Αλεξάνδρεια
Αλεξάνδρεια
Συγκρότηση ενότητας: Δώρα ΜέντηΑνατολικό και δυτικό λιμάνι Ανατολικό και δυτικό λιμάνι
Τα δύο σημαντικά θαλάσσια λιμάνια της Αλεξάνδρειας, ο Εύνοστος στη δυτική πλευρά και το Μεγάλο λιμάνι στην ανατολική, γνώρισαν από την αρχαιότητα ως σήμερα μεγάλη ανάπτυξη χάρη στον μεσογειακό χαρακτήρα και την κομβική γεωπολιτική σημασία που έχει η πόλη για την επικοινωνία και το εμπόριο με την ευρύτερη περιοχή.
Αλεξάνδρεια. Η πόλη τη...
Η πρώτη του εντύπωση για την Αλεξάνδρεια, όπως την περιέγραψε [ο Ε.Μ. Φόρστερ] στη μητέρα του, ήταν συγκρατημένη και συγκαταβατική και προερχόταν από μια έρευνα του 1909, η οποία αναφέρει ευθέως: «Όλα τα ζητήματα της επιστήμης, της τέχνης και της αρχαιολογίας ασφυκτιούν κάτω από την επίπονη εμπορική δραστηριότητα της πόλης. Η κατάσταση του εμπορίου και οι συναλλαγές, η κίνηση τίτλων και μετοχών αποτελούν καθημερινά το βασικό θέμα συζήτησης στις λέσχες, στους δρόμους, στις παραλίες, στα τραμ, στα τρένα· κοντολογίς, παντού σε αυτή την πόλη που κάποτε ήταν το πεδίο θανάσιμων αντιπαραθέσεων για διάφορες θρησκείες και αιρέσεις, και τώρα είναι δοσμένη καθολικά και ολόψυχα στη λατρεία της μοντέρνας θεότητας του Μαμωνά, που απαιτεί αποκλειστική αφοσίωση από τους οπαδούς του».
Είναι γνωστό πως οι τουρίστες δεν έδιναν μεγάλη σημασία στην Αλεξάνδρεια. «Φτάνουν στο Δυτικό Λιμάνι, αποβιβάζονται και φεύγουν άρον άρον για το Κάιρο, που έχει περισσότερο ήλιο και είναι λιγότερο βροχερό, με περισσότερα αξιοθέατα και λιγότερες εμπορικές συζητήσεις. Δεν παραμένουν στην Αλεξάνδρεια για να εμβαθύνουν στην ελληνοαιγυπτιακή τέχνη· και μετά από μια μέρα ανεμελιάς στην οδό Σερίφ Πασά βιάζονται να φύγουν νότια. Γι’ αυτό και η Αλεξάνδρεια είναι πληκτική τον χειμώνα — εποχή κατάλληλη για τουρισμό στην Αίγυπτο. Αλλά το καλοκαίρι, που η ζέστη στο Κάιρο δεν υποφέρεται, χιλιάδες παραθεριστές από συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα εξορμούν από την πρωτεύουσα προς τις ακτές της Μεσογείου για δυο και τρεις μήνες. Συνεπώς, αυτή είναι η καλή εποχή της Αλεξάνδρειας. Αλλά ενώ οι τουρίστες ξοδεύουν αφειδώλευτα, οι Αλεξανδρινοί, εξοικειωμένοι με τις τρέχουσες τιμές, είναι πιο συγκρατημένοι. Οι καλοκαιρινοί επισκέπτες είναι στο σύνολό τους εξουθενωμένοι υπάλληλοι από το Κάιρο με ολιγοήμερες άδειες, επιχειρηματίες από την πρωτεύουσα που δεν μπορούν να ξεφύγουν για λίγο στην Ευρώπη, και μια συγκεκριμένη τάξη Λεβαντίνων που επιστρέφουν μονίμως στο Κάιρο πλουσιότεροι από ό,τι έφυγαν». Ακόμα και τότε τα μέσα αναψυχής ήταν λίγα, κι έτσι «το μπάνιο αποτελεί την κύρια διασκέδαση».
Εάν υπήρχε ελπίδα διαφυγής από αυτή τη βαρβαρότητα και τη μονοτονία, όπως απεγνωσμένα πρότεινε η έρευνα, ήταν να ανακαλυφθούν τα απομεινάρια του παρελθόντος. Στα τέλη του περασμένου αιώνα το έδαφος υποχώρησε σε ένα σημείο κοντά στη Στήλη του Πομπήιου όπου έβοσκαν γαϊδούρια, αποκαλύπτοντας τις κατακόμβες του Κομ ελ-Σουγκάφα, όπου αλλόκοτα γλυπτά μαρτυρούσαν τη μέθεξη και συγχώνευση κλασικών και αρχαίων αιγυπτιακών δοξασιών. Χάρις σε αυτές τις ανακαλύψεις «είναι πιθανόν σε λίγα μόλις χρόνια η αναγέννηση της Αλεξάνδρειας να μην είναι πια αμιγώς εμπορική αλλά αρχαιολογική, καθώς και καλλιτεχνική».
Στην πραγματικότητα, οι Αλεξανδρινοί δεν ενοχλούνταν καθόλου να παρακάμπτονται από τους τουρίστες και να νιώθουν πως δεν ανήκουν απόλυτα στην Αίγυπτο. Αναγκάζονταν να επισκέπτονται το Κάιρο για δουλειές ή για πολιτικά ζητήματα, αλλά κοιτούσαν αφ’ υψηλού τις ίντριγκες, το κυνήγι μιας θέσης και την ατμόσφαιρα νεοπλουτισμού της πρωτεύουσας. Η Αλεξάνδρεια ούτε ιδρύθηκε από τους Άραβες ούτε ήταν η έδρα της βρετανικής διοίκησης· παρ’ όλη την εθνικιστική και θρησκευτική αντιπαλότητά τους, οι ξένες κοινότητες της Αλεξάνδρειας είχαν χτίσει μόνες τους την πόλη, οι οικογένειές τους σε πολλές περιπτώσεις ήταν εγκατεστημένες εκεί για πολλές γενιές, και οι πολίτες, με το δίκιο τους, αισθάνονταν αυτή την ιδιαίτερη υπερηφάνεια για τη δική τους πόλη-κράτος. «Όσον αφορά την κοινωνική διάρθρωση και τις γενικότερες πλευρές της ζωής στην Αλεξάνδρεια», συνέχιζε η ίδια έρευνα του 1909, «παρατηρείται εκτεταμένη πληθυσμιακή μείξη. Στις κατώτερες τάξεις, τα αιγυπτιακά και ξένα στοιχεία αναμειγνύονται με τρόπο αδιανόητο για το Κάιρο· στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, επίσης, καταφέρνουν να ζουν ο ένας δίπλα στον άλλο, αρμονικά — μια ευχάριστη κατάσταση που πρέπει μάλλον να αποδοθεί στην ύπαρξη τοπικής αυτοδιοίκησης». Η Αλεξάνδρεια υπήρξε η πρώτη αυτοδιοικούμενη πόλη στη Μέση Ανατολή. Ο Δήμος της ιδρύθηκε το 1890, ενώ το Κάιρο απέκτησε τοπική αυτοδιοίκηση μόλις το 1947 — «και χωρίς στρατιές κυβερνητικών αξιωματούχων. Η πολιτική, για τους ίδιους μάλλον λόγους, παίζει έναν σχετικά ασήμαντο ρόλο στην καθημερινή ζωή».
Στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ο πληθυσμός της Αιγύπτου ήταν σχεδόν δεκατρία εκατομμύρια (σε σύγκριση με τα εβδομήντα εκατομμύρια σήμερα), περίπου διακόσιες χιλιάδες από τους κατοίκους της χώρας ήταν αλλοδαποί. Συνολικά, ο πληθυσμός της Αλεξάνδρειας πλησίαζε το μισό εκατομμύριο, ενώ του Καΐρου ήταν διπλάσιος· ωστόσο, ήταν η μικρότερη πόλη που αποτελούσε πατρίδα περίπου των μισών ξένων που ζούσαν στην Αίγυπτο. Οι περίπου τριάντα χιλιάδες Έλληνες και είκοσι χιλιάδες Ιταλοί έδιναν στην πόλη-λιμάνι την ξεχωριστή μεσογειακή ατμόσφαιρα.
Αλλά η υπηκοότητα και η εθνική καταγωγή δεν συνέπιπταν πάντοτε. Είκοσι πέντε τοις εκατό όσων θεωρούνταν Έλληνες, για παράδειγμα, δεν ήταν Έλληνες πολίτες. Με το ξέσπασμα του πολέμου, πολλοί κάτοικοι που ήταν Οθωμανοί υπήκοοι, συμπεριλαμβανομένων των Ελλήνων, των Αρμενίων, των Συρολιβανέζων, και των Εβραίων βρέθηκαν ξαφνικά απάτριδες, ή λογαριάζονταν ως Ρώσοι, Βούλγαροι, Ιρανοί, Βορειοαφρικανοί ή Αιγύπτιοι. Κάποιες ξένες δυνάμεις, και ειδικά η Γαλλία, στην προσπάθειά τους να αυξήσουν την επιρροή τους στην Αίγυπτο, πούλησαν ή, άλλως, παραχώρησαν σχετικά έγγραφα, ενώ πολλοί Βρετανοί πολίτες ήταν από τη Μάλτα, το Γιβραλτάρ ή την Κύπρο. Βέβαια, στην Αλεξάνδρεια ο αριθμός όσων δεν ήταν Αιγύπτιοι ήταν μεγαλύτερος από τα επίσημα στοιχεία, και ανερχόταν περίπου στο ένα τρίτο του πληθυσμού.
