Φλώρινα
Φλώρινα: ένα σταυροδρόμι λαών και πολιτισμών
Συγκρότηση ενότητας: Αναστασία ΧαλκιάΣυνοικία προσφύγων Φλώρινα: προσφυγική πόλη
Εντόπιο τοπίο...
Αρχαιολογική και όλη κόκκαλα πατρίδα,
στυγνή οστεοθήκη· πληθυσμοί, μετακινημένοι πληθυσμοί,
επιστρώσεις και μαράνσεις μερίδων του πληθυσμού,
διαπιδύσεις αλλόγλωσσων, ρημάγματα
που επονομάστηκαν «λαοί», από επιστημονική ιδεοληψία:
στη Νεγοβάνη ακούγονται αρβανίτικα με κοφτό τρόπο,
στη Μελίτη τα εντόπικα γλεντιούνται ώς την Ιτιά:
«λιούμπαμ, μούσκεμα λέξη!» γνωμοδότησε ο Λούστας
πατέρας του μικρού Στέργιου απ’ τα ρουμάνια της Νέβεσκας
ορμώμενοι· στο διαβαλκανικό Πισοδέρι «νιάο»
λένε το χιόνι με πτωχευμένη προφορά.
Στα Βιτώλια στρατοπέδευε μεγαλύτερο ασκέρι από τη Σα-
λονίκη,
κι ακόμα λανθάνει η αστική νοοτροπία·
φάσεις ντόπιες, κειτούκειτες, ευρείες.
Το τοπίο με τα πράσινα πεύκα και τους ασβέστες,
που απεικόνισε τον οργανωμένο τουρισμό,
άλλους να επαναπαύει.Μίμης Σουλιώτης, «Εντόπιο τοπίο», Βαθιά επιφάνεια, Κέδρος, Αθήνα 1992.
Γαλήνη...
Το γραφείο του Εποικισμού ήταν ανάστατο από φωνές και βρισιές.
-Ησυχάστε επιτέλους… Βρίσκεσθε μέσα στο γραφείο του Εποικισμού… Δε σέβεσθε τίποτε;!! Ξεφώνιζε απελπισμένος ο νεαρός προϊστάμενος. Είχε έλθει πριν από λίγους μήνες κατ’ ευθείαν από το Μονπελιέ της Γαλλίας γεμάτος ενθουσιασμό κι όνειρα να αναμορφώσει την ελληνική γεωργία. Μόλις όμως μπήκε στην υπηρεσία του εποικισμού και βρέθηκε μπροστά στην πραγματικότητα και τα ζιζάνια που τόσο άφθονα φυτρώνουν στην ελληνική γη, έχασε και τον ενθουσιασμό και τα νερά του.
-Κύριε Προϊστάμενε! Κραύγαζε κάποιος από τους διαμαχομένους. Συ δεν μπορείς να τους υποφέρεις λίγα λεπτά. Πώς, Τζάνουμ, θέλεις να μας βάλεις να ζήσουμε όλη μας τη ζωή μαζί μ’ αυτούς τους αγριανθρώπους;
-Εμείς αγριάνθρωποι;! Απάντησε ένας από την αντίθετη παράταξη. Εμείς στη Ρουσσία ζούσαμε με κόσμο που δεν τον ονειρευθήκατε σεις. Σεις ξέρετε μόνο τους ζεϊμπέκους. Ένας γιός μου ήταν Ρούσσος αξιωματικός, ένας άλλος δάσκαλος σε ρουσσικό σχολείο. Καταλαβαίνεις τώρα; Αυτά μας λέγουν κάθε μέρα. Μα την Παναγία θα σκοτωθούμε. Δεν μπορούμε να ζήσουμε. Κοντός ψαλμός αλληλούια.
-Σσσσούτ… Σιωπή, διέταξε ο κ. Προϊστάμενος κτυπώντας ελαφρά με το γαντοφορεμένο χέρι του το γραφείο.
