Παρίσι
Παρίσι
Συγκρότηση ενότητας: Ελένη ΠετρίδουΕλληνες στο Παρίσι Έλληνες στο Παρίσι
Η ενότητα αυτή δημιουργήθηκε για να συμπεριλάβει κείμενα Ελλήνων δημιουργών που έζησαν ή επισκέφθηκαν το Παρίσι. Στα κείμενα αυτά και στο υλικό που τα συνοδεύει, ο αστικός χώρος του Παρισιού περιγράφεται, από τη σκοπιά του πολιτικού εξόριστου, του φοιτητή ή πνευματικού μετανάστη, άλλοτε ως άξενος τόπος εξορίας και άλλοτε ως ιδεατή πνευματική πατρίδα. Τα κείμενα καλύπτουν μια μακρά περίοδο, εκκινώντας από το Παρίσι της ποίησης της Μ.Πολυδούρη και φτάνοντας ως αυτό της εξορίας του Β.Βασιλικού. Με τον τρόπο αυτό γίνεται μια απόπειρα να χαρτογραφηθεί η πόλη στην ελληνική της εκδοχή και να παρουσιαστούν τα πολλαπλά πρόσωπα που της επιφυλάσσει η ελληνική γραμματεία.
Στο υλικό περιλαμβάνονται, επίσης, φωτογραφίες Ελλήνων που έζησαν στο Παρίσι, κυρίως από το αρχείο του Θράσου Καστανάκη, καθώς και ένα απόσπασμα από συνέντευξη της Άλκης Ζέη, όπου η συγγραφέας αναφέρεται στην εγκατάσταση και στη ζωή της στο Παρίσι. Η συνύπαρξη των κειμένων με το παραπάνω υλικό φιλοδοξεί να αποδώσει το κλίμα της παραμονής των Ελλήνων στο Παρίσι, την γκάμα των συναισθημάτων, καθώς και το πλήθος των ετερόκλητων εντυπώσεων που δημιούργησε σ’ αυτούς η πολυάνθρωπη πολιτεία.
Paris IV...
Arr.V
ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΚΑΝΕΝΑ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟ ΠΑΘΟΣ με το κασέρι. Του άρεσε σαν τυρί, τίποτα περισσότερο. Μπροστά στη συντριπτική υπεροχή των υπέρογκων και, πράγματι-γιατί να το κρύψει;-, υπέροχων γαλλικών τυριών, το βαλκανικό κασέρι δεν ηχούσε καλύτερα απ’ ό,τι ο κασσίτερος σε μια συνεστίαση χρυσοχόων. «Κασσίτερος-κασέρι», τι μπάζα έπιανε μπρος στα σεβρ, τα καντάλ, τα καμαμπέρ, «μπιεν φε» και όχι. Χιλιάδες τυριά. Τα ’χαν δει, με τη γυναίκα του , σε μια τυροκομική έκθεση στο Πορ ντε Βερσάιγ στο Παρίσι, σε κάποιο προδικτατορικό ταξίδι τους και πέρασαν ώρες να τα χαζεύουν, να τα δοκιμάζουν, μην πιστεύοντας στα ίδια τους τα μάτια∙ τόσο η ποικιλία τους ήταν αφάνταστη και το πάθος που κάθε παραγωγός διαφήμιζε το δικό του επιμένοντας στους επισκέπτες να το δοκιμάσουν, ώστε κατά το «οι Έλληνες είναι λαός ποδοσφαιρικός», για τους Γάλλους λέγαν τότε, καλαμπουρίζοντας, «λαός τυροκομικός».
Τότε βέβαια είχαν κέφι. Είχαν την ψυχολογία του μέρμηγκα που περισυλλέγει μνήμες, τροφές, εμπειρίες για το καταχείμωνο. Τρύπα τους η Ελλάδα• τρύπα της τρύπας η Αθήνα∙ τρύπα της τρύπας της τρύπας ένα δυάρι όπου θα επιστρέφαν αν, όπως ήδη κατά κόρον το ’χουμε τονίσει, δεν τους έπιανε λάστιχο. Και όπως τα περισσότερα πράγματα στη ζωή είναι θέμα προδιάθεσης, η ίδια τυροκομική έκθεση στο Πορ ντε Βερσάιγ, τον επόμενο χρόνο, δεν τους τράβηξε καθόλου, ούτε τον μεθεπόμενο, όταν ξαναπήγαν εκεί κοντά για το Τσίρκο της Μόσχας-τη θυμήθηκαν μάλιστα με αηδία- κι ακόμη λιγότερο βέβαια την άλλη χρονιά που, μιλώντας για τα τυριά, ήταν σαν μιλούσαν για μιαν αξεπέραστη τραυματική εμπειρία. Από πηγή επικούρειας ηδονής, γαργαλιστικού τερψιλαρύγγιου, το ίδιο το γεγονός μεταβλήθηκε σε άλγος, σε οδύνη και τύψη, γιατί αποτελούσε πια στοιχείο και άξονα αναφοράς. Δεν ήταν η εμπειρία που θα αποκόμιζε ο μέρμγηκας στη φωλιά του, αλλά η εμπειρία που τον καθήλωσε στο σημείο που τη γεύτηκε, σαν κάποιον που παθαίνει εμβολή πάνω στον έρωτα.
Έτρωγαν τυριά. Κάθε λογής. Εκείνος έλεγε πως το καλύτερο φαγητό στη Γαλλία είναι το τυρί. Κι εκείνη συμπλήρωνε κάτι για το φημισμένο γαλλικό ψωμί, την «μπαγκέτα». Ωστόσο είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα, ύστερα από χρόνια πειραματισμών, πως το κασέρι είναι το καλύτερο τυρί του κόσμου, γιατί δεν το βρίσκεις εύκολα σε καμία αγορά και στα περισσότερα «τυράδικα» αγνοούσαν ως και αυτή ακόμα την ύπαρξή του.
Δεν συνέβαινε το ίδιο με τη φέτα. Φέτα έβρισκες, γιατί η σαρκική μνήμη των τουριστών που θέλαν να ξαναζήσουν, μηρυκαστικά, τον τόπο των διακοπών τους μέσω, αν γινόταν, μουσικής ή μουσακά, βοήθησε την ανάπτυξη ενός νέου τύπου εμπορίου που λεγόταν «το καλοκαίρι σας μες στο χειμώνα σας». Για τους νοσταλγούς του «λευκού τυριού», όπως ρατσιστικά ονόμασαν τη φέτα, τα μπακάλικα φέρναν τενεκέδες απ’ τη Βουλγαρία. Δεν ήταν όμως καθόλου ίδια η περίπτωση με το «κίτρινο τυρί», το κασέρι. Αυτό δεν αποτελούσε έδεσμα των διακοπών. Κι αφού κανείς δεν το ζητούσε, κανένα μαγαζί δεν το ’φερνε.
Την έλλειψη του κασεριού, αυτός, την αναπλήρωνε με το κέρινο επίστρωμα του «γκριγιέρ», ενός άνοστου, τρύπιου, «κιτρινιάρικου» γαλλικού τυριού, κόβοντας -για την ακρίβεια: ξύνοντάς το με τα δόντια- το από μέσα. Μπορεί να μην ήταν τυρί, αλλά κερί σκέτο, που η γειτνίασή του με το τυρί να του έδωσε κάποια νοστιμάδα, ή τυρί που πήρε απ’ το κερί μιαν αψύτερη γεύση, δεν ήξερε να πει. Σ’ αυτή τη θολή και αξεχώριστη γραμμή της μέρας από τη νύχτα, όπου η βούλα του ήλιου χάθηκε αφήνοντας τη μνήμη της στο τελευταίο σύννεφο, σ’ αυτή τη μεταίχμια γεύση, τυριού και κεριού, αρμύριζε το άπαχο, το άγευστο, το τρύπιο, το χλεμπονιάρικο γκριγιέρ, φτωχό υποκατάστατο στο κενό που του άφηνε η απουσία του κασεριού από τη ζωή του.
Στα εμιγκρέδικα γεύματα άκουγες συχνά: «Θα έχουμε ουζάκι, ελιές και φέτα». Κασέρι όμως ποτέ. Και η αδικία για το κασέρι του φαινόταν το ίδιο μεγάλη μ’ αυτή που έγινε στον Σάντα: μαζί με τον Γλέζο κατέβασαν τη σβάστικα από την Ακρόπολη, στα 1941, κι όλη τη δόξα την πήρε ο Γλέζος, ο Σάντας δεν ακούστηκε ποτέ. Γι’ αυτόν τα τυριά ήταν δίδυμα. Τι έφταιγε το δόλιο το κασέρι; Όλη η δόξα, η προβολή, η προπαγάνδα, γιατί να γίνεται για μια φέτα, στο κάτω κάτω, βουλγάρικη; Ήταν λοιπόν η αδικία σύμφυτη με τη ζωή;
Το κασέρι είχε γίνει από τις ψυχώσεις του, από τις νευρώσεις του στην εξορία. Στο Δυτικό Βερολίνο γνώρισε άλλοτε μια κυρία που ήταν «στα πράγματα», αλλά διαφώνησε με τον Putsch κι έτσι βρέθηκε «στους εκτός». Για ν’ ασχολείται με κάτι, άνοιξε τότε ένα κατάστημα ελληνικών προϊόντων, χαϊμαλιά και φούστες κεντητές και κομπολογάκια κι όλα γενικά τα μπιχλιμπίδια. Από φαγώσιμα δε διέθετε παρά μερικές κονσέρβες με ντολμάδες γιαλαντζί, κρασί κοκκινέλι και κασέρι. Αυτό το ’φερνε σε «κεφάλια», κατευθείαν απ’ το Πήλιο. Το χτυπούσε ακριβά στην τιμή, μα αλλιώς δε σύμφερνε. Έγινε μπιστικός της : μιλούσαν για το θέατρο, για μουσική, για αντίσταση, για όλα, φτάνει, στο μεζεδάκι που θα του έβγαζε με το ούζο, να μην ξεχνούσε και το κασέρι. Ντρεπόταν να το ομολογήσει στον εαυτό του ότι, παρ’ όλο το ενδιαφέρον που της έβρισκε σαν άνθρωπο, το βασικό κίνητρο της παρέας του μαζί της ήταν το «κεφάλι», πάντα τυλιγμένο σε μια υγρή, σχεδόν, πετσέτα, για να διατηρείται μαλακό.