Ως προς το θρήσκευμα, υπήρχε ανάλογη ποικιλία στην πόλη. Οι χριστιανοί αντιπροσωπεύονταν από τους Έλληνες ορθόδοξους, από τους Σύρους Ελληνορθόδοξους, από κόπτες ορθόδοξους και την Αρμενική Εκκλησία, από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και, σε επαφή με τη Ρώμη, από τους Μαρωνίτες, τους Έλληνες καθολικούς, τους κόπτες καθολικούς, τους Αρμένιους καθολικούς, και τις Καθολικές Εκκλησίες των Χαλδαίων, ενώ οι προτεστάντες προσκολλήθηκαν στους πρεσβυτεριανούς, τους αγγλικανούς και άλλες αιρετικές Εκκλησίες. Σχεδόν όλοι οι Εβραίοι της Αιγύπτου, εξήντα χιλιάδες την εποχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ζούσαν σε δύο μητροπόλεις: περίπου είκοσι πέντε χιλιάδες στην Αλεξάνδρεια και τριάντα χιλιάδες στο Κάιρο. Το ένα τρίτο των Εβραίων ήταν Αιγύπτιοι πολίτες, και σχεδόν το ένα πέμπτο ξένοι υπήκοοι (συχνότερα Ιταλοί, ιδιαίτερα η ανώτερη τάξη Σεφαρντίμ Εβραίων της Αλεξάνδρειας, αλλά και Γάλλοι και Βρετανοί), ενώ σχεδόν οι μισοί ήταν απάτριδες. Οι χριστιανοί, οι Εβραίοι και οι μουσουλμάνοι είχαν ο καθένας τις εκκλησίες, τις συναγωγές και τα τζαμιά τους στην πόλη.
«Κάποιος θα έτεινε να πιστέψει πως τέτοια ποικιλία φυλών, γλωσσών, θρησκειών και τρόπου ζωής δεν μπορούσαν να συνθέσουν μια πόλη όπου οι βασικές της ιδιότητες ήταν ακριβώς η ανοχή και ο αμοιβαίος σεβασμός», έγραφε ο Εβαρίστο Μπρέτσα, διευθυντής του Ελληνορωμαϊκού Μουσείου, στον οδηγό του για την αρχαία και σύγχρονη πόλη, Alexandrea ad Aegyptum, που κυκλοφόρησε στην Γαλλία πριν από τον πόλεμο, το 1914, και εκδόθηκε στα αγγλικά το 1922. «Η Αλεξάνδρεια, ωστόσο, αποτελεί απόδειξη ότι η μεγάλη προκατάληψη και το φυλετικό μίσος, ο υπέρμετρος σωβινισμός κι ο θρησκευτικός φανατισμός μπορούν να μετριαστούν, ή και να εκλείψουν, όταν μια φυλή ή μια εθνότητα έχει την ευκαιρία να ζήσει σε καθημερινή επαφή με άλλες φυλές και εθνότητες. […] Ο καθένας διατηρεί το πολιτικό, κοινωνικό και ηθικό ιδεώδες του, αλλά όλοι τους σέβονται τα ιδεώδη των άλλων, και κανένας δεν επιμένει ότι το δικό του είναι το καλύτερο ή το ευγενέστερο και ότι θα έπρεπε να κυβερνά τον κόσμο».
Στην ενδοχώρα, πέρα από τα νερά της λίμνης Μαριούτ, της αρχαίας Μαρεώτιδος, εκτείνεται η Αίγυπτος, από την οποία η κοσμοπολίτικη πόλη παρέμενε απομονωμένη. Η Αλεξάνδρεια, ως τίτλος στον οδηγό του Μπρέτσα, θύμιζε στους αναγνώστες του ότι ήταν ad Aegyptum και όχι in Aegyptum, στο έδαφος δηλαδή της Αιγύπτου χωρίς ωστόσο να ανήκει σε αυτή, διάκριση που ίσχυε τόσο για τη σύγχρονη όσο και για την αρχαία πόλη. Οι ξένες κοινότητες μάθαιναν μόνο αρκετά «αραβικά της κουζίνας» για να δίνουν εντολές στους μαγείρους και τους υπηρέτες, ενώ από την πλατεία Μεχμέτ Αλή και κατά μήκος της οδού Σερίφ Πασά στο κέντρο της πόλης, και ανατολικά κατά μήκος της οδού Ροζέττης μπροστά από το καλαίσθητο Καρτιέ Γκρεκ και πέρα έως τις προαστιακές βίλες του Ράμλι μπορεί να συναντούσες κανένα αιγυπτιακό καθαριστήριο, αλλά σπάνια θα έβλεπες αιγυπτιακό μαγαζί.
Αν εξαιρέσει κανείς τη μειονότητα των εξευρωπαϊσμένων και εύπορων Αιγυπτίων, ο φτωχότερος ντόπιος πληθυσμός, που υπερτερούσε αριθμητικά, διέμενε κυρίως δυτικά της πλατείας Μεχμέτ Αλή στον λαβύρινθο της παλιάς τουρκικής πόλης, ή δίπλα στις χαμηλότερες ευρωπαϊκές τάξεις στους στενούς και γεμάτους πολυκατοικίες δρόμους προς τη Στήλη του Πομπήιου, και νοτιοδυτικά, στην τοποθεσία Ρακώτις, το αιγυπτιακό συνοικισμό των ακτοφυλάκων και των γιδοβοσκών που γνώριζε κι ο Μέγας Αλέξανδρος όταν ίδρυσε τη μητρόπολή του σε αυτή την αφρικανική ακτή το 331 π.Χ. Όπως και στην αρχαία ελληνιστική πόλη, έτσι και στη νέα Αλεξάνδρεια του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού, ο «ξένος» πληθυσμός ήταν ουσιαστικά οι απλοϊκοί Αιγύπτιοι, ξεριζωμένοι από τη γη τους με δέλεαρ την οικονομική δραστηριότητα των υπερπόντιων ιδρυτών της Αλεξάνδρειας, την κουλτούρα των οποίων δύσκολα θα μπορούσαν να μοιραστούν.
Το βλέμμα της Αλεξάνδρειας ήταν στραμμένο προς τη θάλασσα και η πόλη ανήκε στον κόσμο της Μεσογείου όπως η Νάπολη, η Γένοβα, η Μασσαλία και η Αθήνα. Τα γαλλικά έγιναν η lingua franca της στις αρχές του 20ού αιώνα, όπως και τα αγγλικά ως ένα σημείο αργότερα, όμως, όπως μπορείτε να δείτε και στις παλιές επιτύμβιες πλάκες, στα ξένα νεκροταφεία, τα ιταλικά υπήρξαν πρωτύτερα η κοινή λαλιά. «Robe vecchie! Bottiglie!» («Παλιά ρούχα! Μπουκάλια!) φωνάζουν ακόμα και σήμερα στους δρόμους οι πλανόδιοι Αλεξανδρινοί έμποροι.
