Αλεξάνδρεια
Αλεξάνδρεια
Συγκρότηση ενότητας: Δώρα ΜέντηΛεωφόρος Ραμλίου (Λεωφόρος Ζαγλούλ) Λεωφόρος Ραμλίου (Λεωφόρος Ζαγλούλ)
Στη διάρκεια του 19ου και του 20ού αιώνα ήταν η πιο κεντρική λεωφόρος της Αλεξάνδρειας. Ευρωπαϊκή και πολύβουη οδηγούσε προς το εξοχικό προάστιο Ράμλι, συνδέθηκε πολλαπλά με την ανθηρή ιστορία της ελληνικής κοινότητας. Στον αριθμό 32 (τώρα Ζαγλούλ 15) εγκαταστάθηκε η οικογένεια Καβάφη. Εκεί βρισκόταν και το Γραφείο των Αρδεύσεων όπου εργάστηκε ως το 1923 ο ποιητής.
Η λεωφόρος Ραμλίου...
Κάθε φορά που αναπολώ την εποχή της σύντομης μαθητείας μου στου Ελευθεριάδη — πριν από το 1914 — μια πολυθόρυβη λεωφόρος προβάλλει μπροστά μου. Τότε ακόμα την έλεγαν Λεωφόρο Ραμλιού. Κ’ ήταν η ευρωπαϊκώτερη και κεντρικώτερη αρτηρία, απ’ όπου τέσσερις φορές τη μέρα έπρεπε να περάσουν όσοι κατοικούσαν στο εξοχικό, το μοσκομύριστο Ράμλι.
Το γραφείο του Ελευθεριάδη βρισκόταν στο μέσο. Πάνω ακριβώς απ’ το σημερινό Μπραζίλιαν Κόφφι. Από εκεί λοιπόν όταν, λίγο μετά το μεσημέρι, τύχαινε να βγω στο παράθυρο, το θέαμα που έβλεπα και που διαρκούσε σχεδόν ως τις δύο, ήταν από τα πιο ζωηρά. Αμέσως μετά το κλείσιμο των γραφείων, των τραπεζών και του Χρηματιστηρίου, κύματα ανέβαιαν προς τον σταθμό για να πάρουν τα διάφορα τραμ. Το αυτοκίνητο δεν είχε ακόμα εισβάλλει στην Αίγυπτο, κι ο περισσότερος κόσμος, εκτός απ’ τους πολύ βιαστικούς που παίρναν αμάξι, προτιμούσε να τη διανύει πεζός. Κι όχι μόνο γιατί δεν κούραζε — είναι δεν είναι 800 μέτρα — μα προπάντων επειδή τα διάφορα μαγαζιά (παντοπωλεία, φρουτάδικα κλπ.) που εκείνα τα χρόνια δεν ήξεραν ακόμα τι θα πει μεταμεσημεριάτικη ανάπαυση, προθυμότατα περίμεναν να εξυπηρετήσουν την πελατεία.
Στη γωνιά που σχηματίζει η Λεωφόρος με τη σχεδόν κάθετη προς αυτήν οδό Νάμπι Ντανιέλ και μπρος ακριβώς απ’ το κατάστημα του ταπετσέρη Λάππα — πατέρα του τενόρου Οδυσσεά Λάππα — όρθιος, την ίδια πάντοτε ώρα, ο ίδιος αράπης διαλαλούσε τραγουδιστά, μ’ ένα ρηχό πανέρι στο χέρι — προθήκη φορητή της πραμάτειας του — την πράσινη λεπτή σαλάτα που οι γάλλοι τη λένε κρεσσόν και μεις νεροκάρδαμο:
Αάλ αλ κερισσόν
Αάλ αλ κερισσόν,
κερισσόν σαλάτ.
κερισσόν σαλάτ!Αυτό το ακατάπαυστο και μελωδικώτατο κάθε μεσημέρι τραγούδισμα του αράπη πουλητή όπως και μερικά άλλα που γέμιζαν, λίγο μετά το σούρουπο, με τη νοσταλγία τους τις γειτονιές τις απόμακρες, πόσο θα ήθελα να τα είχα φιξάρει.
Καθώς ανέβαινε κανείς προς τον σταθμό, πάντα εορταστική και πολύχρωμη η ίδια προθήκη. Μάσκες, κούκλες, σερπαντίνες, αποκρηάτικες αμφιέσεις — ένας εξπρεσσιονιστικός πίνακας! Ήταν το Ιταλικό κουρείο του Φούσκου, προτίμηση των τενόρων και των πριμαντόνων των μελοδραματικών θιάσων, που έδιναν κάθε χειμώνα παραστάσεις στην «Αλάμπρα» του Κονελιάνο. Αμέσως μετά ερχόταν το μεγάλο ελληνικό φρουτάδικο, που αργότερα έγινε αράπικο, με υπάλληλο τον πρώην ιδιοκτήτη του. Δεύτερη στάση εκείνων που είχαν τη νοικοκυρίστικη συνήθεια ν’ αγοράζουν οι ίδιοι τα φρούτα τους. Απέναντι σ’ αυτά υπήρχε το φημισμένο ζυθεστιατόριο του Ιωαννίδη ή Τζοβανίδη, όπου μερικοί, πριν πάρουν το τραμ, έμπαιναν για να εορτάσουν στο μπαρ του τα κέρδη τους στη Μπόρσα ή και απλώς για να συζητήσουν, μεταξύ δυο ουϊσκιών, την πτώση των τιμών του βαμβακιού στο Λίβερπουλ.
Στην ίδια πλευρά και ακριβώς στη γωνία της Λεωφόρου βρισκόταν το απέραντο Ζαχαροπλαστείο του Ζαράνη, που άλλαξε από τότε δυο ιδιοκτήτες και δυο ονόματα: Ζαχαροπλαστείο Αθηναίου, την πρώτη φορά, Ζαχαροπλαστείο Γκραν Τριανόν, τη δεύτερη. Πάντοτε ελληνικό. Έξω απ’ την είσοδό του τα καλοκαίρια, μόλις εβράδιαζε, αεικίνητοι πλανόδιοι ανθοπώλες, έφερναν ως το πρόσωπο των διαβατών για να τους διεγείρουν την όσφρηση, μπουκέτα από γιασεμιά, μικροσκοπικά φούλια, περασμένα σε κλωστή για να γίνουν περιδέραια ή βραχιόλια, σαρκώδεις μεθυστικές μανόλιες. Στον πρώτον όροφο του ίδιου ακινήτου βρισκόταν και το Γραφείο των Αρδεύσεων, όπου ως το 1923 εργάστηκε ο Καβάφης.
Απ’ του Ζαράνη αντίκρυζε κανείς διαγώνια το πασίγνωστο κέντρο ποικιλιών Belle Vue. Η απέραντη τζαμωτή βεράντα του είχε τότε μια θαυμάσια θέα προς την πλατεία του Σταθμού και τον Ανατολικό λιμένα, τον Εύνοστο, της εποχής των Πτολεμαίων. Σ’ αυτή την κεντρική πλατεία τα καλοκαίρια — μα και πότε δεν ήτανε καλοκαίρι στην Αλεξάνδρεια; — η νεολαία της εποχής μου συνήθιζε να δίνε τα rendez-vous της.
