Μυτιλήνη
Μυτιλήνη
Συγκρότηση ενότητας: Χρύσα ΘεολόγουΕπάνω Σκάλα Προσπάθειες ενσωμάτωσης στη νέα πατρίδα
Τις τραγικές πρώτες στιγμές της άφιξης και εγκατάστασης των προσφύγων ακολούθησε η προσπάθεια για εγκατάσταση και προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα. Οι πρόσφυγες μετέφεραν στοιχεία του πολιτισμού τους, ήθη και έθιμα στη νέα πατρίδα, προσπαθώντας παράλληλα να εξασκήσουν διάφορα επαγγέλματα για να ορθοποδήσουν. Καφενεία, όπως εκείνο του «Ερμή», μαρτυρούν την προσπάθεια ενσωμάτωσης.
Η ενθύμηση των πρώτων ...
Τότε που ζούσαμε
(απόσπασμα)
Ο χειμώνας στη Μυτιλήνη είναι κάτι το ωραίο και ανήλεο — τώρα σκέφτομαι πόσο τον αγαπώ και πόσο πρέπει να έχει επιδράσει στην ψυχική διαμόρφωσή μου. Τα φανταχτερά καλοκαίρια της, που τόσο τα απόδοσαν ο Κανέλλης κι ο Μυριβήλης, δεν έχουν τίποτα από την ψυχική πυκνότητα του χειμώνα, την απέραντη μελαγχολία της φύσης που είναι γεμάτη βέβαιη προσμονή.
Αναπολώντας τη ζωή μου στη Μυτιλήνη τα πρώτα χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, θυμούμαι μονάχα χειμώνες — χειμώνες και ποίηση ενδόμυχη και γραφτή, μες σε βροχές ραγδαίες ή επίμονες — χιονόνερο που κρατούσε βδομάδες και μαύριζε όλα τα πάντα τριγύρω, και τις αφανισμένες προσόψεις των σπιτιών. Κατόπι φυσούσε ένα άπονο ξεροβόρι και στέγνωναν όλα, αλλά πώς να φύγει η μαυρίλα;
Και κείνες οι προσφυγικές παράγκες, σκεπασμένες με πισσόχαρτα και με τενεκέδες που είχαν φυτρώσει όπου βρήκαν κενό, κατασκεπάζαν την πόλη και τα περίχωρα, πλημμύριζαν τις νύχτες από τη βροχή, βροντολογούσαν οι τενεκέδες στον άνεμο, όμως αντιστεκότανε και στα δυο.
Μπακάλικα, μαγέρικα και κουρεία, ξανάνοιγαν το πρωί και αρχίζαν το επίμονο μεροδούλι, μ’ ένα αίσθημα τρόμου για τη μέρα που ερχόταν. Στα καλντερίμια παίζαν χλωμά παιδάκια ξεβράκωτα, μυρωδιές από υπαίθρια τηγάνια, κρυφά, παγωμένα μπορντέλα, όπου ψυχές γυναικών τσακισμένες, προσμένοντας τραγουδούσαν βραχνά, και πεθαίναν αθόρυβα. Ταίριαζε με την ψυχική μου διάθεση τούτη η κοινωνική μιζέρια, που είχε απλώσει με την προσφυγιά κι είχε και κείνη μολαταύτα μια θέληση και μια ελπίδα. Εκείνο το κρύο έμεινε μέσα μου χρόνια, κι έκανε την καρδιά μου ζεστή, τη φαντασία να ταξιδεύει με δέος, στα απρόσιτα όρια της μοίρας, στις σφαίρες του πυρετού και του ρίγους.
Έξω από την πόλη πάλι, στην εξοχή, τα λιόδεντρα, με το πλυμένο τους φύλλωμα, μέναν ανέπαφα στις μεταβολές του καιρού. Τα πλατάνια και οι συκιές, με τη γύμνια τους, υποκύπταν στη χειμωνιάτικη μοίρα. Κι οι λεύκες υψώναν τα γυμνά κλαδιά τους σα μανουάλια με σβησμένα κεριά.
Έκανα τότες ατέλειωτους περιπάτους, μονάχος, με τα χέρια στις τσέπες, στα λαγκάδια και στις ακρογιαλιές του νησιού, κι ένιωθα τη μελαγχολία μου να σκορπά μες στην κατήφεια του τοπίου, βάδιζα κόντρα στον άνεμο που φυσούσε και στη βροχή, και η εναντίωση τούτη με λύτρωνε, σα μια συμβολική αναμέτρηση με τις δυνάμεις της μοίρας.