Οι Έλληνες αποτελούσαν το μεγαλύτερο ποσοστό των Ευρωπαίων της Αλεξάνδρειας, ελέγχοντας με το εμπορικό τους δαιμόνιο τη διακίνηση των οπωροκηπευτικών, τα επεξεργασμένα τρόφιμα, τη βιομηχανία των αναψυκτικών, τα οινοπνευματώδη και τα τσιγάρα, τον εκκοκκισμό και την εξαγωγή βάμβακος. Αλλά η πόλη οικοδομήθηκε από Ιταλούς, που, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη κοινότητα, ήταν οι αρχιτέκτονες και οι μηχανικοί της σύγχρονης Αλεξάνδρειας. «Οι δρόμοι μεταξύ του λιμανιού και του σιδηροδρομικού σταθμού θα μπορούσαν να είχαν εισαχθεί από τη Νάπολη», έγραψε ο περιηγητής Ντάγκλας Σλάντεν το 1910, περιγράφοντας την πόλη που αναγεννήθηκε από τις εμπρηστικές ταραχές και τον βρετανικό βομβαρδισμό του 1882 — στην πραγματικότητα, οι δρόμοι είχαν σχεδόν στην κυριολεξία εισαχθεί, καθώς οι πλάκες είχαν τοποθετηθεί από εργάτες από τη Σικελία και τη νότια Ιταλία. «Η Αλεξάνδρεια είχε δύο λιμάνια χωρισμένα από μια αμμώδη γλώσσα ξηράς, που ήταν το Επταστάδιον των Πτολεμαίων. Το ανατολικό είναι ο όμορφος κυκλικός κόλπος γύρω από τον οποίο αναπτύσσεται η νέα Αλεξάνδρεια — ένας δεύτερος κόλπος της Νάπολης. Το δυτικό, ο Εύνοστος, ή το ασφαλές αγκυροβόλιο των [αρχαίων] Ελλήνων, είναι ένα εμπορικό λιμάνι με μεγάλη κίνηση που θυμίζει το λιμάνι της Γένοβας, κι εκεί η ανατολίτικη ζωή είναι παρούσα στον βαθμό που μπορεί να είναι σε ένα από τα λιμάνια της Ιταλίας». Στη διώρυγα Μαχμουντίγια, τέλος, που περιβρέχει τα νώτα της πόλης, «οι ρημαγμένες βίλες δίνουν την εντύπωση ενός από τα πιο ωραία πίσω κανάλια της Βενετίας, που έχουν παλάτια με κήπους, αρκεί μόνο η Βεντία να είχε και τζαμιά». Συνοψίζοντας, ο Σλάντεν αναφέρει ότι «η Αλεξάνδρεια είναι μια ιταλική πόλη: η βλάστησή της θυμίζει Ιταλία· έχει αγριολούλουδα. Το κλίμα της είναι σχεδόν ιταλικό· έχει ανέμους και βροχές όπως και έντονα γαλάζιο ουρανό. Οι δρόμοι της είναι εντελώς ιταλικοί· και τα ιταλικά είναι η βασική της γλώσσα. Ακόμα και τα ερείπιά της είναι ρωμαϊκά. Εάν δεν υπήρχε το τζαμί του Καΰτ Μπέη, εκεί όπου έπρεπε να βρίσκεται ο Φάρος, και κάποιοι λιγοστοί μιναρέδες στη λωρίδα της παλιάς Αλεξάνδρειας, ανάμεσα στα δύο κάστρα, δεν θα πίστευες πως βρίσκεσαι σε μια πόλη του Ισλάμ».
Ωστόσο, οι χειροπιαστές μνήμες της ιστορικής πόλης που ήταν κάποτε το κέντρο του Δυτικού πολιτισμού, ήταν παντελώς, ή σχεδόν παντελώς, απούσες, ενώ, αντίθετα, το παρελθόν στεγαζόταν στην αλεξανδρινή φαντασία σε βαθμό ασυνήθιστο. Η Ρώμη και η Κωνσταντινούπολη, οι αρχαίες αντίζηλές της, κατοικήθηκαν συνεχώς από την αρχαιότητα και διατηρούν στα μνημεία τους μια απτή ιστορική μνήμη. Αλλά η Αλεξάνδρεια των Πτολεμαίων είχε καταπλακωθεί από τα κτίσματα των Ρωμαίων και των Βυζαντινών, και, πάλι, στα χρόνια της παρακμής από τους Άραβες. Μια τεράστια ανακύκλωση υλικών ενεπλάκη στην όλη διαδικασία, με στρώματα ερειπίων να αθροίζονται μέσα στους αιώνες, προτού ο τόπος εγκαταλειφθεί τελείως, με εξαίρεση την τουρκική πόλη στο φραγμένο με λάσπη Επταστάδιον, όπου δεν υπήρχε κανένα ιστορικό ενδιαφέρον για να καταστραφεί ή να διατηρηθεί. Εκεί όπου υπήρχαν κάποτε δρόμοι που σε θάμπωναν με το μάρμαρο, σε βαθμό που οι Άραβες ιππείς του Αμρ Ιμπν αλ-Ας χρειάστηκε να προστατεύσουν τα μάτια τους καθώς έμπαιναν στην πόλη το 642, ο Ναπολέων βρήκε μόνο τη Στήλη του Πομπήιου, τους οβελίσκους στο Καισάρειον (τις «Βελόνες της Κλεοπάτρας»), μερικούς κίονες, πιθανόν από το αρχαίο Γυμνάσιον, και ένα μέρος του ρωμαϊκού τείχους στην ανατολική ακτή το οποίο είχε παραμείνει στην επιφάνεια, έτσι ώστε η Αλεξάνδρεια έμοιαζε με τεράστιο και σιωπηλό νεκροταφείο.
Ραγδαία ανάπτυξη ακολούθησε την ανοικοδόμηση της πόλης, και ο Μπρέτσα αναγκάστηκε να παραδεχτεί πως «οι σημερινοί Αλεξανδρινοί κατηγορήθηκαν πως αγνόησαν ή αμέλησαν τα απομεινάρια του ένδοξου παρελθόντος της πόλης τους, καθώς η πυρετική τους δραστηριότητα στην ισοπέδωση και την ανέγερση νέων κτισμάτων είχε ως αποτέλεσμα να καταστραφούν ή να καλυφθούν ανεκτίμητα μνημεία, πιθανόν δια παντός». Πολλά από τα ευρήματα ήρθαν τυχαία στο φως από εργασίες θεμελίωσης, όμως, σε κάθε περίπτωση, όπως διευκρινίζει και ο Μπρέτσα, υπήρχαν λιγοστές ενδείξεις όπου βασίστηκαν συστηματικές ανασκαφές: «Όσον αφορά την ολοκληρωτική καταστροφή των οικοδομημάτων της και την ασάφεια της τοπογραφίας της, η Αλεξάνδρεια, δυστυχώς, προηγείται έναντι οποιασδήποτε άλλης μεγάλης πόλης του αρχαίου κόσμου». Υπάρχουν περιγραφές της εποχής εκείνης, οι πιο γνωστές και λεπτομερείς αυτές του Στράβωνα, που επισκέφθηκε την πόλη το 24 π.Χ., αλλά, παρά τους αναφερόμενους ναούς, τα μνημεία και τα παλάτια, ήταν ανέκαθεν σχεδόν αδύνατο να καθορίσει κανείς την ακριβή τοποθεσία τους, με αποτέλεσμα μέχρι σήμερα το περίφημο Μουσείον και η Βιβλιοθήκη, όπως επίσης και το Σώμα, ο τάφος του Αλέξανδρου, να έχουν ξεφύγει από την αρχαιολογική σκαπάνη, η δε θέση τους να παραμένει αντικείμενο εικασίας.
Κι όμως καμία άλλη πόλη στον κόσμο δεν έχει τόσο αλάνθαστη και ανθεκτική μορφή: δύο κορυφογραμμές από ασβεστόλιθο εκτείνονται παράλληλα με την ακτή, και η μεν εσωτερική γραμμή καθορίζει σταθερά την Αλεξάνδρεια απέναντι στην ασταθή πρόσχωση της Αιγύπτου, ενώ η εξωτερική λειτουργεί σαν κυματοθραύστης και προσφέρει στην Αλεξάνδρεια τα δύο λιμάνια της. Είναι ένα μοναδικό και άχρονο χαρακτηριστικό της Αιγύπτου, που ο Αλέξανδρος, εάν επέστρεφε, θα μπορούσε ακόμα να το αναγνωρίσει. Ο Πλούταρχος διηγείται πως ο Αλέξανδρος οδηγήθηκε σε αυτή την τοποθεσία από ένα όνειρο, στο οποίο ένας γκριζομάλλης άνδρας με σεβάσμιο παρουσιαστικό στεκόταν δίπλα του απαγγέλλοντας από το δ της Οδύσσειας:
Υπάρχει ένα νησί στην ορμητική θάλασσα, που το ονομάζουν
Φάρο, και βρίσκεται κοντά στην Αίγυπτο.Ο Αλέξανδρος ξύπνησε την επομένη και επισκέφθηκε αμέσως τον Φάρο. Όταν είδε τα φυσικά πλεονεκτήματα που διέθετε το μέρος, δήλωσε πως ο Όμηρος, πέρα από τις άλλες θαυμαστές του αρετές, ήταν και οξυδερκής αρχιτέκτονας, και διέταξε να χτιστεί εκεί μια μεγάλη και πολυάνθρωπη ελληνική πόλη, η πρώτη που θα έφερε το όνομά του.
Η αίσθηση ότι κατοικείς ένα παρόν που πήρε μορφή από το παρελθόν συνεχίζεται όσο βαδίζεις στον κύριο οδικό άξονα της πόλης, και συνειδητοποιείς, καθώς η στεριά καταλήγει ομαλά στο Δυτικό Λιμάνι, πως ακολουθείς τη σπονδυλική στήλη της εσωτερικής γραμμής κατά μήκος του αρχαίου δρόμου, της Κανωπικής οδού. Πράγματι, η πιο συστηματική έρευνα που ολοκληρώθηκε τον 19ο αιώνα, όπως αυτή του Μαχμούντ ελ-Φαλάκη και του δρος Τάσου Νερούτσου, αφορούσε το ρυμοτομικό σχέδιο της αρχαίας πόλης και τη σχέση της με τη σύγχρονη, έτσι ώστε, όταν ο Μπρέτσα αναρωτιόταν στον πρόλογο του οδηγού του τι απέγινε «η θορυβώδης πόλη όπου κανείς δεν τεμπέλιαζε, όπου οι καλλιτέχνες, οι ποιητές, οι φιλόσοφοι και οι κριτικοί ασκούσαν την εκλεπτυσμένη τους διάνοια, όπου η αγάπη του κέρδους εξισωνόταν μόνο με τη φιληδονία, και όπου οι γυναίκες ήταν τόσο όμορφες όσο και εύθραυστες», πίστευε πιθανόν πως μπορούσε να ανακαλυφθεί εκ νέου τριγύρω του στους δρόμους της κοσμοπολίτικης πόλης.
