Μυτιλήνη
Μυτιλήνη
Συγκρότηση ενότητας: Χρύσα ΘεολόγουΤο κέντρο της πόλης Το σώμα των κτιρίων στο κέντρο της πόλης
Το σώμα των κτιρίων της πόλης αφηγείται την ιστορία της. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο φιλόλογος Στρατής Ι. Αναγνώστου, «αρχιτεκτονικά λείψανα των αρχαϊκών, κλασσικών, ελληνιστικών, ρωμαϊκών και μεσαιωνικών χρόνων βρίσκονται διάσπαρτα σε όλη εκείνη την περιοχή που συμβατικά ονομάζουμε ιστορικό κέντρο. Αυτή εκτείνεται εκατέρωθεν του νοητού άξονα που διατρέχει η σημερινή οδός Ερμού και καταλήγει στην περιοχή της Επάνω Σκάλας».
Ένδον χώρα...
Αδιέξοδο η πόλη. Χωρίς καμιά σύνδεση με το χώρο ρυθμοί κλείνουνε από παντού κάθε πέρασμα προς το άμεσο αντίκρισμα της θαλάσσης: Οι διακοσμητικές γλυφές που μεταφέρουνε μιαν άλλη ατμόσφαιρα πλάι στα σε ξύλο εργασμένα κοσμήματα των κτισμάτων της ανατολής τ’ ασήμαντα και λιγοστά χαμόσπιτα που είναι παντού γύρω δεμένα με την πολυτελή και μεγαλόπρεπη αλλά χονδροειδή μίμηση αρχιτεκτονικής έκφρασης πόλεων ευρωπαϊκών που καλύπτει σαν δέρμα μνήμες αρχαϊκές αυτού του οικοδομικού ύφους τέλος η σκυθρωπότητα εκεί που η πόλη έγινε φύση δεσμεύει την ψυχή προπαντός το χειμώνα. Η βροχή σκουραίνει τις επιφάνειες των κτισμάτων. Κάνει να φαίνονται σιδερένιες. Δέρνονται τα ελάχιστα πανύψηλα δέντρα στο νοτιά που περνάει πάνω από τις στέγες μόνο στοιχείο που ακούγεται ζωντανό. Κάθε τόσο από τα θεμέλια των σπιτιών που αφού γκρεμιστούν ανασκάπτονται μες στα νερά που αναπηδούν βρίσκονται κόκαλα σωροί. Μες σε πολλά κτερίσματα ξεθαμμένα στον ανοιγμένο λάκκο στη λάσπη μπρούμυτο άγαλμα.
Εντός εισαγωγικών...
«Ερείπια στον περίβολο των ανακτόρων φέρουν τα ίχνη του
σοβά
που λείος κάλυπτε ολόκληρη την τότε ακέραια πλινθοποιία.
Ζώα της θάλασσας ή ωκεάνιες μορφές και άλλα τέρατα βουβά
διακοσμούν τα δάπεδα μέσα σε μια γεωμετρική χρωματουργία
με το βασιλικό από λευκές ψηφίδες μεγάλο έμβλημα στο κέντρο.
Ξεραμένοι καρποί τα λιθάρια που ματώνουνε γόνατα και
σαγόνια.Ολόγυρα πουθενά στον ορίζοντα δεν στέκεται κανένα δέντρο
Τα σύγχρονα κτίρια είναι πιο πέρα μακριά σταματημένα
βαγόνια.Ο ήλιος καθώς ανατέλλει στέκει ένα κεφάλι ασώματο κομμένο
πάνω απ’ τους απαλούς κόκκινους αμμόλοφους που είναι
σα να βασιλεύουν
και τα βουνά είναι τα πεταμένα μέλη από κορμί ξεκολλημένο
στο νερό που καθώς όλο αίμα έρχονται προς την ακτή βαριά
σαλεύουν».Τα κτίρια μιλούν για τ...
Το μυθιστόρημα της Μυτιλάνας
(απόσπασμα)
Το βουνό είδε την πόλη να χτίζεται και να ξαναχτίζεται, τέσσαρες χιλιάδες χρόνια στον ίδιο τόπο και με τις ίδιες πέτρες.
