνι, γύρισε και μου φώναξε «Γεια σου Ντέιβιντ. Καλή τύχη με τη δίκη για το βιασμό». Όλοι στο τρένο γύρισαν να με κοιτάξουν. Κάποιοι έδειχναν περίεργοι, κάποιοι φοβισμένοι, αλλά η πλειοψηφία έμοιαζε να με μισεί με ένα πάθος που δεν είχα συναντήσει ποτέ. «Αυτή ήταν η αδελφή μου» είχα πει. «Της αρέσει να κάνει αστεία». Γέλασα και χαμογέλασα, αλλά δεν άλλαξε τίποτα. Κάθε μου κίνηση με έκανε να φαίνομαι περισσότερο ένοχος, και κατέληξα να κατέβω στην επόμενη στάση αντί να συνεχίσω μαζί με ανθρώπους που πίστευαν ότι ήμουν βιαστής. Ήθελα να πω κάτι εξίσου καλό στον Μάρτιν, αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ τόσο γρήγορα όσο η Έιμι. Τελικά αυτός ο άνθρωπος θα επέστρεφε στο σπίτι του και θα έλεγε στους φίλους του να προσέχουν τους πορτοφολάδες στο Παρίσι. Θα ήταν ο ίδιος Μάρτιν, αλλά τουλάχιστον για τα επόμενα δευτερόλεπτα είχα ακόμη την ευκαιρία να είμαι κάποιος διαφορετικός, κάποιος γρήγορος και επικίνδυνος.
Το επικίνδυνο κομμάτι του εαυτού μου πρόσεξε πως ο Μάρτιν έσφιξε τις γροθιές του καθώς το τρένο σταματούσε. Η Κάρολ κρατούσε την τσάντα της σφιχτά μπροστά στο στήθος της και κρατούσε την ανάσα της καθώς ο Χιου κι εγώ βγήκαμε από το βαγόνι, όχι πλέον λεπτολόγοι εραστές στην εκτός των συνόρων εμπειρία τους, αλλά μάγκες, συνεργοί, στο δρόμο για το Τιμπουκτού.
Sedaris David, Εγκώ μιλήσει καλά κάποια μέρα, Μελάνι, Αθήνα, 2006, σ. 255-264.
Αι λέξεις...
Στον Νάνο Βαλαωρίτη
Όταν καμιά φορά επιστρέφομεν από τους Παρισίους και αναπνέομεν την αύρα του Σαρωνικού, υπό το φίλιον φως και μέσα στα αρώματα της πεύκης, εν τη λιτότητι των μύθων – των σημερινών και των προκατακλυσμιαίων – ως σάλπισμα πνευστών, ή ως ήχος παλμικός, κρουστός, τυμπάνων, υψώνονται πίδακες στιλπνοί, ορισμέναι λέξεις, λέξεις-χρησμοί, λέξεις ενώσεως αψιδωτής και κορυφαίας, λέξεις με σημασίαν απροσμέτρητον δια το παρόν και διά το μέλλον, αι λέξεις «Ελελεύ», «Σε αγαπώ», και «Δόξα εν υψίστοις», και, αιφνιδίως, ως ξίφη που διασταυρούμενα ενούνται, ή ως κλαγγή αφίξεως ορμητικού μετρό εις υπογείους σήραγγας των Παρισίων, και αι λέξεις: «Chardon-Lagache», «Denfert-Rochereau», «Danton», «Odéon», «Vauban», και «Gloria, Gloria in excelsis».
Μετάβαση στο σημείο: Παρισινό μετρό