-Τώρα χωρισθείτε τα πρόβατα από τα ερίφια. Σεις οι Καυκάσιοι περάστε απ’ εδώ δεξιά… Έτσι… λίγο παραπέρα… Στη γραμμή. Σεις οι Μικρασιάτες προχωρήστε εκεί αριστερά… Μπράβο… Προσοχή. Δεν θα κάμει κανείς βήμα απ’ την γραμμή. Δεν έχω διάθεση για συμπλοκές.
Υπήρχαν όμως κάμποσοι που είχαν μείνει μετέωροι ανάμεσα στις δυο παρατάξεις.
-Σεις πάλι τι είσθε; Α! Θράκες και Πόντιοι. Και τι γυρεύετε στον καυγά μεταξύ Μικρασιατών και Καυκασίων;
-Δεν μπορούμε να ζήσουμε με τους Καυκασίους, απάντησαν οι Θράκες, ενώ προχωρούσαν στο στρατόπεδο των Μικρασιατών.
-Ούτε εμείς με τους Μικρασιάτες, επρόσθεσαν οι Πόντιοι, ενώ κατελάμβαναν θέσεις πίσω από τους Καυκασίους.
-Ώστε θα 'χομε νέα έκδοση Πελοποννησιακού πολέμου; Σας παρακαλώ αφήστε μας ήσυχους. Φύγετε. Μην κοροϊδεύετε με τα βάσανά μας.
-Πελοπόννησο, Μελοπόννησο δεν ξέρομε εμείς∙ εδώ είναι Μακεδονία. Δεν μπορούμε να ζήσουμε. Αυτή είναι η αλήθεια. Πρέπει να ταιριάζουν τα χνώτα μας, λέμε εμείς οι χωριάτες.
Μικρασιάτες και Καυκάσιοι κηρύχτηκαν αλληλέγγυοι με τους συμμάχους των. Ο φτωχός προϊστάμενος αναγκάσθηκε να υποχωρήσει.
-Μπα. Έχομε κι από σας… είπε ο Προϊστάμενος προς τέσσαρες χωρικούς που είχαν μοιρασθεί στα δύο αντίπαλα μέρη. Απ’ τα ρούχα των φαίνονταν εντόπιοι.
-Πλησιάστε εδώ. Σεις δεν είσθε εντόπιοι;
-Μάλιστα κύριε.
-Τι γυρεύετε λοιπόν στα οικογενειακά των προσφύγων;
-Ντεν μπορούμε, κύριε, να ζήσουμε.
-Δεν μπορείτε να ζήσετε γιατί σας δώκαμε χωράφια και σπίτια, ενώ πριν ήσασθε κολλήγοι και σκλάβοι στους Τούρκους;
-Δεν μπορούμε, κύριοι. Πρέπει να φύγουν οι Μικρασιάτοι, είπαν οι δύο. Να φύγουν κι οι Καυκάσιοι διόρθωσαν οι άλλοι δυο.
-Και να μείνετε μόνοι σεις. Ωραία. Στα κτήματα εκατό τουρκικών οικογενειών. Είσθε πολύ έξυπνοι. Σωστή Μακιαβελική πολιτική. Αδειάστε μας τώρα τη γωνιά. Εμπρός έξω.
Οι τέσσαρες χωρικοί υπάκουσαν και, πειθαρχικοί όπως πάντοτε και ενωμένοι, βγήκαν έξω.
- Οφείλω να σας δηλώσω, είπε ο Προϊστάμενος, ότι αυτό που ζητάν
οι μισοί, να φύγουν οι άλλοι μισοί, δεν γίνεται. Η Γενική Διεύθυνση απαγόρευσε ρητώς και κατηγορηματικώς τις μετακινήσεις. Με διέταξε μόνο να σας συμβιβάσω και να προτείνω να μετακινηθούν οι πρωταίτιοι
- Αυτό δε γίνεται. Ή όλοι ή κανένας, διαμαρτυρήθηκαν με μια φωνή
συμφωνότατοι στο σημείο αυτό Καυκάσιοι, Μικρασιάτες, Πόντιοι, Θράκες.
- Αρχίστε λοιπόν σεις οι Καυκάσιοι, κι εξηγήστε μου γιατί δε
μπορείτε να ζήσετε και ζητάτε να φύγουν οι αδελφοί σας Μικρασιάτες.