Φυγάδες...
Πάντα η Aλεξάνδρεια είναι. Λίγο να βαδίσεις
στην ίσια της οδό που στο Ιπποδρόμιο παύει,
θα δεις παλάτια και μνημεία που θ’ απορήσεις.
Όσο κι αν έπαθεν απ’ τους πολέμους βλάβη,
όσο κι αν μίκραινε, πάντα θαυμάσια χώρα.
Κ’ έπειτα μ’ εκδρομές, και με βιβλία,
και με σπουδές διάφορες περνά η ώρα.
Το βράδυ μαζευόμεθα στην παραλία
ημείς οι πέντε (με ονόματα όλοι
πλαστά βεβαίως) κι άλλοι μερικοί Γραικοί
απ’ τους ολίγους όπου μείνανε στην πόλι.
Πότε μιλούμε για εκκλησιαστικά (κάπως λατινικοί
μοιάζουν εδώ), πότε φιλολογία.
Προχθές του Νόννου στίχους εδιαβάζαμε.
Τι εικόνες, τι ρυθμός, τι γλώσσα, τι αρμονία.
Ενθουσιασμένοι τον Πανοπολίτην εθαυμάζαμε.
Έτσι περνούν οι μέρες, κ’ η διαμονή
δυσάρεστη δεν είναι, γιατί, εννοείται,
δεν πρόκειται να ’ναι παντοτινή.
Καλές ειδήσεις λάβαμε, και είτε
από την Σμύρνη κάτι γίνει τώρα, είτε τον Aπρίλιο
οι φίλοι μας κινήσουν απ’ την Ήπειρο, τα σχέδιά μας
επιτυγχάνουν, και τον ρίχνουμεν ευκόλως τον Βασίλειο.
Και τότε πια κ’ εμάς θά ’ρθ’ η σειρά μας.Κ.Π. Καβάφης, «Φυγάδες», Κρυμμένα ποιήματα: 1877;-1923, Αθήνα, Ίκαρος 1993, σ. 98.
Μιραμάρ...
«Αμέρ Ουαγκντί»
Αλεξάνδρεια… Επιτέλους. Αλεξάνδρεια, Δέσποινα της Δρόσου. Άνθος λευκής νεφέλης. Αγκάλη του φωτός, υγρή απ’ την ουράνια πάχνη. Σπέρμα της νοσταλγίας μουσκεμένο στο μέλι και τα δάκρυα.
Ξανά μπροστά μου το πελώριο παλιό χτίριο. Πώς να μην το γνωρίσω; Από πάντα το ξέρω. Και πάλι να που με κοιτάζει λες και δεν έχω μοιραστεί κανένα παρελθόν μαζί του. Με το σοβά φθαρμένο απ’ την υγρασία, επιβλητικό, δεσπόζει πάνω στη γλώσσα αυτή της γης, τη φυτεμένη φοινικιές και πυκνές ακακίες, που βγαίνει στη Μεσόγειο σ’ ένα σημείο απ’ όπου ακούγεται, φορές-φορές, το ατέλειωτο ντουφεκίδι.
Το σκυφτό μου κορμί —αλίμονο— τα φέρνει δύσκολα με το φρέσκο αεράκι. Τώρα πια…
Μαριάννα, αγαπητή Μαριάννα, ελπίζω να ’σαι ακόμα εκεί όπου σε βρίσκαμε πάντα. Πρέπει να ’σαι. Λίγος καιρός μας μένει• ο κόσμος βιάζεται ν’ αλλάξει και τα μάτια μου δεν έχουν πια δύναμη να συλλάβουν εκείνο που βλέπουν.
Ήρθα, Αλεξάνδρεια. Να ’μαι.
Ανεβαίνω στο τέταρτο πάτωμα και χτυπώ το κουδούνι του διαμερίσματος. Ένα πορτόφυλλο μισανοίγει, προβάλλει το κεφάλι της Μαριάννας. Πόσο έχει αλλάξει, η αγαπημένη μου! Ο διάδρομος δεν έχει φως κι εκείνη δε μ’ αναγνωρίζει. Το άσπρο της πρόσωπο και τα χρυσά μαλλιά λαμποκοπούν στο φωτεινό άνοιγμα ενός παραθύρου πίσω της.
—Η πανσιόν Μιραμάρ;
—Μάλιστα, μεσιέ.
—Υπάρχει κανένα δωμάτιο ελεύθερο;
Η πόρτα ανοίγει. Μπροστά μου μια μπρούντζινη Παναγιά. Η ατμόσφαιρα είναι ποτισμένη με τη λεπτή ευωδιά που έχει στοιχειώσει μέσα μου.
Στεκόμαστε παρατηρώντας ο ένας τον άλλον. Είναι το ίδιο ψηλή και λεπτοκαμωμένη, με τα χρυσά μαλλιά της, κι η υγεία της φαίνεται καλή, μόλο που οι ώμοι γέρνουν κάπως και τα μαλλιά μοιάζουν σαν βαμμένα. Φλέβες διαγράφονται κάτω από την επιδερμίδα των χεριών της στις γωνιές των χειλιών προδοτικές ρυτίδες. Θα ’χεις περάσει τα εξήντα πέντε, αγαπημένη μου. Κι όμως, η λάμψη του παλιού καιρού δε σ’ έχει εγκαταλείψει ολότελα. Αναρωτιέμαι αν θα μ’ αναγνωρίσεις…
Με κοιτάζει καλά-καλά, εξεταστικά, κι ύστερα ένα ξάφνιασμα περνά μες στα γαλάζια μάτια. Α, με θυμήθηκες! Κι ο εαυτός μου γυρνά και ξαναμπαίνει μέσα μου.
—Ω! είστε σεις…
—Κυρία…
Δίνουμε τα χέρια με θέρμη —Χριστέ μου! Ο Αμέρ-Μπέης! Ο μεσιέ Αμέρ!—και γελά δυνατά, συγκινημένη (το μακρόσυρτο θηλυκό γέλιο των ψαροκυράδων του Ανφούσι) σκορπώντας κάθε τυπικότητα στους τέσσερις ανέμους. Καθόμαστε μαζί στον εβένινο σοφά, κάτω απ’ την Παναγιά, κι αστράφτει το καθρέφτισμά μας στη βιτρίνα μιας βιβλιοθήκης που στέκει μια ζωή εκεί πέρα παίζοντας ρόλο μάλλον διακοσμητικό. Ρίχνω μια ματιά γύρω μου.
—Καθόλου δεν άλλαξε το σπίτι.
—Κι όμως, διαμαρτύρεται εκείνη. Άλλαξα τη διακόσμηση πολλές φορές. Κι είναι κι ένα σωρό καινούργια πράγματα. Ο πολυέλαιος. Το παραβάν. Το ράδιο…
—Πόσο χάρηκα που σας βρήκα εδώ, Μαριάννα! Δόξα τω Θεώ, φαίνεστε μια χαρά.
—Κι εσείς, μεσιέ Αμέρ —χτυπήστε ξύλο.
—Εγώ δεν είμαι καθόλου καλά. Έχω κολίτιδα και προστάτη. Μα πάλι, ας είναι δοξασμένο τ’ όνομά Του.
—Γιατί ήρθατε αυτό τον καιρό; Τέλειωσε πια η σεζόν.
—Ήρθα εδώ για να μείνω. Πόσα χρόνια έχω να σας δω;
—Είναι τώρα… από τότε… Πώς είπατε; Θα μείνετε;
—Ναι, χρυσή μου. Έχουμε κάπου είκοσι χρόνια να ιδωθούμε.
—Αυτό είν’ αλήθεια. Είχατε εξαφανιστεί.
—Οι δουλειές…
—Κι όμως, στοίχημα πως ερχόσαστε συχνά στην Αλεξάνδρεια.
—Σπάνια. Και πάλι, είχα πολλές δουλειές. Ξέρετε τι θα πει να ’σαι δημοσιογράφος.
—Ξέρω και τι θα πει να ’σαι άντρας.
—Καλή μου Μαριάννα, για μένα σεις είσαστε η Αλεξάνδρεια.
—Έχετε παντρευτεί, ασφαλώς.
—Όχι. Όχι ακόμα.
—Μπα; Και για πότε κάθεστε, μεσιέ; αστειεύεται.
—Ούτε γυναίκα έχω, ούτε οικογένεια, απαντώ μάλλον απότομα. Κι έχω βγει και στη σύνταξη. Ξόφλησα πια…
Με το χέρι μου γνέφει να συνεχίσω.
—Ένιωσα το κάλεσμα του τόπου μου… Της Αλεξάνδρειας. Κι αφού δεν έχω συγγενείς, ήρθα να βρω τη μόνη φίλη που μου απόμεινε στον κόσμο.
—Είναι όμορφο να βρίσκεις ένα φίλο μες στη μοναξιά.
—Θυμάστε τον παλιό καλό καιρό;
—Τώρα αυτός… πάει! λέει σκεφτική.
