Αλεξάνδρεια
Αλεξάνδρεια
Συγκρότηση ενότητας: Δώρα ΜέντηΚορνίς Κορνίς
Περπατώντας στην Κορνίς, στην εκτεταμένη παραλιακή οδό της Αλεξάνδρειας που κάθε εποχή συγκεντρώνει πλήθος περαστικών και επισκεπτών, οι εντυπώσεις διαδέχονται γοργά η μια την άλλη. Από τη μια μεριά κυριαρχεί η θάλασσα και μερικές ωραίες αμμουδιές. Από την άλλη εκτείνεται η πόλη με τις πλατείες, την παλιά κοσμοπολίτικη ιστορική φυσιογνωμία και τα μνημεία της, περιστοιχισμένη από τη σύγχρονη μεγάλη πληθυσμιακή ανάπτυξη που έχει σαφώς ανατολικό κοινωνικό και πολιτισμικό χαρακτήρα.
Αλεξάνδρεια...
Η κουβέντα με τη θάλασσα δεν τελείωσε.
Ούτε τα βήματά σου προσπέρασαν μακριά και γοργά
της αρχικής πληρότητος τα όρια.
Σπίθες που από εστίες φωτιάς ξεπηδούν
και στην ακτή σου ξεγλιστρούν
όπου το νερό και η φωτιά
σελίδες δύο γίνανε
κι ένα σημείο θαυμαστό.
Ορίζοντας λουσμένος φως
κεντημένος με ψιθύρισμα βουβό,
αγωνία αποχαιρετισμού του ερωτευμένου που προσμένει
εσένα εδώ και χρόνια
μια συνάντηση κι ένα τέλος ελπίζει
το στήθος σου με ιστορίες πολλές γεμίζει
κι η θάλασσα που μπροστά σου γονατίζει
όπως και τώρα κι ονειροπολεί
την βασιλική σου την πομπή να δει
και μέσα στο θρόνο σου τον πορφυρένιο
στ’ ανάκτορά σου να μπει
ένα κομμάτι από τον εαυτό της σου χαρίζει.
Απλώνει τα χέρια της σ’ αγκαλιάζει
μα εσύ το μυστικό σου εξακολουθείς
να μην θέλεις ν’ αποκαλύψεις
μήπως άραγε την αποκρούεις
ή τα δίχτυα του έρωτά σου ρίχνεις
και περιμένεις σ’ αυτά η θάλασσα να μπλεχτεί;Πίσω από την πλάτη σου η αμμουδιά
απλώνεται
στην όψη σου δύο πρόσωπα
εναλλάσσονται
μια η μεσογειακή κοψιά
κι η άλλη όψη που την αρχή της ποθείς
και ονειρεύεσαι.
Το κεφάλι σου είναι τώρα βουτηγμένο…
Και στον χιτώνα σου είναι απάνω κεντημένα
πολύχρονου ταξιδιού απομεινάρια
υπόλοιπα μιας ολόκληρης ζωής
όλα σφιχτοραμμένα
με του παραμυθιού την κλωστή.
Λοιπό τι θέλεις τώρα; τι προσμένεις;
Βουτιά προς το άγνωστο
ή πισωγύρισμα στο χθες επιθυμείς;
να ξαποστάσεις και να λαγοκοιμηθείς;
Τι θέλεις λοιπόν τώρα; τι προσμένεις;
ένα παρελθόν που προσδοκά
την αναβίωση του παραμυθιού,
και σε δύο όνειρα ανάμεσα
προς τον ήλιο στρέφεσαι
ύστερα φεύγεις … χάνεσαι,
κι από τα μάτια σου κυλάει
ένα δάκρυ του «Δία»
μα εσύ στο βάδισμά σου διατηρείς
τη γοητεία της Ρώμης
ζωγραφισμένη,
στ’ αυτιά σου μια κραυγή
από το εωθινό κάλεσμα
του μουεζίνη για προσευχή.
και το ερώτημα που μένει;
βρήκες άραγε τον σωστό σου δρόμο;
μόνη σου τώρα προχώρα
την απόφαση να πάρεις
και γίνε η Αλεξάνδρεια.Του φθινοπώρου σου ο ουρανός όταν
εσήμανε τα σμήνη του τάραξαν
τις απέραντες ακτές σου.
Από τα πέρατα ακούστηκε ο βοράς
να ξεπηδάει, από τα στήθια σου χιονιάς
με χιτώνα βρεγμένο να σε προσκαλεί
έλα … φίλησέ τον
στις πτυχές του αγκάλιασε
έναν έρωτα που όλος κρύβεται
μαζί με πλήθος απ’ όνειρα κι ελπίδες
τέχνη γεμάτη ζωγραφιές
εικόνα από άστρα κρυμμένα
μα εσύ τα ολόλευκά σου παράθυρα
ορθάνοιχτα αφήνεις
ούτε της ζωής την ταπεινότητα αποδέχτηκες.
Οι Τάταροι που σήμερα σε λεηλατούν
και πάνω στα στήθια σου πύργους κτίζουν
για τα κάστρα τους τα ψηλά καμαρώνουν
κι υπερήφανα διαλαλούν.
Είναι αυτοί που τη θάλασσα σκοτώνουν
και των ματιών σου το φως σβήνουν
τον ούριο άνεμο κυνηγούν
την ελευθερία να φυλακίσουν.Έρχονται από τον χρόνο τον άγονο
σαν φωτιά σαν ακρίδες ή ωσάν
των βαρβάρων η επέλαση
τι άλλο επιδιώκουν περισσότερο
πέρα από τη σφαγή σου
τι άλλο θέλουν από σένα το θύμα
πέρα από το να σε γδάρουν
μόνη σου τώρα προχώρα
την απόφαση να πάρεις
και γίνε η Αλεξάνδρειατης ζωής παλμός νεανικός
και αναστήσου όρθια
στον πυθμένα της θάλασσας ρίξε
εισβολείς που θαρρώ τόλμησαν
το πρόσωπό σου το όμορφο να λερώσουν
τα παράσημά σου τα λαμπερά να χαλάσουν
άρπαγες να γίνουν
και να σε υποδουλώσουν προσπαθούν
μόνη σου τώρα προχώρα
την απόφαση να πάρεις
και γίνε η Αλεξάνδρεια
και της ύπαρξής σου η όψη
ποτέ να μην εκλείψει.
Από τους συκοφάντες σου μη θορυβείσαι
των Τατάρων ο στρατός τις τύψεις
της αμαρτίας δεν γνωρίζει
στον δρόμο του ονείρου πορεύσου τώρα
προχώρα
ετούτη η αρχή σου
είναι της έναρξης η ώρα.
Τα λόγια του κόσμου μη λογαριάζεις
τώρα που γύρω σου η θύελλα δυναμώνει
τα πρόσωπα που ξύπνησαν καραδοκούν
τα φαράγγια εκβράζουν τους νεκρούς
από της γης τα σωθικά
που ο πυθμένας της κοχλάζει
ψυχορραγεί … προσεύχεται …
αναρωτιέται μήπως ξεψυχάει …
τελειώνει ή μήπως η θάλασσα φεύγει
απομακρύνεται … αργοσβήνει ή κρύβεται.
Οι γλάροι κλαίνει
στην ακτή τη θλιμμένη ένα δάκρυ χύνεται
του Καβάφη του μοναχού που σαν κερί λιώνει
πέφτει … καίει μονομιάς
τα αμαρτήματα … τις σκέψεις της νύχτας
σαν γύπας οι εφιάλτες
επάνω του ορμούν
και προς το τέρμα τον οδηγούν.
Μ στη σπηλιά του αυτός αντιστέκεται
του φόβου τα στρατεύματα αποκρούει, μάχεται
προσπαθεί από του πρωιού το φως
να κρυφτεί κι από τον ερχομό των βαρβάρων.Αν στην ανοχύρωτη πόλη του έρθουν
θα ήταν ο ερχομός τους μια λύση
αν ο Νταρίλ στη λάσπη πέσει
και στα λασπόνερα κολυμπήσει.
Αν στης νύχτας τα καταγώγια τρέξει
τη φωτιά που σαν καμίνι φουντώνει
μέσα του προσπαθώντας να σβήσει
με τα νύχια του ενώ οι φίλοι
που βιαστικοί ανάλαφροι ήρθαν
στα βάθη της ψυχής τους εύχονται
να ’ναι μακρύς ο δρόμος
την κάθε στιγμή να χαρούνε…
Μέσα στα μάτια του βαθιά
τον ορίζοντα κλείνει…
την θάλασσα φαντάζεται πνιγμένη
το καταγώγιο γεμάτο καπνό και μουσικές
και δυνατές βαρβαρικές φωνές.
Κι αυτός είναι ένας ερωτευμένος
που από τις αμαρτίες γοητεύεται
πάντα παραπλανιέται
δεν βλέπει παρά φαντάσματα
το πρόσωπό σου το ανατολίτικο αν
αφουγκραστεί μια μέρα
φως η καρδιά του θ’ αναβλύσει.
Άφθονες υποσχέσεις περιμένει.
Αναρωτιέται πως τον φάρο σου που λάμπει
και με καμάρι ακτινοβολεί δεν μπόρεσαν
οι βάρβαροι να δούνε.Σε καιρό και σε τόπο...
Είναι ένα βράδυ καλοκαιριάτικο απόψε που κατεβαίνεις την οδό Μισάλας. Ο αγέρας έκοψε μονομιάς κι η υγρασία, σαν αόρατη κουνουπιέρα, τυλίγει τους ανθρώπους, χτυπά κατάστηθα τις γυναίκες, κάθεται πάνω τους και τους μουσκεύει τα ρούχα· γυαλίζει τα πρόσωπά τους, τις αρπάχνει απ’ το λαιμό. Ο αγέρας έπεσε τωόντι και σκέφτεσαι, μέσα στον ιδρώτα, μέσα στις ξινές μυρωδιές, τι θάλασσα θα κάνει αύριο — για το ψάρεμα.
Καιρός για ψάρεμα με καλάμι. Κάποτε διάβασε πως την πρώτη βδομάδα ύστερα απ’ το Μόναχο, οι όχτες του Σηκουάνα, μέσα και γύρω απ’ το Παρίσι, γιομίσανε ανθρώπους που ψαρεύανε με καλάμι. Αναντρία ή τύψη; Άμε να εύρεις άκρη με την ψυχή του ανθρώπου.
Απόψε ο αγέρας έχει πέσει, είναι αρχές του Σεπτέμβρη, τ’ αποτελέσματα στη Λακωνία φέρανε 92% και συ σκέφτεσαι να βγεις στο ψάρεμα με καλάμι.
Η υγρασία σέρνεται πάνω στην άσφαλτο, την κάνει και λαμποκοπά· κατρεφτίζει τα ηλεκτρικά, θαμπώνει τα τζάμια στις βιτρίνες και τα ματογυάλια τούτης της δασκαλίτσας που κοντοστάθηκε για να τα καθαρίσει. Σέρνεται πάνω στην άσφαλτο μαζί με τις ξινές μυρωδιές του καλοκαιριού, που έβρασε και τώρα ξεθυμαίνει.
