Αλεξάνδρεια
Αλεξάνδρεια
Συγκρότηση ενότητας: Δώρα ΜέντηΟδός Ρωζέττης (Λεωφόρος Αλ Χουρίγια) Οδός Ρωζέττης (Λεωφόρος Αλ Χουρίγια)
Μια από τις κύριες οδούς της Αλεξάνδρειας με άξονα από τα ανατολικά προς τα δυτικά της πόλης, στην περιοχή της οποίας αναπτύχθηκε η αριστοκρατική συνοικία Quartier Grec. Η σημερινή πλατιά λεωφόρος Αλ Χουρίγια με τα παρηκμασμένα μέγαρα της κυρίαρχης στο παρελθόν ξένης παροικίας, αντανακλά καθημερινά την πλήρη διάσταση ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν της φημισμένης πόλης.
Αλεξανδρινοί βασιλείς...
Μαζεύθηκαν οι Aλεξανδρινοί
να δουν της Κλεοπάτρας τα παιδιά,
τον Καισαρίωνα, και τα μικρά του αδέρφια,
Aλέξανδρο και Πτολεμαίο, που πρώτη
φορά τα βγάζαν έξω στο Γυμνάσιο,
εκεί να τα κηρύξουν βασιλείς,
μες στη λαμπρή παράταξι των στρατιωτών.Ο Aλέξανδρος — τον είπαν βασιλέα
της Aρμενίας, της Μηδίας, και των Πάρθων.
Ο Πτολεμαίος — τον είπαν βασιλέα
της Κιλικίας, της Συρίας, και της Φοινίκης.
Ο Καισαρίων στέκονταν πιο εμπροστά,
ντυμένος σε μετάξι τριανταφυλλί,
στο στήθος του ανθοδέσμη από υακίνθους,
η ζώνη του διπλή σειρά σαπφείρων κι αμεθύστων,
δεμένα τα ποδήματά του μ’ άσπρες
κορδέλλες κεντημένες με ροδόχροα μαργαριτάρια.
Aυτόν τον είπαν πιότερο από τους μικρούς,
αυτόν τον είπαν Βασιλέα των Βασιλέων.Οι Aλεξανδρινοί ένοιωθαν βέβαια
που ήσαν λόγια αυτά και θεατρικά.Aλλά η μέρα ήτανε ζεστή και ποιητική,
ο ουρανός ένα γαλάζιο ανοιχτό,
το Aλεξανδρινό Γυμνάσιον ένα
θριαμβικό κατόρθωμα της τέχνης,
των αυλικών η πολυτέλεια έκτακτη,
ο Καισαρίων όλο χάρις κ’ εμορφιά
(της Κλεοπάτρας υιός, αίμα των Λαγιδών)·
κ’ οι Aλεξανδρινοί έτρεχαν πια στην εορτή,
κ’ ενθουσιάζονταν, κ’ επευφημούσαν
ελληνικά, κ’ αιγυπτιακά, και ποιοι εβραίικα,γοητευμένοι με τ’ ωραίο θέαμα —
μ’ όλο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά,
τι κούφια λόγια ήσανε αυτές η βασιλείες.Κ.Π. Καβάφης, «Αλεξανδρινοί βασιλείς», Ποιήματα, τ. 1, Αθήνα, Ίκαρος 1984, σ. 35-36.
Πρώτες ενθυμήσεις...
Η Αργίνη γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1883. Εκείνο το χρόνο όλοι οι πιο επιφανείς Έλληνες της Αλεξάνδρειας αγόρασαν οικόπεδα στην οδό Ροζέτα, πέρα από τη χτισμένη πόλη, σε μέρος έρημο ακόμα τότε προς την έξω πύλη που έκλειε την οδό Ροζέτα. Οι πύλες έκτοτε κατεδαφίστηκαν, και όλο εκείνο το μέρος που λέγουνταν Porte Rosette κ’ έκλειε την πόλη προς το Ράμλε, έγινε πάρκα και περιβόλια. Επειδή λοιπόν μόνον Έλληνες αγόρασαν τα απόμακρα εκείνα οικόπεδα και όλοι μαζί έκτισαν τα σπίτια τους, η συνοικία αυτή ονομάστηκε Quartier Grec. Ήταν η ωραιότερη συνοικία της Αλεξάνδρειας, γιατί χτίστηκαν μονοκατοικίες όμορφες, όλες μέσα σε περιβόλια, και παντού φυτεύθηκαν δέντρα, έγιναν πρασιές, και στο πλούσιο χώμα της Αιγύπτου, μεγάλωσαν αυτά και φούντωσαν σε λίγους μήνες.