Γι’ αυτό δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί συνδέθηκε τόσο πολύ με το γεράκο της λαϊκής αγοράς, τον Αγκόπ τον Αρμένη που μιλούσε πολίτικα και πουλούσε, κοντά σε όλα τ’ άλλα ανατολίτικα είδη, και κασέρι.
Η λαϊκή αγορά ήταν στρατοπεδευμένη σ’ ένα κτιριακό συγκρότημα, κάτι ανάμεσα στα παλιά χαμάμ και στο Καπάνι της Θεσσαλονίκης. Άγνωστο πώς ξέφυγε για τόσα χρόνια, πες αιώνες, την όρεξη των εργολάβων∙ άγνωστο αν ήταν του Δήμου ή ιδιωτική.
Μπήκαν μια μέρα τυχαία, με τη γυναίκα του. Απέξω οι καμάρες δεν ήταν διόλου ελκυστικές. Αλλά μιας και βρέθηκαν μες στους διαδρόμους, τους άρεσε. Οι άνθρωποι είχαν ζεστασιά, φαίνονταν ν’ αγαπούν τον πελάτη. Δεν είδε σφαχτάρια να κρέμονται κραυγαλέα από τα τσιγκέλια, όπως στην Κεντρική Αγορά των Αθηνών. Όλα μοιάζαν ν’ ανήκουν σε μια συντεχνία, από τις παλιές, του 17ου ακόμη αιώνα, που δεν αφήνουν καμιά άλλη μνήμη πίσω τους, εκτός από τα ιερογλυφικά κάποιας μασονικής στοάς.
Εκεί, τον γνώρισε. Τον Αρμένη από την Πόλη. Το μαγαζί του ήταν σφηνωμένο ανάμεσα σε δύο καταστήματα μεγαθήρια, ένα μεγαλομπακάλικο και μια ιχθυαγορά, ίδια Δαρδανέλια. Δεν είχε τανκ ψυγείου στην πρόσοψη, κι όσα προϊόντα του θέλαν συντήρηση, χαβιάρια, μανούρι και κασέρι, τα τοποθετούσε σε μια μικρή, παλαιική παγονιέρα. Τα φουντούκια, τις πέτσες του καϊσιού, τα ξερά σύκα, τα καρύδια, τα έβαζε σ’ ένα ερμάρι με δικτυωτό σύρμα. Κι έκλεινε το μαγαζί μ’ ένα κιοπέγκι, για ν’ αερίζεται.
Έπεσαν πάνω του την τρίτη φορά. Καλοσυνάτος, τους πρόσφερε να δοκιμάσουν τσακιστές ελιές απ’ το αρχαίο πιθάρι. Κι αυτός έλειωσε ολόκληρος. Στη χειρονομία του Αρμένη, θυμήθηκε όλα τα μπακάλικα -ποια χαμένα, ποια χωνεμένα - τα ντόπια, τα γαλλέικά όπου, έτσι και δοκίμαζες να γευτείς κάτι, αστροπελέκι έπεφτε πάνω στο «αυθάδικο» χέρι σου, η δαμόκλεια σπάθη της πωλήτριας, μιας κατά τα άλλα άκακης ύπαρξης, που μ’ ένα εξογκωμένο, επί τούτου, δαχτυλίδι-σφράγισμα, για να σε πονέσει, σου έκοβε τη φόρα… Παράγγειλε αμέσως 250 δράμια «τσακιστές» και 150 «ελαίου». Απ’ αυτές δε δοκίμασε.
Η λιτότητα του «πάγκου», η φυσιογνωμία του Αρμένη, ασκητική, σουρωμένη, δίχως χαμόγελο, μόνο με ατέλειωτη λύπηση και συμπόνια, τον άγγιξαν. Ανάμεσα στο χοντρό, καλοσυνάτο μπακαλόγατο και στον ψαρά, ο Αρμένης φάνταζε σαν τον Εσταυρωμένο. Προπαντός ο δεύτερος ήταν περίεργος: με μπότες και πλαστική μουσαμαδιά, έμοιαζε -μούτσος από την αδούλωτη Βρετάνη- συνέχεια βρεμένος από τα κύματα μιας τρικυμίας που μόνο αυτός ένιωθε την αέναη παρουσία της. Τα ψάρια του όμως μοιάζαν άοσμα πάνω στο αβασάνιστο μάρμαρο. Και τα φύκια, πλαστικά. Μα η κόκκινη μούρη του, σαν ζαργανοκυνηγού, με τα αφύσικα πυρωμένα μάγουλα, ήταν συμπαθητική. Κι οι τσιπούρες, οι γλώσσες, τα σαυρίδια, οι ροζ και σταχτιές γαρίδες, δίναν το μέτρο της ποικιλίας του νερού που τα έθρεψε. Ενώ στο μπακάλικο του Αρμένη τα σαλάμια κρέμονταν σαν ερωτηματικά ή σαν κλομπ αστυνομικών ύστερα από διαδήλωση. Αυλαία από σαλάμια∙ κηροπήγια του χοιρινού. Μερικά διατηρούσαν την καταγωγή του γουρουνίσιου ποδιού τους. Αλλαντικά τύπου «πεταλούδας» - σουφρωμένα στις άκρες - , ζαμπόνια γουδοχέρια… «Δε βγαίνει δυστυχώς», του είπε ο Αρμένης, όταν αυτός τον ρώτησε πώς παν οι δουλειές. Και του εξήγησε πως οι πελάτες, θαμπωμένοι από την αφθονία της Αγοράς, προσπερνούσαν το μαγαζί του, που δεν είχε κανένα φανταχτερό έκθεμα, χωρίς καν να το κοιτάξουν. Ωστόσο, μέσα στα χρόνια, κατάφερε να δημιουργήσει μια μικρή μα αφοσιωμένη πελατεία που τον ακολουθούσε όπου και να πήγαινε. «Έρχονται ως εδώ, για να ψωνίσουν από μένα, πελάτες κι από άλλες γειτονιές», του είπε.
Λιγόλογος, σεμνός, είχε μάτια που φόρεσαν από νωρίς τους «φακούς επαφής» με τη δυστυχία, με τον ξολοθρεμό σε πρωτόγονα στρατόπεδα του τέλους. Μιλούσε τα ρωμαίικα με αρμένικη προφορά που φιλτραρίστηκε μεσ’ από τα γαλλικά του. Ανάδινε ολόκληρος την εποχή του πρώτου Καραγκιόζη, πριν γίνει «θέατρο σκιών», Καραγκιόζης ο αρχικός, ο βαρύς, ο επίσημος, ο Πέρσης, ο Ανατολίτης, ο Περσεπολίτης.
Λυπημένη φυσιογνωμία, ίδια με τη φωτογραφία του εθνικού συμβόλου, του Αζναβούρ, στον τοίχο, μεστή πόνου. Δε βιαζόταν να ζυγίσει, ν’ αλατίσει, να περιποιηθεί. Και δε μιλούσε όσο εξυπηρετούσε τον πελάτη. Ο ψαράς θα είχε ξελεπιάσει τουλάχιστο δυο λαυράκια και θα τα είχε ξεσπαραχνιάσει με την ειδική κοφτερή τανάλια, μέχρι να τυλίξει αυτός μια χούφτα ελιές.
Οι σχέσεις τους, για ένα διάστημα, αναπτύχθηκαν παρά φύση. Δε δικαιολογιόταν, για ένα κομμάτι κασέρι, να περνάει από τον πάγκο του καθημερινά και να καθυστερεί σε συζητήσεις για τους Αρμένηδες της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας που είχε γνωρίσει δυο δεκαετίες νωρίτερα, φανατισμένους, αντιδραστικούς, που ζούσαν με το όραμα μιας «ελεύθερης Αρμενίας». Η Αρμενία ηλεκτροφωτίστηκε από το Εριβάν μέχρι το τελευταίο χωριό του Αραράτ και είχε, σε σύγκριση με τ’ άλλα κράτη της Σοβιετικής Ένωσης, τη μεγαλύτερη ελευθερία έκφρασης.
Ο κωνσταντινουπολίτης Αρμένης ξεχώριζε απ’ όλους αυτούς με τον κοσμοπολιτισμό του, την άπλα της σκέψης του που δεν είχε τίποτε να κάνει με το μπακαλίστικο, εθνικιστικό, τοπικιστικό, μαράζωμα των μοροφιλόδοξων «αλεξιπτωτιστών του Εριβάν», όπως τους έλεγε. Η παραμονή του στο Παρίσι τον απολύμανε από παραπλανητικές σκέψεις επιστροφής. Στην πρωτεύουσα των εμιγκρέδων ζούσε κι ανάσαινε ελεύθερα, ήταν στον τόπο του ανάμεσα σε τόσους που ήταν δίχως τόπο. Και κρατούσε μια τυπική επαφή με την «παροικία»…
Μια μέρα, αυτός με τη γυναίκα του, φύγαν για τη Γερμανία. Ξενοίκιασαν την ποντικότρυπα του Παρισιού κι εγκαταστάθηκαν σ’ ένα άνετο διαμέρισμα στο Μπόχουμ. Είχε μια υποτροφία για ένα χρόνο στην ειδικότητά του, την τεχνητή γονιμοποίηση στις αγελάδες.
