Μυτιλήνη
Μυτιλήνη
Συγκρότηση ενότητας: Χρύσα ΘεολόγουΕπαύλεις. Αρχοντικά που χτίστηκαν στις περιοχές της Σουράδας και του Ακλειδιού. Ένας περίπατος στις «κηπουπόλεις» αυτές, όπως τις ονομάζει ο Κώστας Ουράνης, αρκεί για να μεταφερθεί κανείς σε μια ονειρική ατμόσφαιρα. Απ’ τις μισάνοιχτες πόρτες με την περίτεχνη διακόσμηση διακρίνονται κατάφυτοι κήποι που σε προϊδεάζουν για το εσωτερικό των σπιτιών αυτών. Εκεί όπου σίγουρα θα δεσπόζουν επιβλητικά έπιπλα μιας άλλης εποχής, ζωγραφισμένα ταβάνια, κρεμασμένα έργα τέχνης.
Επαύλεις...
Ο κήπος που άρχιζε με επιτήδευση
και τέλειωνε σε περιβόλι
ελεύθερο μα φροντισμένο
ενώνονταν σε μία σύζευξη αρμονική
με τ’ όλο τοπίο των ελαιώνων
της λυγαριάς και των σχίνων
ανάλαφρος μακάριος και ειρηνικός: Στην αρχή
αλέες σχήματα γύρω από σιντριβάνια
μεγάλες γλάστρες αρχαιοπρεπείς
με ιβίσκους και γεράνια
στα μάρμαρα τα περιστέρια
πέρα ψηλά οι βραγιές και τα σύδεντρα
κάπου κάπου μια γάτα εξαίσια
το σπίτι σχεδόν σβησμένο
στη ζέστη του καλοκαιριού.Αλλ’ όμως μέσα
μόλις περνούσες το κατώφλι
στο δροσερό σκοτάδι άλλη πανίδα και χλωρίδα
τεχνητή
άγριας νύχτας: Απέναντι σκιά πυκνή σαν από ύλη
πουλιά νεκρά που κρέμονται, δράκοι αναπαυμένοι
δρυμός βαρύς που αναρριχάται κισσός
ξυλόγλυπτος όλο απειλές· ένας μπουφές.
Μέσα στον πάγο του καθρέφτη
χειμερινά ξερόκλαδα· πτυχώσεις.
Κι η οροφή συννεφιασμένη.
Βαθιά ο καναπές στο έρεβος
—η ράχη έπιανε τα μισά του τοίχου σε ύψος—
τον έστεφε μια σκέτη κεφαλή ελαφιού
βαρύτιμη και απαθής (μισοφαινόταν)
ενώ στην αγκαλιά του όγκος κρεάτων
μες σε βελούδα περιδέραια φτερά βεντάλιας
και μαξιλάρια σκοτεινά κουφάρι
ενός θηρίου· η σωριασμένη δέσποινα…Κι αυτοί οι δύο κόσμοι συνυπήρχαν
ο ένας κλειστός μέσα στον άλλο—
σάρκα υπερώριμη άγουρου φρούτου.Στο δρόμο για τη Σουρά...
Ανεμώλια
(απόσπασμα)
Βγήκαμε σ’ έναν ανηφορικό δρόμο γεμάτο αιωνόβια πεύκα· τα πεζοδρόμια ήταν ανύπαρκτα και πάνω στις στροφές ο δρόμος επικίνδυνος. Μπήκαμε αναγκαστικά εις φάλαγγα κατ’ άνδρα, πρώτος ο Χρήστος και τελευταίος ο Στάθης, συμπτωματικά η κορυφογραμμή απ’ τα κεφάλια μας σχημάτιζε την ανιούσα. Δυο τρεις φορές μας κόρναραν επίμονα. Σ’ εκείνο το κομμάτι του δρόμου δεν υπήρχαν άλλοι πεζοί, μόνο αυτοκίνητα που περνούσαν ξυστά και ξερνούσαν πάνω μας κύματα ζεστού αέρα. Κάποια στιγμή ο δρόμος ίσιωσε κι εμφανίστηκαν κάτι υποτυπώδη πεζοδρόμια πνιγμένα στ’ αγριόχορτα.
[…]
«Αυτοκίνητο πότε θα νοικιάσουμε;» γκρίνιαξε ο Γέρος.
«Αύριο», απάντησε κοφτά ο Χρήστος και η συζήτηση κόπηκε εκεί.
Ένα φορτηγό γεμάτο σακιά πέρασε ξυστά από δίπλα μας, η ορμή του μας ανασήκωσε τις τρίχες. Νιώσαμε την κάψα της εξάτμισης μαζί μ’ αυτήν απ’ την άσφαλτο να έρχεται όλη καταπάνω μας.
«Κουράγιο!» είπε ο Χρήστος και τον είδαμε να βγαίνει δεξιά σ’ έναν χωματόδρομο – εγκαταλείπαμε με ανακούφιση την άσφαλτο.
«Πιο σιγά τώρα», μας συμβούλεψε και κοντοστάθηκε, ύστερα σήκωσε το χέρι και μας έδειξε κάπου στα διακόσια μέτρα ένα επιβλητικό κτίριο κρυμμένο πίσω από ένα δασάκι με ψηλά πεύκα.