- Να σας το πούμε. Ευχαρίστως, άρχισε ο Νέστωρ των Καυκασίων,
ένας ηλικιωμένος με ψαρά γένια και μαύρο ρωσικό καλπάκι, ακουμπώντας στο χοντρό ραβδί του. Τα βόδια μας δεν αφίνουν στη βοσκή. Τις αγελάδας μας μήτε. Τις όρνιθάς μας σκοτώνουν. Δε θέλω να ειπώ ότι τα κλέβουν. Ίσως είναι κανένας μπαταχτσής. Άνθρωποι είμεθα. Όλα τα δάκτυλα δεν είναι ίσια. Γεωργός δίχως βόδια, δίχως αγελάδα, δίχως όρνιθα γίνεται;
Στη Ρουσία είχαμεν βόδια, αγελάδας, άλογα κοπάδια. Είχαμε
χωράφια αμέτρητα. Εγώ που με βλέπεις είχα 98 ντεσετίνες. Μια ντεσετίνα, κύριε Προϊστάμενε, δέκα στρέμματα. Είμαι γέρος άνθρωπος. Δε λέω ψέματα. Εδώ πας σ’ ένα χωράφι, σου λέγουν είναι του Χατζηνικολή. Πας στο άλλο, είναι του Μάνθου. Το άλλο είναι του Κωσταντή. Εμείς δεν έχομε χωράφια; Δεν είμεθα πρόσφυγες; Έχομε και χρέη, κύριε Προϊστάμενε! Μας ζητάτε να πληρώσουμε. Πού να βρούμε; Πώς θα θρέψουμε τα παιδιά μας; Έδωκε ο Θεός και παιδιά, κύριε Προϊστάμενε. να ζήσουν.
-Αμαααμηήν, είπε γελώντας ένας απ’ τους Θράκες.
-Ας ακούσουμε τώρα τα τροπάρια της συμμαχίας Μικρασιατών και Θρακών.
-Τι να σας πούμε, κύριε Προϊστάμενε; Τα βλέπεις και μοναχός σου, πήρε τον λόγο ο Χατζηνικολής, που φορούσε ακόμα τα σαλβάρια του της περιφερείας Μαγνησίας. Έχουμε ζήσει με τους Τούρκοι, με Αρμεναίοι, με τους Τσέρκοι, με λογής λογής ανθρώπους. Αμά τέτοιους ανθρώπους δεν έχομε μεταϊδεί, ούτε θα μεταϊδούμε. Είναι αδύνατο να συνεννοηθείς μαζί τους. Αυτοί δεν είναι γεωργοί. Είναι αγωγιάτες και κυρατζήδες με το παραπάνω. Θέλουν ν’ αφήσουν ελεύθερα ζώα, άλογα, βόδια, μουλάρια μέσα στα χωράφια. Του Χριστάκη Γεωργαλή του χάλασαν προχτές πέντε στρέμματα καπνό. Ζημία δεκαπέντε χιλιάρικα τουλάχιστο. Χωράφια δεν εννοούν να οργώσουν. Τα θέλουν έτοιμα. Όταν τα ιδούν οργωμένα γίνονται μουστερήδες. Νε γεννήματα μας αφήνουν, νε καπνά, νε λιβάδια. Κόβουν και τα δέντρα. Τι να πεις και για τη ζήση τους; Άστα. Τη νύκτα μας κλέβουν ό,τι βρουν όξω. Αυτός ο κυρ Σάββας Παραστατίδης, που τον άκουσες πολλή ώρα, σαν άγιος Ονούφριος, είναι ο κακός δαίμονας. Όσες άσπρες τρίχες, τόσες διαβολιές έχει.
-Δεν θέλησα να ειπώ κάτι τι άλλο, κ. Προϊστάμενε διέκοψε ζωηρά ο κυρ Σάββας. Μα τώρα θα το ειπώ. Μας κοιτάζουν τα κορίτσια μας, τις γυναίκες. Εμείς από την Ρουσσία για μια τιμή φύγαμε. Και φοβούμεθα, πώς να το πω, μην πάρουν κακό παράδειγμα τα κορίτσια απ’ τα δικά τους.
