Αλεξάνδρεια
Αλεξάνδρεια
Συγκρότηση ενότητας: Δώρα ΜέντηΣυμβολική Αλεξάνδρεια Συμβολική Αλεξάνδρεια
Κάτω από τη ρυπαρή επιφάνεια της σύγχρονης αραβικής Αλεξάνδρειας, αναδύεται μέσα από τις βυθισμένες μνήμες και τις αισθαντικές λογοτεχνικές της εικόνες μια συμβολική ιστορική πόλη. Μια πόλη που αντλεί τη γοητεία της από τη δύναμή της να εμπνέει, όπως παρατηρεί, ερμηνεύοντας το ποίημα «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον», ο μελετητής Edmund Keeley: «Κι ως ένα σημείο αυτήν ακριβώς τη θεϊκή ιδιότητα της Αλεξάνδρειας είχε κατά νου ο Καβάφης όταν, πολύ έξυπνα, έβαλε την ίδια την πόλη στη θέση του Διόνυσου του Πλούταρχου και του Ηρακλή του Σαίξπηρ, σαν το θεό που εγκαταλείπει τον Αντώνιο τη στιγμή της έσχατης ήττας του μετά το Άκτιο, και δήλωσε την αποχώρηση του θεού με το άξαφνο πέρασμα του αόρατου μουσικού θιάσου».
Η καβαφική Αλεξάνδρεια...
Το γεγονός ότι ο ποιητής διάλεξε το «Η Πόλις» σαν πρώτο ποίημα των θεματικών του συλλογών, και τα όσα προκύπτουν από μια σύγκριση του πρώτου και του τελευταίου σχεδιάσματος, μας αφήνουν να υποθέσουμε ότι έφτασε να θεωρεί αυτό το συγκεκριμένο έργο σαν αποφασιστική στροφή ή, ακριβέστερα, ένα κορύφωμα που θα μπορούσε να σημάνει μια νέα αρχή. Το κορύφωμα αυτό αφορά και την προσωπική και την αισθητική του ιστορία, γιατί οι δυο τους τελικά συγχωνεύονται στη μεταφορά που μας απασχολεί εδώ. Όσο αφορά την προσωπική πλευρά, έχουμε και εσωτερικές και εξωτερικές ενδείξεις πως ο Καβάφης χρειάστηκε κάποια χρόνια για να συμφιλιωθεί με την πόλη όπου διάλεξε να ζήσει συνεχώς μετά το 1885 — δηλαδή από τα εικοσιδύο ως τα εβδομήντα του — και φαίνεται πως ξεκαθάρισε τα αισθήματά του για την Αλεξάνδρεια μόνο λίγο πριν αναθεωρήσει το «Η Πόλις» για να το δημοσιέψει. Το παλιότερο καταγραμμένο σχόλιο του Καβάφη για την Αλεξάνδρεια παρατίθεται από το φίλο του Μικέ Ράλλη σ’ ένα γράμμα του 1883, απάντηση στα όσα του γράφει ο ποιητής, εικοσιενός χρονών τότε, από την Κωνσταντινούπολη: «Όταν διατείνεσαι ότι μισείς την Αλεξάνδρεια και ˝όλο αυτό το τίποτε˝, δεν σε πιστεύω». Επειδή όμως ο Καβάφης, ως εκείνη τη στιγμή, είχε περάσει μόνο μερικά από τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια στην Αλεξάνδρεια, το σχόλιο δε μπορεί να μας χρησιμέψει εδώ παρά μονάχα σαν πρώτη ένδειξη μιας αμφιταλάντευσης, που όπως φαίνεται χαρακτηρίζει διαρκώς τη στάση του απέναντι στην πόλη, προϊόν μιας εξελισσόμενης σχέσης αγάπης-μίσους. Η έμμεση εσωτερική ένδειξη από το σχεδίασμα του 1894, «Στην ίδια πόλι», με το «Μισώ τον κόσμο εδώ και με μισεί, / εδώ που την ζωή μου την μισή / επέρασα» φαίνεται περισσότερο καίρια, γιατί ο ποιητής είχε ήδη δέκα περίπου χρόνια ώριμης εμπειρίας στην Αλεξάνδρεια (για να μην πούμε σχεδόν μισή ζωή), που μπορούσαν να δώσουν αντικειμενική βάση στην, κάπως λιγότερο αμφιταλαντευόμενη πια, στάση της persona του. Η σαφέστερη όμως ένδειξη της έντασης που επιμένει ακόμα, είναι ένα ανέκδοτο σημείωμα που χρονολογείται δεκατρία χρόνια αργότερα (28 Απριλίου 1907), όταν ο ποιητής ήταν σαραντατεσσάρων χρονών:
Την συνήθισα πια την Αλεξάνδρεια, και πιθανότατα και πλούσιος αν ήμουν, εδώ να έμνησκα. Αλλά με όλον τούτο, πώς με στενοχωρεί. Τι δυσκολία, τι βάρος που είναι η μικρή πόλις — τι έλλειψις ελευθερίας.