Χνουδωτό ξανθοκόκκινο άρωμα των φρούτων. Ένα μπακάλικο μυρίζει παστρουμά ανυπόφορα. Οι ντομάτες σαπίσανε στο μανάβικο. Πηχτή, επιθετική και κρύα είναι η μπόχα που βγαίνει από κάτω από το σιδερένιο ρουλό του χασάπη.
—Τι σου γράφουνε; ρωτά ο ένας.
—Ανεβαίνει. Τα ’πνιξε όλα κι ακόμα ανεβαίνει, του αποκρίνεται ο άλλος.
Στην Απάνω Αίγυπτο, στο καψαλισμένο, το ασκητικό, το ξιπόλητο, το λιμασμένο Σάιτ, εκάπνισε του Νείλου να χαδέψει τα χωριά που ’ναι χτισμένα με σβουνιά και λάσπη. Μόλις όμως τ’ αγγίξει η φαρδιά, ιερατική του μανίκα, εκείνα γονυπετούν λιπόθυμα και λιώνουν. Σα να ’τανε φτιαγμένα από σβουνιά και λάσπη.
«Τα ’πνιξε κι όλα έχουν ακριβύνει», σου ’λεγε το πρωί ο εισπράχτορας του δημαρχιακού φόρου, χτενίζοντας τη φούντα του φεσιού του με τη βούρτσα σου. Τη νύχτα, περιμένει να πλαγιάσουν όλοι οι δικοί του μέσα στο στενάχωρο διαμέρισμα, ανάβει τη λάμπα και διαβάζει Σαίξπηρ στο πρωτότυπο.
—Έτσι που πάμε, το χειμώνα δε θα φάμε καθόλου κρέας, σου είπε.
Περνώντας μπρος απ’ τα Μπιλιάρδα, κοντοστέκεσαι. Κάνεις ένα βήμα πίσω. Εκείνο το γερόντιο, το χωμένο μέσα στην ψάθινη πολυθρόνα, λοξά μέσα στο ημίφωτο, δεξιά, με τα ψαρά κι αχτένιστα μαλλιά, που μέσα από τ’ άταχτα, τα δασά του φρύδια σε κοιτά και δε σε κοιτά, δεν είναι ο Καβάφης;
Φυσικά, είναι ο Καβάφης κι είναι το ψάρεμα με καλάμι.
Είναι μια ψαρίλα και μια ξινή μυρωδιά σάπιων φρούτων κι ένα βαρύ, ένα γλυκερό άρωμα κουρείου, που σέρνεται πάνω στην άσφαλτο. Υγραίνονται οι γάμπες και τα γυμνά δάχτυλα των γυναικών μες στα σαντάλια τους. Είναι αυτή η μυστήρια η κρεμασμένη στο μπράτσο του εγγλέζου λοχία, που του κουβεντιάζει, του μιλά με βουλιμία. Κάπου το τακούνι της στραβοπατά, ο αστράγαλός της θα ξεβιδωθεί, μα όχι, κρεμιέται στο μπράτσο του και του χαμογελά κι η φωνή της είναι γεμάτη απορίες, όλες οι φράσεις της καταλήγουν ερωτηματικά, τόσο που αγωνίζεται να τον κάνει να την αγαπήσει, με μιαν απελπισμένη, μιαν επιθετική παθητικότητα. «Είναι οι τελευταίοι. Ο πόλεμος πέρασε και δεν παντρεύτηκα…».
Περιμένουνε το τραμ. Βρίσκονται στο σταθμό Ραμλίου και περιμένουνε το τραμ της Βικτώριας. Θα τον πάει ίσαμε το στρατώνα του ή θα τη συνοδέψει σπίτι της;
Ο πρωτοετής της νομικής, με τον ανοιχτό γιακά και τα κατσαρά, τα κατάμαυρα μαλλιά, που μοιάζουνε με περούκα από αστρακάν, δαγκάνει τα χείλια του με μια φαρμακωμένη μουγκαμάρα. «Ακόμα δεν έφυγαν. Στο Μουστάφα Μπάρρακς χτίζουνε κι άλλους στρατώνες». Βγάζει από την τσέπη του μια κιμωλία, τους προσπερνά, κι επιδειχτικά γράφει μπροστά τους πάνω στα σανίδια του Κιοσκιού τη λέξη: Αλ Γκαλά (εκκένωση).
Ο λοχίας τη βρίσκει πως μοιάζει με γόνδολα. Ένα κοντάρι στην πλώρη, ένα άλλο πάνω στην τέντα, και στην πρύμη κάτι σαν πανί από τρεχαντήρι. Και ψηλά, δίπλα στο πανί, ένα περιστέρι μετέωρο, με ράμφος γυρισμένο προς τα μέσα, με μαζεμένα φτερά και τεντωμένα νύχια. Τα περιστέρια του Σαν Μάρκο.
Ένα απόγεμα στη Βενετία, πριν έρθει εδώ, στο καφενείο που ’ναι αριστερά στην αρχή του Ριάλτο, κορίτσια κι αγόρια τους προγκίξανε: να φύγετε! «Πουθενά δε μας θέλουνε πια» σκέφτεται και κοιτάζει σαστισμένος τα χείλη που ’χουνε ξυλιάσει σ’ ένα αργοπορημένο χαμόγελο. Το κοκκινάδι γυαλίζει υγρό και γελοίο. «Τι θα γίνουμε όταν θα φύγουνε;» ρωτιέται η μυστήρια. Πρώτη φορά που βλέπει να σκαρώνεται μπροστά της μια απ’ τις χιλιάδες γόνδολες που αρμενίζουνε πάνω σ’ όλους τους τοίχους της πόλης.
«Τι θα γίνουμε;». Μέσα στο τραμ βάνεται πάλι να του μιλά χαριτωμένα, πασχίζοντας να προφέρει τα εγγλέζικα όσο μπορεί πιο εγγλέζικα. Όπως άκουσε να τα μιλάνε στα «σπίτια», στις καντίνες, στα μπαρ, πάνω στις τρανταχτές πλατφόρμες των στρατιωτικών καμιονιών και πάνω στα στενά κρεβάτια εκστρατείας με τις τραχιές πατανίες και τα στριγκλιάρικα ελάσματα. Δεν τα ξέρει με τα γράμματα. Δεν ξέρει πως υπάρχουνε ψηφία που μαντεύονται στη φωνή κι όταν ακόμα δεν προφέρνονται απ’ τα χείλη. Γι’ αυτό του πετά κατάμουτρα κάτι μισογινωμένα λόγια, σα δαγκωμένες φέτες ψωμί. Κι ο λοχίας τις παίρνει, τις βουτά στον πικρό καφέ που βράζει μέσα του και μάχεται να ξεγελάσει μ’ αυτές την πείνα της ψυχής του.
Στα καφενεία της Ιμπραημίας η υγρασία κάνει κάθετες ρυτίδες πάνω στα παγωμένα ποτήρια με τη μπίρα, κατρακυλά και σταμπάρει στρογγυλούς λεκέδες πάνω στα μισοβρώμικα τραπεζομάντιλα με τα καρό. Είναι τα φώτα κι η λατέρνα, οι χάρτινες γκιρλάντες και τα γκαρσόνια που πηγαινοέρχονται με τους δίσκους. Μα είναι και μια καταχνιά, μια μουγκαμάρα πάνω σ’ όλον τούτο τον κόσμο. Η ατομική; Ο τρίτος παγκόσμιος; Οι γόνδολες;
Οι κυράδες βλέπουνε μέσα στα πιατάκια με τους μεζέδες· οι κύριοι διαβάζουν και ξαναδιαβάζουνε τις ταμπέλες των μαγαζιών, απέναντι. Οχ, δεν είναι Ιμπραημία τούτη, είναι κυριακάτικη έξοδο «ομογενών» στο Ασσιούτ, πεντακόσια μίλια βαθιά, μέσα στην κουτσομπόλα, την κιτρινιάρικη επαρχία. Που ’ναι τα χρόνια που έβραζε η Ιμπραημία και το Καμποτσέζαρε — η Κοκκινιά κι η Δραπετσώνα — στη μπαλαμάνα και στο ρε;
Με όλο το μπλακάουτ τα ένιωθες να μερμηγκιάζουν ρωμιοσύνη τα μαγέρικα, τα καφενεία, τα μπακάλικα, τα φουλάδικα, τα ρακοπουλιά, τα παστουρματζίδικα, τα καπνοπωλεία, τ’ αχτάρικα κι ο κινηματογράφος. Περπατούσες μέσα στα σκοτεινά και σκουντουφλούσες πάνω στο Μιαούλη, την Κρήτη, τον Ιέρακα, την Όλγα, τον Ήφαιστο, τις κορβέτες, τα φτου, τις δύο ταξιαρχίες, το θωρακισμένο, την ένα-τρία-τρία.
—Ρε Μιχάλη, ρεεε…
Και ξεστομίζονταν τον ανήφορο βρισιές ρωμαίικες, πελώριες, στρογγυλές και γυαλισμένες σαν πασκαλιάτικα τσουρέκια, έτσι μα για το τίποτα, για να ραγίσουνε λίγο οι σουβάδες των κατσουφιασμένων σπιτιών, να μυρίσουνε πατρίδα. Και τριγύρω στα στενά, στα θεοσκότεινα σοκάκια της Ιμπραημίας, παίρναν και δίνανε τα κρυφομιλήματα. Σκιές συναπαντιούντανε, κάτι λέγανε κάτι κάμνανε και χωρίζονταν. Τα δυο, τα αιώνια, τ’ ακατάλυτα μεράκια του Έλληνα: η λευτεριά κι ο έρωτας.
Είναι Σαββατόβραδο. Ξέχασες να το πεις. Είναι Σαββατόβραδο μα στο «Λούνα-Παρκ» ο αθηναϊκός θίασος έχει αργία. Κεσάτια, διάλυση.
—Έλα να πάρεις κάτι, σου λένε οι φίλοι. Την άκουσες την τελευταία; Είναι νόστιμη. Ξέρεις το Σαχίν, το γιο του μπαξεβάνη του θεάτρου. Ένα μωράκι που το χαδεύουν όλα τα κορίτσια μας, το έχουνε για μασκότα. Σήμερα το χάδευε κι η Κυρά. Θα το πάρω μαζί μου στην Αθήνα, λέει. Μια φορά, η Σάρα Μπερνάρ, γυρίζοντας από μια τουρνέ έφερε μαζί της ένα λιονταράκι. Εγώ θα φέρω ένα αραπάκι.
—Που δείχνει τι ιδέα έχει για τον εαυτό της.
—Που δείχνει τι ιδέα έχει για τους Αιγύπτιους.
—Γεια σας, λες και σηκώνεσαι.
Φτωχέ, φτωχέ μου Σαχίν. Αυτό το κούτελο, αυτά τα μαλακά μαλλάκια, αυτά τα γυαλιστερά, τα μαύρα μάτια, που θα τα θολώσει η πείνα κι η μιζέρια τόσο γρήγορα… Για την Κυρά δεν είσαι παρά ένα μικρό ζώο, ένα αρκουδάκι ή ένα σκυλί όρθιο.