-Να κοιτάξουμε τις γυναίκες τους! Φώναξε ο Χριστάκης Καρανίκος. Ποιος σωστός άνθρωπος τις καταδέχεται…;
-Οι δικές μας δεν είναι σαν τις δικές σας, που για ένα κουτί πούδρα… είπε ο Συμεών Σκαρλακίδης, κουνώντας απειλητικά το ραβδί του.
-Εσύ, κυρ Νικολή, θα 'κανες καλύτερα, εφώναξε άλλος Καυκάσιος, να κοιτάζεις τι κάνει η κόρη σου στα καπνοχώραφα…
Η συμπλοκή, που τόσο φοβόταν ο κ. Προϊστάμενος, ήταν έτοιμη να ξεσπάσει. Εδέησε να επέμβει ο ίδιος μαζί με τους γραφείς του Εποικισμού για να τους χωρίσει και ν’ αποκαταστήσει την τάξη.
Γ. Χρήστου [Μόδης Γεώργιος], «Γαλήνη», Μακεδονικές ιστορίες, Α. Ι. Ράλλης, Αθήνα 1929, σ. 205-210.
Η προσφυγοπούλα...
Η επιτροπή περίμενε σ’ ένα καλοζεσταμένο δωμάτιο του τουρκικού σχολείου στη Φλώρινα τον ερχομό των προσφύγων. Το ειδικό τραίνο που έφερνε τις 250 οικογένειες έπρεπε να φθάσει στις 9 μ.μ. Τώρα πλησιάζουν τα μεσάνυκτα και δεν είχε φανεί ακόμα ούτε σκιά πρόσφυγος. Τα μέλη της επιτροπής άρχισαν ν’ ανυπομονούν και ν’ ανησυχούν. Μερικοί νέοι που είχαν προσφερθεί εθελοντές να βοηθήσουν στην ταξινόμηση των νεοερχομένων, το ’σκασαν με τρόπο για τα σπίτια και τα κρεβάτια της.
Κάποτε έφθασαν. Ήταν μια απέραντη σειρά από βοδάμαξες, που είχαν αγγαρευθεί για τη μεταφορά απ’ τα γύρω χωριά. Το χιόνι είχε στρώσει σε ύψος μισού μέτρου. Κι εξακολουθούσε να πέφτει πυκνό με μεγάλα κομμάτια σαν πούπουλα σαν να είχε σκοπό να θάψει ζωντανούς τους δυστυχισμένους αυτούς την ώρα που έφθαναν στον τόπο της οριστικής τους εγκαταστάσεως. Δεν ακούγονταν καμιά φωνή, καμιά ομιλία. Είχε βουβαθεί απ’ τον τρόμο και το κρύο και το κλάμα των μικρών παιδιών. Ακόμα κι ο συνηθισμένος τριγμός των βοδαμαξών είχε πνιγεί μέσα στα χιόνια. Έμοιαζαν μια σκοτεινή συνοδεία φαντασμάτων που έδινε την φρικτότερη εικόνα της προσφυγικής εξόδου.
Κοντά στα βόδια παρέστεκαν οι σιλουέτες των χωρικών στις κάπες τους και βουλιαγμένων στο χιόνι, με τις βουκέντρες στο χέρι. Βρεγμένοι, κοκαλιασμένοι, βουβαμένοι κι αυτοί, είχαν ξεχάσει και τις γνώριμες κραυγές και προσταγές τους προς τα βόδια. Και μέσα στις βοδάμαξες ήταν στοιβαγμένοι άνθρωποι και λίγα έπιπλα και σκεπάσματα που τους είχαν παρακολουθήσει στη φυγή –κουρέλια κι αυτά κι εκείνοι- μαζί με κανένα σκυλάκι ή γατάκι που είχε παρασυρθεί απ’ το γενικό ρεύμα του πανικού.
Τα μέλη της επιτροπής κατέβηκαν κάτω στο δρόμο.
-Ήλθαν όλοι μαζωμένοι; Ρώτησε ο πρόεδρος της επιτροπής, που ήταν και πρόεδρος του δικαστηρίου.