Θα έμνησκα εδώ δεν είμαι πάλι βέβαιος όλως διόλου αν θα έμνησκα) γιατί είναι σαν πατρίς, γιατί σχετίζεται με τες αναμνήσεις της ζωής μου.
Αλλά πως εχρειάζονταν σ’ έναν άνθρωπο σαν κ’ εμένα — τόσο διαφορετικό — η μεγάλη πόλις.
Η Λόνδρα, να πούμε. Αφ’ ότου έφυγεν… Ρ.Μ., πώς την βάζω στον νου μου.
Το σημείωμα αυτό μας λέει όσα χρειαζόμαστε. Το «Την συνήθισα πια την Αλεξάνδρεια» υποδηλώνει μια μακριά ιστορία αναγκαστικής προσαρμογής, που τώρα έχει φτάσει σε κάποια οριστική απόφαση. Ωστόσο το βάρος των μικρών πόλεων — και ιδιαίτερα η έλλειψη ελευθερίας για «έναν άνθρωπο σαν κ’ εμένα — τόσο διαφορετικό» — εξακολουθούν να υπάρχουν και στα σαραντατέσσερά του χρόνια, στην τρίτη δεκαετία αυτής της σχέσης αγάπης-μίσους με τη μικρή του κόχη στον κόσμο. Η προσαρμογή, η απόφαση, δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα τούτη τη στιγμή. Όσο κι αν ο ποιητής έχει πια αποδεχτεί την πόλη «σαν πατρίδα», σαν τόπο των πιο ουσιαστικών του αναμνήσεων (και συνακόλουθα και σαν πρωταρχική πηγή της ερωτικής του έμπνευσης), δεν είναι «βέβαιος όλως διόλου» ότι θα ’μενε στην Αλεξάνδρεια, αν ήταν αρκετά πλούσιος για να μπορεί να ζήσει κάπου αλλού. Στο τέλος του σημειώματος ο ποιητής στρέφεται σε μια νέα γη της ελπίδας, μια πόλη μεγαλύτερη, ίσως και καλύτερη από τούτη: «Η Λόνδρα, να πούμε». Κι όσο κι αν ο γενικός τόνος του σημειώματος, μ’ όλες τις διακυμάνσεις και τις επιφυλάξεις του, μας πείθει πως ο ποιητής δεν το ’χει πραγματικά σκοπό ν’ αφήσει τη μικρή του κόχη για μια καλύτερη πόλη, η παρόρμηση της πρώτης στροφής από το σχεδίασμα του 1894 βρίσκεται ακόμα μέσα του, δεκατρία χρόνια απ’ όταν το έγραφε.