Όταν γύρισε έπειτα από καιρό, έτρεξε αμέσως στη Σκεπαστή Αγορά. Μπήκε από τη νότια πύλη∙ ανέβηκε το διάδρομο των κρεάτων∙ πήρε την αλέα των τυριών και τελικά έφτασε στη γωνία. Μα δεν τον βρήκε. Ο πάγκος του Αρμένη έμενε για την ώρα αδειανός. Ρώτησε το ψαρά, τον Βρετόνο, με τις μπότες και την πλαστική μουσαμαδιά, καθώς έβγαζε τα καπάκια από μια ντουζίνα στρείδια κι εκείνος του αποκρίθηκε πως δεν ξέρει. Ρώτησε τον μπακαλόγατο που έκοβε στο ηλεκτρικό μαχαίρι ζαμπόνια : «Δεν ήρθε», του αποκρίθηκε ξερά. «Από πότε;» ρώτησε. «Θα ’χει κάνα δυο μήνες». «Θέλετε να πείτε…» Φοβόταν να ρωτήσει τη μοιραία ερώτηση. «Δεν ξέρω, σας λέω. Δεν ξανάρθε». Δεν είχε καιρό για συζήτηση.
Σκέφτηκε πως επειδή πηγαίναν άσχημα οι δουλειές του, θα το ’κλεισε το μαγαζί. Ή μπορεί και να άλλαξε στέκι. Στο ταχυδρομείο, που πήγε έπειτα να δει αν είχε ξεστρατίσει κανένα γράμμα στην Poste Restante στην παλιά του συνοικία, έπεσε δίπλα σε έναν Ισπανό που κρατούσε στα χέρια του το ειδοποιητήριο για ένα δέμα ή «συστημένο», εξηγώντας στον υπάλληλο πως ήθελε να μιλήσει με το διευθυντή για το πώς θα το παραλάβει. Ήταν, πρόσθεσε χαμηλόφωνα ο Ισπανός, μια ειδική περίπτωση πολιτικού εξόριστου. Ο υπάλληλος τον οδήγησε στο διευθυντή, ενώ αυτός, με την άκρη του αφτιού του, τον άκουσε να του λέει πως χρειαζόταν ένα πιστοποιητικό του νεκροταφείου ότι πράγματι ο παραλήπτης πέθανε για να μπορέσει εκείνος να παραλάβει το δέμα ή το «συστημένο».
Κι αυτή η «σύμπτωση» τον μελαγχόλησε δυσάρεστα. Δέθηκαν τα δυο πράγματα στο νου του: η εξαφάνιση του Αρμένη και το άλλο, με τον Ισπανικό πολιτικό εξόριστο, κι ήταν πολύ βαρύς όλο τον καιρό που έμεινε στο Παρίσι. Βιαζόταν να γυρίσει πίσω στο Μπόχουμ, όπου δεν είχε αναμνήσεις, όπου δεν είχε δεσμούς με ανθρώπους, γι’ αυτό δεν είχε και χωρισμούς.
Βασιλικός Βασίλης, Poste Restante 1967-1974, Ελληνικά Γράμματα, 2007, σ. 100-109.
Η αρραβωνιαστικιά του ...
Το τρένο περνάει σφυρίζοντας μέσα από τη ρεματιά. Είναι έξι και μισή το πρωί. Η Ελένη πίνει όρθια τον καφέ της μέσα σ’ ένα γυάλινο ποτήρι από μουστάρδα μπροστά στο παράθυρο. Το πρωινό σφύριγμα το νιώθει σαν ξαλάφρωμα. Μέσα στη νύχτα, όταν δεν την παίρνει ο ύπνος και συλλογιέται περασμένα και τωρινά, τότε είναι που την κάνει να απελπίζεται το σφύριγμα του τρένου. Της φαίνεται πως η νύχτα μακραίνει ατελείωτα. Θαρρεί πως θα περάσει όλη της τη ζωή στο Σαραντόν στην οδό Κονφλόν, απέναντι από τη ρεματιά που περνάνε τα τρένα. Η μια πλευρά της ρεματιάς είναι γεμάτη θάμνους και χαρτονένια κουτιά. Οι θάμνοι είναι ξεροί και γκρίζοι, την άνοιξη φουντώνουν, μα τα πεταμένα χαρτόκουτα κάνουν τη ρεματιά να μοιάζει με σκουπιδότοπο.
Πρωτάκουσε τη λέξη Σαραντόν όταν είχε πάει με τον Ευγένιο στο θέατρο στην Αθήνα να δει το έργο του Πήτερ Βάις Η δολοφονία του Μαρά. Πού να ’ξερε ότι κάποια μέρα θα ήτανε το σπίτι της στο Σαραντόν. «Για λίγο», είχε πει η Μαρί-Τερέζ, «μετά θα σου βρούμε διαμέρισμα στο Ιβρί, ο δήμος είναι δικός μας. Δυο δωμάτια με μπαλκόνι. Θα μπορείς να βάλεις γλάστρες στο μπαλκόνι.» «Γλάστρες;» απόρησε η Ελένη. Ήτανε το τελευταίο πράγμα που είχε να σκεφτεί. Η Μαρί-Τερέζ επέμενε πολύ για τις γλάστρες. «Δίνουνε χαρά στη ζωή. Θα ζητήσω από τη μητέρα μου, που έχει ένα σωρό στο σπίτι μας στην εξοχή. Είναι κάτι πολύ όμορφες με κοκκινωπά φύλλα σαν βελούδινα.» «Καλά», έκανε υποχωρητικά η Ελένη.
Είναι πολύ πρωί. Η Δαφνούλα δεν έχει ακόμα ξυπνήσει για το σχολείο. Την κοιτάζει που κοιμάται με τα σκεπάσματα μισοπεταμένα. Το δωμάτιο που μένουν είναι μεγαλούτσικο, έχει τρία παράθυρα, μόνο που δεν το βλέπει ποτέ ο ήλιος. Έπειτα υπάρχει και το κουζινάκι, που, όσο μικρό κι αν είναι, τους χωράει με τον Πάνο, τον Ευγένιο, την Άννα και τον Στέφανο, τις ατέλειωτες ώρες που συζητάνε το βράδυ, πολλές φορές ώσπου να φέξει. Έτσι, δεν ενοχλούν τη μικρή που κοιμάται.
Πίνει μεγάλες γουλιές τον ζεματιστό καφέ της. Στις εφτά και μισή, έχει ραντεβού με τους άλλους στο μετρό κοντά στο στούντιο. Αρχίζει η δεύτερη μέρα γυρίσματος στο τρένο της φρίκης. Την κυνηγάνε τα τρένα την Ελένη στη ζωή της. Αληθινά και ψεύτικα. Γράφει ένα σημείωμα στη Δαφνούλα να το βρει σαν ξυπνήσει. Όταν αφήνουν γράμματα η μια στην άλλη θα υπάρχει πάντα μια φρασούλα στα ρωσικά. Η Ελένη γράφει άτσαλα, βιαστικά, η Δαφνούλα πάλι αφήνει παντού στο σπίτι σημειωματάκια στα ρωσικά με τα λοξά καλλιγραφικά γράμματα, που της έμαθε η δασκάλα της στη Μόσχα.
Η οδός Κονφλόν είναι έρημη. Όχι γιατί είναι νωρίς, σχεδόν πάντα είναι έρημη. Σπάνια να συναντήσεις άνθρωπο. Θαρρείς και οι κάτοικοι πηγαιοέρχονται στις δουλειές τους αθέατοι σαν φαντάσματα. «Εδώ είναι το μετρό σου», της είχε πει η Μαρί-Τερέζ, όταν την πήγε να δει το σπίτι που της βρήκε στην οδό Κονφλόν.
Μετρό ΛΙΜΠΕΡΤΕ, άλλη λέξη που έχασε την έννοιά της. «Αυτό είναι το μετρό σου.» Αυτή είναι η Λιμπερτέ μου, η λευτεριά μου, συλλογίστηκε.
Λίγο πιο κάτω, στη γωνία της λεωφόρου ΛΙΜΠΕΡΤΕ είναι το καφενείο ΛΙΜΠΕΡΤΕ. Πόσες φορές δεν έχει τρέξει εκεί σαν παραλοϊσμένη να τηλεφωνήσει, ιδίως τον πρώτο καιρό που έφτασε στο Παρίσι και κάθε μέρα είχε την ελπίδα πως κάτι θα γινότανε στην Ελλάδα. «Τι νέα;», «Τίποτα».
Εκείνο το παγωμένο δεκεμβριάτικο πρωινό έτρεξε χαράματα, μόλις άνοιξε το καφενείο. Την παραμονή ο βασιλιάς επιχείρησε να κάνει κίνημα. «Τι νέα;» «Έφυγε ο βασιλιάς κυνηγημένος με Άννα-Μαρία και τα ρέστα.»