Αγόρασε και ο πατέρας μας ένα οικόπεδο με μεγάλο περιβόλι, πάνω στην οδό Ροζέτας, και άρχισε να χτίζει.
Η μητέρα μου, πριν παντρευθεί, είχε ακούσει την τύχη της από κάποια τυφλή Αραπίνα που έριχνε ρεβίθια κ’ έλεγε μοίρες. Την είχε παρασύρει να πάγει ν’ ακούσει την τύχη της, η αδελφή της πρώτης γυναίκας του θείου Γιάννη, με τον οποίο κατοικούσε τότε η μητέρα μου, μια Αρτεμησία Τσερλέντη, (η πρώτη γυναίκα του θείου Γιάννη, μητέρα της Πηνελόπης Φωτιάδη και του Κωνσταντίνου, ήταν κόρη Τσερλέντη και πέθανε και κείνη φθισική. Δεν τη γνωρίσαμε, πέθανε νέα και αυτή).
Η τυφλή Αραπίνα προείπε στη μητέρα μου το γάμο της και διάφορα μέλλοντα της ζωής της, που τωόντι πραγματοποιήθηκαν. Και της είπε πως θα χτίσει ένα ωραίο σπίτι, και σαν τελειώσει θα πεθάνει.
Ώστε με κάποια συγκίνηση και δισταγμό άκουσε την αγορά του οικοπέδου και την απόφαση του πατέρα να χτίσει. Ο πατέρας όμως δεν άκουε από τέτοια, δεν πίστευε μαντείες και βάσκανους οφθαλμούς και μοίρες, και τράβηξε μπροστά κ’ έχτισε το σπίτι του που τελείωσε στα 1884. Και είχε δίκαιο γιατί αργότερα έχτισε και άλλο σπίτι στο Ράμλε, και αργότερα τρίτο στην Κηφισιά, και αγόρασε νεοχτισμένο τέταρτο στας Αθήνας, στην οδό Κουμπάρη, και δεν έπαθε τίποτα η μητέρα.
Εκείνο το καλοκαίρι του 1884, πήγαμε πάλι στο Ράμλε για τους ζεστούς μήνες και για να κάνομε θαλάσσια λουτρά.
Με την Madame Mettère δεν προκόβαμε στα γαλλικά, δε μαθαίναμε τίποτα, μας μιλούσε ξένη γλώσσα, ιταλικά (που όλοι στην Αίγυπτο τα μισοξέραμε) ή αγγλικά, δε θυμούμαι πια τι από τα δυο, για να συνεννοούμεθα. Μα ήταν μπόσικη δασκάλισσα, και ύστερα από το μαντάτεμά της στη μητέρα και το ξύλο που έφαγα, δεν την αγαπούσαμε.
Ο Αντώνης είχε επιστρέψει από του Βούλγαρη το σχολείο των Αθηνών, και τότε αποφάσισαν οι γονείς μας να πάρουν γαλλίδα δασκάλισσα στο σπίτι.
Έτσι ήλθε η Mademoiselle Dufay κοντά μας, συστημένη από τη θεία της Φανής και της Μάγγης Συναδινού, μια κυρία Βλαστού της Μασσαλίας. Για τους τρεις μας τους μεγάλους, μα ιδιαιτέρως για μένα, δέκα χρονών κορίτσι τότε, ο ερχομός της ήταν ένας σταθμός της ζωής μας.
Έφθασε Ιούλιο μήνα. Ήταν χολέρα στη Μασσαλία και χρειάστηκε να κάνει «καραντίνα» στο «λαζαρέτο» της Αλεξάνδρειας, δεν ξέρω καλά που, σε κάποιο νησάκι φαντάζομαι, στο λιμένα κοντά.
Η μητέρα, που είχε κάποιο φόβο για τις γαλλίδες δασκάλισσες, les anges gardiens, είχε ζητήσει δασκάλισσα όχι πολύ νέα. Της είπαν τις συστάσεις της από τη Μασσαλία, πως η Mademoiselle Dufay ήταν 35 χρονών. Σαν έφθασε το πλοίο, έστειλαν οι γονείς μας έναν πιστό, ανώτερο υπάλληλο, τον Κωστή Ξενάκη, να την υποδεχθεί και να φροντίσει να της δοθεί ό,τι χρειάζουνταν για να μην κακοπεράσει στο «λαζαρέτο».