—Όμως πρέπει να ζήσουμε, μουρμουρίζω.
Αλλά όταν έρχεται η στιγμή να κανονίσουμε το νοίκι, εκείνη αρχίζει ένα παζάρι σκληρό όσο δεν παίρνει. Η πανσιόν είναι όλη κι όλη η περιουσία της μέχρι που της παρουσιάστηκε η ανάγκη να νοικιάζει δωμάτια το χειμώνα, ας είναι και στους ανυπόφορους εκείνους φοιτητές, που για να τους εξασφαλίσει είναι υποχρεωμένη να βασίζεται σε μεσίτες και στα γκαρσόνια των ξενοδοχείων. Τ’ ομολογεί με τον καημό της ξεπεσμένης περηφάνιας˙ και με βάζει στο νούμερο έξι, στερώντας μου τη θάλασσα που φαίνεται από τα πίσω δωμάτια• το νοίκι μου είναι υποφερτό, μόλο που για να μείνω και το καλοκαίρι πρέπει να πληρώσω τα ειδικά ποσοστά που δίνουν όσοι κάνουν διακοπές εδώ.
Το κανονίζουμε όλα στο πι και φι, μαζί και το υποχρεωτικό πρωινό. Το επιχειρηματικό της δαιμόνιο στο αποκορύφωμά του, δεν πάν’ να πνιγούν οι γλυκές αναμνήσεις και τα ρέστα. Όταν της λέω πως άφησα τα πράγματά μου στο σταθμό, βάζει τα γέλια.
Δεν ήσουνα και τόσο σίγουρος πως θα ’βρισκες εδώ τη Μαριάννα, έτσι; Ας είναι. Τώρα θα μείνεις μαζί μου για πάντα.
Κοιτώ το χέρι μου κι ο νους μου πάει στις μούμιες του Αιγυπτιακού Μουσείου.
* * *
Το δωμάτιό μου θα ’λεγα πως είναι ευχάριστο, μοιάζει λίγο μ’ εκείνα όπου έμενα παλιότερα και βλέπανε στη θάλασσα. Έχω όλα τα χρειαζούμενα έπιπλα· καρέκλες αναπαυτικές που έχει περάσει η μόδα τους. Αλλά δεν έχω πού να βάλω τα βιβλία· λέω να τ’ αφήσω μες στην κούτα και να τα παίρνω λίγα-λίγα. Το φως είναι κουραστικό, μοιάζει σα να ’ναι συνέχεια απόγευμα. Απ’ το παράθυρό μου βλέπω το φωταγωγό κι οι σκάλες της υπηρεσίας είναι τόσο κοντά μου που ακούω τ’ αδέσποτα γατιά να γυροφέρνουν και τους μάγειρες και τις καμαριέρες να τρέχουν στις δουλειές τους.
Φέρνω μια βόλτα στα δωμάτια όπου έμενα τα περασμένα καλοκαίρια· το ροζ, το βιολετί και το γαλάζιο, όλα τους άδεια αυτή την εποχή. Κάποτε έμενα για πολλά καλοκαίρια στο καθένα απ’ αυτά, και μόλο που έχουν φύγει τ’ ακριβά χαλιά, οι παλιοί καθρέφτες, οι ασημένιες λάμπες κι οι πολυέλαιοι, μια ξέθωρη παρωχημένη ευγένεια σέρνεται ακόμα πάνω στις ταπετσαρίες των τοίχων και στα ψηλά ταβάνια με τα χερουβείμ. Η Μαριάννα αφήνει έναν αναστεναγμό και προσέχω τα δόντια της που είναι ψεύτικα.
—Η πανσιόν μου ήταν εκλεκτή όσο δε φαντάζεσαι.
—Δόξα «τω εναπομείναντι».
—Τώρα τελευταία έχω όλο φοιτητές το χειμώνα. Το καλοκαίρι μαζεύεται κάθε καρυδιάς καρύδι.
* * *
—Αμέρ μπέη, σας παρακαλώ, πέστε καμιά καλή κουβέντα και για μένα.
—Εξοχότατε, είπα στον Πασά, ο άνθρωπος αυτός δεν έχει ιδιαίτερα προσόντα, αλλά έχασε το γιο του τότε με το Ζήτημα και θα ’πρεπε να διοριστεί σ’ αυτή τη θέση.
Την προώθησε την πρότασή μου, Θεός σχωρέσ’ τον. Ο μεγάλος μου Αφέντης. Μ’ αγαπούσε και διάβαζε όλα τα γραφτά μου μ’ εξαιρετικό ενδιαφέρον.
—Εσείς, μου ’πε κάποτε, είσαστε ο ζωντανός πυρούνας του Έθνους.
Είπε πυρούνας αντί για πυρήνας, Θεός σχωρέσ’ τον, και το λάθος του πήρε ανεκδοτικές διαστάσεις. Πολλοί παλιοί συνάδελφοι από το Εθνικό Κόμμα το μάθανε κι όποτε συναντιόμασταν μου πέταγαν «Χαίρετε, κύριε πυρούνα»… Τέτοιοι καιροί ήταν εκείνοι —οι ένδοξοι πρωτεργάτες του Ζητήματος, η ανεξαρτησία, το Έθνος! Ο Αμέρ Ουαγκντί ήταν σημαίνον πρόσωπο— ο θησαυρός των φίλων του, αλλά ο φόβος κι ο τρόμος των εχθρών του.
Στο δωμάτιό μου αναπολώ τα περασμένα, διαβάζω, χουζουρεύω. Στο σαλόνι κουβεντιάζω με τη Μαριάννα ή ακούω ραδιόφωνο. Όποτε θέλω να περάσω ακόμα πιο ευχάριστα την ώρα μου, κατεβαίνω κάτω στο Καφέ Μιραμάρ. Είναι μάλλον απίθανο να δω καμιά γνωστή φυσιογνωμία, ακόμα και στο Τριανόν. Οι φίλοι μου έχουν όλοι φύγει. Πάει ο παλιός καλός καιρός.
Αλεξάνδρεια, σε ξέρω το χειμώνα· ερημώνεις τις στράτες σου με το σούρουπο και τις αφήνεις μες στη μοναξιά, τον άνεμο και τη βροχή, ενώ στα σπίτια οι κάμαρες είναι γεμάτες κουβεντολόι και ζεστασιά.
* * *
—«Αυτός ο γέρος που είχε σαβανώσει το μουμιοποιημένο του υποκείμενο μ’ ένα μαύρο κοστούμι απ’ την εποχή του Κατακλυσμού». Αμάν πια αυτοί οι λαβύρινθοι της ρητορείας σου! διαμαρτυρήθηκε η μηδαμινότης του o εκδότης μου, χαρακτηριστικό σημείο των ημερών μας. —Γράψε κάτι που να ταιριάζει με την εποχή μας και να μπορεί ο οποιοσδήποτε να το διαβάσει.
Που να ταιριάζει με την εποχή μας. Τι ξέρεις εσύ, χοντροκρετίνε; Το γράψιμο είναι για κείνους που σκέφτονται και νιώθουν, κι όχι για κοκορόμυαλους που σαλιαρίζουν στα νυχτερινά κέντρα και στα μπαρ κυνηγώντας τις εντυπώσεις. Αλλά οι καιροί είναι δύσκολοι. Κι εμείς είμαστε καταδικασμένοι να δουλεύουμε όπως προστάζουν οι νεόπλουτοι, παλιάτσοι που εκπαιδεύτηκαν δίχως άλλο στο τσίρκο κι ύστερα στράφηκαν στη δημοσιογραφία για να δείξουν κι εκεί τα κόλπα τους.
* * *
Κάθομαι σε μια πολυθρόνα με τη ρόμπα. Η Μαριάννα είναι μισοξαπλωμένη στο σοφά κάτω απ’ την Παναγιά. Το ράδιο παίζει χορευτική μουσική· είναι το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα. Θα προτιμούσα τίποτ’ άλλο, αλλά δε θέλω με κανέναν τρόπο να την ενοχλήσω. Είν’ εντελώς απορροφημένη από τη μουσική, όπως πάντα, και κρατά το ρυθμό μ’ ένα λίκνισμα του κεφαλιού.
—Είμαστε πολλά χρόνια φίλοι, Μαριάννα.
—Ναι, πολλά.
—Αλλά δεν κάναμε έρωτα ποτέ, ούτε μια φορά.
—Προτιμούσες τις χοντρές πατριώτισσές σου. Μην το αρνιέσαι.
—Εκτός από κείνο το περιστατικό. Θυμάσαι;
—Ναι, τότε που μου κουβάλησες τη Γαλλίδα κι εγώ σας έβαλα να υπογράψετε ως κύριος και κυρία Αμέρ.
—Τι να ’κανα μπροστά στο πλήθος των αριστοκρατικών θαυμαστών σου;
Λάμπει από τη χαρά της. Μαριάννα, ελπίζω να ’μαι ο πρώτος απ’ τους δυο μας που θα φύγει. Τέρμα οι δισταγμοί. Εσύ είσ’ εδώ, μπροστά μου, απόδειξη χειροπιαστή πως το παρελθόν δεν είναι ψευδαίσθηση, από την εποχή του Μεγάλου μου Αφέντη ακόμα ως τούτην εδώ τη στιγμή.