Ο πατέρας μου ήταν άρρωστος πάντα και χειροτέρευε καθημερινά. Γκρίνιαζε πότε για τα βιβλία που διάβαζα, πότε γιατί δεν πήγαινα στην εκκλησιά, όπου ο ίδιος ποτέ δεν είχε πατήσει. Ο αδερφός μου ρεμπέλευε και καμιά συνεννόηση δε χωρούσε μαζί του. Ένιωθα ανυπεράσπιστος από όλες τις μεριές.
Είχα πιάσει φιλία με το Ζήνωνα τον Ελευθεριάδη και τον Ορέστη Κανέλλη, μαθητές στο γυμνάσιο ακόμα, και κάναμε παρέα καθημερινή. Διαβάζαμε ποιήματα, φτιάναμε σχέδια για μακρινά ταξίδια στην Κίνα, στη Γιαπωνία και περιπέτειες στα νησιά της Μελανησίας. Ζούσαμε μες στη γοητεία του απρόοπτου και του ανέφικτου. Μιλούσα πολύ για να δίνω κουράγιο στον εαυτό μου, και παίρναν κουράγιο οι άλλοι. Κι όταν κάποτε, το θυμάμαι καλά, σε ώρα προσγείωσης, το έφερε το λόγος και μίλησα για τα σχέδια εκείνα σαν κάτι το απραγματοποίητο, ο Ζήνωνας έγινε όξω φρενώ και μ’ έβρισε πως ξεσηκώνω τους φίλους μου να κάνουμε κάτι και κατόπι τους αφήνω στη μέση. Τώρα είναι γιατρός. Τον παίδεψε κι αυτόν το όνειρο πολύ στη ζωή του.
Στις μεγάλες γιορτές του χειμώνα, τότε που η χαρά φέρνει κοντά τους ανθρώπους, καθώς και η λύπη, τα ξένα έθιμα και τα παραμύθια ανακατεύονταν με τα ντόπια, τα τραγούδια της προσφυγιάς και τα κάλαντα συντονιζόταν με τα δικά μας, κι έπαιρνε περιπάθεια και η χαρά και ο καημός. Και μέσα σε τούτη τη σύμμειξη στο τραγούδι και στο μεροδούλι, σιγά κι ανεπαίσθητα, γενόταν μια κοινωνική ανακατάταξη, όπου οι πιο καπάτσοι από τους πρόσφυγες παραμερίζαν τους πιο ατζαμήδες Μυτιληνιούς, και τούτοι πηγαίναν και παίρναν θέση κοντά στους όμοιους τους πρόσφυγες.
Ήμεροι άνθρωποι και καλόγνωμοι οι πρόσφυγες, καταρχή, μπλέξαν με το διωγμό σ’ ένα πλέγμα, όπου τα μπερεκέτια που άφησαν πίσω τους εξογκωνόταν, σ’ ένα συγκινητικό καυχησιολογικό παραλήρημα, που αντισταθμιζόταν με τον τωρινό ξεπεσμό τους και τους βοηθούσε να επιβληθούνε στη νέα ζωή. Όλοι μιλούσαν για σπίτια, μπαξέδες και αμπέλια κι ελιές, κι οι Αϊβαλιώτες, πιο φαντασμένοι και πιο παλαβοί, δεν παραλείπαν στην απαρίθμηση τούτη μηδέ τις προσωπικές τους βολές, τον καφενέ που συχνάζαν, τον ατομικό ναργιλέ τους, το μπαρμπέρη τους, την πόρνη και το μπινέ τους!
Εγώ μαζευόμουν στον εαυτό μου, διάβαζα κι έγραφα στίχους κι έδινα, με άλλους στίχους, απάντηση στα προβλήματα της ζωής μου: στο ξεσήκωμα που έφερνε μέσα μου η Ρέα και στον υπόκωφο σπαραγμό από του πατέρα μου την αρρώστια. Ένιωθα ζώο κυνηγημένο, και για να επιβεβαιώσω την ιδιότητα τούτη, κατάφευγα κάπου κάπου και ξάπλωνα σε πυκνά σύδεντρα — πάντα έβρισκα κάποιο τρόπο να τα ξεκεφαλώνω. Το έχω μέσα μου να μπορώ να βολεύομαι όπως λάχει, να εξισορροπώ με τις περιστάσεις, να βρίσκω ηρεμία και στις ευνοϊκές και στις ανάποδες στιγμές της ζωής, στη μπουνάτσα και στη φουρτούνα, στην καλοπέραση και στη φτώχεια, στο ταξίδι και στη φυλακή. Έτσι είχα πάντα φίλους. Αγαπούσα συχνά και ανθρώπους που ένιωθα πως δε με αγαπούν. Και για όσους με αγαπούσαν, πάντα είχα τύψεις, μήπως κι εγώ δεν τους αγαπούσα όσο με αγαπούσαν αυτοί. Κοντά στους ανθρώπους ημέρευε μέσα μου κάθε αίσθημα ανασφάλειας κι απειλής. Ο Μυτιληνιός γενικά είναι εγκάρδιος άνθρωπος και σέβεται τη φιλία.