Γύρισε στο σπίτι παγωμένη. Είχε βγει χωρίς κάλτσες και με το παλτό πάνω από το νυχτικό. Κάθισε στο κρεβάτι έτσι όπως ήτανε, με το παλτό. Ήταν πολύ νωρίς και η Δαφνούλα δεν είχε σηκωθεί για το σχολείο. Ξαφνικά το δωμάτιο της φάνηκε άχαρο με τις ξεφτισμένες πολυθρόνες και το ετοιμόρροπο κομό που με χίλια ζόρια είχε καταφέρει η Μαρί-Τερέζ τη μητέρα της να το βγάλει από την αποθήκη και να το δώσει της Ελένης, γιατί ήτανε στιλ –άντε βρες- κάποιου Λουδοβίκου.
Να έδιωχνε ο βασιλιάς τη χούντα και να γύριζαν πίσω! Το ’χε ελπίσει χτες το βράδυ. Τα ξέχασε όλα κι έμενε μόνο ένα: Να γυρίσει πίσω. Πόσα ατέλειωτα χρόνια περίμενε πάλι τον γυρισμό, όταν ήταν πολιτική πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση! Δεν πρόλαβε να τον χαρεί τον γυρισμό της. Λίγο καιρό μόνο, κι ύστερα πάλι ξενιτιά. Πόσο αλλιώτικο της φαίνεται τώρα το Παρίσι από την πρώτη φορά που είχε περάσει πριν δεκατρία χρόνια, όταν πήγαινε να συναντήσει τον Αχιλλέα. Τότε, την είχε αναλάβει η Μαρί-Τερέζ, σταλμένη από το γαλλικό κομμουνιστικό κόμμα. Καμάρωνε να την παρουσιάζει. «Η αρραβωνιαστικιά του καπετάνιου.» Την πήγαινε σε διάφορα σπίτια, ακόμα και σ’ έναν πύργο έξω από το Παρίσι, και σ’ όλους έλεγε μισόλογα η Μαρί-Τερέζ για τον Αχιλλέα κι ύστερα… «Πες, Ελένη, για το Τμήμα Μεταγωγών, πες την ιστορία της Ματίνας.» Κι η Ελένη ντρεπότανε και κόμπιαζε, όπως όταν ήτανε μικρή και την καλούσαν σε γενέθλια. Τα άλλα παιδιά άρχιζαν ένα ένα να απαγγέλλουν ποιήματα κι εκείνη χτυποκαρδούσε σαν έφτανε η σειρά της κι έπρεπε να της γνέψει από μακριά η Λίζα, «πες το, τέλος πάντων!», για να πει δειλά δειλά το ποίημά της. «Στολίστηκε ένας κόρακας με παγονιού φτερά…»
Άκουγε τον εαυτό της να λέει την ιστορία της Ματίνας, ένιωθε άβολα κι ήθελε να τελειώσει όσο γίνεται πιο γρήγορα. «Μα είναι δυνατό να ’ναι αλήθεια;» απορούσανε αυτοί που άκουγαν. Η Μαρί-Τερέζε λαμποκοπούσε και την αγκάλιαζε προστατευτικά. Τότε, μια στιγμή η Ελένη πίστεψε πως το Παρίσι ήτανε δικό της. Στη συγκέντρωση που μίλησε για τις κρατούμενες γυναίκες της φερνόντανε σαν να ’ταν σπουδαίο πρόσωπο. Αρραβωνιαστικιά του καπετάνιου με το αρχαίο ελληνικό όνομα!
Τώρα, το Παρίσι είναι μια ξένη πόλη. Δεν υπάρχουν καπετάνιοι για να ’χουν αρραβωνιαστικιές. Ξένο το Σαραντόν και η οδός Κονφλόν κι οι γείτονες που δεν σου λένε καλημέρα. Έχει και τη Μαρί-Τερέζ να κουβαλάει δέματα, παπούτσια με σουβλερές μύτες και τακούνι καρφί, παλιομοδίτικα πανωφόρια με μπερτάκια και φουσκωτά μανίκια για τους πρόσφυγες από την Ελλάδα. Πικράθηκε, όταν της είπε η Ελένη πως δεν τα έχουν ανάγκη. Δεν μπορεί να καταλάβει η Μαρί-Τερέζ πώς γίνεται να ’σαι εξόριστος και να μη θέλεις ρούχα γερά και ζεστά κι ας είναι περασμένης μόδας. Η Ελένη το νιώθει πως την απογοητεύει. Κι εκείνη κι η Δαφνούλα και όλοι οι άλλοι δεν δίνουν την εικόνα του εξόριστου όπως την έχει η Μαρί-Τερέζ στο μυαλό της.
«Εμείς στην Ελλάδα ντυνόμαστε», της εξηγεί πολλές φορές η Ελένη, που θυμάται ξαφνικά τη θεωρία της Λίζας: όσο πιο στεναχωρημένος είσαι, τόσο πιο καλά να ντύνεσαι. Η Λίζα, πριν φύγει η Ελένη, της είχε αγοράσει ένα σωρό ρούχα. «Να μη σε λυπούνται», της είχε πει.
Το τελευταίο αντίο της Λίζας.
Η Μαρί-Τερέζ κουνάει το κεφάλι, μα δεν καταλαβαίνει, και μόνο όταν της λέει η Ελένη πως οι Σπαρτιάτες πριν πάνε στη μάχη λουζόντανε και βάζανε τα καλά τους, σαν να φωτίστηκε κάτι μέσα της, κι άρπαξε την Ελένη και τη φίλησε. Ο Πάνος το λέει: «Στους ξένους, για να σε νιώσουν, πρέπει να βάλεις στην κουβέντα σου και μια κολόνα Παρθενώνα».
Να γυρίσει πίσω! Έστω και με τον βασιλιά! Να γυρίσει και να ’ναι σαν ένα κακό όνειρο αυτοί οι έξι μήνες που πέρασε στο Παρίσι.
Όταν ξύπνησε η Δαφνούλα τη βρήκε να κάθεται στο κρεβάτι με το παλτό και να την έχουν πάρει τα δάκρυα. Τρόμαξε. «Τι έπαθες;» «Έφυγε ο βασιλιάς.» «Ε, και κλαις!» Το είπε η μικρή τόσο απορεμένα και κωμικά, που μόνο τότε κατάλαβε η Ελένη πόσο απελπιστικά γελοία ήτανε. Κάθισε έτσι ακούνητη κι ακόμα αφού έφυγε η Δαφνούλα για το σχολείο. Ύστερα ήρθε και στάθηκε στη μέση της κάμαρας το Κατινάκι με τα γυαλάκια του και τα ανεμικά του κοτσιδάκια. «Ε, όχι και εξευτελισμούς, βρε μαμά!» Τι γελοία που είμαι, τι γελοία που είμαι! Το είπε η Ελένη δυνατά δυο τρεις φορές. Την τελευταία φορά το φώναξε σχεδόν, για να μη σκεπαστεί η φωνή της από τον θόρυβο των πρωινών τρένων.
Η Ελένη είχε γυρίσει μαζί με τη Δαφνούλα από τη Σοβιετική Ένωση στην Ελλάδα. Ο Αχιλλέας δεν είχε προλάβει. Όσο κι αν ήτανε δημοκρατική η κυβέρνηση, δεν έδινε άδεια σ’ έναν καπετάνιο να γυρίσει σπίτι του. Έτσι «γύρισε» ο Αχιλλέας μέσα στη δικτατορία, αφού είχε φύγει εκείνη με τη μικρή για το Παρίσι. Γύρισε χωρίς να πάρει άδεια από κανέναν. ΕΙΣΕΛΘΩΝ ΛΑΘΡΑΙΩΣ ΕΚ ΤΟΥ ΠΑΡΑΠΕΤΑΣΜΑΤΟΣ: οι τίτλοι στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων. Είκοσι χρόνια έλειψε από την Έλλαδα ο Αχιλλέας. Οι δρόμοι είχαν αλλάξει, τα σπιτάκια γίνανε πολυκατοικίες, οι άνθρωποι απόχτησαν σπίτια, εξοχικά. Η μητέρα του είχε πεθάνει και οι άλλοι πιο μακρινοί συγγνείς τον είχαν ξεγράψει από τότε που βγήκε στο βουνό. Δυο μέρες κυκλοφόρησε ο Αχιλλέας στην Αθήνα –το ’γραψε η εφημερίδα. Μπορεί και να πέρασε από κείνη τη γωνιά του δρόμου όπου είχε αποχαιρετήσει την Ελένη και να μην του θύμισε τίποτα.
Ένας άντρας με σμιχτά ασπροκίτρινα φρύδια, γκρίζα μαλλιά και σκαμμένο πρόσωπο, περπάτησε ξαφνικά στους δρόμους της Αθήνας. Γύρευε κάποιο δρόμο που δεν υπήρχε πια, ένα σπίτι που δεν υπήρχε πια, ένα φίλο, ένα σύντροφο που είχανε μαζί μπει μπροστά σε τόσες μάχες. Κατόχή, Δεκέμβρης… Ο φίλος υπήρχε, τον βρήκε. Τον στείλανε τον Αχιλλέα κι αυτός πάντα πιστός στις εντολές χωρίς πολλά ερωτηματικά, χωρίς κανένα ερωτηματικό, πήγε στον φίλο, που τον παρέδωσε ίσια στην Ασφάλεια. Είναι παλικάρι ο Αχιλλέας. Αυτό ναι, θα το πει στη Δαφνούλα. Φτάνει να μην αρχίσει τις πολλές ερωτήσεις.