—Αγαπητέ κύριε, θα ’θελα να σας αποχαιρετήσω. Με κοίταξε με τον τρόπο που το συνήθιζε, δίχως την παραμικρή έγνοια να κρύψει την ανυπομονησία του.—Στην ηλικία μου, είναι πια καιρός ν’ αποσυρθώ.
—Θα μας λείψετε, βέβαια, απάντησε με φανερή ανακούφιση, αλλά ελπίζουμε να περάσετε καλά.
Αυτό ήταν όλο. Μια σελίδα από την ιστορία της εφημερίδας γύρισε δίχως ούτ’ ένα αντίο, μια αποχαιρετιστήρια γιορτούλα ή ακόμα ένα σημείωμα στα ψιλά γράμματα. Τίποτα. Οι αλητήριοι! Στα μάτια τους ο άνθρωπος δεν έχει αξία παρά μονάχα αν είναι ποδοσφαιριστής ή κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο.
Την κοιτάζω, καθισμένη μπροστά στην Παναγιά, και λέω:
—Η Ελένη στα νιάτα της δε θα ’ταν τόσο υπέροχη!
Γελάει. —Πριν έρθεις, καθόμουν ολομόναχη εδώ πέρα και περίμενα, μήπως ανοίξει η πόρτα και μπει κανένας μέσα, γνωστός μου, όποιος να ’ναι, κι έτρεμα όλη την ώρα μη… μη με πιάσουν τα νεφρά μου.
—Λυπάμαι… Μα πού είν’ οι δικοί σου;
—Σκόρπισαν όλοι… Σουφρώνει τα χείλια της έτσι που κάνει να φανούν οι ρυτίδες. —Εγώ δεν μπόρεσα να φύγω– πού να πήγαινα; Εδώ έχω γεννηθεί. Να φανταστείς, την Αθήνα ούτε που την έχω δει ποτέ μου. Κι έπειτα, ποιος θα νοιαζόταν να κάνει εθνικό κτήμα ένα ξενοδοχειάκι σαν αυτό;
«Είθε να είμαστε αληθινοί στα λόγια μας κι αφοσιωμένοι στην εργασία μας κι είθε η αγάπη, κι όχι ο νόμος, να κυβερνά τις σχέσεις των ανθρώπων». Καμαρώστε μας τώρα. Ο Θεός είχε την καλοσύνη να σας δώσει το θάνατο τότε που σας τον έδωσε — με δυο αγάλματα αφιερωμένα στη μνήμη σας.
—Η Αίγυπτος είν’ ο τόπος σου. Και δε θα βρεις άλλη πόλη σαν την Αλεξάνδρεια.
Ο άνεμος έξω παίζει με τα δέντρα. Το σούρουπο φτάνει αλαφροπατώντας… Εκείνη σηκώνεται, ανάβει δυο απ’ τα λαμπάκια του πολυελαίου και ξαναπάει στο κάθισμά της.
—Ήμουνα κυρία, λέει. Κυρία μ’ όλη τη σημασία της λέξης.
—Ακόμα είσαι κυρία, Μαριάννα.
—Τα κοπανάς ακόμα όπως τότε;
—Ένα ποτηράκι όλο κι όλο, με το φαγητό. Τρώω πολύ λίγο. Γι’ αυτό στέκομαι ακόμα στα πόδια μου.
—Μεσιέ Αμέρ, δεν μπορώ να καταλάβω τι της βρίσκετε της Αλεξάνδρειας και λέτε πως δεν έχει άλλη πόλη σαν αυτή. Είναι τελείως αλλαγμένη. Οι δρόμοι έχουν γεμίσει σκυλολόι.
—Καλή μου, έπρεπε να τη διεκδικήσει ο λαός της.
Κάνω ό,τι μπορώ για να την παρηγορήσω κι εκείνη μου απαντά με πίκρα και θυμό.
—Εμείς τη δημιουργήσαμε, όμως.
—Κι εσύ, το τσούζεις όπως παλιά;
—Μπα! Ούτε γι’ αστείο. Έχω τα νεφρά μου.
—Για το μουσείο καλοί είμαστε κι οι δυο. Θέλω όμως να μου υποσχεθείς πως δε θα φύγεις πριν από μένα.
—Μεσιέ Αμέρ, το πρώτο κίνημα σκότωσε τον άντρα μου. Το δεύτερο μου πήρε την περιουσία κι έδιωξε τους δικούς μου. Γιατί;
—Δεν τα ’χασες όλα, δόξα τω Θεώ. Εμείς είμαστε τώρα οι δικοί σου. Παντού συμβαίνουν τέτοια πράγματα.
—Τι παράξενος κόσμος!
—Δε γίνεται να γυρίσεις το ράδιο στον αραβικό σταθμό;
—Όχι. Μόνο για την Ουμ Κουλτούμ.
—Όπως επιθυμείτε, αγαπητή μου.
—Πες μου, γιατί οι άνθρωποι πληγώνουν ο ένας τον άλλο; Και γιατί γερνάω;
Χαμογελάω και δεν απαντώ. Κοιτάζω γύρω μου τους τοίχους που πάνω τους είναι γραμμένη η ιστορία της Μαριάννας. Το πορτρέτο του Καπετάνιου με στολή, πυκνές φαβορίτες — ο πρώτος σύζυγος, ο πρώτος της κι ο τελευταίος έρωτας ίσως — σκοτώθηκε με το κίνημα του ’19. Στον άλλο τοίχο, πάνω από τη βιβλιοθήκη, το πορτρέτο της μαμάς της που ήτανε δασκάλα. Στο βάθος του σαλονιού, απέναντί μου, πίσω από την τηλεόραση, ο δεύτερος άντρας της, ένας πλούσιος μπακάλης, «Ο Βασιλιάς του Χαβιαριού», ιδιοκτήτης του Ιμπραημία Παλάς. Μια ωραία μέρα χρεοκόπησε και σκοτώθηκε με το χέρι του.
—Πότε άρχισες την επιχείρηση με την πανσιόν;
—Θες να πεις, πότε μ’ ανάγκασαν να νοικιάζω αυτά τα δωμάτια; Το 1925. Φριχτή χρονιά.
—Ορίστε. Είμαι φυλακισμένος μέσα στο ίδιο μου το σπίτι κι οι υποκριτές κάνουν ουρά για να γλείψουν τον Αυτοκράτορα.
—Είν’ όλα ψέματα, εξοχότατε.
—Νόμιζα πως η επανάσταση τους είχε γιατρέψει απ’ τις αδυναμίες τους.
—Η πραγματική δύναμη του έθνους βρίσκεται στο πλευρό σας. Να σας διαβάσω το αυριανό πρωτοσέλιδο;
Κάθεται εκεί και τρίβει το πρόσωπό της με μια φέτα λεμόνι.
—Ήμουνα κυρία, μεσιέ Αμέρ. Ζούσα καλά και το χαιρόμουνα. Φώτα, πολυτέλεια, όμορφα ρούχα και δεξιώσεις. Φώτιζα τα σαλόνια με την παρουσία μου. Σαν τον ήλιο.
—Σ’ είχα δει τότε.
—Με ξέρεις μόνο για σπιτονοικοκυρά.
—Ήσουν όμως ακόμα σαν τον ήλιο.
—Ναι, είχα σπουδαίους πελάτες. Αυτό όμως δε με παρηγόρησε για την κατάντια μου.
—Ακόμα είσαι κυρία. Από κάθε άποψη.
Κουνάει με πίκρα το κεφάλι. —Τι απόγιναν όλοι οι παλιοί σου φίλοι από το Ουάφντ;
—Ό,τι ήτανε γραφτό τους ν’ απογίνουν.
—Γιατί δεν παντρευτήκατε ποτέ, μεσιέ Αμέρ;
—Σκέτη κακοτυχία. Θα ’θελα μια οικογένεια. Όπως κι εσείς.
—Κανείς απ’ τους συζύγους μου δεν μπόρεσε να μου δώσει παιδιά.
Δηλαδή εσύ δεν μπόρεσες να συλλάβεις. Κρίμα, γλυκιά μου. Ο προορισμός σου δεν είναι όλος κι όλος να φέρεις στον κόσμο παιδιά;
Εκείνο το μεγάλο σπίτι στο Χαν Γκααφέρ, που το μετέτρεψαν σταδιακά σε ξενοδοχείο ήτανε σαν μικρό οχυρό κι η αυλή του έφτανε κάποτε ως εκεί που είναι τώρα ο δρόμος για το Χαν Ελ Χαλίλι. Η εικόνα του έχει χαραχτεί στη μνήμη μου —τα παλιά σπίτια γύρω-γύρω, η παλιά Λέσχη— καθώς και στην καρδιά μου. Ένα μνημείο στην έκσταση της πρώτης αγάπης. Αγάπη φλογισμένη. Τσακισμένη. Μπερδεμένη. Το τουρμπάνι, η άσπρη γενειάδα και τ’ άπονα χείλια να λένε όχι, τυφλά, φανατικά, οδηγώντας το μαχαίρι στην καρδιά μου, σκοτώνοντας τον έρωτα που η εξουσία του είναι στο πλευρό μας ένα εκατομμύριο χρόνια τώρα, πριν ακόμα γεννηθεί η πίστη.