Την είδε ο Ξενάκης, την κουτσοβόλεψε όσο καλά μπορούσε, (κακοπέρασε φοβερά, η κακομοίρα) και ανέβηκε στο Ράμλε. Τον θυμούμαι στη βεράντα μας σαν έφθασε. Με μια σύντομη κίνηση του χεριού του που ήταν μεγάλο, έκανε νόημα καθησυχαστικό.
—«Έννοια σας, κυρία Μπενάκη», είπε με το αγαθό του χαμόγελο. «Σας είπαν πως είναι 35! Βάλτε και άλλα 10, και είστε μέσα.»
Με περιέργεια όσο και δυσπιστία και ανησυχία, περιμέναμε την καινούρια δασκάλισσα. Τι θα ήταν αυτή; Άλλη Madame Mettère; Καμιά κακιά Degroushy; Αυστηρή; Θα μας έδερνε;
Την είδαμε που κατέφθασε μια μέρα, συνοδεμένη από τον πιστό Κωστή Ξενάκη, γίγας αυτός, κοντή και γεμάτη εκείνη, μ’ ένα φόρεμα μπλου μελιντζανί, κολλητό στο μπούστο, με στρογγυλά κουμπιά σ’ όλο το μάκρος του στήθους, κοντή φούστα όλο «πολωναίζες» και «τουνίκες», (η τότε ασχημότατη μόδα), που άφηνε να φαίνεται το πόδι, ασπροκαλτσωμένο, στο μαύρο της κουμπωτό στιβάλι. Φορούσε γυαλιά χρυσά (lunettes), τα μαλλιά της λαδωμένα πλακωτά, με χωρίστρα στη μέση, καδράριζαν το μακρουλό, αρκετά ρυτιδωμένο της πρόσωπο, όπου διακρίνουνταν ιδίως η πλατιά μύτη της, «un nez en pied de marmite», όπως έλεγε η ίδια για τον εαυτό της. Ήταν πράσινα, χαμογελαστά, έξυπνα και αγαθά τα μάτια της. Μα εμείς την κοιτάζαμε με δυσπιστία, προκατειλημμένοι εναντίον της από τις αγγλόφιλές μας αντιλήψεις και τις αντιγαλλικές κουβέντες του άγγλου μας δασκάλου, Mr. Williams.
Τη δέχθηκαν στη βεράντα οι γονείς μου, και μεις οι τέσσερις πιο μεγάλοι κοιτάζαμε και ακούαμε τη γαλλική κουβέντα, χωρίς να καταλαβαίνομε τίποτα. Αντιληφθήκαμε όμως αμέσως πως η μητέρα δυσκολεύουνταν να μιλήσει, ενώ ο πατέρας τα έλεγε ελεύθερα. Ως προς τον Ξενάκη, άκουε, σαν πάντα λιγόλογος ή και σιωπηλός, τα μεγάλα του χέρια το ένα μες στο άλλο, το αγαθό του βλέμμα λίγο ειρωνικό καθώς σταματούσε στα ψαρά μαλλιά και το ρυτιδιασμένο πρόσωπο της δήθεν τριανταπεντάρας δασκάλισσας.
Ήταν τύπος ο Ξενάκης, ένας από τους στύλους του καταστήματος Χωρέμη – Μπενάκη και Σία.
Ήταν Χιώτης, πολύ ψηλός, δεμένος, μελαχρινός, ξυρισμένος, με πιστού σκύλου καστανά μάτια όλο αγάπη και καλοσύνη. Είχε στη Χίο δύο ή τρεις αδελφούς, όλοι θηρία στη δύναμη και στην παλικαριά. Ένας του αδελφός σκότωνε ταύρο με μια γροθιά. Ο Κωστής Ξενάκης ήταν χεροδύναμος όσο λίγοι. Μια νύχτα, στις ταραγμένες μέρες μετά τον Άραμπη, ενώ επέστρεφε σπίτι του, ένας φανατικός Αράπης, ή ίσως απλώς κλέφτης, του ρίχθηκε μ’ ένα μαχαίρι, να τον σκοτώσει. Ο Κωστής Ξενάκης πέταξε τη χέρα του και του έδωσε ένα μπάτσο. Και ο Αράπης κυλίστηκε στο χώμα, αναίσθητος. Όπου άρχισε να θρηνεί ο Κωστής, πως «Σκότωσα τον άνθρωπο! Αχ, τον κακομοίρη! Τι έκανα!» Και τον σήκωσε στις χερούκλες του και τον πήγε στο ελληνικό νοσοκομείο, το φονιά του, κ’ έμεινε κοντά του ώσπου τον συνέφεραν και πείσθηκε πως δεν είχε πάθει άλλο από κλονισμό του φοβερού μπάτσου, του έδωσε και μιαν αποζημίωση και τον άφησε ελεύθερο χωρίς να τον καταγγείλει.