Έτσι είναι σήμερα, Σεπτέμβρης μήνας του 46, στην Αλεξάντρεια. Μπορείς να μποδίσεις μερικούς ανθρώπους να ’χουνε φρεναπάτες εκατό φορές πιο μεγάλες από το μπόι τους; Μπορείς να σταματήσεις το ποτάμι ν’ ανεβαίνει και να καταπίνει τα χωριά; Μπορείς να πείσεις τη μυστήρια, όλες τις μυστήριες, πως θα ’ναι πιο καλά όταν θα τα μαζεύουνε οι Εγγλέζοι και θ’ αδειάζουνε τη γωνιά; Μπορείς να κουβεντιάσεις σε τούτους εδώ του καφενείου που νιώθουνε μιαν απέραντη κούραση, όχι για τα κεσάτια, όχι για την Κυρά και τα έργα της, μα για τη Λακωνία;
Μπορείς; Αυτό είναι όλο το παν.
Κι αν δεν ήταν εκείνη η κουβέντα για το Μόναχο, θα το χαιρόσουνα πολύ το ψάρεμα με το καλάμι αύριο. Γιατί θα πας. Αργά η θάλασσα, μέσ’ από το φύλλωμα της ανθισμένης ζακαράντας στον αντικρινό κήπο, κάτι σου είπε, κάτι σαν παράπονο, κάτι σαν αναστεναγμό, κάτι σαν τη βαθιάν ανάσα του χερομάχου που ετοιμάζεται να ριχτεί πάλι στη δουλειά. Ενώ τ’ αστέρια απάνου μέναν ασάλευτα, μεγάλα και καθάρια, ακέραια κι απείραγα, σαν την ελπίδα του κόσμου.
Αλεξάνδρεια...
Πίσω εκεί κάθοταν, σ’ εκείνο το μαρμάρινο τραπέζι,
είπε ο γηραιός σερβιτόρος, κάτω
απ’ τους παλιομοδίτικους ανεμιστήρες
που και τότε ακόμα περιστρέφονταν νωχελικά,
κάτω από τούτο το ταβάνι με τα στολίδια της Art Nouveau,
La vie était confortable: Stanley Beach,
Γλυμενόπουλος, και το χαριτωμένο
μικρό Ζιζίνια, κινηματογράφος σήμερα,
όπου με την έναρξη της σαιζόν παιζόταν η Τόσκα,
το Λα Μποέμ κι ο Λόεγκριν (τα στρυφνότερα
από τα αποδεκτά τότε του Βάγκνερ νοτίως
της Νεαπόλεως). Εκεί καθόταν ένας Έλληνας,
ένας από τις μερικές δεκάδες χιλιάδες Ελλήνων,
χωρίς να έχει αντιληφθεί μισό εκατομμύριο Αιγυπτίων.
Ζούσε σε μιαν Ευρώπη της φαντασίας
σταματημένη στον Στράβωνα, «στο πλέον μεγαλειώδες
εμπορείο του κατοικημένου κόσμου»,
που τώρα μεταβλήθηκε σε πέτρες και θάλασσα
και σ’ ένα συναίσθημα ατέλειωτης εξάντλησης.Αλεξανδρινό Κουαρτέτο...
Μπαλτάζαρ (1958)
Μέρος Πρώτο
Ι
Χρώματα του τοπίου: καφέ προς το χάλκινο, ουρανός που μοιάζει να καταγκρεμίζεται, χαμηλό νέφος, έδαφος μαργαριταρένιο με φωτοσκιάσεις όμοιες με το μέσα μέρος του κοχυλιού, ανταύγειες στο ιώδες. Η λιονταρόσκονη της ερήμου: οι τάφοι των προφητών μοιάζουν τσίγκινα και χάλκινα δοχεία μέσα στο λιόγερμα πάνω απ’ την αρχαία λίμνη. Οι τεράστιες καθιζήσεις της άμμου φαίνονται από ψηλά σαν υδατογραφήματα σε χαρτί· τα πράσινα και τα κίτρινα παραδίνονται στο γκρίζο των μετάλλων, ένα πανάκι — σκούρο φτερό μονάχο, υγρό, παλλόμενο· μια νύμφη με τα κολλώδη φτεράκια της. Η Ταπόσειρις νεκρή, ανάμεσα σε πεσμένους κίονες και τραβηγμένες σημαδούρες της θάλασσας, πέρασε η εποχή των ψαράδων… Η Μαρεώτις κάτω από έναν ουρανό σαν θερμή πασχαλιά.
καλοκαίρι: κίτρινη ώχρα στην άμμο, ζεστός ουρανός, μαρμάρινος.
φθινόπωρο: το γκρίζο, σαν το οίδημα μιας πληγής.
χειμώνας: παγερό χιόνι, ψυχρή άμμος· καθαρά παραπετάσματα τ’ ουρανού, λαμπερά σαν τη μίκα· ξεπλυμένα πράσινα του δέλτα· μεγαλειώδη τοπία των αστεριών.Και η άνοιξη; Αχ! Μα δεν υπάρχει άνοιξη στο Δέλτα, δεν υπάρχει η αίσθηση της δροσερής ανανέωσης των πραγμάτων. Βγαίνεις από το βύθος του χειμώνα και αμέσως πέφτεις στο κέρινο εκμαγείο του καλοκαιριού, στην ασφυξία του καύσωνα. Όμως εδώ, στην Αλεξάνδρεια, οι θαλασσινές πνοές μας σώζουν τελικά από το ακύμαντο βάρος της θερινής ασημαντότητας, καθώς γλιστρούν πάνω από τον λιμενοβραχίονα ανάμεσα στα πολεμικά καράβια για να φουσκώσουν τα ριγωτά πανιά, τις τέντες των καφέ πάνω στη Μεγάλη Κορνίς. Ποτέ δεν θα είχα…
Η πόλη, μισοφανταστική (κι όμως αληθινή), αρχίζει και τελειώνει μέσα μας, με τις ρίζες της βυθισμένες στην ανάμνηση. Να γιατί επιστρέφω σ’ αυτήν κάθε νύχτα, γράφοντας εδώ, σιμά στη φωτιά που ανάβει με τα χαρουπόξυλα ενώ οι αέρηδες του Αιγαίου αδράχνουν το νησιώτικο ετούτο σπίτι, το αδράχνουν και μετά το αφήνουν λυγίζοντας τα κυπαρίσσια σαν τόξα. Δεν έχω πει αρκετά για την Αλεξάνδρεια; Πρόκειται πάλι να με διαβρώσει τ’ όνειρό της και η θύμηση των κατοίκων της; Όνειρα που είχα πιστέψει ότι τα καλοκλείδωσα πάνω στο χαρτί και τα εμπιστεύτηκα στα θησαυροφυλάκια της μνήμης! Θα νομίσετε πως μ’ αρέσει να ενδίδω. Δεν είναι όμως αυτό που συμβαίνει. Ένας μοναδικός τυχαίος παράγοντας ήρθε και τ’ άλλαξε όλα, με ξαναγύρισε στα ίδια μου τα χνάρια. Η μνήμη που κοιτάζει τον εαυτό της στον καθρέφτη.
Τζαστίν, Μελίσα, Κλέα… Είμαστε τόσο λίγοι στην πραγματικότητα — θα νόμιζε κανείς πως εύκολα θα βολευόμασταν σ’ ένα μοναχά βιβλίο, δεν είν’ έτσι; Έτσι νόμιζα κι εγώ, νόμιζα. Διασπαρμένοι όπως είμαστε από τον καιρό και τις συνθήκες, με την επικοινωνία μας κομμένη για πάντα…
Κι έτσι, είχα επιφορτίσει τον εαυτό μου με το χρέος να προσπαθήσω να τους ξαναφέρω με τις λέξεις, να τους επανιδρύσω στη μνήμη, να παραχωρήσω στον καθένα και στην καθεμία τη θέση τους στη ζωή μου. Εντελώς εγωιστικά. Και με την ολοκλήρωση εκείνου του γραπτού πίστεψα πως είχα γυρίσει ένα κλειδί στο κουκλόσπιτο των πράξεών μας. Για να πω τη μαύρη αλήθεια, δεν έβλεπα πια τις αγαπημένες μου και τους φίλους μου σαν ζωντανούς ανθρώπους αλλά σαν πολύχρωμες ζωγραφιστές στάμπες γραμμένες στο μυαλό μου· γιατί κατοικούσαν στα χαρτιά μου τώρα πια κι όχι στην πόλη, λες και ήταν στολίδια σε μια ταπισερί. Ήταν δύσκολο να τους ξαναδώ υπό το πρίσμα της κοινής σε όλους μας πραγματικότητας κι όχι μέσα από τα λόγια που εγώ έγραψα για κείνους. Τι με ξανάφερε στα ίσια μου;
Μα, για να προχωρήσω, είναι ανάγκη να κάνω και λίγο πίσω· όχι πως όσα έγραψα γι’ αυτούς είναι ψευτιές, κάθε άλλο. Όμως τότε που έγραφα δεν είχα στη διάθεσή μου τα πλήρη δεδομένα. Και η εικόνα που σχεδίαζα ήταν ακαθόριστη — όπως η περιγραφή που θα επιχειρούσε κάποιος για έναν χαμένο πολιτισμό με βάση μόνο λίγα σπασμένα αγγεία ή μιαν επιγραφή, ένα φυλαχτό, λίγα οστά ανθρώπινα, μια χρυσή νεκρική μάσκα που γελά.
«Ζούμε» γράφει κάπου ο Περσγουόρντεν «τις ζωές μας στηριγμένοι πάνω στις επιλογές κάποιων μύθων. Η εικόνα μας για την πραγματικότητα ρυθμίζεται από τη θέση μας στον χρόνο και στον χώρο — κι όχι από τις προσωπικότητές μας, όπως θέλουμε να το πιστεύουμε. Κι έτσι, κάθε ερμηνεία των πραγμάτων στηρίζεται σε μια μονόπλευρη τοποθέτηση. Δυο βήματα προς τα δυτικά ή τα ανατολικά, και όλη η εικόνα αλλάζει». Κάτι τέτοιο…
Και, όσον αφορά τους χαρακτήρες των ανθρώπων, είτε αληθινούς είτε επινοημένους, σίγουρα πρόκειται για ανύπαρκτα ζώα. Κάθε ψυχή δεν είναι, πρακτικά, παρά μια μυρμηγκοφωλιά συγκρουόμενων αντιλήψεων. Η προσωπικότητα, ως σύνολο κάποιων παγιωμένων χαρακτηριστικών, είναι μια αυταπάτη — πλην αναγκαία αυταπάτη αν πρόκειται να ερωτευτείς!
Όσο γι’ αυτό το κάτι που μένει σταθερό… το ντροπαλό φιλί της Μελίσα είναι αναμενόμενο, για παράδειγμα (ερασιτεχνικό, σαν τις πρώτες μορφές της τυπογραφίας), ή τα κατσουφιάσματα της Τζαστίν που ρίχνουν τη σκοτεινή σκιά τους πάνω στα εκθαμβωτικά σκούρα της μάτια — κόγχες της Σφιγγός μες στο καταμεσήμερο. «Στο τέλος» λέει ο Περσγουόρντεν «όλα θα επαληθευτούν και για όλους. Ο Άγιος και το Κάθαρμα είναι συνεταίροι». Έχει δίκιο.