Κι είναι ακριβώς στο φως αυτής της ιστορίας, που η απόφασή του ν’ αναθεωρήσει και να δημοσιέψει το «Η Πόλις» στα 1910, παίρνει τις διαστάσεις της αποφασιστικής καμπής, ιδιαίτερα με την καινούργια έμφαση που δίνει στη δεύτερη στροφή: «Για τα αλλού — μη ελπίζεις — / δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό». Κάποια στιγμή, στα τρία χρόνια που μεσολάβησαν από το σημείωμα του 1907 ως τη δημοσίευση του αναθεωρημένου σχεδιάσματος, φαίνεται πως ο Καβάφης ταχτοποίησε μέσα του αυτό το πρόβλημα μια για πάντα. Το αναθεωρημένο σχεδίασμα αφήνει να εννοηθεί πως ο ποιητής απαλλάσσει την πόλη καθαυτή από κάθε φταίξιμο για την Περιπέτεια του πρωταγωνιστή του· η πόλη δεν αντιμετωπίζεται πια σαν αιτία της Περιπέτειας, αλλά σαν μεταφορά που τη δηλώνει. Έτσι αποπροσωποποιημένη κι απαλλαγμένη από υποκειμενικό κίνητρο, η μεταφορική πόλη μπορεί να γίνει τώρα ποιητική εικόνα που επιδέχεται μια λεπτότατη καλλιτεχνική εκμετάλλευση. Κι αφού η Αλεξάνδρεια είναι πια ελεύθερη ν’ αναλάβει το ρόλο μιας ζωτικής ποιητικής πηγής, που μπορεί να εξυπηρετήσει και «του ερωτισμού… τα οράματα» για τη σύγχρονη του ποιητή πόλη, και τον κεντρικό «ιστορικό» του μύθο, μπορεί ίσως να γίνει απόλυτα αποδεκτή σε προσωπική βάση. Ή πάλι, ακριβώς επειδή έχει γίνει απόλυτα αποδεκτή σε προσωπική βάση, μπορεί τώρα ν’ αναλάβει τον καλλιτεχνικό ρόλο που της πρέπει. Όποιο απ’ τα δυο κι αν έγινε πρώτα, η βιογραφία του ποιητή μας δείχνει ότι στα 1907 μετακόμισε στη Rue Lepsius μαζί με τον αδερφό του τον Πωλ, κι απ’ ό,τι φαίνεται αρκέστηκε να μείνει εκεί τα υπόλοιπα εικοσιέξι χρόνια της ζωής του. Από τα 1910 και μετά έζησε μόνος του σε κείνο το σπίτι, όχι σαν αναχωρητής αλλά σαν άνθρωπος των γραμμάτων που αφοσιώνεται ολοένα και πιο πολύ στην ποίησή του. Στα 1911 έχει πάψει πια να καταγράφει στο ημερολόγιό του εξομολογήσεις και μύχιες σκέψεις σαν και κείνην που παραθέσαμε παραπάνω. Αυτήν ακριβώς την εποχή αρχίζει να μοιράζει το έργο του σ’ ένα επίλεκτο κοινό, μέσα σε φακέλους με ανάτυπα και μονόφυλλα, πιασμένα με συνδετήρες, που τα περιεχόμενά τους τα κρατάει πάντα ενημερωμένα.
Στο διάστημα (1910-1911) φαίνεται πως ο Καβάφης καταπιάνεται με μια σχολαστική επανεκτίμηση της ποίησης που είχε γράψει ως τότε: διαλέγει ελάχιστα από τα πρώτα του ποιήματα για να συνεχίσουν να κυκλοφορούν, και ορίζει με τη χρονιά του 1911 την αρχή της δημιουργικής του ωριμότητας. Σε μια (αδημοσίευτη) διάλεξή του, ο Γιώργος Σαββίδης είπε ότι το 1911 φαίνεται πως σημαδεύει την τελευταία φάση προόδου στη μεταβαλλόμενη αντίληψη του ποιητή για τον εαυτό του: από προικισμένος «αισθητής» που ψάχνει να βρει τη φωνή του, γίνεται ο προσηλωμένος ποιητής, που ξέρει για πού τραβάει, και σχεδιάζει ν’ αφιερώσει όλες του τις δυνάμεις για να φτάσει σ’ αυτό το τέρμα. Μπορούμε τώρα, νομίζω, να προσθέσουμε, ότι ο συμβιβασμός του ποιητή με την Αλεξάνδρεια (και εδώ εμπεριέχεται και η αναγνώριση του πλούτου της — σε περιβάλλον, ιστορικό πλαίσιο και καλλιτεχνικούς τρόπους — που μπορεί να τον βάλει στη διάθεσή του), όχι μόνο αποδείχνεται αποφασιστικός για την πρόοδό του απ’ αυτή την άποψη, αλλά και επηρεάζει την ιδιαίτερη πορεία που ακολούθησε το έργο του από τα 1911 και μετά.