Εμείς μάθαμε αυτήν την ιστορία από τη μητέρα, στην οποία την είχε διηγηθεί ο ίδιος λέγοντας: «Για σκεφθείτε, αν είχα σκοτώσει τον άνθρωπο!»
Με αγανάκτηση του είπε κείνη:
—«Μα εκείνος θα σε σκότωνε εσένα, Κωστή!» (Ήταν ο Ξενάκης από τους μετρημένους ανθρώπους που τους έλεγε η μητέρα με το βαπτιστικό τους και τους μιλούσε στον ενικό).
—«Μπα, δε με σκοτώνουν εμένα», της αποκρίθηκε κείνος αψήφιστα.
Με τέτοια και άλλα, τον λάτρευαν οι Αραπάδες της «σούνας» (αποθήκης βαμβακιών) και της «πρέσας» (πιεστήριου, που έβγαζε τις μπάλες μπαμπάκι), που διεύθυνε ο Ξενάκης. Χεροδύναμο τον ήξεραν, και αυστηρό, και σκυλί στη δουλειά του. Μα τον ήξεραν και πονόψυχο όσο και δυνατό, και δίκαιο, και «άνθρωπο» (human), και αγαθό, καλό, γλυκομίλητο, τίμιο, σωστό.
Στη σφαγή του Άραμπη, άλλοι υπάλληλοι κρύφθηκαν, ιδίως ένας Μικές Λουίζος, που εργάζουνταν και αυτός στη σούνα και μοίραζε φούσκους και σβερκιές γενναία. Αυτόν θα τον σκότωναν αν τον είχαν βρει. Τον Ξενάκη όμως, όχι μόνο δεν τον πείραξε κανένας, αλλά και τον φύλαξαν οι Αραπάδες της σούνας και της πρέσας από τους φονιάδες, και όταν έκαψαν την Αλεξάνδρεια, δεν πείραξαν τη δική μας σούνα, που τη φύλαξε, με το επιτελείο των υπαλλήλων και εργατών του, Αραπάδων, αναφaνδόν, ο Ξενάκης.
Πηνελόπη Δέλτα, Πρώτες ενθυμήσεις, επιμέλεια Π.Α. Ζάννας, Αθήνα, Ερμής 1985, σ. 114-118.
Στην Αλεξάνδρεια ζάχαρ...
Τα τρία κορίτσια ετοιμάστηκαν και περίμεναν τον Μιχάλη για να ξεκινήσουν την εξερεύνηση της πόλης. Η Δάφνη παρακάλεσε να περάσουν από τον Σπυράγγελο, στο Καρτιέ Γκρεκ. Διατηρούσε ακόμα την αρχοντιά της η περιοχή. Τα περισσότερα σπίτια ήταν κι εδώ κλειστά. Πέρασαν μπροστά από το σπίτι των Μπενάκηδων. Είδαν κάποια παράθυρα ανοιχτά. Περπάτησαν λίγα μέτρα ακόμη και σταμάτησαν μπροστά στο τρίπατο σπίτι του Σπυράγγελου. Ανέβηκε μόνη της η Δάφνη. Τον έλεγε νόνο. Δεν είχε ζήσει τους πραγματικούς της παππούδες. Συνέχισαν στην παλιά γειτονιά της Παναγιώτας. Το Σαλάχ Ελ Ντιν. Το ζήτησε η Ελιάνα. Είχε γνωρίσει αυτή τη γειτονιά μέσα από τις διηγήσεις της μητέρας της. Σήμερα έμοιαζε με αραβική συνοικία. Είδε το σπίτι που έμενε παιδί η μάνα της με την οικογένειά της. Μόνο η Μπιλιώ δεν είχε αναμνήσεις από την οικογένειά της. Το σπίτι όπου έμεναν ήταν από την εποχή των παππούδων της. Ο πρώτος μακρινός εκείνος παππούς, από την πλευρά του πατέρα της, ήρθε λίγο μετά τα γεγονότα του Οράμπι πασά. Δεν ήξερε πολλά για τη μητέρα της. Δεν ήθελε να μιλήσει…
Τη γειτονιά του Ατταριού τη γνώριζαν από μερικές συμμαθήτριές τους. Μία από αυτές ήταν η Στέλλα. Το έκρυβε ότι έμενε εκεί, σαν να ήταν αμαρτία. Ίσως γιατί οι συνθήκες και το χρηματιστήριο ευνόησαν την οικογένειά της να μετακομίσει στις ευρωπαϊκές γειτονιές, ακυρώνοντας το παρελθόν της, τα παιδικά της παιχνίδια και τις σκανδαλιές.
