Γιούγκερμαν
Τ’ όνειρο
Όταν η «Κλεοπάτρα» φούνταρε στη ράδα, μπρος στην κοιμισμένη Μυτιλήνη, μόλις αχνορόδιζε η Ανατολή. Τη νύχτα της τραμουντάνας και της φουρτούνας την ακολούθησε γλυκοχάραμα ήρεμο κι απαλό πάνω στη γη, που ξυπνούσε πρόσχαρα· πάνω στη θάλασσα, που λικνιζόταν με βαθύχρωμες ανασαιμιές. Λευκή καταχνιά πλανιόταν νωχελικά στους κυματισμούς του λιόφυτου κάμπου, ως τα ριζά των βουνών. Από τα σπίτια της πολιτείας και των ολόγυρα χωριών μερικοί καπνοί, το ίδιο άσπροι με την καταχνιά που καθόταν στη γη, ψήλωσαν νωχελικά προς το σταχτή αυγερινό ουρανό, κι απόμειναν μετέωροι στην αδράνεια του ψυχρού αγέρα. Οι ανάριες φωνές των ανθρώπων που είχαν ξυπνήσει, αντηχούσαν με καθαράδα κρουστού κρυστάλλου μες στην ύλη της πεντακάθαρης σιωπής. Κάποιος πετεινός λάλησε, κάποιο πουλάκι κελάηδησε. Ο ουρανός της Ανατολής φωτίστηκε διακριτικά, προμηνώντας τον ερχομό της ημέρας. Κατά το βασίλεμα, οι κορφές των βουνών ρόδισαν αχνά, έτοιμες, πρώτες αυτές, να δεχτούν τις αχτίνες του ήλιου.
Με το φουντάρισμα της άγκυρας, μερικές νυσταγμένες βάρκες πρόβαλαν απ’ το λιμάνι. Ο θόρυβος που ’καναν τα κουπιά τους χτυπώντας το πηχτό νερό, αντηχούσε υγρός ως την κουβέρτα της πρύμης, όπου στεκόταν ο συνταγματάρχης Λιάπκιν. Δεν ήταν κανείς επιβάτης να ξεμπαρκάρει. Από την πρώτη βάρκα, που ακοστάρησε στη σκάλα, ανέβηκαν ένας λιμενικός κι ένας τελωνειακός. Στη δεύτερη ήσαν δυο επιβάτες — ένας άντρας και μια γυναίκα. Μέσα στο θαμπό φως της αυγής, ο Λιάπκιν δεν κατάφερε να ξεδιαλύνει τα χαρακτηριστικά τους. Νέοι φαίνονταν να είναι. Καθώς η γυναίκα σηκώθηκε απ’ τον πάγκο της βάρκας, να πηδήξει στο κεφαλόσκαλο, το λιγνό κορμί της βεργολύγισε με παιδική ευκολία. Ο άντρας είχε όμορφη κορμοστασιά κι αυτός.
Ο συνταγματάρχης, σκυφτός στα ρέλια, κοιτούσε την πολιτεία, που λες και ζωντάνευε όσο το φως της ημέρας ερχόταν κι άπλωνε πάνω στα σπίτια της. Η ψυχή του, γαληνεμένη με την απαλάδα του εωθινού, δόθηκε σε θύμησες παλιές, πνιγμένες απ’ το βραχνά μιας ολάκερης ζωής. Το πράσινο νησί με τους κυματιστούς ελαιώνες· τα σκοτεινόχρωμα κυπαρίσσια, που ορθώνονταν στον ουρανό σε στάση ευλαβικής προσευχής· η πλούσια βλάστηση κάθε λογιώ δέντρων και θάμνων, που ξεχυνόταν ως το γλαυκό νερό της ήμερης θάλασσας· η άσπρη πολιτεία, που μέσα στο μισόφωτο της χειμωνιάτικης αυγής είχε απάνω της τη σφραγίδα του ήλιου. Ο ουρανός αγνός, διάφανος, στολισμένος με τα στερνά αστέρια, που χαροπάλευαν στον ερχομό της μέρας· κι άλλα μύρια μικροπράματα, άπιαστα κι ασήμαντα, μα που μιλούσαν σε κάποια κρυφή γωνιά τού μέσα κόσμου του. Όλ’ αυτά του θύμισαν μιαν εποχή της ζωής του· την πιο ξεχασμένη, μα και την πιο ευτυχισμένη: τα τέσσερα χρόνια που σπούδαζε γεωπόνος στο Μονπελιέ.
Μ. Καραγάτσης, Γιούγκερμαν, εισαγωγή: Μαίρη Μικέ, τόμ. Α΄, Αθήνα, Εστία, 262007, (1940), σσ. 47-49.