«Σταματάμε εδώ», είπε επιτακτικά και μας έδειξε μια ελιά μπροστά μας.
Σταθήκαμε από κάτω της. Ήμασταν έτοιμοι να ανάψουμε τσιγάρο, οι αναπτήρες μάς φαγούριζαν τα δάχτυλα.
«Ας χαμηλώσουμε καλού κακού να μη φαινόμαστε», μας συμβούλεψε κι έδωσε πρώτος το παράδειγμα.
Ήμασταν στην αρχή ενός ελαιώνα· κάπου στο κέντρο του ήταν χτισμένο το μεγάλο σπίτι, τα ψηλά πεύκα γύρω του έμοιαζαν προκάλυμμα. Όσο καταφέρναμε και βλέπαμε από εκεί που ήμασταν, το σπίτι ήταν ένας γίγας από κόκκινη πέτρα με άσπρα αετώματα, που νόμιζες πως ήρθε εδώ για να κρυφτεί απ’ τη βουή του κόσμου. Εάν ήταν χτισμένο, όπως το υπολόγιζα, περίπου έναν αιώνα πριν, τότε που οι πόλεις ήταν μικρότερες ήταν σίγουρα η επιλογή της απόλυτης ερημιάς.
Εκείνη τη στιγμή το ’κανε! Άνοιξε την τσάντα που είχε κρεμασμένη στον ώμο και με τα κοντά του δάχτυλα τα κράτησε στα χέρια.
«Τι ’ναι αυτά;» ρώτησα.
«Κιάλια», απάντησε αθώα.
Ο Στάθης έβαλε τα γέλια.
«Τι τα θες;»
«Θέλω να δω…»
«Γι’ αυτό μας κουβάλησες εδώ;»
«Είναι ωραίο σπίτι, Νίκο, σαν ανάκτορο. Μου έχει στείλει φωτογραφίες στο κινητό…»
«Πάρ’ της τηλέφωνο!» του είπα απότομα.
Ο Γέρος, που μέχρι στιγμής κρατιόταν, ακούμπησε στον ώμο του Στάθη. Το γέλιο του, συριστικό και βραχνό, σιγοντάριζε αυτό του πορτιέρη, που τώρα χτυπούσε το κούτελο με την παλάμη.
Ισίδωρος Ζουργός, Ανεμώλια, Αθήνα, Πατάκης, 2011, σσ. 218-220.
Τα μεγάλα σπίτια με το...
Σ’ αυτή την πόλη έζησε η Σαπφώ
Πόλη βαρύτιμη και αντιφατική. Δύο πρόσωπα, δύο λιμάνια. Η νότια πλευρά, πιο αστική, βυθισμένη σε μακάρια νάρκη. Η βορινή, πιο λαϊκή, ανοιχτή στις ριπές που έρχονται με τα μελτέμια τ’ ασπρόμαυρα, τ’ αγριωπά. Γενοβέζοι και Τουρκοκρατία μεταμφιέζουν την αρχαιότητα. Το μπαρόκ της Ανατολής γεμίζει την ψυχή με νοσταλγική μελαγχολία. Όπου και να σκάψεις, παρ’ όλα αυτά, βρίσκεις νερά κι ερείπια. Στα πρώιμα χρόνια, η μύτη της μικρής χερσονήσου, όπου είναι χτισμένη η κυρίως πόλη, ήταν νησί. Σήμερα, ενωμένη με τη στεριά, τη στεφανώνει το κάστρο των Γατελούζων. Περίπλοκοι δρόμοι, μεγάλα σπίτια που κρύβουν εσωτερικές αυλές. Το καλοκαίρι σ’ αυτές τις γειτονιές κάνει αφάνταστη ζέστη και μυρίζει ανυπόφορα γλυκά το γιασεμί και τ’ αγιόκλημα. Παντού, μέσ’ από τα πλακόστρωτα και τα σκαλοπάτια των εισόδων, φυτρώνουνε νυχτολούλουδα. Στα χρόνια του ’60, σε πολλά απ’ αυτά τα σπίτια, ασφυκτικά γεμάτα με έπιπλα, ζούσαν ηλικιωμένες γυναίκες, μοναχικές, χήρες, γεροντοκόρες. Είχανε τη συνήθεια να μένουν στα υπόγεια και ν’ αφήνουν τους άλλους χώρους περίπου ακατοίκητους, σαβανωμένους. Ορτανσίες, καμέλιες, ντάλιες, μπανανιές, μαγνόλιες, πικροδάφνες και φοίνικες μπορούσες να διακρίνεις απ’ τις μισάνοιχτες πόρτες των κήπων. Πυκνοί παράδεισοι, κλειδωμένοι ναοί. Τα νότια προάστια, ο Μακρυ-Γιαλός, η Σουράδα, ήταν ένα ξετύλιγμα αισθαντικού σκηνικού. Πύργοι, βίλες «τρελής» αρχιτεκτονικής των αρχών του αιώνα, πραγματώσεις ονείρων. Παντού πλανιόταν κάτι το παρακμιακό, το ετοιμόρροπο, το αφημένο. Κάτι σαν μαράζι.