Κλείνει σιγανά την πόρτα μην ξυπνήσει η μικρή και βγαίνει με χίλιες σκέψεις να αλληλοχτυπιούνται. «Όλο τα παλιά θυμάστε.» Ποια παλιά να θυμηθεί η Άννα; Τα δικά μας τα παλιά είναι ολοζώντανα, πιο ζωντανά από τα τωρινά. Ο πρωινός αέρας της ηρεμεί το μυαλό. Η γέφυρα του Σαραντόν, τα εργοστάσια, η τεράστια ρεκλάμα ΠΟΡΤΟ ΚΡΟΥΖ της δείχνουν ένα Παρίσι που δεν θα γίνει ποτέ δικό της, δεν θα γίνει ποτέ η πόλη της. Φτάνει στο μετρό ΛΙΜΠΕΡΤΕ. «Αυτό είναι το μετρό σου.» Αυτή είναι η «ελευθερία» μου.
Σιγά σιγά έφτιαξαν τον σταθμό του μετρό, βάλανε στους τοίχους πορτοκαλιά και κίτρινα πλακάκια. Τι τη νοιάζει την Ελένη για μια ξένη πόλη, απ’ όπου είναι περαστική; «Είμαι περαστική», είχε πει τότε που περνούσε από τη Ρώμη για να πάει να βρει τον Αχιλλέα στη Σοβιετική Ένωση. Περαστική. Και έμεινε δυο χρόνια. «Περαστική» ήτανε κι από τη Σοβιετική Ένωση και τα χρόνια γίνανε δέκα. Τώρα, αν τη ρωτήσει κανείς, δεν θα τολμήσει ποτέ να πει για το Παρίσι: «Είμαι περαστική». Από φόβο. Δεν περισσεύουν πια τόσο πολλά χρόνια για να ξαναρχίσει πάλι μια ζωή. Κι ας λέει ο Ευγένιος πως με το μπομπονί νυχτικό μοιάζει είκοσι χρονώ. Μοιάζει…
Ζέη Άλκη, Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, Αθήνα, Κέδρος, 1987, σ. 59-65.
Αι λέξεις...
Στον Νάνο Βαλαωρίτη
Όταν καμιά φορά επιστρέφομεν από τους Παρισίους και αναπνέομεν την αύρα του Σαρωνικού, υπό το φίλιον φως και μέσα στα αρώματα της πεύκης, εν τη λιτότητι των μύθων – των σημερινών και των προκατακλυσμιαίων – ως σάλπισμα πνευστών, ή ως ήχος παλμικός, κρουστός, τυμπάνων, υψώνονται πίδακες στιλπνοί, ορισμέναι λέξεις, λέξεις-χρησμοί, λέξεις ενώσεως αψιδωτής και κορυφαίας, λέξεις με σημασίαν απροσμέτρητον δια το παρόν και διά το μέλλον, αι λέξεις «Ελελεύ», «Σε αγαπώ», και «Δόξα εν υψίστοις», και, αιφνιδίως, ως ξίφη που διασταυρούμενα ενούνται, ή ως κλαγγή αφίξεως ορμητικού μετρό εις υπογείους σήραγγας των Παρισίων, και αι λέξεις: «Chardon-Lagache», «Denfert-Rochereau», «Danton», «Odéon», «Vauban», και «Gloria, Gloria in excelsis».
Φιλέλληνες...
Παρίσι, Άνοιξη του ‘46
Δανάη αγάπη μου,
Συνεχίζω το προηγούμενο γράμμα μου εκεί που τ’ άφησα, ακριβώς εκεί, ώστε να ξέρεις τη ζωή μου εδώ με κάθε λεπτομέρεια, ώρα με την ώρα. Εγώ όμως; Έχω καιρό να πάρω νέα σου. Τι συμβαίνει; Πώς θα ζήσω; Γράψε μου. ΓΡΑΨΕ ΜΟΥ.
Όπως σου ’λεγα, φτάσαμε στο Παρίσι περασμένα μεσάνυχτα. Είχα μια διεύθυνση ενός ομογενούς, Κυριαζής λεγότανε, δεύτερος ξάδερφος κάποιου φίλου του πατέρα μου. Του ’χε μιαν υποχρέωση και θα με βόλευε από σπίτι, λέει, το ’χε υποσχεθεί, να μην τρέχω να ψάχνω και βασανίζομαι άδικα, μια και το θέμα «στέγη» στο Παρίσι είναι, για τους απένταρους, πονοκέφαλος μέγας. Ο εν λόγω Κυριαζής είχε κερδίσει, φαίνεται, μπόλικα και γρήγορα λεφτά στον εμφύλιο της Ισπανίας πουλώντας όπλα και στους δυο, και στους Ερυθρούς και στον Φράνκο. Τον είχαν ειδοποιήσει και με περίμενε, έτσι μου ’χε πει ο πατέρας. Λέω λοιπόν στον οδηγό του λεωφορείου που μας παρέλαβε στο σταθμό για την κατ’ οίκον διανομή, να μ’ αφήσει στον τάδε δρόμο, αριθμός τάδε. Θα ’τανε δυο η ώρα το πρωί, ο σοφέρ σταματάει μπροστά σε μια σιδερένια πόρτα, μ’ αφήνει και φεύγει. Χτυπάω το κουδούνι. Τίποτα. Ξαναχτυπάω, τίποτα. Ξανά, ξανά, ησυχία. Τότε πιάνω κι εγώ τα φύλλα της εξώπορτας και τα τραντάζω μ’ όλη μου τη δύναμη, ανάστα ο Θεός. Οπότε ανοίγει ένα παράθυρο κι ακούω μια φωνή απ’ το τρίτο πάτωμα: Κι ες; - Πέτρος Μαυρομμάτης, φωνάζω όσο μπορώ πιο γαλλικά. Ακούγεται θόρυβος από μέσα, βουητό ασανσέρ, κάποιος ξεκλειδώνει. Μισάνοιξε την πόρτα. Διακρίνω ένα κύριο με πιτζάμες, του συστήνομαι, δε φαίνεται να χαίρει και πολύ. Τέλος, φορτώνουμε τα πράματα στο ασανσέρ, τον Δημοσθένη κοιμισμένο στο κλουβί του, ο Κυριαζής τον στραβοκοιτάζει και σταματάμε στο τρίτο πάτωμα. Μας ανοίγει κυρία με μπιγκουντί. Περάστε. Το και το, τους λέω. Δωμάτιο; Τι δωμάτιο; Ιδέα δεν έχουνε. Ή κάνουνε πως. Τέλος πάντων με βάζουν να κοιμηθώ προσωρινά σ’ ένα καναπέ γι’ απόψε κι αύριο βλέπουμε. Κεφάλαιον πρώτον. Όπου ο Πέτρος Μαυρομμάτης πρωτογνωρίζεται με το Παρίσι.
Αύριο, πράγματι, βλέπουμε. Καλέ, κάποια παρεξήγηση θα ’γινε. Δωμάτιο; Έλα Χριστέ και Παναγία. Πού να το βρει το δωμάτιο ο κύριος Κυριαζής; Όμως θα με βοηθήσει να ψάξω, είναι υποχρέωσή του, αφού είμαι συστημένος κι ώσπου να βολευτώ θα κοιμάμαι στον καναπέ της εισόδου. Τι, έτσι θα τ’ αφήσουμε το πατριωτάκι;
Κι έτσι, Δανάη, με την παρεξήγηση και τα τερτίπια, χασομέρησα κι έχασα και το δωμάτιο στην Πανεπιστημιακή Πόλη∙ είχανε κρατήσει μερικά για τους υπότροφους.
* * *
Τώρα μένω κοντά σ’ ένα σιδηροδρομικό σταθμό, μου άρεσε διότι τ’ όνομά του σημαίνει καλωσόρισες. Bienvenüe. Έτσι νόμιζα στην αρχή. Λάθος. Είναι, φαίνεται, τ’ όνομα του μηχανικού που έφτιασε τον υπόγειο σιδηρόδρομο στο Παρίσι. Εδώ, στο νότιο μέρος, βρίσκομαι πιο κοντά στην Ελλάδα, σε σένα, εξάλλου κάνει και λιγότερο κρύο απ’ ό,τι κει πάνω, στον Βορρά, στα ψηλώματα της Μονμάρτρης, έτσι μου φαίνεται. Να δεις σύμπτωση, μένω ανάμεσα στην οδόν Αφίξεων και την οδόν Αναχωρήσεων, μάλιστα στο 6ο πάτωμα (χωρίς ασανσέρ), σ’ ένα δωμάτιο υπηρεσίας. Όμως προσοχή, δεν ανεβαίνω απ’ τη στριφτή σκάλα υπηρεσίας, μπαίνω απ’ την κύρια είσοδο, με όλες τις ανέσεις των αφεντικών, κάγκελα σκαλιστά, παρκέτα γυαλισμένα, χαλιά, πολυτέλειες.
Εδώ, στον έκτο, μένουμε τρεις, μια ράφτρα, ένας μαραγκός κι εγώ. Όταν άρχισα να ψάχνω για δωμάτιο, τηλεφωνάω σ’ ένα μεσίτη. – Γάλλος είσαστε; μου κάνει. – Όχι, λέω. – Λυπάμαι πολύ λέει, αλλά δεν έχω τίποτα προς το παρόν. Τηλεφωνήστε μου σε κάνα δυο μήνες.
Απ’ ό,τι έμαθα αργότερα, την πάθαν κι άλλοι συνάδελφοι με το «περάστε αύριο». Δε μας θέλουν για νοικάρηδες εμάς τους ξένους, μολονότι μπορούν να μας πετάξουν έξω ό,τι ώρα θέλουν, ενώ τους Γάλλους ο νόμος τους προστατεύει. Κι εντούτοις. Ας είναι.