Στη σκηνή του Belle Vue, γέρος πια, σχεδόν απόμαχος, έπαιξε κι ο άλλοτε περίφημος Οικονόμου. (Ο τότε ιδιοκτήτης του κέντρου Σίμος, την είχε παραχωρήσει δωρεάν). Μα χρειαστήκαμε αρκετή δόση αυθυποβολής για να επιδοκιμάσουμε το παίξιμό του, και να παραδεχτούμε έναν υπερρυτιδωμένο ηθοποιό στο ρόλο του Ιψενικού Όσβαλντ. Κι αν τον χειροκροτήσαμε, χειροκροτήσαμε πιο πολύ την παλιά του φήμη. Κ’ ήταν νομίζω πολύ φυσικό. Αφοόυ η αισθητική του θεάτρου αλλάζει με τον καιρό, όπως αλλάζει άλλωστε κι εκείνη των θεατών. Η κάθε εποχή έχει και τους μεγάλους της. Κι όπως πολύ σωστά έλεγε τελευταία γνωστή γαλλίδα πρωταγωνίστρια, αν ο Μουνέ-Σουλλύ ξαναγύριζε σήμερα όπως ήταν στην εποχή του, βέβαιο που δεν θα ήταν πια ακροάσιμος.
Στην ίδια σκηνή κατά το 1920 χόρευε κ’ η ωραία Ροζάριο. Ένα παγιδεμένο πουλί από τις γοητείες της Αλεξάνδρειας. Το όνομά της Ροζάριο και το επίθετο της «ωραίας», για το κοινό μας, ήταν αχώριστα. Έτσι όλοι τη φώναζαν και κανείς δεν είπε ποτέ πως το επίθετο ήταν πολύ της. Γιατί μπορεί στο δρόμο η Ροζάριο να μην έδειχνε παρά μια μικρόσωμη συμπαθητική γυναίκα, έφτανε όμως η έξαρση κ’ η βακχεία της επάνω στη σκηνή, για να τη μεταμορφώσει αμέσως σε μιαν εξαίσια ύπαρξη.
Η ιστορία της Ισπανίδας εκείνης χορεύτριας ήταν μια πολύ συνηθισμένη ιστορία. Όπως και τόσες άλλες ξένες αρτίστες, είχε προτιμήσει κι αυτή τον έρωτα και την καλοπέραση απ’ την αβεβαιότητα και τις περιπέτειες της σκηνής. Κι όταν αυτά τα δυο πράγματα βρέθηκε να της τα προσφέρει ένας Συριάνος θαυμαστής της, δε δίστασε ν’ απαρνηθεί την Ισπανία της και τον πλανητικό βίο. Έκτοτε, νοικοκυρεμένη και φρόνιμη, δεν εχόρευε παρά για φιλανθρωπικούς μόνο σκοπούς. Αλλά και τότε, έφτανε ν’ ακουστεί το δοκιμαστικό μεσ’ απ’ τα παρασκήνια, κροτάλισμα των καστανιετών της, για να προκαλέσει στο πλήθος των θαυμαστών της το ανατρίχιασμα. Και όμως, ενώ είχαν ήδη περάσει κάπου δέκα χρόνια από τότε που την είχε τιθασσεύσει ο Αλεξανδρινός έρωτας, μια νύχτα, ένας περαστικός Ισπανός πελοτάρης, της άνοιξε το κλουβί και πέταξε… Έτσι, η πελότ-μπασκ που είχε γίνει γύρω απ’ το 1930 το τυχερό παιχνίδι κ’ η διασκέδαση των Αλεξανδρινών ξενύχτηδων, ένα παιχνίδι που έπαιζαν ευσταλείς Ισπανοί νέοι, έγινε αιτία να χαλάσει η ευτυχία του ως τότε ευτυχισμένου Συριάνου. Φανερό πως η φωνή της πατρίδας της είχε ξυπνήσει στο αίμα της ωραίας Ροζάριο την περιπέτεια. Να της βγήκε άραγε σε καλό η φυγή της; Η απάντηση δύσκολη. Πρώτον γιατί η Ροζάριο δεν ήτανε πια νέα, και δεύτερον γιατί οι Ισπανοί νέοι δε μοιάζουν καθόλου τους Άγγλους, που συνήθως παντρεύονται τις μητέρες τους!
Σαν τα τρελά πουλιά...
5
Για την Άννα η Αλεξάνδρεια του 1920 ήταν μια πολιτεία χωρισμένη στα δύο: σε παράδεισο και σε κόλαση. Η Άννα έφτασε στον παράδεισο. Την κόλαση δεν την είδε, της τη διηγήθηκαν. Η κόλαση ήταν κρυμμένη πίσω από κει που είναι οι φτωχοί συγγενείς και τα άπλυτα της οικογένειας. Δηλαδή τα Αράπικα. Στενά δρομάκια με σκουπίδια και ακαθαρσίες, μύγες, τραχώματα. Σπίτια με πόρνες ντόπιες και ξένες, αυλάκια με σαπουνόνερα και ό,τι είδους βρώμικα νερά που τρέχουνε κάτω από πόρτες. Με πορνεία μα άντρες και πορνεία με γυναίκες, με κοριτσάκια κάτω από οχτώ χρονών, με μικρά αγοράκια. Πυκνή υγρή ζέστη, και παντού η μυρουδιά από μαύρα, ιδρωμένα κορμιά μπαρμπερίνων. Όταν ένα ανθρώπινο σώμα πουληθεί και φτάσει μια φορά μέσα σ’ αυτά τα πορνεία, ο ήλιος δεν το ξαναβλέπει πια, γιατί ο ήλιος δεν κατορθώνει ποτέ να τρυπώσει σ’ αυτά τα σοκάκια.
Και όμως ο ήλιος στην Αλεξάνδρεια είναι πάμφωτος!
Με φόντο τη γαλάζια απεραντοσύνη που έχει η Μεσόγειος, και ξαπλωμένη φαρδιά-πλατιά πάνω στην άμμο της παραλίας, είναι η άλλη μισή Αλεξάνδρεια. Η Αλεξάνδρεια η κοσμοπολίτικη των ξένων και του πλούτου. Τον πλούτο τον νιώθεις, τον μυρίζεις στην ατμόσφαιρα. Η αφθονία δεν κρύβεται, προπάντων από άνθρωπο όπως η Άννα, που έζησε κάποτε στα μπερεκέτια τα πολίτικα.
Πραγματικά, εκείνα τα προπολεμικά τα μπερεκέτια τα πολίτικα, που ως δια μαγείας χάθηκαν ξαφνικά μέσα στα πέντε χρόνια του πολέμου, διοχετεύτηκαν, θαρρείς, στην Αλεξάνδρεια, ενώ ολόκληρη η Ευρώπη αποσκελετώθηκε. Ανέβηκε, λέει, η τιμή του μπαμπακιού σε δυσθεώρητα ύψη, και, σαν διαμετακομιστικός κόμβος που ήταν, η Αλεξάνδρεια γνώρισε μια τουριστική κίνηση πρωτοφανέρωτη. Τρελάθηκαν στο χρήμα οι μπαμπακάδες, προπάντων οι Έλληνες, με τα εργοστάσιά τους, τις εγκαταστάσεις τους, τα μαγαζιά τους.
Απ΄ όλες τις ευρωπαϊκές παροικίες, η πιο σημαντική είναι η ελληνική, με τα σχολειά της, τις εκκλησίες της, τα φιλανθρωπικά της ιδρύματα, και απ’ όλες τις συνοικίες η πιο αριστοκρατική είναι το Καρτιέ Γκρεκ με τα μέγαρα των Χωρέμηδων, των Μπενάκηδων, των Αβέρωφ, των Σαλβάνων…
Οι δρόμοι που γνώρισε η Άννα μέσα στα τρία χρόνια που έζησε στην Αλεξάνδρεια μετριόντανε στα δάχτυλα των χεριών, και αυτοί οι δρόμοι τα είχαν όλα: πλούσια καταστήματα, παραρτήματα όλων των μεγάλων καταστημάτων της Ευρώπης, μεγάλα ξενοδοχεία, Claridge, Cecil, ζαχαροπλαστεία, του πουλιού του γάλα.