—Κύριε, παίρνω το θάρρος να ζητήσω το χέρι της κόρης σας… Σιωπή. Ανάμεσά μας ένα φλιτζάνι καφές, ανέγγιχτο. Είμαι δημοσιογράφος. Έχω καλό εισόδημα. Ο πατέρας μου ήτανε φύλακας στο τζαμί του Σίντι Αμπού ελ-Αμπάς ελ-Μορσί.
—Ήταν ευσεβής, Θεός σχωρέσ’ τον, είπε πιάνοντας το κομποσκοίνι του. —Παιδί μου, ήσουν ένας από μας. Κάποτε σπούδασες στο ελ-Αζάρ. Ας μην ξεχνάμε όμως πως εκδιώχθηκες.
Καλά, δεν μπορούσαν να ξεχάσουν την παμπάλαιη αυτή ιστορία;
—Κύριε, είναι πολλά χρόνια από τότε. Σε διώχνανε για ψύλλου πήδημα — επειδή ήσουνα νέος κι είχες πνεύμα, επειδή έπαιζες σε μια ορχήστρα ή έκανες αθώες ερωτήσεις.
—Οι σοφοί σού καταλογίζουν ένα φριχτό έγκλημα.
—Ποιος μπορεί να κρίνει την πίστη ενός ανθρώπου, τη στιγμή που ο Θεός μονάχα μπορεί να δει μες στην ψυχή μας;
—Εκείνοι που έχουν οδηγό τους το λόγο του Θεού.
Στην οργή! Ποιος μπορεί να ’ναι σίγουρος για την πίστη του; Στους προφήτες Του μόνο μια φορά αποκαλύφθηκε ο Θεός, εμείς όμως θέλουμε να Τον βλέπουμε όλη την ώρα: όταν αναλογιζόμαστε τη θέση μας μέσα στο απέραντο αυτό σπίτι που ονομάζουμε κόσμο, το κεφάλι μας φεύγει από τη θέση του.
Ναγκίμπ Μαχφούζ, Μιραμάρ, μτφρ. Μαρία Χωρεάνθη, Αθήνα, Εκδόσεις Ψυχογιός 1990, σ. 23-32.
Η νυχτερίδα...
VIII
Το καλαντάρι έδειχνε πως μπήκε ο χειμώνας, αλλά το φθινόπωρο είχε μπερδέψει τη Ναν, έμοιαζε τόσο με άνοιξη. Το κορμί της βάλθηκε να περιμένει κάτι φωτεινό, κάτι ελεύθερο, σα μπάνιο πρωινό δίχως μαγιώ σε κάποια ακρογιαλιά της Μεσογείου, ανεξερεύνητη. Κι αυτό αργούσε, και το κορμί της σαστισμένο έκανε τα δικά του: μπέρδευε τα φεγγάρια και τις εποχές. Όταν η Τζούλια τη ρώτησε που λογάριαζε να περάσει το ρεβεγιόν των Χριστουγέννων, παρά λίγο θ’ αναλυόταν σε δάκρια. Ξαφνικά ένιωσε όλη τη μοναξιά, την εξορία της. Είπε να ετοιμάσει τις βαλίτσες και να φύγει αμέσως για τα Γεροσόλημα. Εκεί ζούσαν άνθρωποι προσιτοί, που την είχαν δει ευτυχισμένη στην αγκαλιά του Ρον. Αλλά η Τζούλια τη μετάπεισε. Πρόφτασε να ειδοποιήσει τον Έλληνα με το καπέλο πως κινδύνευε; Όχι. Θα τον άφηνε λοιπόν να τριγυρίζει ανίδεος μέσ’ στη φωτιά; Κι αφού η Ναν κατοικούσε στο φρούριο του εχθρού, με τη γυναίκα του δεσμοφύλακα σύμμαχό της αφοσιωμένη, δεν ήταν τρέλα να τρέχει για παρηγοριά στο παρελθόν; Δεν της έλεγε να περάσουν μαζί της γιορτές· δε θα διασκέδαζε με τη συντροφιά ενός ανάπηρου και μιας φούχτας ηλικιωμένων μανιακών. Αλλά για το ρεβεγιόν μπορούσε να της εξασφαλίσει μια πρόσκληση από φίλους της, ανθρώπους της καλύτερης κοινωνίας, που είχαν και γούστο και τακτ. Η Ναν, ευγενικά, της έδωσε να καταλάβει πως αυτό δε γίνεται. Αρνήθηκε και μια πρόσκληση της λαίδης Άτκινσον, και την επαύριο, από το τηλέφωνο, μιαν άλλη της Γκουέντολυν. Ευτυχώς την έσωσε η Μαρί-Κλωντ. Την τελευταία στιγμή, μεσημέρι, την ειδοποίησε πως το βράδυ θα περνούσε να την πάρει με την κούρσα της. Δε χρειάζονταν τουαλέτες. Θα βγαίναν με τ’ απογευματινά, ένα πουλόβερ για την ψύχρα, και παπούτσια με χαμηλό τακούνι.
Σ’ αρέσουν τα θαλασσινά; ρώτησε η Μαρί-Κλωντ όταν ήρθε, βάζοντας μόνη της ένα γενναίο ουίσκυ, ενώ περιεργαζόταν την ανώνυμη επίπλωση του διαμερίσματος. Το ηθικό της ήθελε κάποιο τονωτικό. Η λαίδη Άτκινσον της είχε παίξει ένα από τα σατανικά παιχνίδια της, κι αυτή δεν μπορούσε να βγάλει τσιμουδιά. Εκείνο μόνο το πρωί της είχε πει πως στο ρεβεγιόν προσκάλεσε και τον Ζακ, εραστή της Μαρί-Κλωντ, τη γυναίκα του, και το φίλο της γυναίκας του. Τότε πια κατάλαβε η Μαρί-Κλωντ πως η μάνα της ήξερε. Ο Ζακ πάλι, είχε δεχτεί νομίζοντας πως η πρόσκληση γινόταν με υπόδειξη της Μαρί-Κλωντ. Τραπεζίτης, μέγας οικονομολόγος, κι όμως αθώος σαν παιδί. Το πάθος του, το πάθος για τη Μαρί-Κλωντ, τον έκανε έτσι: τη λάτρευε. Η ηλικία, φαίνεται. Την περνούσε είκοσι χρόνια. Όταν γνωρίστηκαν, εκείνος, ήταν κιόλα φαλακρός, έλεγε πως ερωτικά ήταν πια ξοφλημένος, και του έπεφτε από τον ουρανό η ευλογία αυτή, ένα τόσο νεανικό κορμί, τόσο πρόθυμο, τόσο πειθήνιο. Και το θαύμα βαστούσε, μήτε κούραση, μήτε κόρος. Ποιο νόμιμο ζευγάρι μπορούσε να καυχηθεί για τέτοια συνεννόηση, ένα θαύμα της έλεγε εκείνος, που το γνώριζαν μόνο οι τοίχοι της γκαρσονιέρας του, μέσα σ’ αυτή τη φημισμένη πόλη του έρωτα, τόσες Βερενίκες, τόσες Κλεοπάτρες, κανείς δε θα μάθαινε ποτέ το αριστούργημα του δικού τους δεσμού, κι όμως υπήρχε, διαρκούσε, ταξίδευε σαν ένα αστέρι μέσ’ στο άπειρο. Ένα διαμαντάκι κάθε χρόνο, αυτό ήταν το μόνο δώρο που με χίλια παρακάλια την κατάφερνε να δεχτεί. Κι εκείνη, σιγά σιγά του καιλλιέργησε το γούστο, τον έκανε και πέταξε τους Μπουγκερώ, τους Βερνέ, κι αγόραζε Ματίς, Μπράκ, ένα Σουτίν, ένα Μοντιλιάνι.
—Κι εδώ κερδισμένος λοιπόν, έκανε με συμπόνια η Ναν.