Με τα πολλά, έπιασα ετούτη τη σοφίτα την αθέρμαστη, η ιδιοκτήτρια μου το ξέκοψε απ’ την αρχή ορθά κοφτά. Ηλεκτρική σόμπα; Αδύνατον, κύριέ μου. Το ρολόι είναι κοινό, αν λοιπόν ανάψετε εσείς τη σόμπα στο έκτο και μου κόψετε το ρεύμα στην κουζίνα την ώρα που ψήνεται το ροζμπίφ… - Α πα πα, λέω, Θεός φυλάξοι…
Μένει η σόμπα του γκαζιού. Εξαερισμός στην κάμαρα μηδέν και το φωταέριο, φευ, τρώει το οξυγόνο. Μόλις λίγο ζεστάνει το δωμάτιο με πιάνουν τέτοιες ζαλάδες, τέτοιος πονοκέφαλος, ώστε τρέχω στην Εθνική Βιβλιοθήκη, πριν τα κακαρώσω, τουλάχιστον να τελειώσω θέλοντας και μη το διδακτορικό μου «Προβλήματα σκηνογραφίας» στις «Χοηφόρες» του Αισχύλου. Ξέρεις, έτσι, με τις σπουδές, τον βγάζουν το χειμώνα εδώ οι αλήτες, οι clochards∙ είναι απ’ τις γραφικότητες του Παρισιού σαν τη φρουρά στο Ανάκτορο του Μπάκιγχαμ. Τη νύχτα ο Διογένης κοιμάται σους πάγκους του μετρό αγκαλιά με τη μπουκάλα, έχει την ησυχία του. Την ημέρα όμως; Την ημέρα πιάνει τις αίθουσες τις καλοθερμασμένες του Collѐge de France κι άλλων επιστημονικών Ιδρυμάτων και παρακολουθεί τους πιο σοφούς δασκάλους του κόσμου σ’ όλους τους τομείς του επιστητού, παπυρολογία, παλαιοντολογία, φιλοσοφία, πυρηνική φυσική, Ταμούλ, κινέζικα, ό,τι θέλεις. Ένας, φαίνεται, ξεχειμώνιαζε όλη του τη ζωή στο Κολέγιο της Γαλλίας κι ήξερε απ’ όξω τον Κομφούκιο και τον Φίληβο. Ένας άλλος πάλι είχε ανακαλύψει την οικονομική θεωρία του Λεόντιεφ πολύ πριν πάρει το βραβείο Νόμπελ ο κύριος καθηγητής.
Ξέρεις, Δανάη, ποια ήταν η πρώτη μου σκέψη όταν περπάτησα πρώτη φορά στο Παρίσι; Βρε τι εύκολα μπορείς να κρυφτείς εδώ μέσα αν κυνηγιέσαι, σε τούτη την πηχτή, τη συνωμοτική πόλη, πόσοι κρυψώνες για να γλιτώσεις, θόλοι, καμάρες, περάσματα, υπόγεια, υπόνομοι, σπίτια, σπίτια, σπίτια, χώρια ο λαβύρινθος του μετρό.
Κι η δεύτερη σκέψη μου ήταν, ακριβώς, το μετρό, ένα πρόβλημα αριθμητικής. Άνθρωπος τις παραμένει υπό την γην ώρας δύο καθ’ έκαστην. Πόσα έτη ζωής εν τάφω θα διέλθη εν όλω εις ηλικίαν 60 ετών; Απάντησις, 5, μάλιστα, πέντε ολόκληρα χρόνια, ήγουν το 1/12 της ζωής του. «Γυρίστε-το-Παρίσι-με-το-μετρό» λένε κάτι τεράστιες ρεκλάμες στους τοίχους, αν και βρωμάει κάτουρο κι απλυσιά εκεί μέσα. Ωστόσο κάνει ζέστα, γι’ αυτό τη νύχτα, ναι τη νύχτα, βλέπεις, όπως σου είπα, τους απόκληρους της μοίρας, κουλουριασμένους στα παγκάκια, βλέπεις και προσπερνάς, πάλι καλά το δικό μου το τσαρδάκι, λες, τ’ αθέρμαστο, άλλα, βέβαια, τι σ’ ωφελεί, μήπως περνάει ο δικός σου πονόδοντος επειδή ο άλλος έχει καρκίνο; Ίσα ίσα, η αθλιότητα απλώνεται παντού και μια ομίχλη αδικίας τυλίγει και την πόλη και σένα.
Η ψυχή μου σφάλισε, Δανάη, δεν αφομοιώνω, δε θυμάμαι τίποτα απ’ ό,τι βλέπω. Μπορεί να φταίει το κλίμα, μπορεί και ένας μόνιμος φόβος, περπατάω σκιαγμένος, η ψυχή μου σκέβρωσε σα να μην είμαι ελεύθερος, θα πεις και πότε ήμουνα, περπατάω σαν διαρρήκτης σε ξένο σπίτι. Θυμάμαι την απελπισία του Προυστ, την πρώτη νύχτα στο Μπαλμπέκ το άγνωστο. Μόνο που εγώ δεν έχω γιαγιά να με παρηγορήσει. Ούτε σένα, αγάπη μου.
Απ’ το λίγο που είδα ως τώρα, το Παρίσι στρατοκρατείται. Δρόμοι, πλατείες, βουλεβάρτα έχουνε κατά κανόνα ονόματα πολεμικά, στρατηγούς, αρχιστράτηγους, στρατάρχες, ναυάρχους, λοχίες, μάχες, ναυμαχίες, κι αν πέσεις σε κανένα όνομα άγνωστο, 99%, μην αμφιβάλλεις, θα ’ναι στρατιωτικό. Μια μέρα διαβάζω στο μετρό τ’ όνομα μιας στάσης: Μουτόν Ντυβερνέ. Καμιά ειδική ράτσα προβάτου, θα ’ναι λέω. Μουτόν=πρόβατο. Ευτυχώς βρέθηκε κάποιος χριστιανός και με φώτισε. Τι ήτανε; Στρατηγός, βέβαια. Σεργιανώντας λοιπόν στην πόλη, ναι μεν γίνεσαι ξεφτέρι στη στρατιωτική ιστορία της Γαλλίας, αλλά τους δικούς σου ανθρώπους δεν τους βρίσκεις, είναι καταχωνιασμένοι σε γειτονιές απίθανες. Ακόμη δε βρήκα που πέφτει η οδός Μαρσέλ Προυστ, Ιουλίου Βερν, Μπωντλαίρ, Μπαχ, Βάγκνερ, Ζακ Κοπώ, όσο για τους κλασικούς Αισχύλο, Όμηρο, Κικέρωνα, έψαξα, έψαξα, δεν τους βρήκα στο χάρτη.
* * *
Ωστόσο έχουμε κι εδώ, πού και πού, ένα είδος άνοιξης. Πίσω απ’ τον τοίχο του σπιτιού ο ήλιος αγωνίζεται να σκαρφαλώσει στο παράθυρο της σοφίτας μου, κοπιάζει τόσο, ώστε όταν ακουμπήσει στο προσκέφαλό μου έχει πια ξεψυχήσει. Τότε μου ’ρχεται στο νου κάποιος στίχος «του-χάιδευε-ο-ήλιος-της-αυγής-το-μάγουλό-του-το-κιτρινισμένο» είναι, θαρρώ, απ’ τη «Λιτανεία» του Χάινε κι ο νέος πεθαίνει φθισικός.
Ναι, ίσως κάπου εδώ θα τριγυρίζει κι η άνοιξη, γιατί τα δέντρα ακούμπησαν τα μπράτσα τους στη μεσοτοιχία κι ο αφρός των φύλλων γέμισε πουλιά. Μπορεί να ’ρθε η άνοιξη μα δεν τη γνώρισα. Μόνο τις στέγες των σπιτιών πιστεύω γιατί στέκονται ψηλά, τραβάνε προς τα πάνω∙ τις στέγες και τις κορυφές των δέντρων. Εκεί, ναι, κάπως μπορώ ν’ ανασάνω. Αλλά δεν είδα ποτέ να βγαίνει ουράνιο τόξο μετά τη βροχή, ίσως επειδή δεν είσαι μαζί μου. Μπορεί και να μην ξέρουνε την Ίριδα εδώ.
Τη νύχτα, στο δρόμο, σηκώνω καμιά φορά το κεφάλι και βλέπω την πανσέληνο. Νομίζω πως τρώω κατακέφαλο. Πως βρέθηκε εδώ; Θα ’ναι σκηνικό θεάτρου, ένα τόπι σκληρό με χρυσόχαρτο απ’ τα τσιγαροκούτια. Α, πού ’ναι η γάργαρη, υδράργυρη σελήνη μας, Δανάη;
Κιότεψε το δόλιο το κορμί μου. Πώς να ’χεις εμπιστοσύνη στον ήλιο εδώ πέρα; Μάρτη μήνα χιόνιζε δυο βδομάδες κι όταν λιώσανε τα χιόνια, το Παρίσι πλημμύρισε από ’να ποτάμι λάσπη και πλατς πλουτς πλατς πλουτς τσαλαβουτάς εκεί μέσα∙ γίνονται μούσκεμα τα πάντα, πόδια κάλτσες παπούτσια. Σιγά σιγά το πήρα απόφαση ουτ’ εποχές υπάρχουν ούτε ουρανός∙ φοράω λοιπόν πάντοτε τα ίδια βαριά μάλλινα ρούχα για σιγουριά, σωστή πανοπλία, αμύνομαι συνέχεια μη τυχόν βρει ο εχθρός καμιά πόρτα αφύλαχτη και με χτυπήσει στο ευαίσθητο σημείο μου, στο κρύο. Ίσως να φοράω κάθε μέρα το πετσί μου απ’ την ανάποδη, το μέσα έξω γι’ αυτό νιώθω έτσι εκτεθειμένος. Τι λες και συ, Δημοσθένη;
[…]
Πάλι βρέχει Ιούνιο μήνα. Προσπαθώ να μυρίσω καλοκαίρι, ψάχνω τη γεύση του στον αέρα. Τίποτα. Μυρίζει μόνο υγρασία, όχι κείνη τη νεανική, ευλογημένη φρεσκάδα της ψιχάλας, μόνο μούχλα, σαπίλα και κούραση νιώθεις. Κρυώνω, κρυώνω, κρυώνω. Θυμάσαι, αγάπη μου , τι τρόπο είχαμε βρει να ’χουμε αιώνιο καλοκαίρι; Να φεύγουμε κάθε χρόνο Οκτώβριο για το Νότιο ημισφαίριο και να γυρίζουμε Απρίλιο στο Βόρειο. Αποχαιρέτα το κυνηγητό του καλοκαιριού. Εφηβικές τρέλες. Παν αυτά.