Και η ζωή εύκολη, άνετη, δίχως αποστάσεις και λεωφορεία και αγκούσα. Όλα στο γύρο σου. Ασφαλτωμένοι δρόμοι που κάθε νύχτα οι μπαρμπερίνοι τους έπλεναν με βούρτσες και άφθονο νερό του Νείλου, εκείνο το διαμάντι, καθώς έβγαινε φιλτραρισμένο από τα εγγλέζικα φίλτρα. Ξυπόλητος μπορούσες να περπατάς στους δρόμους της Αλεξάνδρειας, χωρίς να λερώσεις τα πόδια σου, και καυσαέρια δεν υπήρχαν, γιατί δεν υπήρχαν αυτοκίνητα. Πού και πού αντάμωνες κανένα αυτοκίνητο του αγγλικού στρατού.
Αλλά το ωραιότερο μέρος της Αλεξάνδρειας ήταν το Ράμλι. Σ’ όλο το μάκρος της παραλίας, ξεκινώντας απ’ το κέντρο, δηλαδή το μπουλβάρ Ράμλι και μέχρι το Σίντι Μπίσρ, απ’ όπου αρχίζει ο δρόμος για το Αμπουκίρ, είναι το ένα ύστερα απ’ το άλλο εκείνα τα χαριτωμένα προάστεια, εκείνες οι κηπουπόλεις με τις ωραίες βίλες τους, τον ιππόδρομο, τα ξενοδοχεία…
Γλώσσες στην Αλεξάνδρεια, εκτός από τα αραβικά, μιλιούνται αγγλικά, ελληνικά, γαλλικά, ιταλικά και φυσικά μπαρμπερίνικα, και τις μιλάνε λίγο-πολύ όλοι: Εβραίοι, Σύριοι, αλαφροπάτητοι Μπαρμπερίνοι, εκείνοι που με τις κατάλευκες γκελεμπίες τους, τα κόκκινα φέσια, τις κόκκινες ζώνες, τα κόκκινα πασούμια, αποτελούσαν το θαυμάσιο υπηρετικό προσωπικό μέσα στα ευρωπαϊκά σπίτια, τα ξενοδοχεία και τα γραφεία.
Από την κεντρική πλατεία της Αλεξάνδρειας, την Πλατεία Μωχάμετ Άλη, ξεκινούν δύο κεντρικοί παράλληλοι δρόμοι, η rue Chérif και η rue Tewfik. Εκεί ακριβώς, σε πολυτελές διαμπερές διαμέρισμα κατοικεί ο ξάδερφος της Κλειώς, ο Θρασύβουλος Αντωνιάδης ο χρηματιστής. Κάθεται με τη γυναίκα του την Ειρήνη, μια πολύ καλή και πλούσια αιγυπτιώτισσα, και με την οικογένειά της.
Να και η πεθερά του, η κυρία Πολυξένη, να και η δεύτερη κόρη της, η Κατίνα, να και η μικρότερη, η Ελένη, όλες μαυροφορεμένες για το τελευταίο κακό που τις βρήκε, το θάνατο του μονάκριβου αδερφού τους. Πριν από τον αδερφό είχε πεθάνει ο πατέρας, κι ένα χρόνο πριν απ’ τον πατέρα χάσανε μια θεία. Και όλοι αυτοί οι θάνατοι έγιναν κατά τύχη, ο ένας ύστερα από τον άλλο, στο ίδιο δωμάτιο, που στο τέλος θεωρήθηκε στοιχειωμένο και κλειδώθηκε.
Με την ευκαιρία που θα ρχόταν η Άννα, το στοιχειωμένο δωμάτιο ανοίχτηκε, ανακαινίστηκε, αγιάστηκε. Την επομένη του ερχομού της η Άννα ανακάλυψε πως η οικογένεια δεν είχε κλείσει μάτι όλη τη νύχτα, περιμένοντας να τρέξουν να βοηθήσουν την Άννα αν της συνέβαινε τίποτα.
«Εδώ χρειάζεται προσοχή», συλλογίστηκε η Άννα, που κατάλαβε πώς έχουνε τα πράματα μέσα σ’ εκείνο το σπίτι. «Είναι καλοί άνθρωποι, δεν πρέπει να τους θίξω.»
Ο Θρασύβουλος, σαν πλούσιος ομογενής που έγινε, κρατούσε πόζα. Την κρατούσε γιατί θεωρούσε πως είχε καθήκον να την κρατά. Το χρωστούσε αυτό στην πλούσια γυναίκα του, το χρωστούσε στην οικογένειά του, το χρωστούσε στην πατρίδα του και στη Μεγάλη του Γένους Σχολή απ’ όπου είχε αποφοιτήσει.
Η Άννα έβαλε τα δυνατά της να προσαρμοστεί. «Προσαρμογή ή θάνατος», είπε από μέσα της.
Μαζεύτηκαν όλοι στην τραπεζαρία και κάθησαν γύρω απ’ το μεγάλο τραπέζι. Αμέσως σταυροκοπήθηκε ευλαβέστατα και η Άννα.
—Τι ωραίος καιρός! είπε η Ειρήνη. Ο Θεός να βάλει το χέρι του να μην πιάσει κανένα χαμσίν, να λυπηθεί ο Θεός τους έρημους τους Ρώσους που είναι μέσα στις ξύλινες παράγκες του Αμπουκίρ. Καινούργιους πρόσφυγες πάλι κουβάλησαν έξω στο Σίντι Μπισρ.
—Τι είναι το χαμσίν; ρώτησε η Άννα.
—Αμμοθύελλα.
—Και έφεραν καινούργιους Ρώσους πάλι; είπε η Άννα. Δηλαδή, πάει φαίνεται ο Βράγγελ, νικήσανε οι Κόκκινοι, δεν έβαλαν χέρι στα ρούσικα πετρέλαια οι Αμερικάνοι. Μωρέ μπράβο, Νικήφορ!
Μπόμπα, αν έπεφτε πάνω στο τραπέζι του Θρασύβουλου τέτοιο αποτέλεσμα δεν θα είχε. Η Άννα ζάρωσε και βουβάθηκε. Τώρα τι ήταν αυτό που είπα; Μωρέ μπράβο! Ωραία προσαρμογή! Τώρα τα έκανε μουτ … Και τον Νικηφόρο πού στο διάβολο πήγε και τον θυμήθηκε; Κύριε ελέησον!
Ο Νικήφορ ήταν ένα αγράμματο χωριατόπαιδο που δούλευε στα Παραπήγματα Λοιμωδών Νόσων στη Στάβροπολ, τότε που η Άννα νοσηλεύονταν εκεί από οστρακιά. Η δουλειά του Νικήφορ εκεί ήταν να αδειάζει δοχεία και να κουρεύει ψειριασμένα κεφάλια.
Στα μέσα του εμφύλιου πόλεμου, τότε που η Στάβροπολ είχε πέσει για δεύτερη φορά στα χέρια του Κόκκινου Στρατού, βλέπει μια μέρα η Άννα στο δρόμο μπροστά της ένα λεβέντη στρατιωτικό ίσαμε κει πάνω, αρματωμένο σαν αστακό, που τη χτυπά στον ώμο και της λέει:
—Γεια σου, Άννουσκα!
Τρόμαξε να τον γνωρίσει. Ο Νικήφορ! Καλοξουρισμένος, σοβαρός, όμως το παιδικό χαμόγελο ακόμα έλαμπε μέσα στα γαλανά του μάτια.