Οι κηπουπόλεις...
Οι τρεις όψεις της Μυτιλήνης1
Όαση μέσα σ’ αυτή τη γραφική μιζέρια της Μυτιλήνης είναι η ποιητική συνοικία των επαύλεων και των κήπων. Εκεί, όλα είναι γαλήνη και ομορφιά. Όλα πολιτισμός και τάξη. Έχω γυρίσει όλη την Ελλάδα: πουθενά αλλού δεν είδα τη μαγεία και τον πολιτισμό που έχει η πλευρά αυτή της Μυτιλήνης. Το όνειρο των «κηπουπόλεων» που ονειρεύεται να πραγματοποιήσει η εποχή μας, είναι εκεί μια εξαίσια πραγματικότητα. Φαντασθείτε μια Κηφισιά χωρίς μαγαζιά και μικροκαφενεία, μια Κηφισιά που να πιάνει την αμφιθεατρική πλαγιά ενός καταπράσινου λόφου, που κάθε έπαυλή της να λευκάζει μέσα σ’ απέραντους κήπους και περιβόλια, και που ν’ ατενίζει το γλαυκό θάμπος μιας θάλασσας και τα κανάλια μικρών νησιών απ’ όπου έρχεται πάντα ένα ρεύμα δροσερού αέρα: αυτή είναι η κηπούπολη της Μυτιλήνης. Ψηλοί τοίχοι, απ’ όπου κρέμονται τάπητες από κισσούς και περιπλοκάδες, υψώνονται στο μάκρος των ήσυχων δρόμων, κρύβοντας τους βαθιούς αρωματισμένους κήπους. Οι μόνοι ήχοι που σκορπίζονται στη γαλήνη είναι τα γέλια ευτυχισμένων παιδιών, κάποτε ένα πιάνο, και τα κελαδήματα των πουλιών. Όλες αυτές οι επαύλεις κι όλοι αυτοί οι κήποι ενώνονται, τόσο μπροστά στη θάλασσα, όσο και στους λόφους, με προάστια και με μικρά χωριά το ένα πιο γραφικό από το άλλο. Νομίζει κανείς πως έχει μπροστά του την παραδεισιακή εκείνη περιοχή των μεγάλων ιταλικών λιμνών, που η ποίησή της είναι όλη γλυκύτητα και χάρη. Μερικά από τα χωριά αυτά, όπως το Κογιάνι, έχουν σπίτια με ξύλινα περιζώσματα στις προσόψεις τους, που θυμίζουν τα γραφικά σπίτια της χώρας των Βάσκων, στην Ισπανία. Άλλα, μαζεμένα γύρω από το ψηλό τους καμπαναριό, μισοκρυμμένα από τις ασημένιες ελιές και τα περιβόλια, φέρνουν στο νου τα χωριά της νότιας Ιταλίας, όπως το γλυκύτατο Ραβέλο κοντά στο Αμάλφι…
Ό,τι κάνει ακόμα πιο έντονη την ομοιότητα της πλευράς αυτής της Μυτιλήνης με την περιοχή των ιταλικών λιμνών, είναι, εκτός από τις πλούσιες επαύλεις, τους κήπους και τις κατάφυτες πλαγιές, το όραμα της θάλασσας, που κλεισμένη από τα νησιά Αργινούσες, τις αντικρινές ακτές της Μικράς Ασίας και τις ακρογιαλιές της ίδιας της Μυτιλήνης, έχει την όψη μιας μεγάλης λίμνης. Αν μάλιστα ανεβεί κανείς στην κορφή ενός απ’ τους λόφους, που έχει το γελοίο όνομα Γαϊδουροπερίπατος, θα ιδεί ν’ απλώνεται κι από την αντίθετη πλευρά, σα μια δεύτερη λίμνη, ακίνητη και γυαλιστερή μέσα στο φως, ο εξαίσιος κόλπος της Γιέρας.
Από τον εξώστη του λόφου αυτού, που αγκαλιάζει τις δυο παραμυθένιες «λίμνες» και τις απαλές πλαγιές που ασημίζουν από τις αναρίθμητες ελιές ή πρασινίζουν βαθιά από τους κήπους και τα περιβόλια, η Μυτιλήνη έχει, αληθινά, όλη τη χάρη και τον ηδονισμό της Ιταλίας, κ’ εξηγεί, σ’ όποιον αισθάνεται την ψυχή των τοπίων, τόσο το γλυκόν Αλκαίο, όσο και τη φλογερή Σαπφώ…
[1]Στον πρόλογο διευκρινίζεται ότι πρόκειται για ταξιδιωτικές εντυπώσεις που γράφτηκαν γύρω στα 1930 και δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα.Κώστας Ουράνης, «Οι τρεις όψεις τη Μυτιλήνης», Ταξίδια. Ελλάδα, Αθήνα, Εστία, χ.χ.ε., σσ. 285-286.
Μετάβαση στο σημείο: Οι αρχοντικές συνοικίες Σουράδα και Ακλειδιού