Κάνω ό,τι μπορώ για να μπω στο προκείμενο…
Στο τελευταίο γράμμα που έλαβα από τον Μπαλτάζαρ μου έγραφε: «Σας σκέφτομαι συχνά, αν και όχι χωρίς κάποιο κακοπροαίρετο χιούμορ. Αποσυρθήκατε στο νησί σας με το σύνολο, όπως νομίζετε, του υλικού που μας αφορά, εμάς και τις ζωές μας. Δεν χωράει αμφιβολία ότι αρχίσατε να μας κρίνετε επί χάρτου κατά τον γνωστό τρόπο των συγγραφέων. Θα το επιθυμούσα να είχα τη δυνατότητα να ιδώ κάποτε το αποτέλεσμα. Θα πρέπει να πέφτει κάμποσο μακριά από την αλήθεια: Εννοώ το είδος των αληθειών που θα μπορούσα εγώ να σας πω για όλους μας — ίσως και για σας τον ίδιο. Ή και για τις αλήθειες που η Κλέα θα μπορούσε να σας πει (βρίσκεται στο Παρίσι για να επισκεφθεί κάποιους και σταμάτησε να μου γράφει το τελευταίο χρονικό διάστημα). Σαν να σας βλέπω, σοφολογιότατε φίλε, να εντρυφείτε στα Moeurs, στα ημερολόγια της Τζαστίν, του Νεσίμ κτλ., θεωρώντας ότι η αλήθεια βρίσκεται κάπου εκεί μέσα. Λάθος· λάθος! Ένα ημερολόγιο είναι για σας το έσχατο σημείο επισκέψεως, εάν πράγματι επιθυμείτε να αναζητήσετε την αλήθεια σχετικά με τα πρόσωπα. Επειδή ουδείς ποτέ τολμά να επιχειρήσει την τέλεια εξομολόγηση του εαυτού στο χαρτί· ή, τουλάχιστον, δεν το τολμά όσον αφορά τις ερωτικές του υποθέσεις. Γνωρίζετε άραγε ποιον αγαπούσε πράγματι η Τζαστίν; Πιστεύατε πως επρόκειτο για σας ή μήπως όχι; Ομολογήστε το!».
Η μόνη μου απάντηση ήταν να του στείλω τον πελώριο πάκο του χαρτιού που είχε με τόσο μόχθο και αγώνα διογκωθεί κάτω από την αργή γραφίδα μου και το οποίο είχα καταχρηστικώς τιτλοφορήσει δίνοντάς του το όνομά της — παρόλο που και ο τίτλος Cahiers θα ήταν επίσης μια χαρά. Μήνες ολόκληροι είχαν περάσει από τότε — μια ευλογημένη αληθινά σιωπή που μ’ έκανε να υποθέσω ότι ο κριτικός μου είχε μείνει ικανοποιημένος γιατί εξακολουθούσε να σωπαίνει.
Δεν μπορώ να πω ότι είχα ξεχάσει την πόλη, όμως είχα αφήσει την ανάμνησή της ν’ αποκοιμηθεί. Κι όμως, βρισκόταν πάντα εκεί, όπως και πάντα θα βρίσκεται, κρεμασμένη στη σκέψη μου, σαν τους αντικατοπτρισμούς που αντικρίζουν τόσο συχνά οι ταξιδιώτες. Ο Περσγουόρντεν έχει περιγράψει κάπου το φαινόμενο, με τα παρακάτω λόγια:
«Είχαμε ακόμη περίπου δύο ώρες ταξίδι μπροστά μας, αν υπολογίσουμε την απόσταση με την ταχύτητα του ατμοπλοίου, για να δούμε στεριά, όταν, ξάφνου, ο σύντροφός μου φώναξε κι έδειξε τον ορίζοντα. Είδαμε ανεστραμμένο στον ουρανό τον αντικατοπτρισμό της πόλης σε πλήρη φυσική κλίμακα, φωτεινή και τρεμάμενη, σαν να ήταν ζωγραφισμένη πάνω σε σκονισμένο μεταξωτό ύφασμα· κι ωστόσο με την παραμικρή της λεπτομέρεια. Μπορούσα από μνήμης να διακρίνω καθαρά τα χαρακτηριστικά της, το παλάτι Ρας Ελ Τιν, το τζαμί Νέμπι Ντάνιελ και πάει λέγοντας. Η όλη αναπαράσταση σου έκοβε την ανάσα, όπως ένα αριστούργημα που μόλις έχει ζωγραφιστεί σε φρέσκο. Κρεμόταν εκεί στον ουρανό για έναν υπολογίσιμο χρόνο, ίσως και είκοσι πέντε λεπτά, πριν να λιώσει αργά στο πούσι του ορίζοντα. Μια ώρα αργότερα η αληθινή πόλη φάνηκε σαν κουκκίδα που άρχισε όσο πλησιάζαμε να μεγεθύνεται, μέχρι που έφτασε τις διαστάσεις του αντικατοπτρισμού της».
Οι δύο ή τρεις χειμώνες που περάσαμε σε τούτο το νησί ήταν μοναχικοί πράγματι — βαριοί κι ανεμοδαρμένοι χειμώνες, ζεστά καλοκαίρια. Ευτυχώς, το παιδί είναι πολύ μικρό για να αισθάνεται όπως εγώ την ανάγκη για βιβλία, για συζήτηση. Είναι ευτυχισμένη και δραστήρια.
Τώρα με την άνοιξη έρχονται και οι μεγάλες μπουνάτσες, χωρίς μεγάλα κύματα, άοσμες μέρες καθαρής προσμονής. Η θάλασσα συμμαζεύεται και γίνεται προσεκτική. Σύντομα τα τζιτζίκια θα έρθουν να φέρουν την τριζάτη μουσική τους, μοναδική πλαισίωση για τον ξερό ήχο της φλογέρας του βοσκού ανάμεσα στα βράχια. Η χελώνα μας που σκαρφαλώνει και οι σαύρες είναι οι μοναδικοί μας σύντροφοι.
Οφείλω να εξηγήσω ότι ο μοναδικός τακτικός επισκέπτης μας από τον έξω κόσμο είναι το πλοίο της γραμμής από τη Σμύρνη, που μια φορά την εβδομάδα διασταυρώνεται με το ακρωτήρι εδώ στην πορεία του προς τον νότο, πάντα την ίδια ώρα, με την ίδια ταχύτητα, αμέσως μετά το ηλιοβασίλεμα. Τον χειμώνα, η φουσκοθαλασσιά και οι αέρηδες το κάνουν σχεδόν αόρατο, όμως τώρα — κάθομαι και το περιμένω. Στην αρχή μόλις που μπορείς ν’ ακούσεις τον αδύναμο τυμπανισμό των μηχανών. Κι έπειτα, το υπέροχο πλάσμα γλιστράει στρίβοντας τον κάβο, κόβοντας με μια ταινία από μεταξένιο αφρό τη θάλασσα, στολισμένο με όλα του τα φωτάκια, μέσα στο διάφανο γλυκό βραδάκι του Αιγαίου — συμπαγές αλλά με ασαφή τα περιγράμματά του, σαν ένα σύννεφο από πυγολαμπίδες που ταξιδεύει. Πηγαίνει γρήγορα και εξαφανίζεται τόσο σύντομα πίσω από το άλλο ακρωτήρι, αφήνοντας πίσω του ίσως μοναχά τη μισοτραγουδισμένη φράση ενός λαϊκού τραγουδιού ή και το φλούδι ενός μανταρινιού που θα το βρω την άλλη μέρα ξεβρασμένο στον μακρύ γιαλό με τα βοτσαλάκια, εκεί που κάνουμε μπάνιο με τη μικρή.
Το μικρό σκιερό καταφύγιο που σχηματίζουν οι πικροδάφνες κάτω από τα πλατάνια είναι το δωμάτιο όπου γράφω. Αφού κοιμηθεί το παιδί, κάθομαι εδώ στο παλιό, φθαρμένο από την αλμύρα τραπέζι, περιμένοντας τον μοναδικό αυτό επισκέπτη, απρόθυμος εντελώς ν’ ανάψω τη λάμπα της παραφίνης πριν περάσει και φύγει. Είναι η μόνη μέρα της εβδομάδας εδώ που τη γνωρίζω με τ’ όνομά της — Πέμπτη. Ακούγεται χαζό, αλλά σ’ ένα νησί τόσο άδειο από εναλλαγές περιμένω πως και πως τη βδομαδιάτικη επίσκεψη, σαν το μαθητούδι που περιμένει την αργία. Γνωρίζω ότι το καράβι φέρνει το ταχυδρομείο, για το οποίο μάλλον θα χρειαστεί να περιμένω άλλες είκοσι τέσσερις ώρες. Όμως πάντοτε κοιτάζω με πραγματική λύπη το μικρό πλοίο να χάνεται φεύγοντας. Και, όταν πια έχει περάσει, ανάβω τη λάμπα με έναν αναστεναγμό και γυρνάω στα χαρτιά μου. Γράφω τόσο αργά, τόσο επίπονα. Ο Περσγουόρντεν, κάποτε, μιλώντας για το γράψιμο, μου έλεγε ότι ο πόνος που συνοδεύει τη συγγραφή οφείλεται ολοκληρωτικά, τουλάχιστον για τους λογοτέχνες, στον φόβο της τρέλας: «Σπρώξε το λίγο πιο πέρα και πες μέσα σου ότι δεν δίνεις δυάρα, κι ας τρελαθείς, και να δεις που έρχεται γρηγορότερα, το σπας το φράγμα». (Δεν ξέρω κατά πόσο όλα τούτα αληθεύουν. Αλλά τα χρήματα που μου άφησε με τη διαθήκη του πολύ με βοήθησαν, κι έχουν απομείνει και κάτι λιγοστές λίρες ακόμη, ανάμεσα σ’ εμένα και τους δαίμονες των χρεών και της εργασίας).
Περιγράφω τη βδομαδιάτικη διασκέδασή μου κάπως λεπτομερειακά γιατί ήταν ακριβώς μέσα σ’ αυτό το σκηνικό που εισέβαλε ένα βράδυ του Ιουνίου ο Μπαλτάζαρ, τόσο ξαφνικά, που έμεινα κατάπληκτος —παραλίγο να γράψω «κουφάθηκα»— δεν υπάρχει και κανείς για να μιλήσεις εδώ πέρα — όμως «κατάπληκτος». Αυτό το βράδυ συνέβη κάτι σαν θαύμα. Το μικρό ατμόπλοιο, αντί να εξαφανιστεί όπως ήταν το συνηθισμένο, χάραξε αιφνίδια ένα τόξο 150 μοιρών, μπήκε στον κόλπο και έδεσε μέσα στη μαλακή αγκαλιά που όριζαν τα ίδια του τα φώτα· και, για να σταθεί ακριβώς στη μέση της χρυσής λίμνης, έριξε τη μακριά, αργή αλυσίδα της άγκυρας που ακόμα κι ως σύμβολο θυμίζει την αναζήτηση της αλήθειας. Συγκινητικό θέαμα για όποιον όπως εγώ έχει εγκλωβιστεί στο πνεύμα, όπως όλοι οι συγγραφείς, άλλωστε —για να λέμε την αλήθεια, είχα καταντήσει σαν καράβι μέσα σε μπουκάλι που δεν αρμενίζει για πουθενά— και καθόμουν και το θαύμαζα περίπου όπως θα κοίταζε ένας Ινδιάνος το πρώτο πλοίο με λευκούς ανθρώπους που πλησίασε τις ακτές του Νέου Κόσμου.