—Τι κάνεις, Νικήφορ;
—Εγώ; Να, επανάσταση κάνουμε.
Κοίταξε το ρολόι του.
—Τι κρίμα, έχω δουλειά στο Αρχηγείο. Αύριο, βλέπεις, φεύγω. Τι κρίμα, Άννουσκα! Πες μου γρήγορα, εσύ πώς ζεις; Μπορώ να σε βοηθήσω;
Έβγαλε απ’ την τσέπη του μπλοκ και μολύβι. Έγραψε ένα σημείωμα.
—Πάρ’ το αυτό και πήγαινε στην Επιτροπή Διανομής Τροφίμων.
Και της εξήγησε βιαστικά πως το ιδιωτικό εμπόριο απαγορεύτηκε. Όλοι οι εργαζόμενοι έχουν κάρτες για τρόφιμα, κάρτες για ιματισμό, για όλα. Της έδωσε να καταλάβει πως μ’ αυτό τον τρόπο σιγά-σιγά θα καταργηθεί το χρήμα, και το χρυσάφι θα χάσει την εμπορική του αξία. σε λίγα χρόνια οι λεκάνες των αποχωρητηρίων από χρυσάφι θα γίνονται, επειδή το χρυσάφι δε λεκιάζει.
Αυτό ήταν το τελευταίο μάθημα αγωγής του πολίτου που άκουσε η Άννα στη Ρωσία. Και τον Νικήφορ δεν τον ξανάειδε πια. Και τον ξέχασε.
Από που κι ως που πήγε τώρα να τον θυμηθεί; Να τον θυμηθεί και να τον σχετίσει με τον Βράγγελ, που κακό-χρόνο-νάχει, και να τον σχετίσει με τους Αμερικάνους, που κακό-χρόνο-νάχουνε κι αυτοί, και με τα ρούσικα πετρέλαια, που κακό-χρόνο-νάχουνε κι αυτά γιατί κάνουνε έναν κόσμο άνω-κάτω.
6
Το μόνο πράμα που απασχολούσε την Άννα εκείνη τη στιγμή ήταν η κατοικία και το ζήτημα της μητέρας της. Η αλήθεια ήταν πως η Αλεξάνδρεια ήταν γεμάτη από ξενοδοχεία και πανσιόν, αλλά πως να διαλέξεις, που ο θείος Θρασύβουλος, δεν ήθελε ν’ ακούσει τέτοια πράματα. Για το Θρασύβουλο όλα τα ξενοδοχεία και οι πανσιόν στην Αλεξάνδρεια ήταν οίκοι ανοχής.
Στο μπουλβάρ Ράμλι, γωνία rue Adib, ήτανε μια Pension Belge μέσα σε μια πελώρια οκέλα. Στο τέταρτο πάτωμα αυτής της πανσιόν η Άννα βρήκε δωμάτιο με δυο κρεβάτια και μεγάλο μπαλκόνι. Ήταν ένα είδος ρετιρέ. Το δωμάτιο το βρήκε με είκοσι λίρες το μήνα. Τροφή και κατοικία. Το έπιασε. Κουβάλησε κιόλας εκεί, έστειλε τηλεγράφημα στην Πόλη, και άρχισε να περιμένει απάντηση για να μάθει πότε θα έφτανε η μητέρα της στην Αλεξάνδρεια, να πάει να τ ην παραλάβει.
Η Άννα άρχισε καινούργια ζωή. Όλη την ημέρα δουλειά γραφείου, τα βράδια μελέτη στενογραφία, τα σαββατοκύριακα μπάνιο σ’ ένα από τα τόσα προάστια του Ράμλι που βρίσκονταν πάνω σ’ εκείνη την ωραία αμμουδιά. Για πρώτη φορά στη ζωή της η Άννα ένιωσε τέτοια σιγουριά.
Ένα πρωί κατά τις δέκα, ο κλητήρας του γραφείου της, ο Αμπάς, μαζί με τον καφέ και το σάντουιτς, της έδωσε ένα σημείωμα. το σημείωμα ήταν απ’ τη διευθύντρια της πανσιόν, που έγραφε στην Άννα να πάει γρήγορα, γιατί έφτασε αναπάντεχα η μητέρα της και δημιουργεί ζητήματα.
Με την ψυχή στο στόμα έφτασε η Άννα στην πανσιόν και βλέπει μπροστά στην πόρτα συνωστισμό. Δυο αραπάδες τραβοκοπούν στο πεζοδρόμιο έναν τεράστιο και βαρύ σάκο, — χαράρι, όπως το λέγαν τότε οι πολίτισσες νοικοκυρές, όπου θηκιάζαν μέσα όλα τους τα στρώματα και τα παπλώματα όταν μετακομίζανε. Στην είσοδο της οκέλας δέματα. Μπαίνει στο ασανσέρ, φτάνει στο τελευταίο πάτωμα, και βλέπει στο διάδρομο άλλα δέματα, καπελιέρες, μπόγους, κασόνες.
Η Νάζλη, η μονόφθαλμη πλύστρα της πανσιόν που ζούσε πάνω στην ταράτσα, στέκεται μπροστά στην πόρτα της κάμαρας την ανοιχτή και χαχλανίζει, και μέσα η κυρία Κλειώ όρθια ανάμεσα σε μπαουλάκια και άλλες αποσκευές μαλώνει με τη διευθύντρια της πανσιόν.
—Άννα, παιδί μου…
—Δεσποινίς…
—Σταθείτε, σταθείτε, λέει η Άννα και πιάνει το κεφάλι της. Σταθείτε, σας παρακαλώ. Μαντάμ Καρρώ, μ’ αφήνετε μόνη με τη μητέρα μου; Και συ πως βρέθηκες εδώ χωρίς να ειδοποιήσεις;
—Γιατί; Τόσο πια γέρασα, που δεν μπορώ χωρίς τη βοήθειά σου να έρθω στην Αλεξάνδρεια;
—Και όλο αυτό το γκιότσι γιατί το κουβάλησες; Δεν είπαμε μόνο δυο βαλίτζες; Πού θα τα βάλουμε τώρα όλ’ αυτά;
Πάει να καθήσει η Άννα πάνω σ’ ένα κασόνι, σκοντάφτει σ’ ένα καλάθι.
—Προσοχή, Άννα μου, το ζώο.
—Ποιο ζώο;
—Καλέ ο Ασλάν. Τρελάθηκα να τον αφήσω τον Ασλάν σ’ εκείνη την παρτσακλή τη φιλενάδα σου; Το έφερα μαζί μου το ζώο.
Και σε λίγο με τρυφερό χαμόγελο:
—Πρόσεξε, σ’ εκείνη την καλαθούνα είναι η Μαλβίνα. Και … να σ’ τα πω τα νέα, Άννα μου; Γέννησε το πουλάκι μου μέσα στο βαπόρι και έκανε δυο. Ένα τιγράκι και ένα σαριδάκι.
Εκείνο το βράδυ η Άννα πριν κοιμηθεί προσευχήθηκε. «Παντοκράτορα Θεέ, είπε, βοήθεια! Και σεις, θεοί που βασιλέψατε στην άνω και κάτω Αίγυπτο, Ίσις και Όσιρις και Άμμον Ρα, εσύ Μπαστέτ, θεά με τη γατίσια μούρη, λυπηθείτε, αν όχι εμένα, τουλάχιστον τις γάτες που κουβάλησε εδώ μέσα η μάνα μου. Λυπηθείτε μας και κάντε το θαύμα σας.»