Τις ενδείξεις που επιτρέπουν αυτό τον ισχυρισμό, δεν τις προσφέρει μόνο το σχεδίασμα του 1910 για το «Η Πόλις». «Η Σατραπεία», το ποίημα που την ακολουθεί πάντα, σε όλες τις θεματικές συλλογές του Καβάφη, περιέχει παρόμοια νοήματα και πρωτοδημοσιεύτηκε κι αυτό στα 1910. Ο πρωταγωνιστής, στον οποίο απευθύνεται ο λόγος στο «Η Σατραπεία», αποφασίζει μάλιστα να πάρει το δρόμο, που ο ομιλητής στη δεύτερη στροφή του «Η Πόλις» προειδοποιεί πως δεν υπάρχει. Ο δρόμος που παίρνει οδηγεί στα Σούσα και στην αυλή του βασιλιά Αρταξέρξη· όμως αυτή η γη της ελπίδας, αν και προσφέρει «σατραπείες και τέτοια», δε μπορεί ποτέ να ικανοποιήσει το «εσύ» του ποιήματος που είναι καταδικασμένο από τη μοίρα ν’ ανακαλύψει, μ’ απελπισία, πως συνεχίζει να λαχταράει όσα μπορεί να πραγματώσει μόνο στην πόλη που άφησε πίσω του:
Δεν είναι ειδικά η Αλεξάνδρεια που κατατρύχει τον πρωταγωνιστή σ’ αυτό το ποίημα, ούτε η μικρή κι ανώνυμη κόχη που βασάνιζε τον πρωταγωνιστή του «Η Πόλις». Ωστόσο τα συμπερασματικά νοήματα και των δύο ποιημάτων μοιάζουν πολύ: αυτό που γυρεύεις δε θα το βρεις «αλλού» (ή, για να μιλήσουμε με τη γλώσσα τούτου του ποιήματος, «Αυτά πού θα στα δώσει ο Αρταξέρξης, / αυτά πού θα τα βρεις στη σατραπεία»), γιατί η μοναδική ζωή που μπορείς να ζήσεις πραγματικά, βρίσκεται στην πόλη που η μοίρα σου σ’ αξίωσε να γνωρίσεις· εδώ όμως η πόλη δεν κλείνει μέσα της τα μαύρα ερείπια μιας ζωής καταδικασμένης να ζει ως τα γερατειά στο ίδιο εσωτερικό τοπίο, αλλά θετικότερες εικόνες δυνατοτήτων, τους στεφάνους, ακόμα προσιτούς στους καμωμένους «για τα ωραία και μεγάλα έργα» — γιατί αυτοί, όσες απογοητεύσεις κι αν δοκιμάζουν στην πόλη τους, δεν ενδίδουν στους πειρασμούς που συμβολίζει ο δρόμος για τα Σούσα.
Η Πόλις...
Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ’ είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα».Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις—
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.Απολείπειν ο θεός Αντώ...
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές —
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις.Κ. Π. Καβάφης, «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον», Ποιήματα, Ίκαρος 1984, τ. 1, σ. 20.
Ακόμη λίγα για τον αλε...
Στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης των Δοκιμών έλεγα: «… θα ήθελα να είχα συμπεριλάβει σ’ αυτό τον τόμο μια “δοκιμή” για τον Καβάφη, που απασχόλησε τόσο πολύ τη γενεά μου. Μια μελέτη για τον Αλεξανδρινό ποιητή, σαν ένα σημάδι ενός σύγχρονου κόσμου που σβήνει και σαν τον τελευταίο εκπρόσωπο μιας μακρόχρονης ελληνικής παράδοσης που έσβησε (εννοώ τη “λογία” ελληνική παράδοση), θα συμπλήρωνε κάπως τη μισοτελειωμένη εικόνα που δίνω στις ακόλουθες σελίδες. Είχα αρχίσει μια τέτοια εργασία, αλλά δεν ξέρω αν θα φτάσει ποτέ στο τέλος. Λυπούμαι, γιατί νομίζω πως ο Καβάφης είναι το σημείο όπου μια παράδοση νεκρών “καταναλίσκεται” μέσα στη ζωή, και λυπούμαι ακόμη γιατί αισθάνομαι πως κάτι χρωστούσα ν’ ανταποδώσω στην Αλεξάνδρεια».
Αυτά έγραφα τα Χριστούγεννα του ’43. Τώρα οι Δοκιμές περιέχουν κάμποσες σελίδες για τον Καβάφη, όμως η εργασία που μνημόνευα δεν έφτασε ποτέ στο τέλος, τουλάχιστο όπως το φανταζόμουν αρχίζοντάς την.