Το σκοτάδι, η σιγαλιά, έσπαζαν τώρα από το άτακτο πλατάγισμα των κουπιών· κι έπειτα, μετά από έναν αιώνα, ακούστηκε το τρίξιμο των αστικών ποδεμένων βημάτων στο χαλίκι. Μια βραχνή φωνή έδωσε ένα παράγγελμα. Ύστερα σιωπή. Καθώς άναβα τη λάμπα και ανέβαζα το φιτίλι για να ελευθερωθώ από τη μαγεία αυτής της παρέκκλισης από τα συνηθισμένα, το βαρύ μελαχρινό πρόσωπο του φίλου μου, ίδιο τραγόμορφο όραμα από τον Κάτω Κόσμο, εμφανίστηκε με σάρκα και οστά ανάμεσα από τα χοντρά κλαριά της μυρτιάς. Πήραμε μιαν ανάσα και σταθήκαμε χαμογελώντας ο ένας στον άλλο μέσα στο κίτρινο φως: οι μελαχρινοί βόστρυχοι των Ασσυρίων, το γένι του Πανός. «Όχι — αληθινός είμαι!» είπε ο Μπαλτάζαρ με ένα γέλιο κι αγκαλιαστήκαμε σαν τρελοί. Μπαλτάζαρ!
Η Μεσόγειος είναι μια ακατανοήτως μικρή θάλασσα• το μάκρος και το μεγαλείο της ιστορίας της μας κάνει να τη φανταζόμαστε πλατύτερη απ’ όσο πράγματι είναι. Η Αλεξάνδρεια μοναχά —η αληθινή όσο και η φανταστική— βρίσκεται μόλις λίγες εκατοντάδες ναυτικά μίλια προς τον νότο.
«Πάλεψα καιρό μέσα μου, δηλαδή κατά πόσον θα έπρεπε να σας μιλήσω για κάποια από τα πράγματα που έχω καταγράψει εδώ. Ήρθαν στιγμές που όλα τούτα μου φαίνονταν τρέλα κι αποκοτιά. Κι έπειτα, το ενδιαφέρον σας — αφορούσε εμάς ως πραγματικούς ανθρώπους ή ως “χαρακτήρες”; Δεν το γνώριζα. Κι ακόμη δεν το γνωρίζω. Κι έπειτα, αυτές οι σελίδες μπορεί να μου κοστίσουν την απώλεια της φιλίας σας χωρίς τίποτα να προσθέσουν στη συνολική σας γνώση. Έχετε ζωγραφίσει την πόλη, πινελιά την πινελιά, πάνω σε μια κυρτή επιφάνεια — το αντικείμενό σας είναι η ποίησις ή τα γεγονότα; Εάν ισχύει το δεύτερο, τότε υπάρχουν ορισμένα πράγματα που έχετε το δικαίωμα να μάθετε».
Ακόμη δεν μου είχε εξηγήσει την εκπληκτική εμφάνισή του εδώ μπροστά μου, τόσο πολύ τον απασχολούσε το κεντρικό νόημα της επισκέψεως. Και τώρα το έπραξε, επειδή πρόσεξε πόσο με είχε αναστατώσει το νέφος των πυγολαμπίδων στον, κατά κανόνα, έρημο κόλπο. Χαμογέλασε.
«Το πλοίο θα καθυστερήσει για λίγες ώρες, εμφανίστηκε κάποιο πρόβλημα στις μηχανές. Ένα από τα πλοία του Νεσίμ. Ο καπετάνιος, ο Χασίμ Κόλιμ, είναι παλιός φίλος· τον θυμάστε ίσως. Όχι. Λοιπόν, μάντεψα από την περιγραφή σας, φυσικά σε αδρές γραμμές, τον τόπο όπου λογικά θα έπρεπε να βρίσκεστε• όμως από αυτό μέχρι το να αποβιβαστώ στο κατώφλι σας, και μάλιστα κατ’ αυτόν τον τρόπο, ομολογώ!» Το γέλιο του ήταν υπέροχο• και το άκουσα για δεύτερη φορά.
Όμως ίσα που τα κατάφερνα να τον παρακολουθώ γιατί τα λόγια του μου είχαν βάλει φωτιές, με ζεμάτισαν, λαχταρούσα οπωσδήποτε να κάτσω και να μελετήσω τις υπογραμμίσεις του, να αναθεωρήσω — όχι το βιβλίο μου (αυτό είχε για μένα τη μικρότερη σημασία γιατί δεν επρόκειτο ποτέ να εκδοθεί), αλλά τον τρόπο που έβλεπα την πόλη και τους κατοίκους της. Γιατί η δική μου, η προσωπική μου Αλεξάνδρεια έχει γίνει μέσα σε τούτη την απέραντη μοναξιά τόσο πολύτιμη όσο μια φιλοσοφική εσωτερική αναζήτηση, σχεδόν μονομανία. Ξεχείλιζα τόσο από συγκίνηση, που δεν ήξερα τι να του πω. «Μείνετε μαζί μας, Μπαλτάζαρ» είπα «μείνετε για λίγο…».
«Σαλπάρουμε σε δύο ώρες» είπε, και χτυπώντας τα χαρτιά μπροστά του: «Αυτά εδώ μπορεί να σας στοιχίσουν πυρετούς και οράματα» πρόσθεσε γεμάτος αμφιβολία.
«Όμορφα» είπα —«αυτό ακριβώς ζητούσα κι εγώ».
«Όμως παραμένουμε πραγματικοί άνθρωποι» είπε «ό,τι κι αν εσείς προσπαθείτε ή και επιχειρείτε εις βάρος μας — τουλάχιστον, όσοι από μας είμαστε ακόμη ζωντανοί. Η Μελίσα, ο Περσγουόρντεν — δεν μπορούν να σας απαντήσουν, γιατί έχουν πεθάνει. Ή έστω, έτσι πιστεύεται, γενικώς».
«Έτσι πιστεύεται. Οι πιο καλές αποκρίσεις έρχονται συνήθως πέρα από τον τάφο».
Καθίσαμε και αρχίσαμε να μιλούμε για τα παλιά, μάλλον συγκρατημένα, για να λέμε την αλήθεια. Είχε ήδη δειπνήσει στο πλοίο και δεν υπήρχε κάτι άλλο να του προσφέρω, εξόν ένα ποτήρι από το καλό κρασί του νησιού, που το ήπιε απολαμβάνοντάς το, γουλιά γουλιά. Πιο μετά, μου ζήτησε να δει το κοριτσάκι της Μελίσα, τον οδήγησα από την πίσω πλευρά ανάμεσα από τις πυκνές πικροδάφνες σ’ ένα σημείο απ’ όπου μπορούσαμε να δούμε και οι δύο το μεγάλο δωμάτιο που το φώτιζε το τζάκι και όπου κοιμόταν, πανέμορφη και σοβαρή, με το δάχτυλό της στο στόμα. Το σκοτεινό κι αδυσώπητο βλέμμα του Μπαλτάζαρ μαλάκωσε μόλις την είδε έτσι, ν’ ανασαίνει ανάλαφρα. «Κάποτε» είπε χαμηλόφωνα «ο Νεσίμ θα γυρέψει να τη δει. Και σημειώστε, θα είναι σύντομα. Έχει αρχίσει να μιλά γι’ αυτή, να είναι περίεργος να μάθει. Καθώς θα γερνά, θα αισθανθεί και την ανάγκη να τον στηρίξει το παιδί, σημειώστε τα λόγια μου». Και άρχισε ν’ απαγγέλλει μεγαλοφώνως στα ελληνικά: «Πρώτα οι νέοι, σαν τα κλήματα ανεβαίνουν στηριγμένοι στα κουρασμένα υποστυλώματα των πρεσβυτέρων, που αισθάνονται ν’ ακουμπούν επάνω τους τα νεανικά δάχτυλα, απαλά και τρυφερά· έπειτα οι γέροντες κατηφορίζουν κοντά στα όμορφα νεανικά σώματα που τους υποστηρίζουν, στην πορεία προς τον θάνατό τους». Δεν απάντησα τίποτα. Τώρα το ίδιο το δωμάτιο ανέπνεε — κι όχι τα σώματά μας.
«Θα νιώθετε μοναχικός, εδώ πέρα» είπε ο Μπαλτάζαρ.
«Ναι, σας ζηλεύω. Ειλικρινώς σας ζηλεύω».
Κι έπειτα το μάτι του έπιασε το μισοτελειωμένο πορτρέτο της Τζαστίν που μου ’χε δωρίσει η Κλέα στην προηγούμενη ζωή μας.
«Αυτό το πορτρέτο» είπε «που το ’χε σταματήσει ένα φιλί. Πόση χαρά μου δίνει να το ξαναβλέπω — πόση χαρά!». Χαμογέλασε. «Μοιάζει σαν ν’ ακούμε ένα αγαπητό και γνώριμο μουσικό κομμάτι που μας συγκινεί βαθιά και έχει πάντοτε την ίδια επίδραση, χωρίς ποτέ ν’ αποτυγχάνει». Δεν είπα τίποτα. Δεν ετόλμησα.
Γύρισε και με κοίταξε. «Και η Κλέα;» είπε τελικά, με μια φωνή λες και ρωτούσε την ηχώ της. Είπα: «Έχει πολλά χρόνια να μου γράψει οτιδήποτε. Ο χρόνος εδώ σταματάει να μετρά. Ελπίζω να έχει παντρευτεί, να έφυγε σε κάποιαν άλλη χώρα, να έκανε παιδιά, να έγινε γνωστή ζωγράφος… οτιδήποτε θα μπορούσα να της ευχηθώ».
Με κοίταξε διερευνητικά και κούνησε το κεφάλι του. «Όχι» είπε· κι αυτό ήταν όλο.
Πολύ μετά τα μεσάνυχτα οι ναυτικοί τον φώναξαν κάτω από τα λιόφυτα. Περπάτησα μαζί του μέχρι την ακρογιαλιά, λυπημένος που έφευγε τόσο γρήγορα. Μια βάρκα με κουπιά περίμενε στην άκρη του νερού, μ’ έναν ναύτη στη θέση του ερέτη. Του είπε κάτι στα αραβικά.
Η ανοιξιάτικη θάλασσα ήταν ελκυστικά χλιαρή μετά από το λιοπύρι μιας ολόκληρης μέρας και, έτσι, όταν ο Μπαλτάζαρ μπήκε στη βάρκα, μου σφηνώθηκε η παλαβή επιθυμία να τον ξεπροβοδίσω κολυμπώντας μαζί του μέχρι το πλοίο, που δεν απείχε ούτε διακόσιες γιάρδες από την ακτή. Το έκανα λοιπόν και ξέμεινα να επιπλέω κοιτάζοντάς τον που ανέβαινε την ανεμόσκαλα, καθώς και τη βάρκα που την ανέβαζαν στο κατάστρωμα. «Προσέξτε μην μπλεχτείτε στην προπέλα» μου φώναξε, και: «Φύγετε, γυρίστε πίσω πριν βάλουν μπροστά τις μηχανές» — «Εντάξει» — «Όμως περιμένετε —πριν να φύγετε—». Οπισθοχώρησε τρυπώνοντας σε μια καμπίνα, για να εμφανιστεί και πάλι και να ρίξει κάτι στο νερό, δίπλα μου. Έπεσε μ’ έναν μαλακό παφλασμό. «Ένα ρόδο από την Αλεξάνδρεια» είπε «από την πόλη που δίνει τα πάντα στους εραστές της εκτός από την ευτυχία». Μισογέλασε. «Δώστε το στο παιδί».