Και ω του θαύματος! Η προσευχή της Άννας εισακούστηκε. Πριν καλοξημερώσει, οι ουρανοί πάνω απ’ την έρημο της Σαχάρας άλλαξαν χρώμα. Σηκώθηκαν μικρά κύματα άνεμοι. Τα διαδέχτηκε μια μικρή ψιχάλα, και ύστερα σκιάστηκε ολωσδιόλου ο ήλιος πάνω από την Αλεξάνδρεια. Απλώθηκε παντού ένα σύννεφο. Σκοτάδι. Ένας πυρωμένος άνεμος φέρνει πυρωμένη άμμο που σα λάβα απλώνεται πλατιά και σκεπάζει τα πάντα. Τρυπώνει παντού, περνά ανάμεσα από κλειστά παντζούρια και τζάμια, και τρυπώνει σε κλειστά μπαούλα, σε συρτάρια, μέσα στα μάτια του κόσμου και κάτω από τα νύχια του. Βουίζει ο καφτός άνεμος καθώς περνά και τραβά τον πυρακτωμένο δρόμο του για να πάει να πέσει μέσα στη θάλασσα.
—Χαμσίν! ακούει η Άννα να φωνάζουνε τρομαγμένοι μπαρμπερίνοι στο διάδρομο.
Ακούονται βιαστικά βήματα, τρέξιμο, παντζούρια να κλείνονται, πόρτες να χτυπούνε. Πετιέται η Άννα πάνω και αρπάζει τις γάτες, τις κλείνει στα καλάθια τους για καλό και για κακό. Ανοίγει η πόρτα της κάμαρά της κι ένας μπαρμπερίνος ορμάει μέσα. Σκοντάφτει πάνω στις αποσκευές που γέμιζαν την κάμαρα, κλωτσά, δρασκελά και τρέχει στην μπαλκονόπρτα.
—Χασμίν! λέει.
Γκάπα-γκούπα! σφαλνά μάνι-μάνι την πόρτα της βεράντας, βγάζει απ’ την τσέπη του μπουμπάρια και σουγιά και αρχίζει να στουμπώνει χαραμάδες. Μπροστά στην ανοιχτή πόρτα στέκεται η μονόφθαλμη Νάζλη και χαχλανίζει.
—Τι είναι, καλέ; Τι γίνεται;
Η Κλειώ κάνει να σηκωθέι, αλλά είναι ακόμα ζαλισμένη. Πέφτει πίσω στο κρεβάτι της.
—Τι γίνεται;
—Χαμσίν! φωνάζει η Άννα, και χωρίς να καταλάβει πως της ήρθε, αρπάζει το πρώτο δέμα που βρίσκεται μπροστά της και το πετά στη Νάζλη. Πάρε, Νάζλη, να, πάρε κι αυτό.
Κλωτσά μια κασονίτσα στο διάδρομο.
—Πάρ’ τα όλα! Φώναξε και όλους τους σοφράγκηδες από κάτω νάρθουν να πάρουν κι εκείνοι πράματα.
Κλωτσά μια καπελιέρα στο διάδρομο, την αρπάζει ένας μπαρμπερίνος που έτρεχε μπροστά απ’ την πόρτα τους.
—Πα! κάνει η κυρία Κλειώ. Πα!
Και προσπαθεί να σηκωθεί.
—Καλέ, Άννα!
—Σουτ! Σιωπή, χαμσίν! φωνάζει η Άννα έξαλλη. Κάτσε κάτω!
Γκάπα-γκούπα! Τα παράθυρα δώθε-πέρα εξακολουθούν να κλείνονται. «Χαμσίν! Χαμσίν!» ανεβαίνει η ηχώ μέσα στο φεγγίτη από το κάτω πάτωμα. Οι ένοικοι όλοι τρομαγμένοι κάθονται στα δωμάτιά τους. Οργή Θεού!
—Να, Αζίζ! φωνάζει η Άννα, τραβώντας έναν αράπη από την γκελεμπία του. Πάρτ’ το αυτό.
Και κλωτσά ένα κασόνι στο διάδρομο.
—Καλέ, Άννα, προσπαθεί να πει η κυρία Κλειώ με σβησμένη φωνή.
—Σους! Χαμσίν!
Τώρα πια αλλόφρων η Άννα τα αρπάζει όλα από μπροστά της και τα πετά στο διάδρομο φωνάζοντας θριαμβευτικά:
—Χαμσίν! Ελάτε, μάγειροι, καμαριέρηδες, μποάμπηδες, ελάτε, πάρτε.
Μια πόρτα άνοιξε δίπλα στην κάμαρά της.
—Τι είναι, τζάνουμ; Πολύ πατιρντί ένεται! λέει η διπλανή αρμενοπούλα.
—Χαμσίν! της λέει η Άννα και σφαλνά την πόρτα της.
Η κάμαρα είχε αδειάσει. Μονάχα δυο βαλίτζες απόμειναν κοντά στο κρεβάτι της κυρίας Κλειώς και δυο καλάθια με τις γάτες κάτω απ’ τα κρεβάτια τους.
Η Κλειώ ήταν πεσμένη μπρούμυτα στο κρεβάτι και έκλαιγε. Η Άννα, εξαντλημένη, έπεσε ανάσκελα στο δικό της το κρεβάτι και έκλεισε τα μάτια της.
Το θαύμα είχε γίνει.
Μαρία Ιορδανίδου, Σαν τα τρελά πουλιά, Εστία 1978, 1998(25), σ. 25-35.
Η Αλεξάνδρεια;...
«Υπάρχει ένα μικρό πουλί —ξεχνώ το όνομά του— που η μοίρα το έταξε να συντροφεύει τον ρινόκερο στις περιπλανήσεις του και να εκτελεί για δαύτον κάποια καθήκοντα, τα οποία δεν μπορεί ο ίδιος να κάνει, επειδή είναι τόσο βραδυκίνητος. Η παράκτια Αίγυπτος, λοιπόν, μοιάζει μ’ αυτό το πουλί. Φωλιασμένη, αλλά ζωηρή και ξάγρυπνη, πάνω στο τομάρι του παχύδερμου που λέγεται Αφρική, μπορεί να μην είναι αετός ή κύκνος, αλλά, αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση του ρινόκερου, μπορεί να πεταρίζει στον αγέρα. Και κάπου-κάπου μπορεί να τραγουδάει».
Στο μυαλό και στα μάτια του τριανταεφτάχρονου Ε.Μ. Forster, η παράκτια Αίγυπτος ταυτίζεται ασφαλώς με την Αλεξάνδρεια. Ο ίδιος δεν αγάπησε πολύ την Αίγυπτο. Η σκέψη του είναι πιο πολύ δεμένη με τη μυστικοπάθεια των Ινδιών. Αφιέρωσε, όμως, στην Αλεξάνδρεια τον πλέον αξιόπιστο ιστορικό οδηγό, βιβλίο που διατηρεί τη φρεσκάδα και τη χρησιμότητά του. Ο φιλοπερίεργος ταξιδιώτης το εντοπίζει εύκολα, ακόμη και σήμερα, στα κιόσκια της πόλης, ανάμεσα σε αραβικές εφημερίδες, έγχρωμα αποφθέγματα από το Κοράνι και τουριστικές φωτογραφίες. Ο Forster και ο Durrell είναι οι τελευταίοι κρίκοι σε μια αλυσίδα πασίγνωστων ονομάτων που συνδέονται με την πόλη των Πτολεμαίων: Καλλίμαχος, Ηρώνδας, Κλεοπάτρα, Αντώνιος, Καίσαρ, Οκτάβιος, Αμμώνιος Σακκάς, Πλωτίνος, Υπατία, Κλήμης, Ωριγένης, Άγιος Αθανάσιος, Άρειος, Άγιος Αντώνιος, Παχώμιος, Μωχάμετ Άλυ, Όραμπι, και βέβαια —προς Θεού, να μην λησμονηθεί!— ο Έλλην ποιητής Κωνσταντίνος Πέτρου Φωτιάδης Καβάφης.