-Μάλιστα, κ. Πρόεδρε, απάντησε ένας ενωμοτάρχης. Λίγα αμάξια μόνον χάλασαν και έμειναν πίσω. Όπου νάνε φθάνουν.
-Πού είναι η επιτροπή των προσφύγων.
-Έχουν σκορπίσει στις βοδάμαξες. Να τους ξεσηκώσουμε.
-Ας είναι. Τους βλέπουμε αύριο το πρωί. Δεν είναι ανάγκη να τους ανησυχήσουμε τώρα. Αυτό το έρημο το χιόνι συμμάχησε με τους Τούρκους…
-Κι σεις παιδιά με τις βοδάμαξες, είπε προς τους χωρικούς, άμα ξεφορτώστε, περάστε απ’ εδώ να πάρετε ένα κονιάκ.
Οι σιλουέτες με τις κάπες και τις βουκέντρες δεν απάντησαν.
-Ακούτε; Θα περάσετε να πάρετε ένα κονιάκ. Μπράβο σας. Είσθε άξιοι των θερμοτέρων συγχαρητηρίων. Σωστοί Έλληνες και σωστοί Χριστιανοί.
-Καλά. Μα αυτά τα πράγματα, απάντησε μια σιλουέτα, δεν γίνονται μεσάνυκτα. Έχομε δέκα ώρες όξω στα χιόνια.
Τί να γίνει;! Υποφέρατε και σεις δέκα ώρες. Αυτοί οι δυστυχισμένοι αδελφοί μας υποφέρουν τώρα δέκα βδομάδες.
-Δε μας νοιάζει για μας. Αλλά για τα βόδια μας…
Η περασμένη εκείνη νυκτερινή ώρα δεν επέτρεπε την ταξινόμηση στα τουρκικά σπίτια. Γι’ αυτό η επιτροπή αποφάσισε να περάσουν το υπόλοιπο της νύχτας στα τζαμιά και τα σχολεία. Χωρίσθηκαν οι βοδάμαξες σε τμήματα και προχώρησαν πάλι αργές και βραδυκίνητες ανάμεσα απ’ τα στενοσόκακα προς το πυκνό σκοτάδι.
Τα μέλη της επιτροπής έκαμαν ένα γύρο σ’ όλα τα πρόχειρα αυτά καταλύματα για να δουν την εγκατάσταση των προσφύγων, να πούν κανένα καλό λόγο και να τους προσφέρουν ένα θερμαντικό και ξαναγύρισαν στο στρατηγείο τους για να ζεσταθούν κι αυτοί μ’ ένα τσάι και να κανονίσουν τις λεπτομέρειες για την αυριανή οριστική τακτοποίηση.
Εμφανίζεται τότε μια νεαρά προσφυγίνα που κρατούσε στην αγκαλιά ένα μωρό τυλιγμένο σ’ ένα χαλί. Το φουστάνι της ήταν μούσκεμα. Χιόνι σκέπαζε το χαλί, το σάλι και τους ώμους της.
-Καλησπέρα, είπε δειλά.
-Τι θέλετε κυρία;
-Το παιδί μου είναι άρρωστο, είπ’ εκείνη. Το τζαμί όπου με στείλατε δεν είχε ζέστη. Να με στείλετε σας παρακαλώ κάπου αλλού.
Ένας δημοτικός κλητήρας ανέλαβε να την οδηγήσει σ’ ένα δημοτικό σχολείο που ήταν εκεί κοντά με την εντολή μάλιστα να την τοποθετήσει κοντά στην θερμάστρα.
Αλλά σε λίγα λεπτά ξαναγύρισαν.
-Και στο σχολείο έκανε κρύο, είπ’ η γυναίκα.
-Μα δεν καίουν λοιπόν οι σόμπες;
Τα ’κλεψαν κιόλας τα ξύλα που στείλαμε; φώναξε θυμωμένος ο πρόεδρος, έτοιμος ν’ αναλάβει το δικαστικό του ρόλο.
-Όχι, κύριε Πρόεδρε. Οι σόμπες καίουν. Κάνει αρκετή ζέστη.
-Τότε γιατί η γυναίκα δεν έμεινε εκεί, αλλά γυρίζει τέτοια ώρα στα χιόνια με το άρρωστο παιδί της;
-Δεν ξέρω κι εγώ.