Για να καταλάβεις καλά το μυτιληναίικο λαό, μια και το έφερε ο λόγος, πρέπει να τον σκεφτείς εντελώς αντίθετο από τους αφεντάδες του· ήγουν λεβέντη, ντόμπρο, ανοιχτόκαρδο, έξυπνο, φιλόξενο, νοικοκύρη. Είναι όμως και τζαναμπέτης, σα μυριστεί μπαμπεσιά. Κανείς στο νησί μας, μηδέ στιγμή δεν ένιωσε τους πρόσφυγες της Ανατολής παρακατιανούς, εξαιτίας της δυστυχίας τους. Από τις πρώτες κιόλας μέρες συμφιλιωθήκαν στη βρύση της γειτονιάς οι γυναίκες, στην αγορά τα σινάφια, στο νταραβέρι οι κοντραμπαντζήδες και στην ταβέρνα οι μαχαιροβγάλτες μας. Είχαμε πάντα στα μέρη μας τέτοιους ανθρώπους, με αψηλό φρόνημα, που αντιστέκονταν κυρίως στην Εξουσία, χωρίς να βλάφτουνε το λαό. Είχαν μέσα τους το αίσθημα της αυτοδικίας —τη συνήθεια να λύνουνε τις διαφορές τους με το μαχαίρι— από μια αρχέγονη αντίληψη του δικαίου κι από μια περιφρόνηση προς την τούρκικη δικαιοσύνη, που δε μπόρεσε να τη λιγοστέψει η ελληνική. Σ’ αυτό ταιριάζαν Μυτιληνιοί κι Αϊβαλιώτες.
Ασημάκης Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε, Αθήνα, Κέδρος, 211989, (1974), σσ. 112-115.
Η οδός Κυδωνιών...
Το μυθιστόρημα της Μυτιλάνας
(απόσπασμα)
Απ’ το βουνό ξεχωρίζει μέσα στην πόλη η οδός Κυδωνιών. Μια γραμμή μαύρη, που ξεκινά απ’ τη Χωράφα, για να χαθεί βορεινά κατά του Κουρτζή κι ίσια στ’ απέναντι βουνά τ’ Αϊβαλιού. Σπίτια σαράβαλα του συνοικισμού, απ’ τη μια και την άλλη μεριά του δρόμου. Χωρίς καμιά γλύκα. Ντουβάρια άχρηστα μαυρισμένα απ’ την πατίνα του θλιβερού χρόνου, που πέρασε από πάνω τους. Έκλεισαν στα σωθικά τους, τα σιωπηρά, αυτούς τους πρόσφυγες της απέναντι γης. Ήρθαν γιομάτοι μνήμες, οι ξεριζωμένοι αυτοί, από Πολιτείες π’ άφησαν μ’ ανοιχτά παραθυρόφυλλα, που στις κρεμασμένες γλάστρες των, έμεινε το λουλούδι της ψυχής των χωρίς νερό κι έλεος. Ήταν αυτοί οι αλλοτινοί, οι ξανθοί, οι ωραίοι οι γιομάτοι όνειρο και μια λύρα εφτάχορδη στην καρδιά, που ξεκίνησαν με τις σφυρήλατες ασπίδες και ξεχύθηκαν μ’ ορμή πάνω σ’ αυτή την ευωδιαστή γη της Ασίας.
Η σπασμένη κυριαρχία της ακέριας θάλασσας, ανέβηκε οδύνη στα μάτια τους. Τώρα είναι η ανάστροφη εικόνα του ξεκινήματος. Το ατέρμον φως, που σβήστηκε πάνω στις κακοποθιασμένες φάτσες τους. Κάθονται τώρα στα πεζούλια και τις πέτρινες σκάλες των άνοστων σπιτιών τους και κοιτάν την Ανατολή. Στα σφικτά σαγόνια μένει μια ακατάλυτη δύναμη, τώρα που ρίγησαν οι θάλασσες.