Η πνευματική φιλία Forster-Καβάφη διευκόλυνε τον Άγγλο συγγραφέα να κατανοήσει την ιστορική συνέχεια της πόλης και να σταθεί στο παρελθόν της. Ακόμα και σήμερα η τουριστική ανία του μπουχτισμένου από εικόνες και εντυπώσεις επισκέπτη χρειάζεται μιαν εσωτερική, καθοδηγητική παρουσία για να ξεπεράσει τον αιφνιδιασμό του ξαναμμένου αραβισμού και να αντιμετωπίσει ψύχραιμα τη βαθιά γοητεία της πόλης. Ο σημερινός Έλληνας που αποφασίζει να επισκεφθεί για πρώτη φορά την Αλεξάνδρεια κουβαλάει μέσα του μια διάχυτη συναισθηματική φόρτιση και μια βαθιά οικειότητα επιστροφής σε δική του γη. Δεν είναι μόνον το αίσθημα της «απέναντι ακτής», που βοηθάει. Η Αλεξάνδρεια βρίσκεται πολύ κοντά μας, περισσότερο συναισθηματικά παρά γεωγραφικά. Η απόσταση που μας χωρίζει διευκολύνει απλώς την ονειροπόληση. Ακόμα και η συγκοινωνιακή πρόσβαση —αν δεν ακολουθήσεις τον δρόμο της θάλασσας, πρέπει να φτάσεις πρώτα στο Κάιρο, να διασχίσεις την τρίωρη έρημο και ύστερα να φτάσεις στην πόλη— δημιουργεί την εντύπωση φυσικής δυσκολίας, μιας σωματικής και ψυχικής δοκιμασίας για να αξιωθείς τον προορισμό σου. Τα διακόσια τόσο χιλιόμετρα που χωρίζουν το Κάιρο από την Αλεξάνδρεια ξεδιπλώνονται σε ατέλειωτες, μονότονες ευθείες· χαμηλή, επίπεδη γη και λίγη υπερυψωμένη άμμος. Για όσους έχουμε μεγαλώσει με την εικόνα της ερήμου που μας έχει προσφέρει σε χορταστικές δόσεις το Χόλλυγουντ, η περιοχή εδώ μοιάζει περισσότερο με ερημιά παρά με έρημο. Την άνοιξη αρχίζουν τα χαμσίνια, η ψιλή άμμος μετακινείται και καταργεί το κατάστρωμα του δρόμου, η κυκλοφορία γίνεται προβληματική, χώρια οι φθορές που υφίστανται οι μηχανές των αυτοκινήτων. Η μονοτονία του τοπίου διακόπτεται από αναποφάσιστες πρασινάδες και θλιβερούς μικροοικισμούς, σημάδι νερού. Στη μέση της διαδρομής βρίσκεται η Sadad City. Σε μια έξαρση παραδειγματισμού και εθνικής πίστης, ο δολοφονημένος πρόεδρος της Αιγύπτου έστησε, όταν ζούσε, μιαν ολόκληρη πολιτεία καταμεσίς στην αφιλόξενη ερημιά.
Μετά τα απαραίτητα διόδια, αχνοφαίνεται στο βάθος του ορίζοντα, στην απέναντι πλευρά των νερών της λίμνης, μια μικρή άσπρη γραμμή. Είναι η Αλεξάνδρεια. Διασχίζοντας τα βρωμόνερα της λίμνης, όπου οι ντόπιοι κυνηγούν πάπιες ή ψαρεύουν, αναρωτιέσαι μέσα στην μπόχα, πού κρύβεται, πού αρχίζει η ομορφιά της πόλης. Και ξαφνικά, κατά τρόπο διαλεκτικό, μια εναέρια γέφυρα συνδέει τη μιζέρια με την αρχοντιά. Γοητευτικά παλαιά κτίρια, μεγάλοι δρόμοι, άφθονες δεντροστοιχίες. Η περιοχή του πάλαι ποτέ Quartier Grec. Τούτα τα οικοδομικά τετράγωνα είναι προτιμότερο να τα δεις τη νύχτα, όταν η πολιτεία κοιμάται. Τα φώτα του αυτοκίνητου χαρακώνουν το σκοτάδι και φωτίζουν νυσταγμένους, ένοπλους φρουρούς, που φυλάνε τα αρχοντικά όπου στεγάζονται τώρα πρεσβείες, κρατικοί οργανισμοί ή δημόσιες υπηρεσίες. Εξωτερικώς είναι άθικτα. Δεν μπορεί, λες, από στιγμή σε στιγμή θ’ ανάψουν τα φώτα της εξώπορτας, θα γεμίσει ο δρόμος φωνές και γέλια, θα ξεχυθούν οι καλεσμένοι· όλο και κάποιος Ζερβουδάκης ή Ζιζίνιας ή Σαλβάγος θα έχει βεγγέρα. Είσαι περίπου βέβαιος πως, την επόμενη μέρα, ο «Ταχυδρόμος» θα σχολιάσει στην κοσμική του στήλη τη μεγάλη επιτυχία της βραδιάς.
Η Αλεξάνδρεια παραμένει μια πόλη που έχει να κάνει με τις αισθήσεις. Μια ανακατωμένη, ζαλιστική μυρουδιά κουζίνας, χαλβά, φυστικιών, παστρουμά, καβαλίνας (και πιθανότατα: μπόχας και καταλαλιάς), τηγανισμένου κρεμμυδιού, φτηνού αρώματος, μούχλας και υγρασίας σέρνεται στους δρόμους. Κάτω από το μεγάλο, αδιάφορο άγαλμα του Σαντ Σαγλούλ, τα αυτοκίνητα χτυπούν ασταμάτητα τις κόρνες μπροστά στους σαστισμένους, αξιοθρήνητους τροχονόμους. Πολύχρωμες κελεμπίες, σκουπίδια που τα βασανίζει ο άνεμος, γλυκές, μελαχρινές γυναίκες με μεγάλα, αμυγδαλωτά μάτια γίνονται ψηφίδες ενός αεικίνητου μωσαϊκού, ενώ πάνω στις ράγιες σέρνονται οι τροχοί του τραμ και η υποσχετική φωνή του Προφήτη ξεχύνεται από τα εξωτερικά μεγάφωνα του μιναρέ.
Οι διακοπές του ηλεκτρικού ρεύματος είναι συχνές. Το ηλεκτρικό δίκτυο της πόλης είναι παμπάλαιο. Αυτή η εκνευριστική αρρυθμία είναι ένας από τους πολλούς τρόπους που μετέρχεται η Αλεξάνδρεια για να σου επιβάλλει τη λογική της. Το συνηθίζεις αδιαμαρτύρητα και καταφεύγεις στα κεριά, που βρίσκονται πάντα σε ετοιμότητα. Όταν μάλιστα ξεφυλλίζεις παλιές εφημερίδες και περιοδικά για τον Καβάφη, τα κεριά σου προσφέρουν ένα άλλο είδος φωτισμού. Οι αντιστάσεις σου περιορίζονται στο εμφιαλωμένο νερό και στην ασκητική συμπεριφορά απέναντι στα λαχταριστά φρούτα, που θυμίζουν τους πειρασμούς του Αγίου Αντωνίου. Ο μόνος τρόπος να διατηρήσεις την αξιοπρέπειά σου.