Η πόλη είναι δημιούργημα των γενιών του παρελθόντος. Κρύβει μέσα της τα ζεστά μυστικά των ανθρώπων που πέρασαν, με πολλά δοξαστικά μεσημέρια. Μπορεί ο χρόνος στη ροή του να ρούφηξε τους περήφανους άντρες. Μπορεί να ’φυγε η χτεσινή ευμάρεια, να γκρεμίστηκαν τα περίκαλλα μέγαρα, με τις εντοιχισμένες ελπίδες. Μα η πόλη έμεινε σύμβολο, που ζει ακόμα με τη δόξα των περασμένων καιρών. Με το αγκομαχητό των φτωχών, με την περηφάνια των πλούσιων, με τους μύθους, την τέχνη, τις εκκλησίες. Τα κτίρια είναι το σώμα της πόλης, που τρέφει τους ανθρώπους της, με την τέχνη που πάνω τους άφησαν τα θερμά χέρια των προγόνων. Μέσα στα νεκροταφεία οι άνθρωποι των περασμένων γενιών, π’ έζησαν με την ψυχή στο στόμα, ν’ αφήσουν ένα σήμα μέσα στο χρόνο, ένα φωτεινό άγγελμα, έχουν γίνει σκόνη. Κάτι όμως σώζεται από σένα σκλάβε που έχτισες με αγγαρεία αυτά τα ψηλά τείχη, που τώρα έγιναν ντουσεμέδες. Πανάρχαιες πέτρες, μάρμαρα μ’ επιγραφές ελληνικές και τούρκικες, σαρμουσάκια μελτζανιά, μάρμαρα κόκκινα και σταχτιά μ’ απόχρωση φιλντισιού, τόσες άλλες πέτρες παράξενες, λαξεμένες απ’ τα χέρια των προγόνων σου, μιλάν για τον μύθο της πόλης αυτής που οι δεσποτάδες της την έλεγαν θεοφρούρητη.
Στα τείχη μέσα βλέπει κανένας εντοιχισμένους παλιούς αρχαίους ναούς. Κιονόκρανα, σπόνδυλους, υπέρθυρα σκαλοπάτια, βωμούς βαλμένους ανάποδα. Η ιστορία εδώ ανακατεύτηκε παράξενα. Κι όμως ακόμα μιλά ζωντανά. Οι φτωχές συνοικίες είναι ξορισμένες στα υψώματα. Το Νιο Χωριό, χτισμένο σ’ απρόσιτη ανηφοριά, φωνάζει με τους χαμάληδες του λιμανιού, που βρήκαν με κόπο τόπο να βάλουν θεμέλιο, σ’ αυτό τον κακοτρόχαλο τόπο. Το ίδιο στην Καμάρα και στην Λαγκάδα, π’ ακόμα οι φτωχοί πατούν τα βράχια τα μαύρα της απρόσιτης πλαγιάς που κάποιος για να σώσει την ψυχή του τα δώρισε στην εκκλησιά. Στον Άγιο Παντελέμονα, βρίσκουνται οι εργατικές συνοικίες, γιατί εκεί βρέθηκε φτηνή γη, π΄ άφησαν οι αρχόντοι. Ο συνοικισμός χτίστηκε πάνω σε μαύρα βράχια, που δεν τα πατούσε κανείς. Άλλοι ρίχτηκαν στ’ αφιλόξενα υψώματα του Μιντάτ. Ο Κάτω Γιαλός με τα μονόπατα σπίτια σε μια ανήλια πλαγιά στέγασε τους μαγουνιέρηδες, για να ’ναι κοντά στο μουράγιο. Ένας τοίχος ψηλός με πολλά δέντρα χώριζε αυτή τη φτωχογειτονιά, με τ’ αρχοντικά του Κιοσκιού, τα χτισμένα μέσα σε πλούσιους κήπους και πλατείς δρόμους με βρωμούσες για να φεύγουν τα κουνούπια. Ο αρχοντομαχαλάς στέγασε τους καινούριους πλούσιους, ενώ τ’ αρχοντικά των παλιών είναι γύρω απ’ τη Μητρόπολη, τον Άγιο Συμεών, τους Άγιους Απόστολους.
Ύστερα γιόμισε αρχοντικά ο Μακρή Γιαλός κι η Σουράδα μέσα σε καταπράσινους κήπους, που η φτωχολογιά τα καμάρωνε μέσα απ’ τα κάγκελα, στοίχους σιδερένιων δοράτων, ενώ στις γειτονιές του Άγιου Γιώργη, του Άγιου Θόδωρου, τόνα το σαχνισί κοίταζε μέσα στ’ άλλο, ακούγοντας τα μυστικά του.
Η πόλη με τις συνοικίες της μιλά ακόμα για τους ανθρώπους που έφυγαν. Εδώ αν σκάψει κανείς θα βρει τις κάστες που τις χώριζαν αόρατα τείχη.
Η πόλη αγκαλιάζει σφιχτά τους ανθρώπους της, που περιμένουν τις ιεροτελεστίες της Ανάστασης να ξεχυθούν στους δρόμους της.
Ροβολούν απ’ τους δρόμους των απόκρυφων σελίδων ιστορίας που γράφτηκε με αίμα και θάνατο.
Θανάσης Παρασκευαΐδης, Τό μυθιστόρημα τῆς Μυτιλάνας, Αθήνα, χωρίς εκδοτικό οίκο, σσ. 82-83.
Μετάβαση στο σημείο: Το κέντρο της πόλης