Τέτοια εποχή, Ιούνιο μήνα, στο τόπο μας οι μέρες θα ξεχειλίζουν από σφρίγος και τα βράδια, όπως άλλοτε, θα καίνε από τον πυρετό, ένα άλλοτε που σβήνει όσο πάει και χάνεται. Τα δρομάκια της Αθήνας θα κυλιούνται στη σκόνη αλευρωμένα, σκόνη λέγαμε τη γύρη του χρόνου, τη μαρμαρόσκονη της ιστορίας. Οι αγαπημένες γειτονιές θα μας περιμένουν με το οικείο τους πρόσωπο. Η λεωφόρος Συγγρού θα κατηφορίζει διψασμένη προς τη θάλασσα κι η οδός Ομήρου θα λαχανιάζει μες στο λιοπύρι να σκαρφαλώσει κει πάνω. Κι ο ήλιος ο μεσημεριάτικος θα βγάζει τις δαγκάνες του. Βλέπω μπροστά μου ολοκάθαρα τη Σχολή, με κάθε λεπτομέρεια. Τέτοια ώρα καθόμουν συνήθως στην τελευταία σειρά πάνω πάνω, κι απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα αγνάντευα το μέλλον, τεράστιο και φωτεινό. (Εδώ, κάθε φορά που πάν να κοιτάξω το μέλλον απ’ το παράθυρο, σκοντάφτω σ’ ένα μαύρο τοίχο.) Στις έξι τ’ απόγευμα, μετά το τελευταίο μάθημα, μέναμε στο προαύλιο η παρέα να συζητήσουμε τις πρώτες μας ανακαλύψεις, φουτουρισμό, υπερρεαλισμό, μαρξισμό, αφέλειες εφήβων που και σήμερα με συγκινούν για τη χαρά που μου ’δωσαν στην αρχή.
Εδώ δεν έχω καμιά όρεξη γι’ ανακαλύψεις και για δουλειά, έπαθα «πνευματική ανορεξία», έτσι λέει ο ειδικός, είναι μια μορφή αντίστασης.
Τώρα θα κάθονται άλλοι στη θέση μου. Οι φοιτητές αραίωσαν με τον εμφύλιο πόλεμο, μα τι να γίνει, η ζωή συνεχίζεται, το ’δαμε και στην Κατοχή, αν κι έκτοτε η κατάσταση χειροτέρεψε. Οι νέοι θα εξακολουθούν να ερωτεύονται, μα δε θα με ζεσταίνει εμένα η αγάπη τους, εδώ στους Υπερβόρειους που βρίσκομαι. Οι έφηβοι θα γράφουν ποιήματα, μα δε θα μου τα δίνουν πια να τα διαβάζω, πού να με βρούνε. Θα ’χω πεθάνει γι’ αυτούς.
Ψάχνω να βρω μια μάσκα, ένα ρόλο για τη περίσταση, προσπαθώ να δω τον εαυτό μου απ’ έξω, σαν άλλο άνθρωπο. Γελούσες άλλοτε με τη μανία μου να ταυτίζομαι μ’ ένα πρόσωπο φανταστικό, οποιοδήποτε, τον Άμλετ, την Αντιγόνη, τον πρίγκιπα Μιουσκίν. Ήταν ένα αλεξίπονο, η ασπιρίνη που αλάφρωνε την πραγματικότητα, απάλυνε τις αιχμές της, αφού δεν τη ζούσα εγώ, τη ζούσε ο ήρωάς μου και μέσα απ’ τη μανία μου αυτή αγάπησα το θέατρο και την τραγωδία. Στην προκειμένη περίπτωση το ιδεώδες πρότυπο θα ’ταν, βέβαια, ο Οδυσσέας, το ακρόπρωρο. Έλα όμως που το έπος μου φέρνει αλλεργία, δεν είναι καθόλου, μα καθόλου, το στοιχείο μου, το βρίσκω θριαμβολογία χορτασμένων. Ο μακαρίτης δεν τουρτούριζε με το λιπαρό, δασύτριχο σώμα του και πού να τον πιάσει θλίψη ή κατάθλιψη στις ηρωικές του εξάρσεις. Είχε την Πηνελόπη, την Αθηνά, τον Εύμαιο να τον παραστέκονται, λεφτά δεν του χρειάζονταν για να ζήσει, άλλη σκοτούρα κι έγνοια δεν είχε εκτός απ’ το δακτυλικό εξάμετρο τζούμ-πα-πα. Τι προς εμέ, Δανάη;
Κατηφορίζω στις όχθες του Σηκουάνα, εδώ πέρα μυρίζει νερό, σχεδόν θάλασσα. Έτσι μιλάει η νοσταλγία μου «μα-είναι-παραδρομές-της-γλώσσας-μου-της-ξένης». Θάλασσα; Πού να τη βρεις, έφυγε κι αυτή για τη χώρα του ανέφικτου. Και θα την αποζητάω εδώ όλη μου τη ζωή, θα διψάω σαν τον Τάνταλο στην πόλη του φωτός.
Μου ’ρχονται στο νου όσα άφησα πίσω μου μισά κι ατελείωτα, όνειρα, σχέδια, την αγάπη τη δικιά μας, όσα τοπία ή άτομα δεν πρόφτασα να γνωρίσω. Αλλά κι όσα ήξερα τ’ αγαπούσα τόσο άσχημα, τόσο λίγο. Α, τι κρίμα, τι λάθος ανεπανόρθωτο, να ζω όπως όπως, πρόχειρα, επιπόλαια, λες και δεν ήμουνα θνητός κι έρχεται τώρα και με βαραίνει η μετριότητα η αμετάκλητη σα να ’ρθε η τελευταία μου ώρα, η ώρα της αλήθειας. Με πνίγει η αποτυχία, το έλλειμμα το φοβερό στο κατώφλι του θανάτου. Θα φταίει η μυρουδιά του νερού, καλύτερα να φύγω απ’ το ποτάμι, να στρίψω σε κανένα από κείνα τα λιπόσαρκα δρομάκια, τα παλιά καλντερίμια που βγάζουν στη λεωφόρο. Βήματα βήματα βήματα, τα δόλια μου τα πόδια από τότε που ζω τα ’χω ζέψει στο αλέτρι∙ πόσο άδοξα θα ’χουν οργώσει δρόμους δρόμους δρόμους, χρόνια ολόκληρα, ζωή ολόκληρη, πόσο άσκοπα θα ’χουν στο τέλος κουραστεί.
* * *
Δυο τρεις φορές είδα έναν εφιάλτη, τον ίδιο πάντα, φοβερό. Σε βλέπω να κλαις, να κλαις μ’ αναφιλητά και σιγά σιγά το πρόσωπό σου, μουσκεμένο απ’ τα δάκρυα, αρχίζει να λιώνει, να διαλύεται, στο τέλος χάνεται. Ξυπνάω, πνίγομαι απ’ την αγωνία. Έξω, ακούω την καλημέρα των πουλιών, τις πρωινές τους συνωμοσίες, τις ανώφελες. Τ’ όνειρο γίνεται μέσα μου εικόνισμα.
Άλλοτε πάλι ονειρεύομαι ξύπνιος. Η πόρτα ανοίγει, πέφτεις στην αγκαλιά μου και φιλιόμαστε, φιλιά φιλιά φιλιά, και σε σφίγγω απάνω μου μη σε χάσω πάλι. Κι άλλοι συνάδελφοι, απ’ ό,τι μου λένε, ονειρεύονται ξύπνιοι: ανοίγει η πόρτα και μπουκάρουν μέσα όλοι οι δικοί τους, γονείς, αδέρφια, φίλοι, μπουλούκι. Ήρθανε χωρίς να ειδοποιήσουν, επίτηδες, να κάνουν έκπληξη στο παιδί.
Τότε το παιδί ξυπνάει.
Οι πιο πολλοί όμως ονειρεύονται πως γυρίζουν στην Ελλάδα και πετάγονται απ’ τον ύπνο τους ξεφωνίζοντας.