«Μπαλτάζαρ, ο Θεός μαζί σου!»
«Γράψτε μου — αν τολμάτε!»
Παγιδευμένος σαν την αράχνη ανάμεσα στους ιστούς που ύφαιναν οι ανταύγειες από τα φώτα του καραβιού, και στρέφοντας προς τις κίτρινες λίμνες, που ακόμη βρίσκονταν ανάμεσα στη σκοτεινή ακτή και σ’ εμένα, κούνησα το χέρι μου αποχαιρετώντας τον, και με αντιχαιρέτησε κι εκείνος.
Έπιασα το πολύτιμο ρόδο ανάμεσα στα δόντια και πλατσουρίζοντας σαν το σκυλί κολύμπησα μέχρι τα ρούχα μου, που τα ’χα αφήσει στα βότσαλα, σχεδόν παραμιλούσα.
Και στο σπίτι, πάνω στο τραπέζι, κάτω από το κίτρινο φως βρίσκονταν οι σημειώσεις του για την Τζαστίν — όπως την είχα βαφτίσει. Είχε σημειώσει με σταυρούς, είχε ανοίξει παρενθέσεις, το ’χε σπείρει μ’ ερωτήσεις και παραπομπές με διαφορετικά χρώματα, είχε γράψει στη γραφομηχανή. Το σύνολο ήταν επαρκώς συμβολικό για την ίδια την πραγματικότητα που είχαμε μοιραστεί — ένα παλίμψηστο που πάνω του ο καθένας μας είχε αφήσει τα δικά του ή τα δικά της εντελώς ιδιαίτερα χνάρια, επίστρωση την επίστρωση.
Και τι έπρεπε να κάνω τώρα εγώ; Να μάθω να βλέπω από την αρχή αλλιώτικα τα πάντα για να προσαρμοστώ στις αλήθειες που είχε προσθέσει ο Μπαλτάζαρ; Είναι αδύνατο να περιγράψω με πόση ταραχή διαβάζω τα λόγια του — άλλοτε εξαντλητικά λεπτομερή κι άλλοτε τόσο τηλεγραφικά σύντομα — όπως, για παράδειγμα, στη λίστα που προσέθεσε με τον τίτλο «Αβλεψίες και παρανοήσεις», όπου έλεγε ψυχρά: «Νούμερο 4. Ότι η Τζαστίν σας αγαπούσε. Εάν κάποιον “αγαπούσε”, ήταν ο Περσγουόρντεν. Τι σημαίνει αυτό; Ήταν υποχρεωμένη να σας χρησιμοποιεί ως διακοσμητικό παραπέτασμα για να τον προφυλάξει από τη ζήλια του Νεσίμ, τον οποίον είχε παντρευτεί. Ο ίδιος ο Περσγουόρντεν δεν έδινε πεντάρα για κείνην — υπέρτατη λογική του έρωτα!».
Στη φαντασία μου η πόλη αναδυόταν γι’ άλλη μια φορά, αντίκρυ στον επίπεδο καθρέφτη της πράσινης λίμνης και στις σπασμένες πέτρινες κοκάλες του αμμόλιθου που σημαδεύουν το τέρμα της ερήμου. Η πολιτική του έρωτα, οι ίντριγκες του πόθου, το καλό και το κακό, η αρετή και το καπρίτσιο, η αγάπη και το φονικό, κινούνταν απροσδιόριστα στις σκοτεινές γωνίες των δρόμων και στις πλατείες της Αλεξάνδρειας, στα μπορντέλα και στα σχεδιαστήρια — κινούνταν σαν τα χέλια καθώς συναθροίζονταν στα λασπιάρικα νερά της συνενοχής, αλλά και της προσπάθειας για το αντίθετο.
Κόντευε να χαράξει όταν κατόρθωσα πια να εκπορθήσω τον εντυπωσιακό όγκο των γραπτών και των σχολίων που σχετίζονταν με τη δική μου την αληθινή (εσωτερική) ζωή, σύρθηκα στο κρεβάτι μου σαν τον μεθυσμένο, το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει από τον απόηχο της πόλης, της μοναδικής αυτής πόλης που απέμεινε για να επιτρέπει σε κάθε ακρότητα, φυλετική ή ηθική, να συναντηθεί και να ζευγαρωθεί, και στην οποία τα πιο κρυφά πεπρωμένα έχουν μια δυνατότητα να διασταυρωθούν. Καθώς τα μάτια μου έκλειναν, σαν ν’ άκουγα ακόμη την ξερή φωνή του φίλου μου να επαναλαμβάνει: «Πόσο αλήθεια νοιάζεσαι να μάθεις… πόσο υπερβολικά νοιάζεσαι να μάθεις;» —«Πρέπει να μάθω τα πάντα ώστε να μπορέσω επιτέλους να απαλλαγώ από την πόλη» απάντησα, μέσα στ’ όνειρό μου.
Η νυχτερίδα...
VIII
Το καλαντάρι έδειχνε πως μπήκε ο χειμώνας, αλλά το φθινόπωρο είχε μπερδέψει τη Ναν, έμοιαζε τόσο με άνοιξη. Το κορμί της βάλθηκε να περιμένει κάτι φωτεινό, κάτι ελεύθερο, σα μπάνιο πρωινό δίχως μαγιώ σε κάποια ακρογιαλιά της Μεσογείου, ανεξερεύνητη. Κι αυτό αργούσε, και το κορμί της σαστισμένο έκανε τα δικά του: μπέρδευε τα φεγγάρια και τις εποχές. Όταν η Τζούλια τη ρώτησε που λογάριαζε να περάσει το ρεβεγιόν των Χριστουγέννων, παρά λίγο θ’ αναλυόταν σε δάκρια. Ξαφνικά ένιωσε όλη τη μοναξιά, την εξορία της. Είπε να ετοιμάσει τις βαλίτσες και να φύγει αμέσως για τα Γεροσόλημα. Εκεί ζούσαν άνθρωποι προσιτοί, που την είχαν δει ευτυχισμένη στην αγκαλιά του Ρον. Αλλά η Τζούλια τη μετάπεισε. Πρόφτασε να ειδοποιήσει τον Έλληνα με το καπέλο πως κινδύνευε; Όχι. Θα τον άφηνε λοιπόν να τριγυρίζει ανίδεος μέσ’ στη φωτιά; Κι αφού η Ναν κατοικούσε στο φρούριο του εχθρού, με τη γυναίκα του δεσμοφύλακα σύμμαχό της αφοσιωμένη, δεν ήταν τρέλα να τρέχει για παρηγοριά στο παρελθόν; Δεν της έλεγε να περάσουν μαζί της γιορτές· δε θα διασκέδαζε με τη συντροφιά ενός ανάπηρου και μιας φούχτας ηλικιωμένων μανιακών. Αλλά για το ρεβεγιόν μπορούσε να της εξασφαλίσει μια πρόσκληση από φίλους της, ανθρώπους της καλύτερης κοινωνίας, που είχαν και γούστο και τακτ. Η Ναν, ευγενικά, της έδωσε να καταλάβει πως αυτό δε γίνεται. Αρνήθηκε και μια πρόσκληση της λαίδης Άτκινσον, και την επαύριο, από το τηλέφωνο, μιαν άλλη της Γκουέντολυν. Ευτυχώς την έσωσε η Μαρί-Κλωντ. Την τελευταία στιγμή, μεσημέρι, την ειδοποίησε πως το βράδυ θα περνούσε να την πάρει με την κούρσα της. Δε χρειάζονταν τουαλέτες. Θα βγαίναν με τ’ απογευματινά, ένα πουλόβερ για την ψύχρα, και παπούτσια με χαμηλό τακούνι.
Σ’ αρέσουν τα θαλασσινά; ρώτησε η Μαρί-Κλωντ όταν ήρθε, βάζοντας μόνη της ένα γενναίο ουίσκυ, ενώ περιεργαζόταν την ανώνυμη επίπλωση του διαμερίσματος. Το ηθικό της ήθελε κάποιο τονωτικό. Η λαίδη Άτκινσον της είχε παίξει ένα από τα σατανικά παιχνίδια της, κι αυτή δεν μπορούσε να βγάλει τσιμουδιά. Εκείνο μόνο το πρωί της είχε πει πως στο ρεβεγιόν προσκάλεσε και τον Ζακ, εραστή της Μαρί-Κλωντ, τη γυναίκα του, και το φίλο της γυναίκας του. Τότε πια κατάλαβε η Μαρί-Κλωντ πως η μάνα της ήξερε. Ο Ζακ πάλι, είχε δεχτεί νομίζοντας πως η πρόσκληση γινόταν με υπόδειξη της Μαρί-Κλωντ. Τραπεζίτης, μέγας οικονομολόγος, κι όμως αθώος σαν παιδί. Το πάθος του, το πάθος για τη Μαρί-Κλωντ, τον έκανε έτσι: τη λάτρευε. Η ηλικία, φαίνεται. Την περνούσε είκοσι χρόνια. Όταν γνωρίστηκαν, εκείνος, ήταν κιόλα φαλακρός, έλεγε πως ερωτικά ήταν πια ξοφλημένος, και του έπεφτε από τον ουρανό η ευλογία αυτή, ένα τόσο νεανικό κορμί, τόσο πρόθυμο, τόσο πειθήνιο. Και το θαύμα βαστούσε, μήτε κούραση, μήτε κόρος. Ποιο νόμιμο ζευγάρι μπορούσε να καυχηθεί για τέτοια συνεννόηση, ένα θαύμα της έλεγε εκείνος, που το γνώριζαν μόνο οι τοίχοι της γκαρσονιέρας του, μέσα σ’ αυτή τη φημισμένη πόλη του έρωτα, τόσες Βερενίκες, τόσες Κλεοπάτρες, κανείς δε θα μάθαινε ποτέ το αριστούργημα του δικού τους δεσμού, κι όμως υπήρχε, διαρκούσε, ταξίδευε σαν ένα αστέρι μέσ’ στο άπειρο. Ένα διαμαντάκι κάθε χρόνο, αυτό ήταν το μόνο δώρο που με χίλια παρακάλια την κατάφερνε να δεχτεί. Κι εκείνη, σιγά σιγά του καιλλιέργησε το γούστο, τον έκανε και πέταξε τους Μπουγκερώ, τους Βερνέ, κι αγόραζε Ματίς, Μπράκ, ένα Σουτίν, ένα Μοντιλιάνι.
—Κι εδώ κερδισμένος λοιπόν, έκανε με συμπόνια η Ναν.