Ήρθα αργά στον Αλεξανδρινό. Σαν ιδιοσυγκρασία ήταν πολύ διαφορετικός από εμένα. Και σήμερα ακόμη, όταν τον συλλογιστώ, βρίσκω πως μπροστά του είμαι ένας πελαγίσιος που πάει να μιλήσει μ’ έναν πολύ γραμματισμένο κύριο, μέσα σε μια μισοφωτισμένη βιβλιοθήκη με πολύτιμα χαλιά. Μου έτυχε κάπου-κάπου, μελετώντας τον παράξενο αυτόν άνθρωπο, να ψιθυρίσω: καιρός να πάμε να πάρουμε τον αέρα μας στη θάλασσα. Το παρελθόν μου είναι άλλο και, όπως ειπώθηκε: «μονάχα ένα όμοιο παρελθόν μπορεί να κάνει όμοιες τις ψυχές». Η «Θάλασσα του πρωιού» δεν είναι η δική μου. Παιδί, έζησα πολύ στο ύπαιθρο· οι κομψές εκφράσεις ηχούσαν κωμικά στ’ αυτιά μου· στην ηλικία που μαθαίνει κανείς να διαβάζει, είχα στα χέρια μου Πάλλη και Ψυχάρη· οι καθαρευουσιάνοι ήταν οι αντίπαλοι· ο πατέρας μου ήταν δημοτικιστής. Θυμούμαι, δέκα χρονώ, πρώτη φορά που με πήγαν στο Θέατρο, στη Σμύρνη, τα σφυρίγματα και τους γλωσσαμύντορες να χτυπιούνται με τους άλλους θεατές· η Κυβέλη και ο Παπαγεωργίου παίζαν Οιδίποδα Τύραννο, μετάφραση του Στέλιου Σεφεριάδη, σε ριμαρισμένους δεκαπεντασύλλαβους. Όσο και να ψάχνω μέσα μου, δεν είμαι διόλου Φαναριώτης.
Με τέτοια προηγούμενα και με την αρκετά ταραγμένη ατμόσφαιρα που έζησα αργότερα μέσα και έξω από την Ελλάδα, δεν είναι περίεργο που δεν ένιωσα την έλξη του Καβάφη. Υπήρχε, νομίζω, κι άλλος ένας λόγος. Ως τις μέρες που βγήκε η πρώτη έκδοση σε βιβλίο των ποιημάτων του, δεν είχα παρά μια πολύ κομματιαστή θέα του έργου του, από σποραδικά μονόφυλλα, αναδημοσιεύσεις σε περιοδικά, ή προφορικές μνείες, που κυκλοφορούσαν τις περισσότερες φορές στα χείλια ζηλωτών ή χαμηλών μιμητών. Οι λαοφιλέστεροι στίχοι του δε με τραβούσαν, και μ’ ενοχλούσαν οι λίβελλοι και οι πανηγυρισμοί που άκουγα γι’ αυτόν.
Ωστόσο μου έστειλε μια βιβλιοδετημένη σειρά μονόφυλλα, του 1907-1915 α δε γελιέμαι, και του έστειλα τη Στροφή, όταν εβγήκε. Τα πράγματα δεν άλλαξαν πάρα πολύ. Έτσι ως το χειμώνα ’36-37. Υπηρετούσα τότε στην Κορυτσά· πολλές φορές το χιόνι έκλεινε τα περάσματα και δε λάβαινα γράμματα μήτε εφημερίδες για δυο και τρεις εβδομάδες· είχα ήσυχες ώρες και είχα επιτέλους ολόκληρο το έργο του. Τότε κάθησα για πρώτη φορά να τον μελετήσω με κάποιο σύστημα. Προχωρούσα, θυμάμαι, πολύ σιγά, πολύ εμπειρικά, κοιτάζοντας να ιδώ ποιοι στίχοι του μπορούσαν ν’ αγκιστρωθούν στη μνήμη μου· οι περισσότεροι ήταν από τα μεσαία ή τα τελευταία ποιήματά του. Στο τέλος καταπιάστηκα μια μελέτη για τα Νέα Γράμματα. Στα χαρτιά μου της εποχής εκείνης βρίσκω τούτη τη σημείωση: «Αν ήμουν μεγαλύτερος, θα είχα ίσως αγαπήσει περισσότερο τον Καβάφη· αν ήμουν νεότερος, θα μ’ ενδιέφερε ίσως λιγότερο». Μετατέθηκα· η μελέτη έμεινε μισοτελειωμένη· μπαίναμε στις παραμονές του πολέμου· πέρασε ο καιρός.