Η καρδιά του συρρικνωμένου Ελληνισμού χτυπάει στον χώρο του Γενικού Προξενείου. Εδώ λειτουργούν ευκολότερα και πιο δραστικά οι αναμνήσεις των παλαιών ημερών. Ένα κύτταρο πολιορκημένο από παντού. Σε μικρή σχετικώς απόσταση, μα πάντα στο νευραλγικό κέντρο της πόλης, βρίσκεται το ρημαγμένο Ελληνικό Νοσοκομείο (29 Απριλίου 1933…), ο ναός του Αγίου Σάββα και ο μικρός δρόμος που μόνον στις λογοτεχνικές και φιλολογικές σελίδες αναφέρεται ακόμη με το όνομα οδός Λέψιους. «Θέλεις να περάσουμε από το σπίτι του ποιητή;» ρώτησε ο Γενικός Πρόξενος. Ήταν νύχτα, γλυκιά ανοιξιάτικη νύχτα του Δεκέμβρη. Στον δρόμο μας συναντήσαμε τον σύλλογο «Αισχύλος – Αρίων». Ποιος να θυμάται άραγε τις δόξες τούτης της αίθουσας; Ποιος να θυμάται σήμερα εκείνη τη σκανδαλώδη ομιλία του Σωκράτη Λαγουδάκη, που έθιξε τον Ποιητή και πήρε φωτιά η πνευματική Αλεξάνδρεια; Άσε πια εκείνα τα παιδαρέλια και τους νέους, που απασχόλησαν για πολλές μέρες τον τοπικό τύπο: ο Αλέκος, ο Γιώργος, ο Τίμος, ο Κ.Ν., ο Πέτρος. Ακόμα και η Μαρίκα, που έκανε τότε περιοδεία στην Αίγυπτο, έστειλε τηλεγράφημα για να συμπαρασταθεί στον Ποιητή.
Έσβησαν ξαφνικά τα φώτα και η πόλη βυθίστηκε στο σκοτάδι, από διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος. Σαν φωτοστέφανο είχε σταθεί το χλωμό φεγγαρόφωτο πάνω στη στέγη του κτιρίου. Διακρίνεις πια μόνον όγκους και σχήματα. Η εντοιχισμένη πλάκα της εισόδου δεν φαίνεται. Την φέρνει όμως στα μάτια σου η εικόνα που έχεις δει αμέτρητες φορές σε φωτογραφίες. Βλέπεις αυτό που θέλεις να δεις, χωρίς να φαίνεται. Η ρημαγμένη πόρτα, οι βρώμικες σκάλες, το ερευνητικό, καχύποπτο βλέμμα των ενοίκων, οι οποίοι, ναι, κάτι έχουν ακούσει για κάποιον περίεργο, σπουδαίο κύριο που έμενε παλιά εδώ. Η πίκρα και η σιωπή ενός συλημένου τάφου. Μόλις πέθανε ο ποιητής και άρχισε η φήμη του να ερεθίζει το ενδιαφέρον σχετικών κα ασχέτων, ο ιδιοκτήτης του σπιτιού άρχισε να πουλά κάθε τόσο «έπιπλα του Καβάφη». Ύστερα από κάθε πώληση, ξαναγέμιζε το διαμέρισμα με καινούρια «έπιπλα του Καβάφη».
Στο Προξενείο πάντα, γίνεται κάθε χρόνο η «εμποραγορά». Εταιρείες και οργανισμοί, ακόμα κι από τον ελλαδικό χώρο, προσφέρουν είδη, τα οποία συμπληρώνονται από ανάλογες ιδιωτικές προσφορές. Ένα χαρμόσυνο, γιορταστικό παζάρι. Οι εισπράξεις πηγαίνουν για το Γηροκομείο, όπου φιλοξενούνται ως τρόφιμοι δεκάδες ναυαγισμένοι. Οι πιο πολλοί χωρίς οικογένεια και χωρίς περιουσία σήμερα. Τρυγάνε ολημερίς τη λαμπρή ζωή που πέρασαν, όχι μόνον στην Αλεξάνδρεια, αλλά και σε άλλα μέρη της διασποράς. Δεν τα κατάφεραν να φύγουν από την Αίγυπτο, όταν έπρεπε. Έχασαν τα χρήματα και τα ακίνητα, δοκίμασαν τη φτώχεια και τον ξεπεσμό. Τους περιμάζεψαν στο Γηροκομείο και τους περιποιούνται. Πάλι με διακοπή ρεύματος, το Γηροκομείο αναδίνει έντονα μυρουδιά νοσοκομείου, κλειστού χώρου και ξινίλας. Μόνη της, σε δικό της δωμάτιο, κάθεται η κυρία Ερασμία. Γύρω της πράγματα που μοιάζουν απαραίτητα: τηλεόραση, ψυγείο, καλοριφέρ ατομικό. Χοντρή και αφράτη, παρά τα χρόνια της, κρατάει τη σπίθα στο βλέμμα της, που λέει πιο πολλά απ’ όσα εκφράζουν τα λόγια. Δεν έχει κανέναν συγγενή. Ο τελευταίος της άντρας, τρίτος ή τέταρτος κατά σειρά, κατέβηκε μια μέρα ν’ αγοράσει φάρμακα και δεν ξαναγύρισε. Βρήκε, λέει, ένα επείγον τηλεγράφημα στην είσοδο του σπιτιού, που τον καλούσε στην Ρωσία. Τράβηξε στο λιμάνι, χωρίς να ειδοποιήσει κανέναν, μπήκε στο πρώτο καράβι που σάλπαρε και δεν ξαναγύρισε, ούτε έμαθε κανείς ποτέ για την τύχη του. Η κυρία Ερασμία καταβροχθίζει όλη μέρα μυθιστορήματα «Άρλεκιν» και αφήνει προσεκτικά ατημέλητο τον γιακά της μπλούζας της, για να ξεχειλίζει ο άλλοτε τριζάτος κόρφος της. Η Αλεξάνδρεια, η κυρία Ερασμία, το σκοτάδι, τα γηρατειά. Πικρό καταπότι.
Εις το φως της ημέρας η πολιτεία λάμπει. Οι προσόψεις των σπιτιών θυμίζουν βομβαρδισμένο σκηνικό. Εγκατάλειψη και θλίψη. Οι φοίνικες, η θάλασσα, οι ελληνικές επιγραφές. Και το μουσειακό νεκροταφείο, όπου αναπαύονται μερικά από τα λαμπρότερα ονόματα του νέου Ελληνισμού. Αναρωτιέται κανείς, πότε τραγουδάει τούτο το πουλί, καθισμένο πάνω στην παχύδερμη Αφρική.
Δημήτρης Δασκαλόπουλος, «Η Αλεξάνδρεια;», Κ.Π. Καβάφης, Διάττων 1988, σ. 155-162.
Αλεξάνδρεια...
Η κουβέντα με τη θάλασσα δεν τελείωσε.
Ούτε τα βήματά σου προσπέρασαν μακριά και γοργά
της αρχικής πληρότητος τα όρια.
Σπίθες που από εστίες φωτιάς ξεπηδούν
και στην ακτή σου ξεγλιστρούν
όπου το νερό και η φωτιά
σελίδες δύο γίνανε
κι ένα σημείο θαυμαστό.
Ορίζοντας λουσμένος φως
κεντημένος με ψιθύρισμα βουβό,
αγωνία αποχαιρετισμού του ερωτευμένου που προσμένει
εσένα εδώ και χρόνια
μια συνάντηση κι ένα τέλος ελπίζει
το στήθος σου με ιστορίες πολλές γεμίζει
κι η θάλασσα που μπροστά σου γονατίζει
όπως και τώρα κι ονειροπολεί
την βασιλική σου την πομπή να δει
και μέσα στο θρόνο σου τον πορφυρένιο
στ’ ανάκτορά σου να μπει
ένα κομμάτι από τον εαυτό της σου χαρίζει.