Σταμάτησαν για λίγο. Τις πλησίασαν μερικά αραπόπουλα και τους ζήτησαν λιλά, προτείνοντας το χέρι.
Η Δάφνη άνοιξε το παράθυρο του αυτοκινήτου και τους έδωσε ό,τι ψιλά είχε. Είδαν τον Μιχάλη να μπαίνει σ’ ένα αράπικο καφενείο. Κρατούσε δυο σακούλες, μία φαρμακείου και μία άλλη πιο βαριά, και κάτι χρήματα στο χέρι. Μίλησε μ’ ένα ατημέλητο άνθρωπο που είχε την ηλικία του Μανώλη. Του άφησε ό,τι κρατούσε. Όταν έφυγε, εκείνος τον ακολούθησε ως την πόρτα του καφενείου.
«Θα ’ρθει να σε δει ο Κωστής. Του έχω μιλήσει», άκουσαν τον Μιχάλη να του λέει.
Όταν γύρισε στα κορίτσια, βλέποντας ότι η Ελιάνα ήθελε να μάθει, τους διηγήθηκε την ιστορία αυτού του ανθρώπου. «Υπάρχουν συμπατριώτες μας που δε ζουν σαν εμάς. Τους γνωρίσαμε το 1947-48, όταν είχαμε την επιδημία της χολέρας. Οι γιατροί της πόλης οργάνωσαν ομάδες πρόνοιας και ενημέρωσης. Τότε ανακάλυψαν ότι κάποιοι ομογενείς ζούσαν σε συνθήκες έσχατης φτώχειας. Δεν ήταν πουθενά καταγεγραμμένοι ως άποροι για να τους συντρέξουν τα διάφορα φιλανθρωπικά σωματεία. Η απώλεια της αξιοπρέπειας ήταν μεγαλύτερο πρόβλημα από αυτό της επιβίωσής τους. Αυτός που είδατε», συνέχισε, «είναι ο φίλος μου ο Λεωνίδας. Θύμα κι αυτός του χρηματιστηρίου. Δεν είναι πάνω από σαράντα χρόνων και δείχνει πιο μεγάλος κι από τον πατέρα μου».
Και δεν ήταν ο μόνος που είχε φτάσει σ’ αυτό το σημείο εξαιτίας αυτής της αδυναμίας του. Μπορούσε κανείς να αλλάξει κοινωνική τάξη σε λίγες στιγμές. Τους έβλεπε κι ο Αλέξανδρος όταν πήγαινε στην οδό Ταχυδρομείου να πάρει την αλληλογραφία του. Από την εποχή του Καβάφη, όταν επέστρεφε κι αυτός από το ναό του χρήματος, όπως τον έλεγαν κάποιοι, τίποτα δεν είχε αλλάξει. Όμως, η τέχνη, η ποίηση φαίνεται ότι βάζει τα δικά της όρια.
Προχώρησαν λίγο ακόμη με το αυτοκίνητο και έφτασαν μέχρι τις γειτονιές του τελωνείου Μπαμπ Σίθρα. «Η πόρτα του πιπεριού», είπε η Ελιάνα ξαφνιάζοντας τον Μιχάλη. Τους μίλησε ακόμη για το νησί Φάρος. «Εκεί που βγήκε η Ελένη ακολουθώντας τον Πάρη προτού φύγει για την Τροία. Το λένε μάλιστα “νησί των Κρητικών”. Έκαναν οι τελευταίοι εμπόριο εκεί με τις ευλογίες των Αιγύπτιων φαραώ. Έφερναν λάδι, σταφίδες, κρασί. Μετά την καταστροφή της Κνωσού, το εμπόριο πέρασε στα χέρια των Μυκηναίων».