Ξανασυλλογίστηκα τον Καβάφη το Μάη του ’41, όταν, επιβάτης από την Κρήτη, πρωταντίκρισα την Αίγυπτο στο Πορτ Σαΐντ. Ήτανε σκοτεινές οι ώρες· έγραφα στο ημερολόγιό μου:
«Παρασκευή, 16 Μάη. —Αίγυπτος, η χαμηλή γης. Η πιο χαμηλή που είδα ποτέ μου· κανένα βουνό στον ορίζοντα. Τα ψηλότερα πράγματα που βλέπεις καθώς πλησιάζεις είναι τα καράβια και τα σπίτια. Κίτρινη θάλασσα· η θάλασσα του Πρωτέα, και μέδουσες, πολλές μέδουσες· ένα έντονο γαλάζιο. Πού να είναι ο Αντωνίου;… Και ο Ελύτης;… Το αντιτορπιλικό που βγήκε να μας οδηγήσει είναι ελληνικό· τα ξύλινα τείχη μας, τώρα. Μερικοί από μας φωνάζουν: “Αέρα!…”, κι οι ναύτες του μας αποκρίνουνται: “Αέρα!…” Το λιμάνι γεμάτο καράβια, γεμάτο ζωή. Ένας Νεοζηλανδός αξιωματικός παίζει στο μηχανικό πιάνο του σαλονιού τη σονάτα “Clair de lune”. Παράξενη μουσική κάτω από τούτο τον ήλιο· ξεκρέμαστη, όπως αρχίζει να γίνεται η ζωή μας. Συλλογίζομαι τον Καβάφη καθώς προσέχω τη χαμηλή τούτη χώρα. Τέτοια είναι η ποίησή του· πεζή, σαν τον απέραντο κάμπο μπροστά μας· δεν ανεβοκατεβαίνει· περπατά· τον καταλαβαίνω καλύτερα τώρα και τον εκτιμώ γι’ αυτό που έκανε. Ξαφνίζομαι· λέω πως είμαι κι εγώ σαν τον Νεοζηλανδό με τη μηχανική μουσική του. Έξω καιρού και τόπου. Αλλά ρωτιέμαι: αν ένας μπακάλης συλλογιζότανε τα φασόλια του και τους καφέδες του, τέτοιες ώρες, θα ήταν άραγε το πράγμα για ξάφνιασμα; Ο ποιητής Φερνάζης.»
Ήρθα στις καβαφικές επαρχίες, με τον καημό του πρόσφυγα· στην Αλεξάνδρεια βρήκα μια πρωτεύουσα που μιλούσε ακόμη ελληνικά, μιαν οριακή πρωτεύουσα, όπως η παλιά Σελεύκεια επί του Τίγρη· έναν ελληνικό λαό που είχε τον ποιητή του· ο ίσκιος του δεν είχε χαθεί ολότελα από τους δρόμους και τα κέντρα της· έναν διαφορετικό ελληνικό κόσμο ίσως, αλλά ήταν ο μόνος που μου έμενε ως την απελευθέρωση του τόπου. Και αλήθεια, τώρα που αναλογίζομαι τους πικρούς εκείνους καιρούς, νομίζω πως μπορώ να πω πως οι καλύτερες μέρες που έζησα στα τριάμισι χρόνια της εξορίας μου, ήταν οι λίγες αλεξανδρινές. Δώδεκα χρόνια αργότερα, περαστικός με το καράβι, κατέβηκα πάλι στην Αλεξάνδρεια και τριγύρισα λίγο στους αλλοτινούς δρόμους· η γοητεία είχε στεγνώσει· πλάι στον αριθμό 10 της Rue Lepsius μια μεγάλη στοίβα σκουπίδια· η πόλις του Καβάφη είχε φύγει.