Πρότειναν στη γυναίκα να την στείλουν σ’ ένα καλό τουρκικό σπίτι. Αλλ’ εκείνη πρόβαλε ζωηρή άρνηση.
-Γιατί; την ρώτησε.
-Φοβούμαι, δεν πατώ σε τούρκικο σπίτι. Οι τούρκοι έσφαξαν τον άνδρα μου και τον πατέρα μου.
-Εδώ μη φοβάσαι. Οι δικοί μας Τούρκοι δεν έχουν δόντια για να κάμουν τέτοια πράγματα.
-Όχι. Δεν πηγαίνω. Φοβάμαι. Καλύτερα σφάξτε με σεις.
-Καλά. Πού είναι οι συγγενείς σου να σε στείλουν να περάσεις κοντά τους τη νύχτα.
-Δεν έχω συγγενείς.
-Δεν έχεις τουλάχιστον γνωστούς;
-Δεν έχω.
-Τί έγιναν οι συγγενείς κι οι γνωστοί σου; Τους έσφαξαν όλους οι Τούρκοι;
-Γλύτωσαν μερικοί. Μένουν στη Θεσσαλονίκη.
-Δεν είσαι λοιπόν απ’ το ίδιο χωριό με τους άλλους πρόσφυγες, που ήλθαν απόψε δω;
-Όχι.
-Τότε πώς βρέθηκες μαζί τους εδώ;
-Είδα πως κρύωνε το παιδί μου στη Θεσσαλονίκη και μπήκα στο τραίνο.
-Πράγματα, ρούχα δεν έχεις για ν’ αλλάξεις και συ και το παιδί σου;
-Δεν θυμάμαι. Τ’ αφήσα στο σταθμό ή στο τραίνο. Δε θυμάμαι.
-Θα σε στείλουμε τότε σ’ ένα ξενοδοχείο να κοιμηθείς σ’ ένα καλό κρεβάτι, θα έλθει κι ένας κλητήρας για να ξυπνήσει τον ξενοδόχο, και ν’ ανάψει καλά τη σόμπα.
-Όχι δε θέλω, θα μείνω δω.
-Μα δω θα κρυώσεις. Δεν έχεις σκεπάσματα. Είσαι μουσκεμένη.
-Ας είναι. Εμένα δε με νοιάζει θα το κρατάω το παιδί μου κοντά στη σόμπα και θα βάζω ξύλα πολλά.
Ένας φαρμακοποιός, μέλος της Επιτροπής, πλησίασε να εξετάσει το άρρωστο παιδί. Ήταν νεκρό από πολλές ώρες αν μη και ημέρες.
-Βλέπεις, γιατρέ, κρυώνει το καημένο, καλό παιδάκι, είπε η γυναίκα. Τα χεράκια του είναι κρύα, πάγος. Γι’ αυτό ζητώ ζέστη πολλή.
Τα μέλη της Επιτροπής κούνησαν εκφραστικά το κεφάλι.
Γ. Χρήστου. [Γεώργιος Μόδης], «Η προσφυγοπούλα», Μακεδονικές Ιστορίες, Α. Ι. Ράλλης, Αθήνα 1929, σ. 189-194.
Η Μετανάστις...
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ’
Τα απομνημονεύματα της πανώλους
Το βέβαιον είναι ότι ο πλοίαρχος ηξίου ότι διέπρεπε κατά την μάθησιν μεταξύ των συναδέλφων αυτού. Εγνώριζεν οπωσούν καλώς την ιταλικήν γλώσσαν και είχεν αναγνώσει βιβλία τινά, εξ ων ήντλησε τας εγκυκλοπαιδικάς γνώσεις του. Πάντα δε ταύτα ήσαν σπάνια κατ’ εκείνον τον καιρόν.