Τι ζητά αλήθεια ο δρόμος αυτός ο μακρύς, με τα βαριά θλιβερά σπίτια, απ΄ την μια και την άλλη μεριά. Γιατί επιμένει να κυλά τον λογισμό, ως την απέναντι θάλασσα. Τώρα είναι ένα σημάδι μέσα στη σημερινή πόλη. Οι άνθρωποί του, που ’ρθαν μέσα σε φωνές πανάρχαιου χρόνου, ξεριζωμένοι, ζώντας την περιπέτεια της απαντοχής, πιάσαν δουλειά στα μαγαζιά της σημερινής πόλης. Μανιφατουριέρηδες ντενεκετζήδες, κατασκευαστές σκουπών, σαράφηδες, παπάδες, δεσποτάδες, ιεροκήρυκες, δάσκαλοι, ζωγράφοι, με εικόνες πανάρχαιες στα χέρια τους, αγωνίστηκαν να ξεπεράσουν το πεπρωμένο τους. Ξανάφεραν πίσω ό,τι είχε φύγει από δω, καταστραμμένο απ’ τον υποχθόνιο χρόνο.
Τ’ αυτιά τους θέλουν ν’ ακούσουν την πετρωμένη φωνή απ’ τον βιωμένο χρόνο των προγόνων τους.
Πάνω στο πέλαγος, μέσα στον πνιχτό άνεμο που το σκεπάζει, σα χαμένη πινελιά, προβάλλει το χαμένο θαλασσινό μεγαλείο της πόλης τούτης.
Απ’ εδώ, μια αυγή αλαζονική, οι αρχόντοι αιολείς, θωρούσαν τα καράβια που έστελναν στ’ αγέννητο φως, με στήθια που τα φούσκωνε ο στίχος του Όμηρου, που ’πλαθαν πάνω στα χείλια τους. Φύγαν, άνεμος ελληνικός, με τις σφυρήλατες ασπίδες και τα μακριά δόρατα κι απλώθηκαν πάνω στα χώματα της Ασίας, στους εριβώλακες αγρούς, εκεί που τ’ άροτρο χώνεται βαθειά στη μαύρη γη, της Αιολίας, της Τροίας, που την ξανακατάχτησαν, χωρίς την ωραία Ελένη.
Κορυφαντίς, Κιστίνη, Άττεα, Πριάπιον, Καρήνη, Κυτώνιον.
Στη βόλλα, οι άντρες αυτοί, μαντατοφόροι ενός καινούριου κόσμου, έπαιρναν αποφάσεις. Αυτοί έστειλαν στρατό ως πέρα στον Ελλήσποντο, για να κρατάν τα κλειδιά που και σήμερα διαφεντεύουν τον κόσμο. Έχτισαν το Αχίλλειο, δίπλα στον τάφο του Αχιλλέα, που αυτοί τον τραγούδησαν, ζώντας μέσα σε μέτρα ηρωικά στίχων. Θρεμμένοι καλά με κρέατα, με γερό λάδι και κόκκινο κρασί στα πλούσια συμπόσιά τους είχαν τους μοισοπόλους.
Τα μυαλά των έπλαθαν σύμπαντα. Στίχους καλούς, που έκλειναν μέσα τους το νόημα της ψυχής των. Μόρφωναν με κουβέντες σκέψη κι αίσθημα. Στον αιώνα τους, τραγούδησε η Σαπφώ το φως του ήλιου και της αγάπης, κι ο Αλκαίος σήκωσε το ηφαίστειο του πάθους, που μέσα του κάηκε αυτός ο αιολικός πολιτισμός.
Περήφανοι την αλαζονική αυτή αυγή, απ’ τα ύψη αυτά που τώρα βρίσκεται η οδός Κυδωνιών, έβλεπαν τα ροδόχρωμα όνειρά τους να πλανιούνται πάνω στα χώματα της Ασίας.
Η οδός Κυδωνιών… Με τους πρόσφυγες τώρα αιολείς απ’ τον παμπάλαιο χρόνο… Τι ζητά ο δρόμος αυτός ο μακρύς, με τα βαριά μαύρα σπίτια απ’ την μια και την άλλη και παίρνει τον λογισμό στην άλλη στεριά…
Στο βουνό απάνω ο Παρλαρίκας μασά τα λόγια του.
Θανάσης Παρασκευαΐδης, Τό μυθιστόρημα τῆς Μυτιλάνας, Αθήνα, (χωρίς εκδοτικό οίκο), 1977, σσ. 52-54.
Μετάβαση στο σημείο: Επάνω Σκάλα