—Ω, Νάνσυ, μην είσαι κυνική σαν τη μάνα μου. Δεν ξέρεις τη μέθη να σηκώνεις με τα γυμνά σου μπράτσα έναν άντρα, να τον βοηθάς να ζει, να ζει κι άλλο, να νικάει τη φθορά, να λέει ας έρθει τώρα ο θάνατος, δε μου έλειψε τίποτα. Τη μέθη και την περηφάνια, Ναν. Κι όταν σκέφτηκα επιτέλους να ζητήσω από τη μάνα μου τον κατάλογο των καλεσμένων, τι θαρρείς πως ανακάλυψα; Μιαν αλυσίδα, ένα μαίανδρο. Ο εραστής της συζύγου με τη γυναίκα του, ερωμένη του άλλου που η σύζυγος… Αυτός είναι ο κόσμος μας. Απάτη και υποκρισία, στάχτη. Ζωή χτισμένη πάνω στην ένοχη σιωπή… Δε θα το άντεχα να τον δω μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον. Δε θα κρατιόμουν, θα έκανα σκάνδαλο. Ήθελα και να τον τιμωρήσω που δέχτηκε την πρόσκληση χωρίς να με ρωτήσει. Αλλά, να μην κλειστούμε μέσα. Σ’ αρέσουν τα θαλασσινά;
Στο βολάν, η Μαρί-Κλωντ αναστέναζε κάθε τόσο, τον πονούσε τον εραστή της, που θα έψαχνε όλη νύχτα στις γωνιές της έπαυλης για να την εύρει. Ένιωθε τύψεις τώρα για την απογοήτεψή του, χρονιάρα μέρα. Η κούρσα γλιστρούσε μ’ αναμμένους φάρους, περνούσε φελλάχικα χωριά, που τα καφενεία και τα καπνοπωλεία τους διανυχτερεύανε. Πήγαιναν στο Αμπουκίρ, σ’ ένα ελληνικό εστιατόριό του φημισμένο για θαλασσινά. Ήταν χτισμένο πάνω στους βράχους, σε μικρή απόσταση από τα θεμέλια του ναού της Αρτέμιδας, με την κόρη της Βερενίκης κρεμασμένη τώρα ψηλά στον ουρανό, να μαρτυράει όσο θα υπάρχει ζωή, για το ερωτικό πάθος μιας βασίλισσας μ’ ελληνικό αίμα. Κι η Ναν παρατήρησε, δίχως να το πει, πόσο οι κοσμοπολίτες της σύγχρονης Αλεξάντρειας είχαν αναπτυγμένη την ιστορική αίσθηση, που την ανακάλυπτες να ελλοχεύει στις πιο καθημερινές πράξεις, να προσανατολίζει τη συμπεριφορά, ίσως και τη μοίρα τους, με συχνές αναφορές στο ελληνικό παρελθόν της πόλης, στην ελληνική αίσθηση του έρωτα και του ωραίου, στη δίχως τύψεις αναζήτηση της ηδονής, και στην ξέφρενη δίψα του αιώνιου.
—Όταν είμαι στενοχωρημένη τρώγω, είπε η Μαρί-Κλωντ. Εκείνο που υποκαθιστά για μένα τον ερωτικό σπασμό, είναι η γεύση του αχινού. Μου φέρνει μυρωδιές από λιμανίσια νερά, κι ίσως λίγο μαζούτ, τον αλμυρό ιδρώτα της βιοπάλης, γεύσεις από εξωτικά νησιά με χρυσά φρούτα, και την αναστάσιμη αύρα της ελευθερίας.
Ο λυρισμός της κατάπεσε μόλις αντίκρυσε παρκαρισμένα έξω από το κέντρο πέντε ή έξη αυτοκίνητα. Λογάριαζε πως τέτοια μέρα… Όταν όμως άνοιξαν την τζαμένια πόρτα είδαν μια αίθουσα γυμνή, τα τραπεζομάντηλα να κιτρινίζουν κάτω από το φως των τσιμπλιασμένων λαμπτήρων, και στο μάρμαρο του μπαρ ένα καχεκτικό δεντράκι των Χριστουγέννων, με κεριά κυρτωμένα και λίγες κορδέλλες από χρυσόχαρτο. Τράβηξαν κατευθείαν στην κουζίνα κι εκεί ο αράπης μάγερας τους είπε πως όλοι τους είχαν πάει στην ορθόδοξη εκκλησία του Αμπουκίρ, ακόμα και τα γκαρσόνια. Θα γύριζαν για το γλέντι περασμένα μεσάνυχτα. Έτσι διάλεξαν μια γωνιά κοντά στην κουζίνα για να τις περιποιείται πιο εύκολα ο μάγερας, παράγγειλαν ένα βουνό αχινούς, οχτώ καβούρια γεμάτα κι άσπρο κρασί ντόπιο, Τζανακλής.
Μοιάζανε σαν κάτι μεσόκοπες παριζιάνες, γερά πηρούνια, που συναντά κανείς στα γαστρονομικά μπιστρό. Αυτό τις παρηγόρησε. Ηδονή για ηδονή, αφού λείπαν οι άντρες, καλές ήταν κι οι λιχουδιές. Το κρασί γλύκιζε κάπως αλλά πίνονταν, α βέβαια, πίνονταν. Η Μαρί-Κλωντ από λυρική έγινε αναλυτική. Κι έτσι η θάλασσα, με τη μυρωδιά του ιώδιου και τ’ αγκομαχητά του ερωτικού αγώνα βρέθηκε μέσα κι έξω από το μαγαζί. Η Ναν εμπιστεύτηκε στη Μαρί-Κλωντ το πολεμικό μυστικό, για τα κορίτσια που τα μαύλιζε το μεσογειακό κλίμα και βρίσκαν στο τέρμα μιας άβολης περίπτυξης το μαχαίρι του φανατικού μουσουλμάνου. Κι η Μαρί-Κλωντ της εμπιστεύτηκε ένα ακόμα πιο πολεμικό μυστικό, το είχε από τον εραστή της. Μήτε φανατικοί μουσουλμάνοι, μήτε εθνικιστές ήταν αυτοί, αλλά κοινοί εγκληματίες, οργανωμένοι ανέκαθεν, και καθοδηγούμενοι ανέκαθεν, από ειδικό κλάδο της Ιντέλλιτζενς, για να προκαλούν δολοφονίες, ταραχές, ξενηλασία, πολεμική ψύχωση, κατά που σύμφερε την πολιτική του Φόρεϊν Όφις. Έτσι τώρα, στόχος τους ήταν όχι τ’ άμοιρα τα κορίτσια της Κοινοπολιτείας αλλά η ψυχή όλων των φαντάρων της, που είχαν πάρει στα σοβαρά τις διακηρύξεις των Μεγάλων για ελευθερίες, κι έπρεπε να γιατρευτούν από τις αυταπάτες γιατί σήμερα ή αύριο θα χρειαζόταν να πυροβολήσουν στο ψαχνό, όταν οι Αιγύπτιοι θ’ απαιτούσαν να φύγουν τα ξένα στρατεύματα από τον τόπο τους.
—Υπερβολές, στέναζε η Ναν, κι όλα, τραπέζια, πάγκοι, τζαμαρίες, μπουκάλια του μπαρ σκαμπανεβάζανε μέσα στο μαγαζί: Αν ο εραστής σου ήταν κομμουνιστής, θα καταλάβαινα την ευπιστία του…
Η Μαρί-Κλωντ παράγγειλε καφέ δίχως ζάχαρη και σόδες. Όταν άρχισαν να φτάνουν οι ορθόδοξοι από την εκκλησία τους, εκείνες είχαν πληρώσει και φεύγανε. Η Μαρί-Κλωντ δυσκολεύτηκε να βάλει μπρος τη μηχανή, η βραδινή ψύχρα είχε κρυώσει το λάδι. Αλλά στο μεγάλο δρόμο όλα πήγαν καλά. Με τ’ αριστερό βαστούσε το βολάν και με το δεξί έτριβε το σβέρκο της Ναν για να της διώξει τον πονοκέφαλο. Στην Κορνίς χρειάστηκε να πηγαίνει πιο προσεχτικά· οι μεθυσμένοι εορταστές οδηγούσαν με τους μεγάλους φάρους, τρέχοντας ίσια κατά πάνω της. Παρκάρησε μπρος στην κίτρινη πολυκατοικία κι έβαλε τη Ναν στο ασανσέρ.
—Φεύγα, χρυσή μου, είπε αυτή. Μη σου κλέψουν την κούρσα. Είμαι πολύ καλά τώρα. Και σ’ ευχαριστώ για όλα. Καημένο κορίτσι, που θα τριγυρνάς ώσπου να τελειώσει το ρεβεγιόν της μάνας σου;
—Θ’ ανέβω στο ατελιέ από τη σκάλα της υπηρεσίας, μη στενοχωριέσαι. Καληνύχτα, Ναν. Ευτυχισμένα Χριστούγεννα.
Στον όγδοο όροφο η Ναν άκουσε να γίνεται μεγάλο ταβατούρι στους Μπρουξ. Με τη ράχη ακούμπησε στην πόρτα του δικού της διαμερίσματος και περίμενε. Ήθελε να καταλάβει τι συμβαίνει. Κι εκεί ανοίγει η πόρτα τους, τα ουρλιαχτά, τα παλαμάκια, οι ζητωκραυγές γεμίζουν το κλιμακοστάσιο. Ένας παπάς με σετακρουδένιο αντερί βγήκε στο κεφαλόσκαλο καθισμένος στα τακούνια και χόρευε καζατσόκ. Πίσω του χοροπηδούσε σαν ερυθρόδερμος ο Μπρουξ σηκώνοντας ψηλά ένα ποτήρι. Άξαφνα είδε τη Ναν.
—Βότκα, μιλαίδη μου, βότκα! Η κολυμβήθρα του Σιλωάμ, της φώναξε.
Κι αλήθεια, η Ναν δεν είχε προσέξει πως ο γεροπόρνος ήταν χωρίς το καροτσάκι του.
Στρατής Τσίρκας, Η νυχτερίδα (1965), Αθήνα, Κέδρος 1995(25), σ. 165-170.
Μέρες Αλεξάνδρειας...
Είχε δίκιο, λοιπόν, ο Ελιάς Χούρι όταν έλεγε καμιά φορά: «Γιατί να ταξιδέψω μακριά από την Αλεξάνδρεια; Από δω μπορώ να δω καθαρότερα αυτό τον κόσμο και το μέλλον του».
Πράγματι, αν ήθελε κανείς να δει τις μελλοντικές αλλαγές στον παγκόσμιο χάρτη, δεν είχε παρά να ζήσει για λίγο καιρό στην Αλεξάνδρεια του μεσοπολέμου, σ’ εκείνο το παράξενο φυλετικό χωνευτήρι, όπου τάσεις και ρεύματα έδειχναν καθαρότερα τις προθέσεις του. Με μια ματιά μπορούσες να διακρίνεις την επερχόμενη αφύπνιση των Αράβων, τις προσπάθειες των εβραίων να αποκτήσουν πατρίδα στην Παλαιστίνη, την άνοδο του φασισμού και του ναζισμού, όσο και το ψυχορράγημα του βρετανικού λέοντος, για τον οποίο ο επόμενος πόλεμος έμελλε να είναι το κύκνειο άσμα του.