Ο Μιχάλης θυμήθηκε την άποψη του Καζαντζάκη για το Μισίρι. Τη μετέφερε η γυναίκα του, η Ελένη. «Πίστευε ότι το ίδιο πηκτό αίμα συνδέει Κρητικούς και Αιγύπτιους».
«Θέλετε να πάμε στο Ρωμαϊκό Μουσείο;» τις ρώτησε.
Η Ελιάνα και η Δάφνη του θύμισαν ότι τις είχε πάει άλλες δυο φορές. Την τελευταία ήταν μαζί τους κι η Ζαφειρένια. Είχαν δίκιο, σκέφτηκε ο Μιχάλης. Του ήρθαν στη μνήμη τα λόγια της Μικρασιάτισσας όταν βγήκαν από το μουσείο. Την άκουσε να λέει το συλλογισμό της: «Μέσα τα έργα των ανθρώπων κι όξω τα έργα του Θεού». Πολλές φορές αναρωτήθηκε αν συμβαίνει το αντίθετο. Όμως είδε πως λειτούργησε η τέχνη στα μάτια της. Πάντοτε πίστευε ο Μιχάλης ότι ο καθένας μπορεί, πλησιάζοντας την τέχνη, να αποκομίσει κάτι από αυτήν. Να αλλάξει η ματιά του απέναντι στα καθημερινά πράγματα.
«Δε θέλω να σας κάνω μάθημα Ιστορίας, μόνο να γνωρίσετε αυτές τις γειτονιές, που κάποτε είχαν πολύ Ελληνισμό», είπε ο Μιχάλης. Κατέβηκαν πάλι να περπατήσουν. Έκλεισαν οι λοκάντες. Έμεινε ένα ελληνικό μαγειρείο κι αυτό πέρασε σε ξένα χέρια, όπως έμαθε. Άφησαν πίσω τους τα σοκάκια του τελωνείου, εκεί που άλλοτε έστηναν οι παλιοί μετανάστες το μαγαζάκι τους, και προχώρησαν στο Αμφούσι. Συνάντησαν κι εκεί αρκετούς Έλληνες στα καφενεία. Γέρους και νέους. Χωρίς δουλειά πλέον. Περίμεναν κι αυτοί να φτάσουν τα χαρτιά τους, για να φύγουν στην Αυστραλία ή όπου αλλού…
Τις είδε κουρασμένες. «Πού θέλετε να πάμε;» τις ρώτησε. «Στου Βενιαμίν», είπαν με μια φωνή. Περίμενε να του ζητήσουν να πάνε σ’ ένα ευρωπαϊκό μαγαζί, στη Σάντα Λουτσία που αγαπούσαν ή στου Ελίτ που ήταν ελληνικό.
Άκουσε την Μπιλιώ να λέει: «Έχει την καλύτερη μολοχία». «Και τις ωραιότερες φελάφελ και τα νοστιμότερα φούλια», πρόσθεσαν τα άλλα δυο κορίτσια. Πράγματι, ο Βενιαμίν υπήρξε το στέκι των Ευρωπαίων γι’ αυτούς που αγαπούσαν την ντόπια αυθεντική κουζίνα. Ο ιδιοκτήτης του, ένας ευφυής Αιγύπτιος, που κάποιοι πίστευαν ότι είναι άλλης εθνικότητας, αυτό το «φαγητό των φτωχών», όπως το έλεγαν πολλοί, το ανέδειξε σε εκλεκτό έδεσμα.
Στην πορεία πρόσθεσε στο μαγαζί του και άλλες αιγυπτιακές γεύσεις, γνωστές σ’ όλη την Ανατολή, που την έκαναν διάσημη έξω από τα όριά της. Όλες με βάση το ταχίνι. Υπήρχαν κι άλλα μικρά πιάτα που ταίριαζαν μεταξύ τους. Στην απλή τους μορφή ονομάζονταν φουλφελάφελ. Σε κάθε αραβική συνοικία υπήρχαν δυο τρία από αυτά τα μαγαζιά. Αργότερα επεκτάθηκαν και στα κοντινά προάστια του Ράμλι. Τα έλεγαν φουλάδικα. Σιγόβραζαν τα φούλια σε μεγάλα μπακιρένια καζάνια, καλά γανωμένα. Τις φελάφελ τις τηγάνιζαν επί τόπου. Οι μυρωδιές τους έφταναν μέχρι τα κοντινά σπίτια.