-Αλλ’ ας αφήσωμεν αυτά, επανέλαβεν ο πλοίαρχος. Ηθέλησα εγώ, ο άξεστος ναυτικός, να σε ομιλήσω με τοιαύτην γλώσσαν! Αλλ’ ενόμισα ότι είχα το δικαίωμα τούτο, διότι, κατά θείαν ευδοκίαν, πολλά είδα εις την ζωήν μου, κατά σύμπτωσιν δε επιδημίας και θανάτους συγγενών περισσοτέρους ή πας άνθρωπος εν τω κόσμω! Τι να σοι διηγηθώ; Όσα είδα εις την Κωνσταντινούπολιν και Αλεξάνδρειαν, δεν τα αναφέρω, διότι δύνασαι να είπης ότι δεν μ’ επόνει. Επίσης παραλείπω και ό,τι συνέβη ποτέ εντός του πλοίου μου. Αλλά πώς να λησμονήσω την φρικώδη εκείνην καταστροφήν, ήτις ηρήμωσε την νήσον όπου είδα το φως; Ήμην παιδίον. Η μήτηρ μου είχεν εμέ και την αδελφήν μου, ο δε πατήρ εταξίδευε με το πλοίον του. Η πόλις μας κείται εις υψηλόν μέρος, αντικρύ της θαλάσσης, και υπήρχε γεροντικός χρησμός, όστις έλεγεν∙ «Η χώρα Ν… δεν φοβείται το θανατικόν». Αλλά μας επεσκέφθη εν τοσούτω! Όλοι οι άνθρωποι επήραν τα βουνά. Αλλά και εις τα βουνά ακόμη ηκούοντο θάνατοι. Και οποίοι θάνατοι, ύψιστε Θεέ! Εις την πόλιν δεν έμειναν ή δύο πρόσωπα ζώντα και κινούμενα∙ ταύτα ήσαν ο ιερεύς και ο ιατρός. Ο ιερεύς ελησμόνησε προ πολλού τας προσφοράς του, και δεν εζήτει πλέον ούτε σαρανταλείτουργα ούτε ψυχικά, ο άγιος άνθρωπος! Όσον δια τον ιατρόν, αντί να ζητή πληρωμήν, ευχαρίστως θα επλήρωνεν αυτός τουναντίον, αν ηδύνατο να σώση ένα μόνο άνθρωπον. Του ιερέως μάλιστα του έβγαλαν και τραγούδι, το οποίον έλεγεν.
…………………………………………….Ε συ, ό,τι και αν είσαι,
φάντασμα, πέτρα, δαίμονας, εγώ δεν σε φοβούμαι∙
είναι σκληρότερη από σε, σκληρότερη η καρδιά μου,
στης Παναγιάς την εκκλησιά πενήντα χρόνια τώρα,
το σήμαντρο της προσευχής βαρώ πρωί και βράδυ.
Πενήντα χρόνια απ’ το λαιμό κρεμώ το πετραχήλι∙
όσους καλούς χριστιανούς από πενήντα χρόνια
το χώμα τούτο δέχθηκεν εγώ τους έχω θάψει,
και με γνωρίζει η γης αυτή καθώς γνωρίζει η σκύλα
το χέρι πόνα κόκκαλο καθημερνά της ρίχνει.
Ελπίζω, σαν με καταπιή, την χάρη να με κάμη,
ογλήγορα την σάρκα μου να λυώση, να χωνέψη.
Από δε το άσμα, το οποίον ετραγώδει ο λαός δια τον ιατρόν, ενθυμούμαι τους επομένους στίχους.
Εμέ πανούκλα και αστρακιά, εμέ ευλογιά φοβάται,
εμέν’ αρρώστιες τρέμουνε και όσες κακιές ανάγκες.
Αλλά πολύ τον εκολάκευσαν τον ταλαίπωρον με τούτο. Διότι τρία έτη ύστερον απέθανε και αυτός εξ επιδημικής νόσου, εις εν χωρίον όπου είχε μεταβή.
Ο πλοίαρχος διεκόπη. Η Μαρίνα εξηκολούθει να τον παρατηρεί περιέργως.