—Ω, Νάνσυ, μην είσαι κυνική σαν τη μάνα μου. Δεν ξέρεις τη μέθη να σηκώνεις με τα γυμνά σου μπράτσα έναν άντρα, να τον βοηθάς να ζει, να ζει κι άλλο, να νικάει τη φθορά, να λέει ας έρθει τώρα ο θάνατος, δε μου έλειψε τίποτα. Τη μέθη και την περηφάνια, Ναν. Κι όταν σκέφτηκα επιτέλους να ζητήσω από τη μάνα μου τον κατάλογο των καλεσμένων, τι θαρρείς πως ανακάλυψα; Μιαν αλυσίδα, ένα μαίανδρο. Ο εραστής της συζύγου με τη γυναίκα του, ερωμένη του άλλου που η σύζυγος… Αυτός είναι ο κόσμος μας. Απάτη και υποκρισία, στάχτη. Ζωή χτισμένη πάνω στην ένοχη σιωπή… Δε θα το άντεχα να τον δω μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον. Δε θα κρατιόμουν, θα έκανα σκάνδαλο. Ήθελα και να τον τιμωρήσω που δέχτηκε την πρόσκληση χωρίς να με ρωτήσει. Αλλά, να μην κλειστούμε μέσα. Σ’ αρέσουν τα θαλασσινά;
Στο βολάν, η Μαρί-Κλωντ αναστέναζε κάθε τόσο, τον πονούσε τον εραστή της, που θα έψαχνε όλη νύχτα στις γωνιές της έπαυλης για να την εύρει. Ένιωθε τύψεις τώρα για την απογοήτεψή του, χρονιάρα μέρα. Η κούρσα γλιστρούσε μ’ αναμμένους φάρους, περνούσε φελλάχικα χωριά, που τα καφενεία και τα καπνοπωλεία τους διανυχτερεύανε. Πήγαιναν στο Αμπουκίρ, σ’ ένα ελληνικό εστιατόριό του φημισμένο για θαλασσινά. Ήταν χτισμένο πάνω στους βράχους, σε μικρή απόσταση από τα θεμέλια του ναού της Αρτέμιδας, με την κόρη της Βερενίκης κρεμασμένη τώρα ψηλά στον ουρανό, να μαρτυράει όσο θα υπάρχει ζωή, για το ερωτικό πάθος μιας βασίλισσας μ’ ελληνικό αίμα. Κι η Ναν παρατήρησε, δίχως να το πει, πόσο οι κοσμοπολίτες της σύγχρονης Αλεξάντρειας είχαν αναπτυγμένη την ιστορική αίσθηση, που την ανακάλυπτες να ελλοχεύει στις πιο καθημερινές πράξεις, να προσανατολίζει τη συμπεριφορά, ίσως και τη μοίρα τους, με συχνές αναφορές στο ελληνικό παρελθόν της πόλης, στην ελληνική αίσθηση του έρωτα και του ωραίου, στη δίχως τύψεις αναζήτηση της ηδονής, και στην ξέφρενη δίψα του αιώνιου.
—Όταν είμαι στενοχωρημένη τρώγω, είπε η Μαρί-Κλωντ. Εκείνο που υποκαθιστά για μένα τον ερωτικό σπασμό, είναι η γεύση του αχινού. Μου φέρνει μυρωδιές από λιμανίσια νερά, κι ίσως λίγο μαζούτ, τον αλμυρό ιδρώτα της βιοπάλης, γεύσεις από εξωτικά νησιά με χρυσά φρούτα, και την αναστάσιμη αύρα της ελευθερίας.
Ο λυρισμός της κατάπεσε μόλις αντίκρυσε παρκαρισμένα έξω από το κέντρο πέντε ή έξη αυτοκίνητα. Λογάριαζε πως τέτοια μέρα… Όταν όμως άνοιξαν την τζαμένια πόρτα είδαν μια αίθουσα γυμνή, τα τραπεζομάντηλα να κιτρινίζουν κάτω από το φως των τσιμπλιασμένων λαμπτήρων, και στο μάρμαρο του μπαρ ένα καχεκτικό δεντράκι των Χριστουγέννων, με κεριά κυρτωμένα και λίγες κορδέλλες από χρυσόχαρτο. Τράβηξαν κατευθείαν στην κουζίνα κι εκεί ο αράπης μάγερας τους είπε πως όλοι τους είχαν πάει στην ορθόδοξη εκκλησία του Αμπουκίρ, ακόμα και τα γκαρσόνια. Θα γύριζαν για το γλέντι περασμένα μεσάνυχτα. Έτσι διάλεξαν μια γωνιά κοντά στην κουζίνα για να τις περιποιείται πιο εύκολα ο μάγερας, παράγγειλαν ένα βουνό αχινούς, οχτώ καβούρια γεμάτα κι άσπρο κρασί ντόπιο, Τζανακλής.
Μοιάζανε σαν κάτι μεσόκοπες παριζιάνες, γερά πηρούνια, που συναντά κανείς στα γαστρονομικά μπιστρό. Αυτό τις παρηγόρησε. Ηδονή για ηδονή, αφού λείπαν οι άντρες, καλές ήταν κι οι λιχουδιές. Το κρασί γλύκιζε κάπως αλλά πίνονταν, α βέβαια, πίνονταν. Η Μαρί-Κλωντ από λυρική έγινε αναλυτική. Κι έτσι η θάλασσα, με τη μυρωδιά του ιώδιου και τ’ αγκομαχητά του ερωτικού αγώνα βρέθηκε μέσα κι έξω από το μαγαζί. Η Ναν εμπιστεύτηκε στη Μαρί-Κλωντ το πολεμικό μυστικό, για τα κορίτσια που τα μαύλιζε το μεσογειακό κλίμα και βρίσκαν στο τέρμα μιας άβολης περίπτυξης το μαχαίρι του φανατικού μουσουλμάνου. Κι η Μαρί-Κλωντ της εμπιστεύτηκε ένα ακόμα πιο πολεμικό μυστικό, το είχε από τον εραστή της. Μήτε φανατικοί μουσουλμάνοι, μήτε εθνικιστές ήταν αυτοί, αλλά κοινοί εγκληματίες, οργανωμένοι ανέκαθεν, και καθοδηγούμενοι ανέκαθεν, από ειδικό κλάδο της Ιντέλλιτζενς, για να προκαλούν δολοφονίες, ταραχές, ξενηλασία, πολεμική ψύχωση, κατά που σύμφερε την πολιτική του Φόρεϊν Όφις. Έτσι τώρα, στόχος τους ήταν όχι τ’ άμοιρα τα κορίτσια της Κοινοπολιτείας αλλά η ψυχή όλων των φαντάρων της, που είχαν πάρει στα σοβαρά τις διακηρύξεις των Μεγάλων για ελευθερίες, κι έπρεπε να γιατρευτούν από τις αυταπάτες γιατί σήμερα ή αύριο θα χρειαζόταν να πυροβολήσουν στο ψαχνό, όταν οι Αιγύπτιοι θ’ απαιτούσαν να φύγουν τα ξένα στρατεύματα από τον τόπο τους.
—Υπερβολές, στέναζε η Ναν, κι όλα, τραπέζια, πάγκοι, τζαμαρίες, μπουκάλια του μπαρ σκαμπανεβάζανε μέσα στο μαγαζί: Αν ο εραστής σου ήταν κομμουνιστής, θα καταλάβαινα την ευπιστία του…
Η Μαρί-Κλωντ παράγγειλε καφέ δίχως ζάχαρη και σόδες. Όταν άρχισαν να φτάνουν οι ορθόδοξοι από την εκκλησία τους, εκείνες είχαν πληρώσει και φεύγανε. Η Μαρί-Κλωντ δυσκολεύτηκε να βάλει μπρος τη μηχανή, η βραδινή ψύχρα είχε κρυώσει το λάδι. Αλλά στο μεγάλο δρόμο όλα πήγαν καλά. Με τ’ αριστερό βαστούσε το βολάν και με το δεξί έτριβε το σβέρκο της Ναν για να της διώξει τον πονοκέφαλο. Στην Κορνίς χρειάστηκε να πηγαίνει πιο προσεχτικά· οι μεθυσμένοι εορταστές οδηγούσαν με τους μεγάλους φάρους, τρέχοντας ίσια κατά πάνω της. Παρκάρησε μπρος στην κίτρινη πολυκατοικία κι έβαλε τη Ναν στο ασανσέρ.
—Φεύγα, χρυσή μου, είπε αυτή. Μη σου κλέψουν την κούρσα. Είμαι πολύ καλά τώρα. Και σ’ ευχαριστώ για όλα. Καημένο κορίτσι, που θα τριγυρνάς ώσπου να τελειώσει το ρεβεγιόν της μάνας σου;
—Θ’ ανέβω στο ατελιέ από τη σκάλα της υπηρεσίας, μη στενοχωριέσαι. Καληνύχτα, Ναν. Ευτυχισμένα Χριστούγεννα.
Στον όγδοο όροφο η Ναν άκουσε να γίνεται μεγάλο ταβατούρι στους Μπρουξ. Με τη ράχη ακούμπησε στην πόρτα του δικού της διαμερίσματος και περίμενε. Ήθελε να καταλάβει τι συμβαίνει. Κι εκεί ανοίγει η πόρτα τους, τα ουρλιαχτά, τα παλαμάκια, οι ζητωκραυγές γεμίζουν το κλιμακοστάσιο. Ένας παπάς με σετακρουδένιο αντερί βγήκε στο κεφαλόσκαλο καθισμένος στα τακούνια και χόρευε καζατσόκ. Πίσω του χοροπηδούσε σαν ερυθρόδερμος ο Μπρουξ σηκώνοντας ψηλά ένα ποτήρι. Άξαφνα είδε τη Ναν.
—Βότκα, μιλαίδη μου, βότκα! Η κολυμβήθρα του Σιλωάμ, της φώναξε.
Κι αλήθεια, η Ναν δεν είχε προσέξει πως ο γεροπόρνος ήταν χωρίς το καροτσάκι του.
Στρατής Τσίρκας, Η νυχτερίδα (1965), Αθήνα, Κέδρος 1995(25), σ. 165-170.
Μετάβαση στο σημείο: Ανατολικό και δυτικό λιμάνι