Ο Χαΐμ Βάιτσμαν, ο ηγέτης του σιωνιστικού κινήματος, επισκέφτηκε την Αλεξάνδρεια για πρώτη φορά το 1918 και ύστερα επέστρεφε συχνά, αλλά μολονότι εμφανιζόταν παντού παρέα με τον Σάμουελ Αζιμάν, ποτέ δε δέχτηκε να μείνει στη βίλα του τελευταίου στο Ρούσντι και προτιμούσε τη φιλοξενία του βαρόνου Μενάσε στο Μοχάρεμ Μπέι. Είχε έρθει ως επικεφαλής μιας σιωνιστικής επιτροπής προκειμένου να διασφαλίσει τα συμφέροντα των Εβραίων στην Παλαιστίνη, καθησυχάζοντας τους Άραβες για τις απώτερες προθέσεις του σιωνισμού. Έκρινε λοιπόν πως η φήμη του αρχαιοκάπηλου, που ακολουθούσε το διαβόητο φίλο του, θα έβλαπτε την κοινή υπόθεση. Ο Σάμουελ, πάντως, του οποίου οι ειλικρινείς προθέσεις δεν έπρεπε να αμφισβητηθούν, δεν έδειχνε να προσβάλλεται από το γεγονός αυτό, αφού θεωρούσε φυσιολογικό να φιλοξενείται ο Βάιτσμαν από τον μετέπειτα πρόεδρο της εβραϊκής κοινότητας στην Αλεξάνδρεια. Συνεισέφερε μάλιστα αγόγγυστα στον εβραϊκό σκοπό.
Ο Ελιάς κατηγόρησε, εκτός των άλλων, ως κύριο χρηματοδότη του σχεδίου λαθραίας εισαγωγής όπλων στην Παλαιστίνη προκειμένου να εξοπλιστούν τα μέλη της Χαγκάνα, της σιωνιστικής μυστικής πολιτοφυλακής. Τότε ο Σάμουελ τον αποκάλεσε δημοσίως «αντισημίτη». Οι δύο άντρες διέκοψαν κάθε σχέση και όποτε τύχαινε να συναντηθούν σε δημόσιο χώρο, γύριζαν ο ένας την πλάτη στον άλλο. Η εποχή του jour fixe της Τετάρτης για χαρτοπαιξία στο σπίτι του Αζιμάν ανήκε πια στο παρελθόν.
Η αλήθεια είναι πως ο Ελιάς είχε φανατιστεί υπερβολικά με το παναραβικό όραμα και ήταν από κείνους τους Συρο-Λιβανέζους χριστιανούς για τους οποίους η βαρόνη ντε Μενάσε παραπονιόταν στον Βάιτσμαν «ότι καλλιεργούσαν μασκαρεμένο αλλά σαφή αντισημιτισμό». Λέγεται ότι σε μια περίπτωση τουλάχιστον εγκατέλειψε άρον άρον ένα σουαρέ στο Καρτιέ, όπου υποχρεώθηκε να παρακαθίσει με έναν Εβραίο γνωστό για τα σιωνιστικά του πιστεύω. Σύμφωνα με τα ίδια λεγόμενα, στον οικοδεσπότη που έτρεξε ξοπίσω του, απάντησε άκομψα: «Μη με μπλέκετε εμένα με τους βρομο-σεφαραδίτες! À toute à l’ heure».
Στην πραγματικότητα όμως, οι σχέσεις του με τους Εβραίους της Αλεξάνδρειας δε διαταράχθηκαν ουσιαστικά. Άλλωστε, οι περισσότεροι από αυτούς, ζώντας σε πλαίσιο υλικής ευδαιμονίας εκείνα τα χρόνια, δεν έδιναν ιδιαίτερη σημασία στα σιωνιστικά οράματα του Βάιτσμαν και της παρέας του. Από την άλλη, και οι απόψεις του στο Αραβικό Ζήτημα εν ήταν απολύτως ξεκαθαρισμένες. Ενώ από τη μια πάσχιζε για την αφύπνιση του αραβικού στοιχείου στην Εγγύς Ανατολή, από την άλλη χαρακτήριζε τον Ζαγλούλ κλόουν της πολιτικής και δεν ήθελε να ακούει για τους φανατικούς της Ουάφντ. Θα υπέθετε κανείς ότι η συνεργασία του με τους Εγγλέζους του υπαγόρευε αντιφατικά συναισθήματα, αλλά ακόμα κι αυτούς τους περνούσε κάποιες φορές γενεές δεκατέσσερις. Ο Αντώνης, που τον άκουγε να του μιλά συχνά για τέτοια ζητήματα, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μέσα του ο δυτικοτραφής κοσμοπολίτης αντιμαχόταν τον Άραβα πατριώτη. Κατά τη γνώμη του, ο Ελιάς είχε καταλήξει σε έναν τεχνητό συμβιβασμό με το να προάγει το γενικότερο όραμα της αραβικής αφύπνισης, διαχωρίζοντάς το όμως από συγκεκριμένες μορφές δράσης κατά των Βρετανών φίλων του, οι οποίοι, ήθελε να πιστεύει, θα συνέδραμαν καθοριστικά τους Άραβες προτού καταποντιστεί οριστικά η αυτοκρατορία τους. Όσο για τον αντισημιτισμό του, δεν ήταν παρά μια εν δυνάμει αντίδραση στην περίπτωση που οι προθέσεις των σιωνιστών αποδεικνύονταν διαφορετικές απ’ ό,τι επαγγέλλονταν οι εκπρόσωποί τους. Κάποιος σαν τον Ελιάς, που είχε μάθει να συμβιώνει αρμονικά με τους Εβραίους, όπως και με τους Έλληνες και τους άλλους Ευρωπαίους, ήταν δύσκολο να τους δει από τη μια στιγμή στην άλλη ως θανάσιμους εχθρούς – ή, τουλάχιστον, έτσι πίστευε ο Αντώνης.
Στο μεταξύ, ο «Λιβανέζος» δε σταματούσε στιγμή να μιλά για τον πόλεμο που θα ερχόταν από την Ευρώπη, κι όσο περνούσαν τα χρόνια, απέφευγε κατά το δυνατόν τα ταξίδια στη Γηραιά Ήπειρο. Κατά την Υβέτ, είχε πάθει φοβία με τον πόλεμο και δεν ήθελε να τον προλάβει σε κάποια χώρα της Ευρώπης. Ο ίδιος, όταν τον ρωτούσαν, έδειχνε κατά το Καρμούς όπου στριμώχνονταν οι ξεπεσμένοι Ιταλοί Αιγυπτιώτες στα σύνορα της συνοικίας των ντόπιων. «Το μουσσολινικό χέρι του διαβόλου», έλεγε, «σκιάζει την Αλεξάνδρεια!» Μια ιδέα από τη σατανική επίδραση του Ντούτσε είχε πάρει ήδη ως πελάτης στην μπιραρία του Ντανιέλε. Στο μαγαζί του Ιταλού τίποτε δε θύμιζε τις δόξες της περασμένης δεκαετίας. Μετά τον πόλεμο είχαν αβγατίσει τα σημεία όπου μπορούσε κανείς να απολαύσει μια μπίρα, έναν καφέ, ένα ουίσκι. Η νέα Κορνίς, που ολοκληρώθηκε το 1930, πρόσθεσε ουσιαστικά μια καινούργια πόλη στην ήδη υπάρχουσα και ο κόσμος, όπως ήταν φυσικό, μοιράστηκε.
«La nuova Corniche ha distrutto Alexandria», γκρίνιαζε συνεχώς ο Ντανιέλε κι αναπολούσε τα χρόνια εκείνα που σχολούσε η Μπόρσα και πλημμύριζε η μπιραρία διψασμένα λαρύγγια.
«Μη σκας λοιπόν, φίλε μου, η Κορνίς κατέστρεψε την πόλη, ο Ντούτσε θα τη σώσει!» του έλεγε ο Ελιάς γελώντας.
«Αστειεύεστε, το ξέρω. Είδατε όμως τι κάνει ο Μουσσολίνι για τους compatriotti στην Αλεξάνδρεια; Καλύτερα νοσοκομεία, μεγαλύτερα σχολεία. Ανοίγουν λέσχες. Τα παιδιά μας κάνουν δωρεάν διακοπές στην Ιταλία», σχολίαζε ο Ντανιέλε και τα αεικίνητα μικρά μάτια του έβρισκαν για λίγο την παλιά τους ζωντάνια. Ο γιος του, ο Ρενάτο, είχε γραφτεί στη φασιστική νεολαία και παρέλαυνε στους δρόμους της Αλεξάνδρειας με μαύρο πουκάμισο και γαλάζιο φουλάρι. Σύντομα ο Χούρι είδε την μπιραρία να γεμίζει με ιταλικές σημαιούλες και φωτογραφίες του Ντούτσε – μαζί με ρεκλάμες του καθεστώτος που έφερνε μαζί του ο Ρενάτο από τις δωρεάν διακοπές του στην πατρίδα. Ο ιδιοκτήτης της συνήθιζε πλέον να απευθύνει τον ρωμαϊκό χαιρετισμό στους μαυροπουκαμισάδες που κατέκλυζαν το μαγαζί, αποτελώντας τη νέα μόνιμη πελατεία. Σε όλους αυτούς ο κοιλαράς Ντανιέλε, που είχε ξεσηκώσει τους μορφασμούς και τις εξωφρενικές πόζες του Ιταλού δικτάτορα, έδινε παραστάσεις φασιστικού μεγαλείου και δεν ήταν λίγες φορές που περνώντας κανείς από τη Σερίφ Πασά άκουγε ξαφνικά επευφημίες και χειροκροτήματα. Πίνοντας την μπίρα σου, μάθαινες δια στόματος Ντανιέλε πως η Μεσόγειος ολόκληρη ήταν κάποτε σκηνή ρωμαϊκού μεγαλείου, με αδιάψευστους μάρτυρες τα μνημεία που περικύκλωναν το Mare Nostrum. Ακόμα και στην πόλη της Αλεξάνδρειας είχαν δικαιώματα όλοι αυτοί οι ενθουσιώδεις μελανοχίτωνες ως γνήσιοι απόγονοι του Ιουλίου Καίσαρα και του Μάρκου Αντώνιου. Τα μαύρα πουκάμισα είχαν αντικαταστήσει τις χρυσοκέντητες κελεμπίες που φορούσαν έναν καιρό σερβιτόροι όπως ο Φάουζι. Άνθρωποι όπως ο Ελιάς και ο Χάραμης δεν ήταν πια ευπρόσδεκτοι σ’ αυτό το άντρο του φασισμού, όπου διοργανώνονταν ακόμα και αγώνες ζυθοποσίας μέχρι τελικής πτώσεως στο όνομα του μεγάλου ηγέτη.
Στο μεταξύ, οι Γερμανοί υπήκοοι άρχισαν ο ένας μετά τον άλλο να προσχωρούν στο Αιγυπτιακό Ναζιστικό Κόμμα που είχε ιδρύσει ο Άλφρεντ Ες, ο μικρότερος αδελφός του Ρούντολφ. Ο πατέρας τους, ο Φριτς Ες, ζήτησε κάποια στιγμή να δει τον Αντώνη Χάραμη για άγνωστο λόγο, αλλά ο Ελιάς, τον οποίο συμβουλεύτηκε, του είπε να μη διανοηθεί καν να τον συναντήσει, καθώς την οικογένεια Ες παρακολουθούσε ήδη συστηματικά η βρετανική αντικατασκοπεία.
Δημήτρης Στεφανάκης, Μέρες Αλεξάνδρειας, Αθήνας, Εκδόσεις Ψυχογιός 2011(2), σ. 383-387.
Μετάβαση στο σημείο: Κορνίς