Από τις τρεις ή τέσσερις εβδομάδες που έμεινα την πρώτη φορά στην Αλεξάνδρεια ξεκίνησαν οι σελίδες που δημοσιεύω παρακάτω. Είναι τα αποσπάσματα μιας μακρύτερης εργασίας που άρχισα στην Πρετόρια τον Οχτώβρη του ’41. Νομίζω πως το πιο αποφασιστικό κίνητρό της ήταν η λαχτάρα του πρόσφυγα, ίσως, πιο σωστά, η νεύρωση του εξόριστου. Με κάποιον τρόπο υπήρχε ένα πεισματικό στοίχημα σ’ αυτή την υπόθεση. Αντιγράφοντας, καθώς έτυχε, τα ποιήματα του Καβάφη, τα σχολίαζα ένα προς ένα με λεπτολογία μοναστηρίσια κάποτε· ήθελα να κάνω ένα βιβλίο μ’ αυτά τα σχόλια. Ήταν μια βοήθεια για να ζω ακόμη στον τόπο που μου έλειπε· έπειτα, κουβέντιαζα μ’ ένα μάστορα για την τέχνη του, στη γλώσσα μου, την πολιορκημένη. Η δουλειά δεν ήταν πολύ εύκολη· μου έλειπαν τα βιβλία· ο παπάς της εκκλησίας μου είχε δανείσει την Ιστορία του Παπαρρηγόπουλου, στη Δημοτική Βιβλιοθήκη είχα βρει έναν Φιλόστρατο, αλλά γύρευα τόσα ακόμη. Τώρα λέω πως είναι καλύτερα που δεν τα βρήκα· δεν είμαι βέβαιος αν είναι πάντα ωφέλιμα τα βοηθήματα που νομίζουμε πως μας χρειάζουνται. Ωστόσο η πρώτη γραφή ήταν πολύ προχωρημένη όταν έφυγα, μετά πέντε μήνες, στο Κάιρο. Τα χειρόγραφά μου δεν τα ξανάπιασα ως το τέλος του ’46. Τότε τα ξανακοίταξα και συμπλήρωσα όσα κομμάτια μπορούσα με περικοπές κειμένων και παραπομπές. Τα είδα μια-δυο φορές ακόμη ως την αρχή του ’50, και θα τα είχα καταστρέψει αν λίγα πρόσωπα δε με παρακινούσαν επίμονα να τα δημοσιέψω· ίσως να είναι σωστό πως η αυστηρή σιωπή, όπως και άλλες πιο διαχυτικές εκδηλώσεις, μπορεί να σημαίνει ότι αποδίδουμε υπερβολική σημασία στον εαυτό μας. Το μόνο που θέλω να προσθέσω είναι ότι δεν μπόρεσα να ενημερώσω βιβλιογραφικά τα κείμενά μου, δηλαδή από το ’47 ή ’48 και πέρα, ή να σημειώσω πράγματα που ίσως να έχουν ειπωθεί από άλλους. Παρακαλώ να με συμπαθήσουν όσους κανονικά θα έπρεπε να είχα αναφέρει· όπως η Αλεξάνδρεια, είχε φύγει και ο καιρός του Καβάφη για μένα.
Γιώργος Σεφέρης, «Ακόμη λίγα για τον Αλεξανδρινό» (1960), Δοκιμές, Ίκαρος 1984, τ. 1, σ. 364-369.
Αλεξάνδρεια...
Πίσω εκεί κάθοταν, σ’ εκείνο το μαρμάρινο τραπέζι,
είπε ο γηραιός σερβιτόρος, κάτω
απ’ τους παλιομοδίτικους ανεμιστήρες
που και τότε ακόμα περιστρέφονταν νωχελικά,
κάτω από τούτο το ταβάνι με τα στολίδια της Art Nouveau,
La vie était confortable: Stanley Beach,
Γλυμενόπουλος, και το χαριτωμένο
μικρό Ζιζίνια, κινηματογράφος σήμερα,
όπου με την έναρξη της σαιζόν παιζόταν η Τόσκα,
το Λα Μποέμ κι ο Λόεγκριν (τα στρυφνότερα
από τα αποδεκτά τότε του Βάγκνερ νοτίως
της Νεαπόλεως). Εκεί καθόταν ένας Έλληνας,
ένας από τις μερικές δεκάδες χιλιάδες Ελλήνων,
χωρίς να έχει αντιληφθεί μισό εκατομμύριο Αιγυπτίων.
Ζούσε σε μιαν Ευρώπη της φαντασίας
σταματημένη στον Στράβωνα, «στο πλέον μεγαλειώδες
εμπορείο του κατοικημένου κόσμου»,
που τώρα μεταβλήθηκε σε πέτρες και θάλασσα
και σ’ ένα συναίσθημα ατέλειωτης εξάντλησης.
Μετάβαση στο σημείο: Συμβολική Αλεξάνδρεια