Δανάη, δεν μπορώ άλλο. Δεν αντέχουμε ούτε ο Δημοσθένης ούτ’ εγώ. Αν δεν καταφέρεις να πάρεις διαβατήριο να ’ρθεις εδώ να ζήσουμε μαζί, θα γυρίσω πίσω. Πάει, το πήρα απόφαση. Τι θα μου κάνουν στο κάτω κάτω. Κατηγορία σαφή, συγκεκριμένη δεν έχω καμία. Κι έπειτα, τι να σου πω, τούτη η «σιωπή-μου-εις-απάντησίν-σας», η περιφρόνηση, εδώ, μπορεί, τελικά να ’ναι πιο ψυχοφθόρα κι απ΄ το ξύλο, κι απ’ τη φυλακή, κι απ’ την εξορία. Εκεί, τουλάχιστον, στον τόπο μου, είμαι κάτι, είμαι εχθρός, ενώ εδώ δεν είμαι τίποτα, δεν υπάρχω σαν άνθρωπος, είμαι εκτόπλασμα. Στη στεριά δε ζει το ψάρι. Ποιος ζει χωρίς αγάπη; Ποιος άνθρωπος μπορεί να ζήσει χωρίς τ’ οξυγόνο της ψυχής που λέγεται σεβασμός;
Κανονικά, σ’ έξι μήνες η υποτροφία μου τελειώνει. Αν ως τότε δεν καταφέρεις να ρθεις εδώ, δε θα ζητήσω ανανέωση, θα γυρίσω πίσω. Έτσι κι αλλιώς, δουλειά της προκοπής δεν μπορώ να κάνω με τέτοια ψυχική ταλαιπωρία. Γράψε μου αν προχώρησε καθόλου η υπόθεση του διαβατηρίου. Γράψε μου γράψε μου γράψε μου.
Σε φιλώ παντού παντού και παντού κι αρχίζω το επόμενο γράμμα μου.
Πέτρος Μ.
Υ.Γ.1 Σου στέλνω διάφορες καρτποστάλ με απόψεις από τα αξιοθέατα του Παρισιού, μνημεία και άλλα, που εγώ δεν τα ’χω δει, τουλάχιστον να τα ξέρεις εσύ.
Υ.Γ.2 Ξέρεις πως είναι το χτένισμα της μόδας, εδώ, για τις γυναίκες; Μαζεύουν όλα τα μαλλιά τους πάνω απ’ το μέτωπο και φτιάχνουν ένα είδος διάδημα ή τρούλο κι έτσι όλα τα πρόσωπα μοιάζουν μ’ εκκλησιές. Εσύ πως χτενίζεσαι; Πες μου. Πες μου.
Π.
Κρανάκη Μιμίκα, Φιλέλληνες, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1998, σ. 55-60, 64-72.
«Άνοιξη» και «Παρίσι»...
Άνοιξη
Φούντωσε η Άνοιξη και δω σε κάθε δέντρου κλώνο, Τα πάρκα λουλουδίσανε και κείνα. Μα δε μου λέει η γιορτερή χαρά τους, παρά μόνο πώς λείπω μακριά ’πο σέν’ Αθήνα.
Έρχεται ακάλεστη, βουβή, μεσ’ στου ήλιου το θάμπος
βροχούλα που κανείς δεν υποπτέφτει
και νοιώθω, η νοσταλγία σου καθώς μ’ ανάφτει, σάμπως
ξεχωριστά για μένανε να πέφτει.Παρίσι. Άνοιξη 1927
Παρίσι
Παρίσι, ήταν καιρός τα ονείρατά μου
στο σκοτεινό πρωί σου να σκορπίσω
και να σ’ αφήσω παίρνοντας κοντά μου
τη θλιβερή χαρά να σ’ αγαπήσω.Τώρα η Μεσόγειος λυγερή σειρήνα
που στο πλοίο μας γύρω αφροκοπάει
κι’ όλα του αφρού της τα κάτασπρα κρίνα
ένας σκοπός: μακριά σου να με πάει.Κ’ ύστερα να σιμώσουμε κει πέρα,
θαρθει προσταχτικό το φως ν’ ανοίξει
τα μάτια μου στην τρισγαλάζια μέρα
και την ενθύμησή σου να μου πνίξει.Κι ύστερα τα νησιά της θα χυμήσουν.
Κι η Αθήνα, ξέρω, δε θ’ αργοπορήσει.
Θε να στηθούνε να μου πολεμήσουν
της αμαρτίας τον έρωτα, Παρίσι!Και θα θελήσουν να ξεχάσω πόσο
σου δόθηκε αμέσως η ψυχή μου.
Καθώς χωρίς την έγνοια ν’ ανταμώσω
γύριζα μες στους δρόμους μοναχή μου.Όμως παντού έπιανα εύκολες φιλίες
γιατί σα να με ξέραν μου γελούσαν
παντού, σπίτια και πάρκα κι εκκλησίες
κι όταν ξαναπερνούσα μου μιλούσαν.Και θα θελήσουν να ξεχάσω, πόση
καινούργια νιότη συ μούχες χαρίσει,
πως τη μοίρα μου ακόμα έχω ανταμώσει
γυρίζοντας στους δρόμους σου, Παρίσι.Αινείας...
Έφθασα ξημερώμα στο Παρίσι. Βγήκα από τον σταθμό. Στάθηκα και είδα την πολιτεία. Ακατοίκητο άγνωστο τοπίο ξένο κι εγώ που ποτέ δεν αγάπησα άνθρωπο ή τόπο. Μια γνώριμη και διαπεραστική οσμή καπνού με χτύπησε κι από πηχτά μαύρα νερά αναδύθηκε και πάλι καταποντίσθηκε. Πρόλαβα κι είδα ρυάκια στους τοίχους. Η Θεσσαλονίκη που πάρθηκε κι είχε χαθεί για πάντα. Εγκαταστάθηκα σ’ ένα μικρό ξενοδοχείο της οδού Vaugirard στο Montparnasse. Δεν γνώριζα κανέναν. Περιπλανήθηκα στην μεγάλη ερωτική πόλη. Επήγαινα στην Salpêtrière. Σπούδαζα τον λόγο. Ανάμεσα στους γάλλους γιατρούς τον ξεχώρισα γιατί ήταν αγέρωχος και σιωπηλός ο docteur Chain. Ακίνητος και ξανθός τα φωτεινά μαλλιά του και σκαφτό το νεαρό του πρόσωπο. Μια ασταθής σκιά έπεφτε πάνω στη μορφή του κι εκεί στο πέρασμα της σκιάς από το μέτωπο στο κλεισμένο στόμα ήσυχα και σβηστά τα μάτια του. Πολέμησα προκλητικά την υπεροψία του την παραβίασα. Του χάρισα ένα βαρύτιμο δώρο. Το πανάρχαιο άγγος που μου είχαν φέρει έλληνες χωρικοί αρχαιοκάπηλοι. Αδιάφορος ο Chain δέχθηκε το δώρο μου. Μου έστειλε ένα τυπικό ευγενικό γράμμα. Με κάλεσε στο σπίτι του. Οι άνθρωποι της κλινικής θορυβήθηκαν. Από όλους τους μονάχα εγώ επήρα τέτοια πρόσκληση. Γρήγορα έχασα το ενδιαφέρον για την ιατρική μου εργασία. Έπληττα στις επιστημονικές συγκεντρώσεις. Οι συζητήσεις για την λειτουργία του λόγου μου φαίνονταν ανούσιες και σχολαστικές. Ο Chain μιλούσε σπάνια αλλά αισθάνθηκα στην σιωπή των άλλων. Εκείνον τον αόριστο φόβο που οι άνθρωποι έχουν για τους ιδιοφυείς. Ο Chain ερευνούσε την ομιλία των τρελλών. Οι επισκέψεις μου στο Κέντρο Του Λόγου αραίωσαν. Όλο μου το ενδιαφέρον είχε τώρα εντοπισθεί σ’ εκείνην την πρωινή διαδρομή ως την Salpêtrière. Αργά περπατούσα στην μεγάλη γέφυρα Austerlitz. Κάθε τόσο σταματούσα κι έσκυβα έβλεπα τον μικρό κυματισμό του ποταμού. Άλλαζε συνέχεια και κάποτε χανόταν και το νερό ετέντωνε. Ήταν ένα μέρος όπου ξεσπούσαν. Εκεί έλεγες συναντιώνταν οι άνεμοι της πόλης. Η ευχαρίστησή μου μεγάλωνε τις ημέρες της βροχής. Χωρίς ομπρέλλα όρθιος με πήγαιναν με έφερναν οι σφοδροί άνεμοι. Αλύπητα με σφυροκοπούσε με βία η βροχή. Περπατούσα αργά κάτω από τους επιβλητικούς θόλους του παληού νοσοκομείου. Πρώτος ήταν ο θόλος του Μαζαρίνου. Με περιέργεια αναζητούσα την καταγωγή του νοσοκομείου στις κρυφές του απαγορευμένες κώχες. Είχε χτιστεί ως εργοστάσιο νίτρου. Από κει πήρε το όνομα Salpêtrière. Πίσω από τις σειρές των αρχαίων κτηρίων άνοιγαν μικρές αυλές χορταριασμένες έρημα παγωμένα πάρκα. Το κατάκλειστο γκρίζο παληό παρεκκλήσι που ήταν ο νεκροθάλαμος. Μετά τα κτήρια χαμήλωναν και εφτώχαιναν. Οικοδομήματα ετοιμόρροπα που χτίσθηκαν προσωρινά τον περασμένο αιώνα κι εκεί μέσα εργαζόταν ο Charcot. Γρήγορα εγκατέλειψα οριστικά την Salpêtrière.
Χειμωνάς Γιώργος, «Αινείας», Πεζογραφήματα, Καστανιώτης, 2005, σ. 405-407.
Μετάβαση στο σημείο: Ελληνες στο Παρίσι