-Λοιπόν, επανέλαβε, δια να επανέλθω εις την ιστορίαν μου, ημείς ήμεθα οι τελευταίοι οπού αφήσαμεν την οικίαν μας. Η μήτηρ μου ήτο γενναία, και δεν απεφάσιζε να φύγη εκ της πόλεως. Ότε όμως είδε τας γειτονικάς οικίας να είναι όλαι έρημοι εκ θανάτων ή εξ εγκαταλείψεως, ότε απέθανον η γηραιά μάμμη μου και ο θείος μου εκ του λοιμού, ηναγκάσθη η μήτηρ μου να ενδώση, και εφύγομεν και οι τρεις. Την αδελφήν μου, ήτις ήτο τεσσάρων ετών, την εκράτει η μήτηρ μου εις τον κόλπον της, εγώ δε ήμην επτά ετών, και εβάδιζον συρόμενος παρ’ αυτής εκ της χειρός. Ποτέ δεν θα λησμονήσω τον αγώνα εκείνον της μητρός μου. Με θωπείας, με απειλάς, με χιλίους τρόπους ηνάγκαζεν εμέ να βαδίζω και την αδελφήν μου να μη κλαίη. Άλλοτε υπεχρεούτο να μας βαστάζη και τους δύο εις τας αγκάλας της, έπειτα πάλιν αποκάμνουσα, μας κατεβίβαζε και τους δυο, και η μικρά αδελφή μου εβάδιζέ τινα βήματα, και μετ’ ολίγον την ελάμβανε πάλιν εις την αγκάλην της. Και η οδός ήτο μακρά∙ εβαδίσαμεν ούτω εξ ώρας. Διευθυνόμεθα εις εν χωρίον, όπου η μήτηρ μου είχε συντεκνίσσας δια να μας φιλοξενήσωσιν. Αλλά πώς δύναμαι να περιγράψω την θέσιν εις ην ευρέθημεν, ότε ενυκτώθημεν εις το βουνόν! Το σκότος κατέβη μικρόν και εκάλυψε τα δάση, ως τοίχος φράττων την οδόν μας. Η αδελφή μου έβαλε τα κλαύματα, εγώ δε την εμιμήθην. Επεινώμεν και η μήτηρ μου δεν είχε τι να μας δώση να φάγωμεν. Τότε μας ηπείλησεν ότι θα μας άφηνεν εις την ερημίαν μόνους να μας φάγωσι τα φαντάσματα, και τοιουτοτρόπως «ελουφάξαμεν» και δεν εκλαίομεν πλέον. Ίσως η μήτηρ μου εφοβείτο μη δια των κραυγών μας εφελκύσωμεν κακοποιόν τινα άνθρωπον, όστις ηδύνατο να ευρίσκεται εκεί πέριξ, και διά τούτο εξέφερε την απειλήν ταύτην. Τέλος η μήτηρ μου μας έβαλεν αμφότερους, την αδελφήν μου εις τας αγκάλας και εμέ επί των ώμων, και ούτως εφθάσαμεν εις το χωρίον νύκτα. Έκρουσε μίαν θύραν, και μας ήνοιξαν. Εισήλθομεν, και ουδέν ενθυμούμαι πλέον, διότι έφαγα και απεκοιμήθην εθύς.
-Και την επαύριον; ηρώτησεν η Μαρίνα.
-Την επαύριον, επανέλαβεν ο πλοίαρχος, βλέπων μετά χαράς ότι η ορφανή ελάμβανεν ενδιαφέρον δια την ιστορίαν ταύτην, ην αυτός ο διηγούμενος υπώπτευεν εν μέρει παιδαριώδη, την επαύριον επεράσαμεν καλά μέχρι της μεσημβρίας. Αλλά τι να σοι είπω; Το δειλινόν ήλθον χωρικοί τινες ζητούντες να μας αποβάλωσιν εκ του χωρίου.
-Διατί;
- Διότι, κατά δαιμονικήν σύμπτωσιν, την αυτήν νύκτα, καθ’ ην εφθάσαμεν εις το χωρίον, όπου έως τότε ήτον υγίεια, χωρικός τις ησθένησεν αιφνιδίως και την πρωίαν απέθανεν. Οι άνθρωποι λοιπόν εταράχθησαν, και επίστευσαν ότι ημείς τους εφέραμε την επιδημίαν.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η Μετανάστις, Το ΒΗΜΑ Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2011.
Μετάβαση στο σημείο: Συνοικία προσφύγων