Και τα τρία κορίτσια είχαν ξανάρθει στο μαγαζί όταν ήταν μικρότερες. Μετά τη διάλυση των ευρωπαϊκών παροικιών όμως, είχε αλλάξει. Κράτησε την ποιότητά του και το στιλ υποδοχής προς τον καλό πελάτη. Είδαν αρκετά ταρμπούς εφεντάδων και λιγότερους Ευρωπαίους. Αυτούς τους λίγους ο σοφράγκι τους οδηγούσε σ’ άλλο σημείο.
Τους πλησίασε ο διευθυντής με το δικό του ανατολίτικο τρόπο, με λόγια σπάνια, όμορφα, σαν αυτά που διάβαζε η Ελιάνα στα αραβικά ποιήματα.
Η Ελιάνα παρατήρησε ότι οι περισσότεροι πλούσιοι Αιγύπτιοι ήταν παχύσαρκοι. Θυμήθηκε όμως κι αυτούς που ήταν στις ταράτσες των σπιτιών, και το αναίρεσε. Αυτοί οι τελευταίοι ήταν αδύνατοι, με λεπτά πόδια και όχι πολύ ψηλοί. Ύστερα έφερε στο νου της τον Σελίμ, με το μακρύ λαιμό του και το κωνικό σχήμα του προσώπου. Είχε ρωτήσει τον Μιχάλη κάποια άλλη φορά. «Ίσως και να είναι αυτοί οι αληθινοί απόγονοι της ράτσας», της είχε πει. «Να μην έχουν αναμιχθεί μέσα στις γενιές τους άλλες ράτσες».
Ο Μιχάλης, βλέποντας τον ενθουσιασμό των κοριτσιών, τους είπε: «Έχω δυο προτάσεις να σας κάνω. Ή να πιούμε τον καφέ μας σ’ ένα ήσυχο καζίνο, το Σαν Τζοβάνι ή το Σαν Στέφανο, ή να με ακολουθήσετε σε κάτι που θέλω να κάνω πριν φύγω. Να πάμε στο Ελ Αλαμέιν. Νομίζω ότι αξίζει κι εσείς να δείτε και να μάθετε όσα έγιναν προτού γεννηθείτε». Ήταν αρκετά έξυπνες για να καταλάβουν ότι, έτσι όπως τέθηκε η ερώτηση, έπρεπε να επιλέξουν τη δεύτερη πρόταση. Εκείνες θα προτιμούσαν να βρεθούν στο δικό τους στέκι, στην καφετέρια του Ρουαγιάλ. Να συναντήσουν κάποιο φίλο ή τον Βασίλη. Κανείς από την παρέα τους δεν είχε νέα του.
Πέρασαν σε λίγο μπροστά από του Ελίτ. Εκεί σύχναζε ο κριτικός Γιάννης Χατζίνης, υπάλληλος στο προξενείο της Αλεξάνδρειας. Ο Μιχάλης θυμήθηκε τη συνάντησή τους πριν από λίγο καιρό. Μόλις είχε πληροφορηθεί ο κριτικός το θάνατο του Καραγάτση από τις εφημερίδες. Γνώριζε ότι ο «κακός αυτός επισκέπτης είχε ήδη αφήσει το επισκεπτήριό του παλαιότερα όταν είχε αρχίσει να κλονίζεται η υγεία του», όπως είπε. Φαινόταν συγκλονισμένος από τον πρόωρο χαμό του συγγραφέα. Ο Χατζίνης θεωρούσε «άδικο να κόβεται στη μέση η ζωή, να αχρηστεύεται το υπόλοιπο που ήταν προορισμένο να λάμψει, να δημιουργήσει».
Προτού τραβήξουν προς τα δυτικά, ο Μιχάλης σταμάτησε μπροστά σ’ ένα μπακαλικάκι, να αφήσει «κάτι». Η Ελιάνα κατάλαβε τι σήμαινε αυτή η μικρή στάση.
Μετάβαση στο σημείο: Οδός Ρωζέττης (Λεωφόρος Αλ Χουρίγια)