Απλώνει τα χέρια της σ’ αγκαλιάζει
μα εσύ το μυστικό σου εξακολουθείς
να μην θέλεις ν’ αποκαλύψεις
μήπως άραγε την αποκρούεις
ή τα δίχτυα του έρωτά σου ρίχνεις
και περιμένεις σ’ αυτά η θάλασσα να μπλεχτεί;Πίσω από την πλάτη σου η αμμουδιά
απλώνεται
στην όψη σου δύο πρόσωπα
εναλλάσσονται
μια η μεσογειακή κοψιά
κι η άλλη όψη που την αρχή της ποθείς
και ονειρεύεσαι.
Το κεφάλι σου είναι τώρα βουτηγμένο…
Και στον χιτώνα σου είναι απάνω κεντημένα
πολύχρονου ταξιδιού απομεινάρια
υπόλοιπα μιας ολόκληρης ζωής
όλα σφιχτοραμμένα
με του παραμυθιού την κλωστή.
Λοιπό τι θέλεις τώρα; τι προσμένεις;
Βουτιά προς το άγνωστο
ή πισωγύρισμα στο χθες επιθυμείς;
να ξαποστάσεις και να λαγοκοιμηθείς;
Τι θέλεις λοιπόν τώρα; τι προσμένεις;
ένα παρελθόν που προσδοκά
την αναβίωση του παραμυθιού,
και σε δύο όνειρα ανάμεσα
προς τον ήλιο στρέφεσαι
ύστερα φεύγεις … χάνεσαι,
κι από τα μάτια σου κυλάει
ένα δάκρυ του «Δία»
μα εσύ στο βάδισμά σου διατηρείς
τη γοητεία της Ρώμης
ζωγραφισμένη,
στ’ αυτιά σου μια κραυγή
από το εωθινό κάλεσμα
του μουεζίνη για προσευχή.
και το ερώτημα που μένει;
βρήκες άραγε τον σωστό σου δρόμο;
μόνη σου τώρα προχώρα
την απόφαση να πάρεις
και γίνε η Αλεξάνδρεια.Του φθινοπώρου σου ο ουρανός όταν
εσήμανε τα σμήνη του τάραξαν
τις απέραντες ακτές σου.
Από τα πέρατα ακούστηκε ο βοράς
να ξεπηδάει, από τα στήθια σου χιονιάς
με χιτώνα βρεγμένο να σε προσκαλεί
έλα … φίλησέ τον
στις πτυχές του αγκάλιασε
έναν έρωτα που όλος κρύβεται
μαζί με πλήθος απ’ όνειρα κι ελπίδες
τέχνη γεμάτη ζωγραφιές
εικόνα από άστρα κρυμμένα
μα εσύ τα ολόλευκά σου παράθυρα
ορθάνοιχτα αφήνεις
ούτε της ζωής την ταπεινότητα αποδέχτηκες.
Οι Τάταροι που σήμερα σε λεηλατούν
και πάνω στα στήθια σου πύργους κτίζουν
για τα κάστρα τους τα ψηλά καμαρώνουν
κι υπερήφανα διαλαλούν.
Είναι αυτοί που τη θάλασσα σκοτώνουν
και των ματιών σου το φως σβήνουν
τον ούριο άνεμο κυνηγούν
την ελευθερία να φυλακίσουν.Έρχονται από τον χρόνο τον άγονο
σαν φωτιά σαν ακρίδες ή ωσάν
των βαρβάρων η επέλαση
τι άλλο επιδιώκουν περισσότερο
πέρα από τη σφαγή σου
τι άλλο θέλουν από σένα το θύμα
πέρα από το να σε γδάρουν
μόνη σου τώρα προχώρα
την απόφαση να πάρεις
και γίνε η Αλεξάνδρειατης ζωής παλμός νεανικός
και αναστήσου όρθια
στον πυθμένα της θάλασσας ρίξε
εισβολείς που θαρρώ τόλμησαν
το πρόσωπό σου το όμορφο να λερώσουν
τα παράσημά σου τα λαμπερά να χαλάσουν
άρπαγες να γίνουν
και να σε υποδουλώσουν προσπαθούν
μόνη σου τώρα προχώρα
την απόφαση να πάρεις
και γίνε η Αλεξάνδρεια
και της ύπαρξής σου η όψη
ποτέ να μην εκλείψει.
Από τους συκοφάντες σου μη θορυβείσαι
των Τατάρων ο στρατός τις τύψεις
της αμαρτίας δεν γνωρίζει
στον δρόμο του ονείρου πορεύσου τώρα
προχώρα
ετούτη η αρχή σου
είναι της έναρξης η ώρα.
Τα λόγια του κόσμου μη λογαριάζεις
τώρα που γύρω σου η θύελλα δυναμώνει
τα πρόσωπα που ξύπνησαν καραδοκούν
τα φαράγγια εκβράζουν τους νεκρούς
από της γης τα σωθικά
που ο πυθμένας της κοχλάζει
ψυχορραγεί … προσεύχεται …
αναρωτιέται μήπως ξεψυχάει …
τελειώνει ή μήπως η θάλασσα φεύγει
απομακρύνεται … αργοσβήνει ή κρύβεται.
Οι γλάροι κλαίνει
στην ακτή τη θλιμμένη ένα δάκρυ χύνεται
του Καβάφη του μοναχού που σαν κερί λιώνει
πέφτει … καίει μονομιάς
τα αμαρτήματα … τις σκέψεις της νύχτας
σαν γύπας οι εφιάλτες
επάνω του ορμούν
και προς το τέρμα τον οδηγούν.
Μ στη σπηλιά του αυτός αντιστέκεται
του φόβου τα στρατεύματα αποκρούει, μάχεται
προσπαθεί από του πρωιού το φως
να κρυφτεί κι από τον ερχομό των βαρβάρων.Αν στην ανοχύρωτη πόλη του έρθουν
θα ήταν ο ερχομός τους μια λύση
αν ο Νταρίλ στη λάσπη πέσει
και στα λασπόνερα κολυμπήσει.
Αν στης νύχτας τα καταγώγια τρέξει
τη φωτιά που σαν καμίνι φουντώνει
μέσα του προσπαθώντας να σβήσει
με τα νύχια του ενώ οι φίλοι
που βιαστικοί ανάλαφροι ήρθαν
στα βάθη της ψυχής τους εύχονται
να ’ναι μακρύς ο δρόμος
την κάθε στιγμή να χαρούνε…
Μέσα στα μάτια του βαθιά
τον ορίζοντα κλείνει…
την θάλασσα φαντάζεται πνιγμένη
το καταγώγιο γεμάτο καπνό και μουσικές
και δυνατές βαρβαρικές φωνές.
Κι αυτός είναι ένας ερωτευμένος
που από τις αμαρτίες γοητεύεται
πάντα παραπλανιέται
δεν βλέπει παρά φαντάσματα
το πρόσωπό σου το ανατολίτικο αν
αφουγκραστεί μια μέρα
φως η καρδιά του θ’ αναβλύσει.
Άφθονες υποσχέσεις περιμένει.
Αναρωτιέται πως τον φάρο σου που λάμπει
και με καμάρι ακτινοβολεί δεν μπόρεσαν
οι βάρβαροι να δούνε.
Μετάβαση στο σημείο: Λεωφόρος Ραμλίου (Λεωφόρος Ζαγλούλ)